Ετικέτες

Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2013

Η νιτσεϊκή κληρονομιά στη Γαλλία του ’60 και η «φιλοσοφία της επιθυμίας» του Gilles Deleuze




Η ΜΕ­ΤΑ­ΠΟ­ΛΕ­ΜΙ­ΚΗ ΠΕ­ΡΙΟ­ΔΟΣ υπήρ­ξε α­πό φι­λο­σο­φι­κή ά­πο­ψη ε­ξαι­ρε­τι­κά παραγωγική στη Γαλ­λί­α. Ή­δη α­πό τα χρό­νια του με­σο­πο­λέ­μου, α­φε­νός η διαρ­κής γοητεί­α της φιλοσο­φί­ας του Μπεργκσόν, α­φε­τέ­ρου η (με κά­ποια κα­θυ­στέ­ρη­ση) ει­σα­γω­γή γερμανικών ρευ­μά­των ό­πως ο ε­γε­λια­νι­σμός και η φαι­νο­με­νο­λο­γί­α, θέ­τουν τέρ­μα στον στεί­ρο νε­ο­καντια­νό θε­τι­κι­σμό των πα­νε­πι­στη­μια­κών σχο­λών και αρ­χί­ζει ν’ α­να­ζη­τείται έ­να νέ­ο ύ­φος που θα εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο ι­διο­συ­στα­τι­κό και α­να­γνω­ρί­σι­μα γαλ­λι­κό. Ο ίδιος ο θε­τι­κι­σμός με­ταλ­λάσ­σε­ται και, οι­κειο­ποιού­με­νος ρι­ζικά με­θό­δους και έν­νοιες α­πό τη μό­λις α­να­πτυσ­σό­με­νη ε­πι­κοι­νω­νια­κή τε­χνολο­γί­α, θα με­τα­μορ­φω­θεί σε αυ­τό που ονόμα­σαν «στρου­κτου­ρα­λι­σμό». Α­ναμ­φί­βολα ό­μως α­κό­μα στη δε­κα­ε­τί­α του ’50, χά­ρη στη με­γά­λη ε­πιρ­ρο­ή φαι­νο­με­νο­λό­γων οι ο­ποί­οι α­να­κά­λυ­ψαν τον μαρ­ξι­σμό στην ε­γε­λια­νή εκ­δο­χή του, ό­πως ο Σαρ­τρ και ο Μερ­λώ-Πο­ντύ, στον πα­ρι­σι­νό φι­λο­σο­φι­κό ο­ρί­ζο­ντα δεσπό­ζουν ε­κεί­να που παι­γνιω­δώς α­πο­κα­λού­σαν τό­τε «τα τρί­α H»: Hegel-Husserl-Heidegger. Μέ­σα σε αυ­τό α­κρι­βώς το κλί­μα, και εν πολ­λοίς ε­νά­ντια σ’ αυτό, μί­α νε­ό­τε­ρη γε­νιά στο­χα­στών που έρ­χε­ται στο προ­σκή­νιο την ε­πό­με­νη δεκα­ε­τί­α θα ε­πι­διώ­ξει μια φι­λο­σο­φι­κή με­τα­πο­λί­τευ­ση υ­πό το έμ­βλη­μα ε­κεί­νων που τώ­ρα αποκαλούσαν «τρεις δα­σκά­λους της υ­πο­ψί­ας»: Μαρ­ξ, Φρό­υ­ντ, Νί­τσε. Στη δε­κα­ε­τί­α του 1970 οι στο­χα­στές αυ­τοί —Deleuze, Foucault, Derrida, Klossowski, Lyotard— θα κερδίσουν α­ξιο­ση­μεί­ω­τη αί­γλη και ε­πιρ­ρο­ή σε με­γά­λα α­κρο­α­τή­ρια ε­νώ το νέ­ο φιλοσοφικό ύ­φος, που πλέον α­πο­κα­λεί­ται «φι­λο­σο­φί­ες της δια­φο­ράς» ή «φι­λο­σο­φί­ες της ε­πι­θυ­μί­ας» ή α­πλώς «με­τα­στρου­κτου­ρα­λι­σμός», ε­κλαμ­βά­νε­ται ως η σκέ­ψη των νέ­ων κοι­νωνι­κών κι­νη­μά­των και των ε­ξε­γερ­μέ­νων πε­ρι­θω­ρια­κών, ι­δί­ως των θυ­λά­κων που άφη­σε πί­σω του ο Μά­ης του 1968.


 Το βι­βλί­ο του Gilles Deleuze Ο Νί­τσε και η φι­λο­σο­φί­α (που πα­ρου­σιά­ζε­ται σή­με­ρα στα ελ­λη­νι­κά με κα­θυ­στέ­ρη­ση σα­ρά­ντα α­κρι­βώς χρό­νων)1 έ­χει μια ι­διαί­τε­ρη ι­στο­ρι­κή α­ξί­α στο βαθμό που εκ­προ­σω­πεί το ε­ναρ­κτή­ριο λάκτισμα για τού­το το τε­λευ­ταί­ο ση­μα­ντικό ρεύ­μα της γαλ­λι­κής σκέ­ψης. Εί­ναι ε­ξί­σου α­ντι­προ­σω­πευ­τι­κό του ύ­φους και των προθέσε­ων, ό­πως ε­πί­σης των πα­ρερ­μη­νειών και των α­διε­ξό­δων, των γάλ­λων νι­τσε­ϊ­κών. Πε­ρισ­σό­τε­ρο απ’ ό­λους ο Gilles Deleuze ε­ντάσ­σε­ται στην πα­ρα­δο­σια­κή βου­λη­σιαρ­χι­κή γε­νε­α­λο­γί­α, η ο­ποί­α ξε­κι­νά­ει α­πό την κα­ντια­νή α­ντι­στρο­φή που ε­πε­χεί­ρη­σε ο Σοπενχάουερ και α­πο­κτά έ­να χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά γαλ­λι­κό ύ­φος μέσ’ α­πό τον βιτα­λι­σμό του Αν­ρύ Μπερ­γκσόν. Δια­κη­ρυγ­μέ­νος του ε­χθρός εί­ναι ο Χέ­γκελ και η δια­λε­κτι­κή, την ο­ποί­α ε­κλαμ­βά­νει ως τε­λευ­ταί­α με­τα­μόρ­φω­ση του θε­ο­λο­γικού πνεύ­μα­τος: αυ­τό πρα­κτι­κάσημαί­νει ε­πανυ­πο­τα­γή του α­το­μι­κού στην έν­νοια, στην ε­ξου­σί­α του γε­νι­κού, στο κρά­τος – ι­σο­δύ­να­μη με μια χα­μερ­πή συν­διαλ­λα­γή, μια πα­ραί­τη­ση. Ίν­δαλ­μά του μια «νατουραλι­στι­κή» φι­λο­σο­φί­α, η ο­ποί­α για τον Deleuze περ­νά­ει α­πό τον Λου­κρή­τιο, τον Σπι­νό­ζα και τον Νί­τσε (και βε­βαί­ως τον ί­διο τον Μπερ­γκσόν). Με άλ­λα λό­για, το ζητούμε­νο εί­ναι μια φι­λο­σο­φί­α πα­γα­νι­στική, διο­νυ­σια­κή, ό­πως θα λέ­γα­με, που α­πο­δί­δει τα δι­καιώ­μα­τά τους στο α­το­μι­κό, στο ε­μπει­ρι­κό, στο δυ­να­μι­κό, στο τυ­χαί­ο, ε­κεί­νο που αντι­στέ­κε­ται στην ο­λοποί­η­ση και στην ί­δια την έν­νοια (την «α­να­πα­ρά­στα­ση», σύμ­φω­να με τη σο­πεν­χα­ουε­ρια­νή ο­ρο­λο­γί­α) – ό­λα δη­λα­δή ό­σα ο Deleuze θέ­λει να ση­μά­νει με τη μα­γι­κή λέ­ξη: δια­φο­ρά.

Πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό κά­θε άλ­λον φι­λό­σο­φο της γε­νιάς του, ο Deleuze, κυ­ρί­ως κα­τά την πρώ­τη πε­ρί­ο­δο της σκέ­ψης του (που ε­μπί­πτει α­κρι­βώς στη δε­κα­ε­τί­α του ’60), χρησιμοποιεί έ­να ι­διό­τυ­πο ύ­φος σχο­λια­σμού τον ο­ποί­ο θα ο­νο­μά­ζα­με —ελ­λεί­ψει καταληλό­τε­ρου ό­ρου— συ­νη­γο­ρί­α. Στο ί­διο α­κρι­βώς ύ­φος θα γρά­ψει έ­να βι­βλί­ο πά­νω στον Κα­ντ,2 στον Πρου­στ,3 στον Μπερ­γκσόν,4 στον Ζά­χερ Μα­ζόχ,5 στον Σπι­νό­ζα.6 Ε­κεί­νο που α­κού­γε­ται πα­ντού εί­ναι μια δι­πλή φω­νή· ο συγ­γραφέ­ας μι­λά­ει ταυ­τό­χρο­να με το υπο­κεί­με­νο της ερ­μη­νεί­ας του, τού δα­νεί­ζει τη γλώσ­σα του και δα­νεί­ζε­ται τη μα­τιά του, σε βαθ­μό που ο α­να­γνώ­στης δεν γνω­ρί­ζει σε κά­θε στιγ­μή τί α­νή­κει, ας πού­με, στον ί­διο τον Νί­τσε ή τον Πρου­στ και τί στον σχο­λια­στή τους.
Ο πα­ρα­δειγ­μα­τι­κός τρό­πος έκφρασης, μί­μη­ση της λο­γο­τε­χνι­κής γρα­φής, και οι α­τε­λεί­ω­τες α­φο­ρι­στι­κές α­λυ­σί­δες περι­πλέκουν το πρό­βλη­μα: μο­λο­νό­τι ε­δώ α­ναμ­φί­βο­λα ο­φεί­λε­ται με­γά­λο μέ­ρος τής γοητεί­ας αυ­τού του στο­χα­στή, η μορ­φή του σχο­λια­σμού που ε­πι­λέ­γει ε­γεί­ρει έ­να ζή­τη­μα νο­μι­μό­τη­τας στο βαθ­μό που συ­χνά δί­νει την ε­ντύ­πω­ση ό­τι συ­γκα­λύ­πτει προ­σω­πι­κές του ε­κτι­μή­σεις υ­πό το πρό­σχη­μα της έκ­θε­σης θέ­σε­ων ε­νός άλ­λου συγ­γρα­φέ­α, ή υ­πεκ­φεύ­γει την ε­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γί­α που α­παι­τεί­ται για τη στή­ρι­ξη της θέ­σης του. Και η αμ­φι­ση­μί­α, όπως κα­τα­λα­βαί­νει κα­νείς, ο­ξύ­νε­ται στο έ­πα­κρον ό­ταν το κεί­με­νο α­να­φο­ράς εί­ναι ο ίδιος ο Νίτσε, έ­να γρα­πτό ή­δη ε­πι­βαρυ­μέ­νο με τρο­μα­κτι­κές αμ­φι­ση­μί­ες, στην αποκρυπτογράφη­ση τού ο­ποί­ου συ­ντρί­φτη­καν τό­σοι και τό­σοι ερ­μη­νευ­τές…

Ξε­χνά­με συ­χνά ό­ταν προ­σπα­θού­με να ερ­μη­νεύ­σου­με τον Νί­τσε ό­τι το κεί­μενο που έχουμε μπρο­στά μας έ­χει την υ­φή του συ­νειρ­μού μάλ­λον πα­ρά τής εν­νοια­κά πειθαρχημέ­νης πραγ­μά­τευ­σης. Μέ­σα σε αυ­τή τη λά­βα των πυ­ρα­κτω­μέ­νων διατυπώσεων, εί­ναι α­λή­θεια, α­στρά­φτουν ε­νο­ρά­σεις τε­ρά­στιας α­ξί­ας, αλ­λά για να έρ­θει στην ε­πι­φά­νεια το κρι­τι­κό τους δυ­να­μι­κό εί­ναι α­νά­γκη να υ­ιο­θε­τή­σου­με μια διαφορετική στρα­τη­γι­κή α­πό την κα­τά γράμ­μα πα­ρά­θεση – η ο­ποί­α μπο­ρεί να στη­ρί­ξει την οια­δή­πο­τε ά­πο­ψη, και κατ’ αυ­τό τον τρό­πο κα­μί­α: πρέ­πει να α­να­συ­γκροτή­σου­με το σύ­νο­λο της σκέ­ψης αυτής πρω­τί­στως ως στά­ση και ως χει­ρο­νο­μί­α, κι εν συ­νε­χεί­α να προσδιο­ρί­σου­με με α­κρί­βεια την ι­στο­ρι­κή μορφή ή τους ει­δι­κούς ι­δε­ο­λο­γι­κούς της σχημα­τι­σμούς στα ο­ποί­α, ως τέ­τοια, ε­να­ντιώ­νε­ται. Χω­ρίς μια τέ­τοια δια­με­σο­λά­βη­ση το κεί­με­νο του Νί­τσε εί­ναι νε­κρό γράμ­μα, έ­να συ­βιλ­λι­κό ιε­ρο­γλυ­φι­κό, ή —ό­πως στην περίπτω­ση του Deleuze— α­φή­νει έκ­θε­το τον ερ­μη­νευ­τή που πι­στεύ­ει ότι μπο­ρεί να νομιμο­ποι­η­θεί στ’ ό­νο­μά του. 

Έ­χο­ντας κα­τά νου το φι­λο­σο­φι­κό πρό­γραμ­μα του Deleuze που σκια­γρα­φή­σα­με παραπάνω, κα­τα­λα­βαί­νει πά­ντως κα­νείς τί εί­ναι ε­κεί­νο μέ­σα στα γρα­πτά του Νί­τσε που θέλ­γει έ­ναν τέ­τοιο στο­χα­στή. Το πρό­βλη­μα του Νί­τσε εί­ναι πρω­τί­στως το πρό­βλη­μα του νο­ή­μα­τος και των αξιών – πιο συ­γκε­κρι­μέ­να: της κα­τα­γω­γής του νο­ή­μα­τος και των αξιών. Αυ­τή η νι­τσε­ϊ­κή γε­νε­α­λό­γη­ση, ό­πως του­λά­χι­στον ερμη­νεύ­ε­ται α­πό τον Deleuze, δεν θα αρ­γή­σει να φέ­ρει στο φως μια ο­λό­κλη­ρη σει­ρά α­πό δι­χο­το­μι­κά ζεύ­γη: ευ­γε­νείς και χα­μερ­πείς α­ξί­ες, ε­νερ­γές και α­ντε­νερ­γές δυ­νά­μεις, κυ­ρί­ους και δού­λους, κα­τά­φα­ση και άρ­νη­ση, δια­φο­ρά και δια­λε­κτι­κή, κ.ο.κ. – ι­σά­ριθ­μες με­τα­μορ­φώ­σεις, ό­πως εύ­κο­λα βλέ­πει κα­νείς, του σο­πεν­χα­ουε­ρια­νού ζεύγματος βού­λη­σης και α­να­πα­ρά­στα­σης (σε κάποιο βαθ­μό ε­πί­σης, αν μι­λή­σου­με κα­ντια­νά, των κα­τη­γο­ριών της εμπει­ρι­κής εποπτείας και της διάνοιας). Στο έρ­γο αυ­τό ε­μπε­ριέ­χε­ται ή­δη άλ­λω­στε το σπέρ­μα της κριτι­κής στην κα­ντια­νή φι­λο­σο­φί­α την ο­ποί­α θα υ­παι­νι­χθεί ο Deleuze στο α­μέ­σως επόμε­νο βι­βλί­ο του για τον Κα­ντ, και που ο­ρι­σμένα μο­τί­βα της θα ε­πα­νε­πε­ξερ­γα­στεί στο με­τα­γε­νέ­στε­ρο έρ­γο του Δια­φο­ρά και ε­πα­νά­λη­ψη7(ό­που, σιω­πη­ρώς, ε­πα­νοι­κειο­ποιεί­ται ε­πί­σης για τους σκο­πούς του τα πα­ρά­δο­ξα του Κίρ­κε­γκωρ).

Η κρι­τι­κή στον Κα­ντ παί­ζει βε­βαί­ως δια­μορ­φω­τι­κό ρό­λο για το συ­νο­λι­κό εγχεί­ρη­μα του ίδιου τού Νί­τσε·το ί­διο και η προ­φη­τική α­να­γνώ­ρι­ση λε­πτών ψυ­χο­λο­γι­κών διερ­γα­σιών η ο­ποί­α ου­σια­στι­κά προ­α­ναγγέλ­λει τον Φρό­υ­ντ, και η α­νά­δει­ξη αυ­τών των νι­τσε­ϊ­κών πτυχών μέ­σα στην ερμη­νεί­α του Deleuze συ­νι­στά α­ναμ­φί­βο­λα το πιο ε­πι­τυ­χημέ­νο μέ­ρος τού βι­βλί­ου του. Ο Νί­τσε εί­ναι ε­κεί­νος που πή­ρε σο­βα­ρό­τε­ρα α­πό τον κα­θέ­ναν τον ρό­λο της φι­λο­σο­φί­ας ως κρι­τι­κής, και ως προς αυ­τό θέ­λη­σε να δεί­ξει κα­τά τί ο Κα­ντ υπολείπεται α­πό τις δια­κη­ρυγ­μέ­νες του προ­θέ­σεις: «Η κρι­τι­κή εί­ναι κα­τα­στρο­φή με τη μορ­φή της χα­ράς, εί­ναι η ε­πι­θε­τι­κό­τη­τα του δη­μιουρ­γού. Ο δη­μιουρ­γός των αξιών δεν μπο­ρεί να δια­χω­ρι­στεί α­πό έ­ναν κα­τα­στρο­φέ­α, έ­ναν ε­γκλη­μα­τί­α και έ­ναν κρι­τι­κό, έ­ναν κρι­τι­κό των κα­τε­στη­μέ­νων α­ξιών, έ­ναν κρι­τι­κό των α­ντενερ­γών α­ξιών, έ­ναν κρι­τι­κό της χα­μέρ­πειας» (σελ. 127). Α­να­συ­γκρο­τώ­ντας έ­τσι τη δια­μαρ­τυ­ρί­α του Νί­τσε, που έ­χει εξίσου στό­χο τους φι­λο­σο­φι­κούς ε­πι­γό­νους του Κα­ντ, ο Deleuze θα γρά­ψει πιο συγκεκριμέ­να: «Ε­πα­νακτώ­ντας τη θρη­σκεί­α, παύ­ου­με να εί­μα­στε θρη­σκευό­με­νοι άνθρω­ποι; Κά­νο­ντας τη θε­ο­λο­γί­α αν­θρω­πο­λο­γί­α, βά­ζο­ντας τον άν­θρω­πο στη θέ­ση του Θε­ού, κα­ταργού­με ά­ρα­γε το ου­σιώ­δες, δη­λα­δή τη θέ­ση; Ό­λες αυ­τές οι αμ­φι­ση­μί­ες έ­χουν την α­φε­τη­ρί­α τους στην κα­ντια­νή κρι­τι­κή [...] Πο­τέ δεν έ­χου­με δει ο­λι­κή κρι­τι­κή πιο συμ­φι­λιω­τι­κή, ούτε κρι­τι­κό πιο νο­μο­τα­γή [...] Συ­νέ­λα­βε την κρι­τι­κή ως μί­α δύ­να­μη που έ­πρε­πε να στρέ­φε­ται προς ό­λες τις α­ξιώ­σεις για γνώ­ση και α­λήθεια, ό­χι ό­μως και στην ίδια τη γνώ­ση, ό­χι ό­μως και στην ί­δια την α­λή­θεια. Ως μί­α δύ­να­μη που έ­πρε­πε να στρέφε­ται προς ό­λες τις α­ξιώ­σεις για η­θι­κό­τη­τα, όχι ό­μως και στην ί­δια την η­θι­κή. Α­πό τη στιγ­μή ε­κεί­νη, η ο­λι­κή κρι­τι­κή με­ταστρέ­φε­ται σε πο­λι­τι­κή συμ­βι­βα­σμών: πριν να κηρύ­ξου­με πό­λε­μο, μοι­ρά­ζου­με κιό­λας τις σφαί­ρες ε­πιρ­ρο­ής. Δια­κρί­νου­με τρί­α ι­δε­ώ­δη: Τί μπο­ρώ να γνω­ρίσω; Τί ο­φεί­λω να κά­νω; Τί έ­χω να ελ­πί­ζω; Τα ο­ριο­θε­τού­με α­ντί­στοι­χα, κα­ταγ­γέλλου­με τις κα­κές χρή­σεις και τις κα­τα­πα­τή­σεις, ό­μως ο α­νε­πί­κρι­τος χα­ρα­κτήρας του κά­θε ι­δε­ώ­δους πα­ρα­μέ­νει στην καρ­διά του κα­ντια­νι­σμού ό­πως το σκου­λή­κι μέ­σα στον καρ­πό: ηα­λη­θι­νή γνώ­ση, η α­λη­θι­νή η­θι­κή, η α­λη­θι­νή θρη­σκεί­α» (σελ. 130-1).

Το πραγ­μα­τι­κό πρό­βλη­μα, ό­πως θα υ­πο­δεί­ξει ο Deleuze, εί­ναι ό­τι μια εμ­με­νής κρι­τι­κή δεν πρέ­πει να ξε­κι­νά­ει α­διε­ρώ­τη­τα α­πό τις ί­διες τις υ­περ­βα­το­λο­γι­κές αρ­χές αλ­λά να προχω­ρή­σει ως τη δια­δι­κα­σί­α της γέ­νε­σης, της συ­γκρό­τη­σής τους. Το α­λη­θι­νό ε­ρώ­τη­μα εί­ναι το ε­ρώ­τη­μα της βού­λη­σης που ε­νερ­γεί πί­σω και μέ­σα τους: τί α­ντι­προ­σω­πεύ­ει η βού­λη­ση για α­λή­θεια ή για η­θι­κό­τη­τα – προ­πα­ντός, ποιος βού­λε­ται με αυ­τόν τον τρό­πο και ποια τα κί­νη­τρά του; Η μεγα­λειώ­δης συ­νει­σφο­ρά του Νί­τσε έ­γκει­ται α­κρι­βώς σε τούτη την α­να­κά­λυ­ψη της βού­λη­σης: «Ο Νί­τσε πί­στευε ό­τι έ­χει δη­μιουρ­γή­σει την πρώ­τη φι­λο­σο­φί­α της βού­λη­σης. Ό­λες οι άλ­λες ή­ταν οι τε­λευ­ταί­ες με­τα­μορ­φώ­σεις της μεταφυσι­κής. Ό­πως αυ­τός τη συλ­λαμ­βά­νει, η φι­λο­σο­φί­α της βού­λη­σης έ­χει δύ­ο αρ­χές που σχη­μα­τί­ζουν το χαρ­μό­συ­νο μή­νυ­μα: βού­λε­σθαι ί­σον δη­μιουρ­γί­α, βού­λε­σθαι ί­σον χαρά» (σελ. 123). Θα μπο­ρού­σε κά­ποιος ε­δώ να διευ­κρι­νί­σει ό­τι ε­κεί­νος που «ανακάλυψε» τη βού­λη­ση με αυ­τή την έν­νοια ή­ταν ο Σο­πεν­χά­ουερ, στον Νί­τσε οφείλουμε κυ­ρί­ως την α­νε­πι­φύ­λα­κτα θε­τι­κή της α­ξιο­λό­γη­ση·εν πά­ση πε­ρι­πτώ­σει, γεγονός εί­ναι ό­τι ο Νίτσε θα α­ξιο­ποι­ή­σει α­πί­στευ­τα πα­ρα­γω­γι­κά τού­το το νέ­ο ερ­γα­λεί­ο δεί­χνο­ντας ο­ρι­στι­κά και αμε­τά­κλη­τα, για ό­ποιον του­λά­χι­στον δεν θέ­λει να ε­θε­λο­τυ­φλεί, τα α­πα­ρα­μεί­ω­τα ψυχολο­γι­κά θε­μέ­λια κά­θε η­θι­κής – και με τον ί­διο τρό­πο, ε­πί­σης, κά­θε βού­λη­σης για γνώ­ση (volonté dusavoir, θυ­μό­μα­στε, εί­ναι ο ό­ρος υ­πό τον ο­ποί­ον θα συγκρο­τή­σει ο Michel Foucault ό­λες τις ε­πι­στη­μο­λο­γι­κές γε­νε­α­λο­γί­ες του, στην ί­δια γραμ­μή σκέ­ψης). Και, σε τε­λευ­ταί­α α­νά­λυ­ση, η ε­πι­στη­μο­νι­κή γνώ­ση και η α­σκη­τι­κή, εχθρι­κή προς τον κό­σμο η­θι­κό­τη­τα εί­ναι έ­να και το αυ­τό: «Αν κά­ποιος ε­πι­ζητεί την αλήθεια, τού­το δεν γί­νε­ται εν ο­νό­μα­τι αυ­τού που εί­ναι ο κό­σμος αλ­λά εν ο­νό­μα­τι αυ­τού που δεν εί­ναι ο κό­σμος. Εν­νοεί­ται ό­τι η ζω­ή “στο­χεύ­ει να πα­ρα­πλα­νή­σει, να ε­ξα­πα­τή­σει, να α­πο­κρύ­ψει, να θα­μπώ­σει, να τυ­φλώ­σει”. Ό­μως, ε­κεί­νος που ε­πι­ζη­τεί το α­λη­θι­νό θέ­λει πρώ­τα να υ­πο­τι­μή­σει αυ­τή την υ­ψη­λή δύ­να­μη του ψεύ­τι­κου: με­τα­τρέ­πει τη ζω­ή σ’ ένα “λά­θος”, τον κό­σμο αυ­τό σε μια “φαι­νο­με­νι­κό­τη­τα”. Ά­ρα, α­ντι­πα­ρα­θέ­τει στη ζω­ή τη γνώση, α­ντι­πα­ρα­θέ­τει στον κό­σμο έ­ναν άλ­λο κό­σμο, έ­ναν πέ­ραν-κό­σμο, α­κρι­βώς τον αλη­θι­νό κό­σμο. Ο α­λη­θι­νός κό­σμος δεν μπο­ρεί να δια­χω­ρι­σθεί α­πό αυ­τή τη βού­λη­ση, βού­λη­ση του πραγ­μα­τεύ­ε­σθαι τού­τον ε­δώ τον κό­σμο ως φαι­νο­με­νι­κό­τη­τα. Ως εκ τού­του και η α­ντί­θε­ση της γνώ­σης και της ζω­ής, η διάκρι­ση των κό­σμων, α­πο­κα­λύ­πτουν τον αλη­θι­νό τους χα­ρα­κτή­ρα: εί­ναι μια διάκρι­ση η­θι­κής προ­έ­λευ­σης, μια α­ντί­θε­ση η­θι­κής προ­έ­λευ­σης» (σελ. 140). Α­κό­μη πιο ρι­ζι­κά: «Η η­θι­κή εί­ναι η συ­νέ­χι­ση της θρη­σκεί­ας, όμως με άλ­λα μέ­σα. Η γνώ­ση εί­ναι η συ­νέ­χι­ση της η­θι­κής και της θρη­σκείας, ό­μως με άλ­λα μέ­σα [...] Να για­τί συγ­χέ­ου­με τό­σο εύ­κο­λα την κρι­τι­κή μ’ έ­να ξε­κα­θά­ρι­σμα λογαριασμών με­τα­ξύ δια­φό­ρων α­ντε­νερ­γών δυ­νά­με­ων» (σελ. 142).

Ο Νί­τσε προ­σπά­θη­σε να κα­τα­δεί­ξει ε­πα­κρι­βώς τις αν­θρω­πο­λο­γι­κές με­τα­μορφώ­σεις αυτού που ο­νό­μα­ζε «α­ντε­νερ­γές δυ­νά­μεις»: α­σκη­τισμός, μνη­σι­κα­κί­α, κα­κή συ­νεί­δη­ση – το θλι­βε­ρό έρ­γο του ιουδαί­ου ιε­ρέ­α και του χρι­στια­νού α­σκη­τή·πρόγο­νός τους, βε­βαί­ως, ο Σω­κρά­της. Η ψυ­χο­λο­γι­κή α­νά­λυ­ση των τρό­πων με τους οποί­ους η άρ­νη­ση του κό­σμου και της ζω­ής με­τα­τρέ­πε­ται σε μνη­σι­κα­κί­α, των τρό­πων με τους ο­ποί­ους η μνη­σι­κα­κί­α εσω­τε­ρι­κεύ­ε­ται και με­τα­στρέ­φε­ται σε ενο­χή και κα­κή συ­νεί­δη­ση, ό­πως εί­πα, εί­ναι το πιο α­ναμ­φί­λο­γο ε­πί­τευγ­μα του Νί­τσε. Εί­ναι μια διο­ρα­τι­κή πρό­γνω­ση της πα­θο­λο­γί­ας που ο Φρό­υ­ντ λί­γο αρ­γό­τε­ρα θα α­νέ­λυε με ε­στια­κό ση­μεί­ο την έν­νοια της α­πώ­θη­σης, και ο Deleuze α­να­συ­γκρο­τεί με εν­θου­σιασμό ––και ου­σια­στι­κή πι­στό­τη­τα στο πνεύ­μα του Νίτσε–– τού­τη την προ­βλημα­τι­κή σε ό­λο το τρί­το κε­φά­λαιο του βι­βλί­ου του. Ε­δώ ο Deleuze φαί­νε­ται να έ­χει αγ­γί­ξει μια ση­μα­ντι­κή φλέ­βα – ό­μως η θε­ωρη­τι­κή ε­πε­ξερ­γα­σί­α στην ο­ποί­α θα την υ­πο­βά­λει χά­νει στα­δια­κά τον κρι­τι­κό της χα­ρα­κτή­ρα και γί­νε­ται λί­γο λί­γο η ί­δια μια αμ­φί­βο­λη ι­δε­ο­λο­γί­α. Το υ­παι­νι­χθή­κα­με ή­δη: φέρ­νο­ντας στο προ­σκή­νιο μια ο­λό­κλη­ρη σει­ρά α­πό δι­χο­το­μικά ζεύ­γη που α­ντι­πα­ρα­τί­θε­νται α­συμ­φι­λί­ω­τα, κατασκευά­ζει έ­να ο­μοί­ω­μα δυι­στι­κής ο­ντο­λο­γί­ας το ο­ποί­ο χά­νει α­μέ­σως τον ι­στο­ρι­κό χα­ρα­κτή­ρα που ό­φει­λαν να έ­χουν οι γε­νε­α­λο­γί­ες του. Θα γρά­ψει: «Η ι­στο­ρί­α εμφανίζεται λοι­πόν ως η πρά­ξη μέ­σω της ο­ποί­ας οι α­ντε­νερ­γές δυ­νά­μεις ι­διο­ποιού­νται την κουλ­τού­ρα ή την ε­κτρέ­πουν προς ό­φε­λός τους. Ο θρί­αμ­βος των α­ντε­νερ­γών δυνάμεων δεν εί­ναι έ­να ε­πει­σό­διο στην ι­στο­ρί­α αλ­λά η αρ­χή και το νό­η­μα της “παγκόσμιας ιστο­ρί­ας”. Στο έρ­γο του Νί­τσε αυ­τή η θέ­ση ε­νός ι­στο­ρι­κού εκ­φυ­λισμού της κουλ­τού­ρας κα­τέ­χει δε­σπό­ζου­σα θέ­ση: θα χρη­σι­μεύ­σει ως ε­πι­χεί­ρημα στην πά­λη του ενα­ντί­ον της φι­λο­σο­φί­ας τής ι­στο­ρί­ας και ε­να­ντί­ον της δια­λε­κτι­κής. Υ­πα­γο­ρεύ­ει την απο­γο­ή­τευ­ση του Νί­τσε: α­πό “ελ­λη­νι­κή” η κουλ­τού­ρα γί­νε­ται “γερ­μα­νι­κή”…» (σελ. 200).

Δύ­ο πράγ­μα­τα έ­χει να πα­ρα­τη­ρή­σει κα­νείς ε­δώ. Πρώ­τον, οι ε­νερ­γές και α­ντε­νερ­γές δυνά­μεις και α­ξί­ες εί­ναι σύμ­βολα συ­γκε­κρι­μέ­νων ι­στο­ρι­κών πραγ­μα­τι­κο­τή­των, οι ο­ποί­ες ε­δώ α­πο­δί­δο­νται εμβλη­μα­τι­κά με τους ό­ρους «ελ­λη­νι­κό» και «γερ­μα­νι­κό»: πί­σω α­πό την α­ντι­παρά­θε­ση κυ­ριαρ­χι­κών και δου­λι­κών α­ξιών, του ε­μπει­ρι­σμού με τη με­τα­φυ­σι­κή, του Νί­τσε με την κα­ντια­νή/ε­γε­λια­νή κλη­ρο­νο­μιά ή του ί­διου τού Deleuze με ό,τι α­πο­κα­λεί «δια­λε­κτι­κή», κρύ­βε­ται μια α­νυπο­λό­γι­στου ι­στο­ρι­κού βά­θους α­ντί­θε­ση α­νά­με­σα στον νε­ώτε­ρο, ιου­δαιο­χριστια­νι­κό και δια­φω­τι­στι­κό κό­σμο, α­πό τη μί­α πλευρά, και έ­ναν αρχαί­ο, πα­γα­νιστι­κό κό­σμο που εί­ναι κα­τά κά­ποιον τρό­πο ε­ντα­φια­σμέ­νος στα θε­μέ­λιά του, από την άλ­λη. Ό­λα δεί­χνουν ό­τι ο Deleuze θέ­λει να σκη­νοθε­τή­σει εκ νέ­ου μια τό­σο βα­θειάν α­ντι­πα­ρά­θε­ση· δεύ­τε­ρον, ό­μως, για να κά­νει κά­τι τέ­τοιο θα έ­πρε­πε να μεί­νει ακρι­βώς στο ι­στο­ρι­κό πε­δί­ο της ε­πε­ξερ­γα­σί­ας των γε­νε­α­λο­γιών του, να δεί­ξει υ­πό ποιες υ­λι­κο­ϊ­στο­ρι­κές συν­θή­κες δια­μορ­φώ­νο­νται τέ­τοιες το­μές στον πο­λι­τι­σμό και στην ανθρώπι­νη ψυ­χή, και να μην υ­πο­κύ­ψει στον πει­ρα­σμό να με­τα­βεί εκ νέου σ’ έ­να (ψευδο)ο­ντο­λο­γι­κό ε­πίπε­δο. Κά­νο­ντας κά­τι τέ­τοιο —και α­νε­ξαρ­τή­τως τού αν κά­ποιες δια­τυ­πώ­σεις του Νί­τσε το ε­πι­τρέ­πουν, ή πό­σες εί­ναι αυ­τές και τί θέ­ση έ­χουν μέ­σα στη συ­νολι­κή σκέ­ψη του Νί­τσε— στο­μώ­νει την ό­ποια κρι­τι­κή αιχ­μή της θέ­σης του.

Δυ­ι­στι­κή ο­ντο­λο­γί­α ση­μαί­νει ό­τι ο «κύριος» και ο «δού­λος» α­ντι­δια­στέλ­λο­νται ό­χι ως ονό­μα­τα δύ­ο δια­κρι­τών ι­στο­ρι­κών δια­μορ­φώ­σε­ων του κοι­νού αν­θρώ­πι­νου υποστρώματος αλ­λά ως ξε­χω­ριστές αν­θρώ­πι­νες ρά­τσες, ό­τι η «κα­τά­φα­ση» και η «άρνηση» δεν εί­ναι δύ­ο ό­ψεις της ί­διας νο­η­μα­το­δο­τι­κής πρά­ξης αλ­λά δια­φο­ρε­τι­κές και α­μοι­βαί­α α­ποκλειό­με­νες γραμ­μα­τι­κές, ό­τι οι «ε­νερ­γές» και οι «α­ντε­νερ­γές» δυ­νά­μεις δεν εί­ναι ει­δι­κές και ε­να­λλασ­σό­με­νες τρο­πές ε­νός ε­νιαί­ου και α­δια­φο­ρο­ποί­ητου μέ­σα στην α­πε­ρα­ντό­τη­τά του δυ­να­μι­σμού που ταυ­τί­ζε­ται με ό,τι α­πο­κα­λού­με φύ­ση, αλ­λά ξεχω­ρι­στές και ποιο­τι­κά α­ντι­δια­στελ­λό­με­νες ο­ντό­τη­τες μέσα στην ά­τε­γκτη ιε­ραρ­χί­α του πραγ­μα­τι­κού – σχε­δόν ό­πως, μπαί­νει στον πει­ρα­σμό να σκε­φτεί κα­νείς, οι άγ­γε­λοι και οι δαί­μο­νες! Και αυ­τό ε­νώ ο Deleuze δεν α­γνο­εί, αν πι­στέ­ψου­με του­λά­χι­στον ο­ρι­σμένες δια­τυ­πώ­σεις του, την δι­πλή τρο­πι­κό­τη­τα που εγ­γε­νώς εκ­δη­λώ­νουν ό­λα τα έ­τσι συγκροτη­μέ­να ζεύ­γη των α­ντι­θέ­των του. Έ­να μό­νο πα­ρά­δειγ­μα αρ­κεί. Ξεκι­νώ­ντας α­πό έ­ναν αμ­φί­βο­λο και προ­βλη­μα­τι­κό ο­ρι­σμό της δύ­να­μης, ο Deleuze κα­τα­λή­γει σε μια χαρα­κτη­ρι­στι­κά ε­σφαλ­μέ­νη κα­τα­νό­η­ση της συ­νεί­δη­σης και αυ­τό που θα λέ­γα­με διαστρο­φή της οι­κο­συ­στη­μι­κής σχέ­σης. Κατ’ αρ­χάς δεν εί­ναι διόλου βέ­βαιο πως «θα ήταν πα­ρά­λο­γο να σκε­φτού­με τη δύ­να­μη στον ε­νι­κό. Μια δύ­να­μη εί­ναι κυ­ριαρ­χί­α κα­θώς ε­πί­σης και το α­ντι­κεί­με­νο ε­πί του ο­ποί­ου α­σκεί­ται κυ­ριαρ­χί­α» (σελ. 18), διό­τι δύ­να­μη είναι μια εξ ορι­σμού πο­σο­τι­κή έν­νοια και, ως εκ τού­του, πα­ρά­λο­γο εί­ναι μάλ­λον να της α­ποδί­δου­με στα­θε­ρές ποιό­τη­τες και α­το­μι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά· α­κό­μη ό­μως και αν δεχθού­με τη δυ­να­τό­τη­τα σχη­μα­τι­σμού δια­φο­ρο­ποι­η­μέ­νων πε­δί­ων στο ε­σωτε­ρι­κό μιας πρω­ταρ­χι­κής δύ­να­μης, πε­δί­ων που α­να­πό­φευ­κτα αλ­λη­λε­πι­δρούν με­τα­ξύ τους, πο­λύ περισ­σό­τε­ρο πα­ρά­λο­γο εί­ναι να ο­ρί­ζου­με αυ­τή την αλ­λη­λεπί­δρα­ση μο­νο­σή­μα­ντα ως «κυ­ριαρ­χί­α» — πό­σο μάλ­λον ό­ταν αυ­τή εί­ναι μί­α έν­νοια που προ­έρ­χε­ται α­πό την πολιτική α­νά­λυ­ση και ό­χι α­πό τη φυ­σι­κή… Μια τέτοια α­φε­τη­ρί­α ό­μως ε­πι­τρέ­πει στον Deleuze να υ­πο­βι­βάσει εν συ­νε­χεί­α τη συ­νεί­δη­ση ως α­να­φε­ρό­με­νο, κα­τά συ­νέ­πεια «δουλι­κό» σύμ­φω­να με τον ο­ρι­σμό του, στοι­χεί­ο: «“Η συ­νεί­δηση εμ­φα­νί­ζε­ται συ­νή­θως μό­νον ό­ταν έ­να ό­λον θέ­λει να υ­πα­χθεί σε έ­να α­νώ­τερο ό­λον [...] Η συ­νεί­δη­ση γεν­νά­ται σε σχέ­ση με έ­να ον τού ο­ποί­ου θα μπο­ρού­σα­με να εί­μα­στε συ­νάρ­τη­ση”. Αυ­τή εί­ναι η δου­λι­κό­τη­τα της συ­νεί­δη­σης» (σ. 64). Μο­λονό­τι ο α­φο­ρι­σμός εί­ναι του Νί­τσε, ο Deleuze ε­παυ­ξά­νει θριαμ­βευ­τι­κά α­γνο­ώ­ντας αυ­τό που στην ε­πο­χή του άλ­λοι έ­βλε­παν ή­δη καθαρά: ό­τι η α­να­φο­ρά και ο συ­σχε­τι­σμός ε­νός υ­πο­συ­στή­μα­τος με έ­να υ­περ­σύ­στη­μα είναι η θε­με­λιώ­δης οι­κο­συ­στη­μι­κή σχέ­ση η ο­ποί­α συ­νέ­χει ό­λα τα ε­πί­πε­δα του πραγματικού και ε­ξα­σφα­λί­ζει ––με­τα­ξύ άλ­λων–– τις κρι­σι­μό­τε­ρες λει­τουργί­ες της ζω­ής, ό­τι εί­ναι α­να­γω­γή σε έ­να α­νώ­τε­ρο ε­πί­πε­δο πο­λυ­πλο­κό­τη­τας και δεν έ­χει ––εξ ο­ρι­σμού του­λά­χι­στον–– κα­μί­α σχέ­ση με κυ­ριαρ­χί­α/υ­πο­ταγή και πα­ρό­μοιες νε­ο­ρο­μα­ντι­κές εμμονές, ό­τι, τέλος, αυ­τό το οποίο λέμε «συ­νεί­δηση» εί­ναι η πιο ευαί­σθη­τη λει­τουρ­γί­α που ε­ξα­σφα­λί­ζει στα αι­σθα­νό­με­να-αυτορ­ρυθ­μι­ζό­με­να ό­ντα μια τέ­τοια σχέ­ση…

Ε­κεί­νο όμως που μας ε­ντυ­πω­σιά­ζει εδώ δεν εί­ναι η πα­λαιο­μο­δί­τι­κη βι­τα­λι­στι­κή αντίληψη πε­ρί συ­νεί­δη­σης (διάβα­ζε πά­ντα: «α­να­πα­ρά­στα­σης») με ό­λο τον η­ρω­ϊ­κό ατομι­κι­σμό που υ­ποκρύ­πτει, ό­σο το γε­γο­νός ό­τι ο Deleuze εί­ναι σε θέ­ση να ενθουσιάζεται ε­ξί­σου και με την α­ντί­θε­τη θέ­ση, δια­τυ­πω­μέ­νη ή­δη στο δέκατο έβδομο αιώ­να α­πό τον Σπι­νό­ζα. Με εγκω­μια­στι­κό τρό­πο σχο­λιά­ζει μια διο­ρα­τι­κή πα­ρα­τή­ρη­ση του εβραίου φι­λο­σό­φου που έ­χει εμ­φα­νώς το α­ντί­θε­το νό­η­μα ––πα­ρά τον ι­σχυ­ρι­σμό τού Deleuze–– α­πό τον παραπά­νω α­φο­ρι­σμό του Νί­τσε, ό­πως του­λά­χι­στον ερμη­νεύ­θη­κε εδώ: «Ο Σπι­νό­ζα, στο πλαί­σιο μιας ά­κρως βα­θυ­στό­χα­στης θε­ω­ρί­ας, ι­σχυ­ρι­ζό­ταν ό­τι σε κά­θε πο­σό­τη­τα δύ­να­μης α­ντι­στοι­χού­σε μί­α ι­κα­νό­τη­τα του ε­πη­ρε­ά­ζε­σθαι. Έ­να σώ­μα εί­χε τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρη δύ­να­μη, ό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο μπο­ρού­σε να ε­πη­ρε­α­σθεί α­πό έ­ναν μεγαλύτε­ρο α­ριθ­μό τρό­πων. Αυ­τή η ι­κα­νό­τητα εί­ναι που με­τρού­σε τη δύ­να­μη ε­νός σώμα­τος ή που ε­ξέ­φρα­ζε την ι­σχύ του. Και, α­φε­νός, αυ­τή η ι­κα­νό­τη­τα δεν ή­ταν μί­α α­πλή λο­γι­κή πι­θα­νό­τη­τα: πραγ­μα­τοποιεί­το κά­θε στιγ­μή α­πό τα σώ­μα­τα με τα ο­ποί­α αυ­τό ευρι­σκό­ταν σε συ­σχε­τισμό. Η ι­κα­νό­τη­τα αυ­τή, α­φε­τέ­ρου, δεν ή­ταν μί­α φυ­σι­κή παθητικό­τη­τα: πα­θη­τικοί ή­ταν μό­νο οι ε­πη­ρε­α­σμοί των ο­ποί­ων το υ­πό συ­ζή­τη­ση σώ­μα δεν ή­ταν ε­ντελής αι­τί­α» (σ. 94-5). Έ­να α­πό τα δύ­ο πρέ­πει να συμ­βαί­νει ε­δώ: ή η συνείδη­ση ο­φεί­λει να γί­νει κα­τα­νο­η­τή ως μια τέ­τοια «δύ­να­μη του ε­πη­ρε­ά­ζε­σθαι» ο­πό­τε και να με­τα­τα­χθεί στην ευ­γε­νή γε­νε­α­λο­γί­α, ή ο Deleuze δεν θέ­λει να δει τις αμ­φι­λο­γί­ες του ε­πει­δή το μό­νο που τον εν­δια­φέ­ρει εί­ναι να πα­ρα­μεί­νει προ­σκολ­λη­μέ­νος σε μί­α εκ των προ­τέ­ρων ει­λημ­μέ­νη θέ­ση.

Και ό­λα δεί­χνουν ό­τι το τε­λευ­ταί­ο συμ­βαί­νει. Ζω­τι­κό νεύ­ρο ό­λης αυ­τής της φι­λό­δο­ξης πραγ­μά­τευ­σης του Deleuze εί­ναι η ε­πι­θυ­μία του να κα­τα­σκευά­σει έ­να α­να­γνω­ρί­σι­μο μοντέ­λο της σχέ­σης κυ­ρί­ου-και-δούλου, και πιο ει­δι­κά έ­να μο­ντέ­λο ε­ναλ­λα­κτι­κό και αντι­πα­ραθέ­σι­μο στο α­ντί­στοι­χο μο­ντέ­λο του Χέ­γκελ. Το στοι­χεί­ο της εγε­λια­νής λύ­σης που θέ­λει προ­πα­ντός να α­πο­κλεί­σει εί­ναι η α­μοι­βαί­α α­να­γνώ­ρι­ση και η συμ­φι­λί­ω­ση – διό­τι κά­θε συμ­φι­λί­ω­ση του φαί­νε­ται ως συμ­βι­βασμός με μια κα­τε­στη­μέ­νη πραγματικότη­τα την ο­ποί­α πε­ρι­φρο­νεί, συν­διαλ­λαγή με μια φι­λο­σο­φί­α που α­πο­λή­γει στην υ­πε­ρά­σπι­ση του «α­λη­θούς», ε­ντέ­λει του νό­μου και του κρά­τους… Δεν εί­ναι μό­νο ένας ρο­μα­ντι­κός α­ναρ­χι­σμός που δια­κρί­νε­ται στη στά­ση αυ­τή του Deleuze, διό­τι η σκοπιά που υ­ιο­θε­τεί για να ε­πι­τε­θεί στις α­στι­κές πο­τα­πές α­ξί­ες α­να­κα­λεί ανατριχιαστικές α­ρι­στο­κρα­τι­κές και φε­ου­δαρ­χι­κές μνή­μες, συ­νο­ρεύ­ει ε­πι­κίν­δυνα με ρατσι­στι­κές δια­τυ­πώ­σεις και μπο­ρεί α­κό­μα, σε κά­ποια συμ­φρα­ζό­με­να, να δια­βα­στεί ως α­πε­ρί­φρα­στη α­πο­λο­γη­τι­κή ε­νός ξέ­φρε­νου, α­ντα­γω­νι­στι­κού κα­πι­τα­λι­σμού! Πριν φτάσουμε ό­μως ε­κεί πρέ­πει να δού­με κα­θα­ρά τις εγ­γε­νείς, συ­γκρο­τη­τι­κές της αντιφάσεις. Διό­τι, ό­πως εί­πα, το πρό­βλη­μα δεν εί­ναι ότι α­πλώς ο Deleuze χρη­σι­μο­ποιεί πα­ντού τον πρώ­το ό­ρο από μια σει­ρά α­συμ­φι­λί­ω­των ζευ­γών που κα­τα­σκευά­ζει ως αιχ­μή για να ε­πι­τεθεί κρι­τι­κά σε αυ­τό που ε­κλαμ­βά­νει ως κυ­ριαρ­χί­α τού δεύ­τε­ρου ό­ρου στην παρού­σα πραγ­μα­τι­κό­τη­τα· το πρό­βλη­μα εί­ναι ό­τι ε­πι­μέ­νο­ντας μέ­χρι τέ­λους σε αυ­τές τις δι­πλές α­φε­τη­ρί­ες δεν έ­χει τρό­πο να ο­ρί­σει τη σχέ­ση τους χω­ρίς ο ί­διος να πε­ρι­πί­πτει σε α­πο­καρ­διω­τι­κές α­ντι­φά­σεις. Η σχέ­ση κυ­ρί­ου και δού­λου, για να μεί­νου­με τε­λι­κά σε αυτήν, σύμ­φω­να με τον ο­ρι­σμό της εί­ναι μια σχέ­ση η οποία γί­νε­ται δια­φο­ρε­τι­κά κατανοη­τή από τη σκο­πιά του κα­θε­νός: α­πό τη σκο­πιά του κυ­ρί­ου εί­ναι η υ­πε­ρή­φα­νη κα­τάφα­ση μιας δια­φο­ράς, α­πό τη σκο­πιά του δού­λου εί­ναι η άρ­νη­ση ως α­ντί­θε­ση στον κύ­ριο – και αυ­τή η α­ντί­θε­ση, η α­ντε­νέρ­γεια, εί­ναι που ο­ρί­ζει τον δού­λο ως τέ­τοιον, ό­χι η πραγ­μα­τι­κή ε­ξου­σί­α που εν­δέχε­ται να δια­θέ­τει. Τού­το το τε­λευ­ταί­ο ό­μως ση­μαί­νει ό­τι η α­ξιο­λό­γη­ση προ­ηγεί­ται της γε­νε­α­λο­γί­ας, ό­τι ο «κύ­ριος» δεν εί­ναι κά­ποιος ε­μπει­ρι­κά ανα­γνω­ρί­σι­μος αλ­λά συ­νι­στά μάλ­λον α­ξια­κό θέ­σπι­σμα εκ μέ­ρους τού φι­λο­σό­φου. Επιπλέ­ον, ως τέ­τοιο, προ­ϋ­πο­θέ­τει την ε­δραιω­μέ­νη κυ­ριαρ­χί­α ε­κεί­νου το ο­ποί­ο έ­χει την πρό­θε­ση να αρ­νη­θεί, να α­να­τρέ­ψει: του ε­μπει­ρι­κού κό­σμου των α­ντενερ­γών δυ­νά­με­ων, της μνη­σι­κα­κί­ας και της κα­κής συ­νεί­δη­σης, των ε­πι­κρα­τουσών α­ξιών του ιου­δαί­ου ιε­ρέ­α και του χρι­στια­νού α­σκη­τή… Αν η πο­λε­μι­κή λειτουρ­γί­α της κρι­τι­κής γί­νει κυ­ριο­λε­κτι­κά δε­κτή, τό­τε ο­λο­φά­νε­ρα η ε­ξυ­μνούμε­νη κα­τά­φα­ση της δια­φο­ράς εί­ναι ή­δη α­ντίθε­ση, α­ντι­πα­ρά­θε­ση – ο κύ­ριος εί­ναι ή­δη δούλος α­πό τη στιγ­μή που α­να­γνω­ρί­ζει ό­τι υ­πάρ­χουν χα­μερ­πείς α­ξί­ες και δού­λοι, α­πό τους ο­ποί­ους ο ί­διος θέ­λει να δια­φέ­ρει. Αν πά­ρου­με κατά γράμ­μα τον ίδιο του τον ο­ρι­σμό, ο κύ­ριος δεν θα μπο­ρού­σε να υ­πάρ­χει πα­ρά μό­νο σε έ­ναν κόσμο ό­που δεν υ­πάρ­χουν κα­θό­λου δού­λοι – και το ί­διο ι­σχύ­ει για ό­λα τα έ­τσι συ­γκρο­τη­μέ­να ζεύ­γη δυ­νά­με­ων και εν­νοιών.8 Συνεπώς, η με­λαγ­χο­λι­κή κα­τα­κλεί­δα ότι η κυ­ριαρ­χί­α των α­ντε­νερ­γών δυ­νά­με­ων εί­ναι τε­λι­κώς α­να­πό­φευ­κτη στον κόσμο, δεν απορρέ­ει μό­νο α­πό μια πε­σι­μι­στι­κή θε­ώ­ρη­ση της ε­μπει­ρι­κής ι­στο­ρίας (την ο­ποί­α σε αυτό το ε­πί­πε­δο πολ­λοί θα μπο­ρού­σαν να προ­συ­πο­γρά­ψουν) αλλά προ­η­γου­μέ­νως ––και κυ­ρί­ως–– προ­ε­ξω­φλεί­ται α­πό την ί­δια τη θε­ω­ρη­τι­κή στρα­τη­γι­κή του Deleuze: α­πο­τυ­χί­α του να ο­ρί­σει ε­κείνο που δεν δι­καιού­ται καν, με βά­ση τις ί­διες του τις α­φε­τη­ρί­ες, να πει.

ΘΑ ΜΠΟ­ΡΟΥ­ΣΑ­ΜΕ ΝΑ ΔΙΑ­ΒΑ­ΣΟΥ­ΜΕ το έρ­γο του Deleuze Ο Πρου­στ και τα ση­μεί­α, που το πρώ­το του μέ­ρος εκ­δό­θη­κε μί­α διε­τί­α με­τά το Ο Νί­τσε και η φι­λο­σο­φί­α (και ί­σως εν μέ­ρει είχε γρα­φτεί πα­ράλ­λη­λα), ως πα­ρέκ­βα­ση στο πρώ­το αυ­τό και κα­τά κά­ποιον τρό­πο προ­γραμ­μα­τι­κό έρ­γο του φι­λο­σό­φου·πι­στεύ­ω α­κό­μα ό­τι κα­τέ­χει μια στρα­τη­γι­κή θέ­ση στην ό­λη ε­ξέ­λι­ξη της φιλοσοφίας τού Deleuze στο μέ­τρο που α­ναπτύσ­σε­ται ε­σω­τε­ρι­κά επί μια δε­κα­ε­τί­α: το δεύ­τε­ρο μέ­ρος του, το ο­ποί­ο προ­στέ­θη­κε α­κρι­βώς στην έκ­δο­ση του 1970, συν­δέ­ει ου­σια­στι­κά την πρώ­τη αυ­τή πε­ρί­οδο της σκέψης του με τη γλώσ­σα και την προ­βλη­μα­τι­κή τού Α­ντι-Οι­δί­πο­δα,9 του πο­λυ­συ­ζη­τημέ­νου βι­βλί­ου που ε­ξέ­δω­σε ο Deleuze α­πό κοι­νού με τον ψυ­χί­α­τρο Felix Guattari το 1973 και το ο­ποί­ο μας ει­σά­γει σε αυ­τό που θα ο­νο­μά­ζα­με ώ­ρι­μη πε­ρί­ο­δό του. Α­πο μί­α άλ­λη ά­πο­ψη, μπο­ρεί να δια­βα­στεί ως το πρώτο και σπου­δαιό­τε­ρο α­πό τα τρί­α «μπεργκσο­νι­κά» έρ­γα του Deleuze, α­πό κοι­νού με τη σύ­ντο­μη μο­νο­γρα­φί­α Ο μπερ­γκσο­νι­σμός και το πο­λύ μετα­γε­νέ­στε­ρο ––το τε­λευ­ταί­ο ση­μα­ντι­κό φι­λο­σο­φι­κό του έρ­γο, κα­τά πολ­λούς–– πά­νω τον κι­νη­μα­το­γρά­φο με τον ενδει­κτι­κό τί­τλο Η ει­κόνα-κί­νη­ση.10

Ο Νί­τσε ή­ταν ο πρώ­τος, πρέ­πει να θυ­μη­θού­με, που μάς ε­πέ­στη­σε την προ­σο­χή στα σημεί­α. Η ε­χθρό­τη­τά του α­πέ­να­ντι στη με­τα­φυ­σι­κή και σε κά­θε μορ­φή ου­σιο­λο­γί­ας, ο ακό­ρε­στος πό­θος του για έ­ναν αι­σθη­σια­κό τρό­πο του φι­λο­σο­φείν, με­τα­φρά­στη­κε σε απο­φα­σι­σμέ­νη προ­σή­λωση στις εμ­φά­νειες, τό­σο της γλώσ­σας ό­σο και των ί­διων των πραγ­μά­των – κάτι που, σε μια πε­ρί­φη­μη ρή­ση του, τον ο­δή­γη­σε να ο­ρί­σει το ρό­λο τού μο­ντέρ­νου δια­νο­η­τή ως κα­τε­ξο­χήν φι­λο­λό­γου. Πα­ρό­τι πολ­λοί θέ­λη­σαν να γενεαλογήσουν α­πό ε­δώ διά­φο­ρες μορ­φές σχε­τι­κι­σμού που ευ­δο­κί­μη­σαν κά­πως αργότερα στον 20ό αιώ­να, στον Νί­τσε εί­ναι προ­φα­νής η πολε­μι­κή χρή­ση των εννοιών τό­σο της ε­λα­φρό­τη­τας ό­σο και της εμ­φά­νειας, ως μέ­σον για να ε­πιτε­θεί σε μια ο­ρι­σμέ­νη α­ντί­λη­ψη της «σο­βα­ρό­τη­τας» και του «βά­θους» που ήταν γι’ αυ­τόν α­δια­χώ­ρι­στα συνδεδε­δε­μέ­νη με τα προ­τε­στα­ντι­κά-θε­ο­λο­γι­κά θε­μέ­λια της γερ­μα­νι­κής φι­λο­σο­φί­ας (με τον ί­διο α­κρι­βώς τρό­πο που θα α­ντιτα­χθεί α­πό μί­α στιγ­μή και με­τά στον Βά­γκνερ, αντιπα­ρα­θέ­το­ντας προκλητικά τον Μπιζέ που ή­ταν στα μά­τια του η εν­σάρ­κω­ση του πνεύ­μα­τος της με­σο­γεια­κής ε­λα­φρό­τη­τας). Ο­πωσ­δή­πο­τε βέ­βαια πρέ­πει να δε­χθούμε ό­τι έ­νας ο­ρι­σμέ­νος προ­ο­πτι­κι­σμός ή­ταν ε­ξαρ­χής στοι­χεί­ο της σκέ­ψης του Νί­τσε, χά­ρη στον ο­ποί­ο και μό­νο έ­γι­νε δυ­να­τή η τε­λε­σί­δι­κη θα­νά­τω­ση του Θε­ού – δη­λα­δή, η αποκαθήλωση τής «α­λή­θειας» και η έ­σχα­τη τρα­γι­κή δια­κύ­βευ­ση τού νο­ή­μα­τος. «Έχουμε ά­δι­κο να πι­στεύ­ου­με στα γε­γο­νό­τα, δεν υ­πάρ­χουν πα­ρά μό­νο ση­μεί­α. Έ­χου­με ά­δι­κο να πι­στεύ­ου­με στην α­λή­θεια, δεν υ­πάρ­χουν πα­ρά μό­νο ερ­μη­νεί­ες»: θα μπο­ρού­σε να εί­ναι κάλ­λι­στα λό­για του Νί­τσε, εί­ναι ω­στό­σο μια χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή δια­τύ­πω­ση του Deleuze α­πό το έρ­γο Ο Πρου­στ και τα ση­μεί­α (σελ. 110), με την οποί­α βλέ­που­με α­πό ποιο ση­μεί­ο ε­πι­διώ­κει να ξα­να­πιά­σει, σε δια­φο­ρε­τι­κό επί­πε­δο, το νή­μα της νι­τσε­ϊ­κής κρι­τι­κής. 

Εν τω με­τα­ξύ έ­χουν με­σο­λα­βή­σει πολ­λά, και στη δε­κα­ε­τί­α του ’60 η ση­μειο­λογί­α εί­ναι ένας πα­νί­σχυ­ρος δια­νο­η­τι­κός συρ­μός στη Γαλ­λί­α. Εκ­κι­νώ­ντας αυ­τή τη φο­ρά α­πό το πρόγραμ­μα του Saussure στη γλωσ­σο­λο­γί­α και στε­νά συν­δε­δε­μέ­νη με την ευ­ρύ­τε­ρη πρό­τα­ση του στρου­κτου­ρα­λι­σμού, εννο­ή­θη­κε στην πρά­ξη ως ρή­ξη με τη φαι­νο­με­νο­λο­γί­α – τό­σο στην ε­γε­λια­νή όσο και στη χου­σερ­λια­νή εκ­δο­χή της. Διό­τι, πράγ­μα­τι, αν η φαινομε­νο­λο­γί­α αρ­νιό­ταν τη διά­κρι­ση με­τα­ξύ εμ­φά­νειας και ου­σί­ας κα­τά τρό­πο διαλεκτι­κό, για να πει δη­λα­δή ό­τι η ου­σί­α ε­μπε­ριέ­χε­ται ή δια­σώ­ζε­ται ή διατη­ρεί­ται μέ­σα στην ί­δια την εμ­φά­νεια (η ο­πτι­κή του Νί­τσε, παρε­μπι­πτό­ντως, δεν εί­ναι κα­θό­λου βέ­βαιο ό­τι ή­θε­λε να πει κά­τι άλ­λο), τού­τη η νέ­α προ­σέγ­γι­ση θα ε­πι­μεί­νει στη χα­σμα­τι­κή ασυνέχεια ή το­μή α­νά­με­σα σε εμφά­νεια και ου­σί­α, μό­νο που θα το κά­νει αντιστρέφοντας την α­ξιο­λο­γί­α της πα­λαιάς με­τα­φυ­σι­κής και θα συ­ντα­χθεί ολοκληρωτικά με το μέ­ρος της εμ­φά­νειας. Δεν γνω­ρί­ζου­με πο­τέ τί υ­πάρ­χει πί­σω α­πό την ο­λι­σθη­ρή ε­πι­φά­νεια των ση­μαι­νό­ντων — ή, σε κά­ποιες α­κραί­ες εκ­δο­χές, γνω­ρί­ζου­με ό­τι δεν υ­πάρ­χει τί­πο­τε… Οι στρουκτου­ρα­λι­στές εί­ναι α­λή­θεια ό­τι πο­τέ δεν προ­χώ­ρη­σαν τόσο μα­κριά, πα­ρα­μέ­νοντας σε πλαί­σια λί­γο έ­ως πο­λύ φορ­μα­λι­στι­κά και α­να­ζη­τώ­ντας το νό­η­μα στην ί­δια την (ε­ξω­τε­ρι­κή) ορ­γά­νω­ση της α­λυ­σί­δας των ση­μαι­νό­ντων·η μηδενιστική προ­έ­κτα­ση αυ­τής της σύλ­λη­ψης θα δο­θεί α­πό ε­κεί­νους οι ο­ποί­οι θέ­λη­σαν να ερ­γα­στούν πε­ρισ­σό­τε­ρο στο πε­δί­ο της ερ­μη­νευ­τι­κής πα­ρά­δο­σης, α­να­τρέ­πο­ντάς την βεβαί­ως, και βα­σι­κά από έ­ναν ε­πί­μο­νο και πα­ρά­δο­ξο δια­νο­η­τή: τον Jacques Derrida. «Δεν υ­πάρ­χει Λό­γος, υ­πάρ­χουν μό­νο ιε­ρο­γλυ­φι­κά. Να σκέ­φτε­σαι εί­ναι λοι­πόν να ερμηνεύ­εις, εί­ναι να με­τα­φρά­ζεις»: θα μπο­ρού­σε να έ­χει γρα­φτεί α­πό τον Derrida, αλ­λά εί­ναι και πά­λι ο Deleuze α­πό το βιβλί­ο του για τον Πρου­στ (σελ. 121) – πράγ­μα που δεί­χνει α­κρι­βώς τις πα­ράλ­λη­λες δια­δρο­μές μιας ο­ρι­σμέ­νης ερ­μη­νεί­ας του Νί­τσε στη Γαλ­λί­α, το τί ο­φεί­λει αυτή στην πε­ριρ­ρέ­ου­σα δια­νο­η­τι­κή α­τμό­σφαι­ρα (που μάλ­λον μι­κρή σχέ­ση έ­χει με τον ί­διο τον Νί­τσε) και, βε­βαί­ως, την α­κρι­βή θέ­ση την ο­ποί­α κα­τα­λαμ­βά­νει η σκέ­ψη του Deleuze στη δη­μιουρ­γί­α αυ­τού του φι­λο­σο­φικού ύ­φους.

Το μυ­θι­στό­ρη­μα-πο­τα­μός τού Πρου­στ,11 έρ­γο που ά­σκη­σε τε­ρά­στια δια­μορ­φω­τι­κή επίδρα­ση στη σύγ­χρο­νη γαλ­λι­κή γλώσ­σα και συγ­γε­νεύ­ει χρο­νο­λο­γι­κά ό­σο και δο­μι­κά με τα φι­λο­σο­φι­κά γρα­πτά του Μπεργκσόν, ερ­μη­νεύ­ε­ται α­πό τον Deleuze ως πρω­τί­στως μια «µα­θη­τεί­α στα ση­μεί­α». Εν ο­λί­γοις, μέσ’ α­πό την εκ­δί­πλω­σή του πα­ρου­σιά­ζο­νται τέσ­σεα εί­δη ση­μεί­ων: κε­νά ση­μεί­α της κοσμι­κό­τη­τας, α­πα­τη­λά ση­μεί­α του έ­ρω­τα, υ­λι­κά ση­μεί­α που κι­νη­το­ποιούν την αθέ­λη­τη μνή­μη μιας πε­ρα­σμέ­νης α­πό­λαυ­σης, α­πο­ϋ­λο­ποι­η­μέ­να σημεί­α τέ­λος που α­πο­κα­λύ­πτουν την ου­σί­α και εκ­δη­λώ­νο­νται στην Τέ­χνη (με κε­φα­λαί­ο). Γε­νι­κά μι­λώ­ντας, τα ση­μεί­α στον Deleuze δεν με­σο­λα­βούν την ε­πι­κοι­νω­νί­α αλ­λά την αρνού­νται. Σχε­τι­κά με τα δύ­ο πρώ­τα εί­δη ση­μεί­ων αυ­τό εί­ναι προφα­νές α­πό τον ί­διο τον ο­ρι­σμό τους·το τρίτο εί­δος ση­μεί­ων εί­ναι α­λή­θεια ό­τι ο­δη­γεί σε κά­ποιου εί­δους «αναγνώ­ρι­ση», αυ­τή ό­μως δεν συ­νι­στά γνώ­ση με την α­κρι­βή έν­νοια του ό­ρου ού­τε συμφι­λιώνε­ται με κά­ποια εν­νοια­κή α­λή­θεια: έ­χει μάλ­λον μια ποιό­τη­τα αι­σθη­σια­κή η οποί­α θα μπο­ρού­σε να εκ­φρα­στεί μό­νο μ’ έ­να ε­πι­φώ­νη­μα… Κυ­ριο­λε­κτι­κά μι­λώντας, ού­τε η ί­δια η α­πό­λαυ­ση εί­ναι πα­ρού­σα·ε­πει­δή ό­μως η α­θέ­λη­τη μνή­μη α­κυ­ρώ­νει το μη αναστρέ­ψι­μο του χρό­νου και το πα­ρελ­θόν ει­σβάλ­λει ο­λό­κλη­ρο στο πα­ρόν (η έν­νοια της μπερ­γκσο­νι­κής durée), αυ­τή η αι­σθη­τή ανα­γνώ­ρι­ση ι­σο­δυ­να­μεί με κά­ποια ––διαφορετικής τά­ξε­ως–– ι­κα­νο­ποί­η­ση μέσω της ο­ποί­ας ει­σά­γε­ται στο τέ­ταρ­το εί­δος ση­μεί­ων τα ο­ποί­α, ό­πως θα πει ρητά ε­δώ ο Deleuze, α­πο­κα­λύ­πτουν ό­ντως μια ου­σί­α. Πρό­κει­ται λοι­πόν για την τε­λι­κή συμ­φιλί­ω­ση ση­μαί­νο­ντος και ση­μαι­νο­μέ­νου, εμ­φά­νειας και ου­σί­ας ή, α­πό μιαν άλ­λη σκο­πιά, αι­σθη­σια­κής ε­πέν­δυ­σης και α­ξί­ας α­λή­θειας; Μάλλον η διά­κρι­ση του τρί­του α­πό το τέ­ταρ­το εί­δος ση­μεί­ων έ­χει την πρό­θε­ση να κρατή­σει χω­ριστά το τε­λευ­ταί­ο ζεύ­γος, και ό­σο για τη συμ­φι­λί­ω­ση εμ­φά­νειας και ου­σί­ας εξαρ­τά­ται προ­φα­νώς α­πό το πώς α­κρι­βώς εν­νο­εί ο Deleuze ε­δώ τον ό­ρο «ου­σί­α». Επ’ αυ­τού έ­χει να μας πει τα ε­ξής: «Η ου­σί­α εί­ναι ε­νότη­τα ση­μεί­ου και έν­νοιας»(σελ. 53)·λίγο πιο κά­τω, ό­μως, η ου­σί­α εί­ναι «δια­φο­ρά, η έ­σχα­τη και α­πό­λυ­τη Δια­φο­ρά [με κε­φα­λαί­ο]»(σελ. 56). Η φαι­νο­με­νι­κή α­ντί­φα­ση αρ­χί­ζει να λύ­νε­ται, πι­στεύ­ω, α­πό τη συ­νέ­χεια της πρό­τα­σης που λέ­ει: «Γι’ αυ­τό η τέ­χνη, στο μέ­τρο που φα­νε­ρώ­νει τις ου­σί­ες, εί­ναι η μό­νη ι­κα­νή να μας προ­σφέ­ρει αυ­τό που μά­ταια α­να­ζη­τού­σα­με στη ζω­ή»·για να καταλήξει: «δεν υ­πάρ­χει σχέ­ση μετα­ξύ υ­πο­κει­μέ­νων πα­ρά μό­νο καλ­λι­τε­χνι­κή» (σελ. 57).

Γί­νε­ται φα­νε­ρό λοι­πόν ό­τι η ε­νό­τη­τα για την ο­ποί­α μι­λά­με εί­ναι η σύν­θε­ση ό­λων των δια­δο­χι­κών εμ­φα­νί­σε­ων του ίδιου ση­μεί­ου, και αυ­τό εί­ναι που συ­γκρο­τεί μια έν­νοια ή ένα νό­η­μα·εί­ναι ταυ­τό­χρο­να έ­να νό­η­μα που ε­πι­βάλ­λε­ται στη σκέ­ψη, που την εξαναγκάζει να το σκε­φτεί (και οι α­τέρ­μο­νοι συ­νειρ­μοί της α­θέ­λη­της μνή­μης εί­ναι ακριβώς το μέ­σον αυ­τού του ε­ξα­να­γκα­σμού). Τού­τη η χρο­νι­κή, για να το πού­με έ­τσι, σύν­θε­ση προϋ­πο­θέ­τει για να ε­πι­τε­λε­στεί α­τε­λεύ­τη­τους χω­ρι­κούς δια­χω­ρι­σμούς: η απόλαυ­ση και η κα­τα­νό­η­ση χω­ρί­ζο­νται, το ί­διο και το υ­πο­κεί­με­νο α­πό το πραγ­ματι­κό αντι­κεί­με­νο της ε­πι­θυ­μί­ας του… Δια­φο­ρε­τι­κοί εί­ναι άλ­λω­στε και οι τό­ποι της σύν­θε­σης και του α­πο­χω­ρι­σμού: η ζωή εί­ναι ο τό­πος ε­νός διαρ­κούς α­πο­χω­ρι­σμού και μα­ταί­ω­σης, η ε­νό­τη­τα και η απο­κά­λυ­ψη των ου­σιών εί­ναι δυ­να­τές μό­νο μέ­σα στην τέ­χνη – και αυ­τό μό­νον ως α­πε­ριό­ρι­στη πα­ρα­γω­γή νέ­ων δια­χω­ρι­σμών, νέ­ων δια­φο­ρών, νέ­ων κό­σμων ερμη­τι­κά κλει­στών στους ο­ποί­ους θα πρέ­πει κά­ποιος άλ­λος να μα­θη­τεύ­σει α­πό την αρ­χή, δια­τρέ­χο­ντας και πά­λι ό­λες τις βαθ­μί­δες των ση­μεί­ων… Η τε­λι­κή ανά­κτη­ση ό­λων ό­σων ο Πρου­στ έ­νιω­θε να τον α­πο­κλεί­ουν και ό­λων αυ­τών α­πό τα οποί­α έ­νιω­θε χω­ρι­σμέ­νος, είναι α­κρι­βώς η δυ­να­τό­τη­τά του να τα συν­θέ­σει σε έ­να μυ­θι­στό­ρη­μα, να τα κά­νει έρ­γο (ε­δώ βρί­σκει το νό­η­μά της και η φρά­ση «ο χρό­νος που χά­νου­με εί­ναι ο χρό­νος που ξανακερ­δί­ζου­με»).

Πρέ­πει προ­πα­ντός να δού­με κα­θα­ρά ό­τι αν η τέ­χνη, έ­τσι εν­νο­η­μέ­νη, πα­ρά­γει μια σύνθεση, η σύν­θε­ση αυ­τή εί­ναι το α­κρι­βώς α­ντί­θε­το, και ου­σιω­δώς α­νταγω­νι­στι­κό, προς το εί­δος της σύν­θε­σης που ευαγ­γε­λί­ζε­ται η φι­λο­σο­φί­α. Η διαφο­ρά τους, με μί­α έν­νοια, εί­ναι η δια­φο­ρά των ο­λο­ποι­ή­σε­ων που ο­νο­μά­ζου­με σει­ρά (αλύσσωση στον χρό­νο) και ομάδα (συν­άρθρωση στον χώ­ρο). Έτσι μας ο­δη­γεί σε μί­α α­κό­μη χα­σμα­τι­κό­τε­ρη παραγω­γή δια­φο­ρών, δια­χω­ρι­σμών·διό­τι αυ­τό α­κρι­βώς που εί­ναι η τέ­χνη για τη φιλοσοφί­α, εί­ναι για τον Deleuze και ο έ­ρω­τας για τη φι­λί­α. Δια­φο­ρε­τι­κοί τρό­ποι σύνθεσης των ίδιων στοι­χεί­ων, δη­μιουρ­γοί με την ί­δια κί­νη­ση, ως εκ τού­του, μιας νέ­ας σχι­σμα­τι­κής ––οιο­νεί ο­ντο­λο­γι­κής–– δια­φο­ράς. Ο Πρου­στ, θα πει ο Deleuze, παρουσιάζει μια ει­κό­να της σκέ­ψης που «α­ντα­γω­νί­ζε­ται τη φι­λο­σο­φί­α» (σελ. 113) – όπως α­κρι­βώς ο έ­ρω­τας α­νταγω­νί­ζε­ται τη φι­λί­α και α­πα­κα­λύ­πτει τις α­βύσ­σους που η τελευ­ταί­α α­γνο­εί: «Η φι­λο­σο­φί­α, ό­πως και η φι­λί­α, α­γνο­εί τις σκο­τει­νές πε­ριο­χές ό­που δια­μορ­φώ­νο­νται οι α­πο­τε­λε­σμα­τι­κές δυ­νά­μεις που ε­πι­δρούν πά­νω στη σκέ­ψη, τους προσ­διο­ρι­σμούς που μας ε­ξα­να­γκά­ζουν να σκε­φτό­μα­στε [...] Η σκέ­ψη δεν εί­ναι τίπο­τα χω­ρίς κά­τι που σε α­να­γκά­ζει να σκέ­φτε­σαι, που α­σκεί βί­α πά­νω στη σκέ­ψη. Πιο σημαντι­κό α­πό τη σκέ­ψη, εί­ναι αυ­τό που δί­νει α­φορ­μή για σκέ­ψη·πιο ση­μα­ντι­κός α­πό τον φι­λό­σο­φο, ο ποι­η­τής» (σελ. 114-5). Η φι­λί­α και η φι­λο­σο­φί­α εί­ναι (πα­ρό­τι δεν λέγεται με αυ­τά τα λό­για εδώ) φε­ρέ­φω­να της δια­λε­κτι­κής· ο έ­ρω­τας και η τέ­χνη απόγονοι της δια­φο­ράς – α­νή­κουν α­ντίστοι­χα, ό­πως βλέ­που­με, στη δου­λι­κή και στην κυριαρ­χι­κή γε­νε­α­λο­γί­α… 

Το ί­διο ι­σχύ­ει σε κά­ποιο ε­πί­πε­δο, ό­πως θα μπο­ρού­σε ί­σως κά­ποιος να υ­πο­θέσει, και για το ζεύ­γος ζω­ή/τέ­χνη. Εί­ναι στο βι­βλί­ο του για τον Πρου­στ, και βασι­κά στο πρώ­το του μέρος, που α­πο­κα­λύ­πτε­ται πραγ­μα­τι­κά ο αι­σθη­τιστι­κός χαρακτήρας ο­λό­κλη­ρου του νιτσε­ϊ­κού προ­γράμ­μα­τος του Deleuze: οι «α­ξί­ες των κυ­ρί­ων» που ευαγγε­λί­ζε­ται έ­χουν μια ου­σιω­δώς αι­σθη­τι­κή, καλλι­τε­χνι­κή ποιό­τη­τα, ε­ναρ­μο­νι­ζό­με­νη εν πολ­λοίς με τον ρομα­ντι­κό α­το­μι­κισμό του. Αυ­τό α­να­δει­κνύ­ει κα­θα­ρό­τε­ρα τον ου­το­πι­κό τους χαρακτήρα, και είναι βε­βαί­ως έ­να ση­μεί­ο στο ο­ποί­ο δεν θα μπο­ρού­σε κα­νείς να τον κατη­γο­ρήσει ό­τι α­πο­μα­κρύ­νε­ται πο­λύ α­πό το πνεύ­μα του Νί­τσε… Ως προς αυ­τό ό­μως θα κατα­γρα­φεί μια στα­δια­κή με­τα­τό­πι­ση στη σκέ­ψη του τα ε­πό­με­να χρό­νια, κά­τι που εί­ναι ή­δη εμ­φα­νές στο δεύ­τε­ρο μέ­ρος του Πρου­στ, προ­σθή­κη της έκ­δο­σης του 1970. Ε­ντέ­λει γί­νε­ται έ­να άλ­μα που ανά­γει την ου­σί­α της τέ­χνης, την καλ­λι­τε­χνι­κή δη­μιουρ­γι­κό­τη­τα, στην ευ­ρύ­τερη έν­νοια της «πα­ρα­γω­γής». Ε­δώ ο Deleuze αρ­χί­ζει να μιλά­ει για μη­χα­νές. Αυ­τό που α­πο­κα­λεί «η λο­γο­τε­χνι­κή μη­χα­νή» γί­νε­ται α­ντιλη­πτό ως έ­νας μη­χα­νι­σμός παρα­γω­γής ση­μεί­ων. Προ­α­ναγ­γέλ­λο­νται σα­φώς οι «ε­πι­θυμη­τι­κές μη­χα­νές» του Αντι-Οιδί­πο­δα, ε­ξαγ­γέλλε­ται το σχι­ζο­ει­δές-πα­ρα­νο­ϊ­κό δί­πο­λο σε αυ­τά που ο­νο­μά­ζει «κατα­θλι­πτική» και «σχι­ζο­ει­δή συ­νει­δη­το­ποί­η­ση του νό­μου», α­ντί­στοι­χα, στον Κά­φκα και στον Πρου­στ (σελ. 156-7)·υ­πάρ­χουν α­κό­μα η «μο­ριακή» ο­μο­φυ­λο­φι­λί­α, οι «αποκλίνου­σες σει­ρές», το «δί­χως-όρ­γα­να-σώ­μα», κ.ο.κ. – μια ο­λό­κλη­ρη σει­ρά εν­νοιών που εί­ναι μο­να­δι­κές και κα­θι­στούν α­να­γνωρί­σι­μη τη φι­λο­σο­φί­α του ύ­στε­ρου Deleuze.

Το συ­νο­λι­κό θε­ω­ρη­τι­κό εγ­χεί­ρη­μα του Α­ντι-Οι­δί­πο­δα έ­χει συ­νο­ψι­στεί υ­πο­δειγ­μα­τι­κά από τον Vincent Descombes στην ι­στο­ρί­α του τής σύγ­χρο­νης γαλ­λι­κής φι­λο­σο­φί­ας,12 ώστε δεν α­πο­μέ­νουν πολ­λά να πού­με ε­δώ. Οι Deleuze και Guattari ε­πε­δί­ω­ξαν να κά­νουν για δι­κό τους λο­γα­ρια­σμό τη με­γά­λη φροϋ­δο­μαρ­ξι­στι­κή σύν­θε­ση που ό­λος ο κό­σμος ζητού­σε με­τά το 1968 (και που η Σχο­λή της Φρα­γκφούρ­της, στη Γερ­μα­νί­α, είχε πραγματο­ποι­ή­σει ή­δη πριν α­πό τον πό­λε­μο) αλ­λά σε έ­να ύ­φος χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά γαλ­λι­κό. Το κλει­δί ή­ταν να α­να­χθούν ό­λα ό­σα στη φρο­ϋ­δι­κή γλώσ­σα πε­ριέ­χει ο ό­ρος ε­πι­θυ­μί­α στην ευ­ρύ­τε­ρη μαρ­ξι­στι­κή έν­νοια τής πα­ρα­γωγής, ό­λα ό­σα πε­ριέ­χει ο ό­ρος συ­νεί­δη­ση στην ευ­ρύ­τε­ρη έν­νοια της ι­δε­ο­λο­γί­ας, και αυ­τά τα έ­τσι συ­ντε­θει­μέ­να ζεύ­γη α­ντι­θέ­των στις πα­λαιές κα­τη­γο­ρί­ες που γνω­ρί­ζου­με α­πό το νι­τσε­ϊ­κό έρ­γο του Deleuze, ε­νερ­γές και αντε­νερ­γές δυ­νά­μεις. Στο Ο Πρου­στ και τα ση­μεία εί­δα­με μια εν­διά­με­ση ε­πε­ξερ­γα­σί­α του ό­λου εγ­χει­ρή­μα­τος: η καλ­λι­τε­χνι­κή δη­μιουρ­γί­α, ο­μό­λο­γη προς τον έ­ρω­τα (διά­βα­ζε: ε­πι­θυ­μί­α) κα­θίστα­ται τελικώς α­να­γώ­γι­μη στην έν­νοια της πα­ρα­γω­γής, και η φι­λο­σο­φί­α, ο­μόλο­γη προς τη φι­λί­α, πα­ρου­σιά­ζε­ται ως ι­δε­ο­λο­γι­κή (δη­λα­δή, α­ντε­νερ­γή) συ­γκά­λυψη των μυ­στι­κών που οι πρώ­τες στοι­χεια­κές δυ­νά­μεις κρύ­βουν. Τώ­ρα, οι Deleuze και Guattari θα υ­πο­στη­ρί­ξουν ό­τι ό­λα ––τρό­ποι πα­ρα­γω­γής, μορ­φές ορ­γά­νω­σης των παραγω­γι­κών σχέ­σε­ων, θε­σμοί και ι­δε­ο­λο­γί­ες–– εί­ναι κα­τά βά­θος και κά­τω α­πό τον φαι­νο­με­νι­κά κρυ­σταλ­λω­μέ­νο τους χα­ρα­κτή­ρα ι­σά­ριθ­μες μορ­φές πα­ρα­γω­γής, ως εκ τούτου και ό­λες οι δυ­να­τές συλ­λο­γι­κές στά­σεις ––ε­ξέ­γερ­ση, υ­πο­τα­γή, ταύ­τι­ση με την εξου­σί­α, ε­θε­λο­δου­λεί­α–– εί­ναι μορ­φές ε­πι­θυ­μί­ας. Αν οι μά­ζες ταυ­τί­στη­καν με τον φα!σισμό δεν εί­ναι ε­πει­δή ξε­γε­λά­στη­καν, εί­ναι ε­πει­δή ε­πι­θύ­μη­σαν αυ­τό τον σχη­μα­τι­σμό – ε­πει­δή, σαν να λέ­με, η σα­δο­μα­ζο­χι­στι­κή ε­πι­θυ­μί­α εί­ναι ή­δη μια μορ­φή α­πό­λαυ­σης! Η μό­νη διά­κρι­ση που μπο­ρεί πλέ­ον να γίνει ε­ντός τής ε­πι­θυ­μί­ας εί­ναι αυ­τή η ο­ποί­α αντανα­κλά (και με­τα­φρά­ζει στους νέ­ους ό­ρους) τις γνω­στές μας αρ­χές της ε­νέρ­γειας και της α­ντε­νέρ­γειας, του κυ­ρί­ου και του δού­λου·πρό­κει­ται για δύο ε­νά­ντιους πό­λους τους ο­ποί­ους μπο­ρεί α­νά πά­σα στιγ­μή να ε­πεν­δύ­ει ε­ναλ­λα­κτι­κά η ε­πι­θυ­μί­α, δη­λα­δή, την απείθαρ­χη αυ­το­κα­τά­φα­σή της και τις α­τε­λείω­τες μο­ρια­κό­τη­τες ή τον νό­μο και την τά­ξη, τις πα­γιω­μέ­νες δο­μές και τα με­γάλα σύ­νο­λα. Στην πρώ­τη πε­ρί­πτω­ση συ­μπλέ­ει, προφανώς, μ’ ε­κεί­νο που ο Φρό­υντ ο­νό­μα­ζε «πο­λύ­μορ­φη δια­στρο­φι­κό­τη­τα» και «αρ­χή της η­δο­νής» – και αυ­τό οι συγ­γρα­φείς θα ο­νο­μά­σουν ε­δώ σχι­ζο­ει­δή πό­λο της ε­πι­θυ­μί­ας· στη δεύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση ε­πεν­δύ­ει πα­γιω­μέ­νους σχη­μα­τι­σμούς, ξε­κι­νώ­ντας α­πό την οικογέ­νεια και φτά­νο­ντας μέχρι το κρά­τος και τις ιε­ραρ­χι­κά ορ­γα­νω­μέ­νες συλλογικότητες, πράγ­μα που φαι­νο­με­νι­κά δι­καιώ­νει τις φρο­ϋ­δι­κές α­να­λύ­σεις της οιδιπό­δειας νεύ­ρω­σης και του σχημα­τι­σμού της «αρ­χής της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας», ό­πως και τη λα­κα­νι­κή ι­δέ­α του Νό­μου ως συ­γκρο­τη­τι­κής αρ­χής για την ε­πι­θυ­μί­α (ο Lacan άλλωστε εί­ναι ο κύ­ριος δια­κη­ρυγ­μέ­νος α­ντί­πα­λος του Α­ντι-Οι­δί­πο­δα, στον ο­ποί­ον ωστόσο χρω­στά­ει με­γά­λο μέ­ρος της γλώσ­σας του) – και αυ­τό θα ο­νο­μά­σουν πα­ρανο­ϊ­κό πό­λο της ε­πι­θυ­μί­ας.

Οι α­ξί­ες του κυ­ρί­ου και του δού­λου, ό­πως βλέ­που­με, με­τα­μορ­φώ­νο­νται ε­δώ σε δύ­ο εναλλα­κτι­κές τρο­πές της ε­πι­θυ­μί­ας. Στο κοι­νω­νι­κό πε­δί­ο α­ντι­στοι­χούν σε ό,τι οι συγγραφείς ο­νο­μά­ζουν α­πε­δα­φι­κο­ποί­η­ση και ε­δα­φι­κο­ποί­η­ση: πρα­κτι­κά αυ­τό ση­μαί­νει α­πο­κω­δι­κο­ποί­η­ση και κω­δι­κο­ποί­η­ση, ό­χι ό­μως με τη στε­νή ε­πικοι­νω­νια­κή ση­μα­σί­α του κώ­δι­κα αλ­λά με την ευ­ρύ­τε­ρη, που πε­ρι­λαμ­βά­νει τό­σο την ορ­γα­νω­τι­κή δύ­να­μη και τη δε­σμευ­τι­κό­τη­τα των θε­σμών ό­σο και την πρόσδε­ση της πα­ρα­γω­γής στην γαιο­κτη­σί­α. Κα­τα­λα­βαί­νει κα­νείς ό­τι ο κα­πι­τα­λισμός, με την πρω­ταρ­χι­κή συσ­σώ­ρευ­ση και με τη ρευστο­ποί­η­ση των πα­ρα­δο­σια­κών κα­νό­νων (ιε­ρα­τεί­α, ή­θη, τε­λε­τουρ­γί­ες, οι­κο­γε­νεια­κοί κώ­δι­κες) που ε­πι­φέρει, γί­νε­ται α­ντι­λη­πτός σε αυ­τά τα πλαί­σια ως ε­πα­να­στα­τι­κή δύ­να­μη: ό­χι ό­μως πραγ­μα­τι­κά, ό­χι τε­λι­κά, θα μάς πουν οι συγ­γρα­φείς, διό­τι με την α­τέρ­μο­νη δημιουρ­γί­α νέ­ων, ει­κο­νι­κών ε­δα­φι­κο­τή­των (κα­νό­νες, ε­ξου­σί­ες, «νό­μοι» της α­γο­ράς, επιβαλ­λό­με­να πρό­τυ­πα ε­πι­κοι­νω­νί­ας) ο­δη­γεί ξα­νά πί­σω στη δου­λεί­α και στην ε­μπει­ρι­κή δυ­στυ­χί­α των αν­θρώ­πων που υ­πο­σχέ­θη­κε να κα­ταρ­γή­σει. Σε αυ­τά τα πλαί­σια, δυ­νη­τι­κό ε­πα­να­στα­τι­κό υ­πο­κεί­με­νο δεν εί­ναι πλέ­ον μί­α τά­ξη αλ­λά ε­κεί­νοι που εν­σαρ­κώ­νουν τις νέ­ες α­ξί­ες του κυ­ρί­ου, τις α­πε­δα­φικο­ποι­η­τι­κές, «σχι­ζο­ει­δείς» τρο­πές της ε­πι­θυ­μί­ας: μεμο­νω­μέ­νοι η­δο­νι­στές, πε­ρι­θω­ρια­κοί και καλ­λι­τέ­χνες. Ό­μως ού­τε και αυ­τοί, στην πραγμα­τι­κό­τητα, θα εί­ναι οι νέ­οι «κύ­ριοι», προ­ει­δο­ποιούν οι Deleuze και Guattari, επειδή τώ­ρα το σχι­ζο­ει­δές και το πα­ρα­νο­ϊκό στοι­χεί­ο γί­νο­νται α­ντι­λη­πτά ως ο­ρια­κοί πόλοι ε­νός εκ­κρε­μούς που εί­ναι κα­τα­δι­κα­σμέ­νο να πα­λιν­δρο­μεί α­τε­λεί­ω­τα μέ­σα σε κά­θε υ­πο­κεί­με­νο. Σε κάθε πα­ρα­λή­ρη­μα ε­νυ­πάρ­χει η σχι­ζο­ει­δής και η πα­ρα­νο­ϊ­κή στιγ­μή, σε κά­θε πράξη ε­μπε­ριέ­χο­νται ψυ­χω­σι­κές δια­φυ­γές και νευ­ρω­τι­κοί συμ­βι­βα­σμοί, κά­θε επανά­στα­ση κου­βα­λά­ει ε­ντός της το σπέρ­μα της ε­ξου­σί­ας που αρ­νεί­ται… Μπο­ρεί αυ­τή η νέ­α δια­τύ­πω­ση να εί­ναι κα­τά τι δια­λε­κτι­κό­τε­ρη α­πό την πα­λαιά σχισμα­τι­κή αντιπαραβολή των κό­σμων του κυ­ρί­ου και του δού­λου, δύ­σκο­λα ό­μως θα μπο­ρού­σε να ξε­φύ­γει α­πό το βα­θιά πε­σι­μι­στι­κό, ου­σια­στι­κά μη­δε­νι­στι­κό, ό­ρα­μα της ι­στο­ρί­ας που μάστι­ζε ε­ξαρ­χής αυ­τή τη σκέ­ψη – και εί­ναι αμ­φί­βολο κα­τά πό­σον προ­σφέ­ρει και­νούρ­για ερ­γα­λεί­α για την α­νά­λυ­ση του α­λη­θι­νού, ε­μπει­ρι­κού κό­σμου.


ΑΝ Ε­ΧΟΥΝ ΝΟ­Η­ΜΑ ΚΑ­ΠΟΙΕΣ κα­τα­λη­κτή­ριες πα­ρατη­ρή­σεις, φαί­νε­ται να υ­πάρ­χει α­πό την αρ­χή κά­ποιου εί­δους πο­λι­τι­κό πρό­βλημα σε αυ­τή τη σκέ­ψη. Θα ή­ταν κα­λύ­τε­ρα να πού­με «πο­λι­τι­κό δι­φο­ρού­με­νο», και ί­σως η ε­ξι­χνί­α­σή του να μας ο­δη­γού­σε στην προβλημα­τι­κή ό­ψη ο­λό­κλη­ρης της φι­λο­σο­φι­κής πα­ρά­δο­σης που ο­νο­μά­σα­με «βουλησιαρ­χι­κή γε­νε­α­λο­γί­α» (α­πό τον Σο­πεν­χά­ουερ ­ως τον Μπερ­γκσόν, τον Spengler και τον Klages) – ό­μως έ­χει ση­μα­σί­α να το δού­με στις συ­γκε­κρι­μέ­νες και ει­δι­κές μορ­φές ό­που α­να­κύ­πτει μέσ’ α­πό τα ί­δια τα κεί­με­να που συ­ζη­τά­με. Ο Deleuze στέ­κει απερίφραστα ε­χθρι­κός απέ­να­ντι στην κυ­ρί­αρ­χη, πα­ντα­χού πα­ρού­σα ει­κό­να του α­στού, αυ­τό το α­πο­κρουστι­κό μίγ­μα υ­πο­κρι­τι­κής η­θι­κό­τη­τας και υ­πο­λο­γι­σμού, πλε­ο­νε­ξί­ας και δειλί­ας, αν­θρώ­πι­νης μι­κρό­τη­τας και θρα­σύ­τη­τας: με δυο λό­για, το ή­θος των ε­μπόρων. Η φύ­ση της κρι­τι­κής του ό­μως, α­πό την πρώ­τη στιγ­μή (δη­λα­δή στο βι­βλί­ο του για τον Νίτσε), έ­χει το ύ­φος τής υ­πε­ρο­πτι­κής πε­ρι­φρό­νη­σης που ται­ριά­ζει στον τρό­πο με τον οποί­ο α­ντι­με­τώ­πιζε τους α­στούς η κα­θαι­ρε­μέ­νη α­ρι­στοκρα­τί­α, πράγ­μα που συνυποθέτει και μια σει­ρά α­πό κα­θό­λου υ­πο­στη­ρί­ξι­μα φε­ου­δαρ­χι­κά γνω­ρί­σμα­τα: ηρωικός ατομικισμός, πο­λε­μι­κο­πα­τριαρ­χι­κή ω­μό­τη­τα, ρα­τσι­στι­κή εμ­μο­νή στις δια­κρί­σεις και στην ευ­γέ­νεια τού αί­μα­τος. Ο «πλου­ρα­λι­σμός» του και η προ­μη­θε­ϊ­κή ε­ξύ­μνη­ση της ατομι­κής ε­νερ­γη­τι­κό­τη­τας, α­πό την άλ­λη πλευρά, υ­πο­βάλ­λουν διαρ­κώς, α­νη­συ­χη­τι­κά, το αί­τη­μα του «η­ρω­ϊκού» ε­πι­χει­ρη­μα­τί­α στην πρώ­ι­μη, φι­λε­λεύ­θε­ρη πε­ρί­ο­δο του καπιταλισμού για α­πο­δέ­σμευ­ση α­πό κά­θε νο­μι­κό πλαί­σιο και ρυθ­μι­στι­κούς κα­νό­νες· αυτό επι­τεί­νε­ται α­πό μια δι­φο­ρού­με­νη ε­ξύ­μνη­ση τού κα­πι­τα­λι­σμού που συ­να­ντά­ται στο ό­ψι­μο έρ­γο του Deleuze ως, δυ­νη­τι­κή του­λά­χι­στον, α­πε­λευ­θέ­ρω­ση ό­χι μό­νο α­πό καταπιε­στι­κούς κα­νό­νες αλ­λά και α­πό την ί­δια τη γη ως συ­ντε­λε­στή της πα­ρα­γω­γής (η λε­γό­με­νη «α­πε­δα­φι­κο­ποί­η­ση») – και αυτές οι δύ­ο στιγ­μές της σκέ­ψης του έ­χουν μια εσω­τε­ρι­κή συ­νο­χή, δε­δο­μέ­νου ότι η α­νά­πτυ­ξη του ά­γριου κα­πι­τα­λι­σμού (εκ­βλά­στη­ση του ο­ποί­ου υ­πήρ­ξαν σα­φώς οι ο­λο­κλη­ρω­τι­σμοί του 20ού αιώ­να) μοιά­ζει να ε­πα­να­φέ­ρει στην ε­πι­φάνεια έ­να ο­ρι­σμέ­νο φα­ντα­σια­κό των πο­λε­μι­κο­πα­τριαρ­χι­κών, φε­ου­δαρ­χι­κών κοι­νω­νιών με τον α­νε­λέ­η­το α­ντα­γω­νι­σμό των ε­πι­μέ­ρους συμ­φε­ρό­ντων και τη φυσικόμορ­φη ε­πι­δί­ω­ξη της ι­σχύ­ος (η νε­ο­δαρ­βι­νι­στι­κή ι­δε­ο­λο­γί­α, πρέ­πει να θυμη­θού­με, γεν­νή­θη­κε σε αυ­τό α­κρι­βώς το πλαί­σιο α­ντι­λή­ψε­ων)… Αν το στοι­χεί­ο που δια­βλέ­που­με ε­δώ λαν­θά­νει ό­ντως στη σκέ­ψη του, ε­ξη­γεί­ται α­κό­μα κα­λύτε­ρα και η ει­δι­κή ι­στο­ρι­κή συγκυ­ρί­α στην ο­ποί­α γεν­νή­θη­κε, και γνώ­ρι­σε μια ο­ρι­σμέ­νη α­πή­χη­ση, το έρ­γο του Gilles Deleuze: ό­πως και το έρ­γο ο­λό­κλη­ρης της γε­νιάς του, α­πό το ο­ποί­ο α­ναδύ­θη­κε τε­λι­κά εκείνο που ο Jean-FrançoisLyotardθα ονό­μα­ζε «με­τα­μο­ντερ­νι­σμό», φαί­νε­ται ό­τι προετοί­μα­σε, εν πολ­λοίς α­συ­νείδη­τα, τη νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρη στρο­φή της δε­κα­ε­τί­ας του ’70 προς α­να­νε­ω­μέ­νες μορφές του ά­γριου κα­πι­τα­λι­σμού, αρ­χι­κά μέσ’ α­πό τη φρα­στι­κή εναντί­ω­ση, στη διάρ­κεια της δε­κα­ε­τί­ας του ’60, α­πέ­να­ντι σε ι­δέ­ες και α­ξί­ες που μπορούσαν να έ­χουν κά­ποιο συ­νειρ­μό με τις γρα­φειο­κρα­τι­κές, προ­στα­τευ­τι­κές δο­μές και ρυθ­μί­σεις του κα­πι­τα­λι­στι­κού μο­ντέ­λου που α­κό­μα κυ­ριαρ­χού­σε. Δεν απο­κλεί­ε­ται κά­που ε­δώ να κρύ­βε­ται το μυ­στι­κό της πει­σμα­τι­κής α­ντι­πα­ρα­βολής του Νί­τσε στον Χέγκελ, που έ­γι­νε η ψυ­χα­να­γκα­στι­κή εμ­μο­νή μιας ο­λό­κληρης γε­νιάς.

Το ζή­τη­μα εί­ναι σο­βα­ρό, για­τί αν το δε­χθού­με αί­ρε­ται αυ­το­μά­τως το με­γαλύ­τε­ρο μέ­ρος του α­πε­λευ­θε­ρω­σια­κού δυ­να­μι­κού που αυ­τή η σκέ­ψη α­ξί­ω­νε για τον ε­αυ­τό της. Για να κρί­νου­με τε­λι­κά δεν αρ­κεί να μεί­νου­με σε μια τέ­τοια, εξω­τε­ρι­κή κα­τά κά­ποιον τρό­πο υπο­ψί­α, αλ­λά να δει­ξου­με συ­γκε­κρι­μέ­να ε­άν και κα­τά ποιον τρό­πο μια έρ­που­σα καπιταπι­στι­κή ι­δε­ο­λο­γί­α εμ­φα­νί­ζε­ται αρ­θρω­μέ­νη στην ί­δια την πλο­κή τού εν λό­γω έργου. Και, βε­βαί­ως, η εν­νοιο­λο­γι­κή α­φε­τη­ρί­α ό­λων των προ­βλη­μά­των που θα επιχειρήσου­με να εκ­θέ­σου­με βρί­σκεται στην α­πο­νε­νο­η­μέ­νη προ­σπά­θεια α­πο­κα­θή­λω­σης της δια­λε­κτι­κής.

Η άρ­νη­ση της δια­λε­κτι­κής με­σο­λά­βη­σης ο­δη­γεί τον Deleuze, ό­πως εί­δα­με στο έρ­γο του για τον Νί­τσε, σε μια σχι­σμα­τι­κή οντο­λο­γί­α ό­που ο «κύ­ριος» και ο «δού­λος» εμφανίζονται ως δύ­ο ρι­ζι­κά δια­φορε­τι­κές ο­ντο­λο­γι­κές δο­μές, δύ­ο μη ε­πι­κοι­νω­νού­ντες κό­σμοι. Αυ­τή η κα­τα­σκευή συ­νε­πά­γε­ται διά­φο­ρα προ­βλή­μα­τα, πολ­λά α­πό τα ο­ποί­α επιση­μά­να­με πα­ρα­πάνω· υ­πό μί­α κε­ντρι­κή ο­πτι­κή γω­νί­α, τα πε­ρισ­σό­τε­ρα απ’ αυ­τά ανάγο­νται σε μια δι­πλή πραγ­μο­ποί­η­ση – της «γε­νε­α­λο­γί­ας» και της «α­ξί­ας». Πραγμοποί­η­ση της γε­νε­α­λο­γί­ας ση­μαί­νει α­κρι­βώς ό­τι αυ­τή γίνε­ται α­ντι­λη­πτή ως παράθε­ση κά­ποιων ο­ντο­λο­γι­κών γνω­ρι­σμά­των, α­παρ­χής δε­δο­μέ­νων και α­με­τά­βλη­των κα­τά το εί­δος, λί­γο πο­λύ ό­πως μί­α ρά­τσα. Μπο­ρούμε ε­πί­σης να μι­λή­σου­με για φυσικοποί­η­ση κά­ποιων ι­στο­ρι­κών χα­ρα­κτη­ρι­στικών, και αυ­τό ο­δη­γεί σε μια πε­ραι­τέ­ρω φυ­σι­κο­ποί­η­ση της ί­διας τής έν­νοιας της α­ξί­ας. Για τον Νί­τσε η α­ξί­α εί­ναι κα­τε­ξο­χήν οπτι­κή γω­νία, που ση­μαί­νει, τρό­πος ση­μα­σιο­δό­τη­σης τού πραγ­μα­τι­κού εκ μέ­ρους ε­νός υπο­κει­μέ­νου – με άλ­λα λό­για, ε­νέρ­γη­μα, πρά­ξη. Αυ­στη­ρά μι­λώ­ντας, δεν υ­πάρ­χουν α­ξί­ες πα­ρά μό­νο πρά­ξεις α­ξιο­λό­γη­σης, και αυ­τό που ο­νο­μά­ζου­με «α­ξί­α» δεν εί­ναι πα­ρά το αντι­κει­μενο­ποι­η­μέ­νο κρυ­στάλ­λω­μα μιας ει­δι­κής αν­θρώ­πι­νης ε­πι­λο­γής, μιας συγκεκριμένης μορ­φής ε­μπρό­θε­της δρά­σης. Αν πε­ρι­γρά­φου­με ποι­κι­λί­ες α­ξιών σαν να επρό­κει­το για φυ­σι­κά εί­δη μέ­σα στον κό­σμο, ό­χι μό­νο ε­πα­να­λαμ­βά­νου­με το ατό­πη­μα της με­τα­φυ­σι­κής που θέ­λου­με να κα­ταγ­γεί­λου­με αλ­λά και συ­νερ­γούμε με την κα­τε­ξο­χήν ι­δε­ο­λο­γί­α της ε­μπο­ρευ­μα­τι­κής α­γο­ράς, που με­τα­μορ­φώ­νει τα σύν­θε­τα και ρευ­στά ανθρώ­πι­να ε­νερ­γή­μα­τα σε νε­κρά α­ντι­κεί­με­να, πράγ­μα­τα και ε­μπο­ρεύ­μα­τα.

Το ί­διο πρό­βλη­μα εμ­φα­νί­ζε­ται ε­ντο­νό­τε­ρα, ι­δί­ως μέ­σα στη με­λέ­τη για τον Πρου­στ, στην πραγ­μά­τευ­ση του ση­μεί­ου. Υ­πάρ­χει ε­δώ μια ι­δε­ο­λο­γι­κο­ποί­η­ση που βα­ρύ­νει βε­βαί­ως ολό­κλη­ρη τη ση­μειο­λο­γι­κή/στρου­κτου­ρα­λι­στι­κή πα­ρά­δοση, ό­μως ο Deleuze, πα­ρά τις δευ­τε­ρεύ­ου­σες α­πο­κλί­σεις του, πα­ρα­λαμ­βά­νει α­διε­ρώ­τη­τα τού­τη την ε­σφαλ­μέ­νη αφετηρί­α. Το «ση­μεί­ο», κυ­ριο­λε­κτι­κά μι­λώ­ντας, δεν εί­ναι τί­πο­τα, δεν υ­πάρ­χει έ­ξω α­πό μια ο­ρι­σμένη πρά­ξη σή­μαν­σης που με­σο­λα­βεί α­νά­με­σα σε δύ­ο ο­ντό­τη­τες προι­κι­σμέ­νες με την ι­κα­νό­τη­τα της ε­ξω­τε­ρί­κευ­σης και της ανα­γνώ­ρι­σης (ή, ο­ρια­κά, ό­που μια ο­ντό­τη­τα προι­κι­σμέ­νη με την ι­κα­νό­τη­τα της εξω­τε­ρί­κευ­σης και της α­να­γνώ­ρι­σης ε­κλαμ­βά­νει μια ο­ντό­τη­τα που έ­χει α­πενα­ντί της ως α­ντί­στοι­χα προι­κι­σμέ­νη). Δεν εί­ναι πράγ­μα, ού­τε αντι­κεί­με­νο μέ­σα στον κό­σμο – πρό­κει­ται μάλ­λον για έ­να γε­νι­κό ι­σο­δύ­ναμο, ό­πως το χρή­μα, που α­ντι­κει­με­νο­ποιεί στο πε­δί­ο του νο­ή­ματος μια ο­ρι­σμέ­νη ε­πι­κοι­νω­νια­κή σχέ­ση ό­πως α­κρι­βώς το χρή­μα α­ντι­κει­με­νοποιεί στο πε­δί­ο της οι­κο­νο­μί­ας μια ο­ρι­σμέ­νη ανταλλακτική σχέ­ση. Για να το πού­με α­κό­μη πιο συ­γκε­κρι­μέ­να, ό­ταν συ­ζη­τά­με τα σημεία ως συ­μπα­γείς, α­διαφα­νείς ο­ντό­τη­τες κά­νου­με το ί­διο πράγ­μα ό­πως ό­ταν αντιμετω­πί­ζου­με τα προϊ­ό­ντα μιας πο­τι­σμέ­νης με μό­χθο και α­πο­βλέ­ψεις αν­θρώ­πι­νης δρα­στη­ριό­τητας ως α­πλές α­νταλ­λα­κτι­κές α­ξί­ες. 

Ο­λό­κλη­ρη αυ­τή η σει­ρά των πραγ­μο­ποι­ή­σε­ων κο­ρυ­φώ­νε­ται ε­ντέ­λει, στο ό­ψιμο έρ­γο του Deleuze, στην πραγ­μο­ποί­η­ση της ί­διας τής επι­θυ­μί­ας (δη­λα­δή, αυ­τού το ο­ποί­ο στην παρά­δο­ση που τον συ­γκι­νεί εκ­προ­σω­πεί­ται α­πό την έν­νοια της «βού­λη­σης»). Υ­πάρ­χει εξαρ­χής ε­δώ μια υ­πο­στα­σιο­ποι­η­μέ­νη και πραγ­μο­ει­δής σύλ­λη­ψη τής ε­πι­θυ­μί­ας, η ο­ποί­α ει­δι­κά στον Deleuze γί­νε­ται εμ­φα­νέ­στε­ρη στην ά­κρως α­να­γω­γι­κή και α­δια­με­σο­λά­βη­τη ταύ­τι­ση ε­πι­θυ­μί­ας, καλ­λι­τε­χνι­κής δη­μιουρ­γι­κό­τη­τας και πα­ρα­γω­γής. Το να πού­με γενικώς ό­τι η ε­πι­θυ­μί­α εί­ναι πα­ρα­γω­γι­κή εί­ναι βέβαια νό­μι­μο, αλ­λά ό­ταν ο ό­ρος «παραγω­γι­κό» έ­χει έ­να εύ­ρος ση­μα­σιών που κυμαί­νε­ται α­πό την καλ­λι­τε­χνι­κή δημιουργί­α έ­ως τις βιο­μη­χα­νι­κές α­λυ­σί­δες πα­ρα­γω­γής εί­ναι προ­φα­νές ό­τι ό­λα εξαρτώνται α­πό το εί­δος των δια­κρί­σε­ων που μπο­ρεί κά­ποιος να ε­γκα­τα­στή­σει ε­ντός του α­φη­ρη­μέ­να πα­ρα­γω­γι­κού. Η βιο­μη­χα­νι­κή πα­ρα­γω­γή, με τον κα­τα­να­γκα­στι­κό χαρακτήρα που συ­ντρί­βει όλες τις δη­μιουρ­γι­κές πα­ρορ­μή­σεις και μη­χα­νο­ποιεί το σώ­μα των συ­ντε­λε­στών της, εί­ναι α­πό μια κρί­σι­μη πλευ­ρά το α­ντί­θε­το α­κρι­βώς του ε­λεύ­θε­ρου δη­μιουρ­γι­κού παι­χνι­διού των δε­ξιο­τή­των και της φα­ντα­σί­ας που α­πο­τυ­πώ­νε­ται στην τέχνη (και συ­νι­στά, ί­σως, έ­ναν ου­το­πικό ο­δη­γό τού πώς θα έ­πρε­πε να γί­νει κά­πο­τε η ί­δια η ερ­γα­σί­α…). Η έλ­λει­ψη διάκρι­σης α­νά­με­σα σε δη­μιουρ­γι­κό­τη­τα και πα­ρα­γω­γή ό­χι μό­νο α­ντα­να­κλά την κα­πι­τα­λι­στι­κή ι­δε­ο­λο­γί­α του «δη­μιουργι­κού» ε­πι­χει­ρη­μα­τί­α αλ­λά και προ­ετοι­μά­ζει λο­γι­κά την ο­μό­λο­γη έλ­λει­ψη διά­κρι­σης α­νά­με­σα σε ορ­γα­σμι­κή σεξουαλικότη­τα (ας μου συγ­χω­ρε­θεί ε­δώ ο ρα­ϊ­χι­κός ό­ρος, αλ­λά εί­ναι ο ί­διος ο Deleuze που ε­πι­κα­λεί­ται σε διά­φο­ρα ση­μεί­α τού έρ­γου του τον ει­κο­νο­κλά­στη ψυ­χα­να­λυ­τή) και σα­δο­μα­ζο­χι­στι­κή η­δο­νή.

Στο τε­λευ­ταί­ο αυ­τό ση­μεί­ο έ­χουν δι­καιο­λο­γη­μέ­να α­σκη­θεί ποι­κί­λες ε­πικρί­σεις, α­πό πολές πλευ­ρές, στους Deleuze και Guattari· το ζή­τη­μα ό­μως δεν εί­ναι η­θι­κής τά­ξε­ως, συν­δέ­ε­ται μάλ­λον με μια εγ­γε­νή α­ντί­φα­ση και α­ντα­να­κλά την πα­ρα­μορ­φω­τι­κή εκ μέρους τους σύλ­λη­ψη της ε­πι­θυ­μί­ας – και την ε­ξί­σου πα­ρα­μορ­φω­τι­κή σύλ­ληψη των σχέσε­ών της με τη συ­νεί­δη­ση. Πραγ­μο­ποί­η­ση της ε­πι­θυ­μί­ας ση­μαί­νει, ακρι­βώς, ό­τι απαλεί­φου­με τον εγ­γε­νώς σχε­σια­κό της χα­ρα­κτή­ρα. Η ε­πι­θυ­μί­α εξ ο­ρι­σμού δεν μπο­ρεί να συλ­λη­φθεί πα­ρά ως ε­πι­θυ­μί­α κά­ποιου πράγ­μα­τος – ό­πως α­κρι­βώς και η συ­νεί­δη­ση δεν νο­εί­ται πα­ρά ως συ­νεί­δη­ση κάποιου πράγ­μα­τος. Αν κα­τα­λά­βου­με αυ­τή την κρί­σι­μη λει­τουρ­γί­α γί­νε­ται α­μέ­σως φα­νε­ρό ό­τι η συ­νεί­δη­ση εί­ναι πρά­ξη, και πρά­ξη ο­μό­κε­ντρη με την ε­πι­θυ­μί­α, η ο­ποί­α ε­νερ­γεί­ται ε­ντός της ε­πι­θυ­μί­ας και εί­ναι ή­δη δια­πο­τι­σμέ­νη με επιθυ­μί­α, πράγ­μα που α­χρη­στεύ­ει ό­λες τις α­διέ­ξο­δες βι­τα­λι­στι­κές α­ντι­νο­μί­ες τού τύ­που ζω­ή/βού­ληση/ε­πι­θυ­μί­α, κλπ. ε­να­ντί­ον συ­νεί­δη­σης.13 Αν όμως δε­χθού­με τον πραξιακό-σχε­σια­κό χα­ρα­κτή­ρα της ε­πι­θυ­μί­ας (ό­σο και της συ­νεί­δη­σης), τό­τε γί­νε­ται κατα­στα­τι­κή προ­ϋ­πό­θε­ση της συ­γκρό­τη­σής της ––υ­περ­βα­το­λο­γι­κός ό­ρος, ό­πως λέ­νε–– η α­μοι­βαί­α συ­ντή­ρη­ση, και εν­δυ­νά­μω­ση, των δύο πόλων της σχέ­σης, και η κα­τα­στρο­φή ή α­ποδυ­νά­μω­ση τού ε­νός ή του άλ­λου πό­λου (που εί­ναι α­κρι­βώς η έν­νοια του σαδομαζοχι­σμού) δεν υ­πο­δη­λώ­νει α­πλώς μί­α «κα­κή» ή με οια­δή­πο­τε άλ­λα ε­ξω­τε­ρι­κά κρι­τή­ρια α­πορ­ρι­πτέ­α ε­πι­θυ­μί­α, αλ­λά εγ­γε­νή κα­τα­στρο­φή της σχέ­σης ε­πι­θυ­μί­ας — ό­πως α­κρι­βώς η βιο­μη­χανι­κή πα­ρα­γω­γή α­κυ­ρώ­νει κα­τα­στα­τι­κά, ως εκ των ιδίων των ό­ρων συγκρότη­σής της, την αν­θρώ­πι­νη αυ­τε­νέρ­γεια και δη­μιουρ­γι­κό­τη­τα.

Δεν χρειά­ζε­ται να πού­με πε­ρισ­σό­τε­ρα. Μια κρι­τι­κή ό­πως αυ­τή δεν θέ­λει να κα­ταγ­γεί­λει συ­νο­λι­κά τη φι­λο­σο­φί­α του Gilles Deleuze ως «α­πλή» κα­πι­ταλι­στι­κή ι­δε­ο­λο­γί­α, ού­τε να α­ναι­ρέ­σει τον πλού­το και την α­ξί­α πολ­λών α­πό τις α­να­λύ­σεις της, την πρω­το­τυ­πί­α με την ο­ποί­α δο­κί­μα­σε να α­να­με­τρη­θεί με πα­λαιά προ­βλή­μα­τα και, βε­βαί­ως, την ει­λι­κρί­νεια των δια­κη­ρυγ­μέ­νων προ­θέσε­ών της. Ε­κεί­νο που έ­γι­νε α­πα­ραί­τη­το ή­ταν να δεί­ξου­με τις α­νε­πί­λυ­τες α­ντι­φά­σεις που φω­λιά­ζουν στην καρ­διά αυ­τής της σκέ­ψης – κά­τι το ο­ποί­ο, εξ άλλου, δεν βα­ρύ­νει α­πο­κλει­στι­κά τον Deleuze αλ­λά ό­λη τη γε­νιά που με­τά το 1960 στο Πα­ρί­σι κλι­μά­κω­σε έ­να θε­ω­ρη­τι­κό εγ­χεί­ρη­μα πα­ράλ­ληλο, και σε πολ­λά ου­σιώ­δη ση­μεί­α δια­πλε­κό­με­νο, με το δι­κό του… Η εγ­γε­νής αμ­φι­ση­μί­α του Νί­τσε εί­ναι ο­πωσ­δή­πο­τε διαφο­ρε­τι­κής τά­ξε­ως α­πό αυ­τή την ε­ξοντω­τι­κά αυ­το­α­ναι­ρού­με­νη σκέ­ψη η ο­ποί­α μοιά­ζει να έλ­κε­ται ό­πως η πε­τα­λούδα στο φως α­πό μιαν αυ­το­α­πα­γο­ρευ­μέ­νη συ­στη­μα­τι­κό­τη­τα – και, α­πό την άλ­λη πλευρά, αν κά­ποιος έ­χει θι­γεί λι­γό­τε­ρο απ’ ό­λο αυ­τό το α­γω­νιώ­δες εγχεί­ρημα εί­ναι βε­βαί­ως η ί­δια η δια­λε­κτι­κή. Ί­σως μά­λι­στα ε­κεί­νο που ο Deleuze επιδίωξε α­νε­πι­τυ­χώς, έ­νας «διο­νυ­σια­κός τρό­πος του φι­λο­σο­φείν», να κρύ­βε­ται μέ­σα στην ί­δια την καρ­διά του δια­λε­κτι­κού σκέ­πτε­σθαι – προ­κα­λώ­ντας α­διά­κο­πα ε­κεί­νη την ερ­μη­νεί­α που θα τον φέ­ρει πραγ­μα­τι­κά στο φως.




ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Nietzche et la philosophie (P.U.F., Παρίσι 1962). Ελλ. Έκδ. Πλέθρον (Αθήνα 2002), μετ. Γιώργος Σπανός, επιμ. Φ. Σιατίστας – Ά. Στυλιανού: εκεί και οι παραπομπές που ακολουθούν.

2. La philosophie critique de Kant (P.U.F., Παρίσι 1963). Ελλ. Έκδ. Εστία (Αθήνα 2000), μετ. Ελένη Περδικούρη.

3. Proust et les signes (P.U.F., Παρίσι 1964/ β´ έκδ. επηυξ. 1970). Ελλ. Έκδ. Ράππα (Αθήνα  1981), μετ. Καίτη Χατζηδήμου – Ιουλιέτα Ράλλη, επιμ. Π. Α. Ζάννας: εκεί και οι σχετικές παραπομπές.

4. Le bergsonisme (P.U.F., Παρίσι 1966).

5. Presentation de Sascher Masoch (Minuit, Παρίσι 1967).

6. Spinoza et le probléme de l’expression (Minuit, Παρίσι 1968). Ελλ. έκδ. Κριτική (Αθήνα   2002), μετ. Φώτης Σιατίστας, επιμ. Άρης Στυλιανού.

7. Différence et répetition (P.U.F., Παρίσι 1968).

8. Το ί­διο πρό­βλη­μα α­να­κύ­πτει, ας πού­με, στο κα­θα­ρά φι­λο­σο­φι­κό ε­πι­χεί­ρη­μα τής κρι­τι­κής του στον Κα­ντ. Α­νά­με­σα στις ε­τε­ρο­γε­νείς σφαί­ρες που ο ί­διος ο­νό­μα­σε «ε­πο­πτεί­α» και «έν­νοια» (δηλ. το ε­μπει­ρι­ά δε­δο­μέ­νο και η έλ­λο­γη α­να­κα­τα­σκευ­ή του), ο Κα­ντ έ­βλε­πε μί­α λο­γι­κή δια­φο­ρά η ο­ποί­α θα έ­πρε­πε να αρ­θεί με α­ντί­στοι­χα εν­νοια­κά μέ­σα — η σύν­θε­σή τους να γί­νει, σαν να λέ­με, στο ε­πί­πε­δο τής έν­νοιας·ο Deleuze υ­πο­στη­ρί­ζει ό­τι το έρ­γο μιας γνή­σια ε­μπει­ρι­κής φι­λο­σο­φί­ας θα ή­ταν το α­κρι­βώς α­ντί­στρο­φο, να κα­τα­νοή­σει τη δια­φο­ρά ε­πο­πτεί­ας/έν­νοιας ό­χι ως εν­νοια­κή (λο­γι­κή) αλλά ως ε­πο­πτι­κή δια­φο­ρά. Το ό­τι η δια­φο­ρά ε­πο­πτεί­ας/έν­νοιας μπο­ρεί να γί­νει αντιληπτή και ως ε­πο­πτι­κή δια­φο­ρά, ό­σο του­λά­χι­στον μπο­ρεί να εν­νο­η­θεί και ως λο­γική διαφορά, εί­ναι βέ­βαια σω­στό·ό­μως η πρώ­τη α­ντίλη­ψη θα εί­ναι εξ ο­ρι­σμού έ­να βί­ω­μα, ό­χι έ­νας λό­γος, κα­τά συ­νέ­πεια δεν εί­ναι α­να­πα­ρα­στά­σι­μη με φι­λο­σο­φι­κά μέ­σα ει­μή μό­νο εάν μεταφρασθεί σε έν­νοιες, δη­λα­δή, στην ο­μό­λο­γη λο­γι­κή δια­φο­ρά που τής αντι­στοι­χεί. Τού­το σημαί­νει α­κρι­βώς ό­τι μια «ε­μπει­ρι­κή φι­λο­σο­φί­α», ό­πως την ο­ρί­ζει ε­δώ ο Deleuze, εί­ναι α­πλώς αδύ­να­τη.

9. Minuit, Πα­ρί­σι 1972. Ελ­λ. έκ­δ. Ράπ­πα, Α­θή­να 1981, μετ. Καίτη Χα­τζη­δή­μου – Ιου­λιέ­τα Ράλ­λη, θε­ώ­ρη­ση με­τά­φρα­σης: Γιάν­νης Κρη­τι­κός.

10. L’image-mouvement (Minuit, Παρίσι 1982). Ελλ. έκδ. Νήσος (Αθήνα 2009), μετ. Μιχάλης Μάτσας, επιμ. Κική Καψαμπέλη, επίμετρο: Γιάννης Πρελορέντζος.

11. Βλ. Marcel Proust, Σε α­να­ζήτη­ση τού χα­μέ­νου χρό­νου, τόμ. Ι-V (ελ­λ. έκ­δ. Ε­στί­α, Αθή­να 1998-2002, μετ. Παύ­λος Ζάν­νας, ε­πιμ. Πα­να­γιώ­της Πού­λος).

12. Vincent Descombes, Το Ί­διο και το Άλ­λο. 45 χρόνια γαλ­λι­κής φι­λο­σο­φί­ας, 1933-1978 (ελ­λ. έκ­δ. Praxis, Α­θή­να 1984, μετ. Λέ­να Κα­σί­μη). Βλ. ι­διαι­τέ­ρως το διά­γραμ­μα τής σε­λί­δας 209, ό­που δείχνεται παραστατικά η σύν­δε­ση των μαρ­ξι­στι­κών κα­τη­γο­ριών «πα­ρα­γω­γή-ι­δε­ο­λογί­α» με τις φρο­ϋ­δι­κές κα­τη­γο­ρί­ες «ε­πι­θυ­μί­α-συ­νεί­δη­ση» βά­σει μιας κε­ντρι­κής τους α­να­γω­γής στις σοπενχαουε­ρια­νές κα­τη­γο­ρί­ες «βού­λη­ση-α­να­πα­ράστα­ση».

 13. Μια συ­νε­πέ­στε­ρη «σχι­ζο-α­νά­λυ­ση» απ’ αυ­τήν που πρό­τει­ναν οι Deleuze και Guattari θα ανελάμ­βα­νε ί­σως το έρ­γο να δεί­ξει ό­τι αυ­τά που στον Φρό­υ­ντ εμ­φα­νί­ζο­νται ως ε­πώ­δυ­νοι διχασμοί α­νά­με­σα σε συ­γκινη­σια­κό φορ­τί­ο και συ­νει­δη­τές πα­ρα­στά­σεις εί­ναι στην πραγματικότη­τα αντι­φά­σεις και δι­χα­σμοί α­νά­με­σα σε δια­φο­ρε­τι­κά σύ­μπλο­κα επιθυμίας/συνείδη­σης που στε­γά­ζο­νται κά­τω α­πό τον ί­διο α­το­μι­κό «ε­αυ­τό», ε­σω­τε­ρι­κεύ­σεις αντι­φά­σε­ων που δια­σχί­ζουν το οι­κο­γε­νεια­κό ό­σο και το ευ­ρύ­τε­ρο κοι­νω­νικό πε­δί­ο. Αυ­τό ό­μως είναι, πράγ­μα­τι, μια άλ­λη συ­ζή­τη­ση…



[Από το Νιτσεϊκές μεταμορφώσεις. Για την πρόσληψη του Νίτσε στην εποχή  του τεχνικοποιημένου καπιταλισμού (futura: Αθήνα 2004)]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου