Ετικέτες

Πέμπτη 14 Μαΐου 2015

Η διεκδίκηση των γερμανικών επανορθώσεων. Ήρθε επιτέλους η ώρα; Οι πιθανές «δικαστικές» οδοί


 



Το ζήτημα της διεκδίκησης των γερμανικών επανορθώσεων (εσφαλμένα κάποιοι αναφέρονται σε «αποζημιώσεις») για τις θηριωδίες που διέπραξαν τα γερμανικά στρατεύματα κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στην Ελλάδα και τους Έλληνες, όσο και η διεκδίκηση του κατοχικού αναγκαστικού δανείου τίθενται εναργώς τελευταία στο δημόσιο λόγο. Μάλιστα, πρόσφατα αποκαλύφθηκε σε δημοσιεύματα εφημερίδων και σε εκπομπές πως, βάσει της απόρρητης έκθεσης του Γ.Λ.Κ., οι αξιώσεις της Ελλάδας για το κατοχικό δάνειο ανέρχονται στο ύψος των 11 δισεκατομμυρίων ευρώ περίπου, ενώ οι αντίστοιχες για τις επανορθώσεις, βάσει της ίδιας έκθεσης, φημολογείται πως αθροίζονται στο δυσθεώρητο ποσό των 300 δισεκατομμυρίων ευρώ, περίπου.
Πέραν όμως των προφανών οικονομικών ωφελειών που η διεκδίκηση και η τυχόν -έστω μερική- καταβολή των ποσών αυτών θα είχε για τη λαβωμένη από την κρίση ελληνική οικονομία, η διεκδίκηση ως πράξη αποτελεί ζήτημα με κεφαλαιώδη αξία για το σύνολο του Ελληνικού λαού. Αποτελεί πρωτίστως μια επιτακτική απαίτηση ηθικής αποκατάστασης της ιστορικής και αναντίρρητης αλήθειας των αγώνων και των κτηνωδιών που οι Έλληνες υπέστησαν κατά την κατοχή, αλλά και ένα πάγιο αίτημα για απόδοση δικαιοσύνης για τα σοβαρότερα και επαχθέστερα εγκλήματα που άνθρωποι έχουν διαπράξει κατά ανθρώπων, των οποίων ο βαθμός της έντασης και της έκτασης είναι τέτοιος που οι εύγλωττες καταγραφές τους στα ιστορικά βιβλία ή οι πανηγυρικές δημόσιες δηλώσεις «συγνώμης» δεν αρκούν για να εξιλεώσουν το Γερμανικό κράτος, το οποίο ως διάδοχος του Γ’ ράιχ, ακόμη φέρει αναμφίβολα, κατά τους κανόνες του διεθνούς δικαίου, το βάρος των πράξεων του τελευταίου και τη νομική ευθύνη για την επανόρθωσή τους.
Γιατί, όπως λέει και ο σοφός λαός μας, «με τη συγνώμη χάθηκε το φιλότιμο», ή, όπως και εμείς οι νομικοί διδασκόμαστε, η μετάνοια πρέπει να είναι «έμπρακτη», να εκδηλώνεται δηλαδή με πράξεις και όχι με λόγια.
Μέχρι και σήμερα, η προσπάθεια διεκδίκησης των επανορθώσεων στις αίθουσες των εθνικών και των διεθνών δικαστηρίων έχει λάβει τις δικές της ιστορικές και νομικές σημαντικές διαστάσεις, αντίθετα με τη διεκδίκηση του κατοχικού δανείου που δεν αποτέλεσε ακόμη αντικείμενο δικαστικής έριδας. Μέχρι πρότινος το ζήτημα των επανορθώσεων, έχει εγερθεί στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, τον Άρειο Πάγο και το Συμβούλιο της Επικρατείας.
Όλα αυτά τα δικαστήρια, με εξαίρεση την απόφαση του Αρείου Πάγου για το Δίστομο, η οποία προηγήθηκε της αντίθετης απόφασης της Ολομελείας του ιδίου, επιβεβαίωσαν την εγκυρότητα του διεθνούς εθιμικού κανόνα της ετεροδικίας των κρατών που προστατεύει τα αλλοδαπά κράτη από το να εναχθούν και να καταστούν διάδικα μέρη ενώπιον των δικαστηρίων ενός άλλου κράτους παρά τη θέλησή τους για αξιώσεις που πηγάζουν από ενέργειες ή παραλείψεις τους που έλαβαν χώρα ως έκφανση της κρατικής τους κυριαρχίας (acta iure imperii).
Σε τέτοιες περιπτώσεις, τα αλλοδαπά κράτη δύνανται να υπαχθούν στη δικαιοδοσία δικαστηρίων άλλων κρατών μόνο όταν τα ίδια το πράξουν εκουσίως, ασχέτως με τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των αξιώσεων των αντιδίκων τους, είτε αυτοί είναι ιδιώτες ή κράτη. Τα παραπάνω έχουν καταστεί σαφή από την απόφαση του 2008 του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης που εκδόθηκε μετά την προσφυγή της Γερμανίας κατά της Ιταλίας, επειδή τα δικαστήρια της τελευταίας είχαν κρίνει αντίθετα με τα παραπάνω και είχαν καταστήσει υπόλογο σε επανορθώσεις το Γερμανικό Κράτος, παραμερίζοντας τον κανόνα της ετεροδικίας, στηριζόμενα στη νομική φύση των εγκλημάτων πολέμου των γερμανικών κατοχικών δυνάμεων.
Εντούτοις, η διεκδίκηση των επανορθώσεων δεν έχει ακόμη καταλήξει σε κάποιο οριστικό και απροσπέραστο τέλμα για τη χώρα μας και το λαό της. Με την παραπάνω απόφαση του Δικαστηρίου της Χάγης κατέστη περαιτέρω σαφές ότι εναπόκειται στο κάθε κράτος να διεκδικήσει σε διακρατικό επίπεδο τις αξιώσεις των πολιτών του, πράγμα το οποίο δεν έχει πράξει ακόμη επισήμως η Ελληνική Πολιτεία.
Το δικαίωμα αυτό του Ελληνικού Κράτους πηγάζει από τους κανόνες περί διπλωματικής προστασίας (βλ. το σχέδιο των άρθρων για τη διπλωματική προστασία της Δ.Επ.Δ. του ΟΗΕ του 2006), οι οποίοι ενδεχομένως να καταστήσουν το ίδιο νομικά υπόλογο έναντι των πολιτών του για την απραξία του να προβάλει τις διεκδικήσεις τους σε διεθνές επίπεδο, λόγω της σοβαρότητας των παραβάσεων των κανόνων του διεθνούς δικαίου από τις κατοχικές δυνάμεις, αλλά και βάσει των εσωτερικών κανόνων δικαίου.
Στο βαθμό λοιπόν που οι ιδιώτες απόγονοι των θυμάτων των εγκλημάτων των ναζί και το Ελληνικό Κράτος δεν έχουν ακόμη δικαιωθεί, οι αξιώσεις παραμένουν ακόμη «απαιτητές». Οι κανόνες του διεθνούς δικαίου δεν αναγνωρίζουν «παραγραφή» των διεθνών αξιώσεων, ενώ τα εγκλήματα πολέμου και κατά της ανθρωπότητας είναι «απαράγραπτα» (βλ. Καταστατικό του Διεθνούς Ποιν. Δικαστηρίου και απόφαση της Γεν. Συνέλευσης του ΟΗΕ, αρ. 2391 (XXIII) 26/11/1968).
Κατά το διεθνές εθιμικό δίκαιο, μόνο τότε ένα κράτος κωλύεται από το να προβάλει τις αξιώσεις του κατά ενός άλλου, είτε όταν το ίδιο έχει εγκύρως παραιτηθεί των αξιώσεων του, είτε όταν θεωρηθεί πως το κράτος αυτό εξαιτίας της μακροχρόνιας συμπεριφοράς του έχει εγκύρως συναινέσει στην εξάλειψη της αξίωσης (βλ. το άρθρο 45 των άρθρων σχετικά με την ευθύνη των κρατών για διεθνώς παράνομες ενέργειες της Επιτρ. Διεθ. Δικ. του ΟΗΕ του 2001).
Βέβαια, καμία από τις δύο περιπτώσεις δεν φαίνεται να συντρέχει στην περίπτωση της Ελλάδας για τις επανορθώσεις, διότι, κατά πρώτον, η Ελληνική Δημοκρατία με τις ρηματικές ανακοινώσεις και δηλώσεις των αξιωματούχων του κράτους διατηρούσε πάντα ανοικτό το ενδεχόμενο διεκδίκησης των επανορθώσεων, αλλά και γιατί μέχρι και το 2008, οπότε και απεφάνθη το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για το προνόμιο της ετεροδικίας του Γερμανικού Κράτος, ήταν ακόμη θεωρητικά εφικτή η διεκδίκηση των επανορθώσεων στα εθνικά δικαστήρια.
Τούτων δοθέντων, η προσπάθεια διεκδίκησης των επανορθώσεων κατά του Γερμανικού Κράτους δύναται κατ’ αρχήν να εκτυλιχθεί σε διεθνές επίπεδο. Φυσικά, πρέπει να ειπωθεί πως τόσο το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων όσο και το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν είναι καθ’ ύλην αρμόδια να επιληφθούν του θέματος.
Στις υποθέσεις Καλογεροπούλου και Λεχουρίτου που έχουν αχθεί ενώπιόν τους, ασχολήθηκαν μόνο με τον κανόνα της ετεροδικίας και μάλιστα «παρεμπιπτόντως», και όχι με την επιδίκαση των επανορθώσεων. Ένας πιθανός δρόμος επομένως είναι αυτός της Χάγης. Ωστόσο, ο δρόμος αυτός έχει σοβαρά προσκόμματα, καθώς τα κράτη μπορούν να υπαχθούν στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου αυτού μόνο οικειοθελώς, είτε για συγκεκριμένες διαφορές με ρητή αποδοχή της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου, είτε κατά τρόπο γενικό με την αποδοχή σχετικών διεθνών συμβάσεων.
Δικαιοδοτική βάση λοιπόν, μπορεί να αποτελέσει μια ρητή αποδοχή εκ μέρους της Γερμανίας της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου μετά από αίτημα της Ελλάδας, αν και βέβαια η εκδοχή αυτή φαντάζει δύσκολη. Εναλλακτική δικαιοδοτική βάση είναι η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Ειρηνική Διευθέτηση των Διαφορών του 1957, η οποία όμως ρητά εξαιρεί στο άρθρο 27 τις διαφορές που πηγάζουν από περιστατικά που έλαβαν χώρα πριν τη θέση της σε ισχύ και, δυστυχώς, στην εξαίρεση αυτή φαίνεται να εμπίπτει και η ελληνική διεκδίκηση για τις επανορθώσεις.
Η υπαγωγή από την άλλη, σε διεθνές διαιτητικό όργανο παρίσταται επίσης δυσχερής, καθόσον απαιτεί την αποδοχή και των δύο μερών. Ούτε όμως το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο, διότι το καταστατικό του καταλαμβάνει πράξεις μετά τη θέση του σε ισχύ το 2002 και, φυσικά, αφορά στην τιμώρηση των υπαιτίων προσώπων με ποινές εγκλεισμού και όχι την καταβολή επανορθώσεων per se. Ενδεχομένως, μια βάσιμη προοπτική για τη διεκδίκηση των επανορθώσεων να συνιστά το δικαστήριο της συμφιλίωσης και διαιτησίας του ΟΑΣΕ.
Το δικαιοδοτικό σώμα αυτό που λειτουργεί εντός των πλαισίων του ΟΑΣΕ του οποίου μέλη είναι αμφότερα τα κράτη της Γερμανίας (από το 1994) και της χώρας μας (από το 1995), έχει γενική δικαιοδοσία επί όλων των διαφορών των μελών του, η οποία δεν περιορίζεται ούτε χρονικά, ούτε άλλως, πλην της υπαγωγής της διαφοράς σε άλλο δικαιοδοτικό forum. Το όργανο αυτό προβλέπει δύο διαδικασίες, της «συμφιλίωσης» και της «διαιτησίας». Η πρώτη συνιστά έναν τύπο διαμεσολάβησης που μπορεί να εγερθεί μονομερώς από ένα από τα δύο μέρη και καταλήγει σε κάποια πρόταση που μετά εναπόκειται στα κράτη να την εφαρμόσουν. Η δεύτερη προϋποθέτει την κοινή συμφωνία των μερών για υπαγωγή στη διαιτησία.
Μια άλλη εναλλακτική θα ήταν η διεκδίκηση των απαιτήσεων της Ελλάδας μέσω «συμψηφισμού» με αντίστοιχες απαιτήσεις που έχει το Γερμανικό Κράτος έναντι της χώρας μας. Η Ελλάδα θα μπορούσε να αρνηθεί να καταβάλει ποσά δανείων και ομολόγων που οφείλει στη Γερμανία επικαλούμενη τον συμψηφισμό των εκατέρωθεν απαιτήσεων. Το οποιοδήποτε τότε δικαιοδοτικό όργανο στο οποίο θα προσέφευγε η Γερμανία θα καλούταν να εφαρμόσει τον «συμψηφισμό» ως γενική αρχή του δικαίου (βλ. άρθρο 39 του Καταστ.
Του Διεθνούς Δικαστηρίου για της πηγές του Διεθνούς Δικαίου). Εντούτοις, μάλλον ανεδαφική φαίνεται κι αυτή η λύση, διότι η Ελλάδα στο πλαίσιο του ισχύοντος προγράμματος στήριξης, δεν έχει δανειστεί απευθείας από το Γερμανικό Κράτος, αλλά άμεσος δανειστής της είναι ο European Stability Mechanism (E.S.M.), μια άλλη δηλαδή οντότητα, η οποία στηρίζεται στις εγγυήσεις που της παρέχουν τα κράτη της Ε.Ε. για να αντλήσει τα κεφάλαια με τα οποία στηρίζει τη χώρα μας. Εξάλλου, μέσα από το πρόγραμμα στήριξης, εξ όσων γνωρίζω, έχουν πλέον αντικατασταθεί τα προϋφιστάμενα ομόλογα που οφείλονταν απευθείας στα λοιπά κράτη μεταξύ των οποίων και η Γερμανία.
Ίσως μια άλλη εναλλακτική θα ήταν η εκ νέου προσφυγή στα ελληνικά εθνικά δικαστήρια. Καίτοι μέχρι πρότινος τα ελληνικά δικαστήρια ακολουθούν την απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου το 11/ 2000, με αποτέλεσμα να αναγνωρίζουν το προνόμιο της ετεροδικίας του Γερμανικού Κράτους, μια στροφή της νομολογίας με έναυσμα και έρεισμα την προοδευτική νομολογία των Ιταλικών Δικαστηρίων δεν θα πρέπει να αποκλείεται εκ των προτέρων.
Παρά την απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, όταν πρόσφατα το 2014 το θέμα και, συγκεκριμένα, η εκτέλεση στην Ιταλία της απόφασης για το Δίστομο, επαναφέρθηκε ενώπιον του Ιταλικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, το τελευταίο απέρριψε με την υπ’ αριθμ. 238/2014 απόφασή του την απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου, κρίνοντας πως η ευρεία ερμηνεία από το τελευταίο του προνομίου της ετεροδικίας του Γερμανικού Κράτους ήταν αντίθετη με το δικαίωμα των ιδιωτών σε δικαστική προστασία προς προάσπιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους και ούτως, η απόφαση και ο νόμος με τον οποίον επιχειρήθηκε η εφαρμογή της, ήταν ανίσχυρα ως αντισυνταγματικά.
Το Ιταλικό Δικαστήριο βέβαια έκρινε, στηριζόμενο και στον προοδευτικό χαρακτήρα του εθιμικού διεθνούς δικαίου, πως η ευρεία ανάγνωση της ετεροδικίας από το Δικαστήριο της Χάγης ήταν αντίθετη όχι μόνο με το Ιταλικό Σύνταγμα, αλλά και με το ίδιο το διεθνές δίκαιο, επειδή αυτή απέτρεπε την επανόρθωση των ιδιωτών για εγκλήματα πολέμου και κατά της ανθρωπότητας που υπέστησαν οι ίδιοι και οι πρόγονοί τους.
Η ελληνική νομολογία συνεπώς, θα μπορούσε θεωρητικά να κάνει μια στροφή εμπνεόμενη από τα προοδευτικά διδάγματα της ιταλικής και να ακολουθήσει τον δρόμο που τα δικαστήρια της γείτονος χαράξανε, δεδομένου του προοδευτικού χαρακτήρα του διεθνούς εθιμικού δικαίου στον οποίον αναφέρεται εκτενώς το Ιταλικό Δικαστήριο που επιτρέπει την εξέλιξη και διάπλαση των διεθνών κανόνων του βάσει της νομολογίας των εθνικών δικαστηρίων.
Βέβαια, το ενδεχόμενο της διεκδίκησης σε εθνικό επίπεδο, θα είχε άλλες δυστοκίες και μειονεκτήματα, καθώς δεν θα αποτελούσε μια οριστική και καθολική επίλυση του προβλήματος, θα ήταν δαπανηρό για τους ιδιώτες, οι διακυμάνσεις των διαφορετικών δικαστηρίων θα πρέπει να θεωρηθούν δεδομένες και, εν τέλει, είναι ιδιαίτερα αμφίβολο αν οι Έλληνες δικαστές θα συμμερίζονταν τις απόψεις των Ιταλών συναδέλφων τους ή θα ακολουθούσαν την παγιωμένη νομολογία της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου και των λοιπών διεθνών δικαστηρίων.
*Ο Αλέξανδρος-Ιωάννης Καργόπουλος, είναι ειδικευμένος στο δημόσιο διεθνές και διεθνές ποινικό δίκαιο, το δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και το ποινικό δίκαιο και δικονομία, στο University College του Λονδίνου (LLM), το Πανεπιστήμιο του Salzburg (dipl.), το European University Institute (dipl.) και το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο (ΜΔΕ) αντίστοιχα, όπου είναι και υποψήφιος διδάκτωρ
http://www.rethnea.gr/article.aspx?id=22520

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου