Ετικέτες

Σάββατο 15 Μαρτίου 2014

Ποια Ελλάδα θέλουμε πραγματικά;




“Στα γραπτά μου, χαρακτηρίζω συχνά την Ελλάδα ως την “χώρα των υποκριτικών εκπλήξεων”. Κάποια στιγμή ένα θέμα, συχνά για λόγους τραγικούς, έρχεται στην επιφάνεια. Αρχίζει ο χορός της εκπλήξεως, των επιφωνημάτων και της καταδίκης. Ότι ωστόσο κάποια στιγμή θα φτάναμε εκεί, κάποια στιγμή θα είχαμε θύματα, κάποια στιγμή θα αποκαλυπτόταν η αλήθεια, είναι, στις περισσότερες των περιπτώσεων, αυτονόητο…”
-
Από τον ΓΙΩΡΓΟ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΑΚΗ
-
Είναι νομίζω χρήσιμο να ομολογηθεί, ότι ορόλος μου σήμερα είναι ιδιαίτερα δύσκολος. Διότι χρειάζεται να συνοψίσω, και με την απειλή της κλεψύδρας του χρόνου, αισθήματα και ιδέες, διαψεύσεις και ελπίδες. Στην ωραία όμως πρωτοβουλία του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ,και στην επιμονή του Πρύτανη του, στάθηκε αδύνατον να αντισταθώ. Πρώτα γιατί είναι παληοί, και σε ένα βαθμό υπερβατικοί, οι δεσμοί μου με το Αριστοτέλειο· και δεύτερο επειδή σε καιρούς που – όπως λέει ο ποιητής – «θερίζουν άρματα δρεπανηφόρα», η προσπάθεια του Συνεδρίου να ανιχνεύσει, και όσο γίνεται, να επηρρεάσει το μέλλον είναι πράξη ουσίας αλλά και μέγιστης ευθύνης. Σε αυτό άλλωστε το σημείο έγκειται το μόνο ίσως πλεονέκτημα ενός ομιλητή στην εναρκτήρια συνεδρία: ‘Οτι, όπως φαίνεται από το πρόγραμμα, το συχνά αδιαπέραστο φάσμα των Ελληνικών προβλημάτων, θα αναλυθεί από ανθρώπους με έγκυρη ματιά και γνώση. Στο σημερινό ομιλητή δεν απομένει λοιπόν παρά μιά άλλη αποστολή, ίσως πιό επικίνδυνη: Να δώσει μια γενική, αλλά όπως πιστεύει, καθόλου επιπόλαιη απάντηση, στο πρωταρχικό ερώτημα του Συνεδρίου : Ποιά Ελλάδα; Ποια Ελλάδα λοιπόν; «Στοιχειώδες, αγαπητέ μου Γουάτσον, στοιχειώδες», όπως θάλεγε και ο Σέρλοκ Χολμς. Για να συνεχίσει, ανάβοντας την πίπα του: «Μα απλούστατα, η παράλληλη Ελλάδα». Θα μου επιτρέψετε να επιμείνω λίγο στην καθοριστική αυτή έννοια. Την Ελλάδα, την πορεία της στον χρόνο και την ιστορία, προσπαθώ να καταλάβω από τότε που απέκτησα κάποιου είδους αυτοσυνείδηση. Συχνά όμως έκανα κύκλους, και έννιωθα ότι βρισκόμουν στο σημείο που ξεκίνησα: Τόσο κοντά είναι στον τόπο μας το μεγαλείο με την ευτέλεια, η ανάταση με την καταστροφή. Κατέληξα ωστόσο σε μια διαπίστωση, που νομίζω ότι αγγίζει τον πυρήνα του προβλήματος:
-
Ads by Media PlayerAd Options
Ότι στην Ελλάδα που βιώνομε, και συνήθως διαψεύδει τις αξίες και τα όνειρα μας, αντιτάσσεται – από τότε που γνωρίζομε την ιστορία μας – η άλλη Ελλάδα, η παράλληλη Ελλάδα. Την παράλληλη Ελλάδα συνιστούν άνθρωποι ή αιχμές ανθρώπων, που σε πείσμα της περιρρέουσας ατμόσφαιρας εξακολουθούν να πράττουν το σωστό και το δύσκολο, να πορεύονται με ευθύνη και ήθος. Στα πανεπιστήμια αλλά και σε μια δημόσια υπηρεσία, στον μικρόκοσμο της καθημερινότητας αλλά και σε ένα νοσοκομείο, στον άνθρωπο της βιοπάλης ή σε κάποιο πολιτιστικό σύλλογο, η παράλληλη Ελλάδα είναι συχνά παρούσα. Κάποτε μάλιστα, με τρόπο εκθαμβωτικό. Κανείς δεν ξέρει την ποσοτική της δύναμη, ούτε είναι δυνατόν να μετρηθεί η έκταση της. Εκεί όμως βρίσκεται ο δάσκαλος, που διδάσκει σωστά τα παιδιά, αλλά και ο γιατρός, που αγωνιά για τον πάσχοντα, εκεί ανήκουν όσοι κινητοποιούνται για το περιβάλλον η για το καλό του διπλανού τους, εκείνη τέλος –η παράλληλη Ελλάδα – γνωρίζει την σημασία της παιδείας ή των σωστών θεσμών της πολιτείας. Με αυτήν την θεώρηση, ένα αίτημα αναδύεται κυρίαρχο. Συνοψίζεται στην ανάγκη, όσο περνά ο καιρός, η Ελλάδα που ξέρομε να συγκλίνει με την άλλη Ελλάδα, την παράλληλη Ελλάδα.
-
Είναι ένα αίτημα βαθύτατα πολιτικό, που υπερβαίνει τα κόμματα και διαπερνά τις εξαγγελίες τους. Δεν αρνείται την συλλογικότητα, εστιάζει όμως με έμφαση στην ξεχασμένη αρετή της προσωπικής ευθύνης. Είναι λοιπόν κατάλληλη η στιγμή να αναφερθώ, με τρόπο υπαινικτικό, σε κάποια εθνικά μας χαρακτηριστικά. Σπεύδω ωστόσο να τονίσω, ότι στους υπαινιγμούς αυτούς ο ακροατής, ο ευγενικός ακροατής της σημερινής συνεδρίας, μπορεί να προσθέσει τις δικές του αντιλήψεις, ή να αμφισβητήσει άλλες. Η διαδικασία αυτή, που οι παληοί ονόμαζαν διαλεκτική, και εμείς οι νεότεροι παραμερίσαμε χωρίς αιδώ, είναι η μόνη που μπορεί να οδηγήσει σε κάποια σύνθεση. Αυτή η σύνθεση, έλεγαν πάλι οι παληοί, είναι ένα απαραίτητο στοιχείο της πραγματικής προόδου. Υπαινιγμός λοιπόν πρώτος, η ακρόαση των έργων. Φοβούμαι ότι εμείς οι Έλληνες παραμένομε – όπως έλεγε για τους συγχρόνους του ο Θουκυδίδης – θεατές των λόγων, και ακροατές των έργων. Λίγο μετρούν οι πράξεις, ή ένα αποτέλεσμα ουσίας. Ο θαυμασμός μας εξαντλείται στα συνθήματα και στα ωραία λόγια, που αποδεικνύονται όμως συχνά κενά περιεχομένου. Οι αλλεπάλληλες “μεταρρυθμίσεις” στην Ανωτάτη Παιδεία, είναι ένα επίκαιρο, όσο και οδυνηρό παράδειγμα. Δεν μπορεί βέβαια να αμφισβητηθεί, ότι με όσα βιώνομε τα τελευταία χρόνια η Ελληνική αυτή ιδιαιτερότητα, της ακροάσεως των έργων και της θέασης των λόγων, έχει υποστεί μια σημαντική υποχώρηση.
-
Καθώς όμως καινοφανείς και βάρβαρες λέξεις, – όπως spreads και διαθεσιμότητα, ύφεση και πρωτογενές πλεόνασμα, βιώσιμο χρέος και βιώσιμη ζωή – έχουν εισβάλει στην πικρή μας καθημερινότητα, το αίτημα παραμένει: Είναι ανάγκη να μετρούν οι πράξεις, η ουσία των πράξεων, και λιγότερο τα λόγια. Η επιδίωξη αυτή είναι δυσκολότερη από ότι φαίνεται. Διότι ως προπομπός αλλά και κύριο σύμπτωμα της νέας πραγματικότητας, που ονομάσθηκε με αμηχανία κρίση, είναι ότι οι λέξεις έχουν χάσει προ πολλού το νόημα και το περιεχόμενο τους. Η κοινωνική δικαιοσύνη και η αξιοπρέπεια της ζωής, η ισχύς των νόμων αλλά και τα δικαιώματα του πολίτη, η λειτουργία των θεσμών και οι αξίες της Παιδείας, ερμηνεύονται κατά το δοκούν και φθείρονται στους θολούς διαδρόμους της Ελληνικής ή και της Ευρωπαϊκής πολιτικής. Εκτός λοιπόν από τις δημοσιονομικές προσαρμογές, που περιγράφουν με πανικό οι οικονομολόγοι, εμείς είναι ανάγκη να ξανακτίσομε τον κόσμο των λέξεων, τον Ελληνικό μας κόσμο. Ο κόσμος αυτός, που πρέπει να κτίσομε, και όπως έγινε συχνά στην ιστορία μας, θα αποτελείται πάλι από λέξεις, λέξεις ωστόσο με αξία αδιαπραγμάτευτη και διαρκή. Θα είναι –όπως λέει ο ποιητής-, “λέξεις-χρησμοί, λέξεις ενώσεως αψιδωτής και κορυφαίας, λέξεις με σημασία να προσμέτρητον διά το παρόν και διά το μέλλον…”. Η προσπάθεια αυτή, που θα επαναπροσδιορίζει τις λέξεις και τις έννοιες, είναι επίπονη και δύσκολη. Μήτε από την διεθνή μας επιτήρηση προέρχονται οι λέξεις, μήτε σε μέτρα, έκτακτα ή τακτικά, αντιστοιχεί το περιεχόμενο τους. Σε αυτό μάλιστα το σημείο, ίσως αποδειχθεί καθοριστική η συμβολή του σημερινού Συμποσίου. Διότι, ακόμα και οι θεματικές του ενότητες, προσδιορίζονται από λέξεις καίριες, αναγκαίες για το μέλλον του τόπου, που ωστόσο θόλωσε η επέλαση της κρίσεως: Ανάπτυξη και Διακυβέρνηση, Κοινωνία και Περιβάλλον. Έχω μάλιστα την υποψία ότι πίσω από αυτές τις ενότητες ίσως κρύβονται λέξεις ακόμα πιό ιερές: Όπως Παιδεία ή Αλληλεγγύη, η αξία της Τέχνης και η αξία της Γνώσεως, η ποιότητα της ζωής και η χειραψία με τον Άλλο, η συμπόρευση με τους άλλους. Χρειάζεται λοιπόν να γράφομε με προσοχή, δίπλα στην κάθε λέξη θα σημειώνομε την κρυφή αξία της, “την απροσμέτρητον σημασία της δια το παρόν και δια το μέλλον”.
-
Ads by Media PlayerAd Options
Η έκπληξη θα είναι μεγάλη: Λίγες μόνον λέξεις θα έχουν καταγραφεί, και η αξία τους θα υπερβαίνει κατά πολύ το έλλειμμα το Ελληνικό, θα υπερβαίνει όλα μαζί τα ελλείμματα των Ευρωπαϊκών χωρών. Διότι θα αποκρίνεται στις ανάγκες της ψυχής η στα επιτεύγματα της επιστημονικής γνώσεως· που, όπως ελπίζω θα αποδείξει το σημερινό Συμπόσιο, είναι παρόντα πάντοτε, ανεξάντλητα και δημιουργικά. Υπαινιγμός δεύτερος, η ισοπέδωση της Ιστορίας Τον καιρό της κρίσεως, μια καινούργια ενασχόληση και άθλημα έχουν αποκτήσει μεγάλη δημοφιλία στην Ελλάδα: Είναι η ισοπέδωση της ιστορίας. Με την καθοριστική συνδρομή των μέσων ενημέρωσης, αλλά και την δική μας σιωπηλή ανοχή, μοιάζει ότι δεκαετίες τώρα σαν να υπήρχαν μόνον άφρονες πολιτικοί, μόνον άρπαγες του δημοσίου χρήματος, μόνον ένας κατήφορος στην παρακμή και το άδικο. Υπήρχαν αυτά, και ασφαλώς σε αφθονία. Υπήρχαν όμως και τα άλλα, τα αναμφισβήτητα άλλα: Ότι κτίσθηκαν νοσοκομεία και ιδρύθηκαν πανεπιστήμια, ότι έγιναν δρόμοι και ζωντάνεψαν χωριά, ότι η δημοκρατία λειτουργούσε με τα τρωτά της και η ανάπτυξη – με τα χίλια στραβά της – βελτίωνε την ζωή των ανθρώπων.
-
Δίπλα άλλωστε στην Ελλάδα της διαφθοράς και των πλαστών ειδώλων, που σήμερα μοιάζει να μονοπωλεί την ιστορία και την καταδίκη μας, υπήρχαν πάντα οι άλλοι, οι θαυμάσιοι άλλοι: Οι άνθρωποι – δεν θα παύσω να το τονίζω – της παράλληλης Ελλάδας, που είχαν σπουδαία επιτεύγματα στην Τέχνη, την Επιστήμη, στο άνοιγμα των οριζόντων. Όταν η ισοπέδωση της ιστορίας επιχειρείται από τους ξένους, δείχνει άγνοια και επιπόλαιη σκέψη. Όταν όμως επιχειρείται από γηγενείς σχολιαστές , ισοδυναμεί με ένα παράδοξο, ανομολόγητο εθνικό μαζοχισμό. Η απάντηση στο ερώτημα “ποια Ελλάδα” συναρτάται ακριβώς με την αυτονόητη αυτή διάκριση: Ότι υπήρχαν πράγματα στην πορεία της χώρας που αξίζουν την περιφρόνηση και την οργή μας. Υπήρχαν όμως και άλλα, που μας κάνουν υπερήφανους και μας διδάσκουν. Υπαινιγμός τρίτος, η χώρα των υποκριτικών εκπλήξεων. Στα γραπτά μου, χαρακτηρίζω συχνά την Ελλάδα ως την “χώρα των υποκριτικών εκπλήξεων”. Κάποια στιγμή ένα θέμα, συχνά για λόγους τραγικούς, έρχεται στην επιφάνεια. Αρχίζει οχορός της εκπλήξεως, των επιφωνημάτων και της καταδίκης. Ότι ωστόσο κάποια στιγμή θα φτάναμε εκεί, κάποια στιγμή θα είχαμε θύματα, κάποια στιγμή θα αποκαλυπτόταν η αλήθεια, είναι, στις περισσότερες των περιπτώσεων, αυτονόητο. Πολλοί άλλωστε, με τα μάτια και την ψυχή ανοικτή, προειδοποιούσαν: Ότι οι πυρκαγιές θα φουντώνουν, όσο κτίζονται οι καμμένες εκτάσεις· ότι την παρερμηνεία του ακαδημαϊκού ασύλου, θα ακολουθούσαν έκτροπα και καταστροφές· ότι ο κομματισμός, που κυριαρχούσε, θα διέφθειρε το κράτος και τους θεσμούς. Τώρα όμως, τα χρόνια της κρίσεως, η έκπληξη είναι πραγματική. Δεν κρύβει υποκρισία, αλλά οδύνη. Κανείς δεν το περίμενε: Οτι η Ελλάδα, που έμοιαζε να ευημερεί, και στα χαρτιά συμβάδιζε με την Ευρώπη, θα έφτανε στα όρια της απόγνωσης και σε εθνικές ταπεινώσεις. Η έκπληξη τώρα δεν είναι υποκριτική, ξεπέρασε τους ίδιους μας τους φόβους. Ξέραμε για τα ρυάκια: Για την Παιδεία που έπασχε, για το πελατειακό πολιτικό μας σύστημα, ξέραμε ότι η επιφανειακή μας ευμάρεια έκρυβε ανομίες και κυνισμό.
-
Ξέραμε για τα ρυάκια, ότι είχαν γεμίσει σκουπίδια και πέτρες, όχι όμως ότι το ποτάμι που κατέληγαν θα φούσκωνε διαρκώς,και θα έπνιγε πόλεις και ανθρώπους. Με αυτήν την οπτική γωνία, το σημερινό Συμπόσιο αποκτά και ένα άλλο ενδιαφέρον. Διότι στις μεγάλες του ενότητες, νομίζω ότι κρύβονται πολλά από τα ρυάκια, που υπήρξαν η πηγή των δεινών μας. Με την συμβολή λοιπόν των ομιλητών, ελπίζω ότι η εικόνα θα αποκτήσει ενάργεια και περιεχόμενο. Ίσως μάλιστα υποδειχθούν και οι τρόποι, που τα ρυάκια θα αρχίσουν πάλι να ρέουν καθάρια και με ορμή. Είναι άλλωστε και η μόνη μας ελπίδα, για ένα μέλλον που μπορεί να μοιάζει μακρινό, θα παύσει όμως τουλάχιστον να είναι αδιόρατο. Σε αυτό το μέλλον οι υποκριτικές εκπλήξεις διαρκώς θα λιγοστεύουν, και θα παραμείνουν μόνον οι απροσδόκητες, αληθινές εκπλήξεις της ίδιας της ζωής. Υπαινιγμός τέταρτος, μια βασανιστική υποψία. Μια ύπουλη, βασανιστική υποψία διαπερνά καιρό τώρα την σκέψη του ομιλούντος. Ότι τον τόπο μας, εμείς οι Έλληνες, δεν τον αγαπούμε. Δεν χάνομε βέβαια ευκαιρία να υμνούμε τις πολλαπλές του χάρες, τα θαυμαστά τοπία και τις θάλασσες του· και από δίπλα, να επικαλούμαστε τον αρχαίο του πολιτισμό ή τις παραδόσεις του λαού μας. Λίγοι όμως μόνον, άξιοι και εκλεκτοί, έκαναν τους ύμνους αυτούς στάση ζωής. Σε μας τους άλλους αρκούν τα «ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα», ενώ η αλήθεια είναι άλλη και πληγώνει. Τον τόπο μας,εμείς οι Έλληνες, τον θεωρούμε στρέμματα προς εκμετάλλευση, πόλεις που δεν σέβονται οι πολίτες τους, και νησιά έτοιμα να παραδοθούν στο μπετόν και την ασχήμια· ενώ σε περιστάσεις κρίσιμες, όπως η σημερινή, το καλό της χώρας συχνά παραμερίζεται, και υπερισχύουν οι κομματικές ιδιοτέλειες και ο φανατισμός. Η αδιαμφισβήτητη αυτή αλήθεια – ότι τον τόπο μας, εμείς οι Έλληνες, δεν τον αγαπούμε– δεν έχει μια εύκολη η πειστική ερμηνεία. Οφείλεται ίσως στην λειψή παιδεία μας, ή στις ιστορικές μας ασυνέχειες. Αφήνοντας όμως για το διάλειμμα την σχετική συζήτηση, φοβούμαι ότι η έλλειψη αγάπης για τον τόπο μας είναι μια παράμετρος, που δεν μπορεί να αγνοήσει το σημερινό Συμπόσιο. Διότι οι πιό άρτιοι θεσμοί, η καλύτερη νομοθεσία για το περιβάλλον, αλλά ακόμα και οι προθέσεις ή οι ικανότητες ενός δημάρχου,- ο παρακείμενος μου δήμαρχος διαθέτει και τα δύο – θα προσκρούουν πάντοτε στο ανομολόγητο πάθος καταστροφής των πολιτών, που δεν έμαθαν να αγαπούν τον τόποτους· η αντίστροφα, ο τόπος τους συνήθισε να τους απωθεί και να τους πληγώνει.
-
Ads by Media PlayerAd Options
Για να κλείσω ωστόσο τον υπαινιγμό αυτό με ένα τρόπο μελοδραματικό, που ταιριάζει νομίζω με τις περιστάσεις, θεωρώ ότι ο εύστοχος τίτλος του Συνεδρίου, δηλαδή το «ποιά Ελλάδα», μπορεί να έχει μια μόνον απάντηση: Εκείνη που θα αγαπήσομε και θα μας αγαπά. Όπως λέει και ο τροβαδούρος της Θεσσαλονίκης, που έμελε να αναδειχθεί και σε τροβαδούρο της Ελλάδας, ίσως εκεί «των Ελλήνων οι κοινότητες φτιάχνουν άλλο γαλαξία». Υπαινιγμός πέμπτος, η Εξοδος. Ο υπαινιγμός αυτός, που είναι και ο τελευταίος,– υποθέτω ότι εδώ θα υπάρξει μια ανάσα ανακούφισης στο ευγενικό ακροατήριο – στηρίζεται σε μια βασική υπόθεση: Ότι επιθυμία μας, και επιθυμία του Συνεδρίου, είναι η Έξοδος. Εννοώ την έξοδο από τους άγονους κύκλους που διαγράφει σήμερα η πατρίδα, από το κλίμα της εντάσεως και των μονολόγων που κυριαρχεί στις συζητήσεις ή τις τηλεοπτικές οθόνες. Βιώνομε ένα θέατρο του παραλόγου, που μοιάζει να έχει πολλούς συγγραφείς. Αφήνει ωστόσο αμήχανους τους θεατές του. Σε ένα σπουδαίο, αλλά ελάχιστα γνωστό διήγημα του Ιουλίου Βέρν – το «Πείραμα του δόκτορος Οξ» – οι κάτοικοι μιας ολόκληρης πόλεως περιέρχονται αργά σε μια κατάσταση ανεξήγητη. Ο παραλογισμός και η ένταση κυριαρχούν. Η κατάσταση όμως αυτή εκτονώνεται ευθύς ως κάποιοι από τους κατοίκους περιπατήσουν τυχαία προς την κορυφή ενός λόφου. Εκεί ανακαλύπτουν και πάλι τον πραγματικό εαυτό τους, τις ξεχασμένες αξίες, και τα πράγματα που τους συνδέουν.
-
Η ερμηνεία δεν αργεί: Ένας παρανοικός επιστήμων, ο δόκτωρ Οξ, διοχέτευε στην πόλη και προς χάριν των πειραμάτων του ένα αέριο με καταστρεπτικές επιδράσεις στα νεύρα και την προσωπικότητα των κατοίκων. Αρκούσε ο καθαρός αέρας του λόφου, για να επανέλθουν οι τυχεροί σε ένα κώδικα αξιών και συμπεριφοράς, που περιόριζε την επίδραση των τοξικών αερίων. Έξω λοιπόν, προς τον καθαρό αέρα, προς την κορυφή του λόφου. Ας παραμερίσομε προσωρινά το πολύπλοκο ερώτημα: Ποιός άραγε, η ποιοί είναι εκείνοι, που διοχετεύουν τα τοξικά αέρια στην Πόλη; Νάναι λοιπόν η τρόικα, οι ανάξιοι πολιτικοί, – η μήπως μια Ευρώπη που ξέχασε τους πρωταρχικούς λόγους της υπάρξεως της; Με αυτά τα ερωτήματα ασχολούνται ωστόσο κατά κόρον οι πολιτικοί και οι πολιτικάντηδες, οι φωνές της μισαλλοδοξίας και του φανατισμού, οι αναλυτές της δυστυχίας μας. Εμείς εδώ, που δεν ακολουθούμε αυτό το ρεύμα, ας εστιάσομε στο μόνο εθνικό αίτημα: Έξω, στον καθαρό αέρα. Έξω λοιπόν, στον καθαρό αέρα. Εκεί που κυριαρχεί το ερώτημα «τι μπορούμε να κάνομε»και όχι το εξαντλημένο «ποιός φταίει». Σε αυτήν την έξοδο μας καλεί νομίζω η πρωτοβουλία του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, εκεί έγκειται η αξία αλλά και το νόημα του σημερινού συνεδρίου. Διότι, όπως τουλάχιστον συνάγεται από το πρόγραμμα, θα επιχειρήσει να δεί με νέα ματιά – έξω, στο καθαρό αέρα! – ορισμένες έννοιες πρωταρχικές· που, όπως λένε οι σοφοί, είναι απαραίτητες για την πορεία, την σταθερή πορεία ενός τόπου.
-
Αγαπητοί φίλοι, Διατύπωσα, στην αρχή της ομιλίας μου, ένα αίτημα, που με περισσή μάλιστα αλαζονία χαρακτήρισα βαθύτατα πολιτικό. Συνοψίζεται στην ανάγκη, όσο περνά ο καιρός, η Ελλάδα που ξέρομε να συγκλίνει με την άλλη Ελλάδα, την παράλληλη Ελλάδα. Δεν αγνοώ την παραδοξότητα του αιτήματος, ούτε το ανέφικτο της γεωμετρίας του. Στην φημισμένη Γεωμετρία του Ευκλείδη, που διδαχθήκαμε με δέος στα σχολεία, είναι γνωστό ότι οι παράλληλες δεν συγκλίνουν, ούτε βέβαια τέμνονται. Υπάρχει όμως και μια άλλη, εναλλακτική Γεωμετρία, που θεμελίωσε τον 19ο αιώνα ο Ρώσος μαθηματικός Nicolai Lobachevsky, και επεξέτεινε αργότερα ο σπουδαίος Bernhard Riemann. Στην παράδοξη αυτή Γεωμετρία, την μη Ευκλείδεια, οι παράλληλες επιτρέπεται να συγκλίνουν, η και να τέμνονται. Ενώ όμως θεωρήθηκε, ακόμα και από τον ίδιο Riemann, ότι η Γεωμετρία αυτή δεν έχει σχέση με τον πραγματικό κόσμο, η μεγάλη ανατροπή δεν άργησε να έλθει. Όπως απεκάλυψε η μεγαλοφυία του Αινστάιν, ο χωρόχρονος είναι καμπυλωμένος, και η Γεωμετρία του Σύμπαντος μη Ευκλείδεια. Είναι λοιπόν εφικτή η σύγκλιση των παραλλήλων. Σε αυτήν μάλιστα την νέα Γεωμετρία θεμελιώθηκε η Γενική Θεωρία της Σχετικότητας, που ερμηνεύει με τρόπο εκπληκτικό την δομή, αλλά και την εξέλιξη του Σύμπαντος. Δεν χρειάζεται νομίζω να συνεχίσω. Το σημερινό συνέδριο ελπίζω να επιβεβαιώσει, ότι ζούμε σε ένα χώρο μη Ευκλείδιο. Όποια όμως και αν είναι τα συμπεράσματα του, θα έχει κάνει ένα μεγάλο βήμα προς την ζωογόνο αντίληψη, που ήθελε τα Πανεπιστήμια προπομπούς της κοινωνίας και της ελπίδας των ανθρώπων.
-
Πρόκειται για την την ομιλία του Γιώργου Γραμματικάκη – που ήταν και η κεντρική ομιλία – στο πολύ ωραίο συμπόσιο ” Ποια Ελλάδα ;” που οργάνωσε ο Δήμος και το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
-
(Σημ. Απερ. Γαλάζ.) ευχαριστούμε τον φίλο Κίμωνα που μας το έστειλε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου