28 Νοεμβρίου 2013
Στη ρωσική γλώσσα της καθημερινότητας, αλλά και της “αργκό”, τα
παιδιά και οι έφηβοι –όπως και πολλές άλλες κοινωνικές κατηγορίες-
κατέχουν εξέχουσα θέση. Αν θέλετε να είστε, πράγματι, “ψαγμένοι” σε αυτό
το ιδιόμορφο κομμάτι της γλώσσας, απολαύστε το κείμενο.
Τα περισσότερα προσωνύμια που αποδίδονται από τους γονείς στα παιδιά τους, φέρουν τη σφραγίδα της αγάπης τους. Οι λέξεις “κρόχα” και “μαλιούτκα” αναφέρονται στο μικρό μέγεθος του μωρού, η λέξη “καραπούζ”, στις αστείες αναλογίες του, που δεν έχουν διαμορφωθεί ακόμη. Υπάρχει ακόμα το “μολοκοσός” (κυριολεκτικά “αυτός που πιπιλάει γάλα”) και “σπινογκρίζ (“αυτός που τρώει την πλάτη”, υποδηλώνει ότι παιδί “κάθεται στην πλάτη” των γονέων). Από την άλλη, σε μερικά ονόματα κυριαρχούν τα περιφρονητικά και προσβλητικά νοήματα, “σοπλιάκ” (παράγωγο από τη λέξη “σόπλι” - “μύξες”), “σενόκ” (“κουτάβι”), “σπιγγαλέτ” (σύρτης παραθύρου). Όμως το πιο ουδέτερο και διαδεδομένο όνομα είναι το “μέλκι” (“μικρός”).
Η σχολική και η
σοβιετική ορολογία
Κατά τη σοβιετική εποχή, η σχολική εκπαίδευση ήταν πολιτικοποιημένη σε μεγάλο βαθμό. Στην πρώτη τάξη (δηλαδή στην ηλικία έξι-εφτά χρονών), όλα τα παιδιά χωρίς εξαιρέσεις γίνονταν “οκτιαμπριάτα” (από το “Οκτώβρης”, δηλαδή τον Οκτώβριο του 1917, όταν στη Ρωσία έγινε η σοσιαλιστική επανάσταση). Στην ηλικία των δέκα ετών οι μαθητές έπαυαν να ανήκουν στους “οκτιαμπριάτα” και γίνονταν “πιονέροι”. Θεωρητικά, στους “πιονέρους” δέχονταν τους καλύτερους, αλλά πρακτικά όλοι γίνονταν “πιονέροι”, αυτό τον τίτλο δεν μπορούσαν να πάρουν μόνο οι αδιόρθωτοι “χουλιγκάνοι”. Στην ηλικία των δεκατεσσάρων ετών έπαυε και η ιδιότητα του “πιονέρου”. Η μετάβαση στην επόμενη βαθμίδα, στους “κομσομόλους”, είχε πια προαιρετικό χαρακτήρα. Η εγγραφή στην Κομσομόλ (“Κομμουνιστική Ενωση Νεολαίας”) δεν ήταν υποχρεωτική, αλλά η πλειοψηφία προτιμούσε να εγγράφεται, θεωρώντας ότι η αποχή μπορεί να αποτελέσει εμπόδιο σε μια μελλοντική κοινωνική ανέλιξη.
Οι
«απαξιωμένοι»
Μέχρι τα τέλη του 1980, στη Σοβιετική Ένωση απαγορεύονταν
οποιεσδήποτε άλλες επίσημες οργανώσεις νεολαίας, και γι' αυτό τον λόγο όταν την
εποχή της περεστρόικα εμφανίστηκαν εναλλακτικά νεανικά κινήματα, οι οπαδοί τους
αποκαλούνταν “νεφορμάλοι” (“ανεπίσημοι”). Ως εκείνη τη στιγμή, παρόμοια
κινήματα υπήρχαν ήδη 30 χρόνια, αλλά συνήθως τα αγνοούσαν ή τα πολεμούσαν (για
παράδειγμα, απαξιώνοντάς τα δια του Τύπου).Πρώτο τέτοιο κίνημα αποτέλεσαν οι “στιλιάγκοι” (από τη λέξη “στυλ”), κατά τη δεκαετία του 1950. Αυτοί προσπαθούσαν να ξεχωρίζουν από το γκρίζο πλήθος με πολύχρωμες ενδυμασίες (κατά προτίμηση Δυτικής παραγωγής) και μουσικές προτιμήσεις (τζαζ, ροκ-ν-ρολ). Επειδή το να βρει κανείς γνήσια Δυτικά βινύλια ήταν εξαιρετικά δύσκολο, αυτή η μουσική αντιγραφόταν με τη συνδρομή ερασιτεχνικής τεχνολογίας, συνήθως πάνω σε ακτινογραφίες. Αυτές οι ηχογραφήσεις λέγονταν “μουσική στα κόκαλα”. Ένα από τα δημοφιλή σλόγκαν απαξίωσης εκείνης της εποχής ήταν το εξής: “Σήμερα ακούει τζαζ, και αύριο θα πουλήσει την Πατρίδα”. Βέβαια, πολλοί το έλεγαν μεταξύ τους, αστειεύομενοι.
Η χίπικη αργκό
Κατά τη δεκαετία του 1970, τη θέση των “στιλιάγκοι” πήραν
οι “χίπιδες” (στα ρωσικά, “χιπαροί”, “χιπανοί”, “πίπλοι”, “βολοσάτιε” -
“μαλλιαροί”) με μακρά μαλλιά, εμπριμέ ρούχα και διάφορων ειδών μικρά κοσμήματα
(“φένετσκι”). Η συμβολή των χίπιδων στη νεανική αργκό ήταν και η μεγαλύτερη,
λόγω των δανείων από τα Αγγλικά. Έτσι, ένα άδειο σπίτι, όπου μπορούσε κανείς να
κάνει ό,τι θέλει και να “πιάνει το κάιφ” (“να απολαμβάνει”) λεγόταν “φλετ”. Στα
“φλετ” διοργανόνονταν οικιακές συναυλίες (“σέισεν”). Εκείνοι οι χίπιδες που
έρχονταν με “στοπ” (ωτοστόπ) από άλλες πόλεις, μπορούσαν να πάρουν εκεί
“βπίσκα” (“άδεια”), για να “ναϊτοβάτ'” (“να διανυκτερεύουν”). Οι Αρχές θεωρούσαν
αντικοινωνικό τον τρόπο ζωής των χίπιδων (όπως και τους διάφορους τρόπους
“διεύρυνσης της συνείδησης”) και τους δίωκαν, με τη συνδρομή της
καταναγκαστικής νοσηλείας σε “ντούρκα” ή “κρεζά” (δηλαδή το “τρελοκομείο”).Τη δεκαετία του '80 το φάσμα των “νεφορμάλι” διευρύνθηκε. Οι πλέον αξιοσημείωτοι ήταν οι πάνκηδες (με “μοϊκάνες” στα κεφάλια, αλυσίδες και παραμάνες στα ρούχα, και σκουλαρίκια στα πρόσωπα), οι “μεταλίστοι” (από τη μουσική heavy metal), χάρη στους οποίους μπήκαν στη χρήση οι σλανγκ λέξεις “τρες” και “ουγκάρ” (“εκστατική κατάσταση”). Την αντίδραση σ' αυτή την άνθιση των πρωτευουσιάνικων, κυρίως, κινημάτων, αποτέλεσε η εμφάνιση των “γκόπνικοι” (ή “λιομπερά”, από το όνομα της μικρής πόλης Λιούμπερστι στην περιφέρεια της Μόσχας). Επρόκειτο για εφήβους από εργατικά προάστια, για τους οποίους οι ομάδες των “μοδάτων” συνομήλικων έγιναν αντικείμενο κοινωνικού μίσους και καταδίωξης στους δρόμους.
Μια περίεργη μεταλλαγή έγινε με τη λέξη “ρόκεροι”. Στα τέλη της δεκαετίας του '80, έτσι αποκαλούνται οι οπαδοί της ροκ μουσικής, ενώ σήμερα αυτό το όνομα αποδίδει την οργάνωση των μοτοσικλετιστών που τρέχουν με ξέφρενες ταχύτητες στους δρόμους των νυχτερινών πόλεων, ενώ η μέση ηλικία τους είναι πολύ μεγαλύτερη της εφηβικής.
Η μετασοβιετική
πραγματικότητα
Τη δεκαετία του 2000, σε πρώτο πλάνο προβλήθηκαν οι
καταθλιπτικοί, ονειροπόλοι “έμο” (από το emotion),
καθώς και οι σκοτεινή μυστικιστές “γκότοι”, χάρη στους οποίους ετέθη σε χρήση
το ειρωνικό επίθετο “γκοτίτσνο”, που σημαίνει κάτι που είναι πολύ της μόδας, και
δεν είναι απαραίτητο να έχει σχέση με το “γοτθικό”. Κατά τη δεκαετία του 2010, οι νέοι αστοί διανοούμενοι αυτοπροσδιορίζονται “χίπστεροι”. Οι χίπστερς φοράνε στενά τζιν, αθλητικά παπούτσια, γυαλιά με κοκάλινους σκελετούς, ενδιαφέρονται για την ανεξάρτητη (indie) κουλτούρα, και την ερασιτεχνική φωτογραφία. Ιδιαίτερη αξία έχει η τέχνη να δημιουργείς ένα “λουκ”, όπως μια ολόσωμη φωτογραφία του εαυτού σου, ενδεδυμένου με τον “ορθό” τρόπο των χίπστερς, και να την αναρτάς στις ιστοσελίδες των κοινωνικών δικτύων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου