Ετικέτες

Πέμπτη 10 Μαρτίου 2016

ΤΟΥΡΚΙΑ: ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΣΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΚΑΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΤΗΤΑ ΜΕ ΡΩΣΙΑ (Μικρή συλλογή άρθρων)

Α)Η διολίσθηση της Τουρκίας
 

07032016-1Η Άγκυρα πρέπει να μάθει από το παρελθόν της για να εξασφαλίσει το μέλλον της

Στον απόηχο της Αραβικής Άνοιξης το 2011, o Αχμέτ Νταβούτογλου, τότε υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας και τώρα πρωθυπουργός, δεσμεύθηκε ότι η Τουρκία θα είναι ο «ρυθμιστής του παιχνιδιού» της Μέσης Ανατολής. Σήμερα, τέτοιες έννοιες μεγαλείου φαίνονται εξωφρενικές. Μετά τον βομβαρδισμό μιας στρατιωτικής φάλαγγας στην Άγκυρα στις 17 Φεβρουαρίου [2], για τον οποίο η τουρκική κυβέρνηση κατηγόρησε τις Μονάδες Προστασίας του Κουρδικού Λαού, ο Νταβούτογλου δήλωσε ότι τα τελευταία κουρδικά εδαφικά κέρδη στην Συρία κατά Ισλαμιστών ανταρτών όπως το Μέτωπο al Nusra –αυτών που η Τουρκία αποκαλεί «μετριοπαθείς» εξεγερμένους- αντιπροσωπεύουν μια απειλή για την «επιβίωση του κράτους» της Τουρκίας. Η Άγκυρα προφανώς έχει αισθανθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο για κάποιο καιρό. Από πέρυσι, ο τουρκικός στρατός έχει μετατρέψει τις κουρδικές πόλεις στα νοτιοανατολικά της Τουρκίας σε ζώνες πολέμου στην προσπάθειά του να εκδιώξει Κούρδους μαχητές [3] που οχυρώθηκαν σε αυτές τις περιοχές. Πιο πρόσφατα, η Τουρκία μεχρι που άρχισε να επιτίθεται σε κουρδικές δυνάμεις στο βόρειο τμήμα της Συρίας.

Η κατανόηση των φόβων της Τουρκίας -και των αντιδράσεών της σε αυτούς- απαιτεί μια ματιά στην μακρά ιστορία του εδάφους που καλύπτει. Η Τουρκική Δημοκρατία, που ιδρύθηκε το 1923, χτίστηκε σε αδύναμα θεμέλια [4]: Σε όλη την ύπαρξή της, ο πληθυσμός της έχει χωριστεί εθνοτικά και κατά μήκος θρησκευτικών γραμμών. Όταν μελετάμε την Ανατολία, την χερσόνησο που καλύπτει το 97% της Τουρκίας, βλέπουμε ότι ήταν δύσκολο να ενωθεί. Χρειάστηκαν δύο χιλιετίες -από την αρχαιότητα έως την βυζαντινή εποχή- πριν από την υιοθέτηση μιας κοινής γλώσσας: Της ελληνικής. Χρειάστηκαν άλλα χίλια χρόνια πριν η ελληνιστική πλειοψηφία μετατραπεί σε τουρκική (από την άποψη της γλώσσας) και να υιοθετηθεί το Ισλάμ ως θρησκεία της. Η διαδικασία αυτή ξεκίνησε το 1071, όταν τουρκικά φύλα εισέβαλαν στην Ανατολία αφότου ο στρατός των Σελτζούκων νίκησε τον βυζαντινό στρατό στην μάχη του Μαντζικέρτ. Μετά από μερικούς αιώνες ακόμη, οι αυτόχθονες Χριστιανοί σταδιακά -αλλά σε μεγάλο βαθμό επιφανειακά- προσηλυτίστηκαν στο Ισλάμ, καθιστώντας την Ανατολία κατ’ όνομα μουσουλμανικής πλειοψηφίας.

07032016-1.jpg
Ένας χάρτης που δείχνει την Ανατολία το 1654. WIKIMEDIA
————————————-
Οι εθνοτικές ομάδες και οι δημοφιλείς θρησκευτικές αιρέσεις στην Ανατολία αντιστάθηκαν στις προσπάθειες διαδοχικών κρατών να επιβάλλουν κεντρικό έλεγχο και πολιτιστική ομοιογένεια μέσω της ορθόδοξης θρησκείας. Μέχρι την ίδρυση της Τουρκίας, υπήρξαν μόνο δύο κράτη της Ανατολίας που ήλεγχαν το μεγαλύτερο μέρος της χερσονήσου: Το πρώτο ήταν η Αυτοκρατορία των Χετταίων κατά την δεύτερη χιλιετία π.Χ., ενώ το δεύτερο ήταν το Σουλτανάτο των Σελτζούκων Τούρκων από τον 11ο μέχρι τον 13ο αιώνα. Το τελευταίο κατάφερε να κερδίσει μεγάλα τμήματα του ελληνόφωνου, χριστιανικού πληθυσμού των αγροτών, γιατί δεν επέβαλλε μια ορθόδοξη θρησκεία. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο η Βυζαντινή Αυτοκρατορία έχασε την Ανατολία. Οι ηγεμονίες στην Ανατολία μπήκαν επίσης σε μια σκληρή μάχη ενάντια στους Οθωμανούς [5], οι οποίοι κατέκτησαν την περιοχή κατά τον 15ο αιώνα. Ωστόσο, η Ανατολία συνέχισε να αντιστέκεται στον συγκεντρωτισμό και την επιβολή της θρησκευτικής ορθοδοξίας της αυτοκρατορίας. Στην πραγματικότητα, η Οθωμανική Αυτοκρατορία σχεδόν κατέρρευσε στις αρχές του 17ου αιώνα, μετά από μια ιδιαίτερα επιθετική σειρά λαϊκών εξεγέρσεων στην Ανατολία. Οι εξεγέρσεις συνεθλίβησαν, αλλά η μακροχρόνια διαμάχη μεταξύ των επαρχιών της Ανατολίας και της Κωνσταντινούπολης δεν τελείωσε ποτέ.
Ο μετασχηματισμός της Ανατολίας στην καρδιά του τουρκικού έθνους-κράτους ήταν ακόμη πιο αιματηρός. Στις αρχές του 20ου αιώνα, το ένα πέμπτο του πληθυσμού στην Ανατολία -Αρμένιοι, Έλληνες και Ασσύριοι-παρέμενε Χριστιανικό. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία προέβη σε γενοκτονία [6] ενάντια σε αυτές τις ομάδες και σε αναγκαστική μετανάστευσή τους για να δημιουργήσει μια ομοιογενή χώρα. Αλλά ακόμη και μεταξύ εκείνων που έμειναν, οι εθνοτικές και θρησκευτικές διαιρέσεις διατηρήθηκαν. Οι Κούρδοι και οι Αλεβίτες, μια ετερόδοξη μουσουλμανική μειονότητα που έχει καταπιεστεί επί αιώνες, έχουν αντισταθεί στην αφομοίωση.
Το τουρκικό κράτος, φοβούμενο μια κατάρρευση, προσπάθησε να καταστείλει την εναπομείνασα εθνοτική μειονότητά του, τους Κούρδους, είτε εκτοπίζοντάς τους εσωτερικά είτε με την σφαγή τους [7], όπως έκανε το 1931 στην επαρχία Agri και το 1937 και το 1938 στην επαρχία Dersim. Όχι απρόσμενα, η βάναυση πολιτική απέτυχε να επιφέρει την εθνική ομοιογένεια. Στην δεκαετία του 1980 ο στρατός, αφότου έστησε ένα πραξικόπημα για να συντρίψει την ανερχόμενη πολιτική αριστερά, έκανε μια ανανεωμένη προσπάθεια για την ενίσχυση τόσο του τουρκικού εθνικισμού όσο και του σουνιτικού Ισλάμ ως αντίδοτο στις αριστερές ιδέες. Το στρατιωτικό καθεστώς έκανε την θρησκευτική εκπαίδευση υποχρεωτική και έχτισε τζαμί σχεδόν σε κάθε χωριό που δεν είχε ήδη ένα. Ωστόσο, ο συνδυασμός του τουρκικού εθνικισμού και του εξισλαμισμού δεν ήταν αρκετός για να ελεγχθεί η άνοδος του κοσμικού κουρδικού εθνικισμού, η οποία έγινε μια σοβαρή πρόκληση αφότου το Κουρδικό Εργατικό Κόμμα (PKK) ξεκίνησε την εξέγερσή του το 1984.
Το μετριοπαθές ισλαμιστικό Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) [8], το οποίο ήρθε στην εξουσία το 2002, φαινόταν σαν να ήταν μια ενοποιητική δύναμη για την διαιρεμένη χώρα, καθώς το κόμμα προσήλκυε αμφότερους τους συντηρητικούς Τούρκους και τους συντηρητικούς Κούρδους. Η άνοδός του υπονοούσε ότι η τουρκο-κουρδική ενότητα θα μπορούσε να εξασφαλιστεί με βάση το σουνιτικό Ισλάμ. Το 2012, λίγο μετά από την στιγμή που η κουρδική περιοχή στην Συρία γνωστή ως Rojava κήρυξε την αυτονομία της, το τουρκικό κράτος άρχισε να διεξάγει συνομιλίες με τον Αμπντουλάχ Οτσαλάν [9], τον φυλακισμένο ηγέτη του PKK. Οι συνομιλίες αυτές απέφεραν καρπούς το 2013, όταν ο Οτσαλάν ζήτησε από την οργάνωσή του τον τερματισμό της βίας κατά του τουρκικού κράτους. Μέχρι τότε, περίπου 40.000 άνθρωποι, κυρίως Κούρδοι μαχητές, είχαν σκοτωθεί στις συγκρούσεις μεταξύ του τουρκικού κράτους και του PKK. Η κυβέρνηση ήλπιζε να εξασφαλίσει τον αφοπλισμό του ΡΚΚ, χωρίς να χρειαστεί να κάνει οποιεσδήποτε σημαντικές παραχωρήσεις προς τους Κούρδους. Θεωρούσε ότι η λύση στο κουρδικό ζήτημα ήταν να τονίσει ότι οι Τούρκοι και οι Κούρδοι ήταν ενωμένοι με μια ισλαμική «αδελφότητα».
07032016-2.jpg
Ο πρωθυπουργός της Τουρκίας Αχμέτ Νταβούτογλου συνομιλεί με τον Αρχηγό του Επιτελείου στρατηγό Hulusi Akar, ενώ στέκεται δίπλα στον πρόεδρο Ταγίπ Ερντογάν, στην Άγκυρα, στις 18 Φεβρουαρίου του 2016. UMIT BEKTAS / REUTERS
————————————
Ο Οτσαλάν επικαλέστηκε επίσης την ενότητα των Τούρκων και των Κούρδων, οι οποίοι, όπως είπε, «έχουν βαδίσει κάτω από την σημαία του Ισλάμ επί χίλια χρόνια». Ο Οτσαλάν επεξέτεινε αυτό το όραμα της ενότητας πέρα από τα σύνορα της Τουρκίας, υποστηρίζοντας ότι οι Τούρκοι και οι Κούρδοι ήταν τα «δύο θεμελιώδη στρατηγικά στοιχεία της Μέσης Ανατολής», οι οποίοι έχουν μια περιφερειακή αποστολή να ενώσουν «Κούρδους, Τουρκομάνους, Ασσύριους και Άραβες» στο Ιράκ και την Συρία, που κακώς είχαν διαχωριστεί από την Τουρκία μετά το τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που ακολούθησε τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Στην πραγματικότητα, το όραμα του Οτσαλάν ήταν ιδιαιτέρως σύμφωνο με τους τουρκικούς στόχους. Ο πρώην αναπληρωτής επικεφαλής της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών της Τουρκίας είχε επίσης δηλώσει ότι «η διευθέτηση του κουρδικού προβλήματος της Τουρκίας θα [μπορούσε να] επιφέρει αλλαγές των συνόρων και του χάρτη της περιοχής», κάτι που σήμαινε ότι τα τμήματα της Συρίας και του Ιράκ που κατοικούνται από Κούρδους θα μπορούσαν να ενσωματωθούν στην Τουρκία.
Ωστόσο, οι τουρκικές κρατικές ελίτ άρχισαν να φοβούνται ότι με τον νέο δυναμισμό των Κούρδων στην Συρία, το ΡΚΚ ήταν και πάλι μια απειλή. Μετά την επιτυχία του φιλο-κουρδικού Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος στις βουλευτικές εκλογές του Ιουλίου 2015 [10], το τουρκικό καθεστώς διέκοψε την δυόμιση ετών ειρηνευτική διαδικασία με τους Κούρδους, και συνέχισε τον πόλεμο μεταξύ της Τουρκίας και του PKK.
Το τέλος αυτής της δοκιμαστικής τουρκο-κουρδικής συμμαχίας έχει ωθήσει το ΑΚΡ πιο κοντά στον πρώην αντίπαλό του, τον στρατό, ο οποίος είχε κάνει γνωστή την αντίθεσή του προς τις ειρηνευτικές συνομιλίες με το PKK. (Μόλις το 2014, είχε απειλήσει ότι αν το ΑΚΡ περνούσε τις «κόκκινες γραμμές» του στρατού, τις οποίες όρισε ως «την ενότητα του έθνους», ο στρατός «θα ενεργήσει αναλόγως»). Από τότε, η κυβέρνηση έχει υιοθετήσει την κουρδική πολιτική που καθορίζεται από τους στρατηγούς. Πέρυσι, μεταβίβασε την ευθύνη για τις «αντιτρομοκρατικές προσπάθειες» -το AKP θεωρεί τους Κούρδους ως τρομοκρατική ομάδα- από τις πολιτικές Αρχές στις ένοπλες δυνάμεις. Σήμερα, στρατιωτικοί διοικητές και στελέχη του ΑΚΡ μιλούν την ίδια γλώσσα και δεσμεύονται να κάνουν την Τουρκία αποκλειστικά τουρκική. Για παράδειγμα, ο πρόεδρος της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, δήλωσε πρόσφατα: «Είμαστε ένα έθνος που για χιλιάδες χρόνια πάντα πλήρωνε το τίμημα του να ζει σε αυτήν την γη. Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι πίσω από αυτό που συμβαίνει αυτήν την στιγμή είναι ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών σε αυτήν την γεωγραφία που έχει διαρκέσει χίλια χρόνια». Σε μια ξεχωριστή δήλωση, ο αρχηγός του γενικού επιτελείου, στρατηγός Hulusi Akar, υποστήριξε ότι «η Ανατολία χαράχτηκε ως τουρκικός τόπος με την νίκη στην μάχη του Μαντζικέρτ στις 26 Αυγούστου 1071». Σε μια ακόμη εθνοτικά φορτισμένη, προκλητική διακήρυξη, ο κορυφαίος στρατηγός της χώρας είπε ότι «η Τουρκία είναι η δημοκρατία των Τούρκων».
Έχει έρθει ο καιρός οι Τούρκοι ηγέτες να τερματίσουν την βίαιη καταστολή των Κούρδων και να διευθετήσουν τα αιτήματα των Κούρδων για τοπική αυτονομία. Ο στρατός θα αντιτίθεται σε αυτό. Ωστόσο, το ΑΚΡ θα μπορούσε να υπερνικήσει την αντίθεση των στρατιωτικών και άλλων σκληρής γραμμής εθνικιστών, αν για μια ακόμα φορά προσεγγίσει τα εκλογικά σώματα -φιλελεύθερους Τούρκους και Κούρδους- που είχαν βοηθήσει να το φέρουν στην εξουσία. Οι ηγέτες της Τουρκίας πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι η επίκληση στο παρελθόν της Ανατολίας σημαίνει την αναγνώριση της ιστορίας της ως εθνοτικά πολυμορφικής γης. Η νίκη στο Μαντζικέρτ που έδωσε στους Τούρκους μια είσοδο στην Ανατολία δεν την μετέτρεψε σε έναν «τουρκικό τόπο», όπως ισχυρίζονται οι Τούρκοι εθνικιστές. Αν η Τουρκία κοιτάξει στο παρελθόν της, θα συνειδητοποιήσει ότι επιμένοντας να επιβάλλει ομοιογένεια όχι μόνο θα συνεχίσει να διαιρεί την χώρα, αλλά θα την διαλύσει κατά την διαδικασία.
*Ο HALIL KARAVELI είναι βασικός συνεργάτης στο Κοινό Κέντρο του Ινστιτούτου Κεντρικής Ασίας – Καυκάσου και του Προγράμματος Σπουδών του Δρόμου του Μεταξιού όπου διευθύνει την Τουρκική Πρωτοβουλία. Είναι επίσης συντάκτης στο Turkey Analyst [1].
Copyright © 2016 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/turkey/2016-03-02/turkeys-decline

==================================================
 

26022016-1Μια ιστορία ανταγωνισμού

Οι σχέσεις μεταξύ της Τουρκίας [2] και της Ρωσίας [3] είναι επιβαρυμένες από τότε που η τουρκική πολεμική αεροπορία κατέρριψε ένα ρωσικό βομβαρδιστικό [4] που παραβίασε για λίγο τον εναέριο χώρο της, τον Νοέμβριο. Αλλά οι εντάσεις μεταξύ των δύο χωρών κλιμακώνονταν για μήνες πριν από αυτό, πρώτα για την παρέμβαση της Ρωσίας στην Ουκρανία και στην συνέχεια στην Συρία. Ως αποτέλεσμα, στην διάρκεια αυτών των δύο ετών, οι δύο χώρες έχουν αναιρέσει σε μεγάλο βαθμό την συνεννόηση είχαν οικοδομήσει κατά τα προηγούμενα 15.
Χτισμένη στην οικονομική συνεργασία, στην κοινή δυσφορία για την κυριαρχούμενη από την Δύση διεθνή τάξη, καθώς και την προσωπική χημεία των ημι-αυταρχικών ηγετών τους, Βλαντιμίρ Πούτιν και Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, η ρωσο-τουρκική συνεννόηση ήταν, από πολλές απόψεις, μια ιστορική ανωμαλία. Τα κίνητρα της τελευταίας αντιπαράθεσης είναι πολύ βαθύτερα από την απώλεια ενός και μόνο αεροπλάνου, και είναι πιθανό να σημάνουν μια επιστροφή στην γεωπολιτική αντιπαλότητα που ήταν ο κανόνας για τις ρωσο-τουρκικές σχέσεις σε όλη την ιστορία [5].
Η σημερινή αντιπαράθεση είναι, στην πραγματικότητα, λιγότερο εντυπωσιακή από τα 15 χρόνια της επαναπροσέγγισης που προηγήθηκαν. Στο κάτω-κάτω, οι ιστορικοί προκάτοχοι της Ρωσικής Ομοσπονδίας και της Δημοκρατίας της Τουρκίας ήταν αντίπαλοι για τους περισσότερους από τους τελευταίους πέντε αιώνες. Μεγάλο μέρος της αυτοκρατορικής επέκτασης της Ρωσίας, ξεκινώντας με την προσάρτηση του Χανάτου της Κριμαίας το 1783, ήρθε σε βάρος [5] της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (και των υποτελών της) κατά μήκος της βόρειας ακτής της Μαύρης Θάλασσας, των Βαλκανίων και του Καυκάσου. Τα ρωσικά κέρδη από την φθίνουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία απείλησαν την ισορροπία δυνάμεων στην Ευρώπη και προκάλεσαν προσπάθειες από το Ηνωμένο Βασίλειο [6] και την Γαλλία [7] για την διατήρηση του οθωμανικού κράτους ως ουδέτερη ζώνη, κυρίως κατά την διάρκεια του Κριμαϊκού πολέμου το 1854-1856. Οι φιλοδοξίες της Ρωσίας [8] να καταλάβει τα Τουρκικά Στενά και να ολοκληρώσει τον διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, βοήθησαν να προκληθεί ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος.
26022016-1.jpg
Μέλη της τιμητικής φρουράς σε στάση προσοχής δίπλα στο φέρετρο του Oleg Peshkov, του Ρώσου πιλότου του καταρριφθέντος SU-24, κατά την διάρκεια της κηδείας στο νεκροταφείο στο Lipetsk, στην Ρωσία, στις 2 Δεκεμβρίου 2015. MAXIM ZMEYEV / REUTERS
—————————
Η ρωσο-τουρκική αντιπαλότητα επέζησε από την κατάρρευση τόσο της Οθωμανικής όσο και της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, εκτός από μια σύντομη προσέγγιση στις αρχές της δεκαετίας του 1920, όταν ο Σοβιετικός ηγέτης Βλαντιμίρ Λένιν και ο Τούρκος ιδρυτής της Δημοκρατίας Μουσταφά Κεμάλ [9] (Ατατούρκ) ένωσαν τις δυνάμεις τους εναντίον του Δυτικού ιμπεριαλισμού. Η Τουρκία κατάφερε να παραμείνει ουδέτερη κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά η νικηφόρα Σοβιετική Ένωση αναβίωσε την μακροχρόνια φιλοδοξία της αυτοκρατορικής Ρωσίας για τον έλεγχο των Στενών. Ο Ιωσήφ Στάλιν απαίτησε [10] κοινό σοβιετο-τουρκικό έλεγχο της διέλευσης και το δικαίωμα να εγκαταστήσει στρατιωτικές βάσεις στην Τουρκία.
Η Άγκυρα αντιστάθηκε, με αποτέλεσμα ο Στάλιν να πιέσει για μια κομμουνιστική επανάσταση στην Τουρκία. Σε απάντηση, ο Αμερικανός πρόεδρος Χάρι Τρούμαν προσέφερε βοήθεια στην Άγκυρα σύμφωνα με τους όρους του δόγματος Τρούμαν, και το 1952 η Τουρκία εντάχθηκε στο ΝΑΤΟ [11]. Στην συνέχεια, η κεμαλική Τουρκία έγινε ένα προπύργιο του αντι-κομμουνισμού και ένας από τους πυλώνες της Δυτικής συμμαχίας. Η Σοβιετική Ένωση ποτέ δεν εγκατέλειψε τις προσπάθειές της για να αποδυναμώσει την Τουρκία. Μεταξύ των εργαλείων της για κάτι τέτοιο ήταν η υποστήριξη στην εξέγερση του Κουρδικού Εργατικού Κόμματος (PKK) κατά της Άγκυρας στην δεκαετία του 1980.
Η αδυναμία της Ρωσίας μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και την υποχώρηση της ρωσικής ισχύος από τα σύνορα της Τουρκίας (βοηθούμενη από την εμφάνιση των κρατών του Νότιου Καυκάσου που λειτούργησαν σαν μια ενδιάμεση ζώνη) αφαίρεσε την στρατιωτική απειλή και επέτρεψε στις δύο χώρες να επικεντρωθούν στην οικονομική συνεργασία.
Η Άγκυρα και η Μόσχα συνέχισαν να συμπλέκονται, ωστόσο, κυρίως σχετικά με την κοινή γειτονιά τους. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η Τουρκία προσπάθησε να αξιοποιήσει ιστορικούς και πολιτιστικούς δεσμούς ώστε να αντικαταστήσει την Ρωσία ως ο προστάτης των σε μεγάλο βαθμό μουσουλμανικών, τουρκόφωνων δημοκρατιών της Κεντρικής Ασίας. Η Άγκυρα και η Μόσχα υποστήριξαν επίσης αντίθετες πλευρές στην σύγκρουση [12] μεταξύ της Αρμενίας [13] και του Αζερμπαϊτζάν [14] για το Ναγκόρνο-Καραμπάχ, η οποία είχε παγώσει από την κατάπαυση του πυρός το 1994. Μια μεγαλύτερη πρόκληση ήταν ο πόλεμος στην Τσετσενία [15], όπου η Ρωσία κατηγόρησε την Τουρκία για την υποστήριξη αυτονομιστών ανταρτών.
Με αμφότερες τις οικονομίες να έχουν σκοντάψει άσχημα στο γύρισμα του αιώνα, η Άγκυρα και η Μόσχα συμφώνησαν να αντιμετωπίσουν τις γεωπολιτικές ανησυχίες τους και να επικεντρωθούν στην εμβάθυνση της οικονομικής συνεργασίας. Η Μόσχα αρνήθηκε να δώσει άσυλο στον ηγέτη του ΡΚΚ, Αμπντουλάχ Οτσαλάν, [16] και ακύρωσε την πώληση προηγμένων συστημάτων αεράμυνας S-300 στους Ελληνοκύπριους. Μια συμφωνία του 2001 αντιμετωπίζει τις εντάσεις μεταξύ των χωρών στον Καύκασο και την Κεντρική Ασία. Στο πλαίσιο μιας συμφωνίας τον Ιανουάριο του 2002, η Ρωσία απέσυρε την υποστήριξή της στο ΡΚΚ, ενώ η Τουρκία υιοθέτησε μια πιο σκληρή γραμμή για Τσετσενικές και άλλες ομάδες του Βορείου Καυκάσου που επιχειρούν από το έδαφός της, παρά την ευρεία συμπάθεια που απολάμβαναν μεταξύ των Τούρκων (εκατοντάδες χιλιάδες Τούρκοι πολίτες εντοπίζουν τους καταγωγή τους στον Καύκασο [17], από όπου πολλοί Μουσουλμάνοι έφυγαν απέναντι στην ρωσική κατάκτηση του 19ου αιώνα).
Με λιγότερα να διακυβεύονται στρατηγικά, οι οικονομικοί δεσμοί μεταξύ της Ρωσίας και της Τουρκίας άνθισαν. Μέχρι το 2008, η Ρωσία είχε γίνει ο μεγαλύτερος ενιαίος εμπορικός εταίρος της Τουρκίας. Η ενέργεια ήταν το πιο σημαντικό στοιχείο της οικονομικής τους σχέσης. Η Τουρκία, η οποία έχει λίγους υδρογονάνθρακες, εισήγαγε πάνω από το 40% του πετρελαίου της από την Ρωσία το 2009 (αν και ο αριθμός αυτός έκτοτε έπεσε κατακόρυφα). Η Ρωσία εξακολουθεί να προμηθεύει την χώρα με περίπου το 57% του φυσικού αερίου της [18]. Οι οικονομικοί δεσμοί επεκτάθηκαν στην πυρηνική ενέργεια, τις κατασκευές, τον τουρισμό και σε άλλους τομείς, επίσης.
26022016-2.jpg
Στα νότια σύνορα της επαρχίας της Μόσχας, από τον Σεργκέι Βασίλιεβιτς Ιβανόφ, 1907
———————————-
Υποβοηθητική της ρωσο-τουρκικής προσέγγισης ήταν η αυξανόμενη αποξένωση από την Δύση και η επικοινωνία μεταξύ του Πούτιν και του Ερντογάν. Και οι δύο αντιτάχθηκαν στην αμερικανική εισβολή στο Ιράκ. Εν τω μεταξύ, από την ρωσική πλευρά, η ανανεωμένη επέκταση του ΝΑΤΟ και οι λεγόμενες έγχρωμες επαναστάσεις στην Γεωργία και την Ουκρανία αναβίωσαν τους φόβους ότι η Δύση προσπαθεί να μειώσει την ρωσική επιρροή. Από την τουρκική πλευρά, οι άκαρπες συνομιλίες ένταξης στην ΕΕ [19], σε συνδυασμό με την εισδοχή της ελεύθερης Κύπρου [στμ: ελληνικής Κύπρου στο πρωτότυπο] στην Ένωση παρά την απόρριψη από αυτήν του ειρηνευτικού σχεδίου υπό την αιγίδα του ΟΗΕ βάθυνε την απογοήτευση της Άγκυρας. Οι δύο χώρες προσπάθησαν να τοποθετηθούν ως μεσολαβητές [20] μεταξύ της Δύσης και της Τεχεράνης για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, και η Άγκυρα μέχρι που πήρε μια σχετικά ελαστική στάση για την εισβολή της Ρωσίας στην Γεωργία το 2008.
Παρά την εν λόγω συνεργασία, όμως, η ρωσο-τουρκική συνεννόηση βασιζόταν σε ρηχά γεωπολιτικά θεμέλια, τα οποία έχουν κλονιστεί κατ’ επανάληψη τα τελευταία χρόνια καθώς οι περιφερειακές συγκρούσεις πολλαπλασιάστηκαν. Πριν την κατάρριψη του ρωσικού τζετ από την Τουρκία, η Άγκυρα και η Μόσχα είχαν επιδιώξει να απομονώσουν τις διαφωνίες τους σχετικά με την Συρία, ενώ θα συνέχιζαν να συνεργάζονται αλλού. Αλλά οι κρίσεις στον Καύκασο, την Ουκρανία [21] και την Μέση Ανατολή έχουν όλες αφήσει την Ρωσία και την Τουρκία σε αντίθεση, μειώνοντας το περιθώριο ασφαλείας της Άγκυρας και τοποθετώντας εντάσεις στην ρωσοτουρκική σχέση που η κατάρριψη του τζετ απλώς έφερε στο προσκήνιο.
Κατ’ αρχήν, η προσάρτηση της Κριμαίας από την Ρωσία άλλαξε ριζικά την ισορροπία δυνάμεων γύρω από την Μαύρη Θάλασσα, με την Μόσχα να ενισχύει τις ναυτικές δυνατότητες «αντι-πρόσβασης / άρνησης περιοχής» (anti-access/area denial, Α2/AD) [22] γύρω από την χερσόνησο, ακόμη και καθώς επεκτείνει την στρατιωτική παρουσία της στην Συρία. Η Τουρκία αντιμετωπίζει τώρα την προοπτική [5] της περικύκλωσής από την ρωσική ναυτική δύναμη.
Επιπλέον, η αυξανόμενη βία [23] κατά μήκος της γραμμή επαφής του Ναγκόρνο-Καραμπάχ και των συνόρων Αρμενίας-Αζερμπαϊτζάν απειλεί να σύρει την Ρωσία και την Τουρκία σε μια σύγκρουση δι’ αντιπροσώπων. Οι προσπάθειες της Μόσχας να σύρει το Μπακού μακριά από την ευθυγράμμισή του με την Τουρκία και την Ευρωπαϊκή Ένωση, που έχει γίνει με γνώμονα την ενέργεια, δεν έχουν βοηθήσει.
Περαιτέρω, η Συρία έχει ήδη μετατραπεί σε μια σύγκρουση δι’ αντιπροσώπων, με την Άγκυρα όχι μόνο να ζητά την αποπομπή του προέδρου της Συρίας Μπασάρ αλ-Άσαντ, αλλά και να υποστηρίζει τις σουνιτικές ομάδες ανταρτών που η Μόσχα θεωρεί τρομοκρατικές. Η Ρωσία (μαζί με το Ιράν) έχει παράσχει στο συριακό καθεστώς αμέριστη στήριξη, μεταξύ άλλων μέσω της άμεσης στρατιωτικής επέμβασης που επέτρεψε στον Άσαντ να ανακτήσει ορμή στο έδαφος τις τελευταίες εβδομάδες, ναυαγώντας τις διεθνείς ειρηνευτικές συνομιλίες στην Γενεύη. Αλλά ο πόλεμος ήταν μια καταστροφή για την Τουρκία. Περισσότεροι από 2,5 εκατομμύρια πρόσφυγες έχουν εισέλθει στην χώρα, και το Κόμμα Δημοκρατικής Ένωσης (PYD) που συνδέεται με το ΡΚΚ έχει καθιερώσει ένα κουρδικό πρωτο-κράτος ακριβώς πάνω στα σύνορα με την Τουρκία, ακόμη και καθώς ο πόλεμος της Άγκυρας με το PKK [24] στο εσωτερικό της Τουρκίας έχει αναζωπυρωθεί και πάλι.
Η Άγκυρα έχει προσπάθησε να περιορίσει την κρίση, αλλά η Μόσχα την χρησιμοποίησε για να αυξήσει τα εθνικιστικά αισθήματα εναντίον της Τουρκίας, ενώ επέβαλε κυρώσεις που μπορεί να κοστίσουν στην τουρκική οικονομία [25] 0,5% του ΑΕΠ φέτος. Οι ρωσικές δυνάμεις έχουν επίσης αυξήσει τις αεροπορικές επιθέσεις εναντίον τουρκικών πληρεξουσίων στην Συρία και αύξησαν την υποστήριξή τους [26] στο PYD. Η Ρωσία κατανοεί ότι η Τουρκία είναι υπό τεράστια πίεση από την κρίση των προσφύγων, τις τρομοκρατικές επιθέσεις που συνδέονται με το λεγόμενο Ισλαμικό Κράτος (ISIS) [27], και τον ανανεωμένο πόλεμο με το PKK, και επιδιώκει να εκμεταλλευθεί το πλεονέκτημά της.
Όπως και σε προηγούμενες εποχές, η Τουρκία βλέπει την επέκταση της ρωσικής δύναμης ως απειλή τόσο για την ίδια όσο και για την περιφερειακή ισορροπία δυνάμεων. Σε απάντηση, η Τουρκία δεν είχε πολλές άλλες επιλογές από το να προσπαθήσει να μπαλώσει τους δεσμούς της με την Δύση. Η Άγκυρα κάλεσε αμέσως για διαβουλεύσεις στο ΝΑΤΟ μετά την κατάρριψη του ρωσικού αεροπλάνου. Πιο πρόσφατα, υπέγραψε [28] μια συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία προσέφερε στην Τουρκία οικονομική βοήθεια και ανανέωσε τις συζητήσεις της ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και η Τουρκία προσέφερε περισσότερη βοήθεια στο να μειωθεί η ροή των προσφύγων προς την Ευρώπη.
Η ρωσο-τουρκική προσέγγιση των τελευταίων 15 ετών ήταν δυνατή μόνο επειδή το γεωπολιτικό περιβάλλον ήταν ασυνήθιστα βολικό. Μια ασθενέστερη, πιο εσωστρεφής Ρωσία έθετε λιγότερη απειλή για τα τουρκικά συμφέροντα. Η Τουρκία την ίδια στιγμή έψαχνε να στραφεί μακριά από την Δύση, και είδε την Ρωσία ως έναν χρήσιμο εταίρο. Υπό αυτές τις συνθήκες, η Άγκυρα και η Μόσχα ήταν εύκολο να συνεργαστούν στο εμπόριο, την ενέργεια και ακόμη και την περιφερειακή διπλωματία.
Όμως τα τελευταία χρόνια η παραδοσιακή γεωπολιτική έχει επιστρέψει. Τώρα, τα ρωσικά και τα τουρκικά συμφέροντα αποκλίνουν όλο και περισσότερο στον Καύκασο, την Μαύρη Θάλασσα και την Μέση Ανατολή. Η προσάρτηση της Κριμαίας [29] κλιμάκωσε δραματικά την απειλή που αντιμετωπίζει η Τουρκία από τον βορρά, ενώ οι συριακές και κουρδικές συγκρούσεις έχουν δημιουργήσει μια ανοιχτή πληγή στα ανατολικά της σύνορα. Και, για άλλη μια φορά, οι ρωσο-τουρκικές σχέσεις ορίζονται από έναν αγώνα για την περιφερειακή υπεροχή.
*Ο JEFFREY MANKOFF ασκεί καθήκοντα διευθυντή και είναι βασικός συνεργάτης στο Πρόγραμμα Ρωσίας και Ευρασίας του CSIS. Είναι ο συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο Russian Foreign Policy: The Return of Great Power Politics [1].
Copyright © 2016 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/turkey/2016-02-24/why-russia-and…
Σύνδεσμοι:
[1] http://www.amazon.com/Russian-Foreign-Policy-Return-Politics/dp/1442208252
[2] https://www.foreignaffairs.com/regions/turkey
[3] https://www.foreignaffairs.com/regions/russia
[4] https://www.google.com/url?sa=t&rct=j&q=&esrc=s&source=web&cd=5&ved=0ahU…
[5] https://www.foreignaffairs.com/articles/russian-federation/2014-05-12/an…
[6] https://www.foreignaffairs.com/regions/united-kingdom
[7] https://www.foreignaffairs.com/regions/france
[8] http://www.amazon.com/Russian-Origins-First-World-War/dp/0674072332/ref=…
[9] http://www.scribd.com/doc/31118299/Ataturk-un-Lenin-e-Gonderdi%C4%9Fi-Sa…
[10] http://www.amazon.com/Failed-Empire-Soviet-Gorbachev-History/dp/08078595…
[11] https://www.foreignaffairs.com/topics/nato
[12] http://www.amazon.com/Black-Garden-Armenia-Azerbaijan-Anniversary/dp/081…
[13] https://www.foreignaffairs.com/regions/armenia
[14] https://www.foreignaffairs.com/regions/Azerbaijan
[15] https://www.foreignaffairs.com/articles/russia-fsu/2000-03-01/russias-ru…
[16] https://www.foreignaffairs.com/articles/turkey/2014-11-02/contentious-kurds
[17] http://www.tandfonline.com/doi/abs/10.1080/13602009808716407
[18] https://www.eia.gov/beta/international/analysis.cfm?iso=TUR
[19] https://www.foreignaffairs.com/articles/europe/2004-09-01/turkeys-dreams…
[20] http://www.nytimes.com/2010/05/18/world/middleeast/18iran.html?_r=0
[21] https://www.foreignaffairs.com/regions/ukraine
[22] https://www.foreignaffairs.com/articles/russian-federation/2016-02-08/ch…
[23] http://www.bloomberg.com/news/articles/2015-10-22/frozen-war-thaws-in-ru…
[24] http://www.spiegel.de/international/world/escalating-turkish-civil-war-s…
[25] http://www.gmfus.org/blog/2016/01/12/expensive-fight-russia-and-turkey
[26] http://www.gmfus.org/file/7332/download
[27] https://www.foreignaffairs.com/tags/isis
[28] http://www.euractiv.com/section/justice-home-affairs/news/eu-and-turkey-…
[29] https://www.foreignaffairs.com/articles/russian-federation/2014-04-17/ru…
Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνσηwww.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.grκαι στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου