Ετικέτες

Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2016

14 Φεβρουαρίου 1884 γεννιέται ο ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ…Το φως που καίει (1922)…


Ο κονταρομάχος των φτωχών, ποιητής


του Δημήτρη Δαμασκηνού
[…] Πάντα οι νικημένοι έχουνε τ’ άδικο. Και τ’ άβουλο πλήθος πάει ταχτικά με τους νικητές .
Ως τώρα η ιστορία του Κόσμου είναι ιστορία των Νικητών.
ΜΩΜΟΣ: Δεν μπορούνε να σωθούν οι ψυχές από τίποτα, όσο παραμένει όξω τους η αιτία του Κακού.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ: Ποια;
ΜΩΜΟΣ: Η Ανισότητα [1].

Η ακμή της ποιητικής του δημιουργίας:
Ο επαναστάτης ποιητής

 
Το 1919, την ίδια χρονιά που ο Βάρναλης δημοσίευσε τον Προσκυνητή, πήγε στο Παρίσι με υποτροφία. Τότε ο ώριμος πλέον λόγιος συγκέντρωνε τα προσόντα για να τον τιμήσει με εξαιρετική διάκριση το κατεστημένο: φιλομοναρχικός, βαθύς γνώστης της αρχαιότητας και αρχαιολάτρης, έξοχος καθηγητής, θαυμαστός ποιητής, οπαδός του Παρνασσισμού. Δυστυχώς για το κατεστημένο, ο Βάρναλης είχε και «ελαττώματα». Ήταν πνεύμα ανήσυχο, με μεγάλη οξυδέρκεια, μεγάλος στοχαστής με λεπτότατη ποιητική ευαισθησία στα μηνύματα των καιρών, κι έδινε σαν άνθρωπος γενναίος κι ανιδιοτελής πάντα το «παρών». Ένα παράδειγμα, στα «Ορεστιακά» υποστήριξε τους δημοτικιστές (1903). Αργότερα (1910-14) βρίσκεται μπλεγμένος με τα «αθεϊκά» του Βόλου.
Στο Παρίσι ο Βάρναλης παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας, φιλολογίας, κοινωνιολογίας και αισθητικής. Τότε προσχώρησε στον μαρξισμό και τον δαιλεκτικό υλισμό και αναθεώρησε τις προηγούμενες απόψεις του για την ποίηση, τόσο σε θεωρητικό, όσο και σε πρακτικό επίπεδο. Είχαν μεσολαβήσει οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, το μακελειό του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου αλλά και η Μεγάλη Οχτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση που έδωσε τεράστια αναγεννητική δύναμη στους λαούς όλου του κόσμου, φλόγισε τις ψυχές και τα μυαλά των ανθρώπων.

Η στροφή του Βάρναλη στην κοινωνική ποίηση γίνεται στο Παρίσι. Γράφει ο Αυγέρης [2]: «Η μεταβολή ήταν απότομη, αληθινή μεταστροφή. Στη συνείδηση του Ποιητή άλλαξε ολότελα η αντίληψη του κόσμου. Από την αισθητική αρχαϊκή και διακοσμητική λογοτεχνία προσγειώνεται ξαφνικά στη σημερινή δραματική πραγματικότητα, αφήνει τους πολυσύχναστους παλιούς δρόμους, αλλάζει πορεία κι ακολουθεί αποφασιστικά τη νέα ανθρωπότητα, που έρχεται ν’ αναγεννήσει τον τόπο. Τη συνείδηση του ποιητή από δω και πέρα θα τη γεμίσει το τρικυμισμένο πνεύμα του εικοστού αιώνα. Η μεταβολή έγινε όταν ο Ποιητής ήταν στο Παρίσι για μετεκπαίδευση. Εκεί όπως σ’ όλη την Ευρώπη είχαν ξεσπάσει τα φιλειρηνικά και κοινωνικά νέα ρεύματα, τα συγχυσμένα αισθήματα της απογοήτευσης, της διαμαρτυρίας, το πνεύμα της επανάστασης».
Για το ίδιο θέμα ο Δημήτρης Γληνός έχει γράψει: «Η κρίσιμη στιγμή φυσικά από καιρό ετοιμαζότανε μέσα του. Από τον καιρό που έζησε τον βαλκανικό πόλεμο και τον εθνικό θρίαμβο. Μιαν ανταρσία, μιαν αντίθεση με τα καθιερωμένα είχε πάντα μέσα του. Τώρα, όμως, στο Παρίσι ήρθε σε αμεσότατη επαφή με τις μεγάλες κοινωνικές αντιθέσεις. Ο Ρομαίν Ρολλάν, ο Μπαρμπύς τον επηρεάζουνε. Ακούει την κριτική των αριστερών για το μεγάλο πόλεμο. Και πέρα στο βάθος του ορίζοντα ξεχωρίζει τις τεράστιες φλόγες της ρουσικής επανάστασης» [3].

«Σαν ιδεαλιστής» – σημειώνει ο Μ. Μ. Παπαϊωάννου – «πίστευε πως δεν είναι ο κοινωνικός παράγοντας που παράγει και διαμορφώνει τις ιδέες, μα πως ο αντικειμενικός υλικός κόσμος είναι το αντικαθρέφτισμα των ιδεών. Ο πόλεμος με τις εκατόμβες των θυμάτων, με τις καταστροφές του τον έθιξαν στο συναίσθημα το Βάρναλη. Από κει άρχισε και η ιδεολογική του αλλαγή. Δεν ήταν ο μόνος που συγκλονίστηκε. Ήταν όμως από κείνους που δεν έμεινε μόνο στο ανθρωπιστικό συναίσθημα. Ζήτησε εξηγήσεις σχετικά με τις αιτίες των πολέμων. Για να κατανοήσει τα εξωτερικά, τα κοινωνικά φαινόμενα έπρεπε να επιστρατευτεί το μυαλό, γιατί αυτό θα επεξεργαζόταν τις απαντήσεις. Έτσι ο πριν άκριτος, διακρίθηκε από τότε για την οξύτητα της κρίσης του. Μένει για πάντα σαν ένα από τα σημαντικότερα κριτικά μυαλά στην ιστορία της Ελλάδας αλλά και του κόσμου. Για να φτάσει στην ανυπέρβλητη διαύγεια η σκέψη του, τού χρειάστηκε και η συμβολή του χαρακτήρα του».
 Το λέει άλλωστε και ο ίδιος: «… εξόν από τη συναισθηματική ευαισθησία, εξόν από την ικανότητα του να καταλαβαίνει κανείς την πραγματικότητα, χρειάζεται και χαρακτήρας. Δυστυχώς, τα ταξικά καθεστώτα φροντίζουνε όχι μόνο να χαλάνε το μυαλό, μα και τους χαρακτήρες των θυμάτων τους».
Σε τέτοιες συνθήκες εξωτερικών ερεθισμάτων και εσωτερικής πνευματικής επανάστασης ο Κώστας Βάρναλης ολοκληρώνει την ιδεολογική, πολιτική και αισθητική μεταστροφή του και από ανανεωτής της παλαμικής παράδοσης γίνεται ποιητής- οδηγητής του λαού. Κι αυτό δεν ήταν μια εύκολη υπόθεση.
Πρώτα πρώτα, γιατί χρειάστηκε ανεξάντλητη παρακαταθήκη ήθους και τιμιότητας, για να μπορέσει «να ρίξει στα σκότη των αβύσσων ό,τι είχε από καιρό μέσα του ιερό» και να περάσει με ευλυγισία παλικαριού – αν και σε ώριμη σχετικά ηλικία – στην ακριβώς αντίθετη από την πρωτινή κοσμοθεωρία του: Από το ύψος της θεάς Ιδέας, στα μαύρα βάθη της ωμής εκμεταλλευτικής πραγματικότητας και από τον πύργο του Εκλεχτού, στις μίνες τις φόνισσες των προλετάριων. Κι έπειτα, γιατί χρειαζόταν τεράστια αποθέματα γενναιότητας για να τεθεί επικεφαλής της λογοτεχνικής φάλαγγας στο σκληρό ιδεολογικό πόλεμο ανάμεσα στον υλισμό και τον ιδεαλισμό, που πυροδότησαν στη χώρα μας τη δεκαετία του 1920 η Οχτωβριανή Επανάσταση και η πολιτική οργάνωση της εργατικής τάξης στο ΣΕΚΕ, το κατοπινό Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας.

Το μέγεθος του τολμήματος γίνεται πιο χειροπιαστό, αν αναλογιστεί κανείς το φορτίο που σήκωσε στους ώμους της η πνευματική αυτή πρωτοπορία. Για να ανοίξει δρόμο στη νέα κοσμοθεωρία υποχρεώθηκε να αντιπαρατεθεί με αντιλήψεις και προκαταλήψεις αιώνων, να αποκαθηλώσει πανάρχαιες θεότητες του ιδεαλισμού και της θρησκείας, όπως ο Πλάτωνας κι ο Σωκράτης, να αναμετρηθεί με κορυφαίες ποιητικές και πνευματικές αξίες της ανερχόμενης αστικής τάξης, όπως ο Παλαμάς κι ο πρότερος Σικελιανός, ν’ αντιπαλέψει όχι μόνο τον παντοδύναμο εθνικισμό, αλλά και τις σοσιαλδημοκρατικές αντιλήψεις, που ευδοκιμούσαν στους κόλπους του βενιζελισμού [4].
 Μετά την πτώση της κυβέρνησης Βενιζέλου η υποτροφία του διακόπηκε και ο Βάρναλης επέστρεψε στην Αθήνα, όπου στις αρχές του 1821 διορίστηκε καθηγητής στο Γ’ Γυμνάσιο του Πειραιά. Μόλις εμφανίστηκε στο σχολείο, σημειώθηκε το παρακάτω περιστατικό:

Στις 17-23 του Νοέμβρη του 1918
συνέρχεται στον Πειραιά,
στα γραφεία
του Συνδέσμου Μηχανικών Ατμόπλοιων,
το Α’ Πανελλαδικό Σοσιαλιστικό Συνέδριο,
ιδρυτικό του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδας
(ΣΕΚΕ).
-Κύριε τμηματάρχα! Είμαι ο τάδε. Έρχομαι από το Παρίσι.
 
(Αίσθηση στο ‘λαό!…’)

Ο κ. τμηματάρχης μειλίχιος και πατρικός γύρισε, με είδε και είπε:


-Καλώς ορίσατε, κύριε Τάδε.
 
-Θεώρησα καθήκον μου να παρουσιασθώ ενώπιόν σας και να σας αναφέρω, ότι συνεμορφώθην με την διαταγήν της ανακλήσεώς μου.
 
-Καλώς επράξατε, κύριε Τάδε. Σας γνωρίζω πολύ καλά από την μέχρι τούδε υπηρεσίαν σας. Είσθε εκ των καλών λειτουργών της μέσης εκπαιδεύσεως. Αλλά δημοτικίζετε λιγάκι. Αυτό το ‘δημοτικίζετε λιγάκι’ το είπε με επιτιμητικό και θωπευτικό μαζί ύφος.
 
-Πολύ μάλιστα, του απάντησα σταθερά και ντόμπρα. Άλλωστε το ήξερε κι ο ίδιος, πως δημοτικίζω πολύ. Όλος ο ‘λαός’ τινάχτηκε άμα άκουσε αυτή μου την απάντηση. Ποιος είναι, μπρε, αυτός ο θρασύς! Θα έχει, φαίνεται, μέσο δυνατό.
 
Ο κ. τμηματάρχης πάλι δεν έχασε την αυτοκυριαρχία του. Και με το ίδιο γαλήνιο ύφος, λιγάκι πιο αυστηρό και τεντώνοντας τη ραχοκοκκαλιά του μου είπε:
 
-Ημπορείτε εις την ιδιωτικήν σας ζωήν να φρονήτε και να γράφετε, όπως σας αρέσει. Όμως εάν εις την δημοσίαν σας υπηρεσίαν μοι καταγγελθή και η παραμικροτέρα παράβασις του καθήκοντος, θα είμαι αμείλικτος.
Ο ‘λαός’ πάλι κατέβασε το κεφάλι. Συμφωνούσε. Μα συμφωνούσα κι εγώ. Και είπα:
 
-Μείνατε ήσυχος, κύριε Γεωργαντά.
 
Τον αποχαιρέτισα κι έφυγα.
 
Κατεβαίνοντας τις μαρμαρένιες σκάλες, ένιωθα μια πικρίλα στο στόμα. Σημάδι, πως ήμουν συγχισμένος.
 
-Τσιμέντο να γίνετε όλοι σας, μουρμούριζα. Με στείλατε να σπουδάσω νεοελληνική λογοτεχνία· μεσαιωνική, Κρητική, σύγχρονη. Δημοτικά τραγούδια, Διγενή Ακρίτα, Ερωτόκριτο, Σολωμό. Και τώρα μου λέτε: αν κάνεις πως ανοίγεις το στόμα σου ν’ αναφέρεις αυτά τα άθλια ονόματα και πράματα, θα σου τρίψουμε τη μούρη. Τσιμέντο να γίνετε! [5].
Το καλοκαίρι του 1921 ολοκληρώνει στην Αίγινα Το Φως που καίει, την περίοδο δηλαδή που η Ελλάδα βιώνει τη Μικρασιατική εκστρατεία που σε λίγο θα εξελιχθεί σε καταστροφή.
Ο ίδιος ο Βάρναλης γράφει γι’ αυτό του το έργο [6]: «Το ‘Φως που καίει’ το έγραψα στην Αίγινα το καλοκαίρι του 1921. Όμως το διάγραμμα του έργου, την κατανομή του σε τρία μέρη, τα πρόσωπα του διαλόγου και των διαφόρων λυρικών κομματιών τα είχα συλλάβει όταν ακόμη ήμουνα στο Παρίσι. Εκεί μάλιστα έγραψα και τις πρώτες στροφές από το ‘Τραγούδι των Ωκεανίδων’… Το έργο μου αυτό τυπώθηκε στην Αλεξάνδρεια από το Στέφανο Πάργα (έκδοση ‘Γραμμάτων’) με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας στην αρχή του 1923. Ήτανε για την Ελλάδα η πρώτη επαναστατική κραυγή ενάντια στο τεράστιο έγκλημα του παγκόσμιου μακελειού»  [7].
«Το Φως που καίει» είναι απ’ τα πρώτα έργα της αγωνιστικής μας Λογοτεχνίας, από τα πρώτα, που λέγονται αριστερά. Ο Σινόπουλος έγραψε τότε, πως αποτελεί σταθμό στα νεοελληνικά γράμματα. Μάλλον αρχή [8].  
Ο Βάρναλης θα πρέπει να θεωρηθεί ως πρωτοπόρος της ελληνικής επαναστατικής διανόησης με το δεδομένο ότι την εποχή αυτή το εργατικό κίνημα της χώρας μας μόλις αποκτούσε την οργανωτική και πολιτική του υπόσταση και αναζητούσε τη θεωρητική θεμελίωση της ταξικής του συνείδησης. Αν το ΣΕΚΕ (1918) αποτελούσε την οργανωμένη παρουσία του εργατικού κινήματος στην ελληνική ιστορία, η θεωρητική θεμελίωση των διεκδικητικών του αγώνων βρισκόταν ακόμα στην προϊστορία. Γι’ αυτό και ο αγώνας για το θεωρητικό του εξοπλισμό αποτέλεσε επίμονη φροντίδα και διεξαγόταν παράλληλα και ανοδικά με την ταξική πάλη. Οι αναλύσεις και οι μεταφράσεις μαρξιστικών έργων στο «Ριζοσπάστη», μετά τη σύνδεση με τη Γ’ Διεθνή (ΣΕΚΕ-Κ, 1920), και στην «Κομμουνιστική Επιθεώρηση» ανταποκρίνονται σε αυτή την ανάγκη [9].
Έτσι, το «Φως που καίει», στα 1922, δεν αισθητοποιεί μόνο την κοινωνική συνείδηση του οργανωμένου κινήματος αλλά λειτουργεί ως διαμορφωτής και καθοδηγητής αυτής της συνείδησης, την οποία προσανατολίζει στην ταξική της αυτογνωσία. Αυτός ο χαρακτήρας εξηγεί ως ένα σημείο και την τεχνική ανωριμότητα του έργου, την οποία φροντίζει να βελτιώσει, δουλεύοντάς το ξανά και «ξαναπλάθοντάς» το σε δεύτερη (1933) και τρίτη μορφή (1945).
Χαρακτηρίζοντας τον Βάρναλη πρωτοπόρο της ελληνικής επαναστατικής διανόησης, δεν συνεπάγεται πως το εργατικό κίνημα δεν είχε συγκινήσει προηγούμενα άλλους διανοητές και έργα. Η διαφορά του «Φωτός» με προηγούμενα έργα κοινωνικού προβληματισμού (Ταγκόπουλου, Γκόλφη, Πικρού, Παρορίτη) προέρχεται από τη συγκριτικά βαθύτερη εξοικείωση του Βάρναλη με τη μαρξιστική θεωρία, ώστε για πρώτη φορά να έχουμε εν πολλοίς ορατή την παρουσία αρχών του ιστορικού υλισμού σε έργο της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Αυτό γίνεται πιο καθαρό στη μορφή του 1933, όπου το «Φως», αισθητικά αρτιότερο και ιδεολογικά ωριμότερο, απηχεί το επίπεδο της επαναστατικής συνείδησης της εποχής, μας δίνει την προοπτική που υιοθετούσε εκείνη την εποχή ο αγώνας του κινήματος και επιβεβαιώνει τη στενή σύνδεση του Βάρναλη με αυτό. Χαρακτηριστική είναι και η απήχηση που είχε στα 1933 στην κομμουνιστική διανόηση και στα έντυπά της.
Το «Φως που καίει» μεταφέρει σε αισθητικές μορφές, σημαντικές και εν μέρει πρωτοποριακές για τον καλλιτεχνικό κανόνα της εποχής, την ιδεολογική αντίκρουση στο αστικό εποικοδόμημα και την αποκάλυψη της σχέσης βάσης-εποικοδομήματος ως απάντηση στην προβαλλόμενη «ουδετερότητα» των αστών διανοουμένων και καλλιτεχνών της εποχής [10].
Κάτω από τον τίτλο της πρώτης έκδοσης υπήρχε μια επιγραφή: «Εν αρχή ην η τάσις προς πράξιν». Το ίδιο το ψευδώνυμο που διάλεξε ο Βάρναλης για να δημοσιεύσει είχε στόχο να τονίσει αυτή τη στροφή. Υπέγραψε ως Δήμος Τανάλιας.
Όπως γράφει ο Ηρακλής Κακαβάνης στο βιβλίο που δημοσίευσε πρόσφατα για το Βάρναλη: «Η επιλογή του συγκεκριμένου ψευδωνύμου ήταν μια αντίδραση στην καλλιέπεια των ονομάτων που επέλεγαν οι δημιουργοί της εποχής». Ο ίδιος μάλιστα ήθελε να γίνει πιο περιπαικτικός και να υπογράψει … «Σφύρος Δρεπάνης». Ο Ριζοσπάστης της εποχής έγραφε ότι τα ποιήματα στο «Φως που καίει» «σαν τανάλιες βγάνουν μια – μια τις ψευτοϊδέες και ψευτοπεποιθήσεις που σχηματίζονται από την πνευματική τροφή που μας παρείχαν ως τώρα».
Σ’ αυτό το μεγαλόπνοο έργο ο Βάρναλης έχει έναν ποιητικό πρόλογο που αναφέρεται στη θάλασσα. Ίσως αυτό το ποίημα, με όλους τους συμβολισμούς και τα νοήματά του, να εκφράζει καλύτερα τον άνθρωπο Βάρναλη μπρος στη ζωή και μπρος στο θάνατο:

Πρόλογος [11]
 
Να σ’ αγναντεύω, θάλασσα, να μη χορταίνω
απ’ το βουνό ψηλά
στρωτή και καταγάλανη και μέσα να πλουταίνω
απ’ τα μαλάματά σου τα πολλά.
 
Να ’ναι χινοπωριάτικον απομεσήμερο, όντας
μετ’ άξαφνη νεροποντή
χυμάει μες απ’ τα σύνεφα θαμπωτικά γελώντας
ήλιος χωρίς μαντύ.
 
Να ταξιδεύουν στον αγέρα τα  νησάκια, οι κάβοι,
τ’ ακρόγιαλα σα μεταξένιοι αχνοί
και με τους γλάρους συνοδιά κάποτ’ ένα καράβι
ν’ ανοίγουν να το παίρνουν οι ουρανοί.
 
Ξανανιωμένα απ’ το λουτρό να ροβολάνε κάτου
την κόκκινη πλαγιά χορευτικά
τα πεύκα, τα χρυσόπευκα, κι᾿ ανθός του μαλαμάτου
να στάζουν τα μαλλιά τους τα μυριστικά.
 
Κι’ αντάμα τους να σέρνουνε στο φωτεινό χορό τους
ως μέσα στο νερό
τα ερημικά χιονόσπιτα-κι’ αυτά μες στ᾿ όνειρό τους
να τραγουδάνε, αξύπνητα καιρό.
 
Έτσι να στέκω, θάλασσα, παντοτεινέ έρωτά μου
με μάτια να σε χαίρομαι θολά
και να ’ναι τα μελλούμενα στην άπλα σου μπροστά μου,
πίσω κι’ αλάργα βάσανα πολλά.
 
Ως να με πάρεις κάποτε, μαργιόλα συ,
στους κόρφους σου αψηλά τους ανθισμένους
και να με πας πολύ μακρυά απ’ τη μαύρη τούτη Κόλαση,
μακρυά πολύ κι’ από τούς μαύρους κολασμένους ….

Η καλλιτεχνική πραγμάτευση αξιοποιεί μυθικά και ιστορικά πρόσωπα με ισχυρά φορτία σημασίας στο πολιτικό και το κοινωνικό πεδίο, όπως είναι ο Προμηθέας, ο Ιησούς και ο Μώμος [12]. Κι ενώ, στην αρχή, τα πρόσωπα αυτά εμφανίζονται να αντιστοιχούν με τις διαλεκτικές σχέσεις, Προμηθέας-«θέση», Ιησούς-«αντίθεση», Μώμος-«σύνθεση», στην πορεία ολοκλήρωσης του έργου προκύπτουν νέες σχέσεις και πρόσωπα, όπως: Προμηθέας και Ιησούς αποτελούν τη «θέση», ο Μώμος την «αντίθεση» και τα πρόσωπα Οδηγητής και Λαός τη «σύνθεση», όπου η πάλη των αντιθέσεων οδηγεί εξελικτικά και νομοτελειακά στην προλεταριακή επανάσταση [13].
Θεματικοί άξονες είναι οι κύριοι τομείς του αστικού εποικοδομήματος: Θρησκεία-Φιλοσοφία, Τέχνη, Πατρίδα. Εδώ η ιδεολογική οπτική του Βάρναλη ευθυγραμμίζεται με τη μαρξιστική προσέγγιση που ασκούσε κριτική στα διάφορα ρεύματα του ιδεαλισμού που κυριαρχούσαν στο Μεσοπόλεμο, υποστηρίζοντας ότι σε τελική ανάλυση όλα καταλήγουν σε ένα φιντεϊσμό (θεολογισμό) και ότι η ιδεαλιστική φιλοσοφία και η θεολογία συμμαχούν εναντίον της επιστημονικής γνώσης [14].
Τα συμβολικά πρόσωπα του Προμηθέα και του Ιησού γίνονται τα μέσα για να δείξει ο ποιητής τη σχέση ανάμεσα στην εξουσία (πολιτική και κοινωνική) και στη φιλοσοφία που καλλιεργεί την ψευδή συνείδηση και στηρίζει την εξουσία. Έτσι, η Σταύρωση, ως κοινή τύχη και του Προμηθέα και του Ιησού, και ενώ υπαγορευόταν από το ζωτικό συμφέρον της εξουσίας (του Δία ή των Φαρισαίων) στο λαό περνάει αντίστροφα και εμφανίζεται ως δικό του αίτημα και συμφέρον.Να, μια στιγμή από το λόγο του Μώμου προς τον Προμηθέα:

«Αν νικούσες τον Δία, τότε όλοι θα ’τανε μαζί σου. Και θεοί κι ανθρώποι. Δεν το ξέρεις; Πάντα οι νικημένοι έχουνε τ’ άδικο. Και τ’ άβουλο πλήθος πάει ταχτικά με τους νικητές».

 Και για τον Ιησού θα πει:
«…μεγαλοπαπάδες και Φαρισαίοι κάνανε συμβούλιο και τον κατηγορήσανε από τη μια μεριά στη ρωμαϊκή εξουσία για οχτρό του Νόμου κι από την άλλη στον ιουδαϊκό λαό για οχτρό του Θεού. / Οχτρός του Θεού; Τότες ο λαός των κουρελήδων, που είναι θρήσκος (όλα κι όλα!) αγρίεψε, ξεσηκώθηκε και ζήτησε από τους Ρωμαίους το θάνατό του».

Η μάνα του Χριστού [15]
 
Πῶς οἱ δρόμοι εὐωδᾶνε μὲ βάγια στρωμένοι,
ἡλιοπάτητοι δρόμοι καὶ γύρω μπαξέδες!
Ἡ χαρὰ τῆς γιορτῆς ὅλο πιότερο ἀξαίνει
καὶ μακριάθε βογγάει καὶ μακριάθε ἀνεβαίνει.
 
Τὴ χαρά σου, Λαοθάλασσα, κῦμα τὸ κῦμα,
τῶν ἀλλῶνε τὰ μίση καιρὸ τήνε θρέφαν
κι᾿ ἂν ἡ μαύρη σου κάκητα δίψαε τὸ κρῖμα,
νὰ ποὺ βρῆκε τὸ θῦμα της, ἄκακο θῦμα!
 
Ἄ! πὼς εἶχα σὰ μάνα κι᾿ ἐγὼ λαχταρήσει
(ἦταν ὄνειρο κι᾿ ἔμεινεν, ἄχνα καὶ πάει)
σὰν καὶ τ᾿ ἄλλα σου ἀδέρφια νὰ σ᾿ εἶχα γεννήσει
κι᾿ ἀπὸ δόξες ἀλάργα κι᾿ ἀλάργα ἀπὸ μίση!
 
Ἕνα κόκκινο σπίτι σ᾿ αὐλὴ μὲ πηγάδι. . .
καὶ μία δράνα γιομάτη τσαμπιὰ κεχριμπάρι. . .
νοικοκύρης καλὸς νὰ γυρνᾷς κάθε βράδι,
τὸ χρυσό, σιγαλὸ καὶ γλυκὸ σὰν τὸ λάδι.
 
Κι᾿ ἅμ᾿ ἀνοίγῃς τὴν πόρτα μὲ πριόνια στὸ χέρι,
μὲ τὰ ροῦχα γεμάτα ψιλὸ ροκανίδι,
(ἄσπρα γένια, ἄσπρα χέρια) ἡ συμβία περιστέρι
ν᾿ ἀνασαίνῃ βαθιὰ τ᾿ ὅλο κέδρον ἀγέρι.
 
Κ᾿ ἀφοῦ λίγο σταθῇς καὶ τὸ σπίτι γεμίσῃ
τὸν καλό σου τὸν ἤσκιο, Πατέρα κι᾿ Ἀφέντη,
ἡ ἀκριβή σου νὰ βγάνῃ νερὸ νὰ σοῦ χύσῃ,
ὁ ἀνυπόμονος δεῖπνος μὲ γέλια ν᾿ ἀρχίσῃ.
 
Κι᾿ ὁ κατόχρονος θάνατος θἄφτανε μέλι
καὶ πολλὴ φύτρα θ᾿ ἄφηνες τέκνα κι᾿ ἀγγόνια
καθενοῦ καὶ κοπάδι, χωράφια κι᾿ ἀμπέλι,
τ᾿ ἀργαστήρι ἐκεινοῦ, ποὺ τὴν τέχνη σου θέλει.
 
Κατεβάζω στὰ μάτια τὴ μάβρην ὀμπόλια,
γιὰ νὰ πάψη κι᾿ ὁ νοῦς μὲ τὰ μάτια νὰ βλέπῃ. . .
Ξεφαντώνουν τ᾿ ἀηδόνια στὰ γύρω περβόλια,
λεϊμονιᾶς σὲ κυκλώνει λεφτὴ μοσκοβόλια.
 
Φεύγεις πάνου στὴν ἄνοιξη, γιέ μου, καλέ μου,
ἄνοιξή μου γλυκιά, γυρισμὸ ποὺ δὲν ἔχεις.
Ἡ ὀμορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιέ μου,
δὲ μιλᾷς, δὲν κοιτᾷς, πῶς μαδιέμαι, γλυκέ μου!
 
Καθὼς κλαίει, σὰν τῆς παίρνουν τὸ τέκνο, ἡ δαμάλα,
ξεφωνίζω καὶ νόημα δὲν ἔχουν τὰ λόγια.
Στύλωσέ μου τὰ δυό σου τὰ μάτια μεγάλα.
Τρέχουν αἷμα τ᾿ ἀστήθια, ποὺ βύζαξες γάλα.
 
Πῶς ἀδύναμη στάθηκε, τόσο ἡ καρδιά σου
στὰ λαμπρὰ Γεροσύλυμα Καίσαρας νὰ μπῇς!
Ἂν τὰ πλήθη ἀλαλάζανε ξώφρενα (ἀλιά σου!)
δὲν ἤξεραν ἀκόμα οὔτε ποιὸ τ᾿ ὄνομά σου!
 
Κεῖ στὸ πλάγι δαγκάναν οἱ ὀχτροί σου τὰ χείλη. . .
Δολερὰ ξεσηκώσανε τ᾿ ἄγνωμα πλήθη
κι᾿ ὅσο ὁ γήλιος νὰ πέσῃ καὶ νἄρθῃ τὸ δείλι,
τὸ σταυρό σου καρφώσαν οἱ ὀχτροί σου κι᾿ οἱ φίλοι.
 
Μὰ γιατί νὰ σταθῇς νὰ σὲ πιάσουν! Κι᾿ ἀκόμα
σὰ ρωτήσανε: «Ποιὸς ὁ Χριστός;» τί ῾πες «Νά με!»
Ἄχ! δὲν ξέρει τί λέει τὸ πικρό μου τὸ στόμα!
Τριάντα χρόνια, παιδί μου, δὲ σ᾿ ἔμαθ᾿ ἀκόμα!

Η Μαγδαληνή πάλι είναι το σύμβολο του ανθρώπου που μεταμορφώνεται κάτω από την επίδραση της κομμουνιστικής ιδεολογίας. Κήρυκας αυτής της ιδεολογίας στο ποίημα είναι ο Χριστός, σύμβολο του απεσταλμένου απ’ τους ανθρώπους – κι όχι απ’ το Θεό – αγωνιστή. Η Μαγδαληνή δε μεταπείθεται αμέσως. «Δεν είταν άξαφνη αστραψιά. Τούτο συνέβη αργά σιγά…» [16] λέει. Μόλις όμως άρχισε να καταλαβαίνει, όλες οι παλιές αξίες της αναποδογυρίζουν. Την ευτυχία δεν τη βρίσκει πια στα ανταλλάγματα, αλλά στο δόσιμο χωρίς μιστό. Την ατομική ελευθερία της την ανακαλύπτει στο σκλάβωμα σε κάποιο ιδανικό σωστό. Σε μια κορυφαία στιγμή εξομολόγησης της βαθιάς πίστης του Βάρναλη στη δύναμη του λαού να αναγεννήσει το θυσιασμένο στα ξένα συμφέροντα άνθρωπο-Χριστό, το ποίημα καταλήγει: «Εγώ μονάχα το ’νιωσα, που είμουν λάσπη και κοινή…. πόσο Χριστέ σουν άνθρωπος! Κι εγώ… θα σ’ αναστήσω!» [17]. Με άλλα λόγια, αυτός, ο κοινός και ταπεινωμένος θνητός, είναι ο μόνος που μπορεί να δώσει πίσω, στο σκοτωμένο απ’ την εκμετάλλευση άνθρωπο, τη χαμένη του ζωή.
Η Μαγδαληνή [18]
 
Γονατισμένη παράμερα κλαίει με τα γαλανά της μάτια η Μαγδαληνή χωρίς να την ακούει ή να τηνε βλέπει κανείς.
 
Τα χρυσά της τα μαλλιά σέρνονται καταγής και το πορφυρό της ιμάτιο πέφτοντας απ’ το δεξιό της ώμο της φανερώνει – λαχτάρα και καημός! – τη μισή πλάτη κι ολάκερο το στήθος.
 
Και σπαράζει πιο πολύ παρ’ όσο, ναι κι αμαρτωλή, σπάραζε μέσα στην αγκάλη του έπαρχου.
 
Μές σὲ παλάτια, ποὺ σὰ σπήλια ἀντήχαν ἀπ᾿ τὶς μουσικὲς
κι᾿ ἀστράβαν ἀπ᾿ τὰ μέταλλα καὶ τὰ δεμένα φῶτα,
στὰ μάγουλά μου, ποὺ κανεὶς δὲν τὰ εἶδεν ἥλιος, οἱ μοσκὲς
γλίστρααν μὲ λάγγεμα πολὺ καὶ τὰ δάγκωναν σὰν ὀχιὲς
στὴν κρουσταλλένια μου φωνὴ θαμπὴ ἐγλιστροῦσε νότα.
 
Στὴν τεσσεροβασίλεφτη Γιουδαία ἐγώ ῾μουν ἡ Πηγή:
τοῦ κόρφου μου τ᾿ ἀμάραντα καὶ μοσκοβόλᾳ κίτρα.
Ὡσὰν τὴ φλόγα τοῦ κορμιοῦ μου ἄλλη δὲ γνώρισεν ἡ Γῆ,
σὰν τῆς ἀγκάλης μου μεστὴ καμιὰ δὲν ὑπῆρχε σιγή.
Ὁ ἔρωτάς μου νίκαγε τὴ Ρώμη τὴ νικήτρα. . .
 
Σκοτάδια ἤτανε μέσα μου, ξέρα μεγάλη κι᾿ ἀμμουδιὰ
καὶ στὰ γλυκὰ τὰ χείλια μου πικρὰ πολὺ τὰ γέλια.
Καὶ μοῦ τινάζαν ἄξαφνα τ᾿ ἀγνώστου φόβοι τὴν καρδιὰ
καὶ μοῦ κοβόταν ἡ ἀναπνιὰ μέσ᾿ σὲ φορέματα φαρδιά-
ἀπ᾿ τοῦ θριάμβου τὴν κορφὴ μακριὰ ῾βλεπα συντέλεια.
 
Δὲν ἦταν ἄξαφνη ἀστραψιά. Τοῦτο συνέβη ἀργά, σιγά. . .
Ὡραῖος δὲν ἤσουν, τίποτα δὲν εἶχες πάνω σου ἄξο!
Κοίταγες χάμου τὰ χαλίκια, ὡς μίλαγες σιγὰ κι᾿ ἀργά.
Τὴν τρίτη ἢ τέταρτη φορὰν ἄρχισε ὁ νοῦς μου νὰ ριγᾷ,
κι᾿ ὡς σήκωσες τὰ μάτια σου, δὲ βάσταα νὰ κοιτάξω.
 
Κι᾿ ἔνιωσα ὁρμὴ ἀσυγκράτητη στὰ πόδια σου νὰ κυλιστῶ.
Εἶδα νὰ σειέται μέσα μου ψυχὴ παρθένα ὡς τώρα.
Τὴν εὐτυχία τὴ γνώρισα στὸ δόσιμο χωρὶς μιστό,
τὴ λευτεριά-στὸ σκλάβωμα σὲ κάποιο ἰδανικὸ σωστὸ
καὶ τὴν ὑπέρτατ᾿ ἡδονὴ στὸν πόνον,-ἄξια γνώρα.
 
Καὶ στοὺς φτωχοὺς μοιράζοντας τὰ ὑπάρχοντά μου (ἀσημικά,
διαμαντικά, μεταξωτά, μπαξέδες καὶ παλάτια)
τὰ βήματά σου ἀκλούθησα, ποὺ κι᾿ ἂν τὰ σβηοῦσε ταχτικὰ
στὸν ἄμμ᾿ ὁ ἀγέρας τοῦ βραδιοῦ, σὰ φῶτα μένανε γλυκὰ
γιὰ πάντα σ᾿ ἄμμο καὶ ψυχῇ καὶ σ᾿ ἀκοὲς καὶ μάτια.
 
Πράματα νέα δὲν ἔλεγες κι᾿ οὔτε, μὲ λόγια νέα, παλιά.
Ἀπὸ πολλοὺς κι᾿ ἀπὸ καιροὺς ὅλα ἦταν εἰπωμένα.
Μά ῾χες τὴ δύναμη ν᾿ ἀκοῦς τῶν οὐρανῶν τὴ σιγαλιὰ
κι᾿ ὅλα γιὰ σένα (κι᾿ ἄψυχα κι᾿ ἄνθρωποι) διάφανα γιαλιὰ
καὶ διάφαν᾿ ἡ καρδιὰ τοῦ Θεοῦ γιὰ σένα – καὶ γιὰ μένα!
 
Κανεὶς (καὶ πλήθη καὶ σοφοὶ καὶ μαθητάδες καὶ γονιοί)
δὲν ξάνοιγε τὸ σπαραγμὸ στὰ θάματά σου πίσω.
Κι᾿ ἂν πρόσμενες τὸ λυτρωμό σου ἀπὸ τὴν ἄδικη θανή,
ἐγὼ μονάχα τό ῾νιωσα, ποὺ ἤμουνα λάσπη καὶ κοινή,
πόσο, Χριστέ ῾σουν ἄνθρωπος! Κι᾿ ἐγὼ θὰ σ᾿ ἀναστήσω!
Ο ίδιος ο ποιητής διαβάζει από τη συλλογή του «Το Φως που Καίει» τα παρακάτω ποιήματα:

Πρόλογος (να σ’ αγναντεύω θάλασσα)
Το αηδόνι
Ο χορός των Ωκεανίδων
Η μάνα του Χριστού
Ο Οδηγητής
Στην εποχή του, ο ποιητής βλέπει ότι η συνεργασία εξουσίας και Φιλοσοφίας/Θρησκείας γίνεται πλέον τρισυπόστατη, με τη συγχώνευση και της αστικής τέχνης μέσα στο πλέγμα αυτών των σχέσεων. Στο συμβολισμό της πόρνης Αριστέας και της μαϊμούς καταγγέλλει την έσχατη καταστρεπτική συνέπεια που είναι η νομιμοποίηση του πολέμου. Εδώ ανιχνεύουμε τη μαρξιστική αντίληψη για την καπιταλιστική νομοτέλεια του πολέμου στη συνείδηση του Βάρναλη, ο οποίος στηλιτεύει την αστική διανόηση της εποχής του για την έμμεση και άμεση στήριξη που προσφέρει στον ιμπεριαλισμό του αστικού κράτους (Α’ Παγκόσμιος, Μικρασιατική εκστρατεία). Η εξοντωτική σάτιρα του Βάρναλη, εδώ, ανατρέπει την ιδεαλιστική εικόνα της αστικής τέχνης, στο ευρηματικό σχήμα: «Μια θέισσα αντάμα μ’ ένα ζο», όπου «θέισσα» είναι η αστική τέχνη και «ζο» η βαρβαρότητα του καπιταλισμού και των πολέμων του [19].

Για τον Βάρναλη η τέχνη (και η φιλοσοφία) οφείλει να βοηθήσει τον άνθρωπο να σκεφτεί ποια είναι η πραγματική του θέση στον κόσμο. Και επίσης να τον παρακινήσει να παλέψει για να αποκαταστήσει όσα υπάρχουν για να τον υπηρετούν και όχι να στηρίζουν τους δυνάστες του. Ο Μώμος (ως η μάσκα του ποιητή) εκφράζει το συνειδητοποιημένο προλεταριάτο της εποχής και πιστεύει ότι τόσο η θρησκευτική «πρόληψη» όσο και ο θεϊκός «μύθος» θα εκπέσουν οριστικά όταν ανατραπούν οι εξουσίες που τα δημιούργησαν: «…θα πέσετε μοναχοί σας (Προμηθέας, Ιησούς), χωρίς να μεταχειριστούν (οι άνθρωποι) ενάντιά σας ούτε σαγίτες ούτε σφεντόνες ούτε αστροπελέκια. / Αυτά θα τα μεταχειριστούν ενάντια στους αφέντες της Γης! Άμα ρίξουν αφτουνούς, θα πέσετε και σεις ο επουράνιος ίσκιος τους…».
Η πίστη στην επιτυχία της επανάστασης που υπάρχει στο προηγούμενο παράθεμα δείχνει τη συμπόρευση με το κίνημα, που αναφέραμε. Στη μορφή του 1922 η επανάσταση υπήρχε ως όραμα και ευχή, τώρα, στα 1933, όπου και το ΚΚΕ στα επίσημα κείμενά του μιλάει για «σοβιετική Ελλάδα» και η Γ’ Διεθνής προσδοκούσε την επέκταση της επανάστασης ως συνέπεια των φασιστικών επιλογών της αστικής τάξης, ο Βάρναλης μας παρουσιάζει τον οριστικό αφανισμό της αστικής κυριαρχίας. Σημειώνει χαρακτηριστικά: «Η Αριστέα κ’ η μαϊμού… γλιστράνε και πέφτουνε αγκαλιασμένες και οι δυο μέσα στον ανοιγμένο τάφο και το χώμα τις σκεπάζει για πάντα». Και η επανάσταση είναι γεγονός και όχι μόνο ελληνικό αλλά παγκόσμιο: «…ένας φωτεινός κύκλος αρχίζει να χαράζει ολόγυρα στον ορίζοντα εκεί, που δένεται ο ουρανός με τα βουνά και με τη θάλασσα».
Στο μέρος του ποιήματος με τον τίτλο «Το τραγούδι του Λαού», ο λαός έχει ήδη νικήσει, όμως εξακολουθεί να αγωνίζεται τόσο για τη σοσιαλιστική δημιουργία όσο και ενάντια στα υπολείμματα της αστικής τάξης: «Για να μην ψάχνεις άδικα να μας δαγκώσεις ξαφνικά, / γραμμή τα ξεριζώσανε τα δόντια σου τα παστρικά…».
Συμπερασματικά, το Φως που καίει είναι το αισθητικό ντοκουμέντο των αρχών του εργατικού μας κινήματος, καθώς αποτυπώνει την καλλιτεχνική μετουσίωση της συγκίνησης που πλημμύριζε τις καρδιές των ανήσυχων, κοινωνικά ευαίσθητων και ασυμβίβαστων δημιουργών του Μεσοπολέμου [20].
Με ανεπιφύλαχτο ενθουσιασμό υποδέχεται το βιβλίο και ο Κορδάτος από το«Ριζοσπάστη»(11.12.1922). Γράφει για τον «Οδηγητή»:
«Στο αντάριασμα των φωνών ξεχωρίζει μια δυνατή φωνή. Γίνεται σιωπή. Κι ακούεται η φωνή του Οδηγητή. Ο ποιητής βάλλει επικεφαλής του επαναστατημένου λαού τον αρχηγό, τον απαραίτητο οδηγητή της κοινωνικής επανάστασης. Εκείνον που συγκεντρώνει μέσα του τη θέληση όλων, του πλήθους. Εκείνων που εκφράζει ολωνών τους πόθους. Τον αρχηγό που θα εκτελέσει, θα οδηγήσει, θα ανοίξει το δρόμο, δίνοντας κατεύθυνση και μορφή στην ακαθόριστη θέληση των πολλών».
Ο Δ. Γληνός σε μια μελέτη του για το «Φως που καίει» στους «Νέους Πρωτοπόρους» (1938) εξετάζει με κοινωνιολογικά κριτήρια τον«Οδηγητή»:

Έρχεται η Επανάσταση, ο λυτρωμός. Και ανάμεσα στις φωνές, που ζυγώνουνε ρυθμικά, ξεχωρίζει μπροστά μια πιο βαριά, πιο δυνατή», είναι η φωνή του οδηγητή. Ο Οδηγητής δεν είναι κανένας Μεσσίας, που στάλθηκε από τους Ουρανούς, για να λυτρώσει τους ανθρώπους, δεν είναι παιδί του Μυστηρίου ή της Τέχνης, είναι η συνείδηση του ίδιου του λαού, που ξεκίνησε ορμητικά για τον τελειωτικό αγώνα. Είναι η πρωτοπορία της μάζας που μάχεται και γκρεμίζει το σάπιο κόσμο, για να πλαστουργήσει τη Νέα Ζωή μέσα στο βασίλειο της Δουλιάς και της πανανθρώπινης αγάπης. Τ’  αντρίκια του γοργά λόγια αστράφτουνε σα σπαθιές:
«Δεν είμ’ εγώ σπορά της Τύχης,
Ο πλαστουργός της νιας ζωής.
Εγώ ’μαι τέκνο της Ανάγκης
τ’ ώριμο τέκνο της Οργής».
 
Δεν κατεβαίνω από τα νέφη,
γιατί δε μ’ έστειλε κανείς
Πατέρας, τάχα παρηγόρια
για σένα, σκλάβε, που πονείς.
……………………….
Μέσα στο νου και στην καρδιά μου
αιώνων φουντώσανε ντροπές
και την παλάμη μου αρματώνουν
με φλογισμένες αστραπές.
……………………
Δε δίνω λέξεις παρηγόρια,
δίνω μαχαίρι σ’ ολουνούς.
καθώς το μπήγω μές το χώμα
γίνεται φως, γίνεται νους.
…………………….
Όθε περνά, γκρεμίζει κάτου
σαν το βοριά, σαν το νοτιά
όλα τα φονικά ρηγάτα
θεμελιωμένα στην ψεφτιά.
 
Κ’ ένα στυλώνει κι ανασταίνει,
το ’να βασίλειο της δουλειάς,
Ειρήνη! Ειρήνη! το βασίλειο
της πανανθρώπινης φιλιάς.
 
Στην πρώτη έκδοση η διατύπωση ήταν πιο συγκεκριμένη:
 
«Κι αν κάποιο όνομα με ορίζει,
ήρωας δεν είμ’ εγώ που το ’χω,
είναι η Ζωή η με δίχως όνομα!»


Το τραγούδι του λαού
 
Βουνά, πελάη αντίμαχα και ριζιμιά καστέλια
και των αιμάτων άβυσσοι, των πατρίδων θεμέλια,
η Νια ζωή τ’ αφάνισε και στράτα γίνανε μαβιά,
που την περνά ακατάλυτη τώρα, που ξύπνησε η σκλαβιά.
 
Ο Γδικιωμός, που χύνεται μαζί φωτιά και μπόρα,
ο καταλύτης Καθαρμός, της Πλερωμής η ώρα
είμαστ’ εμείς, που κόψαμε τα που μας δένανε σκοινιά
και την καρδιά ατσαλώσαμε με τη δικιά σου, Οχτρέ, απονιά.
…………………………………………
Ω Πολιτείες, που καθεμιά κι ολάκερ’ οικουμένη,
παλάτια και παράδεισοι, παντόγυρα κλεισμένοι,
η πλούσια Γης ολάκερη, τα κόπια μας κλεμμένα ως χτες,
όλα μας ξαναδίνονται με τις αγκάλες ανοιχτές.
………………………………………..
Στεριά, Θάλασσα κι άνθρωπος, στοιχεία αιώνια τρία,
αφεντικό δεν έχουνε κι αφεντικού ιστορία !
Ήρθε κι εμάς η αράδα μας για να χαρούμε τα πουλιά,
τη θάλασσα και τα βουνά, τον ήλιο και τη σιγαλιά…
………………………………………
Και σας, Μορφές και χρώματα, παιχνίδια κι αγωνία,
του Σμιλαριού και του Φωτός διπλή κοσμογονία,
κατάματα σας χαίρεται, της Φαντασιάς ψηλή κορφή,
εκεί, που γήλιος, ουρανός κι άνθρωποι γίνονται αδερφοί.

O Bάρναλης πλέον έχει ταχθεί στη διάθεση της εργατικής τάξης αντιμέτωπος με τον παλιό αστικό κόσμο που πριν ανήκε. Γι’ αυτό και θα αρνηθεί το έργο της πρώτης του περιόδου. Θα κριτικάρει σκληρά τον εαυτό του και θα ανοίξει ανανεωμένος, φρέσκος την καινούργια περίοδο. Από την καινούργια θέση του κοίταξε πια πίσω του, για να δει και να καταδικάσει τον παλιό εαυτό του και μαζί να καταδικάσει την προηγούμενη ιδεαλιστική του ποίηση.
«Εγώ ’μαι η Τέχνη του Απολύτου, του έξω καιρού και τόπου η Τέχνη, χωρίς σκοπό και δίχως όφελος. Εγώ ’μαι η Τέχνη της Μορφής, των λέξεων, των ρυθμών, του αισθήματος, του υποκειμενισμού, των αντιφάσεων, της Ηδονής!
 
Εγώ ’μαι ο αριστοκράτης Στίχος, η Κεντρική όψη της Ζωής, των υπερκόσμιων ψιθύρων Ακοή, πούχασα την αφή της Ζωής που αλλάζει κύκλους, νόημα και σκοπό με τους καιρούς.
 
Εγώ ’μαι η Τέχνη που χωρίζω, αντίς να ενώνω τους ανθρώπους, και που ανασταίνω μέσα από τους τάφους παλιές ιδέες, πόχουν πεθάνει, χτυπώντας τα φτερά του πνεύματος οπίσω, οπίσω, σκοτώνοντας τη ζωή και τη λαχτάρα της για φως, για Λευτεριά γι’ Ανάσασμα!» («Το φως που καίει»).
Για να φτάσει να καταδικάσει έτσι την παλιά του τέχνη «των μωρών, των τσαρλατάνων»χρειάστηκε να καταδικάσει αδίσταχτα τον παλιό εαυτό του:
Είπα: «Ξεφορτώσου
τον παλιό εαυτό σου
και ξαναγεννήσου
να ’σαι, όπως δεν είσουν.
Κ’ έριξα στα σκότη
των αβύσσων ό,τι
το ’χ από καιρό
μέσα μου Ιερό.
Και στη ρεματιά
άναψα φωτιά
κ’ έκαψα τους πρώτους
και στερνούς ερώτους.
Και στο μέγα φως
βρέθηκ’ αδερφός
καθ’ Εσταυρωμένου
και δικού και ξένου.

ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΚΑΕΙ, όπως ήταν επόμενο, τάραξε τα λιμνάζοντα νερά στους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής και προκάλεσε έντονες συζητήσεις.

Εγώ ’μαι η ιερή Πατρίδα,
πόχω τον πόλεμο θεμέλιο,
της ευτυχίας των δυνατών θεμέλιο,
για να μπορούν να χαίρονται, γινόμενοι
πιο δυνατοί
και πιο σκληροί,
πιο αχρείοι,
τις αδερφές, τις μάνες των «ηρώων»
μαζί με το αίμα των «ηρώων».
(Από την πρώτη έκδοση του «Φως που καίει»)

Αγαλλίασαν οι καταπιεζόμενοι. «Αυτή η ‘ιερή’ πατρίδα παρομοιαζόταν με πόρνη!» – σημειώνει ο Μ.Μ. Παπαϊωάννου – «Αλαλάξαν οι αντιδραστικοί. Αγαλλίασαν οι καταπιεζόμενοι κι όσοι διανοούμενοι ήταν μαζί τους. Κ’ είχε πέσει αυτό το επαναστατικό βιβλίο στην ώρα. Είχε γραφεί πριν, μα κυκλοφόρησε ύστερα από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Τα εκατομμύρια των προσφύγων, οι στρατιώτες του μετώπου, οι απορφανισμένες οικογένειες των σκοτωμένων, οι άνεργοι, οι κακοπληρωμένοι μεροκαματιάρηδες και μισθωτοί, οι άστεγοι, οι πεινασμένοι παίρναν από την καταγγελία του Βάρναλη την απάντηση στα ερωτήματά τους, ποιος ο δολοφόνος και γιατί;
Ο πρώτος που το υποδέχεται είναι ο Κώστας Παρορίτης από τις στήλες του «Νουμά»: «Στη θέση που ’πεσε η πόρνη (η παλιά κοινωνία) έρχεται ύστερα ο Λαός για να βροντοφωνήσει ότι η ζωή δεν είναι προνόμιο των λίγων αλλά δικαίωμα των πολλών:

Ένα μεγάλο σπίτι είναι όλη Σφαίρα
 
κι είναι όλοι αδέρφια, θεοί και κυβερνήτες
 
και κει το πνεύμα των ανθρώπων,
 
η Αλήθεια, η αρετή, το ωραίο,
 
είναι ολωνών χαρά κι έργο ολωνώνε».

Ο Ξενόπουλος το χαρακτήρισε σταθμό στα Ελληνικά Γράμματα ενώ ο ίδιος ο ποιητής «Μάλλον αρχή» εννοώντας προφανώς ότι επρόκειτο για μια νέα δική του αρχή, αλλά και μια αρχή στην κοινωνική ποίηση του 20ού αιώνα. Ο Μ. Μ. Παπαϊωάννου μιλάει για αρχή «της σοσιαλιστικής μας λογοτεχνίας» που «είναι μέρος της νεοελληνικής μας λογοτεχνίας», με αποτέλεσμα – κατά τη γνώμη του – το δίκαιο να βρίσκεται με τη γνώμη του Ξενόπουλου [21]. Για τον Κορδάτο με το ΦΩΣ ΠΟΥ ΚΑΙΕΙ «ο Βάρναλης ξεσπαθώνει και βρίσκεται πρωτοπόρος στο προοδευτικό κίνημα» [22].
 Αντίθετα από τις παραπάνω κρίσεις, το «Φως που καίει» σόκαρε και ενόχλησε τους συντηρητικούς κύκλους της εποχής. Σώζεται μάλιστα ένα αντίτυπο της πρώτης έκδοσης, πάνω στο οποίο ένας ρουφιάνος έκανε σημειώσεις και τις έστειλε στον πρωθυπουργό Μιχαλακόπουλο για να ασκηθεί δίωξη στον Βάρναλη ή τουλάχιστον να χάσει τη δουλειά του σαν εκπαιδευτικός. Ο ρουφιάνος έγραφε:
    «Βάρναλης, καθηγητής εις την Παιδαγωγικήν Ακαδημίαν, δηλαδή την αυθαίρετον Σχολήν του Γληνού.
 
    Εάν επιθυμείτε και έχετε καιρόν αναγνώσατέ το όλον, αλλά πάντως αναγνώσατε τας σελίδας 40 (τελευταίον στίχον) 53 όπου υβρίζει την Παναγίαν, τέλος δε από της σελίδος 61 μέχρι τέλους.
 
        Το κτήνος αυτό είναι Βουλγαρικόν. Είναι και κωφόν. Εν τούτοις, επειδή είναι μαλλιαρόν, εν γνώσει των πίστεών του, το απέστειλαν δις ή τρις υπότροφον!» [23].

1912: Κράσι Κρήτης. Από αριστερά: Κώστας Βάρναλης,
Χαρίλαος Στεφανίδης, Νίκος Καζαντζάκης, Γαλάτεια Καζαντζάκη

Το ΦΩΣ ΠΟΥ ΚΑΙΕΙ δεν έκανε, επίσης, καθόλου καλή εντύπωση στον Καζαντζάκη, αν και η πρώτη του επαφή με το έργο ήταν από τις βιβλιοκριτικές του ΝΟΥΜΑ. Σ’ ένα γράμμα του προς την τότε σύζυγό του και μεγάλη λογοτέχνιδα Γαλάτεια, ο Ν. Καζαντζάκης έγραφε [24]:
«Cherie, τώρα λαβαίνω τις εφημερίδες με το ‘Νουμά’. Ξεφυλλίζοντας το ‘Νουμά’ είδα μια κριτική για κάποιο ‘Τανάλια’. Δεν τολμώ να πιστέψω πως είναι ο Βάρναλης. Θα ’ναι κανείς μαθητής καθυστερημένος του Παλαμά. Σκέψη, στίχος, ρητορεία – όλα Παλαμοφέρνουν. Αν πρόκειται για το Βάρναλη σε παρακαλώ θερμότατα στείλε μου το βιβλίο για να το διαβάσω με προσοχή. Θέλω ν’ αλλάξω γνώμη. Αφήνω τη σκέψη του (πόσο είναι ‘σοσιαλιστικά’ πίσω δε λέγεται), ο στίχος, η ποίηση, είναι ανάξια ρητορεία κι αφηρημένες έννοιες και κεφαλαία γράμματα».
Φυσικά ο Καζαντζάκης δεν είχε δίκιο, αλλά η γνώμη του, έστω και πρόχειρα διατυπωμένη, ως ιστορικό γεγονός έχει τη δική της ξεχωριστή βαρύτητα.

Κώστας Βάρναλης, «ο ποιητής της εργατιάς»



[1] από «Το Φως που καίει», εκδόσεις Κέδρος.
[2] Μάρκου Αυγέρη: «Κώστας Βάρναλης – Ο δάσκαλος του ποιητικού λόγου», ΑΥΓΗ 28/2/1954 και στη συλλογή του Μάρκου Αυγέρη «Κριτικά – Αισθητικά», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή» σελ. 27.
[3] «Κώστας Βάρναλης – 10 Χρόνια από το θάνατό του», έκδοση του υπουργείου Πολιτισμού, σελ. 21.
[4] Ελένη Μηλιαρονικολάκη, «Και στον ίδρo το δικό, γίνε συ τ’ αφεντικό», Η εναρκτήρια ομιλία, στη πρώτη μέρα του Συνεδρίου για τον Βάρναλη, της Ελένης Μηλιαρονικολάκη, υπεύθυνης του Πολιτιστικού Τμήματος και μέλους της ΚΕ του ΚΚΕ, εφημ. Ριζοσπάστης, Κυριακή 17 Απρίλη 2011, σελ. 12.
[5] Κώστα Βάρναλη, Φιλολογικά απομνημονεύματα, εκδόσεις Κέδρος.
[6] Κώστας Βάρναλης: «Φιλολογικά απομνημονεύματα», εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ, σελ. 283 – 284.
[7] Ύστερα από δέκα περίπου χρόνια δημοσιεύτηκε για δεύτερη φορά στην Αθήνα, ξαναδουλεμένο κι στη μορφή και στο περιεχόμενο. Τρίτη του έκδοση έγινε στα 1945. Η γνωστή έκδοση του Κέδρου, έγινε στα 1956.
[8] Βλ. Κώστας Βάρναλης, Ποιητικά, (Το φως που καίει, Σκλάβοι Πολιορκημένοι, Ποιήματα), εκδ. ο Kέδρος 1956, σελ. 8).
[9] Γεωργία Λαδογιάννη,  Οι επαναστατικές ιδέες στο «Φως που καίει» του Κώστα Βάρναλη, «Ριζοσπάστης» 25/11/2007.
[10] Γεωργία Λαδογιάννη,  Οι επαναστατικές ιδέες στο «Φως που καίει» του Κώστα Βάρναλη, «Ριζοσπάστης» 25/11/2007.
[11] Βλ. Κώστας Βάρναλης, Ποιητικά, (Το φως που καίει, Σκλάβοι Πολιορκημένοι, Ποιήματα), εκδ. ο Kέδρος 1956, σελ. 9-10).
[12] Μώμος είναι το όνομα αρχαίου, ίσως ασήμαντου, θεού της Ελληνικής μυθολογίας, που εκδιώχθηκε από τον Όλυμπο επειδή αμφισβήτησε τον Δία. Είναι ο θεός της χλεύης και του σκώμματος, της ειρωνείας και του σαρκασμού, προσωποποίηση της κοροϊδίας και της αποδοκιμασίας. Τον παρίσταναν να κρατά ένα ραβδί που η πάνω άκρη του κατέληγε σε κεφάλι γυναίκας. Στη φαντασία των ανθρώπων αναποδογυρίζει απότομα τις τύχες τους. Τους ρίχνει απ’ την ευτυχία στη δυστυχία, μετατρέπει τις επιτυχίες τους σε αποτυχίες και τους «θριάμβους» τους σε απόγνωση.
[13] Γεωργία Λαδογιάννη,  Οι επαναστατικές ιδέες στο «Φως που καίει» του Κώστα Βάρναλη, «Ριζοσπάστης» 25/11/2007.
[14] Γεωργία Λαδογιάννη,  πανεπιστήμιο Ιωαννίνων Οι επαναστατικές ιδέες στο «Φως που καίει» του Κώστα Βάρναλη, «Ριζοσπάστης» 25/11/2007.
[15] Βλ. Κώστας Βάρναλης, Ποιητικά, (Το φως που καίει, Σκλάβοι Πολιορκημένοι, Ποιήματα), εκδ. ο Kέδρος 1956, σελ. 64 66.
[16] Κ. Βάρναλης, η Μαγδαληνή, Το φως που καίει, στο ίδιο.
[17] Στο ίδιο.
[18] Βλ. Κώστας Βάρναλης, Ποιητικά, (Το φως που καίει, Σκλάβοι Πολιορκημένοι, Ποιήματα), εκδ. ο Kέδρος 1956, σελ. 67 -69.
[19] Γεωργία Λαδογιάννη,  Οι επαναστατικές ιδέες στο «Φως που καίει» του Κώστα Βάρναλη, «Ριζοσπάστης» 25/11/2007.
[20] Γεωργία Λαδογιάννη,  Οι επαναστατικές ιδέες στο «Φως που καίει» του Κώστα Βάρναλη, «Ριζοσπάστης» 25/11/2007.
[21] Μ. Μ. Παπαϊωάννου, «Κώστας Βάρναλης – Μελέτες», ο.π., σελ. 32
[22] Γ. Κορδάτος, «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας», ο.π.,  σελ. 478.
[23] Όπως σημειώνει ο Νίκος Σαραντάκος που έχει αναδείξει το συγκεκριμένο αντίτυπο: «ο Βάρναλης ήταν πράγματι βαρήκοος, ενώ ο χαρακτηρισμός Βουλγαρικόν κτήνος μάλλον εννοεί το ότι ο Βάρναλης είχε γεννηθεί στην Ανατολική Ρωμυλία (και όχι ότι ήταν αριστερός μια και το 1925 δεν έλεγαν Βούλγαρους τους κομμουνιστές). Κατά τα άλλα, η εθνικοφροσύνη έσκιζε τα ρούχα της για τον εκτός των συνόρων ελληνισμό».
[24] Νίκος Καζαντζάκης: «Επιστολές προς Γαλάτεια», εκδόσεις ΔΙΦΡΟΣ, σελ. 144.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε συντομευμένο στην εφημερίδα Χανιώτικα Νέα τον Φεβρουάριο του 2013

Βλέπε επίσης:
 
1. Τολμηρός ανανεωτής της παλαμικής παράδοσης: Ο κονταρομάχος των φτωχών, ποιητής Κώστας Βάρναλης
3.  Οι μοιραίοι-Λεφτεριά-Ο λαός των Μουνούχων: Ο κονταρομάχος των φτωχών, ποιητής Κώστας Βάρναλης
6. Η αληθινή απολογία του Σωκράτη: Αφιέρωμα
 
____________________________________________________________
 
Από:  http://tsak-giorgis.blogspot.gr/2015/01/1922.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου