Η 25η Νοεμβρίου, ημέρα της μνήμης της Αγίας Αικατερίνης, έχει οριστεί από τον ΟΗΕ ως ημέρα για την εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών. Η ανάγκη να τονιστεί η αξία της γυναίκας είναι πολύ επίκαιρη, ιδιαιτέρως μετά την επικράτηση σε κάποιες χώρες φονταμενταλιστικών ιδεολογιών, που στρέφονται κατά της γυναικείας αξιοπρέπειας και επιβάλλουν την υποτίμηση της γυναικείας φύσης. Αντίθετα η Εκκλησία τονίζει την ισοτιμία των δύο φύλων και εξοβελίζει κάθε διχασμό ανάμεσα στους άνδρες και τις γυναίκες.
Από την αρχική διήγηση της Γένεσεως μαθαίνουμε ότι ο Θεός «ἐποίησεν τόν ἄνθρωπον, κατ’ εἰκόνα θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν, ἄρσεν καί θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς» (Γεν. 1, 27). Η διήγηση αυτή τεκμηριώνει την ισοτιμία των φύλων, αφού αυτά συμμετέχουν στην ίδια δημιουργία αλλά και είναι προικισμένα με τα ίδια ακριβώς χαρίσματα από τον Θεό και έχουν τον ίδιο προορισμό, το «καθ’ ὁμοίωσιν». «Καί εὐλόγησεν αὐτούς λέγων, αὐξάνεσθε καί πληθύνεσθε καί πληρώσατε τήν γῆν καί κατακυριεύσατε αῦτῆς καί ἄρχετε … πάντων τῶν κτηνῶν καί πάσης τῆς γῆς…» (Γεν. 1, 28).
Αλλά και στην επόμενη διήγηση στο ίδιο βιβλίο, όπου γίνεται λόγος για τον Αδάμ και τη γυναίκα του, πάλι η ισοτιμία των φύλων επιβεβαιώνεται. Η γυναίκα πλάστηκε από το πλευρό του Αδάμ, ώστε να φανεί ότι προέρχεται από την ίδια ύλη με αυτόν. Γι’ αυτό και ο Αδάμ την αναγνώρισε ως σάρκα από τη σάρκα του και οστό από τα οστά του, τονίζοντας ότι με την δημιουργία της ολοκληρώθηκε η ανθρώπινη υπόσταση γινόμενοι οι δύο σάρκα μία (Γεν. 2,23-24). Ακόμη, η γυναίκα πλάστηκε ως «βοηθός ὅμοιος» με τον άνδρα. Κάποιοι στο παρελθόν, ερμηνεύοντας αυτή τη διήγηση, στάθηκαν στη λέξη «βοηθός» και παρερμήνευσαν την αποστολή της γυναίκας, υποβιβάζοντάς την στο επίπεδο της απλής υπηρεσίας προς τον άνδρα. Αυτοί αμέλησαν να ερμηνεύσουν και τη λέξη «ὅμοιος», που υποδηλώνει ότι η γυναίκα μετέχει στην ίδια αποστολή με τον άνδρα και κατέχει την ίδια αξία. Αλλιώς δεν θα μπορούσε να ενωθεί μαζί του «εἰς σάρκα μίαν».
Άλλοι πάλι τόνισαν την δήθεν ευθύνη της γυναικός στη διάπραξη του προπατορικού αμαρτήματος, αφού αυτή, βάσει της συμβολικής διήγησης της Γενέσεως, πρώτη έφαγε τον απαγορευμένο καρπό και παρέσυρε έπειτα τον Αδάμ στην αμαρτία. Οι δυτικοί σχολαστικοί θεολόγοι μάλιστα, παρακινούμενοι από τον μεσαιωνικό μισογυνισμό, θεώρησαν την γυναίκα ως την πηγή του θανάτου, κατώτερο όν και ασήμαντη ύπαρξη, σε αντίθεση με τον άνδρα που είναι τέλειος. Οι θεωρίες αυτές αποτελούν σαφή διαστρέβλωση της βιβλικής αλήθειας.
Ο καταγραφέας της διήγησης της Γενέσεως περιγράφει με θεοπνευστία την πτώση με τον συμβολικό του τρόπο. Στη διήγηση αυτή ο άνδρας κατείχε το ηγεμονικό αξίωμα επί της κτίσεως και το είχε ασκήσει με την ονοματοδοσία των ζώων. Αυτός είχε λάβει και την εντολή από τον Θεό να μην αποκτήσει γνώση του κακού, δηλαδή να μείνει προσηλωμένος στο καλό που αντιπροσώπευε ο ίδιος ο Θεός και η δημιουργία Του. Παρόλα αυτά, δεν κατόρθωσε να ασκήσει την εξουσία του, αφού άνευ καταγεγραμμένης αντιρρήσεως προχώρησε στην παρακοή με τη θέλησή του, χωρίς καν να έχει υποστεί την διαβολή του «όφεως», όπως τουλάχιστον συνέβη με τη γυναίκα του. Αντίθετα φάνηκε ανίκανος να αναλάβει τις ευθύνες του, παρόλο που ο Θεός του έδωσε αυτή την ευκαιρία. Χωρίς ενδοιασμούς έριξε την ευθύνη στη γυναίκα του και κατ’ ουσία στον ίδιο τον Θεό, ενοχοποιώντας Τον ότι του είχε «φορτώσει» τη γυναίκα, ενώ λίγο πριν Τον είχε ευχαριστήσει για τη σάρκα από τη σάρκα του και το οστό από τα οστά του, που ο Θεός του χάρισε.
Η πτώση ανέστρεψε την παραδείσια ισοτιμία, με την αμαύρωση του «κατ’ εἰκόνα» και την απώλεια του «καθ’ ὁμοίωσιν». Ο άνδρας πλέον θα κυριεύει επί της γυναικός, όχι επειδή αυτό θέλησε ο Θεός, αλλά επειδή στον μεταπτωτικό κόσμο επικρατεί η κακία και η εχθρότητα ανάμεσα στους ανθρώπους, ο διχασμός και ο θάνατος. Η ελπίδα του ανθρώπου για απαλλαγή από την δουλεία του θανάτου θα προέλθει από τη γυναίκα αυτή τη φορά, μια και ο άνδρας στάθηκε ανίκανος να τηρήσει τη θέση του στη δημιουργία. Το σπέρμα της γυναικός θα «τηρήσει» την κεφαλή του όφεως και ο όφις το μόνο που θα πετύχει είναι να του «τηρήσει την πτέρναν» (Γεν. 2,15).
Αλλά η προφητεία αυτή θα επαληθευόταν μόνο όταν θα ερχόταν το πλήρωμα του χρόνου. Μέχρι τότε η γυναίκα ζούσε τις συνέπειες της πτώσης, ως το «αδύνατο» φύλο έναντι του ανδρός.
Ακόμη και στην Ιουδαϊκή παράδοση, που στηρίχτηκε στον Νόμο και τους Προφήτες, η γυναίκα έχει κατώτερη θέση. Θεωρείται ως η πύλη διά μέσω της οποίας εισήλθε ο θάνατος στη γη. Δεν έχει καμιά ιερατική αξία ούτε μπορεί να συμμετέχει στη δημόσια λατρεία στον Ναό και τις Συναγωγές. Δεν έχει δικαιώματα περιουσίας, παρά μόνο μπορεί να κληρονομήσει τον πατέρα της σε περίπτωση μη υπάρξεως αρρένων κληρονόμων. Θεωρείται εξάρτημα του άνδρα και ανήκει είτε στον πατέρα της είτε στον σύζυγό της. Σε περίπτωση μοιχείας η ενοχή πέφτει πάνω της, αφού θεωρείται πως παρασύρει τους άνδρες στην αμαρτία. Γι’ αυτό η συνήθης τιμωρία της είναι ο λιθοβολισμός, για να εξαλειφθεί το μίασμα της αμαρτίας. Ο άνδρας σ’ αυτή την περίπτωση έχει ελάχιστες συνέπειες, εκτός κι αν έχει ενοχλήσει τα δικαιώματα κάποιου άλλου άνδρα.
Είναι γνωστή η παραβολή της μοιχαλίδας (Ιω 8, 4-11), κατά την οποία οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι έφεραν ενώπιον του Χριστού μια γυναίκα που συνελήφθη «ἐπ’ αὐτοφόρῳ μοιχευομένη» για να δουν την αντίδρασή Του. Το σημαντικό είναι ότι έφεραν μόνο τη γυναίκα. Αυτή με κάποιον άνδρα μοίχευσε! Πού ήταν, λοιπόν ο άνδρας; Δεν ήταν ένοχος; Αλλά για την κοινωνία της εποχής ο άνδρας αμνηστευόταν για το αδίκημα και τα βάρη έπεφταν επί της γυναικός!
Την πλήρη ανατροπή στην κατάσταση αυτή έφερε ο ερχομός του Χριστού. Ο Κύριος δέχθηκε γυναίκες ως μαθήτριές του, και μάλιστα γυναίκες που τον ακολουθούσαν όπως και οι δώδεκα σε όλες τις φάσεις της επίγειας δράσης του (βλ. Ματθ. 27,55. Μαρκ. 15,40). Ακόμη, σε μια γυναίκα και μάλιστα αλλοεθνή, Σαμαρείτισσα, προέβη στην αποκάλυψη της θείας αποστολής του ως Μεσσίας, δίνοντάς της την ευκαιρία να γίνει Φωτεινή ισαπόστολος και να διδάξει στους κατοίκους της πατρίδας τους την αλήθεια, κάνοντάς τους να πιστεύσουν «διά τόν λόγον τῆς γυναικός» (Ιω 4, 28-30. 39-42). Αλλά και μετά την Ανάστασή σε γυναίκα αποκαλύφθηκε πρώτα, τη Μαρία τη Μαγδαληνή, στην οποία έδωσε τη χάρη να γίνει πρώτη απόστολος στους μετέπειτα αποστόλους, ανακοινώνοντάς το θείο θαύμα της εγέρσεως του Δασκάλου τους (Λουκ. 24, 4-12. Ιω 20, 1-3).
Αυτό, όμως, που αποκαλύπτει την επαναφορά της γυναίκας στην προπτωτική της αξία είναι η θέση της Μητέρας του Κυρίου στην εκπλήρωση του σχεδίου της σωτηρίας. Η Παναγία δίνει την ευκαιρία στο ανθρώπινο γένος να σωθεί, δεχόμενη την ενσάρκωση του β΄ προσώπου της Αγίας Τριάδος εντός της. Η Παναγία γίνεται μ’ αυτόν τον τρόπο η μητέρα όλων των ανθρώπων «βαστάζουσα εν κόλποις Θεόν Λόγον Σαρκωθέντα». Γι’ αυτό την ονομάζουμε Νέα Εύα, αφού κατόρθωσε να διορθώσει την απιστία της πρώτης Εύας, όπως και ο Χριστός, ως νέος Αδάμ, καταργεί το μεσότοιχον της έχθρας ανάμεσα στον άνθρωπο και τον Θεό και επαναφέρει το πλάσμα του στον δρόμο του «καθ’ ὁμοίωσιν».
Η νέα κοινωνία που ιδρύει ο Χριστός στον κόσμο δεν ξεχωρίζει άνδρες και γυναίκες. Αυτό φάνηκε ξεκάθαρα με την Πεντηκοστή, όταν το Άγιο Πνεύμα κατήλθε το ίδιο σε όλους τους «προσκαρτεροῦντες ὁμοθυμαδόν τῇ προσευχῇ καί τῇ δεήσει σύν γυναιξί καί Μαρία τῇ μητρί τοῦ Ἰησοῦ καί σύν τοῖς ἀδελφοῖς αὐτοῦ» (Πρ. 1, 14). Από τότε και ύστερα όσοι προστίθενται στην Εκκλησία δεν εξετάζονται ανάλογα με το γένος τους ή το φύλο τους αλλά θεωρούνται «ψυχαί», οι οποίες ζούν σε μια παραδείσια κατάσταση αναστάσιμης λειτουργικής ενότητας και κοινοκτημοσύνης, «ἐν αγαλλιάσει καί ἀφελότητι καρδίας». Γι’ αυτό και «ὁ Κύριος προσετίθει τους σωζομένους καθ’ ἡμέρᾳ τῇ ἐκκλησίᾳ» (Πρ. 2, 41-47) και αύξανε τους πιστεύοντες με «πλήθη ἀνδρῶν τε καί γυναικῶν» (Πρ. 5, 14. 8,12). Έτσι εξηγείται γιατί και η αντίδραση των εχθρών της Εκκλησίας στράφηκε το ίδιο επιθετικά και εναντίον των ανδρών αλλά και των πιστών γυναικών, με σαφή αναφορά των Πράξεων των Αποστόλων στις διώξεις που ακολούθησαν τον λιθοβολισμό του Αγίου Στεφάνου και στις οποίες πρωταγωνίστησε ο μετέπειτα Απόστολος των Εθνών Παύλος (Πρ. 8,3. 9,2).
Ο μεταπτωτικός διχασμός, που επέφερε τον υποβιβασμό της αξίας της γυναίκας και την υποταγή της στον άνδρα, ανατράπηκε στην αναστάσιμη Εκκλησία μετά την Πεντηκοστή. Σ’ αυτήν την προοπτική, της αποκατάστασης της σχέσης του ανθρώπου με τον Θεό, με τον ίδιο τον εαυτό του και με τους άλλους, «οὐκ ἐνι ἄρσεν καί θῆλυ, πάντες γαρ ὑμεῖς εἶς ἐστέ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Γαλ. 3,28). Στην Εκκλησία οι άνθρωποι δεν διαχωρίζονται από την καταγωγή τους, το φύλο τους ή την προηγούμενη πίστη τους. Όλοι είναι ένα σώμα, στο οποίο γίνονται διακρίσεις μόνο διακονίας και όχι εξουσίας. Οι άνδρες και οι γυναίκες εντός της Εκκλησίας έχουν την ίδια αξία και την ίδια προοπτική. Η Ιουδαϊκή απομόνωση της γυναίκας τελειώνει.
Πολλές γυναίκες γίνονται κήρυκες του Ευαγγελίου, συνεργάτιδες των Αποστόλων. Ο Παύλος αναφέρει αρκετές, την Ευοδία, τη Συντύχη, «αἵτινες ἐν τῷ εὐαγγελίῳ συνήθλησαν» (Φιλιπ. 4, 3), όπως και τη Φοίβη, τη Μαρία, την Πρίσκα, τη μητέρα του Ρούφου. Η Λυδία στους Φιλίππους αναφέρεται ως η πρώτη που δέχεται τη χριστιανική πίστη απ’ όλη την Ευρώπη, και μάλιστα αναφέρεται στις Πράξεις ότι «ἐβαπτίσθη καί ὁ οἶκος αὐτῆς» (Πρ. 16, 15), φράση που δηλώνει ότι πλέον στα μάτια των χριστιανών ο «οίκος» δεν ανήκε μόνο στον άνδρα, όπως πίστευαν πριν, αλλά μπορούσε μια γυναίκα να αντιπροσωπεύει δημόσια την οικογένεια. Σε άλλο σημείο αναφέρονται γυναίκες που προφήτευαν (Α΄ Κορ. 11, 6), ενώ έχει καταγραφεί στην εκκλησιαστική ιστορία ότι οι θυγατέρες του διακόνου Φιλίππου κατείχαν κι αυτές το χάρισμα της προφητείας.
Στα επόμενα έτη διέπρεψαν και οι γυναίκες Ανάργυροι, οι οποίες θεράπευαν χωρίς να λαμβάνουν αργύρια, όπως ακριβώς και οι ομότιμοί τους άνδρες άγιοι. Τον πρώτο αιώνα, στη Δημητριάδα του Βόλου, οι ιατροί και αυτάδελφες Ζηναΐς και Φιλονίλλα εγκαθιστούν σε σπήλαιο ένα τέτοιο νοσοκομείο με τη βοήθεια τριών ανδρών, οι οποίοι εκτελούσαν χρέη νοσοκόμων. Κατάγονταν από την Ταρσό της Κιλικίας και ήταν συγγενείς του Αποστόλου Παύλου. Ονομάστηκαν «ειρήνης Φίλαι» , επειδή μαζί με την υγεία χάριζαν στους ασθενείς και την ειρήνη. Τον δεύτερο αιώνα, η ανάργυρη Ερμιόνη, κόρη του διακόνου των αποστολικών χρόνων Φιλίππου, ιδρύει το πρώτο πανδοχείο-νοσοκομείο στην Έφεσο, βοηθούμενη από την αδερφή της Ευτιχίδα, όπου θεράπευε δωρεάν τους ασθενείς. Για την ανατρεπτική δράση της οδηγήθηκε στο μαρτύριο. Μια ξεχωριστή θεραπαινίδα των ασθενών και ποικίλως πασχόντων της εποχής της, υπήρξε η Ρωμαία αγία Αναστασία, επονομαζόμενη Φαρμακολύτρια, με κύριο έργο της τη μεταφορά στους φυλακισμένους χριστιανούς των αναγκαίων φαρμάκων. Αυτός ήταν ο λόγος, που συνελήφθη και μαρτύρησε μέχρι θανάτου.
Στο σημείο, όμως, που διαφάνηκε ξεκάθαρα η ανύψωση της γυναίκας ήταν στην ανάληψη από αυτές εντός της Εκκλησίας ακόμη και διακονικού έργου, όμοιου με αυτό των ανδρών. Οι διακόνισσες υπάγονταν στον επίσκοπο, όπως όλοι οι εκκλησιαστικοί λειτουργοί, χειροτονούνταν και εγγράφονταν στον κατάλογο των «κανονικών» κληρικών. Η αποστολή τους ήταν όμοια με αυτή των ανδρών διακόνων. Τηρούσαν την ευταξία στη λειτουργία, συμμετείχαν στο «ὑποψάλλειν», έδιναν το έναυσμα για τον ασπασμό της ειρήνης και βοηθούσαν στη Θεία Μετάληψη. Επίσης συμμετείχαν στην κοινωνική δράση, στην ιεραποστολή, στην κατήχηση και τη διδασκαλία, ενώ επιτελούσαν αξιολογότατο έργο για την ενίσχυση της πνευματικής ζωής των γυναικών, με παραινέσεις, νουθεσίες και διδασκαλίες σε σπίτια και σε ναούς. Η χειροτονία τους δε διέφερε από αυτή των ανδρών. Χαρακτηριστικά η ευχή της, όπως έχει διασωθεί, αναφέρει: «Ὁ Θεός ὁ Ἅγιος, ὁ παντοδύναμος, ὁ διά τῆς Παρθένου κατά σάρκα γεννήσεως τοῦ μονογενοῦς Σου Υἱοῦ καί Θεοῦ ἡμῶν ἁγιάσας τό Θῆλυ, καί οὐκ ἀνδράσι μόνον ἀλλά καί ταῖς γυναιξί δωρησάμενος τήν χάριν καί τήν ἐπιφοίτησιν τοῦ Ἁγίου Σου Πνεύματος, Αὐτός καί νῦν Δέσποτα, ἔπιδε ἐπί τήν δούλην σου ταύτην καί προσκάλεσαι αὐτήν εἰς τό ἔργον τῆς διακονίας σου καί κατάπεμψεν αὐτῇ τήν πλουσίαν δωρεάν τοῦ Αγίου Σου Πνεύματος» (Αλ. Παλάντζα, «Ο θεσμός των Διακονισσών…», Πρακτικά Θεολογικού Συνεδρίου Μητροπόλεως Ηλείας, Πύργος 2007, σ. 66).
Ο θεσμός των διακονισσών διατηρήθηκε σε όλη την πρώτη χιλιετηρίδα και έγινε χρήσιμο εργαλείο για την Εκκλησία, για την υπηρεσία του σκοπού της, τη σωτηρία του ανθρώπου, άνδρα και γυναίκας. Αναφέρονται σπουδαίες διακόνισσες, όπως η Ολυμπιάδα, η οποία έδρασε στο τέλος του 4ου-αρχές του 5ου αιώνα στην Κωνσταντινούπολη και υπήρξε συνεργός του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Αργότερα, με την επικράτηση περισσότερο του μοναχικού πνεύματος, εξέλιπαν οι διακόνισσες, χωρίς να υπάρξει κάποια επίσημη απόφαση κατάργησης του θεσμού. Σήμερα παρατηρείται σοβαρή συζήτηση για την επαναφορά του, κυρίως λόγω των αναγκών των ενοριών για αύξηση του πνευματικού και κοινωνικού έργου.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν μπορούσαν να αγνοήσουν την αδικία που υφίστατο την εποχή τους η γυναικεία φύση. Γι’ αυτό τόνισαν με όλες τους τις δυνάμεις την βιβλική παράδοση για τη σωτηρία του ανθρώπου, ως συνόλου και όχι ως χωριστά ως δύο διαφορετικά φύλα. Ο Μέγας Βασίλειος τονίζει ότι η φυσική αδυναμία της γυναίκας δεν την εμποδίζει στην εξύψωση των αρετών της. Γράφει: «Το θηλυκόν είναι δεκτικόν αρετής, ομοτίμως του άρρενος». Και ο Άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων γράφει στις κατηχητικές ομιλίες του ότι όμοιες είναι όλες οι ψυχές και των ανδρών και των γυναικών˙ μόνο τα μέλη του σώματος είναι διαφορετικά. Το ίδιο τονίζει και ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης: Και η γυναίκα έχει το «κατ’ εικόνα Θεού» και ο άνδρας. Διότι είναι πλασμένες όμοιες οι φύσεις τους, και ίσες οι πράξεις τους και ίσες οι αμοιβές και ίση η τιμωρία τους.
Ο μόνος λόγος που αναγνωρίζουν οι Πατέρες ότι προκαλεί τη διαφοροποίηση της αξίας των γυναικών είναι η σωματική τους αδυναμία αλλά και η πολιτική τους απαξίωση από τους άνδρες. Και αυτό το κατακρίνουν έντονα. Είναι χαρακτηριστική η φράση του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου στο θέμα της διαφορετικής τιμωρίας των γυναικών σε περίπτωση μοιχείας: «Για ποιο λόγο τιμωρούν τη γυναίκα ενώ συγχωρούν τον άνδρα; Και η μεν γυναίκα όταν προσβάλει την κοίτη του άντρα διαπράττει μοιχεία, και ο νόμος την τιμωρεί με βαριές ποινές γι’ αυτό, ενώ ο άντρας, όταν πορνεύει με άλλες γυναίκες, γιατί να μένει ατιμώρητος;». Και αποφαίνεται με το κύρος της θεοπνευστίας: «Αυτή τη νομοθεσία δεν την δέχομαι και τη συνήθεια αυτήν την καταδικάζω. Άντρες ήταν εκείνοι οι οποίοι έκαναν τους νόμους, και γι’ αυτό η νομοθεσία στρέφεται κατά των γυναικών»! Αξιολογεί τα πράγματα με βάση την προπτωτική κατάσταση του ανθρώπου, όπως επανορθώθηκε μετά την Ανάσταση του Χριστού: «Ένας είναι ο δημιουργός του άντρα και της γυναίκας και από μία σάρκα είναι και οι δύο. Προέρχονται από μία εικόνα και υπάρχει γι’ αυτούς ένας νόμος, ένας θάνατος και μία ανάσταση. (….) Πώς βγάζεις διαφορετικούς νόμους για σώμα όμοιο και ισάξιο;».
Στο ίδιο πνεύμα ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος καυτηριάζει τους άνδρες που θεωρούν αμαρτωλή τη φύση της γυναίκας: Όταν επλάσθη η γυνή δεν υπετάγη εξ αρχής˙ ούτε όταν επαρουσίασεν αυτήν ο Θεός εις τον άνδρα, ούτε αυτή ήκουσε τίποτε τέτοιον από τον Θεόν, ούτε ο ανήρ είπε τίποτε τέτοιον προς αυτήν˙ αλλ’ είπεν είναι οστούν από τα οστά του και σάρξ από τας σάρκας του˙ πουθενά δεν είπε τίποτε δι’ εξουσίαν, ούτε δι’ υποταγή εις αυτήν». Σε άλλο σημείο θα τονίσει ότι το μέτρο της υποταγής και των δύο φύλων είναι η αγάπη. Όποιος αγαπά οφείλει να θυσιάζεται και όχι να θυσιάζει, να φροντίζει και όχι να απαιτεί. Αυτό προβάλλεται από το έργο του Χριστού, ο οποίος τόσο αγάπησε την Εκκλησία ώστε να θυσιαστεί γι’ αυτήν. Έτσι οφείλουν και οι άνδρες να αγαπούν τις γυναίκες τους και να θυσιάζονται γι’ αυτός. Η γυναίκα, κατά τον Χρυσόστομο, δεν μπορεί να θεωρείται υπηρέτης ή σκεύος υποταγής. Είναι ένα με τον άνδρα και έχει κοινό σκοπό με τον άνδρα, τον αγιασμό. Για τον άνδρα είναι η γυναίκα και για τη γυναίκα ο άνδρας. Οφείλει να την προτιμά από όλους τους φίλους και τα παιδιά που γεννήθηκαν από αυτήν, και αυτά να τα αγαπά εξ αιτίας αυτής!
Οι πατερικές αυτές θέσεις, απόλυτα εναρμονισμένες με το κήρυγμα του Χριστού και των Αποστόλων είναι τόσο προχωρημένες από την εποχή μας. Ακόμη και χριστιανοί σήμερα υποτιμούν τη γυναικεία φύση και της προσδίδουν ενοχές και τάσεις, οι οποίες φυσιολογικά είναι κοινές και στα δύο φύλα. Δεν είναι περίεργο αυτό, μια και από τότε μέχρι σήμερα έχουν επιδράσει άλλες θεωρήσεις για το θέμα, τελείως αντίθετες με την Παράδοση της Εκκλησίας. Ήλθαν και από τη Δύση αλλά και από την Ανατολή. Στη Δύση ο Παπισμός δεν ακολούθησε το εκκλησιαστικό πρότυπο των Πατέρων αλλά ακολούθησε ανδροκρατική πολιτική. Για τον Ανσέλμο, μόνο ο άνδρας είναι τέλειο ον, ενώ η γυναίκα είναι δευτερεύον και ατελές. Ο Ακινάτης θεωρούσε τη γυναίκα ασήμαντη και τυχαία ύπαρξη. Γι’ αυτό την απέκλειε από κάθε εκκλησιαστικό αξίωμα, θεωρώντας την ανίκανη να προσεγγίσει το θείο. Υπήρχαν βέβαια και στη Δύση πρότυπα γυναικών αγίων, όπως προφήτιδες, ποιήτριες, μυστικές θεολόγοι, όπως η Τερέζα του Χριστού και η Χίλντεγαρντ του Μπίνγκεν, αλλά γενικά ο μισογυνισμός επικράτησε. Το ίδιο μισογυνικό είναι το κήρυγμα του μουσουλμανισμού για τη γυναίκα. Το Κοράνι τη θεωρεί «χωράφι» επί του οποίου ο άνδρας μπορεί να οργώσει όπως νομίζει. Η γυναίκα στην Ανατολή έχασε τα πολιτικά της δικαιώματα, μεταβλήθηκε σε αντικείμενο ηδονής και αγοραπωλησίας προς το συμφέρον του άνδρα.
Πόσο αντίθετη είναι η θέση των Πατέρων! Αξίζει να κλείσει η εισήγηση με τα λόγια του Χρυσοστόμου για τη στάση του άνδρα προς τη γυναίκα: «Να της λες ότι την αγαπάς, χωρίς να φοβάσαι μήπως κάποτε το πάρει πάνω της και το εκμεταλλευθεί. Και ποτέ να μην της μιλάς στεγνά και με ψυχρότητα, αλλά με τρόπο γλυκό, με τιμή και με πολλή αγάπη. Αν την τιμάς εσύ, δεν θα έχει ανάγκη από την τιμή των άλλων. Να τη βάζεις πάνω απ’ όλους, να την καλοπιάνεις, να την παινεύεις. Έτσι δεν θα προσέχει παρά μόνο εσένα. Βάλε στην ψυχή της το φόβο του Θεού, και όλα τ’ άλλα θα τρέξουν άφθονα σαν από πηγή. Το σπίτι θα γεμίσει με αναρίθμητα αγαθά. Όταν ζητάτε τα άφθαρτα, θα σας έρθουν και τα φθαρτά. “Ζητάτε πρώτα απ’ όλα τη Βασιλεία του Θεού, και όλα αυτά θ’ ακολουθήσουν” (Ματθ. 6, 33).»
Γεώργιος Β. Τσούπρας, δρ Θεολογίας- Καθηγητής στο 4ο γυμνάσιο Άνω Λιοσίων
(περίληψη ομιλίας στη Σχολή Γονέων του Αγίου Αντωνίου Αμφιάλης)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου