Η αντίληψη που επικρατεί στο ευρύ κοινό σχετικά με την υποβρύχια αρχαιολογία είναι σε μεγάλο βαθμό εσφαλμένη, καθώς το ενδιαφέρον επικεντρώνεται κυρίως στην ανακάλυψη και μελέτη των ναυαγίων και των περιεχομένων τους. Ωστόσο το ενδιαφέρον της εναλίας αρχαιολογίας δεν περιορίζεται μόνο στα ναυάγια, αλλά επεκτείνεται και στην έρευνα αγνώστων πολλές φορές οικισμών και βυθισμένων λιμανιών.
Τα βυθισμένα οικιστικά συγκροτήματα του ελλαδικού χώρου δεν περιβάλλονται βεβαίως από το μυστήριο που γοητεύει πολλούς, όπως η υπόθεση της χαμένηςΑτλαντίδος, αλλά συμπληρώνουν καίρια τον αρχαιολογικό ιστό της χώρας και παρέχουν πολύτιμα πληροφοριακά στοιχεία για την ιστορία, το εμπόριο, τις πληθυσμιακές μετακινήσεις, τη γεωλογία και το κλίμα του Αιγαιακού περιβάλλοντος, στο οποίο κυρίως έχουν εντοπιστεί. Οι ήδη γνωστές υποβρύχιες αρχαιολογικές θέσεις κατά μήκος των ακτογραμμών της Ελλαδικής επικρατείας καλύπτουν το χρονολογικό πεδίο από την προϊστορική εποχή μέχρι και την πρώιμη βυζαντινή. Συνοπτικά είναι οι παρακάτω:
Σαλάντι Αργολίδας.
Ο προϊστορικός οικισμός βρίσκεται στο μέσο του όρμου των Διδύμων, λίγο βορειότερα του γνωστού σπηλαίου Φράγχθι. Εκτείνεται με κατεύθυνση βορειοδυτικά-νοτιοανατολικά σε μια ζώνη μήκους 400 και πλάτους 30 μ. περίπου κατά μήκος της παραλίας και μέχρι την ισοβαθή των 4 μ. κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Λόγω των αλουβιακών αποθέσεων στο μυχό του όρμου και της ανόδου του επιπέδου της στάθμης του ύδατος η συνολική έκταση του οικισμού δεν είναι δυνατόν προς το παρόν να προσδιοριστεί Η επιφανειακή έρευνα, που έγινε το 1998 από τους αρχαιολόγους της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων Δ. Χανιώτη και Α. Τεγονίδου, και Χ. Αγουρίδη το 2000, έδειξε ότι ο οικισμός θα πρέπει να καταλάμβανε μια έκταση 20 στρεμμάτων περίπου και να βρισκόταν κατά την πρώιμη Εποχή του Χαλκού σε χαμηλή κοιλάδα και σε αρκετή απόσταση από τη θάλασσα, αν κρίνουμε από την ελαφρά κλίση του βυθού. Οι τοίχοι θεμελιώσεως των κτηρίων του οικισμού, που είναι ορατοί σήμερα στην επιφάνεια του βυθού, είναι κατασκευασμένοι από αργούς λίθους και είναι κυρίως δύο τύπων:
Διπλοί πάχους 50-60 εκατοστών με ενδιάμεσο γέμισμα και μονοί πάχους 30 εκ. Στο δεύτερο τύπο ανήκει και ημικυκλικό κτίσμα διαμέτρου 4 μ. Αμφότεροι οι παραπάνω τύποι συναντώνται συχνά σε οικισμούς της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδοςκατά την πρώιμη Χαλκοκρατία. Από την κεραμική που ανευρέθει, όπου κυριαρχούν οι ραμφόστομες φιάλες, τα χονδροειδή αγγεία οικιακής χρήσεως, τα ανοικτά αγγεία με ανάγλυφες ταινίες στο άνω μέρος τους καθώς και μυλόλιθοι και τρυπητήρια από ηφαιστειακό υλικό του Σαρωνικού, ο οικισμός χρονολογείται στην πρώιμη Εποχή του Χαλκού και μάλιστα στην δεύτερη και πιο ώριμη φάση της.
Πλατυγιάλι Αστακού.
Ο χώρος αυτός, σε οδική απόσταση 12 χλμ. νότια του Αστακού Αιτωλοακαρνανίας,εντοπίζεται μεταξύ των ακρωτηρίων Κάρλο Γλώσσα και Στενή Γωνιά. Το πλάτος του όρμου είναι 1 χλμ., ενώ η θάλασσα εισδύει σ’ αυτόν περίπου 2 χλμ. Η είσοδός του προστατεύεται από τις νησίδες του συμπλέγματος των Εχινάδων. Τόσο μέσα στη θάλασσα όσο και στην παραλία υπάρχουν πηγές γλυκού νερού. Η υποθαλάσσια έρευνα στην περοχή είχε ξεκινήσει με αφορμή τον προγραμματισμό κατασκευής στον ομώνυμο όρμο διαλυτηρίου πλοίων από την ΕΤΒΑ και διήρκεσε από τον Ιούλιο έως το Δεκέμβριο του 1986. Αξιοπρόσεκτο εύρημα είναι ο ταφικός εγχυτρισμός ενός βρέφους.
Ο προϊστορικός οικισμός βρισκόταν στο μυχό του κόλπου, σε σημείο που και προ της βύθισής του πρέπει να ήταν χαμηλή κοιλάδα. Οι λόγοι της καταβύθισης παραμένουν ουσιαστικά άγνωστοι, αφού η εξακρίβωσή τους προϋποθέτει γεωλογική μελέτη. Τοίχοι κτισμάτων διακρίνονται σε μια ζώνη 400 μ. παράλληλα προς την ακτογραμμή και σε απόσταση 130 μ. απ’ αυτήν, τουλάχιστον ως την ισοβαθή των 5 μ. Μερικοί απ’ αυτούς συνεχίζονταν και στην παραλία σε αρκετό βάθος κάτω από το έδαφος. Το τμήμα του οικισμού που καλύπτεται απο τη θάλασσα έχει έκταση περίπου 50 στρεμμάτων και καταποντίστηκε πριν από 4.500 χρόνια. Η οριστική του εξαφάνιση ωστόσο επήλθε με την εγκατάσταση του διαλυτηρίου πλοίων, που συντελέστηκε εξαιτίας της αβελτηρίας αλλά και με τις «ευλογίες» της θανούσας υπουργού Πολιτισμού Μελίνας Μερκούρη.
Πουνταζέζα Λαυρίου.
Πρόκειται για παραθαλάσσιο οικισμό του αρχαίου δήμου Σουνίου της Λαυρεωτικής καιταυτίζεται με τον «Πορθμόν των Σαλαμινίων», που αναφέρεται σε επιγραφές του 363 π.Χ. από την αρχαία Αγορά Αθηνών. Ο οικισμός φαίνεται να εκτεινόταν στην ευρύτερη περιοχή του λόφου της Πουνταζέζας, καταλήγοντας ομαλά προς τη θάλασσα. Στον πορθμό οι εύποροι δημότες, που ανήκαν στο γένος των Σαλαμινίων, φαίνεται να είχαν στη κατοχή τους καλλιεργήσιμη γη, αλώνι, πηγάδι, δύο οικίες, τέμενος άγνωστης θεότητας καθώς και τέμενος του Ηρακλέους.
Οι πρόσφατες έρευνες απέδειξαν ότι στην περιοχή υπήρξε έντονη γεωργοκτηνοτροφική αλλά και μεταλλευτική δραστηριότητα. Σήμερα ένα μέρος του παραθαλασσίου τμήματος του οικισμού είναι καταποντισμένο λόγω της ανόδου της στάθμης της θάλασσας. Τα κυριότερα λείψανα εντοπίζονται στη βορειοανατολική πλευρά και καταλαμβάνουν μια έκταση 110χ35 μ. Εκεί παρατηρούνται τοίχοι κτισμάτων από πωρόλιθο εγκάρσιοι αλλά και παράλληλοι προς την ακτογραμμή. Το ύψος τους είναι περίπου 40 εκ. Επίσης σε απόσταση 25 μ. από την ακτή σε βάθος 1,85 μ. εντοπίζονται απομεινάρια τετραγώνου λίθινου οικοδομήματος (προφανώς δημοσίου κτηρίου) διαστάσεων 9,65χ9,65 μ. Η ακμή του οικισμού ανάγεται στους κλασικούς χρόνους.
Λιμάνι Αβδήρων.
Μέσα στο σύγχρονο λιμενίσκο της κοινότητας των Αβδήρων πραγματοποιήθηκε το 1992 η υποβρύχια έρευνα του αρχαίου λιμενοβραχίονα, που, αν και αρκετά φθαρμένος, σώζει σε μεγάλο βαθμό το αρχικό σχήμα και μέγεθός του. Έχει μήκος περίπου 170 μ. και κατεύθυνση από ανατολών προς δυσμάς. Κατά την πρώτη ανασκαφική περίοδο διαπιστώθηκε κατ’ αρχήν η ύπαρξη δύο τουλάχιστον οικοδομικών φάσεων. Στην πρώτη φαίνεται να ανήκει ένας λιμενοβραχίονας πλάτους 8 μέτρων δομημένος με λιθοπλίνθους από γρανίτη και ελαφρά κλίση προς το βορρά. Εξωτερικά του σημείου που γωνιάζει εντοπίστηκαν δύο ημικυκλικοί πύργοι διαμέτρου 10 και 13 μ. Στην νεότερη φάση του λιμανιού ανήκει η προς τη λιμενολεκάνη επέκτασή του πλάτους 3-3,5 μ., που εφάπτεται στην εσωτερική πορεία της αρχαιότερης φάσης και είναι κατασκευασμένη επίσης από μεγάλες γρανιτένιες λιθοπλίνθους.
Μεθώνη (Οικισμός Εποχής του Χαλκού).
Περί τα μέσα της δεκαετίας του 80 στον κόλπο της Μεθώνης, σε απόσταση 300 μ. από το δημοτικό κάμπινγκ και σε βάθος 3,5 έως 5,5 μ. εντοπίστηκαν εκτεταμένα οικοδομικά λείψανα και συστάδες. Οι τοίχοι σώζονται σε ορισμένες περιπτώσεις σε ύψος τεσσάρων δόμων, αποτελούνται δε κατά κανόνα από πλακερές πέτρες. Η τοιχοδομία αυτή συγκροτείται κυρίως από διπλές σειρές λίθων. Σε λίγες περιπτώσεις εμφανίζεται μόνο μία σειρά, αποτελούμενη από ακατέργαστους ογκόλιθους. Σημαντικό στοιχείο για τη προϊστορική χρονολόγηση του ευρήματος υπήρξε τοίχος σε διάταξη «ιχθυόκανθου»,που «πορεύεται» δυτικά από μεγάλο κυκλικό οικοδόμημα.
Η γενική εικόνα των λειψάνων συνηγορεί υπέρ της πιθανότητας καταβύθισης λόγω σεισμού. Από το 1990 διεξάγεται συστηματική έρευνα στον εν λόγω χώρο, όπου αξίζει να σημειωθεί ότι έχει βρεθεί μια λίθινη προϊστορική άγκυρα ενσωματωμένη σε τοίχο καθώς και υπολείμματα ταφικού εγχυτρισμού δύο νηπίων. Οι υπάρχουσες ιστορικές πληροφορίες για τη περιοχή είναι αξιολογότατες. Κατά την εποχή των Τρωικών ωνομαζόταν Πήδασος. Ο Στράβων την αναφέρει ως Πήδασον αμπελόεσσαν. Τα δύο σπουδαιότερα ιερά της πόλης ήταν ο ναός της Ανεμώτιδος Αθηνάς, όπου υπήρχε και ανδριάντας του Διομήδους και ναός της Αρτέμιδος, όπου και το υπό τουΑναχάρσιδος αναφερόμενο φρέαρ, από το οποίο αντλούσαν νερό αναμεμιγμένο με πίσσα. Ίσως να πρόκειται για την πρώτη άντληση πετρελαίου στον ελλαδικό χώρο.
Πλύτρα Λακωνίας.
Βρίσκονται στη δυτική πλευρά της χερσονήσου Επιδαύρου Λιμηράς μεταξύ των όρμων Σκοτεινός και Άρασμα στο Λακωνικό Κόλπο και ταυτίζεται με την αρχαία πολίχνη Ασωπός των Ελευθερολακώνων. Η περιοχή, που κατά την αρχαιότητα πρέπει να βρισκόταν περίπου 3 μέτρα ψηλότερα από τη σημερινή στάθμη της θάλασσας, είναι διάσπαρτη με αρχαία κτήρια. Είναι τυπικό παράδειγμα αρχαιολογικού χώρου, που έχει διαταραχθεί λόγω τεκτονικών φαινομένων και που σήμερα βρίσκεται βυθισμένος μέχρι και το βάθος των 7 μέτρων. Κατά μήκος του πρανούς της ανατολικής ακτής είναι ορατά τα σημεία όπου έχει αποκοπεί από τη στεριά.
Έχουν βρεθεί ανθρώπινα οστά αναμειγμένα με κεραμικά, που ενδεικνύουν το αιφνίδιον της καταστροφής που είχε επέλθει. Η συνεχής διάβρωση της παράκτιας περιοχής αποκαλύπτει οικοδομήματα με εντυπωσιακά ψηφιδωτά δάπεδα καθώς και αρχαίους τοίχους, που συνεχίζουν κάτω από τη θάλασσα. Τα πλείστα των οικοδομικών λειψάνων, που υφίστανται στον πυθμένα του κόλπου, χρονολογούνται από την ελληνιστική έως την παλαιοχριστιανική περίοδο. Απ’ αυτά ξεχωρίζουν ένα πηγάδι δομημένο με λίθους και υδραυλικό κονίαμα, ο αρχαίος λιμενοβραχίονας και ο επ’ αυτού οχυρωματικός πύργος ή φάρος. Τα βυθισμένα κτήρια είναι κατασκευασμένα από ορθογώνιους λιθοπλίνθους, που προέρχονται από τα παρακείμενα επίσης βυθισμένα λατομεία της αρχαιότητας.
Φαλάσαρνα.
Βρίσκεται στον αυχένα της χερσονήσου της Γραμβούσας στην δυτική Κρήτη. Λόγω θέσης υπήρξε το πλέον στρατηγικό σημείο ελέγχου των θαλασσίων οδών μεταξύ τουΑιγαίου πελάγους και της Ιταλίας. Ο αρχαίος λιμένας της πόλης βρίσκεται σε απόσταση 100 μ. από την παραλία, θαμμένος κάτω από τόνους προσχώσεων και θαλασσίων αποθέσεων. Αυτό οφείλεται στο γεωλογικό φαινόμενο της προς βορράν κίνησης της λιθοσφαιρικής πλάκας της Αφρικής και της συνακόλουθης σύγκρουσής της με αυτή του Αιγαίου. Στοιχεία από τον χώρο της Φαλάσαρνας, που χρονολογήθηκαν με «άνθρακα 14», απέδειξαν ότι το δυτικό τμήμα της Κρήτης πρέπει να «υψώθηκε»περί το 365 π.Χ. μέσα σε διάστημα λίγων ημερών.
Ελίκη Αχαΐας.
Βρίσκεται μεταξύ των ποταμών Σελινούντα και Κερυνίτη. Ο Παυσανίας στα«Αχαϊκά» του (VΙΙ, 24,5 και 25, 5) αφιερώνει μεγάλο μέρος της διήγησής του σ’ αυτήν. Η συγκεκριμένη πόλη, κέντρο λατρείας του Ελικωνίου Ποσειδώνος, μπορεί χωρίς υπερβολή να χαρακτηριστεί ως καταποντισμένο μυστήριο. Από τα υφιστάμενα ιστορικά στοιχεία γνωρίζουμε ότι συνεπεία σεισμικής έξαρσης κατά τον χειμώνα του 373 π.Χ. καταβυθίστηκε στο σύνολό της, ενώ οι κάτοικοί της μετανάστευσαν στην κυρίωςΕλλάδα και τη Μικρά Ασία. Ουδέν άλλο είναι επισήμως γνωστό γι’ αυτήν σήμερα πέρα από τις σποραδικές και ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες αλιέων του Κορινθιακού κόλπου, που κάνουν λόγο για ύπαρξη υποβρυχίων ερειπίων. Πριν από λίγα χρόνια συντελέστηκε η πρώτη υποθαλάσσια μαγνητοσκόπηση της περιοχής από ιδιωτικό συνεργείο δυτών.
Πύρρα.
Βρίσκεται επίσης στη Λέσβο, στον κόλπο της Καλλονής. Πρόκειται για αρχαιότατη πόλη, της οποίας τα βυθισμένα απομεινάρια είναι δυνατό να γίνουγ διακριτά σε βάθος λιγότερο των 8 μ., όποτε οι καιρικές συνθήκες το επιτρέπουν.
Ανθηδών.
Στο παραλιακό τμήμα της κωμόπολης αυτής της κεντρικής Ευβοίας (άλλοτε ανήκε στη Βοιωτία) σώζονται ακόμη θεμέλια δημοσίων οικοδομημάτων, αρχαίος μόλος, λιμενοβραχίονες και κρηπιδώματα κατασκευασμένα από μεγάλους ορθογώνιους λίθους. Χρονολογούνται από την Αρχαϊκή έως την Ελληνιστική περίοδο.
Παυλοπέτρι Λακωνίας.
Βρίσκεται κοντά στην Ελαφόνησο. Στον υποθαλάσσιο χώρο του έχει ανακαλυφθεί ευρέως εμβαδού οικισμός της Πρωτοελλαδικής περιόδου, του οποίου η εξέλιξη χρονολογείται μέχρι την Υστεροελλαδική.
Και άλλοι είκοσι ένας πανάρχαιοι και νεώτεροι οικισμοί εκτός από τους προαναφερθέντες.
Υπάρχουν ακόμη τα λείψανα 21βυθισμένων οικισμών στις ακτές της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδος, τους οποίους σε μια απλή κατηγοριοποίηση με κριτήριο την αρχαιότητά τους δυνάμεθα να τους κατατάξουμε ως εξής:
Πρωτοελλαδικοί: Μανίκια Ευβοίας (οικισμός και νεκροταφείο).
Κλασικοί: Τορώνη Καβάλας, Ερέτρια Ευβοίας, Κεγχρεαί Κορίνθου, Γύθειο Λακωνίας και Φεία Ηλείας.
Ελληνιστικοί: Κίρρα Φωκίδος, Δόμβραινα Βοιωτίας, Διβάρι Γιάλοβας Μεσσηνίας, Παλαιά Επίδαυρος Αργολίδος, Ελούντα Κρήτης, Ψείρα Κρήτης, Χερσόνησος Κρήτης, Ίτανος Κρήτης.
Βυζαντινοί: Παροικία Πάρου, Δρέπανο Αργολίδος.
Εύλογα παρατηρούμε ότι η ύπαρξη βυθισμένων οικισμών, που χρονολογούνται μέχρι και τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες – ενώ έκτοτε λόγω της εμφανίσεως της πειρατείας ατονεί η συγκρότηση παρακτίων πόλεων -, είναι δηλωτική της συνεχούς παρουσίας ενός συνδυασμού γεωλογικών φαινομένων, που εξακολουθεί να βρίσκεται σε αδιάκοπη εξέλιξη επί σειρά χιλιετιών. Η καταβύθιση της Αιγηΐδος προ 10-12.000 ετών οφείλεται στην εκδήλωση των ιδίων ακριβώς φαινομένων (άνοδος στάθμης υδάτων, σεισμοί, ηφαιστειακές εκρήξεις), με τη μόνη διαφορά ότι τότε η ένταση και η χρονική διάρκεια τους ήταν σαφώς πολλαπλάσιες σε σύγκριση με τις μεταγενέστερες ιστορικές περιόδους.
Αναφορικά με το ερευνητικό μέρος τα κριτήρια της επιλογής ενός υποθαλασσίου χώρου για μελέτη δεν είναι σταθερά, ενώ το λιγοστό προσωπικό της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων (μόλις τριάντα πρόσωπα, δέκα από τα οποία είναι αρχαιολόγοι) σαφώς δεν επαρκεί, για να καλύψει μια επικράτεια με συνολικό μήκος ακτών μεγαλύτερο από ολόκληρης της Αφρικής και θαλάσσιο χώρο σχεδόν διπλάσιο από την ξηρά της. Ευχής έργον θα ήταν η πλήρωση περισσοτέρων θέσεων με ειδικά εκπαιδευμένο προσωπικό στον τομέα της εναλίου αρχαιολογίας καθώς και η μελλοντική εντατικοποίησης των ερευνών με τη χρήση βαθυσκαφών, αφού είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι τα μεγαλύτερα αρχαιολογικά μυστικά βρίσκονται ακόμη κρυμμένα στα μεγαλύτερα βάθη κάτω από το γαλανό πέπλο των ελληνικών πελαγών.
Πηγές και βοηθήματα: Ξέρξη Λίβα, Η Αιγηίς κοιτίς των Αρίων και του Ελληνισμού, Αθήνα 1956.Ηλία Τσατσόμοιρου, Αιγαίο Βουνό, Αθήνα 1981.Ιωάννου Πασσά, Η αληθινή Προϊστορία, Αθήνα 1985.Αλεξάνδρου Καλέμη, Η αποκάλυψη των φυσικών και ιστορικών θησαυρών της Ευβοίας, Αθήνα 2000.Στράβωνος, Γεωγραφικά. Παυσανίου, Ελλάδος Περιήγησις (Αττικά – Αχαϊκά).Υπουργείο Πολιτισμού – Εφορεία Εναλίων Αρχαιοατήτων, Αναφορές των αρχαιολόγων Χρήστου Αγουρίδη, Αικατερίνης Δελλαπόρτα, Παναγιώτας Τίτσα-Μελά, Χρυσηίδας Σαμίου, Ηλία Σπονδύλη, Ελπίδας Χατζηδάκη.Περιοδικό Δαυλός τευχος Απριλίου 2002,erevna-enimerwsi.blogspot.com, αναδημοσίευση από εδώ
Διαβάστε επίσης
ΕΛΛΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου