Ετικέτες

Πέμπτη 12 Μαρτίου 2015

Ο θάνατος ενός Ρώσου φιλελεύθερου…


 
Μόσχα: η δολοφονία του Μπ. Νέμτσοφ-2
του Μαρκ Έιμς
μετάφραση: Γιάννης Χατζηδημητράκης  
Ο Νεμτσόφ ήταν ένα πολύ διαφορετικό είδος φιλελεύθερου ή «υπερ-φιλελεύθερου» από αυτό που έχουμε συνηθίσει. Υπ’ αυτή την έννοια, ποτέ δεν υπήρξε ανειλικρινής και δειλός. Αλλά ως ένας από τους ηγέτες της καταστροφικής φιλελευθεροποίησης του 1990, ο Νεμτσόφ υπήρξε σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό το πρόβλημα, παρά η λύση του. Ακόμη και όταν βρισκόταν στην εξουσία, στα τέλη της εποχής Γέλτσιν ως αναπληρωτής πρωθυπουργός του μισοπεθαμένου μπεκρή και πιθανότερος διάδοχος του, ο Νεμτσόφ αντιπροσώπευε τη χειρότερη και πιο ρηχή εκδοχή της «εικονικής πολιτικής» στη φιλελευθεροποιημένη Ρωσία. Μιας πολιτικής δημοσίων σχέσεων που έφτασε στο αποκορύφωμα της με τον άνθρωπο που υποστήριξε ο Νεμτσόφ για την προεδρία της Ρωσίας το 2000: τον Βλαντιμίρ Πούτιν.


Ας πάμε πίσω στην εποχή που ο Νεμτσόφ ορίστηκε από τον Γιέλτσιν ως αναπληρωτής πρωθυπουργός τον Μάρτιο του 1997, μόλις δύο μήνες από όταν κυκλοφόρησε το πρώτο τεύχος του The eXile.[1] Όλοι στη Δύση ξετρελάθηκαν με τον Νεμτσόφ, τον όμορφο νεαρό κυβερνήτη της του Νίζνι Νοβογκορόντ και θιασώτη της ελεύθερης αγοράς. Ο Λάρι Σάμερς, υπεύθυνος για την ρωσική πολιτική της κυβέρνησης Κλίντον από τη θέση του αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών των ΗΠΑ, χαιρέτισε τον διορισμό Νεμτσόφ, χαρακτηρίζοντας το δίδυμο Νεμτσόφ- Τσουμπάις ως «οικονομική Dream Team». Όταν ο Νεμτσόφ ταξίδεψε στην Ιαπωνία, εντυπωσίασε τον κόσμο των μήντια, περιγράφοντας μια συνάντησή του με ιάπωνες επιχειρηματίες στους οποίους έδωσε τον αριθμό του κινητού τηλεφώνου του για να τον καλέσουν αν είχαν οποιοδήποτε πρόβλημα στις δραστηριότητές τους επί ρωσικού εδάφους.
Στην πραγματικότητα, το «θαύμα» του Νεμτσόφ στο Νίζνι Νόβγκοροντ ήταν, όπως και όλα τα κατορθώματά του, ζήτημα έξυπνων δημοσίων σχέσεων, πίσω από τις οποίες κρυβόταν μια ωμή πραγματικότητα.
Μια από τις 89 πιο δοκιμαζόμενες περιφέρειες της Ρωσίας το 1996 –όταν η Ρωσία βρισκόταν στα πρόθυρα της χειρότερης οικονομικής κατάρρευσης βιομηχανικής χώρας στον 20ό αιώνα– το Νίζνι Νόβγκοροντ κατέγραψε την μεγαλύτερη συρρίκνωση του διάμεσου εισοδήματος, παρόλο που προσέλκυσε περισσότερες ξένες επενδύσεις από οποιαδήποτε άλλη περιοχή. Ο Νεμτσόφ προσέλκυσε ξένες επενδύσεις, επαναλαμβάνοντας όλες τις νεοφιλελεύθερες κοινοτοπίες που ήταν της μόδας τη δεκαετία του 1990, γεγονός που τον έκανε ένα από τα αγαπημένα παιδιά της Παγκόσμιας Τράπεζας.
Ο Νεμτσόφ εισήλθε στο Κρεμλίνο ως «νέος μεταρρυθμιστής», πολέμιος της διαφθοράς, υποσχόμενος στη Ρωσία έναν δίκαιο, καθαρό, «δυτικό» καπιταλισμό. Το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να περάσει έναν νόμο αναγκάζοντας τους κυβερνητικούς γραφειοκράτες να αλλάξουν τα ξένα αυτοκίνητα τους με τα ρώσικα Volgas — που απλώς «έτυχε» να παράγονται στην περιοχή του Νίζνι Νόβγκοροντ. Στη συνέχεια προώθησε διατάγματα για την καταπολέμηση της διαφθοράς τα οποία, μετά από προσεκτική ανάγνωση, χαρακτηρίστηκαν «παραθυράκια μέσω των οποίων θα μπορούσε να περάσει ένας ολόκληρος στόλος Volgas». Τα διατάγματα υποτίθεται ότι τερμάτιζαν ένα από τα χειρότερα παραδείγματα διαφθοράς της εποχής Γέλτσιν: τους στημένους διαγωνισμούς για δημόσιες συμβάσεις. Τα διατάγματα του Νεμτσόφ μιλούσαν για ανοικτές, διαφανείς και ανταγωνιστικές προσφορές, εκτός από τις περιπτώσεις που κλειστές μη ανταγωνιστικές προσφορές κρίνονται ως «η καλύτερη μέθοδος. Με άλλα λόγια, όχι μόνο δεν άλλαξε τίποτα, αλλά επιπλέον η νόθευση των διαγωνισμών απέκτησε νομιμοποίηση, χάρη στον Νεμτσόφ.
Το πρόβλημα με την πολιτική του Νεμτσόφ δεν ήταν τόσο η πίστη του σε έναν ακραίο νεοφιλελευθερισμό, αλλά η ρηχότητά του, ο γκροτέσκος ελιτισμός και ο αυταρχισμός του. Ο Νεμτσόφ ανήκει στην αφρόκρεμα των ρώσων νεοφιλελεύθερων, φτιαγμένος από το ίδιο αυταρχικό υλικό με τον Τσουμπάις, αν και όχι τόσο πανούργος όσο αυτός.
Μετά την οικονομική κατάρρευση, φάνηκε ότι ολόκληρη η σάπια νεοφιλελεύθερη ελίτ της εποχής Γέλτσιν όδευε προς την εξορία ή στη φυλακή, μέχρι την έλευση του Βλαντιμίρ Πούτιν που ως σωτήρας πάνω σε λευκό άλογο, κατέφθασε από τη Λουμπιάνκα, για να σώσει τους νεοφιλελεύθερους της Ρωσίας. Θα περιμέναμε από φιλελεύθερους σαν το Νεμτσόφ να μην υποστηρίξει έναν αυταρχικό ηγέτη σαν τον Πούτιν, ιδιαίτερα μετά την κήρυξη του δεύτερου αιματηρού πόλεμου στην Τσετσενία.
Στην πραγματικότητα, οι νεοφιλελεύθεροι θεώρησαν ότι βρήκαν τον σωτήρα τους, έναν ρώσο Πινοσέτ, που θα τον έχουν υπό τον έλεγχό τους, καθώς ο Πούτιν ήταν ένας από αυτούς. Βέβαια, το ότι ήταν ένας απ’ αυτούς είναι κάτι το οποίο ίσχυε και ισχύει σε πολύ μεγάλο βαθμό.
Κατά βάθος ο Νεμτσόφ δεν είχε κανένα πρόβλημα με τον αυταρχισμό του Πούτιν. Το πρόβλημά του με τον Πούτιν ήταν ότι ο δεύτερος τον αγνόησε για μεγάλο διάστημα. Όπως έγραψε ο Peter Reddaway, καθηγητής στο George Washington University, στο βιβλίο του για τα σκοτεινά χρόνια του Γέλτσιν, The Tragedy of Russia’s Reforms: Market Bolshevism Against Democracy το 1993 ο Νεμτσόφ υποστήριξε την πρόταση Γιέλτσιν για την δημιουργία ενός μη εκλεγμένου ανώτερου Σώματος, του Συμβουλίου της Ομοσπονδίας, το οποίο θα αποτελούνταν από διορισμένους ολιγάρχες, προκειμένου να περιθωριοποιήσει το τότε πανίσχυρο Ανώτατο Σοβιέτ στο οποίο πλειοψηφούσε η αντιπολίτευση. Ένας από τους λόγους που ο Γιέλτσιν τον έφερε στην κυβέρνησή του το 1997 ήταν για να προστατεύσει τον ίδιο τον Γέλτσιν και τις εξουσίες της προεδρίας όπως κατοχυρώνονταν από το αυταρχικό Σύνταγμα του 1993 — τις ίδιες τις προεδρικές εξουσίες που επέτρεψαν στον Πούτιν να γίνει αυτό που είναι. Καθώς η προεδρική εξουσία του Γιέλτσιν απειλήθηκε και πάλι από τη Δούμα, ο Νεμτσόφ έκανε σαφή τη θέση του σχετικά με τη μείωση των προεδρικών εξουσιών: «Για τη Ρωσία, η αποδυνάμωση της προεδρικής εξουσίας θα είναι εξαιρετικά επιβλαβής. Εκείνοι που επιμένουν στη μετατροπή της Ρωσίας σε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία, συνειδητά ή ασυνείδητα, ωθούν τη χώρα προς το χάος».
Μετά την εκλογή Πούτιν με την υποστήριξη των οπαδών της ελεύθερης αγοράς, ο Νεμτσόφ παρέμεινε για τα επόμενα χρόνια ηγετική φωνή της Δούμας. Ακόμη και μετά τη συντριβή του φιλελεύθερου κόμματός του στις εκλογές του 2003, ο Νεμτσόφ παρέμεινε στην νομοταγή αντιπολίτευση. Αλλά με την πάροδο του χρόνου, καθώς ο Πούτιν δεν είχε καμία ανάγκη έναν αναξιόπιστο φιλελεύθερο από την εποχή του Γιέλτσιν και το 2007, ο Νεμτσόφ άρχισε να προσεγγίζει την πιο ριζοσπαστική αντιπολίτευση με επικεφαλής τον πρώην αρθρογράφο του eXile Έντουαρντ Λιμόνοφ και τον παγκόσμιο πρωταθλητή στο σκάκι Γκάρι Κασπάροφ.
Αλλά ακόμα και έως το 2008, ο Νεμτσόφ όπως και άλλοι κορυφαίοι φιλελεύθεροι της δεκαετίας του ’90, ήταν συγκρατημένος στην αντιπαράθεση του με τον Πούτιν. Ποτέ δεν φάνηκε να θέλει να κόψει όλες τις γέφυρες με το Κρεμλίνο και να συγκρουστεί μετωπικά όπως ο Λιμόνοφ.
Ρώτησα τον Λιμόνοφ γιατί ο Νεμτσόφ, η Χακαμάντα και οι άλλοι κρατούσαν αυτήν τη στάση απέναντι στον Πούτιν το 2007 — αν ο λόγος ήταν ότι τους αρκούσαν αυτά που απέκτησαν από την εποχή Γέλτσιν. Αξίζει να παραθέσω την απάντησή του:
«Ο λόγος είναι πιο πολύ απλός. Το καθεστώς Πούτιν είναι ένα νεοφιλελεύθερο καθεστώς. Έτσι είναι φυσικό οι νεοφιλελεύθεροι όπως η Χακαμάντα ή ο Νεμτσόφ να μην αντιτίθενται σοβαρά. Ρίξτε απλώς μια ματιά στο οικονομικό πρόγραμμα του Πούτιν: χαμηλή φορολογία, συγκέντρωση του πλούτου στα χέρια των ολιγαρχών, σφιχτοί προϋπολογισμοί. Η ιδεολογία του Κρεμλίνου είναι βασικά η ίδια με εκείνη του Νεμτσόφ και της Χακαμάντα· ίσως διαφωνούν μόνο σε κάποιες λεπτομέρειες».
Η πολιτική του Νεμτσόφ από τότε που έγινε αντιπολίτευση διέφερε ελάχιστα από εκείνη που ακολουθούσε όταν εισήλθε στο Κρεμλίνο επί Γιέλτσιν το 1997: στόχος της ήταν, πάντα, η καταπολέμηση της διαφθοράς. Είναι η ίδια κακόφωνη νεοφιλελεύθερη μελωδία που κάθε τόσο ηχεί στ’ αυτιά μας. Η καταπολέμηση της διαφθοράς δεν είναι πολιτική, είναι κάποιου είδους φιλοδοξία που έχει πάντα έναν τρόπο να συνοδεύεται από νεοφιλελεύθερες, ολιγαρχικές και αυταρχικές πολιτικές — τουλάχιστον την εποχή μας αυτό κάνει.
Κατά τη διάρκεια της εποχής Γέλτσιν, υπήρχαν τόσες πολλές δολοφονίες και επιθέσεις σε δημοσιογράφους και πολιτικά πρόσωπα που είναι αδύνατον να τους θυμηθείς όλους: Ο τηλεπαρουσιαστής Βλάντισλαφ Λιστίεφ, η δολοφονία του οποίου σόκαρε την Ρωσία περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη δολοφονία εκείνη την εποχή, πιστεύεται ότι σκοτώθηκε από τον Μπόρις Μπερεζόφσκι, κορυφαίο μέλος της «οικογένειας» ολιγαρχών της εποχής Γιέλτσιν. Ο ερευνητής δημοσιογράφος Ντιμίτρι Χολοντόφ, ο οποίος σκοτώθηκε από έκρηξη χαρτοφύλακα, ενώ ερευνούσε για τον υπουργό Άμυνας του Γιέλτσιν. Η φιλελεύθερη Γκαλίνα Σταροβοΐτοβα πυροβολήθηκε στο κλιμακοστάσιο του διαμερίσματός της το 1998. Συνήθως θυμόμαστε αυτές τις δολοφονίες καθώς και τους εκατοντάδες νεκρούς όταν ο Γιέλτσιν έστειλε τα τανκς κατά του κοινοβουλίου το 1993, τους δεκάδες χιλιάδες που σκοτώθηκαν στον πόλεμο στην Τσετσενία, τα εκατομμύρια που πήγαν πρόωρα στον τάφο από τις μεταρρυθμίσεις θεραπειών-σοκ, ως αποτελέσματα απρόσωπων δυνάμεων και όχι ως αποτελέσματα του νεοφιλελευθερισμού της ελεύθερης αγοράς, των δυτικών «ιεραποστόλων» και των χρηματοδοτών τους.
Η συμπάθεια και η οργή δεν είναι συναισθήματα που μοιράζονται δίκαια ή ομοιόμορφα. Η δολοφονία του Νεμτσόφ έχει μεγαλύτερη σημασία από ό,τι της Στραοβοΐτοβα, του Λιστίεφ ή του Χολοντόφ, επειδή δεν ξέρουμε πια προς τα πού οδεύει η Ρωσία ή ποιους ακριβώς αντιπροσωπεύει ο Βλαντιμίρ Πούτιν. Ξέρουμε μόνο ότι είναι πιο δημοφιλής από ποτέ, καθώς και ότι ο φιλελευθερισμός στη Ρωσία είναι πιο περιθωριοποιημένος από οποιαδήποτε άλλη στιγμή μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης — και μας τρώει μια υπόγεια ανησυχία ότι ίσως φταίμε και μεις σ’ αυτό, ότι ίσως ήμασταν και εμείς ένα μέρος του προβλήματος, ακριβώς όπως ο Νεμτσόφ.
Αλλά τώρα κείτεται νεκρός. Η δολοφονία του τρομάζει τους Ρώσους, αλλά για εμάς εδώ, είναι κάτι περισσότερο — ένα είδος καρμικής σωτηρίας που αναδρομικά απαλλάσσει όλους εκείνους που διαδραμάτισαν ρόλο στην τραγική μετα-σοβιετική ιστορία της Ρωσίας, ένα αφήγημα χωρίς κανένα νόημα μέχρι τη δολοφονία του Νεμτσόφ λίγο έξω από το Κρεμλίνου του Πούτιν.
[1] Αγγλόφωνη δεκαπενθήμερη εφημερίδα, που εκδίδεται στη Μόσχα από το 1997. Σήμερα κυκλοφορεί μόνο ηλεκτρονικά. Φιλοξενεί άρθρα ερευνητικής δημοσιογραφίας και έχει έντονα σατιρικό χαρακτήρα. Απευθύνεται κυρίως στους ξένους της πόλης. Ιδρυτής της ο Μ. Έιμς (Σ.τ. Μ.).
Ο Mark Ames είναι αμερικανός δημοσιογράφος που ζει στη Μόσχα, εκδότης του περιοδικούthe eXile Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο σάιτ pando.com (το εντοπίσαμε από το facebook της Μαρίγια Ιβάντσεβα) 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου