Ετικέτες

Σάββατο 1 Μαρτίου 2014

Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ ΘΑΤΗ (310 πΧ) – Ελληνες, Σκύθες και Σαρμάτες περί τον Κιμμέριο Βόσπορο





Cimmerian  Bosporus
Ο  Παιρισάδης  Α΄ της  δυναστείας  των  Σπαρτοκιδών,  βασιλιάς  του  Κιμμέριου  Βοσπόρου (θα  παραθέσω  την  Ιστορία  του  συγκεκριμένου  ελληνικού  βασιλείου  σε  επόμενο  άρθρο  μου  σύντομα)  πέθανε  το  310  πΧ.  Ο  πρωτότοκος  γιος  του,  Σάτυρος,  ανακηρύχθηκε  βασιλιάς  αλλά  σε  λίγο  αντιμετώπισε  την  εξέγερση  του  νεότερου  αδελφού  του,  Ευμήλου,  ο  οποίος  διεκδίκησε  τον  θρόνο.  Ο  Εύμηλος  είχε  εξασφαλίσει  την  υποστήριξη  του  Αριφάρνους,  βασιλιά  των  Θαταίων  όπως  αναφέρει  ο  Διόδωρος  ο  Σικελιώτης,  δηλαδή  του 
λαού  ο  οποίος  ζούσε  στην  περιοχή  του  ποταμού  Θάτη.
  Ο  τελευταίος  ήταν  πιθανότατα  ένας  από  τους  παραποτάμους  του  Υπάνιδος  (Κουμπάν).  Θεωρείται  σχεδόν  βέβαιο  ότι  οι  «Θαταίοι»  (ονομασία  η  οποία  δεν  είναι  εθνική  αλλά  γεωγραφική)  ταυτίζονται  με  τους  Σίρακες,  έναν  σαρματικό  λαό  που  είχε  εγκατασταθεί  στην  περιοχή  του  Κουμπάν  κατά  τη  βασιλεία  του  Παιρισάδη  Α΄,  ο  οποίος  τους  κατέστησε  υποτελείς  του.  Οι  Σαρμάτες  αποτελούσαν  μια  ομάδα  νομαδικών  λαών  της  κεντρικής  Ασίας,  ανήκοντες  στον  βορειοϊρανικό  (σακικό)  κλάδο.  Από  τον  4ο  αι  πΧ  άρχισαν  να  κινούνται  προς  τις  στέπες  βορείως  του  Ευξείνου,  ενώ  άλλες  φυλές  τους  κινήθηκαν  προς  την  Κίνα.  Οι  διάφορες  σαρματικές  φυλές  (Σαυρομάτες,  Σίρακες,  Αόρσοι,  Ασπουργοι,  Βορανοί,  Ρωξολανοί,  «Βασιλικοί»  Σαρμάτες,  και  αργότερα  οι  Ιάζυγες,  οι  Αλανοί,  οι  σύγχρονοι  Οσσέτες  κ.ά.)  ήταν  ανεξάρτητες  και  συχνά  πολεμούσαν  μεταξύ  τους.  Οι  Σαρμάτες  μάχονταν  κυρίως  ως  ιππείς  με  μακριά  λόγχη  ιππικού.  Αλλα  όπλα  τους  ήταν  τα  ξίφη  και  ένα  είδος  σύνθετου  τόξου,  λιγότερο  ισχυρό  από  το  σκυθικό.  Σύμφωνα  με  μία  διαδεδομένη  άποψη,  οι  βορειοϊρανικοί  λαοί  (Σάκες  και  Σαρμάτες)  υιοθέτησαν  τη  μακρά  λόγχη  ιππικού  όταν  αντιμετώπισαν  τους  Μακεδόνες  και  Θεσσαλούς  ιππείς  του  Μεγάλου  Αλεξάνδρου  στην  κεντρική  Ασία  το  330/329  πΧ,  οι  οποίοι  μαχόταν  με  το  συγκεκριμένο  όπλο.
Ο  Αριφάρνης  έδωσε  άσυλο  στον  Εύμηλο  όταν  εγκατέλειψε  το  Παντικάπαιο (κοιτίδα  και  πρωτεύουσα  του  βασιλείου, παλαιά   αποικία  της  Μιλήτου),  με  απώτερο  σκοπό  να  ανεξαρτητοποιηθεί  από  τη  βοσπορανή  επικυριαρχία.  Γι’  αυτό  προσέφερε  στον  διεκδικητή  του  θρόνου  στρατιωτική  υποστήριξη,  αποσκοπώντας  στην  αποδυνάμωση  του  βασιλείου  του  Βοσπόρου  και  πιθανότατα  στην  επέκταση  της  επικράτειας  του  σε  βάρος  του.  Από  την  άλλη  πλευρά  οι  Σκύθες,  οι  οποίοι  ζούσαν  στα  βόρεια  του  βασιλείου,  προσέφεραν  στρατιωτική  βοήθεια  στον  βασιλιά  Σάτυρο,  επειδή  φοβούντο  τη  διαρκή  προώθηση  των  σαρματικών  φυλών  προς  τα  εδάφη  τους.  Ήδη  οι  Σίρακες  είχαν  εγκατασταθεί  σε  περιοχή  η  οποία  ανήκε  στους  Σκύθες.  Επιπρόσθετα  οι  τελευταίοι  θα  δελεάστηκαν  από  τους  μισθούς  που  προσέφερε  ο  Σάτυρος  και  από  την  προοπτική  λαφυραγώγησης  της  εχθρικής  χώρας.
Scythians
Νυχτερινή  έφοδος  Σκυθών  ιππέων  σε  οχυρωμένο  οικισμό  γηγενών  της  ανατολικής  Ευρώπης.  Κατατοπιστικός  αρχαιολογικά  πίνακας  από  το  Experiment (copyright:Experiment).

-
Σύντομα  ο  Σάτυρος  εμφανίσθηκε  στην  περιοχή  του  ποταμού  Θάτη  με  τον  στρατό  του,  επιζητώντας  τη  συντριβή  των  συμμάχων  επαναστατών.  Οι  δυνάμεις  του  αποτελούντο  από  30.000  Σκύθες  (10.000  ιππείς  και  20.000  πεζούς),  2.000  Ελληνες  μισθοφόρους  και  2.000  Θράκες  ομότεχνους  τους.  Οι  20.000  «Σκύθες»  πεζοί  ανήκαν  στην  πραγματικότητα  στον  τοπικό  προσκυθικό  πληθυσμό  της  σύγχρονης  Κριμαίας-Ουκρανίας  (λαός  παλαιού  πολιτισμού  Σρουμπνάγια,  βόρειοι  Θράκες [δηλαδή  της  σύγχρονης  δυτικής  Ουκρανίας],  Ταύροι  κ.α.)  και  δεν  ήταν  ιδιαίτερα  αξιόμαχοι.  Το  ίδιο  ισχύει  για  τους  πεζούς  των  Σιράκων  οι  οποίοι  είχαν  ανάλογη  καταγωγή  (κυρίως  Σρουμπνάγια  και  Παλαιοκαυκάσιοι).  Οι  πεζοί  των  Σκυθών  και  των  Σιράκων  ήταν  εξοπλισμένοι  με  τον  ίδιο  τρόπο  (ελαφρά  οπλισμένοι,  αλλά  σημαντικά  κατώτεροι  από  τους  Θράκες  πελταστές).  Οι  ελληνικές  πόλεις  του  Βοσπόρου  διέθεταν  χιλιάδες  οπλίτες  (πολίτες)  ενώ  η  αριστοκρατία  του  διέθετε  ισχυρό  ιππικό.  Ο  Διόδωρος  δεν  απαριθμεί  σημαντικές  Βοσπορανές  δυνάμεις  μεταξύ  των  στρατευμάτων  του  Σατύρου,  ο  οποίος  στηρίχθηκε  κυρίως  σε  μισθοφόρους  και  συμμάχους.  Προφανώς  αμφέβαλλε  για  τη  νομιμοφροσύνη  των  Βοσπορανών  υπηκόων  του  και  άφησε  τον  προσωπικό  του  στρατό  ως  τοποτηρητή  της  εξουσίας  του  στο  Παντικάπαιο  και  τις  άλλες  πόλεις,  βαδίζοντας  εναντίον  του  Ευμήλου  μόνο  με  μισθοφορικές-συμμαχικές  δυνάμεις.  Ωστόσο  είναι  πιθανό  ότι  πολλοί  ή  οι  περισσότεροι  από  τους  Ελληνες  μισθοφόρους  του  προέρχονταν  από  τις  Βοσπορανές  πόλεις.
Οι  περισσότεροι  μελετητές  έχουν  θεωρήσει  δικαιολογημένα  ότι  οι  Ελληνες  του  Σατύρου  ήταν  οπλίτες  και  οι  Θράκες  του  ήταν  πελταστές.  Οι  Σκύθες  ιππείς  διαιρούντο  σε  βαρέους,  με  θωράκιση,  και  σε  ελαφρούς  ιπποτοξότες.  Από  την  άλλη  πλευρά  ο  Εύμηλος  στηρίχθηκε  στον  στρατό  του  Αριφάρνους,  ο  οποίος  κινητοποίησε  20.000  ιππείς  και  22.000  πεζούς.  Όπως  αναφέρθηκε,  οι  τελευταίοι  ανήκαν  μάλλον  στον  προσαρματικό  πληθυσμό  που  υποτάχθηκε  στους  Σίρακες  και  δεν  ήταν  ιδιαίτερα  αξιόμαχοι.  Οι  μόνοι  εμπειροπόλεμοι  και  καλά  εξοπλισμένοι  πεζοί  αμφότερων  των  παρατάξεων  ήταν  οι  Ελληνοθράκες  του  Σατύρου.  Οι  ιππείς  του  Αριφάρνους,  καθαυτό  Σίρακες  και  άλλοι  Σαρμάτες,  είχαν  σε  μεγάλο  βαθμό  τον  ίδιο  εξοπλισμό  με  τους  Σκύθες  αντιπάλους  τους,  αλλά  διέθεταν  μάλλον  λιγότερους  θωρακισμένους  ιππείς  και  λιγότερους  ιπποτοξότες  (διαθέτοντας  περισσότερους  λογχοφόρους).
9a
Χάρτης  των  τριών  βασικών  φασεων  της  μάχης  του  Θάτη  κατά  τον  Ουκρανό  ιστορικό  E.V. Cernenko.  Μετάφραση  χάρτη: Thataeans: Σίρακες (Θαταίοι),  Aripharnes: Αριφάρνης, Eumeles:  Εύμηλος, Satyrus: Σάτυρος,  GreeksThracians: Μενίσκος> Ελληνες–Θράκες,  Scythians: Σκύθες,  Thatis River: ποταμός Θάτης.  Το  οχυρωμένο στρατόπεδο  του  Σατυρου  διακρίνεται  στον  χάρτη.
Τα στρατεύματα του Σατύρου εισέβαλαν στο έδαφος των Θαταίων-Σιράκων με την υποστήριξη πολλών αμαξών με τρόφιμα και εφόδια, προκειμένου να μην αντιμετωπίσουν προβλήματα ανεφοδιασμού στην εχθρική χώρα. Όταν έφθασαν στον ποταμό Θάτη, είδαν τον εχθρικό στρατό να τους περιμένει στην απέναντι όχθη του. Ο Σάτυρος διάβηκε τον ποταμό παρά την απειλή των Σιράκων, οι οποίοι φαίνεται πως δεν αντέδρασαν. Ενδεχομένως ο Αριφάρνης ήθελε να δώσει την αποφασιστική μάχη στη δική του περιοχή και δεν επιτέθηκε στο στράτευμα του Σατύρου την ώρα της διάβασης του Θάτη, μία κίνηση η οποία θα επέφερε ίσως την υποχώρηση του. Εξάλλου ο Αριφάρνης δεν επιθυμούσε την παρουσία ενός πολυάριθμου εχθρικού στρατεύματος για πολύ καιρό στην επικράτεια του, το οποίο θα λεηλατούσε και θα κατέστρεφε τα εδάφη του. Γι’ αυτό επεδίωκε την αποφασιστική μάχη. Ο στρατός του Σατύρου συγκρότησε οχυρωμένο στρατόπεδο με τις άμαξες του κοντά στην όχθη του Θάτη και παρατάχθηκε ταχέως για μάχη μπροστά από αυτό. Ο Σάτυρος παρέταξε στο δεξιό κέρας τους Ελληνες οπλίτες υπό τον αρχηγό των μισθοφόρων, Μενίσκο, υποστηριζόμενους στο άκρο της πτέρυγας από τους Θράκες πελταστές. Στην αριστερή πτέρυγα παρέταξε Σκύθες πεζούς και ιππείς όπως και στο κέντρο της παράταξης, στο οποίο έλαβε θέση ο ίδιος. Εκεί ο Σάτυρος διοικούσε τον κύριο όγκο των θωρακισμένων (βαρέων) Σκυθών ιππέων. Η σύνθεση των τμημάτων της σιρακικής παράταξης δεν είναι γνωστή, αλλά η εξέλιξη της μάχης δίνει αρκετές ενδείξεις σχετικά με αυτήν. Ο Εύμηλος ανέλαβε τη διοίκηση του αριστερού κέρατος έναντι των Ελλήνων και των Θρακών, τον τρόπο μάχεσθαι των οποίων γνώριζε καλά ως Βοσπορανός. Όπως θα αναφερθεί παρακάτω, διοικούσε μάλλον πολυάριθμους ιππείς, πολλοί από τους οποίους θα ήταν επίλεκτοι (θωρακοφόροι κ.α.), προκειμένου να εξασφαλίσει τη διάρρηξη της οπλιτικής φάλαγγας και των πελταστών που την υποστήριζαν. Ο Αριφάρνης παρατάχθηκε στο κέντρο με ιππείς και πεζούς. Θεωρείται βέβαιο ότι και οι ιππείς του Σίρακα βασιλιά περιελάμβαναν πολλούς επιλέκτους (σωματοφύλακες του). Η δεξιά πτέρυγα των Σιράκων περιελάμβανε άλλους ιππείς και πεζούς.
axes
Τελετουργικός πολεμικος πελεκυς από σκυθικό τύμβο.
-
Η μάχη άρχισε με γενική επίθεση όλων των τμημάτων, τα οποία ενεπλάκησαν σε πεισματώδη και φονική σύρραξη με πολλά θύματα. Ο Σάτυρος κατόρθωσε τελικά να συντρίψει τον Αριφάρνη στο κέντρο των παρατάξεων και οδήγησε το σκυθικό ιππικό εναντίον της δεύτερης γραμμής του σιρακικού κέντρου, την οποία επίσης κατατρόπωσε. Στο μεταξύ ο Εύμηλος είχε κατορθώσει να απωθήσει τους Ελληνες και Θράκες αντιπάλους του. Εντούτοις οι μισθοφόροι του Μενίσκου ήταν ισχυροί και πεπειραμένοι πολεμιστές, επειδή αναφέρεται ότι στη συνέχεια της εκστρατείας διακρίθηκαν στις επιχειρήσεις εναντίον των Θαταίων-Σιράκων. Ο Βρετανός ερευνητής Αλαν Ουέμπστερ λαμβάνοντας υπόψη αυτό το στοιχείο, παρατηρεί εύστοχα ότι η πιθανότερη εξήγηση είναι πως οι Ελληνες και οι Θράκες ήλθαν αντιμέτωποι με μεγάλες μάζες ιππέων. Ο Εύμηλος, Ελληνας και ο ίδιος (αλλά θρακικής καταγωγής επειδή η δυναστεία των Σπαρτοκιδών ήταν εξελληνισμένοι Θράκες(1) ), γνώριζε ότι μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορούσε να διαρραγεί η οπλιτική φάλαγγα, έστω και αν αριθμούσε μόνο 2.000 άνδρες. Ο Ουέμπστερ θεωρεί μάλιστα πιθανό ότι οι 20.000 Σίρακες ιππείς καταμερίσθηκαν ισοδύναμα μεταξύ των Αριφάρνους και Ευμήλου (από 10.000 ο καθένας) και ότι η δεξιά πτέρυγα του στρατού τους αποτελείτο σχεδόν μόνο από πεζούς. Ενδεχομένως η ενίσχυση που έδωσε ο πρώτος στον δεύτερο με πολλούς και επίλεκτους ιππείς επέφερε την αποδυνάμωση του δικού του σώματος και την ήττα του στο κέντρο από τον Σάτυρο. Αυτή η εκδοχή ενισχύεται από την περιγραφή της μάχης από τον Διόδωρο, από την οποία δεν διαφαίνεται ότι ο Σάτυρος αντιμετώπισε ισχυρότερες δυνάμεις από τις δικές του στο κέντρο των αντίπαλων παρατάξεων. Επιπρόσθετα το σκυθικό βαρύ ιππικό ήταν μάλλον ανώτερο από το σαρματικό (ένας συσχετισμός ο οποίος αντιστράφηκε τον επόμενο αιώνα για λόγους που δεν αφορούν το παρόν άρθρο).
Hoplite association www.4hoplites.com
Ελληνες οπλίτες μετείχαν στη μάχη του ποταμού Θάτη και διακρίθηκαν κυρίως κατά την πολιορκία της πρωτεύουσας των Σιράκων (αναπαράσταση φάλαγγας από τον Βρετανικο Συλλογο Ιστορικών Μελετών Hoplite Association).
-
Μετά τη νίκη του στο κέντρο, ο συνετός Σάτυρος δεν προέβη σε καταδίωξη των ηττημένων ανδρών του Αριφάρνους, αλλά ανασυγκρότησε ταχέως το ιππικό του και κάλπασε αμέσως εναντίον του Ευμήλου, ο οποίος συνέχιζε να απωθεί τους άνδρες του Μενίσκου. Ο Βοσπορανός βασιλιάς επιτέθηκε στα νώτα των ιππέων του αδελφού του αιφνιδιάζοντας τους και διαλύοντας τις τάξεις τους. Ο Διόδωρος δεν αναφέρει το αποτέλεσμα της σύρραξης στην αριστερή πτέρυγα της παράταξης του Σατύρου (έναντι της δεξιάς των Σιράκων). Φαίνεται πως σε αυτό το σημείο είτε δεν υπήρξε νικητής, είτε το αποτέλεσμα δεν επηρέασε την εξέλιξη της συνολικής σύγκρουσης. Με αυτόν τον τρόπο ο ικανός Σάτυρος κατέστρεψε ένα προς ένα τα δύο ισχυρότερα σώματα του εχθρικού στρατού κερδίζοντας τη νίκη. Σε λίγο ολόκληρος ο στρατός των Ευμήλου και Αριφάρνους, ο οποίος είχε μεγάλες απώλειες, τράπηκε σε φυγή υπό την καταδίωξη των νικητών και οι επιζώντες του κατέφυγαν μαζί με τους δύο αρχηγούς στη σιρακική πρωτεύουσα. Προφανώς οι Σκύθες ήπιαν από το αίμα των νεκρών εχθρών τους και αφαίρεσαν το δέρμα με το τριχωτό της κεφαλής τους, ως τρόπαιο (συνήθεια ανάλογη με εκείνη των Ινδιάνων της βόρειας Αμερικής).
Η πρωτεύουσα του Αριφάρνους, στην όχθη του ποταμού Θάτη, ήταν ισχυρά προστατευμένη με οχυρώσεις και επιπρόσθετα βρισκόταν σε οχυρώτατη φυσική τοποθεσία. Ο στρατός του Σατύρου λεηλάτησε την περιοχή της – μία από τις κύριες επιδιώξεις των Σκυθών συμμάχων – και στη συνέχεια άρχισε την πολιορκία της. Ο Σάτυρος γνώριζε ότι η νίκη του στο πεδίο της μάχης δεν θα είχε κανένα αντίκρισμα, αν δεν αιχμαλώτιζε ή δεν φόνευε τον αδελφό του. Αποφασισμένος να καταλάβει το φρούριο του Αριφάρνους, οδήγησε μία θυελλώδη έφοδο εναντίον του. Οι Θαταίοι-Σίρακες, ο βασιλιάς τους και ο Εύμηλος υπερασπίσθηκαν με πάθος την πρωτεύουσα, με αποτέλεσμα η νέα σύρραξη στις οχυρώσεις της να εξελιχθεί σε εκατόμβη. Σε αυτή τη φάση διακρίθηκαν οι Ελληνοθράκες του Μενίσκου συγκριτικά με τους Σκύθες, μία φυσική συνέπεια της ικανότητας των πρώτων σε στατικό πόλεμο πολιορκίας έναντι της ικανότητας των δεύτερων στις ιππομαχίες. Οι επιθέσεις του Σατύρου διήρκεσαν 4 ημέρες. Την τέταρτη ημέρα ο γενναίος Βοσπορανός βασιλιάς (ο οποίος επέμενε να μάχεται ο ίδιος) τραυματίσθηκε σοβαρά και την ίδια νύκτα πέθανε, 9 μήνες μετά τον θάνατο του Παιρισάδη Α΄. Αρχηγός του στρατού ήταν πλέον ο Μενίσκος, ο οποίος αποφάσισε να λύσει την πολιορκία και να αποσυρθεί. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ο διοικητής των μισθοφόρων δεν εκμεταλλεύθηκε την κατάσταση προς όφελος του. Αν συνέχιζε την πολιορκία, πιθανότατα θα καταλάμβανε το φρούριο του Αριφάρνους και θα εκτελούσε τον Εύμηλο. Στη συνέχεια μπορούσε να ανακηρύξει βασιλιά κάποιον από τους ελάσσονες Σπαρτοκίδες πρίγκιπες ως υποχείριο του, κατέχοντας ο ίδιος την πραγματική εξουσία (και παραμερίζοντας αργότερα το υποχείριο του, καθιστάμενος ο ίδιος τύραννος). Αντίθετα, ο Μενίσκος απέσυρε τον στρατό από τη χώρα του Θάτη παίρνοντας μαζί του το σώμα του Σατύρου, στον οποίο φαίνεται πως ήταν ιδιαίτερα πιστός.
sarmatian1
Σαρματικός (και σιρακικός) θώρακας από μεγάλες φολίδες (αποκατάσταση βασισμένη στα ευρήματα).
-
Ο Πρύτανις, τριτότοκος γιος του Παιρισάδη Α΄, διαδέχθηκε τον Σάτυρο στη βασιλεία του Βοσπόρου και ανέλαβε την ηγεσία του στρατού του. Ανέλαβε το αξίωμα του στην πόλη Γάργαζα και ετοιμάσθηκε για τη σύγκρουση με τον αδελφό του, Εύμηλο. Ο τελευταίος επιχείρησε να αποφύγει νέο πόλεμο, ενδεχομένως επειδή δεν είχε πλέον εμπιστοσύνη στις ικανότητες του στρατού του Αριφάρνους.
Ο  Πρύτανις,  τριτότοκος  γιος  του  Παιρισάδη  Α΄,  διαδέχθηκε  τον  Σάτυρο  στη  βασιλεία  του  Βοσπόρου  και  ανέλαβε  την  ηγεσία  του  στρατού  του.  Ανέλαβε  το  αξίωμα  του  στην  πόλη  Γάργαζα  και  ετοιμάσθηκε  για  τη  σύγκρουση  με  τον  αδελφό  του,  Εύμηλο.  Ο  τελευταίος  επιχείρησε  να  αποφύγει  νέο  πόλεμο,  ενδεχομένως  επειδή  δεν  είχε  πλέον  εμπιστοσύνη  στις  ικανότητες  του  στρατού  του  Αριφάρνους.  Πρότεινε  στον  Πρύτανη  συμβιβασμό  ο  οποίος  βασιζόταν  στη  διαίρεση  του  βασιλείου  σε  δύο  επικράτειες,  τις  οποίες  θα  μοιράζονταν.  Όμως  ο  πρώτος  απέρριψε  την  πρόταση  του.  Ο  Πρύτανις  έφυγε  για  το  Παντικάπαιο  προκειμένου  να  εξασφαλίσει  την  αρχή  του  στο  βασίλειο.  Οι  αριστοκράτες  και  οι  πολίτες  των  ελληνικών  άστεων  μπορούσαν  να  εκμεταλλευθούν  το  κενό  εξουσίας  που  δημιουργήθηκε  και  να  αποτινάξουν  την  τυραννία  των  Σπαρτοκιδών.  Η  απουσία  του  Πρύτανη  έδωσε  την  ευκαιρία  στον  Εύμηλο  και  τους  συμμάχους  του  να  καταλάβουν  τη  Γάργαζα  και  άλλες  πολίχνες,  οι  οποίες  βρίσκονταν  μάλλον  στη  χερσόνησο  του  Ταμάν  (Μάιος  309  πΧ).  Αφού  ο  Πρύτανις  εξασφάλισε  την  εξουσία  του  επέστρεψε  στην  περιοχή  του  Κουμπάν,  αλλά  ο  στρατός  του  είχε  καταπονηθεί  σημαντικά  από  τον  Εύμηλο  και  ηττήθηκε  τελικά  σε  νέα  σύρραξη.  Ο  Εύμηλος  απέκλεισε  το  εχθρικό  στράτευμα  στην  περιοχή  της  Μαιώτιδος  Λίμνης  και  ανάγκασε  τον  Πρύτανη  να  παραιτηθεί  από  τον  θρόνο.  Ο  πρώτος  ανακηρύχθηκε  βασιλιάς  αλλά  ο  δεύτερος  πραγματοποίησε  μία  τελευταία  προσπάθεια  να  ανακτήσει  την  εξουσία,  όταν  επέστρεψε  στο  Παντικάπαιο.  Ο  Πρύτανις  απέτυχε  επιφέροντας  την  οργή  του  αδελφού  του.  Ο  Εύμηλος  τον  εκτέλεσε  μαζί  με  την  οικογένεια  του  και  την  οικογένεια  του  Σατύρου  (Ιούνιος  309  πΧ).
Ο  νέος  βασιλιάς  υπήρξε  φονικός,  διατάσσοντας  τη  δολοφονία  πολλών  φίλων  των  αδελφών  του  και  επιφέροντας  τελικά  την  αντίπραξη  των  υπηκόων  του,  οι  οποίοι  απηύδησαν  με  τις  αγριότητες  του.  Ο  Εύμηλος  αντιλήφθηκε  ότι  θα  αντιμετώπιζε  επανάσταση  και  κάλεσε  τον  λαό  της  πρωτεύουσας  σε  λαϊκή  συνάθροιση,  κατά  την  οποία  ανακοίνωσε  οικονομικά  μέτρα  ευνοϊκά  για  την  εμπορική  τάξη,  στην  υποστήριξη  της  οποίας  απέβλεπε.  Ετσι  σταθεροποίησε  τη  θέση  του.  Ο  Παιρισάδης  και  ο  Σάτυρος  υπήρξαν  δραστήριοι  και  ικανοί  ηγεμόνες.  Ο  Εύμηλος  αποδείχθηκε  αντάξιος  τους  κατά  τη  μόλις  πενταετή  βασιλεία  του.  Οι  γηγενείς  λαοί  των  βορείων  και  των  ανατολικών  ακτών  του  Εύξεινου  Πόντου,  κυρίως  οι  Ταύροι,  οι  Ηνίοχοι  και  οι  Αχαιοί (2)  διενεργούσαν  από  παλαιά  πειρατεία  σε  βάρος  των  Ελλήνων  εμπόρων  του  Βοσπόρου,  πλήττοντας  σοβαρά  την  οικονομία  του.  Ο  Εύμηλος  χρησιμοποίησε  τον  Βοσπορανό  στόλο  εναντίον  τους,  τον  οποίο  ενίσχυσε,  και  τους  εκμηδένισε.  Με  αυτόν  τον  τρόπο  ενίσχυσε  το  εμπόριο  του  κράτους  και  προσεταιρίσθηκε  σταθερά  την  ισχυρή  μεσαία  εμπορευόμενη  τάξη  του.  Επίσης  ενίσχυσε  τις  στρατιωτικές  δυνάμεις  του  με  την  επιστράτευση  περισσότερων  Ελλήνων  των  αστικών  κέντρων,  οι  οποίοι  δεν  παρείχαν  έως  τότε  αρκετούς  άνδρες  στον  βασιλικό  στρατό.  Η  κύρια  χερσαία  πολεμική  επιχείρηση  του  Ευμήλου  ήταν  η  ανακατάληψη  του  εδάφους  της  αποικίας  Τανάιδος,  στις  εκβολές  του  μεγάλου  ομώνυμου  ποταμού  (σύγχρονου  Ντον),  η  οποία  είχε  εγκαταλειφθεί  λόγω  της  βαρβαρικής  πίεσης.  Επρόκειτο  για  ένα  στρατηγικότατο  σημείο  (κοντά  στη  σύγχρονη  ρωσική  μεγαλούπολη  Ροστώφ),  στο  οποίο  οι  Βοσπορανοί  ανίδρυσαν  και  οχύρωσαν  την  Τάναϊ.  Η  αποικία  υπήρξε  το  πλέον  προκεχωρημένο  πολιτικό,  στρατιωτικό,  εμπορικό  και  πολιτισμικό  «φυλάκιο»  του  Ελληνισμού  στον  ανατολικοευρωπαϊκό  χώρο.  Όπως  έχει  εκτιμηθεί,  ο  Εύμηλος  είχε  καταστρώσει  μεγαλεπήβολους  σχεδιασμούς  για  την  εξάπλωση  της  επικράτειας  του.  Σκόπευε  να  προσαρτήσει  σταδιακά  όλες  τις  χώρες  του  βόρειου  Εύξεινου  στο  Βοσπορανό  βασίλειο  και  να  δημιουργήσει  έτσι  ένα  ισχυρό  ελληνιστικό  κράτος  το  οποίο  θα  μπορούσε  να  αντιμετωπίσει  το  κράτος  του  Λυσιμάχου,  του  στρατηγού  του  Μεγάλου  Αλεξάνδρου.  Εκείνη  την  περίοδο  ο  Λυσίμαχος  ήλεγχε  τη  Θράκη  και  τα  δυτικά  παράλια  του  Εύξεινου,  έχοντας  ενδεχομένως  βλέψεις  επέκτασης  προς  τον  βόρειο  Εύξεινο.  Παρά  ταύτα,  ο  Εύμηλος  σκοτώθηκε  το  304  πΧ  σε  ένα  περίεργο  ατύχημα,  το  οποίο  ίσως  «μεθοδεύθηκε»  από  οπαδούς  του  Σατύρου  και  του  Πρύτανη.
spear
Φυλλόσχημες  αιχμές  ελληνικών  οπλιτικών  δοράτων  διαφορετικών  διαμετρημάτων  (αναπαράσταση  του  Βρετανικού  Συλλόγου   Ιστορικών   Μελετών  Hoplite Associationμε  βάση  αρχαιολογικά  ευρήματα  από  την  Πελοπόννησο).
-
Νέος  βασιλιάς  του  Βοσπόρου  ανακηρύχθηκε  ο  γιος  του  Ευμήλου,  Σπάρτοκος  Γ΄  (304-284  πΧ).  Κατά  τη  βασιλεία  του  η  Αθήνα  αναγνώρισε  οριστικά  τη  Βοσπορανή  ανεξαρτησία,  η  οποία  υφίστατο  βέβαια  εκ  των  πραγμάτων  περισσότερο  από  έναν  αιώνα.  Μετά  την  καταστροφή  του  στόλου  της  από  τους  Μακεδόνες  στο  Αιγαίο  (ναυμαχία  της  Αμοργού  και  άλλες  το  322  πΧ)  και  τον  ουσιαστικό  εξορισμό  των  αθηναϊκών  πληρωμάτων  από  τον  Αντίπατρο,  η  Αθήνα  δεν  μπορούσε  να  αναλάβει  πλέον  σοβαρές  υπερπόντιες  εκστρατείες  για  την  αποκατάσταση  της  παλαιάς  ζώνης  επιρροής  της.  Ο  Σπάρτοκος  Γ΄,  ο  οποίος  (όπως  όλοι  οι  προκάτοχοι  του)  ήταν  «βασιλέας»  έναντι  των  βαρβάρων  υπηκόων  του  αλλά  «άρχων»  έναντι  των  Ελλήνων,  ακολούθησε  το  παράδειγμα  των  στρατηγών  του  Αλεξάνδρου  οι  οποίοι  έλαβαν  εκείνη  την  εποχή  τον  τίτλο  του  βασιλιά  και  έπραξε  το  ίδιο,  διατηρώντας  μόνο  τον  πρώτο  τίτλο  έναντι  όλων  των  υπηκόων  του.
Η  μάχη  του  ποταμού  Θάτη  κρίθηκε  από  τις  στρατιωτικές  ικανότητες  του  Σατύρου  και  τη  μαχητική  αξία  του  σκυθικού  ιππικού.  Το  τελευταίο  συνέτριψε  διαδοχικά  δύο  γραμμές  μάχης  των  ιππέων  του  Αριφάρνους  και  ανασυγκροτήθηκε  αμέσως  για  να  επιτεθεί  με  την  ίδια  ταχύτητα  στην  αντίθετη  κατεύθυνση,  εναντίον  των  ιππέων  του  Ευμήλου.  Αυτοί  οι  εντυπωσιακοί  ελιγμοί  καταδεικνύουν  την  υψηλή  ικανότητα  διοίκησης  και  τακτικής  αντίληψης  του  Σατύρου  αλλά  και  την  υποδειγματική  ευελιξία  και  πειθαρχία  του  σκυθικού  ιππικού  και  τη  μαχητικότητα  των  ανδρών  του.  Είναι  αξιοσημείωτο  ότι  οι  Σκύθες  ιππείς  κατόρθωσαν  να  διατηρήσουν  τη  συνοχή  των  μονάδων  τους  μετά  από  τις  διαδοχικές  τοπικές  νίκες  τους,  χωρίς  να  προβούν  σε  ασύνετη  καταδίωξη  των  ηττημένων  εχθρών.  Την  αναφερόμενη  καταδίωξη  είχαν  διενεργήσει  σε  πολλές  άλλες  περιπτώσεις  αρχαίων  και  μεσαιωνικών  μαχών,  στρατεύματα  τα  οποία  είχαν  επικρατήσει  τοπικά,  με  κατάληξη  αρκετές  φορές  την  τελική  ήττα  τους  λόγω  της  διάλυσης  των  τάξεων  τους.
15a
Αναπαράσταση  Σκυθών  από  Ουκρανικό  Ιστορικό  Σύλλογο.  παρατηρείστε  τις  φολιδωτές  πανοπλίες  τους.  Οι  ιρανικοί  λαοί  είχαν  μακροχρόνια  παράδοση  στην  κατασκευή  μεταλλικών  πανοπλιών  και  θεωρούνται  οι  επινοητές  της  αλυσωτής (έως  πρόσφατα  θεωρούντο  επινοητές  της  οι  Κέλτες)  και  της  λεπιδωτής  πανοπλίας, ίσως  και  της  φολιδωτής.  Φωτογραφία  από  το  περιοδικό  Experiment (copyright:Experiment).
-
-
ΕΠΙΜΕΤΡΟ  1:
ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ  ΚΑΙ  ΕΞΕΛΛΗΝΙΣΜΕΝΕΣ  ΠΟΛΕΙΣ  ΚΑΙ  ΠΟΛΙΣΜΑΤΑ  ΒΟΡΕΙΩΣ  ΤΟΥ  ΕΥΞΕΙΝΟΥ  από  την  Αρχαϊκή  έως  τη  Ρωμαϊκή  περίοδο  (7ος αι. π.Χ.-3ος αι. μ.Χ.)
Συνέταξα  τον  ακόλουθο  κατάλογο  συγκεντρώνοντας  τις  εν  λόγω  ελληνικές  αποικίες  ή/και  εξελληνισμένες  πόλεις  των  ιθαγενών,  οι  οποίες  αναφέρονται  σε  όλη  την  Αρχαία  Γραμματεία, ελληνική  και  λατινική.  Οι  περισσότερες  βρίσκονταν  στη  χερσόνησο  της  Κριμαίας,  όμως  αρκετές  βρίσκονταν  στις  άλλες  βόρειες  ακτές  του  Ευξείνου, στα  ανατολικά  και  τα  δυτικά  της  μεγάλης  χερσονήσου.
Ολβία
Βορυσθενίς  νήσος (Berezan)
Ταμυράκη
Τάφρος
Καλός  Λιμήν  (Κριμαίας)
Κερκινίτις  (μτγν Ευπατορεία)
Συμβόλων  Λιμήν
Κτενούς  (βόρειας ακτής)
Πάλακος
Χάραξ
Λάγυρα
Ιστριανών  Ποταμού  Λιμήν
Θεοδοσία
Δανδάκη
Χερσόνησος
Νύμφαίον
Τορικτάκη  ή  Τυριτάκη
Παντικάπαιον
Παρθένιον
Ζήνωνος  Χερσόνησος
Ηράκλειον
Λάρων
Ποστυγία
Παρόστα
Κιμμέριον
Κιμμερία
Πορτάκρα
Βοϊών
Ιλσόρατον
Σατάρχη
Αλωπεκή
Βαδάτιον  (βόρειας ακτής)
Κύταιον
Ταζός  (βόρειας ακτής)
Αργώδα
Καρκίνη
Λιμήν  Ολμίτις
Άκρα
Πορθμείον
Κρήμνοι
Τάναϊς
Τυράμβη
Φαναγορεία
Στρατόκλεια
Κοροκονδάμη
Ερμώνασσα  (βόρειας  ακτής)
Κήποι
Αιγιαλός  (βόρειας  ακτής)
Γελωνός  (ελλην.  παροικία)
Αχίλλειον  Μαιώτιδος
Μυρμήκιον
Απάτουρον
Πατραία
Ψόα
-
-
ΕΠΙΜΕΤΡΟ  2
Ο  ΣΤΡΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΙΜΜΕΡΙΟΥ ΒΟΣΠΟΡΟΥ
Οι ένοπλες δυνάμεις του Βοσπορανού βασιλείου ουσιαστικά δεν συμμετείχαν στη μάχη του ποταμού Θάτη, όμως παρουσιάζουν ενδιαφέρον επειδή ανήκαν σε ένα ελληνικό κράτος αρκετά απομακρυσμένο από τη μητροπολιτική Ελλάδα. Τα δύο κύρια σώματα του ήταν οι αριστοκράτες ιππείς, εξοπλισμένοι σε μεγάλο βαθμό όπως οι Σκύθες γείτονες τους, και οι Ελληνες των αστικών κέντρων, προφανώς οπλίτες και «ψιλοί» (ελαφρά οπλισμένοι) την εποχή της μάχης του Θάτη. Ο εξοπλισμός των τοπικών Ελλήνων σε μεταγενέστερες επιτύμβιες στήλες (ιδίως της γειτονικής ανεξάρτητης Χερσονήσου) περιλαμβάνει ασπίδες τύπου θυρεού, στοιχείο το οποίο δείχνει την υιοθέτηση του νέου εξοπλισμού του «θυρεοφόρου» ο οποίος επικράτησε βαθμιαία σε όλες τις ελληνικές πόλεις τον 3ο αι πΧ. Ο αριθμός τους δεν ήταν μεγάλος λόγω της απροθυμίας τους να υπηρετήσουν τους τυράννους, και συμπληρωνόταν με μισθοφόρους από τη μητροπολιτική Ελλάδα και τη Μικρά Ασία. Όμως από τη βασιλεία του Ευμήλου κ.ε. επιστρατεύονταν όλο και περισσότεροι Βοσπορανοί Ελληνες λόγω των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπισε το βασίλειο και κυρίως λόγω των εξωτερικών απειλών που αυξάνονταν ραγδαία. Κατά τη Μεταχριστιανική Εποχή, οι Βοσπορανοί εξοπλίσθηκαν «με τον ρωμαϊκό τρόπο» όπως αναφέρεται, προφανώς όπως τα συμμαχικά σώματα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (auxiliaries), η οποία είχε καταστήσει το βασίλειο «πελατικό» της.
Το αριστοκρατικό ιππικό είχε μεικτή απώτερη προέλευση:   θρακική, ελληνική, κιμμερική, σκυθική, μαιωτική κ.α. Οι πεζικές δυνάμεις του Βοσπόρου συμπληρώνονταν από ελαφρά οπλισμένους μάχιμους οι οποίοι ανήκαν κυρίως στον προελληνικό πληθυσμό της υπαίθρου και των γειτονικών περιοχών: Ταύροι, Μαιώτες, Σινδοί, βόρειοι Θράκες, λαός Σρουμπνάγια, Σκύθες κ.α. Αρκετοί φαίνεται πως ήταν και οι Θράκες μισθοφόροι πελταστές, οι προερχόμενοι από την καθαυτό Θράκη, νοτίως του Δούναβη. Τέλος, οι Βοσπορανές δυνάμεις περιελάμβαναν αξιόλογο ναυτικό, το οποίο ισχυροποιήθηκε βαθμιαία μετά την υποχώρηση της αθηναϊκής επιρροής και την εγκαθίδρυση του σπαρτοκιδικού καθεστώτος. Αρκετές ελληνικές πόλεις του Εύξεινου διατήρησαν την πλούσια ναυτική παράδοση των Ιώνων και Μεγαρέων ιδρυτών τους. Τουλάχιστον το Παντικάπαιο, η Σινώπη, η Ηράκλεια και άλλες μεγάλες πόλεις διέθεταν στόλους τριήρων. Οι Σπαρτοκίδες του Παντικάπαιου είχαν συνάψει ειδική συμφωνία με την Αθήνα προκειμένου να στρατολογούν πληρώματα για τα σιταγωγά και τα πολεμικά τους από την Αττική (346 πΧ, σύμφωνα με επιγραφή). Ο Ρωσοουκρανός αρχαιολόγος Ροστόφτσεφ ο οποίος ερεύνησε σχολαστικά την αρχαία ιστορία της περιοχής, θεωρεί ότι γενικά ο Κιμμέριος Βόσπορος διέθετε ισχυρό στρατό και στόλο.
sarmatian1
sarmatian2
Πιστή  αναπαράσταση  όπλων  των  Σαρματών (και  των  Σιράκων )  με  βάση  τα  αρχαιολογικά  ευρήματα: σύνθετο  τόξο  νομαδικού  τύπου    και  επίμηκες  ξίφος.
-
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Το ίδιο  ανθρωπωνύμιο ‘ Σπάρτοκος’  από  το  οποίο  προέρχεται  το  δυναστικό  όνομα  των  Σπαρτοκιδών,  έφεραν βασιλείς και πρίγκηπες της Θράκης, καθώς και ο  Θράκας  Σπάρτοκος (σε  εσφαλμένη  απόδοση:  Σπάρτακος), ο ηγέτης της επικινδυνότερης επανάστασης δούλων που γνώρισε η Ρώμη (1ος αι. πΧ).
(2) Αρκετοί ασχολούμενοι με τα εθνολογικά ζητήματα έχουν θεωρήσει ότι οι Αχαιοί της ανατολικής παρευξείνιας ακτής είχαν μακρινή φυλετική σχέση με τους Πρωτοαχαιούς της Ελλάδας, την οποία ανάγουν στην 3η χιλιετία πΧ. Θα προσθέσουμε την ακόλουθη εκτίμηση: είναι πιθανό ότι οι πρόγονοι των Αχαιών της Καυκασίας τέθηκαν κατά τη Μυκηναϊκή εποχή υπό την εξουσία κάποιας αχαϊκής-μυκηναϊκής δυναστείας που αποβιβάσθηκε στις ακτές τους, ενδεχομένως κατά τις μυκηναϊκές ναυτικές επιχειρήσεις που σχετίζονται με τον μύθο του Χρυσόμαλλου δέρατος. Με το πέρασμα των αιώνων η ελληνική-αχαϊκή άρχουσα τάξη τους θα εκβαρβαρώθηκε, αλλά το εθνωνύμιο της θα επιβίωσε στον λαό τον οποίο διακυβέρνησε («Αχαιοί»).
-
Περικλής  Δεληγιάννης
-
ΠΗΓΕΣ
(1)   Διόδωρος ο Σικελιώτης: ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ, Εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα, 1998.
(2)   Ηρόδοτος: ΙΣΤΟΡΙΑ, Εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα.
(3)   Στράβων: ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ, Εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα.
(4)   Κορομηλά Μαριάννα: ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΗ ΜΑΥΡΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ ΩΣ ΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ, Έκδοση Πολιτιστικής Εταιρίας «Πανόραμα», Αθήνα, 1991.

http://www.olympia.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου