Τόσο η Ελένη του Ρίτσου όσο και του Σεφέρη, αν και τις χωρίζουν περίπου 20 χρόνια και παρουσιάζουν αρκετές διαφορές, έχουν και αρκετές ομοιότητες, οι οποίες θα μπορούσε να οφείλονται τόσο στο κοινό θέμα όσο και στα κοινά βιώματα των ποιητών.
Ποιητές της Γενιάς του ‘30 και οι δυο, έζησαν από κοντά δύο παγκοσμίους πολέμους, την μικρασιατική καταστροφή, τον εμφύλιο σπαραγμό και ιδεολογικές συγκρούσεις. Μάλιστα και οι δυο συνέθεσαν αυτά τα ποιήματα σε εποχή εξορίας ή όντας μακριά από την πατρίδα<!--[if !supportFootnotes]-->[1] και σε όψιμη ηλικία. Τα αισθήματα απαισιοδοξίας και ματαιότητας (ιδιαίτερα του πολέμου) είναι εμφανή και στα δύο ποιήματα, δίνοντας στο πρόσωπο της Ελένης ιδιαίτερη χροιά. Η έντονη διερώτηση για τα ονόματα στον Σεφέρη και η καταφρόνηση της μνήμης στον Ρίτσο μετατοπίζουν το κέντρο βάρους στην υπαρξιακή όψη της Ελένης, προκαλώντας ερωτήματα για το τι είναι αλήθεια, εἴναι/σώμα, και τι όχι, φαίνεσθαι/ὄνομα,<!--[if !supportFootnotes]-->[2] αλλά και για την αξία του αγώνα και τη θέση του ατόμου στην ιστορία και τον κόσμο.
Η ιδιαίτερη βέβαια αντιμετώπιση του μύθου αλλά και της Ιστορίας εμφανίζει ποικίλα χαρακτηριστικά. Κατ’αρχάς οι δυο ποιητές επιλέγουν διαφορετικές πηγές και χειρίζονται το πρόσωπο της Ελένης διαφορετικά. Ο Ρίτσος επιλέγει την ομηρική Ελένη ως αφετηρία του ποιήματός του και προσπαθεί με κάθε τρόπο να της δώσει κάποια μορφή κάνοντάς την πιο προσιτή και πιο προσωπική. Αντίθετα, ο Σεφέρης επανενεργοποιεί την ευριπίδεια εκδοχή και αφαιρεί την προσωπική διάσταση της Ελένης,<!--[if !supportFootnotes]-->[3] ορίζοντάς την ως πανανθρώπινο σύμβολο των ανθρωπίνων ψευδαισθήσεων. Οι παράγοντες που σημασιοδοτούν την επανεμφάνιση του μύθου της Ελένης στους δυο Νεοέλληνες ποιητές μπορούν να αναχθούν στις πηγές τους αλλά και στα βιώματά τους. Στον Ευριπίδη η δύναμη της μοίρας επιβάλλεται στο άτομο ανατρέποντας πολλές φορές την πραγματικότητα, κάτι που φαίνεται να συγκινεί τον Σεφέρη, ο οποίος πλέον βρίσκεται μπροστά από τον επικείμενο κυπριακό αγώνα και επιλέγει μια προειδοποιητική στάση. Αντίθετα στον Όμηρο δεν δίδονται απαντήσεις ούτε για την μοίρα και την ελεύθερη βούληση ούτε για την αξία των αγώνων,<!--[if !supportFootnotes]-->[4] κάτι που συγγενεύει αρκετά με τον σκεπτικισμό του Ρίτσου στην συγκεκριμένη περίοδο της ζωής του.
Έτσι ο Ρίτσος δεν αναφέρεται, όπως ο Σεφέρης, στο παρελθόν προκειμένου να σχολιάσει τις ελλείψεις του παρόντος και την ανικανότητα του ανθρώπου μπροστά στο μέλλον, το οποίο είναι λίγο ή πολύ προδιαγεγραμμένο από το παρελθόν. Αντίθετα, μεταπλάθει τον μύθο και τον απογυμνώνει από την αρχαιότητά του, για να καταδείξει στον άνθρωπο «την εσωτερική του ανεπάρκεια και το μάταιο του ηρωισμού»,<!--[if !supportFootnotes]-->[5] ώστε τελικά να τον καθάρει και να τον αφήσει να πάρει το μέλλον στα χέρια του. Για τον Ρίτσο μπορεί ο μύθος να δένεται με το παρόν, αλλά το παρόν και το μέλλον δεν διαμορφώνονται από αυτό. Ο Σεφέρης, όμως, υπογραμμίζει αυτή την ελικοειδή φύση της Ιστορίας, όπου το παρελθόν διαβάζεται τόσο στο παρόν όσο και στο μέλλον.
Συνέπεια αυτής της αντίληψης της Ιστορίας είναι, όπως έχει υπογραμμισθεί, το πρόσωπο της Ελένης να χρωματίζεται με διαφορετικό τρόπο σε κάθε ποιητή. Ως εκ τούτου, ενώ στον Σεφέρη η Ελένη είναι φορέας, πομπός και σηματοδότης της κάθε μελλοντικής ματαιοπονίας ή, όπως λέει και ο ίδιος, «ένας μαθηματικός τύπος, της ματαιότητας και του εμπαιγμού των πολέμων»,<!--[if !supportFootnotes]-->[6] για τον Ρίτσο είναι η επίγνωση και η γνώση, είναι αυτή που φωτίζει στον καθένα προσωπικά την ματαιότητα. Για τον Σεφέρη είναι η Προειδοποίηση, για τον Ρίτσο η Κάθαρσις αλλά και ο Aγώνας χωρίς Eλπίδα.
Αν και δεν εντοπίζεται ίχνος εκούσιας επικοινωνίας μεταξύ των δύο ποιημάτων, θα έλεγε κανείς πως η ρευστότητα του μύθου της Ελένης είναι τόσο έντονη που φαίνεται να υπάρχει μια σιωπηρή οργανική συνέχεια μεταξύ τους. Η Ελένη στέκεται τόσο ως προειδοποίηση της κυκλικότητας της Ιστορίας όσο και ως παρηγορητής για αυτούς που διαπίστωσαν την ματαιότητα του αγώνα τους στο τέλος. Το βέβαιο είναι πάντως πως η μυστηριακή φύση της Ελένης και του μύθου της δεν καταλύεται και η «ῥιγεδανή» και «αἰνή»<!--[if !supportFootnotes]-->[7] ομορφιά της θα παραμένει πάντα τόσο εκθαμβωτική όσο και αινιγματική καλώντας εσαεί τους ποιητές να την ανακαλύψουν…
<!--[if !supportEndnotes]-->
<!--[if !supportFootnotes]-->[1] Ο Σεφέρης μάλιστα σημειώνει: «το γεγονός που μ’ επηρέασε το περισσότερο απ’ όλα τα άλλα είναι η Μικρασιατική Καταστροφή. […] Ίσως σε φωτίσω αν προσθέσω ότι από δεκατριών χρόνων δεν έπαψα να είμαι πρόσφυγας». Παπάζογλου, Χρ. 2000, Γ. Σεφέρης: Μπροστά στα ιδεολογικά αδιέξοδα του Μεσοπολέμου, “Το Βήμα της Κυριακής”,Αθήνα, 27 Φεβρουαρίου 2000
<!--[if !supportFootnotes]-->[2] το εἴναι/σώμα και το φαίνεσθαι/ὄνομα
<!--[if !supportFootnotes]-->[3] Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον το γεγονός ότι τόσο ο Ρίτσος όσο και ο Σεφέρης αντιδρούν ως προς τις πηγές τους και έτσι ενώ ο Ρίτσος μετα-ποιεί την ομηρική και σχετικά απρόσιτη Ελένη σε «προσωπική», ο Σεφέρης αν και έχει ως βάση του ποιήματός του μια Ελένη ανθρώπινη προτιμά να την παρουσιάσει ως μια ιδέα, ένα καθαρό σύμβολο.
<!--[if !supportFootnotes]-->[4] Παραδείγματος χάριν, η τελευταία ραψωδία της Ιλιάδας τελειώνει με τον ενταφιασμό και θρήνο του Έκτορα, κάτι που ίσως δηλώνει πως στο τέλος, παρά τους αγώνες ή και τον θρίαμβο, αυτό που μένει είναι ο πόνος.
<!--[if !supportFootnotes]-->[5] Λεοντάρης, Β. ό.π. σημ. 40.
<!--[if !supportFootnotes]-->[7] Πρόκειται για ομηρικούς χαρακτηρισμούς: τρομερή, φριχτή και φοβερή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου