Ετικέτες

Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2015

ΣΕΛΙΔΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΕΞΙΑΣ (Μικρή συλλογή άρθρων)


Α)Αλέξανδρος Παπάγος 1883 – 1955
Αλέξανδρος Παπάγος
Στρατιωτικός και πολιτικός. Διετέλεσε Αρχιστράτηγος κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο και στο τελευταίο στάδιο του Εμφυλίου Πολέμου, και Πρωθυπουργός από το 1952 έως το θάνατό του.
Ο Αλέξανδρος Παπάγος γεννήθηκε στην Αθήνα στις 9 Δεκεμβρίου 1883. Πατέρας του ήταν ο αντιστράτηγος Λεωνίδας Παπάγος με καταγωγή από τις Κυδωνίες της Μικράς Ασίας και μητέρα του η Μαρία Καλίνσκυ, ανιψιά του εθνικού ευεργέτη Γεωργίου Αβέρωφ.

Μετά τις γυμνασιακές του σπουδές, το 1901 εγγράφηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά την εγκατέλειψε ένα χρόνο αργότερα, προκειμένου ν’ ακολουθήσει στρατιωτική εκπαίδευση στο εξωτερικό, καθότι είχε παρέλθει το όριο ηλικίας για την εισαγωγή του στη Σχολή Ευελπίδων. Φοίτησε για μία διετία (1902 – 1904) στη στρατιωτική σχολή των Βρυξελλών και την επόμενη διετία στη σχολή Ιππικού του Ιπρ.
Το 1906 επέστρεψε στην Ελλάδα και κατετάγη στο στρατό ως Ανθυπίλαρχος στο Όπλο του Ιππικού. Το 1911 παντρεύτηκε τη Μαρία Καλίνσκυ, εγγονή του στρατηγού Τιμολέοντα Βάσσου, με την οποία απέκτησαν δύο παιδιά, την Ειρήνη (1914), σύζυγο του γλύπτη Γιάννη Παππά και τον Λεωνίδα (1912), διπλωμάτη και αυλάρχη των ανακτόρων.
Ο Παπάγος συμμετείχε στους Βαλκανικούς Πολέμους ως Υπίλαρχος κι έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις για την κατάληψη των Ιωαννίνων. Δεδηλωμένος φιλοβασιλικός ο Παπάγος, μετά την επικράτηση του Ελευθέριου Βενιζέλου το 1917, αποστρατεύτηκε κι εξορίστηκε διαδοχικά στα νησιά Ίο, Θήρα, Μήλο και Κρήτη.
Η νίκη των «Κωνσταντινικών» και η επάνοδος του Βασιλιά Κωνσταντίνου το Νοέμβριο του 1920 είχε ως επακόλουθο την ανάκληση του Παπάγου στο στράτευμα και την αναδρομική απόδοση του βαθμού του Αντισυνταγματάρχη. Συμμετείχε στη Μικρασιατική Εκστρατεία ως Επιτελάρχης σε μονάδες του Ιππικού, όπου και παρέμεινε μέχρι την κατάρρευση του Μετώπου τον Αύγουστο του 1922.
Μετά την Επανάσταση Πλαστήρα, το 1922, αποστρατεύτηκε εκ νέου. Επανήλθε για δεύτερη φορά στις τάξεις του στρατού το 1926 επί οικουμενικής κυβέρνησης με το βαθμό του Συνταγματάρχη και μέχρι το 1935 είχε φθάσει στο βαθμό του Αντιστρατήγου, διοικώντας σημαντικές μονάδες του Ελληνικού Στρατού.
Στις 10 Οκτωβρίου 1935, ως αρχηγός του Στρατού οργάνωσε κίνημα μαζί με τους ομολόγους του υποναύαρχο Οικονόμου και αντιπτέραρχο Ρέππα, προκαλώντας την παραίτηση της κυβέρνησης Παναγή Τσαλδάρη κι επιταχύνοντας τις εξελίξεις για την επαναφορά της βασιλείας στη χώρα μας. Ο Γεώργιος Κονδύλης, που βρισκόταν σε συνεννόηση με τους πραξικοπηματίες, σχηματίζει αμέσως κυβέρνηση, ορίζοντας τον Παπάγο υπουργό Στρατιωτικών. Η νέα κυβέρνηση προκήρυξε δημοψήφισμα για τη μορφή του πολιτεύματος, το οποίο απέβη υπέρ της Βασιλευόμενης Δημοκρατίας και ο Παπάγος ορίστηκε να μεταφέρει το αποτέλεσμα στο Βασιλιά Γεώργιο Β’ στην Αγγλία, όπου διέμενε.
Όταν ο Ιωάννης Μεταξάς έγινε πρωθυπουργός, επανήλθε στην αρχηγία του στρατεύματος την 1η Αυγούστου 1936, παρέχοντάς του σημαντική βοήθεια στο πραξικόπημα της 4ης Αυγούστου. Παρέμεινε στη θέση αυτή και κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας Μεταξά, συμβάλλοντας στην αναδιοργάνωση και τον επανεξοπλισμό του ελληνικού στρατού στον διαφαινόμενο πόλεμο.
Με την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου ανέλαβε Αρχιστράτηγος του στρατού ξηράς, καταφέρνοντας, παρά τις υλικές αδυναμίες και τον αρχικό αιφνιδιασμό, να οργανώσει την αποτελεσματική άμυνα της χώρας και να απωθήσει τα ιταλικά στρατεύματα στην αλβανική ενδοχώρα. Παρέμεινε στην ηγεσία του στρατεύματος έως τις 23 Απριλίου 1941, οπότε παραιτήθηκε, προκειμένου να μη συμμετάσχει στις διαπραγματεύσεις της συνθηκολόγησης μετά τη ναζιστική εισβολή και προέλαση, επικρίνοντας το στρατηγό Τσολάκογλου για το σχηματισμό δοσιλογικής κυβέρνησης.
Στη διάρκεια της Κατοχής, δημιούργησε μία πατριωτική οργάνωση, τη Στρατιωτική Ιεραρχία, στην οποία συμμετείχαν ως επί το πλείστον αξιωματικοί. Η αποκάλυψη της δράσης τους τον Ιούλιο του 1943 συνοδεύτηκε από την αποστολή του, μαζί με άλλους τέσσερεις αντιστράτηγους, σε στρατόπεδα συγκέντρωσης (στο Νταχάου, μεταξύ άλλων), στα οποία παρέμεινε μέχρι τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας.
Επέστρεψε στην Ελλάδα τον Ιούλιο του 1945 και τον Ιούλιο του 1947 του απονεμήθηκε ο βαθμός του στρατηγού εν αποστρατεία. Στις 19 Ιανουαρίου 1949 η κεντρώα κυβέρνηση Σοφούλη ανακάλεσε στην ενέργεια τον στρατηγό Αλέξανδρο Παπάγο και του ανέθεσε εν λευκώ τη Γενική Αρχιστρατηγία των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, με στόχο τη συντριβή της κομμουνιστικής ανταρσίας.
Η έκβαση του Εμφυλίου Πολέμου ήταν επιτυχής για τις αστικές δυνάμεις, με την καθοριστική συμβολή των Αμερικανών. Η εξέλιξη αυτή οδήγησε το Βασιλιά Παύλο να απονείμει στον Παπάγο, για πρώτη φορά σε έλληνα στρατιωτικό, τον τίτλο του Στρατάρχη (17 Οκτωβρίου 1949). Ο Στρατάρχης Παπάγος παρέμεινε επικεφαλής των Ενόπλων Δυνάμεων, συμβάλλοντας στην ίδρυση στις 11 Απριλίου 1950 του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, σε αντικατάσταση των μέχρι τότε υφιστάμενων Υπουργείων Στρατιωτικών, Ναυτικών και Αεροπορίας, και την οργάνωση του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας (ΓΕΕΘΑ), του οποίου υπήρξε και ο πρώτος αρχηγός.
Σημαντική υπήρξε η συμβολή του σε θέματα που αφορούσαν τη βελτίωση των όρων διαβίωσης των αξιωματικών, με τη σύσταση του Αυτόνομου Οικοδομικού Οργανισμού Αξιωματικών (ΑΟΟΑ) και τη δημιουργία ενός οικισμού στις ανατολικές πλαγιές του Υμηττού, που φέρει το όνομά του (Δήμος Παπάγου).
Οι αποτυχημένες προσπάθειες των βενιζελογενών δυνάμεων για τη δημιουργία ενός ισχυρού κεντρώου συνασπισμού οδήγησαν τον αμερικανικό παράγοντα να βλέπει θετικά τη λύση της ανάληψης της πρωθυπουργίας από τον δεξιό Παπάγο, που πλέον διέθετε ιδιαίτερα ισχυρό γόητρο στην ελληνική κοινωνία. Το εγχείρημα στηρίχθηκε και από τα μεγαλύτερα εκδοτικά συγκροτήματα της εποχής (Καθημερινή, Εστία, Βήμα), αλλά αντιμετώπισε τη σθεναρή αντίδραση των Ανακτόρων, που φοβούνταν απώλεια του ελέγχου του στρατεύματος.
Στις 28 Μαΐου 1951 ο Παπάγος υπέβαλε την παραίτησή του στον Πρωθυπουργό Σοφοκλή Βενιζέλο, εκφράζοντας την πρόθεσή του να πολιτευτεί. Στις εκλογές της 9ης Σεπτεμβρίου 1951 ο «Ελληνικός Συναγερμός», το κόμμα που είχε ιδρύσει στα πρότυπα του γαλλικού Συναγερμού του στρατηγού Ντε Γκολ, συγκέντρωσε το 36,53% των ψήφων, αλλά δεν εξασφάλισε αυτοδύναμη πλειονοψηφία στη Βουλή.
Ο Αλέξανδρος Παπάγος παραλαμβάνει από τον Νικόλαο Πλαστήρα.
Οι κεντρώες πολιτικές δυνάμεις σχημάτισαν βραχύβια κυβέρνηση με πρόεδρο το Νικόλαο Πλαστήρα, η οποία μετά την ασθένειά του και την εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη κλονίστηκε σοβαρά. Στις 10 Οκτωβρίου 1952 προκηρύχθηκαν εκλογές για τις 16 Νοεμβρίου, με νέο πλειοψηφικό σύστημα. Ο Ελληνικός Συναγερμός κατήγαγε θρίαμβο με ποσοστό 49,22% και 247 από τις 300 έδρες της Βουλής, με αποτέλεσμα να σχηματισθεί κυβέρνηση Παπάγου στις 19 Νοεμβρίου 1952.
Στο εσωτερικό μέτωπο, η κυβέρνηση Παπάγου ξεκίνησε ένα φιλόδοξο πρόγραμμα για την ανοικοδόμηση της χώρας, μετά τον καταστροφικό εμφύλιο και την κατοχή. Στο οικονομικό πεδίο απόλυτος κυρίαρχος υπήρξε ο Υπουργός Συντονισμού Σπυρίδων Μαρκεζίνης, ο οποίος με τολμηρές κινήσεις κατάφερε τη μερική ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.
Στις 9 Απριλίου 1953 η κυβέρνηση, με πρόταση του Μαρκεζίνη, προχώρησε στην υποτίμηση κατά 50% του εθνικού νομίσματος έναντι του δολαρίου, συνδέοντας με αυτό τον τρόπο την ισοτιμία της δραχμής με τα διεθνή νομίσματα, σύμφωνα με τις επιταγές του Μπρέτον Γουντς (1944). Η απόφαση αυτή θεωρείται από τις πλέον επιτυχημένες οικονομικές κινήσεις και συνέβαλε δραστικά στη σταθεροποίηση της εθνικής οικονομίας. Η αντιπολίτευση κατηγόρησε επανειλημμένα την κυβέρνηση Παπάγου ότι δεν έπραξε αρκετά για την κοινωνική συμφιλίωση και την επούλωση των τραυμάτων του Εμφυλίου.
Στην εξωτερική πολιτική, η νέα κυβέρνηση ευθυγραμμίστηκε με την πολιτική των Η.Π.Α., κατανοώντας την ηγετική τους παρουσία μεταξύ των χωρών του Ελευθέρου Κόσμου και τους παραχώρησε το δικαίωμα της δημιουργίας στρατιωτικών βάσεων στο ελληνικό έδαφος. Δύο είναι τα σοβαρότερα προβλήματα στην εξωτερική πολιτική που αντιμετώπισε ο Παπάγος: το Κυπριακό και τα Σεπτεμβριανά.
Την περίοδο της διακυβέρνησής του κορυφώνεται ο απελευθερωτικός αγώνας των Κυπρίων από τη βρετανική αποικιοκρατία, που ζητούσαν την Ένωση με τη μητέρα – πατρίδα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την άμεση εμπλοκή της Ελλάδας, που αντιμετώπισε, όμως, και την αντίδραση της ισχυρής συμμάχου Μεγάλης Βρετανίας. Η έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ βρίσκει τον Παπάγο σοβαρά άρρωστο και ανίκανο να πάρει αποφάσεις. Οι συγκρούσεις στην Κύπρο οδηγούν σε χειροτέρευση τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, που φθάνουν στο κατώτερο δυνατό σημείο με το τουρκικό πογκρόμ κατά των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης στις 6 Σεπτεμβρίου 1955.
Ο Στρατάρχης Παπάγος πέθανε, τελικά, στις 4 Οκτωβρίου 1955, έπειτα από σύντομη ασθένεια, ενώ ήταν ακόμη πρωθυπουργός. Ο Βασιλιάς Παύλος έκανε την έκπληξη κι έχρισε διάδοχό του τον δυναμικό υπουργό Δημοσίων Έργων Κωνσταντίνο Καραμανλή και όχι κάποιο πρωτοκλασάτο στέλεχος της κυβέρνησής του, όπως τους δελφίνους Στέφανο Στεφανόπουλο και Παναγιώτη Κανελλόπουλο.
====================================================

Β)Η ιστορία της Νέας Δημοκρατίας


H Νέα Δημοκρατία ιδρύθηκε στις 4 Οκτωβρίου 1974 από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, ως συνέχεια την προδικτατορικής Εθνικής Ριζοσπαστικής Ενώσεως (ΕΡΕ). Όπως προσδιόρισε το ιδεολογικό στίγμα του κόμματος στο συνέδριο της Χαλκιδικής το 1979, η Νέα Δημοκρατία ασπάζεται τον ριζοσπαστικό φιλελευθερισμό που αναγνωρίζει την ελευθερία της αγοράς με τη ρυθμιστική παρέμβαση του κράτους χάρη της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής μετά την εμπέδωση της Δημοκρατίας στη χώρα και την υπογραφή της συνθήκης ένταξης της Ελλάδας στην ΕΟΚ εγκαταλείπει την πρωθυπουργία και μεταπηδά στην Προεδρία της Δημοκρατίας το 1980. Στις 8 Μαΐου 1980 η κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος εκλέγει τον Υπουργό Εξωτερικών Γεώργιο Ράλλη ως τον νέο ηγέτη του κόμματος, ο οποίος αναλαμβάνει και την πρωθυπουργία της χώρας. Ο Γεώργιος Ράλλης λαμβάνει 88 ψήφους έναντι 84 του ανθυποψηφίου του Υπουργού Εθνικής Άμυνας Ευάγγελου Αβέρωφ.
Η ήττα της Νέας Δημοκρατίας το 1981 και η άνοδος του ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου για πρώτη φορά στην εξουσία, προκαλεί κρίση στο κόμμα. Ο Γεώργιος Ράλλης με δική του πρωτοβουλία θέτει θέμα εμπιστοσύνης στην Κοινοβουλευτική Ομάδα, η οποία τον καταψηφίζει. Νέος ηγέτης του κόμματος αναδεικνύεται στις 21 Οκτωβρίου 1981, ο Ευάγγελος Αβέρωφ με 67 ψήφους, έναντι 32 του Κωνσταντίνου Στεφανόπουλου και 12 του Ιωάννη Μπούτου.
Ο Ευάγγελος Αβέρωφ παρέμεινε στην ηγεσία μέχρι το 1984 σε συνθήκες ιδιαίτερα έντονης πολιτικής αντιπαράθεσης με την κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου. Παραιτήθηκε για λόγους υγείας, αφού προηγουμένως οδήγησε τη ΝΔ στις ευρωεκλογές, όπου το κόμμα κατόρθωσε να αυξήσει το ποσοστό του. Την 1η Σεπτεμβρίου της ίδιας χρονιάς εκλέγεται πρόεδρος του κόμματος από την Κοινοβουλευτική Ομάδα ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, επικρατώντας του Κωστή Στεφανόπουλου με ψήφους 70 έναντι 40.
Η Νέα Δημοκρατία χάνει τις εκλογές του Ιουνίου του 1985, ανεβάζοντας όμως το ποσοστό της. Λόγω του αρνητικού αποτελέσματος, ο Κώστας Μητσοτάκης ζητά την ανανέωση της εμπιστοσύνης από την Κοινοβουλευτική Ομάδα της Νέας Δημοκρατίας στις 24 Αυγούστου της ίδιας χρονιάς. Πέντε μέρες αργότερα επανεκλέγεται στην ηγεσία του κόμματος. Ο Κωστής Στεφανόπουλος διαφωνεί με τη διαδικασία και αποχωρεί από το κόμμα για να ιδρύσει τη ΔΗΑΝΑ, το κόμμα της Δημοκρατικής Ανανέωσης.
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης θα παραμείνει στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας έως τον Οκτώβριο του 1993, όταν θα χάσει τις εκλογές από το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου. Στις 14 Οκτωβρίου θα παραιτηθεί από την ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας και στις 3 Νοεμβρίου η Κοινοβουλευτική Ομάδα του κόμματος θα εκλέξει νέο αρχηγό τον «καραμανλικό» Μιλτιάδη Έβερτ με 141 ψήφους, έναντι 37 ψήφων του επίσης «καραμανλικού» Ιωάννη Βαρβιτσιώτη.
Το κόμμα χάνει τις δεύτερες κατά σειράν εκλογές του 1996 από το ΠΑΣΟΚ του Κώστα Σημίτη και παραμένει στην αντιπολίτευση. Ο Μιλτιάδης Έβερτ παραιτείται και δηλώνει πως δεν θα διεκδικήσει την ηγεσία του κόμματος, απόφαση που αργότερα ανακαλεί. Στις 4 Οκτωβρίου 1997 επικρατεί αρχικά του Γιώργου Σουφλιά με ψήφους 103 έναντι 84, αλλά λόγω της εσωκομματικής κρίσης που έχει ξεσπάσει, υποχρεούται να συγκαλέσει έκτακτο συνέδριο του κόμματος, το Μάρτιο του 1997. Είναι η πρώτη φορά που το συνέδριο της Νέας Δημοκρατίας καλείται να εκλέξει νέο αρχηγό. Θα επικρατήσει ένας νέος ηλικιακά υποψήφιος: ο βουλευτής Α’ Θεσσαλονίκης και ανιψιός του ιδρυτή, Κώστας Καραμανλής, που θα επικρατήσει των ανθυποψηφίων του Μιλτιάδη Έβερτ και Γιώργου Σουφλιά.
Υπό την ηγεσία του Κώστα Καραμανλή το κόμμα θα επανέλθει στην εξουσία στις 7 Μαρτίου 2004 και θα κερδίσει και τις εκλογές της 16ης Σεπτεμβρίου 2007. Υπό το βάρος των σκανδάλων, της τραγικής κατάστασης της οικονομίας και της απειλής του προέδρου του ΠΑΣΟΚ για πρόωρη προσφυγή στις κάλπες λόγω της προεδρικής εκλογής, ο πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής προκηρύσσει εκλογές για τις 4 Οκτωβρίου 2009, τις οποίες θα χάσει πανηγυρικά από το ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου. Το ίδιο βράδυ ανοίγει την κούρσα της διαδοχής του και στις 6 Νοεμβρίου το έκτακτο συνέδριο του κόμματος αποφασίζει για πρώτη φορά ο έβδομος κατά σειρά αρχηγός του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας να εκλεγεί από τα μέλη του κόμματος.
Στις ανοιχτές εσωκομματικές εκλογές της 29ης Νοεμβρίου 2009 ο Αντώνης Σαμαράς εκλέγεται πανηγυρικά αρχηγός του κόμματος με το 50,06% των ψήφων, έναντι 39,72% της Ντόρας Μπακογιάννη και 10,22% του Παναγιώτη Ψωμιάδη. Η αποχώρηση του Δημήτρη Αβραμόπουλου από την προεκλογική κούρσα ήταν αυτή που έγειρε την πλάστιγγα υπέρ του Αντώνη Σαμαρά.
Η Νέα Δημοκρατία θα παραμείνει στην αντιπολίτευση έως τις 11 Νοεμβρίου 2011, οπότε θα επανέλθει στην εξουσία, στηρίζοντας τη μεταβατική κυβέρνηση του Λουκά Παπαδήμου, μαζί με το ΠΑΣΟΚ και το ΛΑΟΣ. Τα δύο αυτά χρόνια η «γαλάζια παράταξη» στάθηκε απέναντι στο «Μνημόνιο» και αντιμετώπισε ουκ ολίγες κρίσεις, με αποκορύφωμα τη διαγραφή της Ντόρας Μπακογιάννη στις 6 Μαΐου 2010, επειδή πήγε κόντρα στην κομματική γραμμή και ψήφισε τη δανειακή σύμβαση.
Στις εκλογές της 6ης Μαΐου 2012 αναδείχθηκε πρώτο κόμμα, αλλά με το μικρότερο ποσοστό της ιστορίας της (18,85%). Στις νέες εκλογές της 17ης Ιουνίου 2012 ανέβασε κατά πολύ τις δυνάμεις της (29,66%) και ο αρχηγός της Αντώνης Σαμαράς ανέλαβε την πρωθυπουργία στις 20 Ιουνίου 2012, επικεφαλής τρικομματικής κυβερνήσεως (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ). Στις 21 Ιουνίου 2013 η ΔΗΜΑΡ αποχώρησε από την κυβέρνηση Σαμαρά, η οποία έμεινε με δύο εταίρους (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ).
Η μη εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας από τη Βουλή, προκάλεσε τη διενέργεια εκλογών στις 25 Ιανουαρίου 2015, τις οποίες κέρδισε ο ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα. Η Νέα Δημοκρατία μετά από δυόμιση χρόνια στην εξουσία κατέλαβε τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης και η ηγεσία Σαμαρά αμφισβητήθηκε έντονα από σημαίνοντα στελέχη του κόμματος. Τελικά, ο Αντώνης Σαμαράς παραιτήθηκε το βράδυ της 5ης Ιουλίου 2015, μετά την ήττα του «ΝΑΙ», που υποστήριξε και η Νέα Δημοκρατία, στο δημοψήφισμα που προκήρυξε η κυβέρνηση Τσίπρα. Προσωρινός πρόεδρος του κόμματος ανέλαβε ο βουλευτής και τέως Πρόεδρος της Βουλής Ευάγγελος Μεϊμαράκης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου