Ετικέτες

Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2014

Διήγηση για τον Σέργιο τον Αλεξανδρινό. Ένα παράδειγμα αναίρεσης της «συμβατικής» αγιότητας.

(Θεόδωρου Ξ. Γιάγκου-Καθηγητή το Τμήματος Ποιμαντικς καί Κοινωνικς Θεολογίας Α.Π.Θ.)
Yπενθύμιση παλιότερης δημοσίευσής μας.
Οκ λίγα λειτουργικ κα βιβλικ κείμενα τν κολουθιν το Τριδίου κα εδικότερα τς Μ. Τεσσαρακοστς θέτουν π μφισβήτηση τν νθρώπινη κρίση περ τς νάρετης κα μαρτωλς καταστάσεως. Ατν πο μες θεωρομεν ς γιο μαρτωλ δν κρίνεται τσι κατ’ νάγκη π τν Θεό, καθ’ σον κρίση Ατο παγορεύεται π τν πειρη γάπη κα τν γαθότητά Του. Στ μάτια το δικαιοκρίτη Θεο κόμη κα ξώλης κα προώλης νθρωπος μπορε ν ποκρύπτει ρετ πο ν συγκρίνεται κα ν περβαίνει ατν τν θεωρουμένων κα τιμωμένων ς γίων. Τοτο ξάλλου πογραμμίσθηκε κα π τν διο τν Χριστό:

«ο τελναι κα α πόρναι προάγουσιν μς ες τν βασιλείαν το Θεο» (Εαγγέλιο ρθρου Μ. Δευτέρας, Ματθ. 21, 31). κατά κριση το λλου, ποία συνήθως λειτουργε κα ς ατοκατάφαση ατοδικαίωση («οκ εμ σπερ ο λοιπο τν νθρώπων, ρπαγες, δικοι, μοιχο κα ς οτος τελώνης», Εαγγέλιο Κυριακς το τελώνου κα Φαρισαίου, Λουκ. 18, 11), δν φήνει περιθώρια γι ληθιν πικοινωνία.
Στν πραγματικότητα μς πομακρύνει π τν Θε κα τος συνανθρώπους μας, γιατ ναιρε τν γάπη. Χριστς «σκήνωσεν ν μν» (Εαγγέλιο Κυριακς το Πάσχα, ω. 1, 14) π γάπη γι ν σώσει λους τος νθρώπους, προφανς κατ’ ξοχ «τν πολλ μαρτάνοντα», τν ποο σπλαχνίζεται, κα τρέχοντας «πιπίπτει π τν τράχηλον ατο κα καταφιλε ατν» (Εαγγέλιον Κυριακς το σώτου, Λουκ. 15, 20). κκλησία κατ τν περίοδο το Τριδίου προβάλλει πρότυπα μετανοίας: τν τελώνη, τν σωτο, τν πόρνη σία Μαρία Αγυπτία, κα λους σους ναφέρει γιος νδρέας Κρήτης στν Μ. Κανόνα, ποος ς γνωστν ψάλλεται δς κατ τ συγκεκριμένη περίοδο (στς τέσσερις πρτες μέρες, Δευτέρα-Πέμπτη, τς α΄ βδομάδος, κα τν Πέμπτη τς ε΄ βδομάδος), κ.. Μ. Τεσσαρακοστ εναι μία δημιουργικ περίοδος, ποία ντικρούει τ συμβατικότητα κα χαλαρότητα το τρόπου ζως δίως το συγχρόνου νθρώπου.
Εναι ἡ «νοιξη» τς πνευματικς ζως. Ατν τν περίοδο ναθάλλουν ο καρδις τν πιστν, καθ’ σον σκηση τς προετοιμάζει γι τν νοίκηση το Πνεύματος, τ ποο δοξολογικς «κράζει» ντς ατν «ββ Πατρ» (Γαλ. 4, 6), κα νθον «ς φονιξ» (Ψαλμ. 91, 13) ο δίκαιοι. Μ να τρόπο περβολς μπορε ν ποστηριχθε τι ν κάποιος δν βάλει ρχ με τανοίας κατ τ διανυομένη Μ. Τεσσαρακοστή, μ τ ντονα λειτουργικ βιώματα, τ νηστεία κα τν ν γένει περισυλλογή, θ πρέπει ν ναμένει τ Μ. Τεσσαρακοστ το πόμενου τους γι ν πιτύχει να τέτοιο σκοπό. μετάνοια εναι να νοιγμα πρς τν Θε κα τ συνάνθρωπό μας. Εναι μία κίνηση γι ν σμικρύνουμε τν πόσταση πο μς χωρίζει π ατούς. Οτε ατάρκεια τς νθρώπινης ρετς (πως ατ το Φαρισαίου) οτε ρθοδοξομανία (πως ατ κάποιων σχισματικν) βοηθον πρς τν κατεύ- θυνση τς φανέρωσης τς δόξας το Θεο. κκλησία ξέφρασε διαφορετικ λόγο, ποος διατυπώθηκε ποικιλοτρόπως στ πατερικ κείμενα. να π ατ εναι κα παρακάτω φήγηση περ το Σεργίου το λε ξανδρινο, τν ποία παραθέτουμε ατούσια σ μετάφραση πρς διευκόλυνση το ναγνώστη. Σέργιος ταν νας πολ μαρτωλς κατ’ νθρωπο, δίκαιος μως κατ τν κρίση το Θεο, καθ’ σον δύο μόνο πράξεις του εαρέστησαν τν Θε τόσον σον μακρόχρονη αστηρ σκηση κα πλήρης πομόνωση νς γίου μοναχο στν ρημο τς Αγύπτου. παρακάτω φήγηση, πως κα λλες παρόμοιες ναιρον τ νθρώπινα ντικειμενικ κριτήρια ξιολόγησης τν νεργειν κα τν πνευματικν καταστάσεων. κατάκριση τν δίκων (πράξεων κα προσώπων) μς πομακρύνει π τ πνεμα τς Μ. Τεσσαρακοστς. ς θυμηθομε τν εχ το σίου φραμ («Κύριε κα δέσποτα τς ζως μου…»). λήθεια πόσοι θ βρεθομε πρ κπλήξεως νώπιον το κριτηρίου το Θεο, ταν θ βλέπουμε τελνες καὶ πόρνες πού μετανόησαν νὰ μᾶς προάγουν στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ!
Τὸ κείμενο δημοσιεύεται καὶ ὡς ἕνα «ἑρμηνευτικὸ σχόλιο» στὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ τῆς κρίσεως ποὺ διαβάζεται τὴν Κυριακὴ τῆς Ἀπόκρεω στὴ θ. Λειτουργία.




Διήγησις περί τοῦ Σεργίου
Κάποιος μοναχὸς ποὺ τὸν λέγανε Ἀββακοὺμ μοῦ διηγοῦνταν καὶ μοῦ ἔλεγε·
Στὴν Ταμιάθη, στὴν Αἴγυπτο, βρῆκα ἕνα βιβλίο παλιὸ καὶ ὅταν τὸ ξεφύλλισα ἔπεσα πάνω στὸ κομμάτι αὐτό. Σ’ ἕναν μοναχό, ποὺ τ’ ὄνομά του ἦταν Ἐλπίδιος, κήρυξε πόλεμο ὁ αἴτιος κάθε κακοῦ, ὁ διάβολος, μὲ τὸν δαίμονα τῆς ἀκηδίας, στὸ κελλί του μέσα. Πολὺ βαστοῦσε ὁ πόλεμος καὶ ἐκεῖνος σηκώθηκε καὶ τράβηξε πιὸ μέσα στὴν ἔρημο, ποὺ τὴν λέγανε Ἕλος. Ὅταν πλησίαζε ἐκεῖ, βλέπει ἕναν ἄνθρωπο γυμνό, γέρο πολύ, ποὺ μόλις τὸν ἀντίκρυσε τὄβαλε στὰ πόδια, βαθιὰ μέσα στὴν ἔρημο. Ὁ μοναχὸς Ἐλπίδιος τὸν πῆρε καταπόδι γιὰ ἀρκετὸ διάστημα καὶ τὸν ἐξόρκιζε· στάθηκε ἐκεῖνος καὶ ἄρχισε νὰ προσεύχεται.
Μετὰ τὴν προσευχὴ τοῦ λέει· «Ποιὸς εἶσαι, ἀδελφέ, πῶς ἦρθες ἐδῶ καὶ γιατὶ κόπιασες τόσο;». Τοῦ ἀπάντησε ἐκεῖνος καὶ τοῦ εἶπε· «Μὲ πολέμησε, σεβάσμιε Πάτερ, ἡ ἀκηδία στὸ κελί μου μέσα καὶ σηκώθηκα καὶ τράβηξα στὴν ἔρημο. Πορευόμουν καὶ συνάμα προσευχόμουν στὸν φιλάνθρωπο Θεὸ νὰ φύγει ἀπὸ πάνω μου ὁ δαίμονας τῆς ἀκηδίας καὶ συλ- λογιζόμουν καὶ τοῦτο, μήπως βρῶ κανέναν δοῦλο τοῦ Θεοῦ ποὺ νὰ θέλει νὰ προσευχηθεῖ γιὰ μένα. Καὶ νά! παράβλεψε ὁ πολυεύσπλαγχνος Θεὸς τὶς ἁμαρτίες μου καὶ μοῦ ἔστειλε τὴν ἁγιότητά σου. Σὲ ἱκετεύω λοιπόν, Πάτερ, γιὰ τὸν Θεό, προσευχήσου γιὰ μένα τὸν ἁμαρτωλὸ καὶ δέξου με (ἂν δὲν ἀπαξιεῖς) νὰ μείνω μαζί σου».
Ὁ Πατὴρ μὲ ἀσπάζεται καὶ μοῦ ἀποκρίνεται· «Εἶναι ἀδύνατο, παιδί μου, νὰ σὲ δεχτῶ νὰ μείνεις μαζί μου, οὔτε καὶ ὁ Θεὸς στὸ ἐπιτρέπει».
Τοῦ λέει ὁ ἀββᾶς Ἐλπίδιος· «Κάνε μου τὴ χάρη, γιὰ τὸν Κύριο, σεβαστὲ Πάτερ, καὶ πές μου πῶς ἦρθες ἐδῶ, πόσο καιρὸ ἔχεις καὶ ποιὸ χάρισμα σοῦ ἔδωσε ὁ Θεός».
Πρόθυμα ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε· «Πῶς ἦρθα ἐδῶ καὶ γιὰ ποιὸν λόγο, εἶναι ἐπειδὴ εἶμαι ἁμαρτωλὸς καὶ ζήτησα νὰ σωθῶ. Ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς ὁδήγησε τὴν ταπείνωσή μου καὶ ἔχω στὸν τόπο αὐτὸν κοντὰ ἑβδομήντα χρόνια καὶ δὲν ἔχω δεῖ ἀνθρώπου πρόσωπο μέχρι τώρα. Δὲν πάει πολὺς καιρὸς καὶ μεγαλοπιάστηκε ἡ καρδιά μου μὲ τὶς ἐνέργειες τοῦ δαίμονα ποὺ μισεῖ τὸ καλό, ὅτι τάχα ἔφτασα σὲ μέγα μέτρο ἀρετῆς, πάνω ἀπ’ ὅλους τοὺς Πατέρες ποὺ ἀσκοῦνται στὴν ἔρημο.
Μὲ τὴ θεία πρόνοια μοῦ καρφώθηκε στὸν νοῦ ἄλλη μιὰ σκέψη· νὰ τὸν παρακαλέσω νὰ μοῦ δείξει μὲ ποιὸν βρίσκομαι στὴν ἴδια θέση καὶ ἂν ἄραγε ὑπάρχει κάποιος πάνω στὴ γῆ, ποὺ νὰ εἶναι ἰσάξιός μου. Καὶ νὰ ποὺ θερμοπαρακάλεσα τὸν Θεὸ γιὰ ἑπτὰ ἡμέρες· τὴν ἕβδομη ἡμέρα ἀκούω μιὰ ἀόρατη φωνὴ νὰ μοῦ λέει· “Μὲ τὸ Σέργιο ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια εἶσαι στὴν ἴδια θέση”. Τἄκουσα, καταλυπήθηκα καὶ μονολόγησα· “Ἀλίμονό σου, καϋμένε Πῦρρε. Νὰ ἔχεις τόσα χρόνια ποὺ δουλεύεις στὸν Θεό, τόσο πολύ, τόσο σκληρά, καὶ λογαριάστηκες ὅμοια μ’ ἕναν ἀπὸ τὴν πόλη;”.
Μὲ τὴν ψωροπερηφάνειά μου πίστευα ὅτι ἡ φωνὴ ἔρχεται ἀπὸ τὸν ἐχθρό μου καὶ ἔτσι δυσπιστοῦσα. Γιὰ ἄλλες ἑπτὰ ἡμέρες πέφτω σὲ προσευχὴ καὶ ἀκούω τὴν ἴδια φωνὴ νὰ μοῦ λέει· “Σοῦ εἶπα ὅτι μὲ τὸν Σέργιο ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια ἔχεις τὸν κλῆρο καὶ τὴ μερίδα σου”. Τότε μονολόγησα· “Ἂν ἔτσι φαίνεται καλὸ στὸν ἀγαθὸ καὶ φιλάνθρωπο Θεό, δὲν θὰ πεθάνω ἂν δὲν δῶ ποιὸς εἶναι καὶ τί τελος πάντων κάνει”.
Μονομιᾶς πῆρα δρόμο, ἔφτασα στὴν Ἀλεξάνδρεια, καὶ βάλθηκα νὰ ψάχνω αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο. Μοῦ τὸν δείξανε ἀραγμένο σ’ ἕνα καπηλειό, παρέα μὲ κοινὲς νὰ διασκεδάζει καὶ νὰ χαζολογάει· οἱ πόρνες μπαινοβγαίνανε καὶ ὁ  Σέργιος αὐτοπροσώπως ἔκοβε κι ἔραβε καὶ ἔκανε κουμάντο. Μπαίνω στὸ καπηλειὸ καὶ ρωτάω νὰ μάθω ἂν αὐτὸς εἶναι ὁ πολίτης Σέργιος. Μοῦ ἀποκρίνεται· “Ναι, ἐγὼ εἶμαι”. Τοῦ λέω· “Ἀδελφέ μου, σήμερα θέλω νὰ μοῦ κάνεις τὸ τραπέζι, μαζὶ νὰ φᾶμε”. Μοῦ λέει· “Ὅπως ἀγαπᾶς, ἀββᾶ μου, κάτσε λοιπόν”.
Τότε ὁ Σέργιος προστάζει τὸν κάπελα νὰ φέρει ὅλα ὅσα συνηθίζουν νὰ τρῶνε σ’ αὐτὸ τὸ μέρος καὶ ἀναγκάστηκα ἐξαιτίας του μετὰ τόσα χρόνια νὰ τὰ φάω γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἀπὸ μέσα μου σκεφτόμουν κάπως ἔτσι· “Ἂν ἔτσι τὸ θέλησε ὀ Θεὸς καὶ τάχτηκε μαζί μου, δὲν πρέπει μαζί του καὶ ἐγὼ νὰ κάτσω στὸ τραπέζι καὶ νὰ φᾶμε παρέα;”. Φάγαμε καὶ ἤπιαμε καὶ τὸ εὐχαριστηθήκαμε. Σηκωθήκαμε τέλος καὶ βγήκαμε ἔξω μαζί. Τὸν ρωτάω· “Ἔχεις σπίτι;”. Μοῦ λέει· “Ναί”. Τοῦ ξαναλέω· “Πᾶμε σπίτι σου, ἔχω κάτι σημαντικὸ νὰ σοῦ πῶ”. Ἐκεῖνος ἀπὸ μέσα του σκανδαλίστηκε, ὅτι τάχα μ’ ἔβαλε ὁ διάβολος σὲ πειρασμὸ νὰ θέλω νὰ ἁμαρτήσω. Καὶ μὲ καλοκοίταζε καὶ μὲ κατηγοροῦσε μέσα του καὶ ἀποροῦσε πῶς ἡλικιωμένος καὶ μὲ τέτοια ἄσκηση νικήθηκα ἀπὸ τέτοιο πάθος, ὅπως ἀργότερα μοῦ ἐξήγησε.
Πᾶμε λοιπὸν στὸ σπίτι του, προσεύχομαι καὶ καθόμαστε καὶ οἱ δυό.
Ἀφοῦ καλοκαθήσαμε τοῦ λέω· “Γιὰ τὸν Θεό, ἀδελφέ μου, πές μου τὴ ζωή σου καὶ τι καλὸ τελοσπάντων ἔχεις κάνει”. Ἀπόρησε, ἔμεινε ἔκπληκτος μὲ τὰ λόγια αὐτὰ καὶ μοῦ ἀποκρίνεται· “Ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, μὲ βρῆκες σὲ καπηλειὸ παρέα μὲ πόρνες νὰ τρωγωπίνω καὶ νὰ καυχιέμαι –ἐγὼ βλέπεις κάνω κουμάντο καὶ χωρὶς τὴν ἄδειά μου κανεὶς δὲν τὶς ἀγγίζει, πρῶτα σὲ μένα τὸ λέει καὶ ὅποια θέλει τοῦ τὴν δίνω– καὶ ἀκόμα, λές, θέλεις νὰ μάθεις γιὰ τὴ ζωή μου. Μὲ τὰ ἴδια σου τὰ μάτια τὰ εἶδες. Τί ἄλλο ζητᾶς να μάθεις ἀπὸ μένα;”.
Τὸν θερμοπαρακαλοῦσα καὶ τὸν ἐξόρκιζα νὰ μὴ μοῦ κρύψει ἂν ἔκανε κάποιο καλὸ καὶ τοῦ εἶπα ἀκόμα καὶ γιὰ τὴ φωνὴ ποὺ ἄκουσα ἀπὸ τὸν οὐρανό. Ἔνιωσε θαυμασμὸ γιὰ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, ἀναστέναξε μέσα ἀπὸ τὰ φυλλοκάρδια του καὶ μοῦ εἶπε·
“Ἂν ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα, σεβάσμιε Πάτερ, θυμᾶμαι μιὰ φορά, μπαίνω ὅπως τὸ συνηθίζω σ’ ἕνα καπηλειὸ καὶ βλέπω μιὰ γυναίκα ὄμορφη, καθισμένη σὲ ἀργαλειὸ νὰ δουλεύει μὲ παραγγελίες. Τὴν λαχτάρησα καὶ λέω στὴν ταβερνιάρισσα· ‘Ἀπὸ ποῦ ξεφύτρωσε αὐτή;’. Μοῦ λέει ἐκείνη· ‘Ἀπὸ δῶ εἶναι’. Ξαναλέω· ‘Πήγαινε καὶ πές της ὅτι θέλω νὰ κοιμηθῶ μαζί της’. Μοῦ λέει πάλι· ‘Δὲν μοῦ πάει νὰ τῆς πῶ κάτι τέτοιο. Ἂν καὶ τώρα ἔχει ξεπέσει, πάλι, ὅπως καὶ νὰ τὸ κάνουμε, ἀρχόντισσα εἶναι’. Μ’ ἔφαγε ἡ περιέργεια νὰ μάθω πῶς κατάντησε ἔτσι καὶ μοῦ ἐξήγησε ἐκείνη· ‘Ὁ ἄντρας της χρωστοῦσε στὸν ἄρχοντα αὐτῆς τῆς πόλης, τῆς Ἀλεξάνδρειας δηλαδή, ἑκατὸ νομίσματα καὶ ἐπειδὴ δὲν εἶχε νὰ τὰ δώσει, τὸν ἔπιασε ὁ ἄρχοντας καὶ τὸν ἔριξε στὴ φυλακὴ καὶ πῆρε καὶ τὰ δυό της παιδιὰ καὶ τὰ ἔκανε δούλους. Ἔτσι κι αὐτὴ τριγυρνάει σ’ αὐτὰ τὰ χάλια, δουλεύει μέρα νύχτα μήπως καὶ μπορέσει νὰ τοὺς λευτερώσει’. Τέτοια πράγματα ἄκουσα ἀπὸ τὴν ταβερνιάρισσα καὶ τῆς λέω· ‘Πήγαινε καὶ πές της νὰ ’ρθει μαζί μου κι ἐγὼ θὰ τῆς δώσω τὰ ἑκατὸ νομίσματα’.
Μοῦ ξαναλέει· ‘Δὲν μπορῶ νὰ τῆς πῶ κάτι τέτοιο. Ξέρω ὅτι εἶναι σεμνὴ καὶ ποτὲ δὲν θὰ δεχτεῖ’. Γιὰ μιὰ ἀκόμα φορὰ τῆς λέω· ‘Πήγαινε καὶ μίλησέ της, ἴσως πειστεῖ. Ἂν πάλι ὄχι, δὲν θὰ χάσεις τίποτε’. Συμφώνησε μὲ τὰ πολλὰ καὶ πάει καὶ τῆς μιλάει. Παρόλο ποὺ ἀναστέναξε καὶ δάκρυσε, συμφώνησε τελικὰ λέγοντας στὴν ταβερνιάρισσα· ‘Πιστεύω ὅτι ὁ Θεὸς ποὺ εἶναι φιλάνθρωπος, θὰ μοῦ συγχωρέσει τὸ ἁμάρτημα, ποὺ δίχως νὰ τὸ θέλω πρόκειται νὰ κάνω, ξέροντας ὅτι μέχρι τώρα δὲν ἔχω γνωρίσει ἄλλον ἄντρα. Μὰ τώρα, καιρὸ πολύ, ἀγωνίζομαι καὶ πολεμάω μέρα καὶ νύχτα νὰ λευτερώσω τὶς τρεῖς ψυχὲς καὶ δὲν τὰ καταφέρνω. Κουράσθηκα πιὰ καὶ δὲν ξέρω τί νὰ κάνω. Θὰ μοῦ ἦταν καλύτερο ἀναγκαστικὰ νὰ παραδοθῶ στὴν ἁμαρτία γιὰ χάρη τους’. Ἔρχεται λοιπὸν ἡ γυναίκα τῆς ταβέρνας καὶ μοῦ λέει ὅτι συμφώνησε, ἐγὼ πάω καὶ φέρνω τὰ ἑκατὸ νομίσματα. Τὰ μετράω ἕνα ἕνα καὶ τῆς τὰ βάζω στὸ χέρι. Σηκώθηκε μὲ πολλὰ δάκρυα καὶ στεναγμούς, ἀλλὰ μπῆκε στὸ δωμάτιό μου λέγοντας· ‘Κύριε, σὺ ξέρεις τὸν πόνο μου, συχώρα με’. Τὴν ἄκουσα καὶ μοῦ μπήχτηκαν στὴν καρδιὰ τὰ λόγια της. Λέω λοιπὸν ἀπὸ μέσα μου· ‘Ἂν ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα, γιατὶ νὰ μὴν πάω μὲ ὅποια θέλω ἀπ’ αὐτὲς ποὺ ἔχω στὴ δούλεψή μου, νὰ κάνω καὶ τὸ κέφι μου; Ἔτσι κι ἀλλιῶς δὲν ὑπάρχει διαφορὰ σὲ τέτοια ἄνομη καὶ βρώμικη πράξη’. Ἔτσι σκέφτηκα καὶ τὴν ἄφησα νὰ φύγει μὲ τὰ ἑκατὸ νομίσματα. Ἐκείνη πῆγε καὶ τὰ ἔδωσε στὸν ἄρχοντα καὶ ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὰ παράνομα χέρια του τὸν ἄντρα της καὶ τὰ παιδιά της”. Ἀκούγοντας τέτοια πράγματα ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Σεργίου ἀναφώνησα· “Δόξα σοι ὁ μόνος φιλάνθρωπος Θεός. Στ’ ἀλήθεια, ἀδελφέ μου, δίκαια ἐξομοιώθηκα μαζί σου”. Ἀναστενάζει καὶ μοῦ λέει· “Ἂν πραγματικὰ αὐτὸ ἄρεσε τόσο, ὅπως λές, στὸν ἀγαθὸ καὶ φιλάνθρωπο Θεὸ καὶ ἐκ Θεοῦ ἦρθες σὲ μένα τὸν πράγματι ἁμαρτωλό, σεβαστὲ Πάτερ, καὶ κάτι ἄλλο, ἀκόμα καλύτερο θυμᾶμαι. Ἦταν κάποτε ἕνας ἄρχοντας, βίαιος, ἁμαρτωλὸς καὶ ξένος μὲ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἦρθε ἐδῶ στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ καθημερινὰ ἔπαιρνε δυὸ-τρεῖς ἀπὸ τὶς γυναῖκες μου. Μιὰ μέρα ἔγινε νὰ περάσει ἔξω ἀπὸ ἕνα γυναικεῖο μοναστήρι, ἀπ’ αὐτὰ ποὺ εἶναι ἐδῶ, καὶ εἶδε μερικὲς ὄμορφες μοναχὲς νὰ κοιτᾶνε πρὸς τὰ ἔξω καὶ φούντωσε ἡ λαχτάρα μέσα του. Ἔβαλε στρατιῶτες νὰ κυκλώσουν τὸ μοναστήρι καὶ μὲ κάθε ἀσφάλεια νὰ φυλάγουν τὶς πόρτες, μήπως ξεφύγει καμιά τους. Μπαίνει μέσα, τὶς μαζεύει ὅλες, τὶς μετράει καὶ τὶς βρίσκει ἑβδομήντα. Μοῦ τὶς παραδίνει καὶ μοῦ παραγγέλλει· ‘Δικές σου, κάντες ὅ,τι θέλεις. Κάθε μέρα, ὅσες καί νὰ σοῦ ζητάω, νὰ μοῦ στέλνεις ὥσπου νὰ συμπληρωθοῦν ἑβδομήντα’. 

Ἔτσι μοῦ παρήγγειλε ἐκεῖνος ὁ παράνομος ἄρχοντας καὶ ἔφυγε. Βαριαναστέναξα καὶ μονολόγησα· ‘Ἀλίμονό μου, ὁ ἁμαρτωλός. Πόσο καιρὸ ἔμειναν παρθένες γιὰ χάρη τοῦ Θεοῦ, λυώσανε τὰ σώματά τους μὲ τὴ νηστεία, τὴν ἀγρύπνια καὶ μὲ κάθε εἶδος ἀσκήσεως, προκειμένου νὰ τὰ παρουσιάσουν ἄσπιλα στὸν ἐπουράνιο καὶ ἀθάνατο νυμφίο, τὸν Χριστό, τὸν Θεό μας. Τώρα, μὲ τὴ μεσολάβησή μου πρόκειται νὰ χάσουν τόσο κόπο, τέτοιο ἀγώνα, βρωμισμένες ἀπ’ αὐτὸν τὸν αἱμοβόρο καὶ ἀσεβῆ ἄρχοντα; Μὴ γένοιτο νὰ κάνω ἐγὼ ποτὲ κάτι τέτοιο στὶς ἄσπιλες ἀμνάδες καὶ περιστέρες τοῦ Χριστοῦ’. Ἔστιβα τὸ μυαλό μου καὶ δὲν ἔβρισκα μὲ ποιὸ τρόπο νὰ τὶς γλιτώσω ἀπὸ τὸ βρωμερὸ ἀγκάλιασμα τοῦ ἄνομου ἄρχοντα, ἔφτασα σὲ ἀδιέξοδο καὶ θερμοπαρακαλοῦσα τὸν Θεὸ νὰ μοῦ στείλει μιὰ ἰδέα κι ἕναν τρόπο, ὥστε νὰ μπορέσω νὰ τὶς λυτρώσω ἀπὸ τέτοιο μίασμα. Ὁ Κύριος ποὺ τοὺς πάντες ἐλεεῖ, μὲ λυπήθηκε καὶ μένα τὸν ἁμαρτωλὸ καὶ μοῦ ἔδωσε μιὰ καλὴ ἰδέα. Σηκώνομαι καὶ πηγαίνω στὶς πόρνες τῆς πόλης ποὺ εἶχα στὴ δούλεψή μου, τὶς μοιράζω ὅλο μου τὸ ταπεινὸ βιὸς καὶ τὶς πείθω νὰ δεχτοῦν τὴν κουρὰ καὶ νὰ φορέσουν μοναχικὸ σχῆμα. Τὶς μπάζω στὸ μοναστήρι, τὶς ἀφήνω ἐκεῖ καὶ παίρνω τὶς μοναχὲς καὶ τὶς κρύβω ἀλλοῦ. Κάθε μέρα ἐφοδίαζα τὸν τρισάθλιο ἐκεῖνον ἄρχοντα μὲ τὶς κουρεμένες πόρνες, ὥσπου συμπληρώθηκαν οἱ ἑβδομήντα. Μόλις συμπληρώθηκε ὁ ἀριθμὸς τῶν πορνῶν, πάραυτα ἔφυγε ἀπὸ τὴν πόλη ὁ κακοδαίμονας ἄρχοντας.
Παίρνω τότε τὶς παρθένες μοναχὲς καὶ τὶς πάω στὸ μοναστήρι, ὀφείλοντας νὰ ἀφήσω ἐλεύθερες τὶς πόρνες. Ὅπως ἐκεῖνες μόλις εἶδαν τὶς δοῦλες καὶ νύφες τοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ μας, δὲν θέλησαν νὰ βγοῦν ἀπὸ ἐκεῖ δηλώνοντας· ‘Μιὰ καὶ μᾶς ἔκανε ἄξιες ὁ Θεός, ἔστω καὶ στὰ ψέμματα, νὰ φορέσουμε αὐτὸ τὸ ἅγιο σχῆμα, μὴ γένοιτο νὰ ξαναγυρίσουμε πιὰ στὴ βρωμιὰ ἐκείνη καὶ τὴν ἀπώλεια τῆς ψυχῆς μας’. Παρέμειναν λοιπὸν  ἐκεῖ μὲ τὸ ἅγιο σχῆμα εὐχαριστώντας μὲ μετάνοια εἰλικρινῆ τὸν παντελεήμονα καὶ παντοδύναμο Θεό”.
Αὐτὰ μοῦ διηγήθηκε ὁ Σέργιος καὶ πιὸ πολὺ δόξασα τὸν μοναδικὸ βοηθὸ καὶ σωτήρα Χριστὸ ὅλων αὐτῶν ποὺ ἀληθινὰ τὸν πιστεύουν. Τοῦ λέω· “Στ’ ἀλήθεια, ἀδελφέ μου, ἂν καὶ πολὺ κοπίασα, τώρα ξέρω ὅτι ὄχι μόνο ἴσος μου εἶσαι, ἀλλὰ καὶ πάνω ἀπὸ μένα μετρᾶς.
Γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, εὐλόγησέ με νὰ φύγω γιὰ τὸν τόπο μου”. Μοῦ λέει ὁ Σέργιος·

“Νὰ σ’ εὐλογήσω νὰ φύγεις; Μὰ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ἂν –ὅπως λὲς– τάχτηκα μαζί σου, δὲν σ’ ἀφήνω, μαζί σου θὰ ’ρθω”. Καὶ μὲ παρακαλάει νὰ τὸν περιμένω μιὰ-δυὸ μέρες καὶ μοιράζει τὸ βιός του στοὺς φτωχοὺς καὶ μ’ ἀκολουθεῖ. Τρία χρόνια περάσαμε μαζί, τώρα τελειώθηκε ἐν Κυρίῳ πρὶν τέσσερις μέρες. Νομίζω, παιδί μου Ἐλπίδιε, ὅτι καὶ σὺ κατ’ οἰκο νομία Θεοῦ ἦρθες ἐδῶ· ἀφοῦ πάρει ὁ ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος Δεσπότης τὴν ψυχή μου, νὰ μὲ θάψεις μαζί του. Πήγαινε, σὲ παρακαλῶ στὸ μεταξὺ καὶ μετὰ τρεῖς μέρες ἔλα, ἔχω νὰ σοῦ πῶ κάτι σημαντικό». Ἔφυγα καὶ ὅταν μετὰ τρεῖς μέρες γύρισα, ὅπως μοῦ παρήγγειλε ὁ ἅγιος ἐκεῖνος Γέροντας, τὸν βρῆκα νὰ ἔχει τελειωθεῖ ἐν Κυρίῳ. Τὸν ἔθαψα δίπλα στον ἀββᾶ Σέργιο, καθὼς μὲ εἶχε προστάξει, εὐχαρίστησα τὸν Θεὸ γιὰ τὰ ἐκπλη κτικὰ θαύματά του καὶ ἔφυγα δοξάζοντας τὸν Κύριο.
You might also like:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου