(Θεόδωρου Ξ.
Γιάγκου-Καθηγητή τοῦ Τμήματος Ποιμαντικῆς καί Κοινωνικῆς Θεολογίας Α.Π.Θ.)
Yπενθύμιση παλιότερης
δημοσίευσής μας.
Οὐκ ὀλίγα λειτουργικὰ καὶ βιβλικὰ κείμενα τῶν ἀκολουθιῶν τοῦ Τριῳδίου καὶ εἰδικότερα τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς θέτουν ὑπὸ ἀμφισβήτηση τὴν ἀνθρώπινη κρίση περὶ τῆς ἐνάρετης καὶ ἁμαρτωλῆς καταστάσεως. Αὐτὸν ποὺ ἐμεῖς θεωροῦμεν ὡς ἅγιο ἢ ἁμαρτωλὸ δὲν κρίνεται ἔτσι κατ’ ἀνάγκη ἀπὸ τὸν Θεό, καθ’ ὅσον ἡ κρίση Αὐτοῦ ὑπαγορεύεται ἀπὸ τὴν ἄπειρη ἀγάπη καὶ τὴν ἀγαθότητά Του. Στὰ
μάτια τοῦ δικαιοκρίτη Θεοῦ ἀκόμη καὶ ὁ
ἐξώλης καὶ προώλης ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ὑποκρύπτει ἀρετὴ
ποὺ νὰ συγκρίνεται ἢ
καὶ νὰ ὑπερβαίνει αὐτὴν
τῶν θεωρουμένων καὶ τιμωμένων ὡς ἁγίων. Τοῦτο ἐξάλλου ὑπογραμμίσθηκε καὶ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό:
«οἱ τελῶναι καὶ αἱ πόρναι προάγουσιν ἡμᾶς εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Εὐαγγέλιο ὄρθρου Μ. Δευτέρας,
Ματθ. 21, 31). Ἡ κατά κριση τοῦ ἄλλου, ἡ ὁποία συνήθως λειτουργεῖ καὶ ὡς αὐτοκατάφαση ἢ αὐτοδικαίωση («οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοὶ ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης», Εὐαγγέλιο Κυριακῆς τοῦ τελώνου καὶ Φαρισαίου, Λουκ. 18, 11), δὲν ἀφήνει περιθώρια γιὰ ἀληθινὴ ἐπικοινωνία.
Στὴν πραγματικότητα μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς συνανθρώπους μας,
γιατὶ ἀναιρεῖ τὴν ἀγάπη. Ὁ Χριστὸς «ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν» (Εὐαγγέλιο Κυριακῆς τοῦ Πάσχα, Ἰω. 1, 14) ἀπὸ ἀγάπη γιὰ νὰ σώσει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, προφανῶς κατ’ ἐξοχὴ «τὸν πολλὰ ἁμαρτάνοντα», τὸν ὁποῖο σπλαχνίζεται, καὶ τρέχοντας «ἐπιπίπτει ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ καταφιλεῖ αὐτὸν» (Εὐαγγέλιον Κυριακῆς τοῦ ἀσώτου, Λουκ. 15, 20). Ἡ Ἐκκλησία κατὰ τὴν περίοδο τοῦ Τριῳδίου προβάλλει πρότυπα μετανοίας: τὸν τελώνη, τὸν ἄσωτο, τὴν πόρνη ὁσία Μαρία Αἰγυπτία, καὶ ὅλους ὅσους ἀναφέρει ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης στὸν Μ. Κανόνα, ὁ ὁποῖος ὡς γνωστὸν ψάλλεται δὶς κατὰ τὴ συγκεκριμένη περίοδο
(στὶς τέσσερις πρῶτες ἡμέρες, Δευτέρα-Πέμπτη, τῆς α΄ ἑβδομάδος, καὶ τὴν Πέμπτη τῆς ε΄ ἑβδομάδος), κ.ἄ. Ἡ Μ. Τεσσαρακοστὴ εἶναι μία δημιουργικὴ περίοδος, ἡ ὁποία ἀντικρούει τὴ συμβατικότητα καὶ χαλαρότητα τοῦ τρόπου ζωῆς ἰδίως τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου.
Εἶναι ἡ «Ἄνοιξη» τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Αὐτὴν τὴν περίοδο ἀναθάλλουν οἱ καρδιὲς τῶν πιστῶν, καθ’ ὅσον ἡ ἄσκηση τὶς προετοιμάζει γιὰ τὴν ἐνοίκηση τοῦ Πνεύματος, τὸ ὁποῖο δοξολογικῶς «κράζει» ἐντὸς αὐτῶν «ἀββᾶ ὁ Πατὴρ» (Γαλ. 4, 6), καὶ ἀνθοῦν «ὡς φοῖνιξ» (Ψαλμ. 91, 13) οἱ δίκαιοι. Μὲ ἕνα τρόπο ὑπερβολῆς μπορεῖ νὰ ὑποστηριχθεῖ ὅτι ἂν κάποιος δὲν βάλει ἀρχὴ με τανοίας κατὰ τὴ διανυομένη Μ.
Τεσσαρακοστή, μὲ τὰ ἔντονα λειτουργικὰ βιώματα, τὴ νηστεία καὶ τὴν ἐν γένει περισυλλογή, θὰ πρέπει νὰ ἀναμένει τὴ Μ. Τεσσαρακοστὴ τοῦ ἑπόμενου ἔτους γιὰ νὰ ἐπιτύχει ἕνα τέτοιο σκοπό. Ἡ μετάνοια εἶναι ἕνα ἄνοιγμα πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸ συνάνθρωπό μας. Εἶναι μία κίνηση γιὰ νὰ σμικρύνουμε τὴν ἀπόσταση ποὺ μᾶς χωρίζει ἀπὸ αὐτούς. Οὔτε ἡ αὐτάρκεια τῆς ἀνθρώπινης ἀρετῆς (ὅπως αὐτὴ τοῦ Φαρισαίου) οὔτε ἡ ὀρθοδοξομανία (ὅπως αὐτὴ κάποιων σχισματικῶν) βοηθοῦν πρὸς τὴν κατεύ- θυνση τῆς φανέρωσης τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ. Ἡ Ἐκκλησία ἐξέφρασε διαφορετικὸ λόγο, ὁ ὁποῖος διατυπώθηκε ποικιλοτρόπως στὰ πατερικὰ κείμενα. Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ εἶναι καὶ ἡ παρακάτω ἀφήγηση περὶ τοῦ Σεργίου τοῦ Ἀλε ξανδρινοῦ, τὴν ὁποία παραθέτουμε αὐτούσια σὲ μετάφραση πρὸς διευκόλυνση τοῦ ἀναγνώστη. Ὁ Σέργιος ἦταν ἕνας πολὺ ἁμαρτωλὸς κατ’ ἄνθρωπο, δίκαιος ὅμως κατὰ τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ, καθ’ ὅσον δύο μόνο πράξεις του εὐαρέστησαν τὸν Θεὸ τόσον ὅσον ἡ μακρόχρονη αὐστηρὴ ἄσκηση καὶ πλήρης ἀπομόνωση ἑνὸς ἁγίου μοναχοῦ στὴν ἔρημο τῆς Αἰγύπτου. Ἡ παρακάτω ἀφήγηση, ὅπως καὶ ἄλλες παρόμοιες ἀναιροῦν τὰ ἀνθρώπινα ἀντικειμενικὰ κριτήρια ἀξιολόγησης τῶν ἐνεργειῶν καὶ τῶν πνευματικῶν καταστάσεων. Ἡ κατάκριση τῶν ἀδίκων (πράξεων καὶ προσώπων) μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς. Ἂς θυμηθοῦμε τὴν εὐχὴ τοῦ ὁσίου Ἐφραὶμ («Κύριε καὶ δέσποτα τῆς ζωῆς μου…»). Ἀλήθεια πόσοι θὰ βρεθοῦμε πρὸ ἐκπλήξεως ἐνώπιον τοῦ κριτηρίου τοῦ Θεοῦ, ὅταν θὰ βλέπουμε τελῶνες καὶ πόρνες πού μετανόησαν νὰ μᾶς
προάγουν στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ!
Τὸ κείμενο
δημοσιεύεται καὶ ὡς ἕνα «ἑρμηνευτικὸ σχόλιο» στὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ τῆς
κρίσεως ποὺ διαβάζεται τὴν Κυριακὴ τῆς Ἀπόκρεω στὴ θ. Λειτουργία.
Διήγησις περί τοῦ
Σεργίου
Κάποιος μοναχὸς ποὺ τὸν
λέγανε Ἀββακοὺμ μοῦ διηγοῦνταν καὶ μοῦ ἔλεγε·
Στὴν Ταμιάθη, στὴν Αἴγυπτο,
βρῆκα ἕνα βιβλίο παλιὸ καὶ ὅταν τὸ ξεφύλλισα ἔπεσα πάνω στὸ κομμάτι αὐτό. Σ’ ἕναν
μοναχό, ποὺ τ’ ὄνομά του ἦταν Ἐλπίδιος, κήρυξε πόλεμο ὁ αἴτιος κάθε κακοῦ, ὁ
διάβολος, μὲ τὸν δαίμονα τῆς ἀκηδίας, στὸ κελλί του μέσα. Πολὺ βαστοῦσε ὁ πόλεμος
καὶ ἐκεῖνος σηκώθηκε καὶ τράβηξε πιὸ μέσα στὴν ἔρημο, ποὺ τὴν λέγανε Ἕλος. Ὅταν
πλησίαζε ἐκεῖ, βλέπει ἕναν ἄνθρωπο γυμνό, γέρο πολύ, ποὺ μόλις τὸν ἀντίκρυσε τὄβαλε
στὰ πόδια, βαθιὰ μέσα στὴν ἔρημο. Ὁ μοναχὸς Ἐλπίδιος τὸν πῆρε καταπόδι γιὰ ἀρκετὸ
διάστημα καὶ τὸν ἐξόρκιζε· στάθηκε ἐκεῖνος καὶ ἄρχισε νὰ προσεύχεται.
Μετὰ τὴν προσευχὴ τοῦ
λέει· «Ποιὸς εἶσαι, ἀδελφέ, πῶς ἦρθες ἐδῶ καὶ γιατὶ κόπιασες τόσο;». Τοῦ ἀπάντησε
ἐκεῖνος καὶ τοῦ εἶπε· «Μὲ πολέμησε, σεβάσμιε Πάτερ, ἡ ἀκηδία στὸ κελί μου μέσα
καὶ σηκώθηκα καὶ τράβηξα στὴν ἔρημο. Πορευόμουν καὶ συνάμα προσευχόμουν στὸν
φιλάνθρωπο Θεὸ νὰ φύγει ἀπὸ πάνω μου ὁ δαίμονας τῆς ἀκηδίας καὶ συλ- λογιζόμουν
καὶ τοῦτο, μήπως βρῶ κανέναν δοῦλο τοῦ Θεοῦ ποὺ νὰ θέλει νὰ προσευχηθεῖ γιὰ
μένα. Καὶ νά! παράβλεψε ὁ πολυεύσπλαγχνος Θεὸς τὶς ἁμαρτίες μου καὶ μοῦ ἔστειλε
τὴν ἁγιότητά σου. Σὲ ἱκετεύω λοιπόν, Πάτερ, γιὰ τὸν Θεό, προσευχήσου γιὰ μένα τὸν
ἁμαρτωλὸ καὶ δέξου με (ἂν δὲν ἀπαξιεῖς) νὰ μείνω μαζί σου».
Ὁ Πατὴρ μὲ ἀσπάζεται
καὶ μοῦ ἀποκρίνεται· «Εἶναι ἀδύνατο, παιδί μου, νὰ σὲ δεχτῶ νὰ μείνεις μαζί
μου, οὔτε καὶ ὁ Θεὸς στὸ ἐπιτρέπει».
Τοῦ λέει ὁ ἀββᾶς Ἐλπίδιος·
«Κάνε μου τὴ χάρη, γιὰ τὸν Κύριο, σεβαστὲ Πάτερ, καὶ πές μου πῶς ἦρθες ἐδῶ,
πόσο καιρὸ ἔχεις καὶ ποιὸ χάρισμα σοῦ ἔδωσε ὁ Θεός».
Πρόθυμα ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε·
«Πῶς ἦρθα ἐδῶ καὶ γιὰ ποιὸν λόγο, εἶναι ἐπειδὴ εἶμαι ἁμαρτωλὸς καὶ ζήτησα νὰ
σωθῶ. Ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς ὁδήγησε τὴν ταπείνωσή μου καὶ ἔχω στὸν τόπο αὐτὸν κοντὰ
ἑβδομήντα χρόνια καὶ δὲν ἔχω δεῖ ἀνθρώπου πρόσωπο μέχρι τώρα. Δὲν πάει πολὺς
καιρὸς καὶ μεγαλοπιάστηκε ἡ καρδιά μου μὲ τὶς ἐνέργειες τοῦ δαίμονα ποὺ μισεῖ τὸ
καλό, ὅτι τάχα ἔφτασα σὲ μέγα μέτρο ἀρετῆς, πάνω ἀπ’ ὅλους τοὺς Πατέρες ποὺ ἀσκοῦνται
στὴν ἔρημο.
Μὲ τὴ θεία πρόνοια μοῦ
καρφώθηκε στὸν νοῦ ἄλλη μιὰ σκέψη· νὰ τὸν παρακαλέσω νὰ μοῦ δείξει μὲ ποιὸν
βρίσκομαι στὴν ἴδια θέση καὶ ἂν ἄραγε ὑπάρχει κάποιος πάνω στὴ γῆ, ποὺ νὰ εἶναι
ἰσάξιός μου. Καὶ νὰ ποὺ θερμοπαρακάλεσα τὸν Θεὸ γιὰ ἑπτὰ ἡμέρες· τὴν ἕβδομη ἡμέρα
ἀκούω μιὰ ἀόρατη φωνὴ νὰ μοῦ λέει· “Μὲ τὸ Σέργιο ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια εἶσαι στὴν
ἴδια θέση”. Τἄκουσα, καταλυπήθηκα καὶ μονολόγησα· “Ἀλίμονό σου, καϋμένε Πῦρρε.
Νὰ ἔχεις τόσα χρόνια ποὺ δουλεύεις στὸν Θεό, τόσο πολύ, τόσο σκληρά, καὶ
λογαριάστηκες ὅμοια μ’ ἕναν ἀπὸ τὴν πόλη;”.
Μὲ τὴν ψωροπερηφάνειά
μου πίστευα ὅτι ἡ φωνὴ ἔρχεται ἀπὸ τὸν ἐχθρό μου καὶ ἔτσι δυσπιστοῦσα. Γιὰ ἄλλες
ἑπτὰ ἡμέρες πέφτω σὲ προσευχὴ καὶ ἀκούω τὴν ἴδια φωνὴ νὰ μοῦ λέει· “Σοῦ εἶπα ὅτι
μὲ τὸν Σέργιο ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια ἔχεις τὸν κλῆρο καὶ τὴ μερίδα σου”. Τότε
μονολόγησα· “Ἂν ἔτσι φαίνεται καλὸ στὸν ἀγαθὸ καὶ φιλάνθρωπο Θεό, δὲν θὰ πεθάνω
ἂν δὲν δῶ ποιὸς εἶναι καὶ τί τελος πάντων κάνει”.
Μονομιᾶς πῆρα δρόμο, ἔφτασα
στὴν Ἀλεξάνδρεια, καὶ βάλθηκα νὰ ψάχνω αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο. Μοῦ τὸν δείξανε ἀραγμένο
σ’ ἕνα καπηλειό, παρέα μὲ κοινὲς νὰ διασκεδάζει καὶ νὰ χαζολογάει· οἱ πόρνες
μπαινοβγαίνανε καὶ ὁ Σέργιος αὐτοπροσώπως
ἔκοβε κι ἔραβε καὶ ἔκανε κουμάντο. Μπαίνω στὸ καπηλειὸ καὶ ρωτάω νὰ μάθω ἂν αὐτὸς
εἶναι ὁ πολίτης Σέργιος. Μοῦ ἀποκρίνεται· “Ναι, ἐγὼ εἶμαι”. Τοῦ λέω· “Ἀδελφέ
μου, σήμερα θέλω νὰ μοῦ κάνεις τὸ τραπέζι, μαζὶ νὰ φᾶμε”. Μοῦ λέει· “Ὅπως ἀγαπᾶς,
ἀββᾶ μου, κάτσε λοιπόν”.
Τότε ὁ Σέργιος
προστάζει τὸν κάπελα νὰ φέρει ὅλα ὅσα συνηθίζουν νὰ τρῶνε σ’ αὐτὸ τὸ μέρος καὶ ἀναγκάστηκα
ἐξαιτίας του μετὰ τόσα χρόνια νὰ τὰ φάω γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἀπὸ μέσα μου
σκεφτόμουν κάπως ἔτσι· “Ἂν ἔτσι τὸ θέλησε ὀ Θεὸς καὶ τάχτηκε μαζί μου, δὲν
πρέπει μαζί του καὶ ἐγὼ νὰ κάτσω στὸ τραπέζι καὶ νὰ φᾶμε παρέα;”. Φάγαμε καὶ ἤπιαμε
καὶ τὸ εὐχαριστηθήκαμε. Σηκωθήκαμε τέλος καὶ βγήκαμε ἔξω μαζί. Τὸν ρωτάω· “Ἔχεις
σπίτι;”. Μοῦ λέει· “Ναί”. Τοῦ ξαναλέω· “Πᾶμε σπίτι σου, ἔχω κάτι σημαντικὸ νὰ
σοῦ πῶ”. Ἐκεῖνος ἀπὸ μέσα του σκανδαλίστηκε, ὅτι τάχα μ’ ἔβαλε ὁ διάβολος σὲ
πειρασμὸ νὰ θέλω νὰ ἁμαρτήσω. Καὶ μὲ καλοκοίταζε καὶ μὲ κατηγοροῦσε μέσα του καὶ
ἀποροῦσε πῶς ἡλικιωμένος καὶ μὲ τέτοια ἄσκηση νικήθηκα ἀπὸ τέτοιο πάθος, ὅπως ἀργότερα
μοῦ ἐξήγησε.
Πᾶμε λοιπὸν στὸ σπίτι
του, προσεύχομαι καὶ καθόμαστε καὶ οἱ δυό.
Ἀφοῦ καλοκαθήσαμε τοῦ
λέω· “Γιὰ τὸν Θεό, ἀδελφέ μου, πές μου τὴ ζωή σου καὶ τι καλὸ τελοσπάντων ἔχεις
κάνει”. Ἀπόρησε, ἔμεινε ἔκπληκτος μὲ τὰ λόγια αὐτὰ καὶ μοῦ ἀποκρίνεται· “Ἄνθρωπε
τοῦ Θεοῦ, μὲ βρῆκες σὲ καπηλειὸ παρέα μὲ πόρνες νὰ τρωγωπίνω καὶ νὰ καυχιέμαι –ἐγὼ
βλέπεις κάνω κουμάντο καὶ χωρὶς τὴν ἄδειά μου κανεὶς δὲν τὶς ἀγγίζει, πρῶτα σὲ
μένα τὸ λέει καὶ ὅποια θέλει τοῦ τὴν δίνω– καὶ ἀκόμα, λές, θέλεις νὰ μάθεις γιὰ
τὴ ζωή μου. Μὲ τὰ ἴδια σου τὰ μάτια τὰ εἶδες. Τί ἄλλο ζητᾶς να μάθεις ἀπὸ
μένα;”.
Τὸν θερμοπαρακαλοῦσα
καὶ τὸν ἐξόρκιζα νὰ μὴ μοῦ κρύψει ἂν ἔκανε κάποιο καλὸ καὶ τοῦ εἶπα ἀκόμα καὶ
γιὰ τὴ φωνὴ ποὺ ἄκουσα ἀπὸ τὸν οὐρανό. Ἔνιωσε θαυμασμὸ γιὰ τὴ φιλανθρωπία τοῦ
Θεοῦ, ἀναστέναξε μέσα ἀπὸ τὰ φυλλοκάρδια του καὶ μοῦ εἶπε·
“Ἂν ἔτσι ἔχουν τὰ
πράγματα, σεβάσμιε Πάτερ, θυμᾶμαι μιὰ φορά, μπαίνω ὅπως τὸ συνηθίζω σ’ ἕνα
καπηλειὸ καὶ βλέπω μιὰ γυναίκα ὄμορφη, καθισμένη σὲ ἀργαλειὸ νὰ δουλεύει μὲ
παραγγελίες. Τὴν λαχτάρησα καὶ λέω στὴν ταβερνιάρισσα· ‘Ἀπὸ ποῦ ξεφύτρωσε αὐτή;’.
Μοῦ λέει ἐκείνη· ‘Ἀπὸ δῶ εἶναι’. Ξαναλέω· ‘Πήγαινε καὶ πές της ὅτι θέλω νὰ
κοιμηθῶ μαζί της’. Μοῦ λέει πάλι· ‘Δὲν μοῦ πάει νὰ τῆς πῶ κάτι τέτοιο. Ἂν καὶ
τώρα ἔχει ξεπέσει, πάλι, ὅπως καὶ νὰ τὸ κάνουμε, ἀρχόντισσα εἶναι’. Μ’ ἔφαγε ἡ
περιέργεια νὰ μάθω πῶς κατάντησε ἔτσι καὶ μοῦ ἐξήγησε ἐκείνη· ‘Ὁ ἄντρας της
χρωστοῦσε στὸν ἄρχοντα αὐτῆς τῆς πόλης, τῆς Ἀλεξάνδρειας δηλαδή, ἑκατὸ
νομίσματα καὶ ἐπειδὴ δὲν εἶχε νὰ τὰ δώσει, τὸν ἔπιασε ὁ ἄρχοντας καὶ τὸν ἔριξε
στὴ φυλακὴ καὶ πῆρε καὶ τὰ δυό της παιδιὰ καὶ τὰ ἔκανε δούλους. Ἔτσι κι αὐτὴ
τριγυρνάει σ’ αὐτὰ τὰ χάλια, δουλεύει μέρα νύχτα μήπως καὶ μπορέσει νὰ τοὺς
λευτερώσει’. Τέτοια πράγματα ἄκουσα ἀπὸ τὴν ταβερνιάρισσα καὶ τῆς λέω· ‘Πήγαινε
καὶ πές της νὰ ’ρθει μαζί μου κι ἐγὼ θὰ τῆς δώσω τὰ ἑκατὸ νομίσματα’.
Μοῦ ξαναλέει· ‘Δὲν
μπορῶ νὰ τῆς πῶ κάτι τέτοιο. Ξέρω ὅτι εἶναι σεμνὴ καὶ ποτὲ δὲν θὰ δεχτεῖ’. Γιὰ
μιὰ ἀκόμα φορὰ τῆς λέω· ‘Πήγαινε καὶ μίλησέ της, ἴσως πειστεῖ. Ἂν πάλι ὄχι, δὲν
θὰ χάσεις τίποτε’. Συμφώνησε μὲ τὰ πολλὰ καὶ πάει καὶ τῆς μιλάει. Παρόλο ποὺ ἀναστέναξε
καὶ δάκρυσε, συμφώνησε τελικὰ λέγοντας στὴν ταβερνιάρισσα· ‘Πιστεύω ὅτι ὁ Θεὸς
ποὺ εἶναι φιλάνθρωπος, θὰ μοῦ συγχωρέσει τὸ ἁμάρτημα, ποὺ δίχως νὰ τὸ θέλω
πρόκειται νὰ κάνω, ξέροντας ὅτι μέχρι τώρα δὲν ἔχω γνωρίσει ἄλλον ἄντρα. Μὰ
τώρα, καιρὸ πολύ, ἀγωνίζομαι καὶ πολεμάω μέρα καὶ νύχτα νὰ λευτερώσω τὶς τρεῖς
ψυχὲς καὶ δὲν τὰ καταφέρνω. Κουράσθηκα πιὰ καὶ δὲν ξέρω τί νὰ κάνω. Θὰ μοῦ ἦταν
καλύτερο ἀναγκαστικὰ νὰ παραδοθῶ στὴν ἁμαρτία γιὰ χάρη τους’. Ἔρχεται λοιπὸν ἡ
γυναίκα τῆς ταβέρνας καὶ μοῦ λέει ὅτι συμφώνησε, ἐγὼ πάω καὶ φέρνω τὰ ἑκατὸ
νομίσματα. Τὰ μετράω ἕνα ἕνα καὶ τῆς τὰ βάζω στὸ χέρι. Σηκώθηκε μὲ πολλὰ δάκρυα
καὶ στεναγμούς, ἀλλὰ μπῆκε στὸ δωμάτιό μου λέγοντας· ‘Κύριε, σὺ ξέρεις τὸν πόνο
μου, συχώρα με’. Τὴν ἄκουσα καὶ μοῦ μπήχτηκαν στὴν καρδιὰ τὰ λόγια της. Λέω
λοιπὸν ἀπὸ μέσα μου· ‘Ἂν ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα, γιατὶ νὰ μὴν πάω μὲ ὅποια θέλω
ἀπ’ αὐτὲς ποὺ ἔχω στὴ δούλεψή μου, νὰ κάνω καὶ τὸ κέφι μου; Ἔτσι κι ἀλλιῶς δὲν ὑπάρχει
διαφορὰ σὲ τέτοια ἄνομη καὶ βρώμικη πράξη’. Ἔτσι σκέφτηκα καὶ τὴν ἄφησα νὰ
φύγει μὲ τὰ ἑκατὸ νομίσματα. Ἐκείνη πῆγε καὶ τὰ ἔδωσε στὸν ἄρχοντα καὶ ἐλευθέρωσε
ἀπὸ τὰ παράνομα χέρια του τὸν ἄντρα της καὶ τὰ παιδιά της”. Ἀκούγοντας τέτοια
πράγματα ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Σεργίου ἀναφώνησα· “Δόξα σοι ὁ μόνος φιλάνθρωπος
Θεός. Στ’ ἀλήθεια, ἀδελφέ μου, δίκαια ἐξομοιώθηκα μαζί σου”. Ἀναστενάζει καὶ μοῦ
λέει· “Ἂν πραγματικὰ αὐτὸ ἄρεσε τόσο, ὅπως λές, στὸν ἀγαθὸ καὶ φιλάνθρωπο Θεὸ
καὶ ἐκ Θεοῦ ἦρθες σὲ μένα τὸν πράγματι ἁμαρτωλό, σεβαστὲ Πάτερ, καὶ κάτι ἄλλο, ἀκόμα
καλύτερο θυμᾶμαι. Ἦταν κάποτε ἕνας ἄρχοντας, βίαιος, ἁμαρτωλὸς καὶ ξένος μὲ τὴν
Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἦρθε ἐδῶ στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ καθημερινὰ ἔπαιρνε δυὸ-τρεῖς
ἀπὸ τὶς γυναῖκες μου. Μιὰ μέρα ἔγινε νὰ περάσει ἔξω ἀπὸ ἕνα γυναικεῖο
μοναστήρι, ἀπ’ αὐτὰ ποὺ εἶναι ἐδῶ, καὶ εἶδε μερικὲς ὄμορφες μοναχὲς νὰ κοιτᾶνε
πρὸς τὰ ἔξω καὶ φούντωσε ἡ λαχτάρα μέσα του. Ἔβαλε στρατιῶτες νὰ κυκλώσουν τὸ
μοναστήρι καὶ μὲ κάθε ἀσφάλεια νὰ φυλάγουν τὶς πόρτες, μήπως ξεφύγει καμιά
τους. Μπαίνει μέσα, τὶς μαζεύει ὅλες, τὶς μετράει καὶ τὶς βρίσκει ἑβδομήντα. Μοῦ
τὶς παραδίνει καὶ μοῦ παραγγέλλει· ‘Δικές σου, κάντες ὅ,τι θέλεις. Κάθε μέρα, ὅσες
καί νὰ σοῦ ζητάω, νὰ μοῦ στέλνεις ὥσπου νὰ συμπληρωθοῦν ἑβδομήντα’.
Ἔτσι μοῦ
παρήγγειλε ἐκεῖνος ὁ παράνομος ἄρχοντας καὶ ἔφυγε. Βαριαναστέναξα καὶ μονολόγησα· ‘Ἀλίμονό
μου, ὁ ἁμαρτωλός. Πόσο καιρὸ ἔμειναν παρθένες γιὰ χάρη τοῦ Θεοῦ, λυώσανε τὰ
σώματά τους μὲ τὴ νηστεία, τὴν ἀγρύπνια καὶ μὲ κάθε εἶδος ἀσκήσεως, προκειμένου
νὰ τὰ παρουσιάσουν ἄσπιλα στὸν ἐπουράνιο καὶ ἀθάνατο νυμφίο, τὸν Χριστό, τὸν
Θεό μας. Τώρα, μὲ τὴ μεσολάβησή μου πρόκειται νὰ χάσουν τόσο κόπο, τέτοιο ἀγώνα,
βρωμισμένες ἀπ’ αὐτὸν τὸν αἱμοβόρο καὶ ἀσεβῆ ἄρχοντα; Μὴ γένοιτο νὰ κάνω ἐγὼ
ποτὲ κάτι τέτοιο στὶς ἄσπιλες ἀμνάδες καὶ περιστέρες τοῦ Χριστοῦ’. Ἔστιβα τὸ
μυαλό μου καὶ δὲν ἔβρισκα μὲ ποιὸ τρόπο νὰ τὶς γλιτώσω ἀπὸ τὸ βρωμερὸ ἀγκάλιασμα
τοῦ ἄνομου ἄρχοντα, ἔφτασα σὲ ἀδιέξοδο καὶ θερμοπαρακαλοῦσα τὸν Θεὸ νὰ μοῦ
στείλει μιὰ ἰδέα κι ἕναν τρόπο, ὥστε νὰ μπορέσω νὰ τὶς λυτρώσω ἀπὸ τέτοιο
μίασμα. Ὁ Κύριος ποὺ τοὺς πάντες ἐλεεῖ, μὲ λυπήθηκε καὶ μένα τὸν ἁμαρτωλὸ καὶ
μοῦ ἔδωσε μιὰ καλὴ ἰδέα. Σηκώνομαι καὶ πηγαίνω στὶς πόρνες τῆς πόλης ποὺ εἶχα
στὴ δούλεψή μου, τὶς μοιράζω ὅλο μου τὸ ταπεινὸ βιὸς καὶ τὶς πείθω νὰ δεχτοῦν τὴν
κουρὰ καὶ νὰ φορέσουν μοναχικὸ σχῆμα. Τὶς μπάζω στὸ μοναστήρι, τὶς ἀφήνω ἐκεῖ
καὶ παίρνω τὶς μοναχὲς καὶ τὶς κρύβω ἀλλοῦ. Κάθε μέρα ἐφοδίαζα τὸν τρισάθλιο ἐκεῖνον
ἄρχοντα μὲ τὶς κουρεμένες πόρνες, ὥσπου συμπληρώθηκαν οἱ ἑβδομήντα. Μόλις συμπληρώθηκε
ὁ ἀριθμὸς τῶν πορνῶν, πάραυτα ἔφυγε ἀπὸ τὴν πόλη ὁ κακοδαίμονας ἄρχοντας.
Παίρνω τότε τὶς
παρθένες μοναχὲς καὶ τὶς πάω στὸ μοναστήρι, ὀφείλοντας νὰ ἀφήσω ἐλεύθερες τὶς
πόρνες. Ὅπως ἐκεῖνες μόλις εἶδαν τὶς δοῦλες καὶ νύφες τοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ μας,
δὲν θέλησαν νὰ βγοῦν ἀπὸ ἐκεῖ δηλώνοντας· ‘Μιὰ καὶ μᾶς ἔκανε ἄξιες ὁ Θεός, ἔστω
καὶ στὰ ψέμματα, νὰ φορέσουμε αὐτὸ τὸ ἅγιο σχῆμα, μὴ γένοιτο νὰ ξαναγυρίσουμε
πιὰ στὴ βρωμιὰ ἐκείνη καὶ τὴν ἀπώλεια τῆς ψυχῆς μας’. Παρέμειναν λοιπὸν ἐκεῖ μὲ τὸ ἅγιο σχῆμα εὐχαριστώντας μὲ
μετάνοια εἰλικρινῆ τὸν παντελεήμονα καὶ παντοδύναμο Θεό”.
Αὐτὰ μοῦ διηγήθηκε ὁ
Σέργιος καὶ πιὸ πολὺ δόξασα τὸν μοναδικὸ βοηθὸ καὶ σωτήρα Χριστὸ ὅλων αὐτῶν ποὺ
ἀληθινὰ τὸν πιστεύουν. Τοῦ λέω· “Στ’ ἀλήθεια, ἀδελφέ μου, ἂν καὶ πολὺ κοπίασα,
τώρα ξέρω ὅτι ὄχι μόνο ἴσος μου εἶσαι, ἀλλὰ καὶ πάνω ἀπὸ μένα μετρᾶς.
Γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ,
εὐλόγησέ με νὰ φύγω γιὰ τὸν τόπο μου”. Μοῦ λέει ὁ Σέργιος·
“Νὰ σ’ εὐλογήσω νὰ
φύγεις; Μὰ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ἂν –ὅπως λὲς– τάχτηκα μαζί σου, δὲν σ’ ἀφήνω,
μαζί σου θὰ ’ρθω”. Καὶ μὲ παρακαλάει νὰ τὸν περιμένω μιὰ-δυὸ μέρες καὶ μοιράζει
τὸ βιός του στοὺς φτωχοὺς καὶ μ’ ἀκολουθεῖ. Τρία χρόνια περάσαμε μαζί, τώρα τελειώθηκε
ἐν Κυρίῳ πρὶν τέσσερις μέρες. Νομίζω, παιδί μου Ἐλπίδιε, ὅτι καὶ σὺ κατ’ οἰκο
νομία Θεοῦ ἦρθες ἐδῶ· ἀφοῦ πάρει ὁ ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος Δεσπότης τὴν ψυχή
μου, νὰ μὲ θάψεις μαζί του. Πήγαινε, σὲ παρακαλῶ στὸ μεταξὺ καὶ μετὰ τρεῖς
μέρες ἔλα, ἔχω νὰ σοῦ πῶ κάτι σημαντικό». Ἔφυγα καὶ ὅταν μετὰ τρεῖς μέρες
γύρισα, ὅπως μοῦ παρήγγειλε ὁ ἅγιος ἐκεῖνος Γέροντας, τὸν βρῆκα νὰ ἔχει
τελειωθεῖ ἐν Κυρίῳ. Τὸν ἔθαψα δίπλα στον ἀββᾶ Σέργιο, καθὼς μὲ εἶχε προστάξει,
εὐχαρίστησα τὸν Θεὸ γιὰ τὰ ἐκπλη κτικὰ θαύματά του καὶ ἔφυγα δοξάζοντας τὸν
Κύριο.
You might also like:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου