Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗ*
Η ελληνική Ακροδεξιά, με τον τρόπο που ο χώρος αυτός διαμορφώθηκε στην Ευρώπη και στη χώρα μας μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, είχε πρόσωπο όμοιο με εκείνο του θεού Ιανού: πρόσωπο με δύο όψεις. Από τη μία μεριά, μετέφερε στη χώρα μας πρότυπα που ανθούσαν στην «προχωρημένη» δυτική Ευρώπη. Στον Μεσοπόλεμο, οργανώσεις όπως η ΕΕΕ (Εθνική Ενωσις Ελλάς) ή η από τα πάνω δημιουργημένη ΕΟΝ (Εθνική Οργάνωσις Νεολαίας) του Μεταξάπροσπάθησαν να μεταλαμπαδεύσουν στη χώρα μας πρακτικές και πρότυπα αλιευμένα από την ακμάζουσα τότε δεξαμενή του ιταλικού φασισμού και του γερμανικού ναζισμού: χαιρετισμοί, στολές, όρκοι, σχήματα και προ παντός η φυλετική θεώρηση και η θεοποίηση της δύναμης και της βίας ήταν τα θεατρικά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά τους. Από την άλλη μεριά όμως, επένδυαν στην ελληνική φυλετική ανωτερότητα –και την εκπορευόμενη από αυτήν «καθαρότητα»- ως βάση για τη διεκδίκηση μιας «Μεγάλης Ελλάδας». Αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν για προφανείς λόγους η οργάνωση «Χ» δεν μπορούσε να υιοθετήσει φασιστικά ή ναζιστικά πρότυπα, περιορίστηκε στη «Μεγάλη Ελλάδα» ως πρόταγμα – εξαιρουμένης φυσικά της βρετανικής τότε Κύπρου.
Η αντίφαση προκύπτει από το γεωγραφικό υπόβαθρο των σχεδίων. Ο ναζισμός γεννήθηκε και άνθησε σε μια ισχυρή ευρωπαϊκή χώρα, τη Γερμανία, η οποία εξαιτίας της θέσης, του δημογραφικού και οικονομικού της δυναμικού, κατέχει κυρίαρχη θέση στο ευρωπαϊκό καπιταλιστικό σύστημα δυνάμεων. Ως εκ τούτου οι πολιτικοί σχεδιασμοί του ναζισμού αφορούσαν όχι μόνο τη Γερμανία αλλά συνακόλουθα την Ευρώπη ολόκληρη και τον κόσμο. Αντίθετα ο ελληνικός εθνικισμός αφορά αποκλειστικά το άκρο της νοτιοανατολικής Ευρώπης, όπου μέσα από το αίτημα για «Μεγάλη Ελλάδα» έβλεπε και ζητούσε εθνικά σύνορα στα όρια του ύστερου μεσαιωνικού Ελληνισμού, το μέγιστο δηλαδή ώς την Κωνσταντινούπολη.
Και οι δύο όμως πηγές της ακροδεξιάς αντίληψης συναντιούνται στο επίπεδο της ιστορικής νοσταλγίας. Το μεγάλο σχέδιο του ναζισμού, όπως εφαρμόστηκε την εποχή της πολιτικής του κυριαρχίας (1933-1945), απέβλεπε στην ενοποίηση του ευρωπαϊκού καπιταλιστικού συστήματος (Νέα Ευρώπη), στην επιβολή των ιδανικότερων όρων για τη μεγιστοποίηση των αποδόσεων του κεφαλαίου (δουλική εργασία) και στη διπλή αποικιοποίηση: την «εξωτερική», του γύρω από την ευρωπαϊκή ήπειρο «ζωτικού χώρου» (της Ρωσίας) δηλαδή, και την «εσωτερική», τη διάρθρωση δηλαδή των ευρωπαϊκών κρατών με βάση κατ’ όνομα «φυλετικά» κριτήρια, που όμως ουσιαστικά αποτύπωναν τα δικαιώματα των ισχυρών επί των αδυνάτων μέσα στην ίδια Νέα Ευρώπη. Αυτές οι αναπλάσεις της ευρωπαϊκής ηπείρου θα επέτρεπαν στο ευρωπαϊκό κεφάλαιο –το γερμανικό κυρίως– να πετύχει την απαραίτητη συγκέντρωση και την αντίστοιχη δυναμική ώστε να αντιμετωπίσει τους ευνοημένους ανταγωνιστές: τις ΗΠΑ. Σε τελευταία ανάλυση όλο το πολιτικό σχέδιο του ναζισμού απέβλεπε στην αποκατάσταση του ευρωπαϊκού (γερμανικού) καπιταλισμού, στην πρωτεύουσα θέση που κατείχε παγκόσμια πριν από τον καταστροφικό Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο ελληνικός εθνικισμός πρότεινε και αυτός τη δική του «επανεκκίνηση» της Ιστορίας. Το σχέδιο για «Μεγάλη Ελλάδα» αντλούσε τη δυναμική του από τον 19ο αιώνα, όταν ακόμα περισσότεροι Ελληνες βρίσκονταν έξω από τα σύνορα του μικρού ελληνικού βασιλείου παρά μέσα σε αυτό, ενώ ο ελληνικός καπιταλισμός άκμαζε στα μεγάλα αστικά κέντρα της Εγγύς (σύμφωνα με τη βρετανική πολιτική γεωγραφία) Ανατολής.
Οπως το σχέδιο για μια Ευρώπη στην κορυφή της παγκόσμιας καπιταλιστικής ιεραρχίαςπαρέμεινε ενεργό και μετά τον καταστροφικό Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, έτσι και το αντίστοιχο για «Μεγάλη Ελλάδα» παρέμεινε εξίσου ενεργό μετά τον καταστροφικό ελληνο-τουρκικό πόλεμο του 1919-1922 και τη συνακόλουθη Μικρασιατική Καταστροφή. Επρόκειτο για σχεδιασμούς έξω από τον ιστορικό χρόνο και ενάντια σε αυτόν. Παρέμειναν ενεργοί ως ουτοπικά, μεταφυσικά αιτήματα και για τον λόγο αυτό υιοθετήθηκαν και έθρεψαν ακροδεξιά, ναζιστικά και εθνικιστικά κινήματα. Η Ιστορία δεν γυρίζει πίσω και η επιθυμία για μια τέτοια εξέλιξη προκαλεί τερατογενέσεις με υπόστρωμα την πολιτική μεταφυσική – τη φαντασίωση.
Παρά την κοινή τους επιθυμία για επιστροφή του ιστορικού χρόνου σε παλιές, πιο επιθυμητές εποχές και την επανέναρξη της Ιστορίας από την όποια φαντασιακή «Μπελ Επόκ», το πολιτικό υπόστρωμα του γερμανικού ναζισμού και του ελληνικού εθνικισμού ήταν και παραμένει αντιφατικό: ο εθνικισμός ονειρεύτηκε μια αυτοκρατορία στη θέση της αυτοκρατορίας, με τους Ελληνες χρυσοκάνθαρους της Κωνσταντινούπολης να διεκδικούν ισχυρότερη θέση στο καπιταλιστικό στερέωμα, ο ναζισμός επιφύλαξε για τη χώρα μας μια θέση «εσωτερικής αποικίας» όπου οι φυσικοί και ανθρώπινοι πόροι θα υποτάσσονταν χωρίς όρους και όρια στις όποιες ανάγκες της Γερμανίας και του κύκλου των ισχυρών (όχι κατ’ ανάγκη κρατών) Ευρωπαίων εταίρων της.
Αυτά τα συνοπτικά εξηγούν ίσως γιατί ο ακροδεξιός εθνικιστικός λόγος στη χώρα μας παραμένει σχιζοφρενικός, όπως και η πολιτική του πρακτική. Η ναζιστική του πλευρά επαγγέλλεται την υποταγή του έθνους σε ξένους σχεδιασμούς –όπου η ημέτερη χώρα θα είναι κατ’ όνομα ανεξάρτητη και αυτοτελής– ενώ η εθνικιστική του επαγγέλλεται μια ανέφικτη –φυλετικά καθαρή- αυτοκρατορία. Κάθε φορά που ο ιδεολογικο-πολιτικός αυτός αχταρμάς επιχείρησε να γίνει πολιτική, καταλήξαμε σε τραγωδίες τύπου Κύπρος 1974.
Προφανώς ετούτη η σχιζοφρενική προσέγγιση δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο της ελληνικής Ακροδεξιάς.Ο ναζισμός και ο εθνικισμός δεν λειτούργησαν ποτέ ερήμην των ελίτ του χρήματος και της πολιτικής. Η άρχουσα τάξη της χώρας αναζητά με αγωνία θέση και ρόλο στο καπιταλιστικό στερέωμα από τότε πρακτικά που έχασε την αυτοκρατορική της (οθωμανική) λειτουργία. Μέχρι να το βρει θα έχει πολλές φορές καταστρέψει τη χώρα και τον λαό της.
* Ο Γιιώργος Μαργαρίτης είναι καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο ΑΠΘ
*ΠΗΓΗ: “Εφημερίδα των Συντακτών”
Η ελληνική Ακροδεξιά, με τον τρόπο που ο χώρος αυτός διαμορφώθηκε στην Ευρώπη και στη χώρα μας μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, είχε πρόσωπο όμοιο με εκείνο του θεού Ιανού: πρόσωπο με δύο όψεις. Από τη μία μεριά, μετέφερε στη χώρα μας πρότυπα που ανθούσαν στην «προχωρημένη» δυτική Ευρώπη. Στον Μεσοπόλεμο, οργανώσεις όπως η ΕΕΕ (Εθνική Ενωσις Ελλάς) ή η από τα πάνω δημιουργημένη ΕΟΝ (Εθνική Οργάνωσις Νεολαίας) του Μεταξάπροσπάθησαν να μεταλαμπαδεύσουν στη χώρα μας πρακτικές και πρότυπα αλιευμένα από την ακμάζουσα τότε δεξαμενή του ιταλικού φασισμού και του γερμανικού ναζισμού: χαιρετισμοί, στολές, όρκοι, σχήματα και προ παντός η φυλετική θεώρηση και η θεοποίηση της δύναμης και της βίας ήταν τα θεατρικά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά τους. Από την άλλη μεριά όμως, επένδυαν στην ελληνική φυλετική ανωτερότητα –και την εκπορευόμενη από αυτήν «καθαρότητα»- ως βάση για τη διεκδίκηση μιας «Μεγάλης Ελλάδας». Αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν για προφανείς λόγους η οργάνωση «Χ» δεν μπορούσε να υιοθετήσει φασιστικά ή ναζιστικά πρότυπα, περιορίστηκε στη «Μεγάλη Ελλάδα» ως πρόταγμα – εξαιρουμένης φυσικά της βρετανικής τότε Κύπρου.
Η αντίφαση προκύπτει από το γεωγραφικό υπόβαθρο των σχεδίων. Ο ναζισμός γεννήθηκε και άνθησε σε μια ισχυρή ευρωπαϊκή χώρα, τη Γερμανία, η οποία εξαιτίας της θέσης, του δημογραφικού και οικονομικού της δυναμικού, κατέχει κυρίαρχη θέση στο ευρωπαϊκό καπιταλιστικό σύστημα δυνάμεων. Ως εκ τούτου οι πολιτικοί σχεδιασμοί του ναζισμού αφορούσαν όχι μόνο τη Γερμανία αλλά συνακόλουθα την Ευρώπη ολόκληρη και τον κόσμο. Αντίθετα ο ελληνικός εθνικισμός αφορά αποκλειστικά το άκρο της νοτιοανατολικής Ευρώπης, όπου μέσα από το αίτημα για «Μεγάλη Ελλάδα» έβλεπε και ζητούσε εθνικά σύνορα στα όρια του ύστερου μεσαιωνικού Ελληνισμού, το μέγιστο δηλαδή ώς την Κωνσταντινούπολη.
Και οι δύο όμως πηγές της ακροδεξιάς αντίληψης συναντιούνται στο επίπεδο της ιστορικής νοσταλγίας. Το μεγάλο σχέδιο του ναζισμού, όπως εφαρμόστηκε την εποχή της πολιτικής του κυριαρχίας (1933-1945), απέβλεπε στην ενοποίηση του ευρωπαϊκού καπιταλιστικού συστήματος (Νέα Ευρώπη), στην επιβολή των ιδανικότερων όρων για τη μεγιστοποίηση των αποδόσεων του κεφαλαίου (δουλική εργασία) και στη διπλή αποικιοποίηση: την «εξωτερική», του γύρω από την ευρωπαϊκή ήπειρο «ζωτικού χώρου» (της Ρωσίας) δηλαδή, και την «εσωτερική», τη διάρθρωση δηλαδή των ευρωπαϊκών κρατών με βάση κατ’ όνομα «φυλετικά» κριτήρια, που όμως ουσιαστικά αποτύπωναν τα δικαιώματα των ισχυρών επί των αδυνάτων μέσα στην ίδια Νέα Ευρώπη. Αυτές οι αναπλάσεις της ευρωπαϊκής ηπείρου θα επέτρεπαν στο ευρωπαϊκό κεφάλαιο –το γερμανικό κυρίως– να πετύχει την απαραίτητη συγκέντρωση και την αντίστοιχη δυναμική ώστε να αντιμετωπίσει τους ευνοημένους ανταγωνιστές: τις ΗΠΑ. Σε τελευταία ανάλυση όλο το πολιτικό σχέδιο του ναζισμού απέβλεπε στην αποκατάσταση του ευρωπαϊκού (γερμανικού) καπιταλισμού, στην πρωτεύουσα θέση που κατείχε παγκόσμια πριν από τον καταστροφικό Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο ελληνικός εθνικισμός πρότεινε και αυτός τη δική του «επανεκκίνηση» της Ιστορίας. Το σχέδιο για «Μεγάλη Ελλάδα» αντλούσε τη δυναμική του από τον 19ο αιώνα, όταν ακόμα περισσότεροι Ελληνες βρίσκονταν έξω από τα σύνορα του μικρού ελληνικού βασιλείου παρά μέσα σε αυτό, ενώ ο ελληνικός καπιταλισμός άκμαζε στα μεγάλα αστικά κέντρα της Εγγύς (σύμφωνα με τη βρετανική πολιτική γεωγραφία) Ανατολής.
Οπως το σχέδιο για μια Ευρώπη στην κορυφή της παγκόσμιας καπιταλιστικής ιεραρχίαςπαρέμεινε ενεργό και μετά τον καταστροφικό Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, έτσι και το αντίστοιχο για «Μεγάλη Ελλάδα» παρέμεινε εξίσου ενεργό μετά τον καταστροφικό ελληνο-τουρκικό πόλεμο του 1919-1922 και τη συνακόλουθη Μικρασιατική Καταστροφή. Επρόκειτο για σχεδιασμούς έξω από τον ιστορικό χρόνο και ενάντια σε αυτόν. Παρέμειναν ενεργοί ως ουτοπικά, μεταφυσικά αιτήματα και για τον λόγο αυτό υιοθετήθηκαν και έθρεψαν ακροδεξιά, ναζιστικά και εθνικιστικά κινήματα. Η Ιστορία δεν γυρίζει πίσω και η επιθυμία για μια τέτοια εξέλιξη προκαλεί τερατογενέσεις με υπόστρωμα την πολιτική μεταφυσική – τη φαντασίωση.
Παρά την κοινή τους επιθυμία για επιστροφή του ιστορικού χρόνου σε παλιές, πιο επιθυμητές εποχές και την επανέναρξη της Ιστορίας από την όποια φαντασιακή «Μπελ Επόκ», το πολιτικό υπόστρωμα του γερμανικού ναζισμού και του ελληνικού εθνικισμού ήταν και παραμένει αντιφατικό: ο εθνικισμός ονειρεύτηκε μια αυτοκρατορία στη θέση της αυτοκρατορίας, με τους Ελληνες χρυσοκάνθαρους της Κωνσταντινούπολης να διεκδικούν ισχυρότερη θέση στο καπιταλιστικό στερέωμα, ο ναζισμός επιφύλαξε για τη χώρα μας μια θέση «εσωτερικής αποικίας» όπου οι φυσικοί και ανθρώπινοι πόροι θα υποτάσσονταν χωρίς όρους και όρια στις όποιες ανάγκες της Γερμανίας και του κύκλου των ισχυρών (όχι κατ’ ανάγκη κρατών) Ευρωπαίων εταίρων της.
Αυτά τα συνοπτικά εξηγούν ίσως γιατί ο ακροδεξιός εθνικιστικός λόγος στη χώρα μας παραμένει σχιζοφρενικός, όπως και η πολιτική του πρακτική. Η ναζιστική του πλευρά επαγγέλλεται την υποταγή του έθνους σε ξένους σχεδιασμούς –όπου η ημέτερη χώρα θα είναι κατ’ όνομα ανεξάρτητη και αυτοτελής– ενώ η εθνικιστική του επαγγέλλεται μια ανέφικτη –φυλετικά καθαρή- αυτοκρατορία. Κάθε φορά που ο ιδεολογικο-πολιτικός αυτός αχταρμάς επιχείρησε να γίνει πολιτική, καταλήξαμε σε τραγωδίες τύπου Κύπρος 1974.
Προφανώς ετούτη η σχιζοφρενική προσέγγιση δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο της ελληνικής Ακροδεξιάς.Ο ναζισμός και ο εθνικισμός δεν λειτούργησαν ποτέ ερήμην των ελίτ του χρήματος και της πολιτικής. Η άρχουσα τάξη της χώρας αναζητά με αγωνία θέση και ρόλο στο καπιταλιστικό στερέωμα από τότε πρακτικά που έχασε την αυτοκρατορική της (οθωμανική) λειτουργία. Μέχρι να το βρει θα έχει πολλές φορές καταστρέψει τη χώρα και τον λαό της.
* Ο Γιιώργος Μαργαρίτης είναι καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο ΑΠΘ
*ΠΗΓΗ: “Εφημερίδα των Συντακτών”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου