Μυκηναϊκές ακροπόλεις εκτός των Μυκηνών
Η ακρόπολις του Γλα
του Παντελή Καρύκα
Συγγραφέα – hellasforce.com
Σε απόσταση 15 χλμ. από τις Μυκήνες ήταν κτισμένη η ακρόπολη της Τίρυνθας. Από τη θέση της μπορούσε να ελέγχει ολόκληρο τον Αργολικό κόλπο. Η ακρόπολη υπάρχει στο σημείο αυτό από την προ-μυκηναϊκή περίοδο.
Τα σωζόμενα σήμερα ερείπια είναι της μυκηναϊκής περιόδου. Η ακρόπολη είναι κτισμένη επί μικρού λοφίσκου, μεγίστου ύψους 22 μέτρων. Το συνολικό μήκος των τειχών έφτανε τα 700 μέτρα ,περικλείοντας έκταση 20.000 τετραγωνικών μέτρων. Η Τίρυνθα, μαζί με την Ασίνη, τα Πρόσυμνα, το Άργος, τα σημερινά Δενδρά και άλλες θέσεις, αποτελούσε μέρος του αμυντικού-φρουριακού συστήματος προστασίας των Μυκηνών.

Από τις Μυκήνες άλλωστε ξεκινούσε ο οδικός άξονας που ένωνε τις αργολικές πόλεις μεταξύ τους. Τμήματα των μυκηναϊκών δρόμων έχουν ανακαλυφθεί, προκαλώντας κατάπληξη με την τελειότητα κατασκευής τους, η οποία μόνο στους ρωμαϊκούς χρόνους απαντάτε ξανά. Το οδικό δίκτυο όμως ήταν ζωτικής σημασίας για την άμυνα και την οικονομία των μυκηναϊκών ανακτόρων. Μέσω του άριστου οδικού δικτύου οι ενισχύσεις μπορούσαν να φτάσουν ταχύτατα σε οποιοδήποτε απειλούμενο σημείο της επικράτειας.
Το ίδιο και τα διάφορα αγαθά. Από το δε λιμάνι του Κοράκου, βόρεια της Κορίνθου, οι κάτοικοι της Αργολίδας και της Κορινθίας, επικοινωνούσαν , μέσω του βοιωτικού λιμένα της Θίσβης, με τη Θήβα και τη βόρεια Ελλάδα. Οι διάφορες ακροπόλεις έπαιζαν τον ρόλο των μεσαιωνικών κάστρων.
Σε αυτές κατέφευγε ο πληθυσμός, σε περιπτώσεις εχθρικής επιδρομής και σε αυτές διαβιούσε ο τοπικός άρχοντας και ο μόνιμος στρατός του, που φρουρούσε την ακρόπολη. Οι φρουρές δεν ήταν πολυάριθμες. Σύμφωνα με υπολογισμούς, 500-1.000 άνδρες (περιλαμβανομένων και των βοηθητικών) ήταν υπεραρκετοί για να διαφυλάξουν έναντι κάθε επιβουλής μια ακρόπολη όπως αυτή των Μυκηνών.
Η φρουρά της Τίρυνθας πρέπει να ήταν ακόμα ισχνότερη. Η μεγαλύτερη μυκηναϊκή ακρόπολη είναι αυτή της Άρνης (Γλας), στη Βοιωτία. Το μήκος των τειχών ξεπερνά τα 3.000 μέτρα, περικλείοντας έκταση 200.000 τετραγωνικών μέτρων, η οποία, όμως, ήταν μινυακής έμπνευσης.
Οι μυκηναϊκές οχυρώσεις δεν ήταν δημιούργημα τυχαίας έμπνευσης κάποιου αρχιτέκτονα-του μυθικού Δαιδάλου όπως πίστευαν οι Έλληνες των κλασικών χρόνων. Ήταν αποτέλεσμα εμβριθούς μελέτης και πολυετούς εμπειρίας των τεχνιτών.
Οι πολύπλοκες, λαβυρινθώδεις δίοδοι διοχέτευσης του κύματος των επιτιθεμένων σε σημεία «ζωνών θανάτου», όπου οι αμυνόμενοι μπορούσαν να αποκτήσουν συντριπτική τοπική αριθμητική και τακτική υπεροχή, ήταν εμπνεύσεις των αρχιτεκτόνων από χρόνια πολύ παλαιότερα των μυκηναϊκών. Ακριβώς με τον ίδιο τρόπο ήταν κατασκευασμένες και οι σουμεριακές ακροπόλεις της Μεσοποταμίας και οι ελληνικές νεολιθικές ακροπόλεις του Σέσκλου και του Διμηνίου, αλλά και της επίσης ελληνικής Τροίας.
Με ποίον όμως τρόπο θα μπορούσε να κυριευθεί μια τόσο καλά οχυρωμένη ακρόπολη, ιδιαίτερα αν η φρουρά αντέτασσε ενεργητική άμυνα ; Ο πλέον ενδεδειγμένος τρόπος ήταν της στενής πολιορκίας. Η απευθείας έφοδο κατά των τειχών ήταν η λιγότερο ενδεδειγμένη μέθοδος, αφού ήταν βέβαιο ότι τα επιτιθέμενα τμήματα θα υφίσταντο σοβαρές απώλειες κατά τη διάρκεια της.
Τυπικά παραδείγματα πολιορκητικών επιχειρήσεων αποτελούν οι περιπτώσεις της Θήβας και φυσικά της Τροίας. Και στις δύο περιπτώσεις οι αμυνόμενοι αντέταξαν ενεργητική άμυνα, αντιμετωπίζοντας τους επιτιθέμενους στο ανοικτό πεδίο, έξω από την πόλη τους, περιοριζόμενοι σε παθητική, εντός των τειχών, άμυνα μόνο όταν δεν είχαν άλλη επιλογή.
Στην εκστρατεία των Επτά επί Θήβας, οι Πελοποννήσιοι αρχηγοί, αφού πρώτα νίκησαν τους Θηβαίους και τους συμμάχους τους (Φωκείς, Ορχομένιους) σε μάχη έξω από την πολή, επιτέθηκαν κατά των πυλών και αποκρούστηκαν με βαριές απώλειες. Στην Τροία επίσης οι αμυνόμενοι περιορίστηκαν εντός των τειχών μόνο μετά τη συντριβή του στρατού τους από τον Αχιλλέα. Μετά τον θάνατο του τελευταίου όμως επανήλθαν, διενεργώντας έξοδο. Τελικά η πόλη κατελήφθη εξ’ εφόδου, με τη βοήθεια του Δούρειου Ίππου, της πρώτης ελληνικής πολιορκητικής μηχανής.