Ετικέτες

Τρίτη 1 Ιανουαρίου 2013

Γιατί η Ρωσία διεκδικεί τους Αγίους Τόπους;

 

Χρήστος Ιακώβου
Διευθυντής του Κυπριακού Κένρου Μελετών (ΚΥΚΕΜ)
Με τον όρο Άγιοι Τόποι ή Αγιοταφικά Προσκυνήματα προσδιορίζουμε τους χώρους και τα αρχαία μνημεία που ευρίσκονται στο Ισραήλ και στις Παλαιστινιακές περιοχές, οι οποίοι έχουν ιδιαίτερη θρησκευτική αξία για τη Χριστιανική θρησκεία και η πλειοψηφία των οποίων συνδέεται με γεγονότα που αναφέρονται στην Καινή Διαθήκη και πιο ειδικά με τη ζωή και τη δράση του Ιησού.
Τα γνωστότερα εξ αυτών είναι ο Πανάγιος Τάφος και η Οδός του Μαρτυρίου στην Ιερουσαλήμ και το Σπήλαιο και η Φάτνη της Γεννήσεως στο Ναό της Γεννήσεως στη Βηθλεέμ.
Οι Άγιοι Τόποι πέραν του θρησκευτικού χαρακτήρα που έχουν για το Χριστιανισμό, ο έλεγχος και η διαχείρισή τους αποτελούν ταυτοχρόνως σύμβολα εκκλησιαστικού κύρους και, στο πέρασμα της ιστορίας, μέσα προς άσκηση πολιτικής επιρροής.
Το 638, μετά δηλαδή που Άγιοι Τόποι περιήλθαν υπό τον έλεγχο των Μουσουλμάνων, ο Χαλίφης Ομάρ αλ Χατάμπ, απέστειλε επιστολή (Αχτναμές) σύμφωνα με την οποία αναγνώριζε τα προνόμια του πρεσβυγενούς Πατριαρχείου Ιεροσολύμων επί των Αγίων Τόπων. Η απόφαση αυτή έγινε σεβαστή και από τους Οθωμανούς που αργότερα κατέλαβαν τους Αγίους Τόπους (1517-1918).  
Η πορεία συρρίκνωσης και παρακμής της Οθωμανικής αυτοκρατορίας κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα αύξησε το ενδιαφέρον και κατ' επέκταση τον ανταγωνισμό των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων της εποχής να αποκομίσουν γεωπολιτικά πλεονεκτήματα και να αυξήσουν την επιρροή τους μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η αυτοκρατορική Ρωσία υπήρξε από την αρχή ένας από τους μεγάλους πρωταγωνιστές σε αυτόν τον ανταγωνισμό.
Μία από τις σημαντικές διόδους που εξασφάλιζε αύξηση της τσαρικής επιρροής μέσα στην οθωμανική επικράτεια ήταν η πολιτική της Ρωσίας τόσο να προστατεύσει τους ορθοδόξους λαούς της αυτοκρατορίας στην περιοχή των Βαλκανίων όσο και να καταστεί ο μοναδικός προστάτης των Αγίων Τόπων στη Μέση Ανατολή. Η δεύτερη Ρωσική επιδίωξη, δηλαδή η προστασία των Αγίων Τόπων, οδήγησε στην αντιπαράθεση με τη Γαλλία με αποτέλεσμα την έκρηξη του Κριμαϊκού πολέμου (1854-56).  
Η χρήση της ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας για πολιτικούς λόγους από την τσαρική εξωτερική πολιτική υπήρξε έκφανση των αλλαγών που δημιούργησε κατά τις αρχές του 18ου αιώνα ο Τσάρος Μέγας Πέτρος. Οι αλλαγές που εισήγαγε εγκαινίασαν ένα νέο σύστημα εκκλησιαστικής διακυβέρνησης που συνεχίστηκε μέχρι το 1917. Ήταν η εποχή όπου η Ρωσική Ορθόδοξος εκκλησία υποτάχθηκε στο κράτος και συνεπώς οποιαδήποτε σημαντική εκκλησιαστική ενέργεια, ιδιαίτερα στο εξωτερικό, θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως εργαλείο άσκησης της εξωτερικής πολιτικής της αυτοκρατορικής Ρωσίας.
Κατά τον 19ο αιώνα, αυξήθηκε η ετήσια εισροή των Ρώσων για το σημαντικό θρησκευτικό προσκύνημα στους Αγίους Τόπους. Κατά καιρούς αυτοί που έμεναν εκεί ταυτόχρονα ξεπερνούσαν τους δέκα χιλιάδες. Το μεγαλύτερο μέρος αποτελείτο από ηλικιωμένους χωρικούς, για τους οποίους το προσκύνημα ήταν το σημαντικότερο γεγονός της ζωής τους: μετά από ένα περπάτημα χιλιάδων μιλίων στη Ρωσία, έπαιρναν το πλοίο από την Κριμαία και, αφού υπέμεναν καρτερικά ένα πολύ δύσκολο ταξίδι έφθαναν στους Αγίους Τόπους. Αυτό οδήγησε το ρωσικό υπουργείο εξωτερικών να οργανώσει από το 1842, υπό την ηγεσία του Αρχιμανδρίτη Πορφύρι Ουσπένσκι, την Ρωσική  Εκκλησιαστική Αποστολή στην Παλαιστίνη προκειμένου να φροντίζει το μεγάλο αριθμό των Ρώσων προσκυνητών.
Από την αρχή, η Ρωσική Εκκλησιαστική Αποστολή έγινε όργανο των Ρωσικών φιλοδοξιών στην Παλαιστίνη. Το βασικό της εμπόδιο, όμως, αποτελούσε το γεγονός ότι δεν είχε δικαιώματα πάνω στους ιερούς χώρους της χριστιανοσύνης, αφού αυτά τα μονοπωλούσε το πατριαρχείο των Ιεροσολύμων που βρισκόταν στον έλεγχο των Ελλήνων (Αγιοταφικής Αδελφότητος). Έτσι αρχίζει μία μακρά ανταγωνιστική σχέση μεταξύ Ελλήνων και Ρώσων για τον έλεγχο των Αγίων Τόπων που τερματίστηκε αρχικά το 1917 με την επανάσταση των Μπολσεβίκων και επανεμφανίστηκε αμέσως μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και την αύξηση των Ρώσων προσκυνητών.
Κομβικής σημασίας για την επίτευξη των ρωσικών στόχων ήταν ο προσεταιρισμός του αραβικού ποιμνίου το οποίο εξέφραζε δυσφορία για την διαφθορά του ελληνικού κλήρου και την έλλειψη επαρκούς κοινωνικής προσφοράς από μέρους του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων. Οι Ρωσική Εκκλησιαστική Αποστολή θέλοντας να καλύψει αυτό το κενό άρχισε να επεκτείνει τις δραστηριότητες, και στους Άραβες χριστιανούς της Ιερουσαλήμ και της Βηθλεέμ, με το χτίσιμο σχολείων, νοσοκομείων και εκκλησιών.
Η πολιτική αυτή ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο με την ίδρυση από το ρωσικό υπουργείο εξωτερικών της «Αυτοκρατορικής Ορθοδόξου Εταιρείας της Παλαιστίνης» το Μάιο του 1882, στην Αγία Πετρούπολη. Η Εταιρεία είχε σαν σκοπό να προωθήσει τα ρωσικά αυτοκρατορικά συμφέροντα στους Αγίους Τόπους με το να καταστεί ο κύριος προστάτης του αραβικού ποιμνίου και να το στρέψει εναντίον των ελληνικών προνομίων επί των Αγίων Τόπων. Παρά την ισχυρή επίδραση που είχε η Εταιρεία, οι Ρώσοι δεν μπόρεσαν να εκτοπίσουν τους Έλληνες από το Πατριαρχείο των Ιεροσολύμων λόγω της άρνησης των Οθωμανικών αρχών, που κατείχαν τότε την περιοχή της Παλαιστίνης, να δεχθούν αλλαγή του καθεστώτος του πατριαρχείου και να επιτρέψουν στους Ρώσους να υποκάψουν την ήδη παρακμάζουσα Οθωμανική αυτοκρατορία ακόμη περισσότερο.
Η επανάσταση του 1917 σηματοδότησε και το τέλος της Εταιρείας αφού οι κομμουνιστές δεν ήσαν πλέον πρόθυμοι να χρησιμοποιήσουν τη θρησκεία για να προωθήσουν τις επιδιώξεις της εξωτερικής τους πολιτικής στην περιοχή. Το προηγούμενο όμως που συσσώρευσε η υποκίνηση του Αραβικού ποιμνίου εναντίον του Ελληνικού κλήρου άνοιξε ένα νέο συγκρουσιακό κεφάλαιο σχετικά με τον έλεγχο των Αγίων Τόπων.
Μετά την κατάρρευση του κομμουνιστικού συστήματος, η Ορθόδοξη Εκκλησία άρχισε πάλι να αυξάνει την επιρροή της στην κοινωνική και πολιτική ζωή της Ρωσίας και κατ΄ επέκταση παλιές φιλοδοξίες ήρθαν εκ νέου στην επιφάνεια μεταξύ των οποίων και ο έλεγχος των Αγίων Τόπων, μέσω της εκτόπισης του ελληνικού κλήρου της Αγιοταφικής Αδελφότητας, οι οποίες συνδυάζονται με την αναθεωρητική ρωσική εξωτερική πολιτική στη Μέση Ανατολή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου