του Νίκου Σαραντάκου
Tο άρθρο που ακολουθεί δημοσιεύτηκε χτες στα Ενθέματα της
κυριακάτικης Αυγής σε μια έκτακτη συνεργασία μου. Επειδή έχει θέμα
φιλολογικό θα μπορούσα να το αφήσω για την επόμενη Κυριακή, αλλά τελικά
αποφάσισα να το δημοσιεύσω σήμερα. Με την ευκαιρία της εδώ δημοσίευσης
προσθέτω μερικά πράγματα που δεν χώρεσαν στο έντυπο άρθρο (που έχει,
αναπόφευκτα, περιορισμό λέξεων, ενώ στο Διαδίκτυο μπορούμε να φλυαρούμε
όσο τραβάει η καρδιά μας αφού τα ηλεδάση του Καναδά εξαντλούνται πολύ
δυσκολότερα). Tο πορτρέτο του Παπαντωνίου, έργο του Γ. Μαυροϊδή, το πήρα
από το ιστολόγιο των Ενθεμάτων.
Μια
ειδική κατηγορία της σατιρικής ποίησης είναι η παρωδία, η σατιρική
μίμηση του ύφους ενός ποιητή ή ενός συγκεκριμένου ποιήματός του, είτε
για να επικριθεί ο ποιητής είτε, συχνότερα, για να σχολιαστεί σατιρικά η
επικαιρότητα. Στις δεκαετίες του 1950 και του 1960, που η (έμμετρη)
ποίηση είχε μεγαλύτερη θέση στη ζωή μας, η Αυγή φιλοξενούσε
καθημερινά ένα στιχούργημα στην πρώτη σελίδα της, το οποίο κάποτε
παρωδούσε κάποιο γνωστό ποίημα, του Καβάφη, ας πούμε, ή του Βάρναλη, για
να σατιρίσει γεγονότα της επικαιρότητας, π.χ. την αναχώρηση του
Καραμανλή από την Ελλάδα το 1963 ή την αποστασία του 1965.
Φυσικά, η
αξία της παρωδίας εξαρτάται και από το ποιητικό μέγεθος όχι μόνο του
παρωδού αλλά και του παρωδούμενου. Όταν και οι δυο είναι μάστορες, το
αποτέλεσμα μπορεί να είναι απολαυστικό και να αντέξει στο χρόνο, σε
αντίθεση με τις παρωδίες της σειράς, που προορίζονται να ξεχαστούν. Μια
τέτοια παρωδία θα παρουσιάσω σήμερα — θα δούμε πώς παρώδησε ο Κώστας
Βάρναλης την «Προσευχή του ταπεινού» του Ζαχαρία Παπαντωνίου.
Το
παρωδούμενο ποίημα παραμένει και σήμερα γνωστό, αλλά στην εποχή του είχε
κάνει πάταγο. Πράγματι, το εκδοτικό γεγονός των Χριστουγέννων του 1931
ήταν η κυκλοφορία της ποιητικής συλλογής Θεία δώρα του Ζαχαρία
Παπαντωνίου. Το βιβλίο δέχτηκε διθυραμβικές κριτικές από τον Τύπο,
επαινέθηκε δημόσια από πολιτικούς αρχηγούς όπως ο Αλέξ. Παπαναστασίου ή ο
Γ. Καφαντάρης, αλλά είχε και εμπορική επιτυχία (όχι πάντοτε αυθόρμητη:
γράφτηκε ότι η Εθνική Τράπεζα αγόρασε 2.000 αντίτυπα!) Αμέσως ξεχώρισε
ένα ποίημα, «Η προσευχή του ταπεινού». Όχι άδικα:
Η προσευχή του ταπεινού
Κύριε, σαν ήρθεν η βραδιά, σου λέω την προσευχή μου.
Άλλη ψυχή δεν έβλαψα στον κόσμο απ’ τη δική μου.
Εκείνοι που με πλήγωσαν ήταν αγαπημένοι.
Την πίκρα μου τη βάσταξα. Μου δίνεις και την ξένη.
Μ’ απαρνηθήκαν οι χαρές. Δεν τις γυρεύω πίσω.
Προσμένω τα χειρότερα. Είν’ αμαρτία να ελπίσω.
Σαν ευτυχία την αγαπώ της νύχτας τη φοβέρα.
Στην πόρτα μου άλλος δεν χτυπά κανείς απ’ τον αγέρα.
Δεν έχω δόξα. Είν’ ήσυχα τα έργα που έχω πράξει.
Άκουσα τη γλυκιά βροχή. Τη δύση έχω κοιτάξει.
Έδωκα στα παιδιά χαρές, σε σκύλους λίγο χάδι.
Ζευγάδες καλησπέρισα που γύριζαν το βράδυ.
Τώρα δεν έχω τίποτα να διώξω ή να κρατήσω.
Δεν περιμένω ανταμοιβή. Πολύ ’ναι τέτοια ελπίδα.
Ευδόκησε ν’ αφανιστώ χωρίς να ξαναζήσω…
Σ’ ευχαριστώ για τα βουνά και για τους κάμπους που είδα.
Ωστόσο,
αν και άξιος λογοτέχνης, ο Παπαντωνίου είχε ταυτιστεί απόλυτα με τα
βενιζελικά κόμματα που νέμονταν την εξουσία τις δύο προηγούμενες
δεκαετίες και είχε ωφεληθεί πολλαπλά από αυτό, έχοντας διοριστεί κατ’
επανάληψη νομάρχης, από το 1919 διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης (όχι
εντελώς αταίριαστα: είχε σπουδάσει ζωγραφική και έγραφε τεχνοκριτικά
άρθρα) και αργότερα καλλιτεχνικός σύμβουλος της Εκδοτικής Τράπεζας (που
αργότερα εξελίχθηκε στην Τράπεζα της Ελλάδος) με παχυλούς μισθούς.
Σε συνδυασμό
με την κάθε άλλο παρά ταπεινή υποδοχή του ποιήματος, οι στίχοι της
«Προσευχής» ηχούσαν σχεδόν σαν πρόκληση — ή τουλάχιστον σαν πρόσκληση
για παρωδία, στην οποία ανταποκρίθηκε με τον καλύτερο τρόπο ο Κώστας
Βάρναλης, ο οποίος είχε απολυθεί από καθηγητής εξαιτίας της συμμετοχής
του στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, στο λεγόμενο σκάνδαλο των
Μαρασλειακών. Ο Βάρναλης λοιπόν, δημοσίευσε την εξής αριστοτεχνική (και
δηλητηριώδη) παρωδία:
Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΤΑΠΕΙΝΟΥ
Κύριε, σαν ήρθε η βραδιά και μάτι δε μας βλέπει
βρέχε σωρό διορισμούς στην ταπεινή μου τσέπη.
Την προσευχή μου, Κύριε, σου λέω με προθυμία
καμιά ψυχή δεν έβλαψα, εξόν απ’ τα ταμεία.
Εκείνοι που με πλήγωσαν ήταν αγαπημένοι.
Που να μη την εβούτηξα θέση σπουδαία δε μένει.
Ήσυχα εγώ κι αθόρυβα τα έργα μου έχω πράξει
κι από Γραικύλους και Γκρεκούς το σύμπαν έχω εισπράξει
Στην πόρτα μου άλλος δεν χτυπά κανείς απ’ τον αγέρα
όλες εγώ τις χτύπησα (δουλειά μου κάθε μέρα).
Ήμουνα των μικρών παιδιών και των σκυλιών ο φίλος
κι όλων εγώ των Αρχηγών πιστός χαδιάρης σκύλος.
Σ’ ευχαριστώ για τα βουνά και για τους κάμπους που είδα.
(Αφού το Κράτος πλήρωνε, ζήτω η γλυκιά πατρίδα).
Σ’ ευχαριστώ, που μου’ δωκες χωρίς να μου ανήκει
τη θέση της Εκδοτικής και την Πινακοθήκη.
Για την καπατσοσύνη μου οι εχθροί θα με μισήσουν.
Ευδόκησε ν’ αφανιστούν χωρίς να ξαναζήσουν.
(Σιγά στ’ αφτί του θεού)
Με τρόπο της ποιήσεως δώσε μου, Κύριε, τώρα
τα πενήντα χιλιάρικα, τ’ αληθινά «θεία δώρα».
Καρχαρίας Παπαφαταούλας
(Από τα «Ηλίθια δώρα»)
Κάποιες
επεξηγήσεις χρειάζονται. Η αναφορά σε «Γκρεκούς» είναι λογοπαίγνιο με
τον Γκρέκο· ως διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης, ο Παπαντωνίου είχε
πρόσφατα ταξιδέψει στη Γερμανία για να αγοράσει σε πλειστηριασμό τον
πίνακα του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου «Η συναυλία των αγγέλων» για
λογαριασμό της Πινακοθήκης. Τα «πενήντα χιλιάρικα» είναι το έπαθλο που
είχε προκηρύξει η Ακαδημία Αθηνών για το καλύτερο ποιητικό έργο της
χρονιάς, που σύμφωνα με τις φήμες προοριζόταν για τον Παπαντωνίου.
Η παρωδία δημοσιεύτηκε στο λογοτεχνικό περιοδικό Νέοι Πρωτοπόροι,
το ανεπίσημο λογοτεχνικό όργανο του ΚΚΕ, στο τεύχος του Φεβρουαρίου
1932. Σαν δείγμα παρωδίας, το βρίσκω έξοχο: επαναλαμβάνει ελαφρά
παραλλαγμένους αρκετούς στίχους του υποδείγματός του, αντιστρέφοντας
μαστόρικα το νόημα για να το αντιστοιχίσει στον βίο και την πολιτεία του
ποιητή του. Η υπογραφή στάζει βιτριόλι: τα «Θεία» δώρα παραφράζονται σε
«Ηλίθια», ο γλυκός Ζαχαρίας σε αδηφάγο Καρχαρία και ο Παπαντωνίου σε
Παπαφαταούλα. Όχι τυχαία, στο ίδιο τεύχος του περιοδικού υπήρχε κι ένα
τσουχτερό σχόλιο για την υπερπροβολή του βιβλίου του Παπαντωνίου, τη
μαζική αγορά αντιτύπων από την Εθνική Τράπεζα κτλ.
Οι
περισσότεροι παροικούντες τη λογοτεχνική πιάτσα της προπολεμικής Αθήνας
σίγουρα θα ήξεραν ή θα μάντεψαν τον δημιουργό της παρωδίας, η οποία
απέκτησε ευρύτερο ακροατήριο λίγο αργότερα, αφού αναδημοσιεύτηκε στην
καθημερινή εφημερίδα Ελεύθερος Άνθρωπος, του Δημ. Πουρνάρα, που
έκανε δριμεία κριτική στην κυβέρνηση Βενιζέλου από αριστερές θέσεις,
χωρίς όμως να ταυτίζεται με το ΚΚΕ, με το οποίο βρισκόταν επίσης σε
αντιπαράθεση.
Ο Βάρναλης ήταν φίλος με τον Πουρνάρα και
αργότερα συνεργάστηκε με τα έντυπά του, πρώτα τον Ελεύθερο Άνθρωπο το
1934 (όπου δημοσίευσε τις ταξιδιωτικές εντυπώσεις του από την ΕΣΣΔ, τις
οποίες σκοπεύω να εκδώσω στο τέλος του χρόνου) και μετά στον Ανεξάρτητο.
Μόνο όταν, στις αρχές του 1936, το ΚΚΕ ήρθε σε οξύτατη σύγκρουση με την
εφημερίδα Ανεξάρτητος και με τον Πουρνάρα προσωπικά, έπαψε κι ο
Βάρναλης τη συνεργασία του.
Στο φύλλο
του Ελεύθερου Ανθρώπου της 13.3.1932, με τον τίτλο «Η μεταμφίεσις ενός
ποιητού» και τον επίτιτλο «Αποκριάτικη σάτιρα», δημοσιεύτηκε η ίδια
παρωδία, με εκτενή εισαγωγή στην οποία δικαιολογείται η επίθεση εξαιτίας
του «μοχθηρού χαρακτήρα» του Παπαντωνίου και της πολυθεσίας του, ενώ
για τον παρωδό αναφέρεται υπαινικτικά ότι είναι «έτερος διακεκριμένος
ποιητής — αποφεύγομεν ημείς τα ονόματα». Το κείμενο είναι πανομοιότυπο
με τη δημοσίευση στους Νέους Πρωτοπόρους, με μόνη διαφορά ότι τώρα το υπογράφει ο Καρχαρίας Φαγαντωνίου.
Απ’ όσο
ξέρω, ο πρώτος που απέδωσε ρητά την πατρότητα της παρωδίας στον Βάρναλη
ήταν ο ο Μ.Μ. Παπαϊωάννου, που τη δημοσίευσε στο τεύχος αρ. 2 του
περιοδικού Πολιτιστική (1984), στο άρθρο του «Θέματα από το έργο του Βάρναλη», το οποίο περιλήφθηκε αργότερα στο βιβλίο του Κώστας Βάρναλης – Μελέτες.
Ο Παπαϊωάννου δεν θυμόταν το περιοδικό της πρώτης δημοσίευσης, ούτε το
ψευδώνυμο (την ανεύρεση την οφείλουμε στον ιστορικό Γιώργο Πετρόπουλο),
αλλά ίσως είχε πρόσβαση σε μεταγενέστερο χειρόγραφό της αφού το κείμενο
που δίνει έχει μικρές αλλαγές σε σχέση με την πρώτη δημοσίευση.
Συγκεκριμένα, στον στίχο 4, ο Παπαϊωάννου
δίνει “μονάχα τα ταμεία”, ενώ στον στίχο 6 δίνει “θέση καμιά δε μένει”.
Επίσης, στον στίχο 8 “έχω αρπάξει”, ενώ από την εκδοχή του Παπαϊωάννου
λείπει η “σκηνική οδηγία” μετά τον στίχο 18. Υπάρχουν και μικροδιαφορές
στη στίξη ή με παράλληλους τύπους λέξεων. Οι αλλαγές που σημείωσα μάλλον
βελτιώνουν το κείμενο και δεν αποκλείω ο Παπαϊωάννου να είχε χειρόγραφο
του Βάρναλη -που πάντως δεν το βρήκα στο αρχείο του στο ΕΛΙΑ (που δεν
είναι πλήρες) μια φορά που είχα κοιτάξει.
Παρόλο που
σήμερα έχουν ξεχαστεί οι λεπτομέρειες από τις αντιπαραθέσεις της εποχής,
και οι δυο ποιητές έχουν πάρει ο καθένας τη θέση του στην ιστορία της
λογοτεχνίας μας, νομίζω ότι η παρωδία του Βάρναλη διατηρεί την αξία της
σαν σάτιρα όχι ειδικά του Παπαντωνίου, αλλά του κάθε κρατικοδίαιτου
διανοούμενου — αν και οι περισσότεροι σημερινοί ως λογοτεχνικά μεγέθη
μάλλον ωχριούν μπροστά στον Παπαντωνίου.
Υστερόγραφο:
Η Προσευχή του ταπεινού παρωδήθηκε κι
άλλες φορές. Τις ίδιες μέρες με την παρωδία του Βάρναλη, δημοσιεύτηκε
στον “Φανό των Συντακτών”, την εφημερίδα που έβγαινε μία φορά το χρόνο
με την ευκαιρία του αποκριάτικου χορού των δημοσιογράφων, μια παρωδία με
τίτλο “Η προσευχή της ταπεινής” -η οποία δεν ήταν άλλη από την
“κακούργα πεθερά” της πολύκροτης δολοφονίας Αθανασόπουλου, την Κάστρου.
“Κύριε σαν ήλθεν η βραδιά θα κάνω το σταυρό μου
άλλον γαμπρό δεν έσφαξα, μονάχα τον δικό μου”.
(όπως το βλέπω, κάποτε θα γράψουμε και για την υπόθεση αυτή).
Όμως, για το ίδιο θέμα έχει γράψει ποίημα
και ο παππούς μου, ο Άχθος Αρούρης, σε ένα ποίημα που δεν μπορώ να το
πω παρωδία (ο όρος ‘παρωδία’ έχει πάντα τη διάσταση της σάτιρας, αν όχι
και του χλευασμού), αλλά ούτε και παράφραση, αφού κρατάει μόνο τον τίτλο
από το ποίημα του Παπαντωνίου και το κοινό θέμα, αλλά δεν παραφράζει
στίχους. Δεν έχει μεγάλη σημασία πώς θα το πούμε, και επειδή νομίζω ότι
έχει αυτοτελή αξία, το παραθέτω πάλι, παρόλο που
το έχω ήδη παρουσιάσει εδώ, τότε που το ιστολόγιο είχε μόλις κλείσει τον πρώτο μήνα της ζωής του.
Η προσευχή του ταπεινού
Ελέησόν με ο Θεός, κατά το μέγα ελεός σου
έτσι που εύσπλαχνα ελεείς κάθε πιστό σου.
Δεν είμαι τάχατες κι εγώ εικόνα και ομοίωση
του πάνσεπτου προσώπου σου με την κατάσπρη γενειάδα
και με το δίκιο μου, υποθέτω, σου ζητώ
μια κάποια λογικήν αποζημίωση
έτσι που στάθηκα πιστός μες στων δακρύων την κοιλάδα.
Ουράνιες δε ζητώ χαρές, αλλά στον κόσμο τον απτό
ζητώ να βρουν οι κόποι μου δικαίωση.
Τι να την κάνω τη διαβεβαίωση
μιανής ανέφελης ζωής στου Παραδείσου τη χλιδή,
αφού τη σήμερον πεινώ και χαραμίζω τη ζωή μου
σε μιας ανέκφραστης μιζέριας το μαράζι;
Θεούλη μου σε βεβαιώ δεν με πειράζει
την κουρασμένη αν πάρει ο διάβολος ψυχή μου
αρκεί το μαύρο μάτι μου χαρούμενο να δει
δυο τρεις αυγούλες ροδαλές, ήλιο και φως αληθινό
και τη χαρά να τη χαρεί κάτω απ’ τον γήινο ουρανό.
Τα περισσά εκ του πονηρού εστίν, καθώς το λες.
Οιλέξειςέχουντηδικήτουςιστορία.blog