Κάθε πτυχή του ιδιωτικού και δημοσίου βίου μας είναι οργανωμένη με νόρμες, κανόνες και νόμους. Κάθε δράση μας που είναι οριοθετημένη και κανονισμένη με νόμους γραπτούς εντάσσεται στις τυπικές οργανώσεις. Η ύπαρξη μια τυπικής οργάνωσης προυποθέτει την ύπαρξη κανόνων κοινά αποδεκτών, που έχει θεσπίσει η διεύθυνση της οργάνωσης, κανόνων και νόμων που καταδεικνύουν την ύπαρξη προκαθορισμένων ρόλων και θέσεων. Η τυπική, όμως, είναι μόνο η μία πλευρά της οργάνωσης. Η ίδια της η ύπαρξη προυποθέτει μία άλλη πλευρά, αυτής της άτυπης δόμησης της οργάνωσης. Η άτυπη μορφή λειτουργεί κυρίως συμπληρωματικά παρά αντιθετικά με την τυπική της μορφή. Άλλωστε, αυτό επιβάλλει η ομαλή λειτουργία της οργάνωσης.
Η οργάνωση είναι μια δόμηση της κοινωνικής ύπαρξης, ένας μηχανισμός, ένα εργαλείο, που επιτελεί πολλούς σκοπούς. Όμως ένας σκοπός, για να επιτευχθεί, χρειάζονται τη συνέχεια πολλών οργανισμών. Ορισμένες φορές, οι οργανώσεις είναι αλληλένδετες και έχουν κοινά χαρακτηριστικά. Πάντα όμως παραμένουν ξεχωριστές. Τα άτομα – μέλη της οργάνωσης δεν είναι άψυχα αντικείμενα. Είναι ταυτόχρονα μέλη και αλλά και χρήστες της.
Η ίδια η προσέγγιση της οργανωτικής δόμησης των κοινωνιών μας επιβάλλει το ερώτημα γιατί προσεγγίζουμε την οργάνωση. Σχετικά ερωτήματα έθεσε ο Human το 1991 και συνεχίζουν να απασχολούν την επιστημονική σκέψη, ιδιαίτερα μετά την εκτενή συζήτηση που έγινε κατά τη δεκαετία του 1980, με θέμα την ιδιωτικοποίηση. Τι πρέπει να κάνει λοιπόν το άτομο, πως θα εναρμονίσει τη δράση του με τη δράση του με τη δράση του με τη δράση των άλλων; Ποιό θα είναι το όφελος και ποιος θα είναι ο τελικός αποδέκτης του;
Η θεωρητική οπτική, διαμέσου της οποίας αναλύονται οι οργανωτικές δομές, διαφοροποιεί ανάλογα και την οπτική γωνία από την οποία εξετάζει την οργάνωση. Έτσι, ενώ για την πολιτική οικονομία το σημαντικότερο είναι ο τρόπος χρηματοδότησης μιας επιχείρησης, για την επιστήμη της δημόσιας διοίκησης, το σημαντικό είναι η δημόσια ή ιδιωτική μορφή της οργάνωσης. Η κοινωνιολογία της οργάνωσης, σε αντίθεση με άλλες επιστημονικές θεωρήσεις, όπως της πολιτικής οικονομίας ή του management, σκοπεύει στην ανάλυση της δομής της οργάνωσης. Ερευνά τους βαθμούς ευελιξίας, τον τρόπο με τον οποίο προσδιορίζονται οι ρόλοι των υποκειμένων της δράσης και το βαθμό ή την ποιότητα ελέγχου στα μέλη της. Ο βαθμός άσκησης ελέγχου από την πλευρά της οργάνωσης εξαρτάται επίσης από τα παραγόμενα αγαθά και το περιβάλλον μέσα στο οποίο λειτουργεί.
Οι διαστάσεις των θεωρήσεων αυτών πρέπει να ιδωθούν στο σύνολό τους, όχι μεμονωμένα, αλλά ως αλληλοσυμπληρούμενες μεταβλητές, που συμβάλλουν στην κατανόηση της οργανωτικής δόμησης. Μια συνολική ανάλυση της έννοιας και του φαινομένου επιβάλλει την εξετασή του από δύο πλευρές: από την μακρο – κοινωνική που αγγίζει θέματα κοινωνικού ελέγχου και ελευθερίας και από την μικρο – κοινωνική, που αγγίζει το χώρο της εργασίας και συνεπώς της παραγωγής, τη θέση και το ρόλο του καθενός στην οργάνωση. «Η μετατόπιση του επίκεντρου μελέτης από κοινωνιολογικά ζητήματα σε φιλοσοφικά, γλωσσολογικά/ ψυχολαναλυτικά, αποδυνάμωσε τους δεσμούς μεταξύ θεωρίας και εμπορικής έρευνας».
Τις δυσπλασίες στην ανάπτυξη της σύγχρονης κοινωνιολογικής θεωρίας αναζητεί ο Νίκος Μουζέλης, ο οποίος αναγνωρίζει ως βασικό χαρακτηριστικό της κλασικής κοινωνιολογίας την έλλειψη διαφοροποίησης μεταξύ θεωρίας και εμπειρικής ανάλυσης. Επισημαίνει δε το σπάσιμο αυτής της ένωσης και προσδιορίζει ως αίτιο την ανάπτυξη της κοινωνιολογικής θεωρίας ως ξεχωριστού κλάδου της κοινωνιολογικής έρευνας. Αποτέλεσμα της ρήξης αυτής ήταν » ο εκφυλισμός του κοινωνιολογικού παραδείγματος». Ακόμα, «η μεταμοντέρνα κατάργηση των ορίων των γνωστικών πεδίων» οδήγησε στην πτώση της κοινωνιολογικής ανάλυσης » στην προ του Durkheim εποχή».
Η απλή καταγραφή των προτύπων οργανωτικών δομήσεων που συναντώνται ως επικοινωνιακοί μηχανισμοί, η καταγραφή της καθημερινότητας, των ρόλων και των δυσλειτουργιών της οργάνωσης δεν μπορεί να απαντήσει στα ερωτήματα που αφορούν την επικοινωνία, έτσι όπως σήμερα καλύπτει τις σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες, αλλά και όπως θα απαντά στις μελλοντικές. Συχνά δεν μπορούμε δηλαδή να αντιληφθούμε την αλλαγή και την ανάγκη για βελτίωση και συνεπώς δεν μπορούμε να οδηγηθούμε στη δημιουργική επικοινωνιακή έκφραση. Απαιτείται λοιπόν η διεισδυτική ανάλυση των δομών και των προτύπων επικοινωνιακής δράσης, των ισορροπιών και των ιεραρχήσεων δύναμης και εξουσίας, των ισορροπιών και των ιεραρχήσεων δύναμης και εξουσίας , της συμμετοχής και της ατομικής προσωπικότητας. Η οργάνωση ως σύστημα ελέγχου των παραπάνω απευθύνεται και τελικά συνδέεται άμεσα, ποσοτικά και ποιοτικά, με την κουλτούρα και τις πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις των κοινωνικών μελών. «Κάθε εξουσία», θα γράψει ο Νίκος Πουλαντζάς, «δεν υπάρχει παρά μόνο υλοποιημένη σε μηχανισμούς» (και όχι μόνο στους κρατικούς μηχανισμούς). «Οι μηχανισμοί δεν είναι απλά εξαρτήματα της εξουσίας, αλλά έχουν μέσα σε αυτήν οργανικό ρόλο».
Η συλλογική δράση εμφανίζεται σε μία διαχρονική πορεία και διάσταση με εκατοντάδες μορφές, κοινωνικά κινήματα, δίκτυα, ακολουθώντας ατραπούς ισορροπίας, επιρροής, και σε άλλες περιπτώσεις, παρέμβασης και ρήξης. Επαγγελματικές ενώσεις, ερευνητικά κέντρα, δημόσιες υπηρεσίες, συνεταιρισμοί, είναι μορφές πραγματοποίησης της ζητούμενης οργάνωσης. Καθώς στα κοινωνικά πλαίσια οι σχέσεις των ατόμων είναι άνισες και εξουσιαστικές, η εξουσιαστική – ελεγκτική ρύθμιση βρίσκει χώρο να ανθήσει, απόλυτα συμβατά με την ιεραρχική και ιεραρχημένη εκμεταλλευτική κοινωνία. Όλα συγκλίνουν στην κατάδειξη της τεράστιας σημασίας της κοινωνικής χειραγώγησης, ως μέσου επιβολής της ισχύος.
Η εξουσία δεν είναι ένας τρόπος ζωής. Είναι ένας τρόπος του «φέρεσθαι». Είναι η ίδια η ζωή. Βαθιά ριζωμένη στις καθημερινές ισορροπίες και διαμάχες που πλεονάζουν στις σχέσεις ατόμων, ομάδων, ελίτ, τάξεων και στρωμάτων, βρίσκεται σε κάθε κύτταρο ζωής, όπως και αν αυτό ονομάζεται. Θα ήταν λάθος να αναζητήσουμε την εξουσία μόνο στις σχέσεις των πολιτών με το κράτος ή στην ταξική διαστρωμάτωση. Το παιχνίδι στο χώρο της επιστήμης, της τέχνης ή της κουλτούρας χαρακτηρίζεται από την ανταγωνιστική πάλη των παικτών για εξουσιαστική επιβολή.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα για τη μελέτη της εξουσίας είναι η κλασική μελέτη του R. Dahl (Who Gonerns). Στο πλαίσιο των μελετών του Dahl, η εξουσία είναι η δύναμη που εξαρτάται από την επιβολή της θέλησης και της δράσης ενός υποκειμένου πάνω στο άλλο. Αυτή η θέση ως αφετηρία θα οδηγήσει στη συγκεκριμένη εξέταση και οριοθέτηση των ρόλων και των κοινωνικών θέσεων των μελών μιας πόλης. Στο πλαίσιο αυτό, ο Dahl θα ανιχνεύσει και θα αποκαλύψει το ρόλο της ηγεμονικής ελίτ και το λειτουργισμό εξουσιαστών και εξουσιαζόμενων. Είναι επίσης ενδιαφέρουσα η σύγκριση και η διασύνδεση του έργου του R. Dahl με αυτό του M.Crozier, όπου αναλύονται οι σχέσεις εξουσίας στους εργασιακούς χώρους, αλλά και του M. Foucault.
Είναι δύσκολο να φανταστούμε κοινωνίες όπου δεν υπάρχουν ρυθμιστικοί περιορισμοί. Στις σύγχρονες πολυπληθείς κοινωνίες, είναι φανερό πως η δυνατότητα να φτάσει το μήνυμα σε ένα τόσο μεγάλο κοινό χωρίς οργάνωση είναι ανέφικτη. Η ρύθμιση της λειτουργίας των ΜΜΕ υπόκεινται σε όλο τον κόσμο στην ευθύνη ρύθμισή της από ένα όργανο (αυθεντία), το οποίο συνήθως διατηρεί στενές σχέσεις ή έστω σχέσεις σχετικής αυτονομίας, με τον κρατικό μηχανισμό. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα ΜΜΕ είναι υπό κρατικό έλεγχο. Σε ορισμένα κράτη, απλώς δημιουργούνται αυτόνομα ή ημιαυτόνομα όργανα – επιτροπές για τη ρύθμιση των προβλημάτων που ανακύπτουν από το χώρο των ΜΜΕ. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα ΜΜΕ βρίσκονται υπό ένα μονοπωλιακό κρατικό έλεγχο. Έτσι, στη Μ.Βρετανία, το BBC δεν βρίσκεται κάτω από τον «κρατικό έλεγχο». Ως ένα βαθμό, η οργάνωση των ΜΜΕ εξαρτάται από την κυβερνητική ρύθμιση. Ταυτόχρονα, έχει ανάγκη τους θεατές, το κοινό, ως δυνάμενο καταναλωτή, που τα ΜΜΕ προσφέρουν στους έτοιμο στους διαφιμιστές και το οποίο γίνεται αποδέκτης της ψυχαγωγίας τους. Ταυτόχρονα έτσι ενυπάρχει έντονη εξάρτηση από την οικονομία της αγοράς. Αυτή η αγορά είναι καλορυθμισμένη, με σαφείς ρόλους και έντονους ανταγωνισμούς ανάμεσα σε προκαθαρισμένες ομάδες. Το μέσο επικοινωνίας υπόκειτο στους άγραφους νόμους, που η κοινωνία επιβάλλει.
Στην καθημερινή πρακτική δεν μπορούμε να χωρίσουμε μία οργάνωση σε κομμάτια, όπως «αγορά» ή «κοινότητα». Κάθε οργάνωση έχει το χαρακτήρα της, που προσδιορίζεται από το χωροχρονικό πλαίσιο λειτουργία της. Άλλη η δομή και τα χαρακτηριστικά μιας οργάνωσης του 1930 και διαφορετική η δομή και τα χαρακτηριστικά μιας οργάνωσης στα 1990.