Ετικέτες

Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2013

Ο Ιταλός ζωγράφος Tiziano Vecellio (1485/90 - 1576)


O Τιτσιάνο Βετσέλιο (Tiziano Vecellio ή Vecelli, ευρύτερα γνωστός ως Τιτσιάνο, ήταν Ιταλός ζωγράφος της Αναγέννησης. Ανήκει στη σχολή της Βενετίας και θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους ζωγράφους της, του οποίου το έργο αντιπροσωπεύει τη μετάβαση από την παράδοση του 15ου αιώνα στην τεχνοτροπία που υιοθετήθηκε κατά τον 16ο. Επηρέασε σημαντικούς ζωγράφους του επόμενου αιώνα, όπως τον Ρούμπενς και τον Βελάσκεθ. Διακρίθηκε εξίσου σε ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, φιλοτεχνώντας προσωπογραφίες, αλληγορίες, θρησκευτικά έργα, ιστορικές και μυθολογικές σκηνές.


Καταγόταν από ευυπόληπτη οικογένεια, αρκετά μέλη της οποίας ασχολήθηκαν επίσης με τη ζωγραφική. Ο ίδιος εκπαιδεύτηκε στο εργαστήριο του Τζιοβάνι Μπελίνι και τα πρώιμα έργα του εμφανίζουν έντονες επιδράσεις από το ύφος του Τζορτζόνε. Έζησε και εργάστηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη Βενετία, ωστόσο η πληθώρα παραγγελιών που ανέλαβε για βασιλείς και άλλους ευγενείς της ιταλικής επικράτειας, ευνόησε τη διάδοση της φήμης του πέρα από τα σύνορα της γενέτειράς του. Υπήρξε ένας από τους πλέον διακεκριμένους ζωγράφους της εποχής του, που έχαιρε μεγάλης αναγνώρισης. Στο εργαστήριο του μαθήτευσε πιθανότατα ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος και ο Τζιάκοπο Τιντορέτο, αν και είναι εν γένει δύσκολο να αναγνωριστούν συνεχιστές του έργου του.

Βιογραφία
Εκπαίδευση και πρώιμα έργα

undefined
Η ημερομηνία γέννησης του Τιτσιάνο δεν είναι γνωστή με βεβαιότητα, ωστόσο είναι ευρύτερα αποδεκτό μεταξύ των σύγχρονων ιστορικών, πως τοποθετείται κατά την περίοδο 1488-90, αν και για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, ως έτος γέννησής του θεωρούνταν το 1477. Το ζήτημα της ημερομηνίας γέννησής του έχει αποτελέσει αντικείμενο διαφωνιών και αντιφάσεων μεταξύ των ιστορικών. Μία από τις παλαιότερες γραπτές αναφορές στον Τιτσιάνο ανήκει στον Ludovico Dolce και περιέχεται στο έργο του L'Aretino, o dialogo della pittura που εκδόθηκε στη Βενετία το 1557, σε μία περίοδο ακμής του Τιτσιάνο. Ο Dolce τον περιέγραψε ως «νεαρό άνδρα» (ιταλ.: e giovanetto), κατά την περίοδο που ανέλαβε την πρώτη του δημόσια παραγγελία για μία ελαιογραφία (π. 1516), χαρακτηρισμός που θεωρείται πως δύσκολα θα αποδιδόταν σε έναν άνδρα άνω των τριάντα ετών και κατ' επέκταση τοποθετεί τη γέννηση του μετά το 1486. Στη δεύτερη έκδοση των Βίων, ο Τζόρτζιο Βαζάρι τοποθέτησε τη γέννησή του το 1480, αν και σύμφωνα με άλλες περιγραφές του Βαζάρι, μπορεί να μετατοπιστεί και στο διάστημα 1489-90[. O ίδιος ο Τιτσιάνο, σε μία επιστολή του 1571 προς τον Φίλιππο Β' της Ισπανίας, αναφέρει πως ήταν τότε ενενήντα πέντε ετών, γεγονός που αν αληθεύει οδηγεί στο συμπέρασμα πως γεννήθηκε το 1476. Νεότεροι συγγραφείς, όπως ο Τιτσιανέλο (Compendio, 1622) και ο Κάρλο Ριντόλφι (Meraviglie dell' Arte, 1648) συμφώνησαν με το έτος 1477 ως έτος γέννησης του Τιτσιάνο. Το πιστοποιητικό θανάτου του, στην κοινότητα San Canciano της Βενετίας, αναφέρει πως πέθανε το 1576 σε ηλικία 103 ετών, τοποθετώντας τη γέννησή του στα 1473. Αυτή η εκδοχή προσκρούει στο γεγονός πως δεν διαθέτουμε χρονολογημένα έργα του στα τέλη του 15ου αιώνα, όπως θα ήταν αναμενόμενο με βάση την ηλικία του.

undefined
Βακχική Γιορτή στην Άνδρο, 1523-1526 
Γεννήθηκε στο ιταλικό χωριό των Βενετικών Άλπεων, Πιέβε ντι Καντόρε, βόρεια της Βενετίας και σε μικρή απόσταση από το Τυρόλο της Αυστρίας. Ήταν γιος του Γκρεγκόριο ντι Κόντε ντέι Βετσέλι, με καταγωγή από ευυπόληπτη οικογένεια, εξέχων μέλος της οποίας υπήρξε ο Κόμης Βετσέλιο, κυβερνήτης της κοινότητας του Καντόρε από το 1458 μέχρι το 1513. Ο πατέρας του κατείχε επίσης δημόσια αξιώματα και διακρίθηκε ως διοικητής του στρατού της κοινότητας. Σε ηλικία εννέα ή δέκα ετών, ο Τιτσιάνο εγκαταστάθηκε στην πόλη της Βενετίας και μαθήτευσε μαζί με τον αδελφό του κοντά στον ζωγράφο Σεμπαστιάνο Τσουκάτι, περισσότερο γνωστός ως δημιουργός μωσαϊκών, πριν μεταπηδήσει στο εργαστήριο του Τζιοβάνι Μπελίνι, ενός από τους σημαντικότερους και διασημότερους ζωγράφους της εποχής. Υπό την επίβλεψη του Μπελίνι μαθήτευσαν την ίδια περίοδο και άλλοι διακεκριμένοι καλλιτέχνες, όπως ο Λορέντσο Λότο και ο Σεμπαστιάνο Λουτσιάνι, μετέπειτα γνωστός ως Σεμπαστιάνο ντελ Πιόμπο. Ο Τιτσιάνο συναναστράφηκε επίσης με τον Τζορτζόνε και σύμφωνα με τον Τζόρτζιο Βαζάρι, οι δύο ζωγράφοι συνεργάστηκαν με σκοπό τη δημιουργία ορισμένων νωπογραφιών για τη Γερμανική Αποθήκη (Fondaco dei Tedeschi), οι οποίες είναι σήμερα σχεδόν ολοσχερώς κατεστραμμένες και τμήματα τους φιλοξενούνται στο Ca' d'Oro. Ο Τιτσιάνο ανέλαβε μέρος του έργου για την εξωτερική πρόσοψη της Γερμανικής Αποθήκης, ακολουθώντας την τεχνοτροπία του Τζορτζόνε τόσο πιστά ώστε να μην διακρίνονται έντονες διαφορές μεταξύ των ξεχωριστών τμημάτων που φιλοτέχνησαν. Σύμφωνα με μία ανεκδοτολογική αναφορά του Βαζάρι, ο Τζορτζόνε δέχθηκε συγχαρητήρια για τις νωπογραφίες που είχε φιλοτεχνήσει ο Τιτσιάνο, οι οποίες θεωρήθηκαν μάλιστα ανώτερες από άλλες που ήταν πράγματι έργα του Τζορτζόνε, γεγονός που οδήγησε στη διακοπή της συνεργασίας και της φιλίας τους[7]. Ο Dolce επιβεβαίωσε μεταγενέστερα την αναφορά του Βαζάρι, αντίθετα ο Τιτσιανέλο την αντέκρουσε]. Οι νωπογραφίες για τη Γερμανική Αποθήκη συνιστούν ενδεχομένως το παλαιότερο δείγμα γραφής του Τιτσιάνο, ωστόσο αρκετοί ιστορικοί χρονολογούν ορισμένους πίνακές του πριν το 1509. Εν γένει, τo πρώιμο έργο του Τιτσιάνο είναι δύσκολο να καθοριστεί με ακρίβεια, καθώς λίγοι πίνακες είναι χρονολογημένοι και επιπλέον αρκετοί από αυτούς συγχέονται με έργα άλλων σύγχρονων καλλιτεχνών όπως των Τζούλιο Κάμπι, Τζιοβάνι Καριάνι και Τζορτζόνε[2].

Οι τρεις ηλικίες του ανθρώπου, 
π. 1514, λάδι σε μουσαμά, 
118x279 εκ., Γκαλέρια Μποργκέζε, Ρώμη
Στα παλαιότερα σωζόμενα και χρονολογημένα με ακρίβεια έργα του ανήκουν τρεις νωπογραφίες με θέμα το βίο του Αγίου Αντωνίου, για την ομώνυμη εκκλησία της Πάδοβας, για τις οποίες διαθέτουμε αναφορές από το 1511. Τα πρώιμα έργα του Τιτσιάνο φανερώνουν ομοιότητες με εκείνα του Τζορτζόνε, σε τέτοιο βαθμό ώστε να είναι συχνά δύσκολο να διακριθούν μεταξύ τους. Η επίδραση του Τζορτζόνε είναι εμφανής και στους πρώτους μυθολογικούς ή αλληγορικούς πίνακες τού Τιτσιάνο. Μεταξύ αυτών ξεχωρίζει το έργο Ιερός και επίγειος Έρωτας (π. 1514, Galleria Borghese), πιθανότατα κατά παραγγελία των οικογενειών Αουρέλιο και Μπαγκαρέτο, με αφορμή το γάμο μεταξύ μελών τους που έγινε το 1514. Το αλληγορικό μήνυμα του πίνακα δεν είναι ξεκάθαρο, ωστόσο σύμφωνα με την ευρύτερα αποδεκτή ερμηνεία, οι γυναίκες που απεικονίζονται συμβολίζουν τις δίδυμες Αφροδίτες, σύμφωνα με τα νεοπλατωνικά ιδεώδη. Στην ίδια περίπου χρονική περίοδο ανήκει και μία από τις πρώτες σημαντικές αλληγορικές συνθέσεις του, Οι τρεις ηλικίες του ανθρώπου (1512-14, Εθνική Πινακοθήκη Σκωτίας), που επίσης ακολουθεί τα πρότυπα του Τζορτζόνε.

Ώριμη περίοδος (1516 - π. 1540)

undefined
Ανάληψη της Παρθένου, π. 1516-8,
λάδι σε ξύλο, 690 x 360 εκ.,
Santa Maria Gloriosa dei Frari, Βενετία
O ξαφνικός θάνατος του Τζορτζόνε το 1510 και του Μπελίνι τέσσερα χρόνια αργότερα, σε συνδυασμό με την εγκατάσταση στη Ρώμη, ενός ακόμα ανταγωνιστή του, τού Σεμπαστιάνο ντελ Πιόμπο, ευνόησε τα επόμενα χρόνια την ανέλιξη του Τιτσιάνο[10], o οποίος ανέλαβε την ολοκλήρωση αρκετών σημαντικών παραγγελιών που είχαν ανατεθεί αρχικά στον Τζορτζόνε, αναλαμβάνοντας επίσης τη θέση του Μπελίνι ως επίσημου ζωγράφου της Ενετικής Δημοκρατίας. Ανάμεσα στους σημαντικότερους θρησκευτικούς πίνακες που φιλοτέχνησε, κατά την περίοδο αυτή, ανήκει η Ανάληψη της Παρθένου (1516-8), έργο που ολοκλήρωσε για την Αγία Τράπεζα της εκκλησίας Sta. Maria Gloriosa dei Frari στη Βενετία. Το εντυπωσιακό μέγεθος του έργου, που έφθανε περίπου τα επτά μέτρα σε ύψος, αλλά και ο δυναμισμός της σύνθεσης προκάλεσαν τον έντονο θαυμασμό των θεατών. Ο Τιτσιάνο επηρεάστηκε πιθανώς από τη συνάντησή του, το 1516, με τον Φρα Μπαρτολομέο, ο οποίος φιλοτέχνησε αρκετές μεγάλης κλίμακας δραματικές συνθέσεις, της ίδιας θεματολογίας, επηρεασμένος με τη σειρά του από τις νωπογραφίες του Ραφαήλ και του Μιχαήλ Άγγελου. Αξιοσημείωτη είναι επίσης η σύνθεση που αναπαριστά την Παναγία και το θείο βρέφος σε θρόνο μαζί με Αγίους και μέλη της οικογένειας Πέζαρο, (Pesaro Madonna, 151926, in situ). Σε αυτή την εικόνα, ο Τιτσιάνο εισήγαγε ένα νέο τύπο σύνθεσης που ακολούθησαν μεταγενέστερα αρκετοί ζωγράφοι της Αναγέννησης, ενώ αποτέλεσε πρότυπο και για καλλιτέχνες της μπαρόκ περιόδου, όπως ο Ρούμπενς.

Τόσο στις συνθέσεις για την εκκλησία του Frari, όσο και σε άλλους πίνακες που φιλοτέχνησε την ίδια εποχή, διαφαίνεται η επίδραση των Ραφαήλ και Μιχαήλ Άγγελου, αν και δεν υπάρχουν στοιχεία που να βεβαιώνουν πως ο Τιτσιάνο είχε ταξιδέψει μέχρι εκείνη την περίοδο στη Ρώμη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα θεωρείται η σύνθεση H Παναγία με το θείο βρέφος και τους Αγίους Φραγκίσκο και Αλβίζε με τον παραγγελιοδότη Αλβίζε Γκότσι (1520, Museo Civico Ανκόνας), έργο που παραπέμπει στην Παναγία του Foligno (1511-2) τού Ραφαήλ. Από το έργο του Τιτσιάνο διαφαίνεται πως ήταν γνώστης των σύγχρονων εξελίξεων της ύστερης αναγεννησιακής τέχνης στη Ρώμη και στη Φλωρεντία, πιθανότατα μέσα από αντίγραφα έργων]. Στις σημαντικότερες πρώιμες θρησκευτικές συνθέσεις του ανήκει επίσης το έργο O θάνατος του Αγίου Πέτρου τού Μάρτυρα (π. 1526-30) που φιλοτέχνησε για την εκκλησία των Αγίων Ιωάννη και Παύλου στη Βενετία. Η πρωτότυπη σύνθεση καταστράφηκε το 1867, ωστόσο το έργο είναι γνωστό από αντίγραφα και φαίνεται πως προκάλεσε το θαυμασμό, εδραιώνοντας τη φήμη του Τιτσιάνο. Σύμφωνα με τον Βαζάρι, αποτελούσε το κορυφαίο έργο του, ενώ ιδιαίτερη μνεία σε αυτό έκανε και ο λόγιος Πιέτρο Αρετίνο σε επιστολή του προς τον Φλωρεντινό καλλιτέχνη Τρίμπολο. Κατά τον Paolo Pino (Dialogo di pittura, 1548), o Τιτσιάνο ανέλαβε την παραγγελία κατόπιν διαγωνισμού, στον οποίο συμμετείχε επίσης ο Πάλμα Βέκιο.

undefined
Ο Βάκχος και η Αριάδνη στη Νάξο
Μεταγενέστερο είναι το έργο που ολοκλήρωσε για το παλάτι των Δόγηδων (Palazzo Ducale) στη Βενετία, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου καταστράφηκε το 1577. Ο Τιτσιάνο ανέλαβε το 1513 και φιλοτέχνησε τη Μάχη του Σπολέτο (ή Μάχη του Καντόρε, π. 1538/40), έργο που σήμερα είναι γνωστό μέσα από αντίγραφα, χαρακτικά και προσχέδια (Μουσείο του Λούβρου). Η σύνθεση εμφανίζει ομοιότητες με τη Μάχη του Ανγκιάρι τού Λεονάρντο ντα Βίντσι και τη Νίκη του Κωνσταντίνου στη μάχη της Μιλβίας γέφυρας (Sala di Costantino, Βατικανό) τού Ραφαήλ, και αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για μεταγενέστερες συνθέσεις του Ρούμπενς, με σκηνές μαχών]. Η φήμη του Τιτσιάνο εξαπλώθηκε σύντομα πέρα από τα σύνορα της Βενετίας και από την άνοιξη του 1516, ανέλαβε να φιλοτεχνήσει μια σειρά μυθολογικών έργων που θα τοποθετούνταν στις νέες αίθουσες του κάστρου τού Δούκα της Φεράρα, Αλφόνσο Α'. Για τις ανάγκες του, ο Αλφόνσο Α' είχε αναθέσει διαφορετικά θέματα σε ορισμένους από τους κορυφαίους ζωγράφους της εποχής, αποκτώντας έργα του Ντόσο Ντόσι και του Τζιοβάνι Μπελίνι. Στο ίδιο πρόγραμμα συμμετείχαν οι Ραφαήλ και Φρα Μπαρτολομέο, οι οποίοι ωστόσο δεν πρόλαβαν να ολοκληρώσουν τα έργα τους. Ο Τιτσιάνο φιλοτέχνησε δύο από τους πίνακες του, τη Λατρεία της Αφροδίτης και το έργο Βάκχος και Αριάδνη (Εθνική Πινακοθήκη, Λονδίνο), βασισμένος σε προγενέστερα ημιτελή σχέδια των δύο ζωγράφων. Της ίδιας περιόδου είναι και ο πίνακας Η γιορτή των Θεών (Εθνική Πινακοθήκη, Ουάσινγκτον) του Μπελίνι, τον οποίο επεξεργάστηκε ο Τιτσιάνο προκειμένου να εναρμονιστεί με τις δικές του δημιουργίες.

undefined
Αφροδίτη του Ουρμπίνο, π. 1538,
λάδι σε μουσαμά, 119 Χ 165 εκ., Ουφίτσι
Στις αρχές του 1530 ξεκίνησε το έργο του για τη βασιλική αυλή του Ουρμπίνο, προσφέροντας τις υπηρεσίες του στο δούκα Φραντσέσκο Μαρία Α', φιλοτεχνώντας κυρίως προσωπογραφίες. Αξιοσημείωτη σύνθεση αυτής της περιόδου είναι η Αφροδίτη του Ουρμπίνο (Ουφίτσι, Φλωρεντία), έργο που βασίστηκε στην Κοιμωμένη Αφροδίτη (π. 1510) του Τζορτζόνε. Ο Τιτσιάνο διατήρησε τη στάση της γυμνής Αφροδίτης που καθιέρωσε ο Τζορτζόνε, επιλέγοντας όμως να αναπαραστήσει μία καθημερινή σκηνή, τοποθετώντας το θέμα του σε μία αίθουσα παλατιού. Με αυτό τον τρόπο, απέδωσε την Αφροδίτη περισσότερο ως μία κοινή γυναίκα και λιγότερο ως θεά της μυθολογίας. Στη σύνθεση του Τιτσιάνο βασίστηκε αργότερα ο Εντουάρ Μανέ, για τον πίνακα Ολυμπία (1853)].

Στα μέσα του 16ου αιώνα, ο Τιτσιάνο είχε σημαντική συμβολή στην εξέλιξη του είδους της προσωπογραφίας. Εισήγαγε νέες στάσεις του εικονιζόμενου προσώπου, ενώ καθιέρωσε τα ημίσωμα ή και ολόσωμα πορτρέτα, επιτρέποντας με αυτό τον τρόπο την ενσωμάτωση περισσότερων στοιχείων στη σύνθεση της προσωπογραφίας, όπως για παράδειγμα καθημερινά αντικείμενα ή άλλα πρόσωπα που απεικονίζονταν σε δεύτερο επίπεδο. Στις πρώτες προσωπογραφίες που φιλοτέχνησε κατά τις δεκαετίες του 1520 και 1530, απεικόνισε την ιταλική αριστοκρατία. Σημαντικός σταθμός για το έργο του θεωρείται η περίοδος κατά την οποία ταξίδεψε στη Μπολόνια και φιλοτέχνησε προσωπογραφίες του αυτοκράτορα Καρόλου Ε'. Το 1533, ο Κάρολος Ε' έχρισε τον Τιτσιάνο ιππότη και τον διόρισε ως αποκλειστικό προσωπογράφο του. Από τα πρώτα πορτρέτα που φιλοτέχνησε για τον αυτοκράτορα διασώζεται μόνο ο πίνακας Ο Κάρολος Ε' με λαγωνικό (1532-3, Μουσείο Πράδο), αντίγραφο προσωπογραφίας του Jakob Seisenegger.

Ύστερο έργο (π. 1540-76)

undefined
Δανάη, 1553/54, λάδι σε μουσαμά,
 120x187 εκ., Μουσείο Πράδο
Από τα μέσα του 1540, παρατηρούνται αισθητές διαφοροποιήσεις στη ζωγραφική του Τιτσιάνο, που χαρακτηρίζουν συνολικά το ύστερο έργο του. Κατόπιν επιθυμίας του Παύλου Γ' και του καρδινάλιου Αλεσάντρο Φαρνέζε, ταξίδεψε εκ νέου στη Μπολόνια, το Μάιο του 1543, όπου φιλοτέχνησε μερικές από τις σημαντικότερες προσωπογραφίες του, μεταξύ αυτών τα ομαδικά πορτρέτα Ο Πάπας Παύλος Γ' και τα εγγόνια του (1546, Capodimonte) και Οικογένεια Vendramin (Εθνική Πινακοθήκη, Λονδίνο), καθώς και ο πίνακας Ο Κάρολος Ε' στο Mόhlberg (Μουσείο Πράδο) που ολοκληρώθηκε για τον εορτασμό της νίκης του αυτοκράτορα στη Μάχη του Mόhlberg (Απρίλιος 1547) και αναπαριστά τον Κάρολο Ε' έφιππο. Τρία χρόνια αργότερα επισκέφτηκε για πρώτη φορά τη Ρώμη, όπου παρέμεινε μέχρι τον Ιούνιο του 1546 και είχε τη δυνατότητα να εξετάσει από κοντά τα έργα του Μιχαήλ Άγγελου, του Ραφαήλ και του Σεμπαστιάνο ντελ Πιόμπο.

Το χειμώνα του 1548 συνόδευσε τον Κάρολο Ε' στην αυλή των Αψβούργων, όπου ολοκλήρωσε μία σειρά έργων, μεταξύ αυτών θρησκευτικούς, μυθολογικούς πίνακες και προσωπογραφίες. Μετά την επιστροφή του στη Βενετία, δέχθηκε πρόσκληση να μεταβεί στο Μιλάνο, προκειμένου να επισκεφτεί τον πρίγκιπα Φίλιππο, που αργότερα έγινε βασιλιάς της Ισπανίας και αποτέλεσε έναν από τους κύριους προστάτες τού Ιταλού ζωγράφου. Από τη συνεργασία τους ξεχωρίζει η ολόσωμη προσωπογραφία του Φίλιππου Β' με πανοπλία (π. 1551, Μουσείο Πράδο). Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Τιτσιάνο ολοκλήρωσε πολυάριθμα έργα που φιλοτέχνησε στη Βενετία και αργότερα μεταφέρθηκαν στην Ισπανία. Μεταξύ άλλων ολοκλήρωσε μία σειρά μυθολογικών πινάκων, αποκαλούμενων με τον όρο poesie (ποίηση) και με έντονο το ερωτικό στοιχείο. Σε αυτήν ανήκουν τα έργα Δανάη (Μουσείο Πράδο), Αφροδίτη και Άδωνις (Μουσείο Πράδο), Περσέας και Ανδρομέδα (1553-62, Συλλογή Wallace), Η αρπαγή της Ευρώπης (Μουσείο Γκάρντνερ, Βοστόνη), Ντιάνα και Ακτέων, Ντιάνα και Καλλιστώ (Συλλογή Ellesmere) και Ο θάνατος του Ακτέονα (Εθνική Πινακοθήκη, Λονδίνο). Οι συνθέσεις αυτές παρουσιάζουν κοινά χαρακτηριστικά με παλαιότερα έργα του, με θέματα δανεισμένα από τη μυθολογία, ωστόσο διακρίνονται για το ύφος τους, τα χρώματά τους και τις μεγαλύτερες διαστάσεις των απεικονιζόμενων μορφών. Στα θρησκευτικά έργα που φιλοτέχνησε για τον Φίλιππο Β' ανήκει και ο Μυστικός Δείπνος (Εσκοριάλ, Μαδρίτη), έργο μεγάλων διαστάσεων που σύμφωνα με μία επιστολή του Τιτσιάνο προς τον βασιλιά ολοκληρώθηκε σε διάστημα επτά ετών και ολοκληρώθηκε τον Οκτώβριο του 1564 Για την τοποθέτησή του στη μονή τού Εσκοριάλ, μέρος του πίνακα καταστράφηκε, προκειμένου να χωρέσει στην προκαθορισμένη θέση του.

Προσωπογραφία του Πάπα Παύλου Γ', 1543,
108 Χ 80 εκ., Galleria Nazionale di Capodimonte

Η τεχνική που συναντάται στα τελευταία έργα του έχει χαρακτηριστεί ως «πρωτοϊμπρεσιονιστική», ενώ κατά τον Βαζάρι υπήρξε αισθητά διαφορετική από εκείνη της νεότητάς του. Ειδικότερα, ο τελευταίος περιέγραψε την τεχνοτροπία τού Τιτσιάνο αναφερόμενος στις χονδροειδείς πινελιές που εφάρμοζε στον καμβά, έτσι ώστε τα έργα να μπορούν να εκτιμηθούν και να γίνουν πλήρως αντιληπτά από το θεατή, μόνο από μία σχετική απόσταση. Πιθανώς, η τεχνική αυτή συνδεόταν με προβλήματα όρασης του Τιτσιάνο, ωστόσο τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπισε σε μεγάλη ηλικία δεν επηρέασαν την παραγωγικότητά του. Η παράδοξη υπογραφή του στην εικόνα της Αναλήψεως (1560, Chiesa di San Salvadore), «Titianus fecit fecit» έχει ερμηνευθεί ως η απάντηση του σε επικρίσεις που αμφισβητούσαν τις ικανότητές του σε προχωρημένη ηλικία. Σε κάθε περίπτωση, αρκετοί από τους πίνακες που ολοκλήρωσε την τελευταία δεκαετία της ζωής του αναγνωρίζονται μεταξύ των κορυφαίων έργων του. Εκτός από την Ανάληψη, σε αυτούς περιλαμβάνονται επίσης ο Άγιος Σεβαστιανός (Ερμιτάζ), ο Άγιος Λαυρέντιος (Εσκοριάλ) και κυρίως η Αποκαθήλωση (Pietΰ), έργο που άφησε ημιτελές. Πέθανε σε μεγάλη ηλικία το 1576, την ίδια περίοδο που μία επιδημία πανώλης έπληττε τη Βενετία. Έχει υποστηριχθεί πως ο θάνατός του προκλήθηκε από την πανώλη, ωστόσο το γεγονός πως τάφηκε την επόμενη ημέρα στην εκκλησία του Φράρι θέτει το ενδεχόμενο αυτό υπό αμφισβήτηση.

Πολύ μικρός αριθμός ζωγράφων μπορούν να αναγνωριστούν ως συνεχιστές του ή πραγματικοί μαθητές του, καθώς δεν διακρίθηκε για τις αρετές του ως δάσκαλος, είτε εξαιτίας έλλειψης υπομονής είτε διότι ήταν από τη φύση του έντονα ανταγωνιστικός. Σύμφωνα με μία επιστολή του ζωγράφου Τζούλιο Κλόβιο, προς τον καρδινάλιο Αλεσάντρο Φαρνέζε, ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος υπήρξε μαθητής του, κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ενώ το ίδιο έχει υποστηριχθεί και για τον Τιντορέτο. Μεταξύ των μαθητών του ξεχωρίζουν επίσης οι Μπορντόνε και Μπονιφάτσιο. Ο τελευταίος υιοθέτησε πιστά το ύφος του Τιτσιάνο και διακρίθηκε ως ζωγράφος, ενώ αρκετά έργα είναι δύσκολο να αποδοθούν στον ίδιο και όχι στο δάσκαλό του. Στη διάρκεια της ζωής του, ο Τιτσιάνο απέκτησε δύο γιους και δύο κόρες, μία από τις οποίες πέθανε σε βρεφική ηλικία. Ο γιος του Οράτιος έγινε επίσης ζωγράφος και για ένα διάστημα εργάστηκε ως βοηθός του.

Τεχνική

Σαλώμη Museo del Prado
Η μέθοδος ζωγραφικής που ακολουθούσε ο Τιτσιάνο υπήρξε καινοτόμος για την εποχή του. Σύμφωνα με τις περιγραφές του Βαζάρι, εργαζόταν σχεδόν αποκλειστικά με το χρώμα, δίνοντας πολύ μικρή σημασία σε προπαρασκευαστικά σχέδια. Στο ίδιο συμπέρασμα έχουν καταλήξει και νεότερες αναλύσεις έργων του, ενώ ενισχύεται ακόμα από τις περιγραφές του Πάλμα Τζιόβανε, ο οποίος αναφέρεται ως μαθητής του Τιτσιάνο. Οι αφηγήσεις του για την τεχνική τού δασκάλου του έχουν καταγραφεί από τον Μάρκο Μποσκίνι, στο έργο του Ricche minere della Pintura Veneziana (1674). Σύμφωνα με αυτές, ο Τιτσιάνο συνήθιζε να ξεκινά ένα έργο απλώνοντας μία μεγάλη ποσότητα χρώματος στην επιφάνεια του πίνακα, λειτουργώντας ως βάση για ό,τι θα σχεδίαζε πάνω από αυτή. Μετά την ολοκλήρωση των βασικών στοιχείων και μορφών του έργου, συχνά εγκατέλειπε τον πίνακα, ακόμα και για μερικούς μήνες, χωρίς να τον παρατηρεί. Αργότερα επανερχόταν και συνέχιζε το έργο του με μεγαλύτερη προσοχή, εφαρμόζοντας συμπαγείς επιστρώσεις χρώματος. Στα τελικά στάδιά του, εναρμόνιζε τα χρώματα μεταξύ τους, χρησιμοποιώντας πιο συχνά τα δάχτυλά του και λιγότερο κάποιο χρωστήρα. Στην περιγραφή του Τζιόβανε δεν γίνεται αναφορά σε ενδεχόμενη χρήση ζωντανών μοντέλων, γεγονός που σημαίνει πως πιθανότατα ο Τιτσιάνο είχε εγκαταλείψει την πρακτική αυτή, την οποία όμως χρησιμοποιούσε τουλάχιστον μέχρι το 1522, όπως επιβεβαιώνεται από μία επιστολή ενός απεσταλμένου τού δούκα Αλφόνσο Α' στη Βενετία, γραμμένη το ίδιο έτος.

Σήμερα είναι επίσης γνωστό πως αρκετές από τις συνθέσεις του περιέχουν στοιχεία αυτοσχεδιασμού, καθώς έχουν παρατηρηθεί αλλαγές στα διαδοχικά στάδια ολοκλήρωσης αρκετών έργων, όπως για παράδειγμα στην Παναγία του Πέζαρο, σύνθεση της οποίας το αρχιτεκτονικό υπόβαθρο τροποποιήθηκε αρκετές φορές πριν αποδοθεί με την τελική του μορφή. Οι περισσότερες από τις πρώιμες συνθέσεις του Τιτσιάνο είναι φιλοτεχνημένες πάνω σε ξύλο, όπως η Ανάληψη της Παρθένου για την εκκλησία του Φράρι, ενώ μικρότερο ποσοστό έχει φιλοτεχνηθεί πάνω σε μουσαμά, υλικό που χρησιμοποίησε αργότερα με μεγαλύτερη συχνότητα. Πιθανότατα η επιλογή του σχετιζόταν με τις διαστάσεις του έργου, καθώς ήταν ευκολότερο να δημιουργηθούν πίνακες μεγάλων διαστάσεων πάνω σε μουσαμά.


Πηγή: http://art-gallery.pblogs.gr/2007/09/tiziano.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου