Ετικέτες

Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2014

Οι ψευδαισθήσεις της Δύσης και η αναλλοίωτη φύση της Τουρκίας


Του Ιωάννη Σ. Λάμπρου, Πολιτικού Επιστήμονος – Διεθνολόγου


Οι διαδηλώσεις κατά της κυβέρνησης Ερντογάν, πριν από μερικούς μήνες, αλλά και οι πρόσφατες εξελίξεις σε σχέση με τις κατηγορίες διαφθοράς και, κυρίως, η αντίδραση του Τούρκου πρωθυπουργού επαναφέρουν στο προσκήνιο το ζήτημα της συμπερίληψης ή μη της Τουρκίας στον Δυτικό Κόσμο, όχι από άποψης στρατηγικών σχεδιασμών αλλά από την πλευρά της πολιτιστικής συμβατότητας και αποδοχής κοινών αξιών και αρχών.
Ένα συχνό λάθος, το οποίο λαμβάνει χώρα από πλείστους αναλυτές εξωτερικής πολιτικής είναι ότι αποπειρώνται να αναλύσουν την πολιτική κατάσταση στην Τουρκία με το συμβατικό δίπολο Δεξιά-Αριστερά. Οι δύο αυτές έννοιες έχουν περιορισμένη εφαρμογή στην τουρκική κοινωνία, αφ’ ενός διότι αμφότερες ( Δεξιά – Αριστερά ) έχουν αναφορές στην γενοκτονική πολιτική των Νεότουρκων –Κεμαλιστών, χαρακτηριζόμενες από μίσος προς οτιδήποτε το μη τουρκικό και μη μουσουλμανικό, αφετέρου διότι, στην Τουρκία, κυρίαρχο στοιχείο στην ανάλυση δεν είναι το δίπολο Δεξιά – Αριστερά αλλά Ισλάμ – Κοσμικό Κράτος ( Κεμαλιστές). Το εν λόγω στοιχείο διαφοροποιεί την ανάλυση της τουρκικής πολιτικής σκηνής από οποιαδήποτε άλλη δυτική χώρα. 


Η δημοκρατία ως εργαλείο επιβολής

Οι Κεμαλιστές, για δεκαετίες, εθεωρούντο οι προασπιστές της δημοκρατίας λόγω της αντίθεσης τους στην ισλαμική ατζέντα, εφαρμόζοντας, παράλληλα, πολιτική εθνοκάθαρσης σε Ίμβρο, Τένεδο, Κωνσταντινούπολη και καταπνίγοντας στο αίμα τα αιτήματα των Κούρδων για αναγνώριση της πολιτιστικής τους ταυτότητας.  Η ηγεσία του τουρκικού πολιτικού Ισλάμ, από την άλλη πλευρά,  χρησιμοποιώντας ως άλλοθι την καταπίεση της κεμαλικής γραφειοκρατίας, προσανατολίστηκε στην υιοθέτηση ρητορικής δυτικών κρατών, αναφορικά με το κράτος δικαίου και τα ανθρώπινα δικαιώματα, ως καταφύγιο απέναντι στην αυθαιρεσία των υποστηρικτών του κοσμικού  κράτους αλλά και ως παράγοντα εδραίωσης στην εξουσία μετά το 2002.  Οι, υπό τον Ερντογάν, Ισλαμιστές, σε αντίθεση με τον Ερμπακάν, συνέδεσαν τον εκδημοκρατισμό ( υπονόμευση του στρατεύματος) με την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, διαδικασία η οποία έχει ως προαπαιτούμενα τον πολιτικό έλεγχο του στρατού, τον χωρισμό κράτους – θρησκείας, χωρισμός ο οποίος εκλαμβάνεται από τους Ισλαμιστές ως μη επιβολή του κράτους/στρατού στην θρησκεία αλλά όχι το αντίθετο…


Οι διώξεις  εναντίον του στρατεύματος, φυσικά, δεν αποτελούν πράξη νομιμοφροσύνης στην κοινοβουλευτική δημοκρατία, αλλά αποσκοπούν στην εδραίωση της κυριαρχίας του πολιτικού Ισλάμ και στην εκμηδένιση της επιρροής των Τούρκων αξιωματικών. Και οι δύο πλευρές, Κεμαλιστές και Ισλαμιστές, υιοθετούν μια εργαλειακή χρήση της έννοιας «δημοκρατία» ως μέσο στην προσπάθεια τους να επιβληθούν στην εσωτερική πολιτική σκηνή. Ο «εκδημοκρατισμός» της γείτονος δεν είναι μια διαδικασία, η οποία αναδύεται από την κοινωνία αλλά επιβάλλεται από πάνω, είναι ελεγχόμενη και κατευθυνόμενη, σύμφωνα με τις πολιτικές στοχεύσεις της εκάστοτε ομάδας.


Οι εκπρόσωποι του πολιτικού Ισλάμ δεν είναι διατεθειμένοι να συμβιβάσουν την ισλαμική τους πίστη με την δημοκρατική διάρθρωση της κοινωνίας και τις ατομικές ελευθερίες, όπως αυτές γίνονται αντιληπτές στις χώρες της Δύσης. Ακόμα και η υιοθέτηση, εκ μέρους τους, της ελεύθερης οικονομίας, μέσω της πολιτικής του Τ. Οζάλ, δεν αποτέλεσε δείγμα συμβατότητας με την ελεύθερη οικονομία των δυτικών χωρών αλλά ενστικτώδη αντίδραση στον ασφυκτικό κεμαλικό κρατισμό.

Ανάλογης νοοτροπίας αποτελεί και η ομάδα υπό τον Φ. Γκιουλέν, ο οποίος , όπως πριν από  αυτόν οι Κεμαλιστές και ο κ. Ερντογάν, έκανε χρήση του δικού του «βαθέως κράτους» εναντίον του Τούρκου πρωθυπουργού. Στη γείτονα δεν υπάρχει ένας κρατικός μηχανισμός αλλά παράλληλοι μηχανισμοί, οι οποίοι ενεργοποιούνται από την εκάστοτε ομάδα στο εσωτερικό αγώνα επιβολής. Το κεμαλικό «βαθύ κράτος», αντικαταθίσταται  από ένα άλλο βαθύ κράτος, με ισλαμικό πρόσημο, το οποίο, με τη σειρά του, δέχεται επίθεση από έτερο ισλαμικό «βαθύ κράτος» ( Φ. Γκιουλέν ).


Η αυταρχική νοοτροπία του Τούρκου πρωθυπουργού καταφαίνεται, παράλληλα, από την πλειοψηφική προσέγγιση, την οποία υιοθετεί αναφορικά με το δημοκρατικό πολίτευμα. Ο Τούρκος πρωθυπουργός προσεγγίζει το δημοκρατικό πολίτευμα ως μια διαδικασία, η οποία περιορίζεται στη διενέργεια εκλογών, από την οποία προκύπτει η εκάστοτε κυβερνητική πλειοψηφία. Η κυβερνητική αυτή πλειοψηφία, την οποία απολαμβάνει ο κ. Ερντογάν, δίνει στον τελευταίο, σύμφωνα με την πλειοψηφική προσέγγιση, το απόλυτο δικαίωμα να κυβερνήσει, μέχρι τις επόμενες εκλογές, μη λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις όποιες αντιρρήσεις στην εφαρμοζόμενη πολιτική. Αδιαφορία για τη γνώμη της μειοψηφίας, όμως, σε μια χώρα με πλειάδα εθνικών και θρησκευτικών ομάδων καλλιεργεί τον κίνδυνο κάθε απόφαση να υπονομεύσει την εύθραυστη ισορροπία της τουρκικής κοινωνίας.


Ο Τούρκος πρωθυπουργός, όπως, και ο πρώην πρόεδρος της Αιγύπτου Μ. Μόρσι υιοθέτησαν μια επιφανειακή προσέγγιση της δημοκρατίας, σύμφωνα με την οποία « ο νικητής τα παίρνει όλα ». Πέραν της εκλογών, η οποιαδήποτε προσπάθεια της μειοψηφίας να εκφράσει την αντίθεση της απονομιμοποιείται εκλαμβανόμενη ως στάση κατά του κράτους υποκινούμενη από το εξωτερικό. Ο κ. Ερντογάν χρησιμοποιεί τα ποσοστά του στις τελευταίες εκλογές ως νομιμοποιητικό στοιχείο κάθε απόφασης του αδιαφορώντας για τις αντιδράσεις· η Τρίτη γέφυρα στο Βόσπορο, το κανάλι που θα συνδέει τη Μαύρη Θάλασσα με τη Θάλασσα του Μαρμαρά, το τρίτο αεροδρόμιο της Κωνσταντινούπολης αποτελούν σχέδια της τουρκικής κυβέρνησης για την πραγματοποίηση των οποίων ελάχιστη ή καθόλου σημασία αποδόθηκε στη στάση της κοινής γνώμης. Η ταύτιση, εκ μέρους του Τούρκου πρωθυπουργού, της δημοκρατίας, αποκλειστικά,  με τη διενέργεια εκλογών αποδεικνύει την περιορισμένη αντίληψη τόσο του ίδιου, όσο και της κοινωνίας από την οποία προέρχεται, της έννοιας της  Δημοκρατίας.


Δομική  ασυμβατότητα  Δύσης – Τουρκίας

Η ασυμβατότητα μεταξύ Ευρώπης και Τουρκίας καταφαίνεται, μεταξύ άλλων, από το ρόλο του στρατεύματος στην τουρκική πολιτική. Υπό την δυτική οπτική κάθε διαμάχη με το στράτευμα και απομείωση της επιρροής του  εκλαμβάνεται ως νίκη της δημοκρατίας. Στην Τουρκία, όμως, όπου το στράτευμα αποτελεί τον θεματοφύλακα του κοσμικού κράτους, τα κατά καιρούς πραξικοπήματα των Τούρκων αξιωματικών δεν προσλαμβάνονταν ως συνταγματική εκτροπή ( ποιού συντάγματος; ) αλλά ως επέμβαση διάσωσης της κοσμικής παρακαταθήκης, άρα και της «δημοκρατίας» του Μουσταφά Κεμάλ.


Η παρανόηση, εκ μέρους  δυτικών κυβερνήσεων, αναφορικά με τις σταθερές της τουρκικής κοινωνίας  είχε ως αποτέλεσμα την στήριξη του κ. Ερντογάν και του κόμματος του. Το Κόμμα Δημοκρατίας και Ανάπτυξης  επιχείρησε  να  παρουσιάσει τον εαυτό του ως Μουσουλανοδημοκρατικό κόμμα, αντίστοιχο των Χριστιανοδημοκρατικών κομμάτων της Ευρώπης, είτε ως μια προσπάθεια νομιμοποίησης του, στα μάτια των Δυτικών, στην εσωτερική πάλη για την εξουσία, είτε ως μια, ακόμη, απέλπιδα προσπάθεια να καταδειχθεί η συμβατότητα της Τουρκίας με τη Δύση ως έκφραση του διαχρονικού κόμπλεξ κατωτερότητας των Τούρκων απέναντι στο Δυτικό Κόσμο.


Δημοσιογράφοι και εκπρόσωποι δυτικών κυβερνήσεων  παρουσίαζαν τον  κ. Ερντογάν,  ως  τον άνθρωπο των μεταρρυθμίσεων, ως τον πολιτικό που θα εκδημοκρατίσει τη γείτονα και θα οδηγούσε τη χώρα στην Ευρωπαϊκή  Ένωση. Η λανθασμένη αυτή ανάγνωση, ιδιαίτερα, ύστερα από το τρομοκρατικό χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, οφείλεται στην  έντονη  διάθεση, εκ μέρους παραγόντων δυτικών χωρών, να αναζητήσουν, εναγωνίως, ισλαμικές πολιτικές δυνάμεις σε μουσουλμανικές χώρες, δυνάμεις οι οποίες θα αποκήρυσσαν τη βία και θα όμνυαν νομιμοφροσύνη στο δημοκρατικό σύστημα διακυβέρνησης. Διαμορφωτές πολιτικής δυτικών χωρών ήθελαν να πιστεύουν ότι κάτι τέτοιο ήταν δυνατό, αφ’ενός για λόγους πολιτικής ορθότητας από φόβο μην κατηγορηθούν για αντιμουσουλμανικά αισθήματα, αφετέρου, κυρίως, διότι μια τέτοια ανάγνωση ταίριαζε με τις στοχεύσεις των ισχυρότερων παικτών της Δύσης αναφορικά με τη μεταμόρφωση της Μέσης Ανατολής, και γενικότερα, του ισλαμικού κόσμου ως γεωπολιτικά σύνολα απαρτιζόμενα από δημοκρατικά κράτη ασπαζόμενα την ελεύθερη οικονομία.


Το κόμμα της Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, αντίθετα,  προσπάθησε να δημιουργήσει ένα βαθύ κράτος, ανάλογο με αυτό των Κεμαλιστών, δημιουργώντας επιχειρηματίες και ΜΜΕ φιλικά προσκείμενων στον Τούρκο πρωθυπουργό. Και η ειρωνεία είναι ότι αυτό ελάμβανε χώρα σε μια χρονική περίοδο κατά την οποία δυτικές πρωτεύουσες  επαινούσαν την Τουρκία και την παρουσίαζαν ως πρότυπο για τις κοινωνίες του αραβικού κόσμου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το οποίο φανερώνει τις δυτικές ψευδαισθήσεις αποτελεί η γιγάντωση της Γραμματείας Θρησκευτικών Υποθέσεων. Σύμφωνα με τον προϋπολογισμό για το έτος 2014, 5.4 δις τουρκικές λίρες ( σχεδόν 1,8 δις ευρώ ) θα κατανεμηθούν στη συγκεκριμένη γραμματεία, χρηματικό ποσό το οποίο υπερβαίνει κατά πολύ τους προϋπολογισμούς, μεταξύ άλλων, των υπουργείων Εξωτερικών, Εσωτερικών, Ενέργειας. Η Γραμματεία είναι άμεσα υπόλογη στον Τούρκο Πρωθυπουργό και ενώ το 2002, έτος ανόδου του κ. Ερντογάν στην εξουσία, απασχολούσε , περίπου, 74.000 υπαλλήλους, το 2014 έχει στο δυναμικό της πάνω από 100.000 υπαλλήλους. Είναι αρκετά δύσκολο, υπό την δυτική οπτική των πραγμάτων, πως ο εκδημοκρατισμός της γείτονος συμπορεύεται με την ενίσχυση των ισλαμικών δομών.


Όταν γίνονται  εκλογές σε χώρες με ισλαμική πολιτική παράδοση, επειδή ακριβώς η κοινωνική βάση είναι ισλαμική, ακόμα και αν δεν εκλέγονται   θρησκευτικά κόμματα, η ασυμβατότητα απέναντι στη δημοκρατία είναι φανερή. Πολλώ δε μάλλον όταν ισλαμικά κόμματα, όπως το κόμμα του Τούρκου πρωθυπουργού, αναλαμβάνουν την εξουσία… Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες επετράπησαν εκλογές σε χώρες με ισλαμική πολιτική παράδοση ( Αλγερία, Αίγυπτος, Τουρκία ) επικράτησαν  ισλαμικά κόμματα, των οποίων  το πολιτικό πρόγραμμα  φανέρωσε, στην πράξη, την μεγάλη απόσταση από τις δυτικές κοινωνίες. Η δε εκπεφρασμένη αντίθεση αυτών των κυβερνήσεων, σε αρχές βάσει των οποίων είναι δομημένες οι δυτικές κοινωνίες, έχει το ακαταμάχητο άλλοθι της προηγούμενης έγκρισης από το εκλογικό σώμα. Άρνηση της δημοκρατίας  μέσω εκλογών…


Βασική προϋπόθεση για την εμπέδωση, όχι μόνο δημοκρατικών διαδικασιών αλλά δημοκρατικής νοοτροπίας, αποτελεί  μια προηγούμενη εξέλιξη της κοινωνίας. Το δημοκρατικό πολίτευμα αποτελεί το τέρμα μιας μακράς διαδικασίας της κάθε κοινωνίας, δύσβατης  πορείας κοινωνικών αγώνων, πορεία  η οποία πολλές φορές μπορεί να διαρκέσει για πολλές δεκαετίες ή και αιώνες. Όπως εύστοχα είχε γράψει ο Άγγελος Τερζάκης:  « Δημοκρατία σημαίνει αναβαθμός πολιτισμού. Γίνεσαι άξιος να υψωθείς ως τη δημοκρατική ιδέα όταν έχεις πριν διανύσει κάποια στάδια εσωτερικού εκπολιτισμού. » Τέτοια διαδικασία εκπολιτισμού δεν έχει περάσει η γειτονική χώρα…


Ασυμφωνία  αγαθών

Στην περίπτωση της Τουρκίας, περισσότερη δημοκρατία μπορεί να σημαίνει λιγότερο ελεύθερη, ανεκτική κοινωνία. Αυτό που βλέπουμε στην Τουρκία και στην Αίγυπτο είναι αυτό, το οποίο ο Άγγλος φιλόσοφος Ησαΐας Μπερλίν περιέγραψε ως την ασυμβατότητα μεταξύ ίσων αγαθών, ισχυριζόμενος ότι είναι λάθος η άποψη ότι όλα τα αγαθά – στην περίπτωση του Μπερλίν η αρνητική ελευθερία (η ελευθερία από καταναγκασμό ) και η θετική ελευθερία ( η ελευθερία προς πράξη ) – να έρχονται μαζί ταυτόχρονα και ότι κάποιες φορές αυτά συγκρούονται. Έτσι είναι και η δημοκρατική μετάβαση στις χώρες της Μέσης Ανατολής. Σε χώρες της Δύσης δημοκρατία και ανεκτικότητα στις μειοψηφούσες ομάδες ταυτίζονται, σε αντίθεση με χώρες με μη ευρωπαϊκή πολιτική κουλτούρα όπως η Τουρκία. Σε τέτοιες χώρες περισσότερη δημοκρατία μπορεί να σημαίνει λιγότερη ανεκτικότητα και λιγότερη ελευθερία. Αυτό το στοιχείο καταδεικνύει την τεράστια απόσταση που χωρίζει την Τουρκία από τον πολιτικό πολιτισμό της Δύσης και την μη ευρωπαϊκή φύση και δομή της τουρκικής κοινωνίας. Το θετικό γεγονός της αύξησης του εισοδήματος την τελευταία δεκαετία και η εισροή κεφαλαίων στην γείτονα συνυπήρξε με την αύξηση στη δολοφονία γυναικών και τον εξαναγκασμό χιλιάδων νεαρών κοριτσιών να παντρευτούν σε πολύ μικρή ηλικία. Παραμερίσθηκε, επίσης, ο ρόλος του στρατεύματος, αλλά η ενίσχυση του Ισλάμ στη δημόσια ζωή είχε επιπτώσεις για τους επανομείναντες Χριστιανούς της χώρας.

Η κυβέρνηση Ερντογάν, ήρθε στην εξουσία, με μεγάλες προσδοκίες εκδημοκρατισμού της Τουρκίας, όπως ακριβώς οι Νεότουρκοι, θεωρήθηκαν οι φορείς του εκσυγχρονισμού, το 1908. Υπό τη σημαία του εκδημοκρατισμού και του εκσυγχρονισμού, όμως, κατέληξαν στις Γενοκτονίες  Ελλήνων, Αρμενίων και Ασσυρίων. Ομοίως, οι αρχικές ελπίδες για τον κ. Ερντογάν δεν μετατράπηκαν, μεν, σε γενοκτονία ( πέραν της … ρουτίνας δολοφονίας  Κούρδων ), αλλά και δεν κατέληξαν στην εγκαθίδρυση δημοκρατικής διακυβέρνησης όπως έλπιζαν, αφελώς, πολλοί αναλυτές δυτικών χωρών. Υπό τη σημαία του εκδημοκρατισμού και της «αλλαγής» δεν επήλθε καμιά αλλαγή στην αυταρχική και εκφασισμένη δομή της τουρκικής κοινωνίας.
Η Τουρκία στην Ευρώπη;

Η σχέση των Τούρκων με το δυτικό κόσμο, διαχρονικά δεν μπορεί να χαρακτηριστεί περίοδος  συνεργασίας και αμοιβαίου σεβασμού. Επί εκατοντάδες χρόνια η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, αρχικά, και η δυτική Ευρώπη αργότερα, υπό τη μορφή διαφόρων συμμαχιών κάθε φορά, προσπαθούσαν να αναχαιτίσουν την επεκτατισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Αργότερα,  στις αρχές του 20ου αιώνα, το οθωμανικό σουλτανάτο συμμάχησε με την Αυτοκρατορική Γερμανία, στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο η κεμαλική, πλέον, Τουρκία τήρησε στάση επιτηδείου ουδετερότητας. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου δεν ήταν η … πίστη σε κοινά ιδανικά με το Δυτικό Κόσμο, αλλά το βάρος της σοβιετικής παρουσίας στη Μαύρη Θάλασσα που ανάγκασε την Τουρκία να στραφεί στη Δύση. Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης η Άγκυρα, αρχικά με τον Τ. Οζάλ και ύστερα με τον Τ. Ερντογάν, υιοθέτησε μια διαφοροποιημένη εξωτερική πολιτική, βασισμένη σε μια ενδυνάμωση του  οθωμανικού παρελθόντος στην τουρκική ταυτότητα, πολιτική η οποία, σε ένα βαθμό, θέτει την Τουρκία σε αντίθεση με τους σχεδιασμούς δυτικών κρατών στην ευρύτερη περιοχή της Ευρασίας. Απόδειξη αυτής της αντίθεσης αποτελεί η μη χρήση τουρκικού εδάφους, από τις Ηνωμένες Πολιτείες, το 2003 καθ’ οδόν για την εισβολή στο Ιράκ. Η ρήξη με το Ισραήλ και η περαιτέρω αποσταθεροποίηση της Συρίας λόγω βοήθειας της Άγκυρας σε ακραίες ισλαμικές ομάδες, αποτελούν στοιχεία περαιτέρω διαφοροποίησης με τις δυτικές στοχεύσεις στην περιοχή, χωρίς, όμως, να παραγνωρίζεται η ευελιξία, την οποία είναι έτοιμη να επιδείξει η τουρκική ηγεσία για να καταστεί πολύτιμη στις δυτικές χώρες. Επιπροσθέτως, η αρνητική διάθεση, όπως φανερώνονται μέσα από σωρεία δημοσκοπήσεων, της τουρκικής κοινωνίας, απέναντι  στον  Χριστιανισμό αποδεικνύει την ασυμβατότητα των Τούρκων με το ευρωπαϊκό πολιτιστικό πλαίσιο.

Ένα στοιχείο, το οποίο γίνεται αντικείμενο παρεξήγησης εκ μέρους δυτικών κυβερνήσεων, αναφορικά με την προοπτική ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι ότι δεν γίνεται κατανοητό πως η τουρκική επιδίωξη για ένταξη στην ΕΕ δεν βασίζεται στην επιθυμία συμμετοχής σε μια κοινότητα  κοινών αξιών και όμοιας πολιτιστικής παράδοσης, αλλά λαμβάνει χώρα προς ενίσχυση του άρρωστου τουρκικού εθνικισμού ( βλέπε δηλώσεις εκ μέρους Τούρκων αξιωματούχων ότι είναι η Ευρωπαϊκή  Ένωση που χρειάζεται την Τουρκία! ), για να καλύψει το κόμπλεξ κατωτερότητας απέναντι στη Δύση μέσω της συμμετοχής της σε αυτή αποδεικνύοντας τη «δυτική ταυτότητα» της. Η Άγκυρα δεν επιθυμεί να συμμετάσχει στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, ισότιμα, ανάμεσα σε χώρες με ίδιες πολιτιστικές παραδόσεις αλλά να έρθει σαν ηγεμόνας ( δηλώσεις Τούρκων αξιωματούχων περί  νεανικού τουρκικού πληθυσμού που θα αναζωογονήσει τη γερασμένη Ευρώπη και του μεγέθους της τουρκικής οικονομίας ) προσπαθώντας μέσω της συμμετοχής της στην Ευρωπαϊκή Ένωση να νομιμοποιήσει τα  ερείσματα της  προς Δυσμάς και να δώσει λύση στο διαχρονικό ζήτημα της ανασφαλούς και εύθραυστης τουρκικής ταυτότητας. Ο εκσυγχρονισμός των δομών του κράτους και της κοινωνίας  μέσω της συμμετοχής στο ευρωπαϊκό εγχείρημα, δεν εκλαμβάνεται από την τουρκική ηγεσία, διαχρονικά, ως ευκαιρία εκδημοκρατισμού αλλά ως ενίσχυση του κράτους για να επιδιώξει πληρέστερα την επεκτατική του πολιτική. Η συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θα χαλιναγωγήσει τον τουρκικό επεκτατισμό αλλά θα του προσδώσει μια πιο ποιοτική διάσταση και θα τον νομιμοποιήσει πλήρως.


Άλλοθι  για Αθήνα


Η παρερμηνεία του χαρακτήρα του ‘εκδημοκρατισμού’ της Τουρκίας έχει, δυστυχώς, παρενέργειες και στην άσκηση της εξωτερικής μας πολιτικής. Η επίσημη από το 1999 πολιτική της Ελλάδος είναι η, άνευ όρων, υποστήριξη της τουρκικής υποψηφιότητας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η ενδόμυχη ελπίδα των ελλαδικών κυβερνήσεων είναι ότι η προοπτική ένταξης στην ΕΕ θα μετασχημάτιζε την τουρκική κοινωνία σε μια σύγχρονη, δυτικότροπη χώρα με περιορισμένο τον ρόλο του στρατεύματος και θα είχε ως αποτέλεσμα την άμβλυνση των αναθεωρητικών της διαθέσεων. Ο ευσεποθισμός αυτός, κίνηση απελπισίας των Αθηνών να πιαστούν από το οτιδήποτε για να μην αναλάβουν την ευθύνη αντιμετώπισης του τουρκικού επεκτατισμού, αγνοεί την αυταρχική δομή της τουρκικής κοινωνίας και τον αυτενεργό χαρακτήρα του επεκτατισμού της γείτονος ανεξάρτητα από το κεμαλικό ή ισλαμικό πρόσημο της εκάστοτε κυβέρνησης.


Το πρότυπο κλονίζεται


Ανεξάρτητα από την εξέλιξη της εσωτερικής πάλης για εξουσία και τον μετασχηματισμό του τουρκικού πολιτικού συστήματος (ισλαμικό καθεστώς, δυναμική επανεμφάνιση του στρατεύματος, πιθανός διχασμός), αυτό το οποίο καθίσταται φανερό είναι πως ότι και αν προκύψει δεν θα συνιστά πηγή έμπνευσης και πρότυπο για τους δυτικούς σχεδιασμούς περί εκδημοκρατισμού των χωρών της Μέσης Ανατολής. Απεναντίας, όσο θα εντείνονται οι δοκιμασίες για την τουρκική οικονομία, τόσο η αντίθεση των διαδηλωτών θα καθίσταται πιο πιεστική και τόσο θα απονομιμοποιείται  το τουρκικό πρότυπο στο εξωτερικό. Ήδη, η μερική φυγή ξένων κεφαλαίων από την τουρκική οικονομία ρίχνει σκιές στην ικανότητα της Τουρκίας να συνδυάσει δημοκρατικές ελευθερίες και οικονομική ανάπτυξη βασισμένη στην ελεύθερη οικονομία. Πέρα από τους αξιοσημείωτους ρυθμούς ανάπτυξης, η Τουρκία δεν διαθέτει τους θεσμούς εκείνους, ελλείψει δημοκρατικής κουλτούρας και μακροχρόνιας αυταρχικής άσκησης εξουσίας, οι οποίοι είναι απαραίτητοι για μια μακροπρόθεσμη οικονομική ανάπτυξη. Το λεγόμενο τουρκικό οικονομικό θαύμα βασίζεται πάνω σε περιορισμένα εργασιακά δικαιώματα, εξαήμερη εργασία στον ιδιωτικό τομέα με ωράρια άνω των οκτώ ωρών και πληθώρα εργατικών θανατηφόρων ατυχημάτων, ιδίως στον ναυπηγικό και κατασκευαστικό τομέα.


Καταληκτικά Σχόλια


Στην γειτονική Τουρκία δεν λαμβάνει χώρα μια διαμάχη για την επικράτηση της δημοκρατίας αλλά μια διαπάλη για την εξουσία δύο, εξίσου, αυταρχικών ομάδων, ισλαμιστών και κεμαλιστών. Εσχάτως, δε, η ενδοισλαμική ρήξη επιβεβαιώνει ότι αντικειμενικός στόχος όλων των εμπλεκομένων αποτελεί η κατάληψη της εξουσίας και μόνον αυτή. Η αντίσταση, δήθεν,  ενός έθνους που μάχεται εναντίον μιας αυταρχικής κυβέρνησης, η οποία στέρησε τη δημοκρατία από το λαό αποτελεί μύθο. Μια τέτοια προσέγγιση υπονοεί ότι πριν την έλευση του κ. Ερντογάν στην εξουσία υπήρχε δημοκρατία στην Τουρκία. Αυτό, βέβαια, ελέγχεται αν λάβει κανείς υπ’όψιν ότι την τριετία 1999-2002 αναπληρωτής πρωθυπουργός της κυβέρνησης Ετσεβίτ ήταν ο ηγέτης των Γκρίζων Λύκων Ντεβλέτ Μπαχτσελί…

Την εικόνα, πέραν της διαμάχης εξουσίας ισλαμιστών-κεμαλιστών και Ερντογάν-Γκιουλέν, συμπληρώνουν οι Κούρδοι, το μόνο τμήμα της τουρκικής κοινωνίας, το οποίο στο σύνολο του έχει εμπειρία εθνικών και κοινωνικών αγώνων, οι Αλεβίτες των οποίων τα θρησκευτικά δικαιώματα θα κινδυνεύσουν, έτι περαιτέρω, μετά από μια αμετάκλητη επικράτηση των Σουνιτών Ισλαμιστών, καθώς και μια μικρή δυτικόστροφη, φιλελεύθερη ( για τα τουρκικά πρότυπα) ομάδα, η οποία θέλει να πιστεύει πως θα ηγηθεί της υποθετικής μετάβασης της Τουρκίας σε αληθινή δημοκρατία. Η θέση Κούρδων και Αλεβιτών περιπλέκει την κατάσταση διότι οι μεν Κούρδοι όντας, στην πλειοψηφία τους, σουνίτες μουσουλμάνοι μπορούν να περιμένουν κάτι καλύτερο από τον Τούρκο πρωθυπουργό, κάτι το οποίο δεν ισχύει για τους Αλεβίτες, η θρησκευτική διαφοροποίηση των οποίων από το σουνιτικό Ισλάμ τους τοποθετεί εγγύτερα των κεμαλιστών. Η ισχνότατης επιρροής, δε, και μη έχουσα αναφορές στη λαϊκή βάση, φιλελεύθερη ομάδα αποτελεί το άλλοθι της Τουρκίας για την υποθετική της ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, προοπτική, την οποία συνεχίζουν να υποστηρίζουν, για δικούς τους γεωπολιτικούς λόγους δυτικές κυβερνήσεις.


Είναι φανερό ότι το αίτημα για δημοκρατία στην Τουρκία είναι συνυφασμένο με τις πολιτικές στοχεύσεις της εκάστοτε ομάδας και δεν θεωρείται αξία, αυτή καθεαυτή, η οποία αξίζει να εφαρμοσθεί. Οι μεν Ισλαμιστές και Κεμαλιστές την χρησιμοποιούν για την επικράτηση στον αγώνα εξουσίας μεταξύ τους. Οι Κούρδοι και οι Αλεβίτες, υποχρεωτικά, την επικαλούνται για λόγους…επιβίωσης. Ακόμα και όταν φαίνεται να υπάρχει η εκπεφρασμένη θέληση για  δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις ( δυτικότροποι φιλελεύθεροι ) δεν υπάρχει η ανάλογη υποστήριξη από την κοινωνία διότι τα αιτήματα εκδημοκρατισμού εκλαμβάνονται ως απαίτηση των δυτικών κυβερνήσεων.


Παράλληλα, όμως, ανεξάρτητα από τα κίνητρα των διαφόρων ομάδων εξουσίας η χρήση, το άκουσμα και η επίκληση της έννοιας «δημοκρατία» από τους πάντες, για τους δικούς τους σκοπούς, εθίζει, σε ένα βαθμό, την τουρκική κοινωνία, στη δημοκρατική διακυβέρνηση και θέτει ως προϋπόθεση το σεβασμό των νόμων, των όποιων νόμων, από το πολιτικό προσωπικό της χώρας. Εκφράζεται, έτσι, η ελπίδα ότι στο τέλος «κάτι θα μείνει», ότι από τη στιγμή κατά την οποία είτε οι ισλαμιστές, είτε οι κεμαλιστές κινητοποιούν την τουρκική κοινωνία με σύνθημα τη δημοκρατία, έστω για τους δικούς τους σκοπούς, δεν θα είναι σε θέση αργότερα να υποχωρήσουν και, μακροπρόθεσμα, έστω, θα αναγκαστούν να υιοθετήσουν και οι ίδιοι δημοκρατικές μεθόδους διακυβέρνησης. Ακόμα και αν αυτό γίνει, όμως, οι Τούρκοι θα πρέπει να διανύσουν όλη την επίπονη απόσταση του εκδημοκρατισμού και να συμπεριλάβουν και τους μη Τούρκους στη διαδικασία. Ύστατο κριτήριο για τις γνήσιες προθέσεις του εκδημοκρατισμού της γείτονος θα αποτελέσει η στάση απέναντι στο αίτημα των Κούρδων για κατοχύρωση της εθνικής τους ταυτότητας και η ειλικρινής ανάγνωση της ιστορίας του ιστορικού χώρου της Μικράς Ασίας και τη θέση των μη Τούρκων σε αυτή.


Σε κάθε περίπτωση, η πρωτοβουλία για γνήσιο εκδημοκρατισμό θα πρέπει να προέλθει από τους ίδιους τους Τούρκους είτε Ισλαμιστές, είτε Κεμαλιστές και κατά προτίμηση από την ομάδα, η οποία διαθέτει τη μεγαλύτερη ισχύ στην τουρκική κοινωνία. Αυτό σημαίνει ότι οι Ισλαμιστές θα πρέπει να κάνουν ότι δεν έκαναν όσοι κυβέρνησαν την Τουρκία μέχρι σήμερα. Από θέση ισχύος να μοιραστούν την εξουσία με άλλους. Τα αιτήματα για περισσότερη δημοκρατία εκ μέρους της αντιπολίτευσης, διαχρονικά, αντιμετωπίζονται με καχυποψία λόγω της πρωτόγονης, συνεχούς αναζήτησης εσωτερικού εχθρού. Αυτό ισχύει, ιδιαίτερα, για εκκλήσεις εκδημοκρατισμού από Κούρδους και Αλεβίτες. Μόνο μια οικειοθελής παραίτηση από τα πλεονεκτήματα, τα οποία δίνει η κατάληψη της εξουσίας, η εφαρμογή ισονομίας και ισοπολιτείας σε όλους τους πολίτες με την παράλληλη κατοχύρωση των μειονοτικών δικαιωμάτων και μια διάθεση να μοιραστεί το παιχνίδι, από την κυρίαρχη πολιτική ομάδα, στη συγκεκριμένη περίπτωση τους Ισλαμιστές, μπορεί να λειτουργήσει παιδευτικά απέναντι στην τουρκική κοινωνία και να καλλιεργήσει, έστω σε μικρό βαθμό, στην αρχή, μια δημοκρατική νοοτροπία.
Όλα αυτά, όμως, βρίσκονται σε αντίθεση με ότι πρεσβεύει σήμερα η τουρκική κοινωνία…

nfognomonpolitics@gmail.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου