Ακούς την πένθιμη καμπάνα του κόσμου που ήξερες;
Δεν είναι το καμπάνισμα των παλιών λεμονανθών λίγο μετά τη βροχή.
Δεν είναι ο εσπερινός που σημαίνουν τα πεύκα καταμεσής στον Απρίλη
Ακούς την πένθιμη καμπάνα του κόσμου που ήξερες;Τα πάντα μπορούν να γίνουν τώρα πια.
Αγάλματα και το αντίθετό τους.
Η γωνιά του τυφλού με ένα χρυσάνθεμο για να κρατάει ζεστή την θέση του.
Το τραπέζι με την σοκολάτα, τα τσιγάρα, την νάιλον τσάντα, την ομπρέλα, το έγκλημα και τιμωρία, το πράσινο άδειο μπουκάλι της χθεσινής νύχτας.
Το βλέμμα που διαπερνάει σαν σφαίρα το ορατό και σκάει σφυρίζοντας στην καρδιά του πραγματικού ανοίγοντας μια πληγή στο στήθος.Πόσος κόσμος θεέ μου.
Ο οδηγός με το λοφίο του παγωνιού.
Η Αρραβωνιασμένη με το τριανταφυλλί λαμπατέρ.
Η Παντρεμένη με ξεριζωμένα τα φρεσκοβαμμένα νύχια.
Ο Γαμπρός με έλκη σύφιλης στα χείλι
Ο κύριος Μάρκετινγκ με ένα φίδι
Ο Υπεύθυνος με τα αποκεφαλισμένα παιδιά του.
Ο Ταξιδιάρης με τα άδεια του χιλιόμετρα και τα σπασμένα πατίνια του.
Ο Καλλιτέχνης με μια κόμπρα δεξιά και ένα λιοντάρι αριστερά.
Η Μάνα με τα κειμήλια της μητριαρχίας.
Ο Πατέρας με ένα μπουκάλι φτηνό κρασί.
Ο Δημοσιογράφος με τις πλάκες των συμβολαίων του.
Ο Δανειολήπτης με τα κομμένα κεφάλια των προσδοκιών του.
Ο Μπάτσος με την αρρώστια της ψυχής του.
Ο Ποιητής με το άγκιστρο και το μαστίγιο.
Ο Επαναστάτης με μάτια φιδιού.
Ο Αντεπαναστάτης με νύχια γερακιού.
Ο Ιδιοκτήτης με την κόρη του και το γαμψώνυχο γιό του.
Ο Ιδανικός του Ναζισμού.
Και πίσω τους ξεπροβάλλουν οι σκιές των δολοφόνων.
« Είστε ο περιούσιος λαός στα χρόνια της ατομικής ιδιοκτησίας.
Είστε το καθαρόαιμο γένος των φρουρών της αιώνιας τάξης.
Είστε οι μαχητές των ιδανικών και της Ομοιότητας.
Θάνατος σε όσους έχουν δύο πόδια, δύο χέρια, δύο μάτια. Θάνατος σε όσους φανερώνουν αμφιβολίες ή συναισθήματα ανθρώπινης φύσεως.
Εσείς θα απολαύσετε το βασίλειο των στρατοπέδων εξόντωσης.
Εσείς θα απολαύσετε τον οικτρό θάνατο του συρφετού που αυτοονομάζεται άνθρωπος.»
Έξαλλο το πλήθος.
«Να τους πνίξουμε στους εμετούς των ανεκπλήρωτων ονείρων μας»
«Πώς τολμούν να αμφισβητούν την αναμφισβήτητη κυριαρχία της αγιασμένης αναπηρίας»
«Στην πυρά»
«Νέο Μπέλσεν»
Τι κόσμος θεέ μου.Ουρές ερπετών, νύχια λεόντων, δόντια τυραννόσαυρων.
Ένα ζευγάρι νεόνυμφων. Πάνω στην σκηνή η νύφη γεννάει μια σαύρα.
Μέσα στο αίμα και στην βλέννα την σηκώνει θριαμβικά.
Οι εγκυμονούσες σκύβουν δακρύζοντας καταπίνοντας πλαστικά μπιφτέκια και σαλάτες από γράσο.
Περήφανοι πατεράδες ακονίζουν την Βλακεία για να λοβοτομήσουν τα νεαρά ερπετά τους.
Γυναικολόγοι σαν σκιές εφιάλτη μοιράζουν το εγχειρίδιο της Καλής Μάνας.
«Μια σαύρα είναι ψυχρόαιμη. Το μόνο που χρειάζεται είναι την δική σας εντύπωση ότι πετύχατε να αποκτήσετε κάτι δικό σας. Νομοθετήστε χωρίς έλεος. »
Γυρίζω το κεφάλι.
Δύο νεαρές ετοιμάζονται να παντρευτούν και συζητούν με ποιόν τρόπο θα κρύψουν την θωρακισμένη ουρά που ξεπετάγεται ανάμεσα στα πόδια τους.
Δίπλα οι ευτυχείς γαμπροί παρατηρούν με βλέμματα πράσινα και κόρες σχιστές ένα ανθρώπινο έμβρυο.
Κοιτιούνται σαν δύο άδειοι κανίβαλοι.
Πετούν το έμβρυο.
Στο χέρι κρατούν το κλειδί του καινούργιου σπιτιού.
Τι κόσμος θεέ μου.
Η νεαρή χορεύτρια με οπλές στα πόδια.
Η σκιά της τέρας μιας εποχής παγετώνων.
Με μια αγκαλιά βιβλία.
Ξεχωρίζω τίτλους.
“Πώς να είστε τέρας και να φαίνεστε όμορφη”.
“Πώς να εξωτερικεύεται το κενό και αυτό να υλοποιείται”.
Καμεραμάν με προβολείς και τεράστια μικρόφωνα.
Η χορεύτρια χλιμιντρίζει.
Η οικογένεια της σαν σε κάδρο προαιώνιων νεκρών δακρύζει με διακριτικότητα.
Μόνο διακριτικότητα καθώς στάζει από πίσω η πράσινη χολή της ακαταδεξίας.
Καθώς γυρνά το πρόσωπο ο πατέρας νέον φώτα τονίζουν το σκελετωμένο του μάγουλο.
Ο Οικογενειάρχης με τα παιδιά του που χρόνια τα εκπαίδευσε στην ανθρωποφαγία πλησιάζει.
Ένας μυστικός φωτισμός επικυρώνει ότι τα μικρά είναι δίποδα κτήνη έτοιμα να επιτεθούν.
Η Αιώνια Χαζή στρίβοντας ένα τσιγάρο κοιτάει βαριεστημένα το τερατώδες μπουλούκι.
Η δική μου αναπηρία είναι μεγαλύτερη και ποιό εμφανής μονολογεί και αναπολεί αν εκεί που πήγε ήταν το Βέλγιο ή η Γερμανία.
Και καταλήγει ότι ήταν το πουθενά.
Βολεύτηκε με αυτό και σέρνοντας το μακρύ της αδύνατο πόδι απομακρύνεται μέσα στους καπνούς και τα χνώτα γελώντας δυνατά.
Τώρα πια άβλαστοι μελανείμωνες και αδέκαροι, αντράκια του συρμού και καθαρματάκια βγήκαν στους δρόμους βαρόντας τύμπανα, μάζα διάπυρη και σκοτεινή όλο μίσος και αντριλίκι που υπόσχονται ότι η σφαγή θα συλλαβίσει τον έσχατο λόγο του χρηματιστήριου με διατρητικά βλήματα.
Και κάθε λέξη θα είναι αποκεφαλισμοί κύκνων, κάθε βλέμμα μια υπόσχεση ότι θα ανάψουν τα κρεματόρια γιατί εσύ συνεπαρμένος έβλεπες ανατροπές στις σταθεροποιήσεις και αποκαταστάσεις στις ανακατατάξεις και βούτηξες τα χέρια και τα μάτωσες μέσα στους θησαυρούς της αυταπάτης.
Φώναζα αλλα ποιος να άκουγε μέσα στην οχλαγωγία και το μεθύσι της οργής
«Σήμερα το σώμα είναι αναλώσιμο και το πνεύμα έδαφος κατεχόμενο.
Όσο θα είναι Αυτό τόσο πιο αποτρόπαιη θα γίνεται η σκλαβιά.
Και όσο πιο αποτρόπαιη θα γίνεται η σκλαβιά τόσο βαθύτερα θα καταλύεται το πνεύμα.
Κάθε τι που κρατιόταν ζωντανό για λόγους που δεν αφορούσαν την ανάγκη θα πεθάνει.
Αν αποσπαστείτε για μια στιγμή από τον επιβαλλόμενο ρόλο μπορεί να γίνεται οτιδήποτε.
Όμως αποκτάτε γρήγορα την αντίληψη της μάζας.
Κάνετε σχέδια.
Μάταια.
Ακόμα και τον ελεύθερο χρόνο θα παράγεται και θα είστε αποξενωμένοι από αυτόν όπως από κάθε άλλο προϊόν.
Όπως από την ζωή σας την ίδια.
Ο Καπιταλισμός είναι κολλημένος σαν βδέλλα στον σύγχρονο κόσμο.
Κατέχει το χρήμα άρα κατέχει τον ανεφοδιασμό και την παραγωγή.
Δεν αφήνει τίποτα έξω από το επιχειρησιακό του σχέδιο.
Έχει στόχο συμβατό με την επιχειρηματική του δραστηριότητα και προοπτική να γίνει ιδιοκτήτης συνολικότερα της ανθρώπινης φύσης.
Να μετατρέψει τον άνθρωπο τον ίδιο από ιστορικό υποκείμενο σε ολοκληρωτικό εμπόρευμα»
Aκούς την πένθιμη καμπάνα του κόσμου που ήξερες;
Μη μου ξαναζητήσεις να σου διαβάσω εκείνο το ποίημα που έλεγε για την αρχή του λόγου που υπήρξε πριν τις κοκκινόμαυρες λεγεώνες του τρόμου και θα υπάρξει μετά τη ζωή μας.
Το ψέμα είναι ένα φίδι που τρέφεται από τον φόβο.
Το όνειρο γίνεται εύκολα αυταπάτη όταν στην θέση των χεριών έχει φτερά από υάκινθους.
Κατέφτασαν τότε τα σκυλιά με ερπυστριοφόρα.
Δικαστές με γύψινα μάτια και διεφθαρμένα χείλη.
Τραπεζίτες με ράχες θωρακισμένες.
Στελέχη επιχειρήσεων με τα σκυλίσια τους ρύγχη.
Κατέφτασαν κουστωδίες οι χωροφύλακες με τα πιστόλια στα χέρια και οι πολυίστορες δάσκαλοι με δάκρυα στα μάτια και αιμάτινες κλωστές στα χείλι.
Κατέφτασαν λεξιπενείς οι ποιητές αποτροπιασμένοι .
Υψώθηκαν βιβλικές οι σάλπιγγες και ήχησαν σαν βρύχισμα κεραυνών.
Και πίσω ερχόταν ο λαός κρατώντας τις εικόνες που λάτρευε.
Πόρνες και μόδιστρους και τους Μεγάλους Τραγουδιστές με τις διχαλωτές γλώσσες.
Και πίσω ερχόταν ο λαός με οθόνες κρεμασμένες σε κοντάρια σημαιών
Και μέσα στις οθόνες ο μέγας Τραγουδιστής να τρώει περιστέρια
Και μέσα στις οθόνες η μεγάλη Παρουσιάστρια να ξερνάει χολή και αίμα.
Και τριγύρω οι φύλακες με ερπύστριες στα μάτια.
Σταύρωσον ακούστηκε η κραυγή.
Σταύρωσον.
Ακούστηκε ξανά όλο και πιο δυνατά.
Σαν διάβολοι ξυπόλητοι οι προλετάριοι και οι μάνατζερς κραύγαζαν με μάτια λευκά.
Σταύρωσον. Σταύρωσον.
Όμως εμείς δεν ήρθαμε από τις καινής διαθήκης τα μέρη.
Δεν διασχίσαμε τόσα χιλιόμετρα ιστορίας για να διδάξουμε την συγχώρεση αλλά για να κηρύξουμε την εκδίκηση.
Δεν ήρθαμε να κηρύξουμε την μετάνοια αλλά την απελευθέρωση.
Δεν κατεβήκαμε στις προλεταριακές περιοχές σαν Πήγασοι για να συνευρεθούμε με πόρνες και πρεζάκηδες.
Δεν είμαστε παραμορφωμένες σκιές βασιλιάδων είτε επίγειων είτε ουράνιων.
Και έτσι τραβήξαμε πιστόλια.
Βιτρίνες άρχισαν να σπάζουν ουρλιάζοντας.
Αυτοκίνητα ανατινάζονταν και το πυρ έγλειφε την ράχη του ουρανού.
Ο Λαός τσανακογλύφτης όπως πάντα μαζεύτηκε στις τρύπες του και κοίταζε με μάτια ποντικού από τις χαραμάδες.
Τα αφεντικά κοιτούσαν από τα μέγαρα τους τους καπνούς.
«Με λένε Απελευθέρωση» κραύγαζε το αιώνιο και αμετακίνητο μεγάφωνο μέσα στο βουητό των πολυβόλων και τον ξερό ήχο των περίστροφων
«Αν τις πόλεις σας με τον εχθρό μοιράζεστε και στους δρόμους που μεγαλώσατε τριγυρνούν περίπολα τότε μέσα στους στόχους κινείστε δολοφόνων.
Και αν εσείς ξεχαστήκατε στο φθόριο και στο αλουμίνιο μην αφήσετε τα παιδιά σας μόνα.
Στις πόλεις σας κλειδώθηκαν οι βαριές πύλες της θάλασσας.
Ο έσχατος λόγος του χρηματιστηρίου είναι ο πόλεμος.
Να η φιδίσια γλώσσα του.
Τινάζεται αποτρόπαιη μέσα στο φώς των προβολέων.
Το μόνο που θα αντέξει από σας θα είναι το πλαστικό σας.
Αφού αλλοτριωθήκατε από την εργασία οδηγήστε με δεμένα μάτια σε μια καινούργια σχέση με τον κόσμο.
Ελάτε να εξυφάνουμε μια ανθογραφία και ας είναι από αίμα.
Να σφυρηλατήσουμε τα καρφιά της διαλεκτικής και να καρφώσουμε μέσα στο φέρετρο κράτη, έθνη σαπισμένα, ιδιοκτησίες, λογοτεχνίες, τις πόλεις του Οιδίποδα, τα ιδρύματα και τα κρατητήρια, τις εφτάπυλες μητροπόλεις των σκλάβων.
Ελάτε οι του Ροβεσπιέρου ομοούσιοι και του Λένιν αδελφοί ζωστείτε τους δυναμίτες, μπροστά πηγαίνετε γνωρίζοντας ότι σας περιμένει μια πλατιά ανωνυμία σαν του Σαίξπηρ τα άπαντα, γνωρίζοντας ότι οι καθεδρικές της βεβαιότητας θα δεχτούν σύντομα την πρώτη ομοβροντία της νομοτέλειας.
Ο άνεμος συνεχίζει να φυσά καθώς κλείνω το παράθυρο και κοιτάζω ξανά το λευκό μου χαρτί.
Ανάμεσα σε άδεια μπουκάλια και στοίβες βιβλία κυκλοφορεί ο ποντικός της σιωπής.
Παύλος Ρούφας
-//-
Πηγή. http://redflecteur.wordpress.com/2014/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου