Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
Το παραμύθι του Λούις Κάρολ «Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων», θα έλεγε κανείς, ότι ήταν γεννημένο για να αποτελέσει λογοτεχνικό θρύλο. Και μόνο το ιστορικό της πρώτης του έκδοσης, που αποσύρθηκε λόγω κάποιου λάθους στην εκτύπωση, καταδεικνύει ότι κάτι, σχεδόν μαγικό, έμελλε να το συνοδεύσει. Γιατί η απόσυρση της έκδοσης του 1865, από ολοφάνερη κακοτυχία μετατράπηκε σε επιπλέον μύθο, αφού σήμερα υπάρχουν μόνο 21 αντίτυπά της και θεωρείται ένα από τα σπανιότερα βιβλία του 21ου αιώνα. Η επανέκδοση που έγινε τα Χριστούγεννα της ίδιας χρονιάς, αν και ως επίσημη χρονολογία έκδοσης του βιβλίου θεωρείται το 1866, είχε απήχηση στο κοινό, αλλά μάλλον θα ήταν υπερβολή αν μιλούσαμε για εμπορικό πάταγο. Το σίγουρο είναι ότι η αργή – αλλά σταθερή – διείσδυση του βιβλίου στη συνείδηση των αναγνωστών, έκανε τον Κάρολ να σκέφτεται τη συνέχειά του από τον επόμενο κιόλας χρόνο. Το Δεκέμβριο του 1871 κυκλοφόρησε πράγματι η συνέχεια που έφερε τον τίτλο «Μες τον Καθρέφτη και τι βρήκε η Αλίκη εκεί». Στα τέλη του αιώνα και τα δύο βιβλία γνώρισαν απίστευτη φήμη. Εκατό χρόνια μετά τη γέννηση του Κάρολ (το 1932) η Αλίκη ήταν η διασημότερη παιδική ηρωίδα της Αγγλίας και ίσως και του κόσμου ολόκληρου.
Η αποδόμηση της λογικής «στη χώρα των θαυμάτων» καθίσταται σαφής από την πρώτη σελίδα. Ο κούνελος βιάζεται πολύ, μουρμουρίζει ότι θα αργήσει και κοιτάει το ρολόι, το οποίο βγάζει μέσα από το γιλέκο του. Η Αλίκη παρακολουθεί τον κούνελο έκπληκτη τη στιγμή που κάθεται στην όχθη μαζί με την αδερφή της και «μην έχοντας να κάνει τίποτα, άρχισε να βαριέται. Έριξε μια – δυο ματιές στο βιβλίο που διάβαζε η αδερφή της. ‘Ένα βιβλίο χωρίς εικόνες, ούτε διαλόγους. “Και τι χρειάζεται – σκέφτηκε – ένα βιβλίο που δεν έχει διαλόγους, ούτε εικόνες;” Η ζέστη έκανε την Αλίκη να νιώθει νυσταγμένη κι ανόητη». (σελ. 11). Ο κούνελος «χάνεται σε μια μεγάλη τρύπα κάτω από το φράχτη». (σελ 12). Ο Κάρολ τα ξεκαθαρίζει όλα εξ’ αρχής. Τα βιβλία χωρίς εικόνες και διαλόγους είναι άχρηστα. Ο εγκλωβισμός στην πραγματικότητα ταυτίζεται με την απονέκρωση της ζέστης, της υπνηλίας και της ανοησίας. Ακόμα και οι μαργαρίτες που υπάρχουν γύρω και που υπόσχονται ένα υπέροχο στεφάνι, δεν είναι αρκετά δελεαστικές. Όλα είναι βαρετά. Η λογική τάξη είναι πεπερασμένη, ανιαρή κι ανούσια. Ο κούνελος είναι η μεγάλη ανατροπή. Μια πραγματική επανάσταση. Για την Αλίκη διλήμματα δεν υπάρχουν: «Αμέσως η Αλίκη τρύπωσε ξοπίσω του». (σελ. 12).
Johnny Depp, Mia Wasikowska and Anne Hathaway in Alice in Wonderland directed by Tim Burton, 2010
Η καταφυγή της Αλίκης στην κουνελότρυπα – τούνελ δεν είναι παρά η εγκεφαλική απόδραση που μόνο φαντασιακά μπορεί να εκπληρωθεί. Τώρα πια όλα μπορούν να συμβούν. Η κάμπια δίνει συμβουλές. Ο Υπνοπόντικας τραγουδάει. Ο Υπηρέτης – Ψάρι μεταφέρει το γράμμα της βασίλισσας. Ο Υπηρέτης – Βάτραχος επαναλαμβάνει τα λόγια με αψεγάδιαστη επισημότητα. Η μαγείρισσα πετάει στη Δούκισσα ό,τι βρίσκει μπροστά της. Το γουρουνομωρό κλαίει χωρίς ίχνος δακρύων. Όλα είναι παράφορα. Ο Γάτος διαβεβαιώνει την Αλίκη: «Όλοι είμαστε τρελοί εδώ. Εγώ είμαι τρελός. Κι εσύ επίσης». Κι όταν η Αλίκη ρωτά: «Πού ξέρεις ότι είμαι τρελή;» ο Γάτος είναι απολύτως σίγουρος: «Πρέπει να είσαι, αλλιώς δε θα ήσουν εδώ». (σελ. 67). Η αποδοχή της ολικής τρέλας είναι η επισφράγιση του παραλόγου και η μετατροπή του παραλόγου σε μοναδική λογική λειτουργεί ως έσχατη απελευθέρωση σηματοδοτώντας συναισθηματική έξαρση χωρίς προηγούμενο. Γιατί η Αλίκη μετατρέπει το απίθανο σε συνθήκη βιωματική. Παρακολουθεί το σώμα της να αλλάζει διαρκώς μεγέθη χάρη στα μικρά κέικ ή γλυκίσματα ή μανιτάρια που τρώει. Εγκλωβίζεται μέσα στο σπίτι του κούνελου. Παρευρίσκεται στο παιχνίδι κροκέ της βασίλισσας, που για μπάλες έχει σκαντζόχοιρους κουλουριασμένους και για μπαστούνια φλαμίνγκο ζωντανά. Οι στρατιώτες – τραπουλόχαρτα λυγίζουν, σαν να κάνουν επίκυψη, παρασταίνοντας τις αψίδες. Κι όλα εναλλάσσονται σχεδόν αστραπιαία. Σαν κινούμενες εικόνες που αλληλοσυμπληρώνονται με υποτυπώδη συνοχή σ’ ένα κατάφορο παιχνίδι χρωμάτων. Γιατί η συναισθηματική αποθέωση γεννιέται μέσα από τις αισθήσεις. Κι αυτή ακριβώς είναι η χώρα των θαυμάτων. Το καλειδοσκόπιο των γεύσεων, των ήχων και των παράξενων εικόνων που σηματοδοτούν το πρωτόφαντο που δεν μπορεί αλλιώς να γίνει αντιληπτό παρά σαν άρωμα που κινεί όλη τη δράση ή σαν χρώμα που είναι αδύνατο να προσδιοριστεί επακριβώς. Γι’ αυτό ο Κάρολ απευθύνεται στα παιδιά. Γιατί τα παιδιά τα γνωρίζουν όλα εκ των προτέρων. Γιατί βιώνουν απολύτως φυσικά την ανείπωτη ελευθερία του παραλόγου. Γιατί πραγματώνουν τη φαντασιακή δράση στην καθημερινότητα. Γιατί όλα τα επεξηγηματικό λόγια είναι περιττά. Γιατί δεν υπάρχει τίποτε λογικότερο από τις μεταμορφώσεις. Ο Κάρολ δεν θα μπορούσε να απευθυνθεί πουθενά αλλού.
Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων (2010)
«Alice in Wonderland»
Η Αλίκη έμελλε να γίνει ο λογοτεχνικός χαρακτήρας που έσπασε όλα τα καλούπια. Που, σαν αυτόνομη οντότητα, κινήθηκε ανεξέλεγκτα στον κόσμο. Που μοιραία ξεπέρασε όλα τα κλισέ. Κι εδώ δε μιλάμε για τον αιώνιο σύντροφο, που τα παιδιά δεν αποχωρίζονται ούτε όταν μεγαλώνουν. Εδώ μιλάμε για το σύμβολο που αυτονομείται, ξεφεύγοντας εντελώς από τα χέρια του δημιουργού του. Γιατί πλέον η Αλίκη είναι πρόσωπο υπαρκτό, χειροπιαστό, ολοζώντανο. Είναι όλα τα μικρά κορίτσια που αδημονούν να ζήσουν περιπέτειες. Κι εδώ ακριβώς ξεκινά η συγκίνηση των μεγάλων. Γιατί η Αλίκη δεν αφορά μόνο τους μικρούς. Σήμερα, σχεδόν 150 από την πρώτη της εμφάνιση, ίσως δε θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι αφορά περισσότερο τους μεγάλους. Γιατί η Αλίκη έγινε ανάγνωσμα κλασικό. Γιατί κατάφερε να ξεσηκώσει αναλύσεις επί αναλύσεων. Γιατί πλέον τη συναντούμε περισσότερο στις βιβλιοθήκες των ενηλίκων. Γιατί σαφώς και ξεπέρασε τα όρια της παιδικότητας, χωρίς όμως να πάψει να τα υπηρετεί.
Όμως, το ότι «Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων» αποτελεί σημείο αναφοράς των μεγάλων μόνο ως απειλή μπορούμε να το εκλάβουμε. Γιατί οι μεγάλοι δεν διεισδύουν εύκολα στο φανταστικό, ούτε αρκούνται στην απλότητα των γεγονότων. Για τους μεγάλους όλα είναι πολύπλοκα. Όλα χρήζουν βαθειάς διερεύνησης. Μοιραία υπάρχουν υπόγεια μηνύματα που πρέπει να διαλευκανθούν. Γιατί οι μεγάλοι μετρούν την ευφυΐα μόνο όταν τη συνδέουν με τη λογική. Γιατί όταν κάτι στερείται λογικής γίνεται παιδαριώδες. Υπό αυτούς τους όρους γεννιούνται ερωτήματα. Γιατί η βασίλισσα είναι τόσο σκληρή; Γιατί κάθε λίγο και λιγάκι, με την ελάχιστη αφορμή, ζητά αποκεφαλισμούς; Βρισκόμαστε μπροστά στην αλαζονεία και την αυθαιρεσία της ισοπεδωτικής εξουσίας; Και τι σημαίνει ότι τελικά καμία εκτέλεση δεν πραγματοποιείται, αλλά όλες ακυρώνονται σχεδόν αυτόματα, μετατρέποντας τη βασίλισσα σε χιουμοριστική καρικατούρα; Πώς μπορούμε να ερμηνεύσουμε ότι τελικά η Αλίκη ξεπερνά όλους τους φόβους όταν συνειδητοποιεί ότι οι στρατιώτες δεν είναι παρά τραπουλόχαρτα; Και τι σημαίνει το παιχνίδι του προεκλογικού αγώνα δρόμου, όπου όλοι έτρεχαν «όπως ήθελαν και ξεκινούσαν όταν ήθελαν» μέχρι τη λήξη του χρόνου; Και γιατί μετά πήραν όλοι βραβεία; Και η Αλίκη γιατί δέχτηκε το βραβείο της δαχτυλήθρας με τόση επισημότητα, ενώ αντιλαμβανόταν την κωμικότητα της υπόθεσης;
Αυτού του είδους τα ερωτήματα δεν είναι παρά οι εκδηλώσεις της εκλογίκευσης, που αδυνατεί να συμφιλιωθεί με την αισθητική του παραλόγου. Που αδυνατεί να εκλάβει την ευτυχία ως στιγμιαία συνθήκη που δε χρειάζεται επεξηγήσεις. Που θέλει όλα να τα συγκεκριμενοποιεί τοποθετώντας τα σε χειροπιαστά καλούπια. Όμως ο Κάρολ απευθύνεται στα παιδιά. Και τα παιδιά ζουν με το συναίσθημα. Αυτό το συναίσθημα της πρωτόγνωρης ορμής, ως αχαλίνωτη απελευθέρωση της φαντασίας, επικαλείται ο Κάρολ. Κι αυτό οφείλει να βιωθεί μόνο συμφιλιωτικά, γιατί αλλιώς είναι αδύνατο να μετουσιωθεί σε ελευθερία, γεγονός όχι αυτονόητο, αφού το πρωτόγνωρο φαίνεται – πολύ συχνά – επικίνδυνο. (Η Αλίκη κάποιες φορές νιώθει ότι θέλει να γυρίσει στην ασφάλεια του σπιτιού της. Υπάρχουν φορές που την κουράζουν οι διαρκείς της μεταμορφώσεις). Ο κόσμος της λογικής, μπορεί να είναι ανιαρός, αλλά παρέχει ασφάλεια. Κι αυτό ακριβώς είναι το θέμα του Κάρολ. Ο παιδικός αυθορμητισμός που αδιαφορεί για όλα τα ασφαλή εποικοδομήματα και που μόνο ως ολόγυμνος συναισθηματισμός μπορεί να εκδηλωθεί. Με άλλα λόγια βρισκόμαστε μπροστά στην πιο κραυγαλέα τιμιότητα, που μόνο η παιδική αθωότητα εξασφαλίζει. Την ολοκληρωτική άβυσσο της ευτυχίας μέσα «στη χώρα των θαυμάτων», δηλαδή της περιπέτειας, που λειτουργεί ως έναυσμα για τη συναισθηματική συμμετοχή. Υπό αυτή την έννοια η Αλίκη δεν έχει να φοβηθεί τίποτε. Ούτε τη βασίλισσα, ούτε τις φρικτές καταδικαστικές αποφάσεις που ακούει διαρκώς, ούτε τους στρατιώτες. Ακόμα και ο παραλογισμός του τελικού δικαστηρίου δεν την τρομάζει. Αντιτάσσεται υπερασπιζόμενη το δίκιο με όποιο κόστος: «Ποιος νοιάζεται για σας; Σκέτα τραπουλόχαρτα είστε και τίποτε παραπάνω!» (σελ. 123). Όταν όμως ολόκληρη η τράπουλα ορμάει κατά πάνω της, η Αλίκη ξυπνά δίπλα στην όχθη. Ο τελικός φόβος που την αποκόβει από «τη χώρα των θαυμάτων» είναι κι αυτός μέρος του παιχνιδιού. Αναπόσπαστο τίμημα της περιπέτειας.
Οι περαιτέρω πολιτικές αναλύσεις για τη δημοκρατία ή την δεσποτική εξουσία της βασίλισσας ή τον τρόπο απονομής της δικαιοσύνης κλπ, κλπ, (που σαφώς μπορούν να διακριθούν), όχι μόνο δεν αποτελούν την ουσία, αλλά λειτουργούν απολύτως διαστρεβλωτικά. Γιατί η ουσία δεν είναι οι ορθολογικές ανακαλύψεις των μεγάλων, αλλά ο σουρεαλισμός της παιδικής ψυχής, που χάνεται μέσα στο πέρασμα των χρόνων. Γιατί το όνειρο «στη χώρα των θαυμάτων» η Αλίκη δεν το περιέγραψε ούτε στη μαμά της, ούτε στον μπαμπά της, ούτε σε κανέναν ενήλικα, παρά μόνο στην αδερφή της. Γιατί η αδερφή της συγκλονίστηκε – επίσης διαισθητικά – από «τη χώρα των θαυμάτων». Γιατί έπλασε στο νου της όλα τα μυθικά πλάσματα που συνάντησε η Αλίκη. Γιατί «κάθισε ώρα, με τα μάτια κλειστά, και σχεδόν πίστεψε πως βρισκόταν και η ίδια στη Χώρα των Θαυμάτων». Γιατί ευχήθηκε να μη χάσει ποτέ τα παιδικά της χρόνια: «Στο τέλος φαντάστηκε πως με το πέρασμα των χρόνων, μαζί με την αδερφή της, θα γίνονταν μεγάλες γυναίκες, χωρίς, όμως, να χάσουν την απλή και γεμάτη αγάπη καρδιά των μικρών παιδιών. Φαντάστηκε πως θα μάζευε γύρω της τα παιδιά της και λέγοντάς τους παράξενες ιστορίες θα έκανε τα μάτια τους να λάμπουν. Ίσως θα τους μιλούσε και για το παλιό όνειρο της Χώρας των Θαυμάτων. Θα ένιωθε όλες τις μικρές τους λύπες, θα χαιρόταν με τις απλές χαρές τους και τότε δε θα ξεχνούσε τα παιδικά της χρόνια και τις χαρούμενες ημέρες του καλοκαιριού». (σελ. 126).
Δείτε:
Λούις Κάρολ, «Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων», εκδόσεις «Ρέκος», Θεσσαλονίκη, 1979
Πηγή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου