Ετικέτες

Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2013

O Ιων Δραγούμης δεν έχει καμία σχέση με τη σημερινή εθνικιστική ακροδεξιά της Χρυσής Αυγής


 
 
 
 
 
 
1 Vote

ΦΙΛΙΠΠΟΣ_ΔΡΑΓΟΥΜΗΣΤι γράφει ο ανιψιός του Φίλιππος Δραγούμης
Μια ημέρα μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα από χρυσαυγίτη, με μια νηφάλια παρέμβαση ο Φίλιππος Δραγούμης, ανιψιός του Ίωνα, εναντιώνεται στην καπηλεία της πολιτικής κληρονομιάς του μεγάλου Έλληνα από την Χρυσή Αυγή.
Παράλληλα, στηλιτεύει τον αυτοκαταστροφικό λαϊκισμό που σήμερα, όπως και τότε, γονατίζει την Ελλάδα, όπως λέει.
Γράφει ο Φίλιππος Δραγούμης στο andro.gr:

Tις πρόσφατες δεκαετίες παρατηρείται μια προσπάθεια ιδιοποίησης της προσωπικότητας του Ίωνα Δραγούμη εκ μέρους κομμάτων της εθνικιστικής Λαϊκής δεξιάς, όπως το ΛΑΟΣ του Καρατζαφέρη που ονόμασε το κομματικό του ίδρυμα με το όνομά «Ίων Δραγούμης» αλλά και πολύ πιό πρόσφατα η τακτική αυτή συνεχίζεται με μεγαλύτερη ακόμη ένταση και αποτελεσματικότητα από την άκρα δεξιά της Χρυσής Αυγής. Αποκορύφωμα αυτής της προσπάθειας ανάγνωσης της ιστορίας με τέτοιον τρόπο ώστε να θεωρήσουν τους εαυτούς τους ιστορικούς και ιδεολογικούς επίγονους του «μεγάλου αδικημένου πατριώτη» υπήρξε η εκδήλωση τιμής που πραγματοποίησαν μέλη της Χρυσής Αυγής τον Ιούλιο του 2013 μπροστά από το άγαλμά του, στο χωριό καταγωγής της οικογένειας, το Βογατσικό Καστοριάς, πρώην έδρα του Δήμου «Ίωνος Δραγούμη» και σήμερα, μετά τον Καλλικράτη, δημοτικό διαμέρισμα του Δήμου Ορεστίδος.
Κρίνουν πως το σημερινό, κατά την γνώμη τους, «εθνικά προδοτικό πολιτικό σύστημα», απέφυγε να αποδώσει τις δέουσες τιμές στον Ίωνα κι ως εκ τούτου αναλαμβάνουν εκείνοι, ως ακτιβιστές, τον ρόλο να αποκαταστήσουν το όνομά του, ως ιδεολογικά εθνικιστές και οπαδοί της «Μεγάλης Ιδέας» ανάμεσα σε άλλες ιδέες που προασπίζονται, ως μια επιθετική εκδοχή της κατ’ εκείνους «ανωτερότητα» της Ελληνικής «φυλής» με τη γονιδιακή έννοια του κοινωνικού Δαρβινισμού που «δικαιώνει» την Ελλάδα να διεκδικεί τα πάντα από τους άλλους.
Οι ίδιοι, παράλληλα, εμφανίζονται να κρίνουν τη σημερινή εξωτερική πολιτική ως ανεπαρκέστατη (βλ. τοποθέτηση του βουλευτή Παπά στη βουλή, για την «Βόρεια Ήπειρο» και τους «ήρωες της Κύπρου», αλλά και πολλές άλλες περιστάσεις, δηλώσεις τους) να υπερασπιστεί τις Ελληνικές στην ουσία επεκτατικές βλέψεις προς Βορρά, Ανατολή και Νότο (Κύπρο). Χλιαρά, η Νέα Δημοκρατία του Σαμαρά, αντί να τους αντικρούσει αποκαλώντας τους επικίνδυνους για τη σταθερότητα της περιοχής και την ειρήνη, προσπαθεί να αμυνθεί επιχειρώντας να πείσει πως εκείνη υιοθετεί με επάρκεια την ουτοπική εθνική ατζέντα τους και ως αποτέλεσμα βρίσκεται στη θέση είτε να μην απαντά είτε να απολογείται. «Παρότι αποκαλούσε τον εαυτό του “εθνικιστή”, ο όρος αυτός για κείνον είχε μια πολύ διαφορετική έννοια από τη σημερινή της ακροδεξιάς». Πρώτη μου προσωπική επαφή με το ζήτημα υπήρξε η στιγμή που συναντήθηκα με τον κύριο Μιχαλιολάκο στο Δημοτικό Συμβούλιο της Αθήνας, λίγο μετά τις τελευταίες δημοτικές εκλογές, όταν βρεθήκαμε στον διάδρομο, έξω από την αίθουσα του δημοτικού συμβουλίου. «Κύριε Δραγούμη», μου απευθύνθηκε περιχαρής, «ξέρετε, θαυμάζω τον θείο σας…» «Κι εγώ τον θαυμάζω» του απάντησα, «αλλά μάλλον τον ερμηνεύουμε πολύ διαφορετικά», συνέχισα.
Η κουβέντα δεν είχε συνέχεια, εξ αρχής διαισθάνθηκα πως θα ήταν μάταιη. Σήμερα όμως νομίζω πως οφείλω να εξηγήσω την σκοπιά μου, που δεν είναι άλλη από το ό,τι όποιος αποδέχεται τον εθνικισμό όπως τον εννοεί το κόμμα της Χρυσής Αυγής θα πρέπει πρώτα απ’ όλα να αποκηρύξει τον Ίωνα Δραγούμη ως εθνικό προδότη ή έστω να τον αγνοήσει πλήρως, όπως πράγματι αγνοήθηκε στην εποχή του, κι όπως πράγματι, ο Φίλιππος Δραγούμης, αδελφός του (και παππούς μου), που μπήκε στην πολιτική για να συνεχίσει το έργο του, εξαναγκάστηκε ουσιαστικά να την εγκαταλείψει στα μέσα της δεκαετίας του ’50. Ο θαυμασμός τους προς τον Ίωνα στηρίζεται σε λανθασμένη ανάγνωση της ιστορίας, πρόθεση καπηλείας της ώστε να εμφανιστεί μια σκόπιμη κι αναχρονιστική μονομέρεια που, αν επικρατήσει, θα οδηγήσει τη χώρα σε τραγωδίες. Δεν πρόκειται για μια καινούργια ιδέα, αλλά για την ίδια «εθνική παραφροσύνη» οδήγησε στην Μικρασιατική Καταστροφή και τη διχοτόμηση της Κύπρου. Στην παραφροσύνη όμως αυτή, τώρα προστίθεται ο αναχρονισμός και η οπισθοδρόμηση. Παρότι δεν μας χωρίζουν παρά 100 περίπου χρόνια από την εποχή που έζησε και έδρασε ο Δραγούμης, χωρίς καμιά αμφιβολία πρόκειται για μια εντελώς διαφορετική εποχή, όπου τα λόγια και οι ιδέες είχαν άλλη σημασία από τη σημερινή, άλλη φόρτιση σε μια άλλη πραγματικότητα.
Άλλοι φόβοι, άλλες ελπίδες και προσδοκίες. Κάτι που μπορεί να φαινόταν τότε ρεαλιστικό, σήμερα δεν είναι, και αντιστρόφως. Εφαρμόζοντας όμως τα ίδια κριτήρια, αξιολογώντας τις ιδέες, λες και διατυπώθηκαν αυτούσιες σήμερα, από την μια υποβαθμίζονται οι ίδιες οι ιδέες διότι δεν εκτιμώνται με τα μέτρα και τα σταθμά της εποχής τους, κι από την άλλη στενεύουν, επειδή γίνεται προσπάθεια να χωρέσουν και να εξηγηθούν μέσα από αυτές σημερινές προκαταλήψεις, άσχετες με τον προβληματισμό της εποχής που τις έφερε στο προσκήνιο. Οι άνθρωποι, κατ’ ανάγκην ζουν σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, επηρεάζουν και επηρεάζονται από αυτά που συμβαίνουν γύρω τους, τους συγχρόνους τους, τα γεγονότα και τις ροές ή τάσεις που τους τριγυρίζουν. Απ’ όλα αυτά, τίποτε δεν είναι στατικό. Αντιθέτως μάλιστα, η σκέψη του Ίωνα υπήρξε το αντίστροφο της στασιμότητας: βρισκόταν μέχρι τον θάνατό του σε διαρκή και αγωνιώδη αναζήτηση και εξέλιξη. Παρακολουθούσε, μελετούσε και αφομοίωνε κάθε τι νέο κι ήταν ανά πάσα στιγμή έτοιμος να διαπιστώσει και να αποδεχθεί τις αντιφάσεις του και να προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα. Αποδεχόταν, έκρινε, απέρριπτε, περιεργαζόταν, ρωτούσε, προβληματιζόταν, ασταμάτητα προσπαθώντας να γκρεμίσει τον ίδιο του τον εαυτό, ώστε να δει τι θα έμενε όρθιο, αν κάτι θα έμενε.
Μελετούσε από αναρχικούς όπως τον Μπακούνιν και τον Κροπότκιν ως τον Μπαρές, περνώντας από τον Νίτσε, τον Ρουσώ, τον Τολστόι, τον Ζιντ αλλά και τον Δαρβίνο, χωρίς να αποκλείει βέβαια ούτε και τον Μαρξ. Έβλεπε τις αντιφάσεις και τη μονομέρεια πολλών θεωριών και την ανεπάρκεια του διλήμματος του ατομισμού \ αλτρουισμού να εξηγήσει το όλον της συμπεριφοράς μας, κατανοώντας πως νασιοναλιστές, αναρχικοί, σοσιαλιστές και ατομικιστές «έκαμαν φωτεινή και μονομερή προβολή ενός αισθήματος». Με δυο λόγια, μελετούσε ό,τι υπήρχε διαθέσιμο και ερευνούσε χωρίς προκατάληψη τη σύνθεση: μια εξαιρετικά δύσκολη αναζήτηση, που ασφαλώς δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει. Κάθε θεωρία είχε κάποια αλήθεια, αλλά καμία δεν την περιείχε όλη. «Η αντίληψή του για το ποιο ήταν το συμφέρον του “έθνους” υπήρξε στην ουσία της αντίθετη με εκείνην που επικράτησε και επικρατεί ακόμη. Στάθηκε απέναντι στον λαϊκισμό κι αυτός είναι ο λόγος που απέτυχε να προωθήσει τις ιδέες του».
Είναι προφανέστατο πως, παγώνοντας την εξέλιξη της σκέψης του με την επανάληψη κάποιων δηλώσεων, αφαιρώντας το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της αυτοκριτικής και αυτοανατροπής που ασκούσε διαρκώς, και με τη χρήση των κατάλληλα επιλεγμένων αποσπασμάτων εκτός περιεχομένου, μπορεί κανείς εύκολα να κατασκευάσει ό,τι θέλει. Σε άλλο απόσπασμα δηλώνει πως αγαπά την Ελλάδα και τους Έλληνες και σε άλλο πως τους μισεί και χαίρεται να ζει έξω από την Ελλάδα. Με δυο λόγια, αν δεν δει κανείς το σύνολο, εύκολα ερμηνεύει ό,τι θέλει όπως θέλει, απομονώνοντας αποσπάσματα, ρίχνοντας παραμορφωτικό φως και στερώντας τους έτσι την ουσία που συνάγεται από τη συνέχεια με το υπόλοιπο περιεχόμενο. Πέρα από αυτό το χαρακτηριστικό του όμως, υπάρχουν ορισμένα εξαιρετικά στέρεα σημεία στη σκέψη του και τις επιδιώξεις του, που ήρθαν σε πλήρη αντίφαση τόσο με την εποχή του, όσο και με τις σημερινές εθνικιστικής ή εθνικοσοσιαλιστικής εμπνεύσεως ερμηνείες του. Τα σημεία αυτά είναι και εκείνα που απαγορεύουν στην σημερινή ακροδεξιά να θεωρήσει τον εαυτό της επίγονό του ώστε να τον θαυμάζει.
Ο θαυμασμός της από μόνος του, είναι καταδίκη για τις ιδέες του και παραχάραξη της ιστορίας. Θα ήταν πιο λογικό να τον αγνοήσει, όπως πολλοί άλλοι, όμως γυρεύοντας να δημιουργήσει έναν μύθο ταυτόχρονα αντισυστημικό και εθνικιστικό, χρειάζεται να προβάλλει κάποιους ως ήρωές της. Εδώ, ας σημειώσουμε, στην διαχρονική προσπάθεια συντήρησης διαφόρων μύθων σε βάρος της πραγματικότητας και μιας ρεαλιστικής αντιμετώπισής της, η Χρυσή Αυγή έχει πολλούς συμμάχους, σε όλο σχεδόν το πολιτικό φάσμα. Ας τα δούμε όμως λίγο από πιο κοντά. Η αντίληψη του Δραγούμη για το ποιο ήταν το συμφέρον του «έθνους», υπήρξε στην ουσία της αντίθετη με εκείνην που επικράτησε και επικρατεί ακόμη. Στάθηκε απέναντι στον λαϊκισμό και αυτός είναι ο λόγος που απέτυχε να προωθήσει τις ιδέες του. Ρομαντισμός και ρεαλισμός ταυτοχρόνως Παρότι αποκαλούσε τον εαυτό του «εθνικιστή», ο όρος αυτός για κείνον είχε μια πολύ διαφορετική έννοια από τη σημερινή της ακροδεξιάς.
Πρώτα πρώτα, όπως ανέφερα, δεν συνδεόταν με κανέναν λαϊκισμό τυφλού ξεσηκωμού ενάντια των άλλων «ξένων». Πώς, άλλωστε, θα μπορούσαν να είναι αίφνης «ξένοι» μεταξύ τους όλοι αυτοί που συγκατοίκησαν επί εκατοντάδες χρόνια; Δεν εθελοτυφλούσε, αρκούσε τότε να δει κανείς την Αττική: σε όλη την αγροτική περιφέρεια Αλβανοί (κανείς τότε δεν έλεγε άλλο Αρβανίτης και άλλο Αλβανός, κι ο Ίων δεν ήταν εξαίρεση) ζούσαν και καλλιεργούσαν τα χωράφια. Ο πατέρας του, Στέφανος Δραγούμης, ήταν στενός φίλος του Ιωάννη Μπάγκα, που άφησε την περιουσία του στο Ελληνικό Δημόσιο, δηλώνοντας στη διαθήκη του πως Έλληνες και Αλβανοί είναι καμωμένοι για να ζουν μαζί και πως μόνο μαζί μπορούν να μεγαλουργήσουν. Η οικογένεια Δραγούμη ισχυριζόταν πως καταγόταν (πριν πάει στο Βογατσικό) από δίγλωσσο χωριό στη σημερινή Αλβανία, άρα ασφαλώς είχε αρκετά μικτή καταγωγή ώστε να μην φαντάζεται τον εαυτό του απόγονο κάποιου σύγχρονου του Περικλή, χάρις στις μετρήσεις DNA κάποιου «κατά Κασιδιάρη» Ελληνόμετρου.
Ας μην ξεχνάμε και την εν μέρει Ρώσικη καταγωγή του. Τώρα, όλα αυτά ηχούν πολύ διαφορετικά από τις σημερινές ακροδεξιές επιθετικές και ενίοτε αιμοσταγείς κορώνες εναντίον των Αλβανών και όλων των άλλων. Ουδεμία σχέση μπορούν να έχουν, καμία ιστορική συνέχεια παρά μόνον ως ολική ανατροπή των ιδεών του Δραγούμη. Αν είχε επικρατήσει και είχε κατορθώσει να πείσει εναντίον της «μεγάλης ιδέας», θα ζούσαμε, μπορούμε να υποθέσουμε, σήμερα μια εναλλακτική ιστορία ‒αλλά, όπως θα δούμε, δεν τα κατάφερε. «Όποιος αποδέχεται τον εθνικισμό όπως τον εννοεί το κόμμα της Χρυσής Αυγής θα πρέπει πρώτα απ’ όλα να αποκηρύξει τον Ίωνα Δραγούμη ως εθνικό προδότη ή έστω να τον αγνοήσει πλήρως, όπως πράγματι αγνοήθηκε στην εποχή του…»
Ο Ίων δεν είχε καμιά συμπάθεια για κάποιο «κράτος» που θα συγκέντρωνε με φυλετική ομοιογένεια μέσα του όλους τους Έλληνες, αποκλείοντας τους άλλους. Ο «Εθνικισμός» του προερχόταν από μια «φωτισμένη», βαθιά και ρεαλιστική αντίληψη για τα συμφέροντα του έθνους με μια πολύ ευρεία έννοια, μια έννοια αποδοχής του διαφορετικού και όχι αποκλεισμού των άλλων. Ο εθνικισμός για εκείνον σήμαινε πως οι άνθρωποι ζουν όπως ζουν, εκεί που επέλεξαν ή βρέθηκαν από τα βάθη του χρόνου, κοντά στις δικές τους παραδόσεις γιατί έτσι παράγουν πολιτισμό, όχι όμως μέσα σε μια διαρκή εξέγερση κατά των άλλων γειτόνων τους.
Το κράτος ήταν, όπως το έβλεπε, ο στενός κορσές του πολιτισμού κι ο Δραγούμης θεωρούσε τον εαυτό του και αθεράπευτα κοσμοπολίτη, σε μια μάλιστα εποχή που είδε και την αρχή των διεθνών θεσμών, ελπίζοντας (σύντομα όλα διαψεύσθηκαν και πάλι) σε μια παγκόσμια ειρήνη. Στην πραγματικότητα ήταν υπέρ μιας πολυπολισμικής ομοσπονδίας εθνών στην ανατολή, μια ιδέα που θα διατηρούσε τις επαφές, τα κοινά στοιχεία και τις σχέσεις των λαών όπως είχαν εξελιχθεί φυσιολογικά με τη συμβίωση αιώνων μέσα από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία και την Οθωμανική, μια ομοσπονδία που θα μπορούσε να σταθεί ισότιμα απέναντι στη Δύση. Κατά κάποιον τρόπο το όραμα αυτό είναι διαμετρικά αντίθετο από την «μεγάλη ιδέα» ενός τεράστιου Ελληνικού κράτους που θα διεκδικούσε εδάφη των άλλων.
Επιζητούσε συνεννόηση, συμμαχίες, κοινό στόχο μεταξύ των εθνών και συνεργασία με ίσους όρους, με στόχο να παραμείνει το «ανακάτεμα» των εθνών εκεί που όλοι φυσικά βρίσκονταν χάρις στις ιδιαιτερότητές τους και τον ρου της ιστορίας, ανεξάρτητα από τα έθνη κράτη που τότε αναδύονταν. Αυτή η ιδέα έχει ήδη απομακρυνθεί σημαντικά από την στενή αντίληψη του «έθνους κράτους» και μοιάζει με πολυπολιτισμική προσέγγιση. Υπήρξε, επομένως, πολέμιος του τεχνητού «έθνους κράτους», νιώθοντας ως απειλή βέβαια και τις «εθνικοκρατικές» βλέψεις των γειτόνων: κάθε αποκλεισμός ήταν απειλή για το σχέδιό του. «Ο Ίων δεν είχε καμιά συμπάθεια για κάποιο “κράτος” που θα συγκέντρωνε με φυλετική ομοιογένεια μέσα του όλους τους Έλληνες, αποκλείοντας τους άλλους».
Ζώντας σε μια εποχή πτώσης των μεγάλων αυτοκρατοριών (και αποικιών) που είχαν ήδη επιφέρει μια κατάσταση την οποία σήμερα θα ονομάζαμε «παγκοσμιοποίηση» τόσο στη δύση όσο και στην Ανατολή, γύρευε τη χρυσή τομή της εποχής του, ανάμεσα σε έναν ρομαντισμό που καλπάζει, όπως του φίλου του Περικλή Γιαννόπουλου και έναν αυστηρό ρεαλισμό, ενάντια σε κάθε ουτοπία και αυθαίρετη επιδίωξη δήθεν μεγαλείου: μια ισορροπία λεπτή και διόλου προφανής σε όλους και διόλου έργο των πολλών μέσα από συνθήματα, αλλά εκείνου που μελετά σε βάθος, σκέπτεται διαρκώς και αμφιβάλλει για τα πάντα, μην εκλαμβάνοντας τίποτε ως δεδομένο, ούτε βέβαια κάποιον «ιστορικό προορισμό».
Αρχαιολάτρης δεν ήταν, αλλά νοσταλγός της συμβίωσης των εθνών όπως αυτή είχε εξελιχθεί πριν όλα αυτά γίνουν θρύψαλα εξ αιτίας ακριβώς του τυφλού «στενού & κρατικού» απομονωτικού εθνικισμού, που με αποκλεισμό της διαφορετικότητας οδήγησε αργότερα σε καταστροφές και ανταλλαγές πληθυσμών και μίσος, μίσος ακόμη και ανάμεσα στους παλαιοελλαδίτες και τους πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία ή τους κατοίκους της Μακεδονίας, στους οποίους, όπως διαπίστωσε χρόνια αργότερα ο αδελφός του Φίλιππος, φέρθηκαν οι παλαιολελλαδίτες του Ελληνικού κράτους, σαν σε κατακτημένο λαό κι όχι ισότιμο με κείνους. Η συνέχεια της πολιτικής του Ο Φίλιππος Δραγούμης, δώδεκα χρόνια νεώτερός του, παρότι ήθελε να ακολουθήσει καριέρα ζωγράφου ή να συνεχίσει τις σπουδές του στο εξωτερικό, μπήκε νέος στην πολιτική μετά την εκτέλεση του Ίωνα, για να συνεχίσει τις προσπάθειες του αδελφού του, ώστε να μην χαθεί το πλαίσιο ιδεών του, το οποίο μοιραζόταν, παρά τις επιμέρους διαφωνίες του με τον αδελφό του και την αγωνία του για τις «οξύτητές» του.
Η συνέχεια αυτή έχει σημασία, παρόλο που επρόκειτο για δύο πολύ διαφορετικούς χαρακτήρες, για να κατανοήσουμε ίσως μερικές πιθανές εξελίξεις που θα είχαν συμβεί, αν ο Ίων είχε εν τέλει ζήσει. Όπως θα δούμε, παρόλο που ο αδελφός του δεν έχασε τη ζωή του, ως ένας πολύ ηπιότερος, χαμηλότερων τόνων άνθρωπος που επεδίωκε πάντα τη συμφιλίωση, εξαναγκάσθηκε κι αυτός σταδιακά, μέσα σε μερικές δεκαετίες να εγκαταλείψει πλήρως την πολιτική με πικρία, αφού είχε φτάσει σε πλήρες αδιέξοδο, απομόνωση και χλευάστηκε σχεδόν από όλους τους Εθνολαϊκιστές της εποχής του, «επαγγελματίες εθνικιστές» όπως τους αποκάλεσε σε αδημοσίευτη επιστολή του, που έκαναν, έγραψε, μεγάλη ζημιά στη χώρα. Τολμώ να προσθέσω, εξακολουθούν. «Για τον Φίλιππο Δραγούμη, όσο και για τον Ίωνα, του οποίου την πολιτική ήθελε να συνεχίσει ως αδελφός του, η αγάπη της πατρίδας δεν είχε καμία σχέση με τον Λαϊκισμό, τους εθνικούς μύθους και την αντίληψη για κάποιον υποτιθέμενο προορισμό του Ελληνικού Έθνους προς το μεγαλείο». Από το 1956, ο Φίλιππος (αυτο)καταδικάστηκε σε πλήρη σιωπή, κατάσταση γειτονική του θανάτου. Ο Ίων είχε από το 1908 φοβηθεί τη μικρασιατική καταστροφή που δεν πρόλαβε να ζήσει. Ο Φίλιππος, για παρόμοιο λόγο, τάχθηκε δημόσια εναντίον της ένωσης της Κύπρου, προβλέποντας την αρνητική εξέλιξη ως αναπόφευκτη.
Αποδείχθηκε πως δεν είχε δικαίωμα να διατυπώσει σκέψεις που έθιγαν το κυρίαρχο «λαϊκό» συναίσθημα, οι μύθοι, τότε, όπως και τώρα, δεν έπρεπε να ανασκαλίζονται, κι η Ελληνική εξωτερική πολιτική είναι γεμάτη μύθους επικίνδυνους για τη χώρα. Ο Φίλιππος, που απεβίωσε σε βαθύ γήρας, έζησε σιωπηλός τη διχοτόμηση. Χρειάστηκε να μάθω τις σκέψεις του, από τις επιστολές του αρχείου της Γενναδείου και τη βιβλιογραφία, διότι ο ίδιος δεν μιλούσε για την πολιτική. Η ιστορία αυτή είναι λιγότερο γνωστή από εκείνην του Ίωνα, θαμμένη και αυτή στα αρχεία της Γενναδείου, όμως χαρακτηριστική της νεοελληνικής πραγματικότητας. Το 1956 κανείς δεν τολμούσε να εκφράσει άποψη κατά της «ένωσης» της Κύπρου χωρίς να θεωρηθεί «ραγιάς» και εχθρός του έθνους και του «μεγάλου του ιστορικού προορισμού». Όσοι (Θεοτοκάς, Πιπινέλης) είχαν έστω και ελάχιστο σκεπτικισμό είχαν καταδικαστεί σε σιωπή, διότι «ενώ άλλοι πολεμούν και θυσιάζονται» δεν ήταν η στιγμή να μιλάς για τακτική και μικρότητες. Ο Δραγούμης είχε απομείνει μόνος να επιχειρεί να εκφράσει δημόσια τις απόψεις του. Η Καθημερινή αρνήθηκε να δημοσιεύσει επιστολή του με τον τίτλο «Στο χείλος της Αβύσσου».
Εν τέλει, με υποτιμητικά και επικριτικά σχόλια τη δημοσίευσαν τα Νέα. Ο Δραγούμης, παρά τον χλευασμό, επέμεινε δημοσιεύοντας ένα φυλλάδιο για το θέμα και στέλνοντάς το σε ανθρώπους των οποίων η γνώμη έπαιζε ρόλο. Το μόνο που κατόρθωσε ήταν να τον θεωρήσουν «δείγμα εθνικής κατωτερότητας». Κανείς δεν ήθελε να εναντιωθεί στο «εθνικό συναίσθημα» που ο Δραγούμης αποκάλεσε «εθνική παράκρουση» που δεν επιτρέπει να ακουστεί η φωνή της λογικής και της μετριοπάθειας. Ο Βενιζέλος (Σοφοκλής) αναγκάσθηκε να δικαιολογήσει την άρνηση του τύπου να δημοσιεύσει τα άρθρα του Δραγούμη, λέγοντας πως ασχέτως με το αν μια άποψη ήταν σοφή ή όχι, δεν μπορεί κανείς να πηγαίνει ενάντια στο δημόσιο συναίσθημα και τις Πανελλήνιες επιθυμίες. Αυτή η καταιγιστική κατακραυγή, εναντίον του, ενός ανθρώπου που ασφαλώς αγαπούσε την Ελλάδα, υπήρξε μια από τις κύριες αιτίες που εγκατέλειψε την πολιτική.
Δεν χρειάζεται να προσθέσω πως για τον Φίλιππο Δραγούμη, όσο και για τον Ίωνα, του οποίου την πολιτική ήθελε να συνεχίσει ως αδελφός του, η αγάπη της πατρίδας δεν είχε καμία σχέση με τον Λαϊκισμό, τους εθνικούς μύθους και την αντίληψη για κάποιον υποτιθέμενο προορισμό του Ελληνικού Έθνους προς το μεγαλείο. Αυτός συνεπώς είναι και ένας πολύ σημαντικός λόγος για τον οποίο η σημερινή ακροδεξιά θα έπρεπε να αποκηρύξει τον Ίωνα και τη συνέχεια των ιδεών του μέσω του αδελφού του, ως «εθνική μειοδοσία», εκτός κι αν αποφασίσει να αλλάξει εντελώς γραμμή και απόψεις. Υπάρχουν, βέβαια, και χειρότερα, τα οποία θα σήκωναν την τρίχα κάθε σημερινού εθνικιστή ακροδεξιού. Στις καμπάνιες του, ο Φίλιππος Δραγούμης, ως ανεξάρτητος υποψήφιος στην Δυτική Μακεδονία περιλάμβανε στα ψηφοδέλτιά του υποψήφιους που μιλούσαν στα χωριά της Μακεδονίας είτε στα Βλάχικα, είτε στην ντόπια Σλαβική διάλεκτο.
Αυτό, βέβαια, σήκωσε θύελλες αντιδράσεων όταν έγινε γνωστό, από τους τότε «επαγγελματίες πατριώτες», που κατά τον Φίλιππο Δραγούμη έβλεπαν τη Μακεδονία περισσότερο ως κατακτημένη χώρα προς εκμετάλλευση παρά ως ισότιμο μέρος της χώρας και φέρονταν υποτιμητικά στους παλαιούς κατοίκους, αποκαλώντας τους «Βούλγαρους». Ας σημειωθεί πως υπάρχουν σήμερα καταδίκες δικαστηρίων για «διασπορά ψευδών ειδήσεων» κατά ανθρώπων που κυκλοφόρησαν κείμενα στα Βλάχικα, τόσο ισχυρό ταμπού έχει γίνει η χρήση μειονωτικών γλωσσών στη χώρα μας. Τα κόμματα με τα οποία προσπάθησε να συνεργαστεί κατά καιρούς ο Φίλιππος Δραγούμης διαπίστωσαν πως του έλλειπε η «κομματική συνείδηση».
Σταδιακά άλλαξαν οι εκλογικοί νόμοι ώστε να δυχεραίνουν όλο και περισσότερο τις ανεξάρτητες υποψηφιότητες, με αποτέλεσμα να αποκλεισθεί εντελώς από την πολιτική. Το λιγότερο που μπορούμε να συμπεράνουμε είναι πως, αν και υπήρξε δύσκολο να αμφισβητήσει κανείς την «φιλοπατρία» του Ίωνα και του συνεχιστή του, Φιλίππου, αυτή ακριβώς η αδυναμία αμφισβήτησης ήταν και ο λόγος του το πολιτικό σύστημα, βασισμένο στον Λαϊκισμό και την καλλιέργεια ματαιοδοξίας, ήρθε σε αμηχανία και εν τέλει τους απέβαλλε. Συνέχισε απτόητο να μην διδάσκεται μαθήματα από την ιστορία μέχρι και σήμερα, επιλέγοντας τους μύθους αντί της προσγείωσης στην πραγματικότητα. Σε αυτήν την μυθοπλασία η εθνικιστική ακροδεξιά κυριαρχεί ακόμη σε όλα τα επίπεδα της κρατούσας πολιτικής μας, εμποδίζοντάς μας από το να γίνουμε μια σύγχρονη χώρα, ξεφεύγοντας από την ξενοφοβία ώστε να ενηλικιωθούμε. Δυστυχώς όμως, όσο περνάνε τα χρόνια, οι μύθοι εγκυστώνονται όλο και βαθύτερα και ο απαιτούμενος κόπος να συνέλθουμε γίνεται μεγαλύτερος».
Είχε αντιδράσει για εκδήλωση της Χρυσής Αυγής
«Μη βεβηλώνετε τη μνήμη του Iωνα Δραγούμη». Με οργισμένο τρόπο αντέδρασε ο ανιψιός του αγωνιστή του Μακεδονικού Αγώνα, πολιτικού και διανοούμενου, Φίλιππος Δραγούμης, δημοτικός σύμβουλος Αθηναίων, όταν πληροφορήθηκε πως η Χρυσή Αυγή πραγματοποίησε τελετή για να τιμήσει τη μνήμη του, στην ιδιαίτερη πατρίδα της οικογένειας Δραγούμη, στο Βογατσικό Καστοριάς.
Με ανοικτή επιστολή του προς τις τοπικές αρχές ο Φ. Δραγούμης κάνει λόγο για εκδήλωση που αμαυρώνει το όνομα της ιστορικής οικογένειας και ζητά να υπάρξει μέριμνα ώστε να μη σπιλωθεί ξανά στο μέλλον η μνήμη του Iωνα Δραγούμη.
«Η ιδιαίτερη πατρίδα του, το Βογατσικό, και το άγαλμά του ανήκουν σε όλους τους Eλληνες και όχι στους οπαδούς του χιτλερισμού, συνεργατών των σημερινών Γερμανών ναζί, παράνομων ως γνωστόν στη χώρα τους για πολύ ουσιαστικούς λόγους που όλοι γνωρίζουμε. Ας μη συνδυαστεί το όνομά του με τους θρασύδειλους επιγόνους αυτών που έπνιξαν στο αίμα όλη την Ευρώπη», επισημαίνει.
Πήγαν στο σπίτι του Στέφανου Δραγούμη 
Η εκδήλωση έγινε με την ευκαιρία της επετείου της δολοφονίας του Iωνα Δραγούμη, στις 31 Ιουλίου του 1920.
Τα μέλη της ακροδεξιάς οργάνωσης συγκεντρώθηκαν αρχικά στην πλατεία του χωριού και απόθεσαν στεφάνι στον ανδριάντα του τιμώμενου. Στη συνέχεια διέσχισαν με πορεία σε στρατιωτικό σχηματισμό τους δρόμους του χωριού, μοίρασαν εφημερίδες και προπαγανδιστικό υλικό, ενώ φωτογραφήθηκαν στο σημείο όπου βρισκόταν το πατρικό σπίτι του Στέφανου Δραγούμη, πρωθυπουργού της Ελλάδας στις αρχές του 20ού αιώνα.
Σε ανακοίνωση που εξέδωσε, η Χρυσή Αυγή χαρακτηρίζει τον Iωνα Δραγούμη ως «μεγάλο Eλληνα εθνικιστή», κάτι που προκάλεσε την οργισμένη αντίδραση του Φίλιππου Δραγούμη, ο οποίος είναι εγγονός του αδελφού του Iωνα, Φίλιππου, που υπήρξε βουλευτής και υπουργός Β. Ελλάδος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου