του Παντελή Καρύκα
Συγγραφέας
Συγγραφέας
Τα πρώτα ευρήματα όπλων χρονολογούνται στην
μέση παλαιολιθική περίοδο. Τα ευρήματα αυτά αφορούν λίθινες αιχμές
βελών, ακοντίων και δοράτων. Τα συγκεκριμένα όπλα χρησιμοποιούντο σαφώς
στο κυνήγι, αλλά και στις διάφορες συγκρούσεις μεταξύ των τροφοσυλλεκτών
ανθρώπων της εποχής. Προφανώς υπήρχαν και άλλα αγχέμαχα όπλα, όπως
ρόπαλα, τα οποία φυσικά δεν σώθηκαν, διασώθηκαν όμως τα αποτελέσματα της
χρήσης τους επί ανθρωπίνων λειψάνων.
Στους χρόνους αυτούς δεν μπορούμε να μιλάμε δια την ύπαρξη στρατών.
Υπήρχαν απλώς ομάδες ενόπλων οργανωμένες σε φυλετική βάση. Οι πρώτοι
στρατοί γεννήθηκαν όταν οι περιπλανώμενες ομάδες των κυνηγών
εγκαταστάθηκαν μονίμως σε έναν τόπο και άρχισαν να καλλιεργούν τη γη.
Ήταν η ίδια η γεωργική επανάσταση της 7ης χιλιετίας π.Χ. που δημιούργησε
την έννοια της ιδιοκτησίας, υπαγόρευσε την κοινωνική διαστρωμάτωση και
τελικώς οδήγησε στην συγκρότηση των πρώτων στρατών της ιστορίας. Τα
αρχαιολογικά ευρήματα αποτελούν αδιάψευστο μάρτυρα της αλήθειας αυτής.
Στα ερείπια της πρώτης ευρωπαϊκής πόλης, του Σέσκλου (5800 – 4400 π.Χ.),
οι ανασκαφείς Χρ.Τσούντας και Δ. Θεοχάρης ανακάλυψαν στην κορυφή της
ακρόπολης, το μέγαρο του ηγεμόνα. Ο ηγεμόνας θα πρέπει να διέθετε μια
ένοπλη φρουρά, τόσο για την προστασία του ιδίου και της ακρόπολης, επί
της οποίας βρισκόταν και οι αποθήκες με τα προϊόντα της πόλης, όσο και
για την προστασία των πολιτών, οι οποίοι αποτελούσαν το παραγωγικό
κεφάλαιο του ηγεμόνα. Εάν υπολογίσουμε τον αριθμό των κατοίκων της πόλης
μεταξύ 2.500 και 4.000 ατόμων, στατιστικά, μπορούμε να υπολογίσουμε ότι
η συνολική παρατακτέα δύναμη δεν θα μπορούσε να ξεπερνά τους 800 – 1000
άνδρες. Από αυτούς ένα ποσοστό της τάξης του 10% θα αποτελούσαν ίσως τη
μόνιμη ένοπλη δύναμη του ηγεμόνα.
Το παραπάνω στατιστικό υπόδειγμα βασίζεται τόσο στους υπολογισμούς του
καθηγητή Δ. Θεοχάρη, περί της πληθυσμιακής πυκνότητας της πόλης του
Σέσκλου, όσο και σε σουμεριακά ανάλογα του Σέσκλου υποδείγματα. Την
συγκεκριμένη περίοδο τα σε χρήση όπλα δεν διέφεραν ουσιαστικά από τα
παλαιολιθικά αντίστοιχά τους. Διακρίνονταν σε εκηβόλα και αγχέμαχα. Τα
εκηβόλα ήσαν το τόξο, το ακόντιο και η σφενδόνη. Στα αγχέμαχα
κατατάσσονταν το ρόπαλο (κεφαλοθραύστης), το δόρυ και το εγχειρίδιο, ο
πρόγονος του σπαθιού. Οι αιχμές και οι λεπίδες των όπλων αυτών ήταν
αρχικά κατασκευασμένες από καλά κατεργασμένο λίθο, συνήθως οψιδιανό. Οι
λεπίδες του οψιδιανού, άριστα λειασμένες, μπορούν να τεμαχίσουν την
ανθρώπινη σάρκα με την ίδια ευκολία που το πράττει και οι μεταλλικές. Ο
οψιδιανός δεν διαθέτει την ίδια αντοχή φυσικά, κατά την κρούση και
αδυνατεί να διαπεράσει «θωράκιση».
Από τα μέσα της 5ης χιλιετίας πάντως οι Έλληνες άρχισαν να
επεξεργάζονται τα μέταλλα, τον χρυσό και τον άργυρο αρχικά. Ασπίδες της
εποχής δεν έχουν διασωθεί, ίσως διότι ήταν κατασκευασμένες από φθαρτά
υλικά. Είναι πιθανό πάντως να υπήρχαν κάποια υποδείγματα – οι πρώτες
ασπίδες, υποδείγματα των οποίων έχουν διασωθεί, αποτελούντο από ένα
τεντωμένο εντός ξύλινου πλαισίου δέρμα ζώου. Όσον αφορά τους
κεφαλοθραύστες έχουν διασωθεί υποδείγματα πολύαιχμων κεφαλών τους, οι
οποίες ήταν κατασκευασμένες από λίθο. Έχουν επίσης ανακαλυφθεί βλήματα
σφενδόνης, λίθινα, καλυμμένα με στρώμα πηλού. Τα βλήματα αυτά αποτελούν,
μπορούμε να πούμε, τις πρώτες βολιδοφόρες οβίδες της ιστορίας. Κατά την
πρόσκρουση τους σε σκληρό έδαφος ο πηλός έσπαγε και τα θραύσματά του
λειτουργούσαν όπως τα αντίστοιχα της σημερινής χειροβομβίδας. Την ίδια
πρακτική ακολούθησαν αιώνες αργότερα οι Ρωμαίοι, οι οποίοι κάλυπταν με
στρώση πηλού τα βλήματα των καταπελτών τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου