Ετικέτες

Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2012

Βιβλιοκριτική : Δύο βιβλία για την Βυζαντινή υψηλή στρατηγική


Α) Edward N. Luttwak Η Υψηλή Στρατηγική της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας Εκδόσεις Τουρίκη, 2009

Του Χρήστου Ιακώβου
Διευθυντή του Κυπριακού Κέντρου Μελετών (ΚΥΚΕΜ)
Ο Έντουαρντ Λούτβακ, του Κέντρου Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών της Ουάσινγκτον, θεωρείται διεθνώς ένας από τους πιο αξιόλογους ερευνητές της στρατηγικής ο οποίος κατά το παρελθόν έχει καταθέσει εξαιρετικά επιστημονικά πονήματα όπως, «The Grand Strategy of the Roman Empire», «Strategy: The Logic of War and Peace», και το κλασικό πλέον, «Coup d’ Etat: A Practical Handbook».
Ο μοναδικός σκοπός του βιβλίου, «Η Υψηλή Στρατηγική της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας», είναι να εξετάσει και να αναλύσει μία μόνο διάσταση της βυζαντινής ιστορίας: στο πώς οι Βυζαντινοί συνδύαζαν μέθοδο και ευφυϊα όταν μεταχειρίζονταν είτε την πειθώ είτε τη δύναμη. Με άλλα λόγια, εξετάζει τη στρατηγική της αυτοκρατορίας σε όλες τις πτυχές της, από το υψηλότερο επίπεδο της χάραξης κρατικής πολιτικής μέχρι το χαμηλότερο της στρατιωτικής τακτικής.
Όταν στα 395μ.χ. το ρωμαϊκό κράτος διαιρέθηκε στα δύο μεταξύ των υιών του Θεοδοσίου Α’, ελάχιστοι μπορούσαν να προβλέψουν τη ριζικά διαφορετική ιστορική πορεία αμφοτέρων των μερών. Το δυτικό μισό βρέθηκε να εξαρτά την άμυνά του από Γερμανούς πολεμάρχους, να κατακλύζεται όλο και περισσότερο, με ή χωρίς την αυτοκρατορική συγκατάθεση από γερμανικούς κυρίως πληθυσμούς, κι’ έπειτα να κατακερματίζεται από τις πολλαπλές εισβολές.
Πολύ διαφορετική ήταν η εξέλιξη του ανατολικού μισού της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αυτής που αργότερα ονομάσθηκε Βυζαντινή. Η Αυτοκρατορία αυτή, σήμερα κατέχει μία περίβλεπτη θέση στην παγκόσμια ιστορία, με ιστορική εξελικτική πορεία δέκα αιώνων, όπου το περιεχόμενό της περιβάλλεται από θαυμασμό για την ποιότητά του. Εξίσου άξιο θαυμασμού είναι και το ερευνητικό ερώτημα που θέτει ο Λούντβακ: πώς, δηλαδή, κατάφερε να επιβιώσει για δέκα αιώνες σε ένα εξαιρετικά δυσοίωνο στρατηγικά περιβάλλον, αντιμετωπίζοντας αποτελεσματικά τις συνεχείς επιθέσει των εχθρών, οι οποίοι, σε πολλές περιπτώσεις, διέθεταν το αριθμητικό πλεονέκτημα. Το ερώτημα αυτό γίνεται ακόμη πιο έντονο, αν αναλογιστεί κανείς ότι η Βυζαντινή Αυτοκρατορία δεν είχε απεριόριστους ανθρώπινους και υλικούς πόρους, ούτε επίσης στρατηγικό βάθος.
Οι βυζαντινοί αυτοκράτορες γνώριζαν πολύ καλά ότι δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν την κατακτητική μέθοδο της υπέρμετρης βίας, όπως στο παρελθόν οι προκάτοχοί τους οι Ρωμαίοι. Μπορεί να διέθεταν πολύ καλά εκπαιδευμένο και επαγγελματικό στρατό από ποιοτικής πλευράς, όμως δεν έπαυε να έχει το ποσοτικό μειονέκτημα. Συνεπώς, όπως εύστοχα επισημαίνει ο συγγραφέας, δεν θα είχε νόημα να εξοντώνουν τους εχθρούς γιατί στη θέση τους θα εμφανιζόντουσαν άλλοι, εξίσου επικίνδυνοι. Αυτή η βασική αντίληψη οδήγησε στην ψηλή ιεράρχηση της διπλωματίας και στη χρήση της ήπιας δύναμης, δηλαδή της πολιτικής, της θρησκευτικής και της πολιτιστικής τους επιρροής. Με αυτό τον τρόπο εξαγόραζαν τους εχθρούς με «χορηγίες» και έστρεφαν με επωφελή πάντοτε κίνητρα τους εχθρούς, τον ένα εναντίον του άλλου. Ο Λούτβακ εξηγεί πως αυτή η επιτυχία είχε τη βάση της στα πολύ καλά δημοσιονομικά, στο πιο αποτελεσματικό φορολογικό σύστημα της εποχής και στη διαρκή συλλογή και ανάλυση πληροφοριών για τους εχθρούς.
Ο στρατός του Βυζαντίου επέδειξε αξιοθαύμαστη ικανότητα προσαρμογής σε κάθε στρατηγική πρόκληση, ο οποίος σε αρκετές περιπτώσεις αντέγραψε επιτυχημένες τακτικές και στρατηγικές των εχθρών του. Στην πραγματικότητα, ο βυζαντινός στρατός ήταν ένα σύνολο από πολλούς τύπους στρατευμάτων, τα οποία συνεργάζοντο μεταξύ τους, διέθεταν μία ευρεία γκάμα όπλων και, το πιο σημαντικό, είχαν τη δυνατότητα πολλών επιλογών τακτικής για κάθε περίσταση. Επίσης, δεν ενεπλέκετο σε κρίσιμες μάχες, αν δεν είχε εξασφαλισμένη την ποιοτική υπεροχή, απαραίτητο στοιχείο για τη βεβαιότητα της νίκης.
Μία σειρά από εγχειρίδια επιτρέπει στο Λούτβακ να αποτυπώσει τη βυζαντινή στρατηγική αντίληψη και τις βασικές της αρχές. Μέσα από το ογκώδες βιβλίο (715 σελίδες), ανασυστήνει κάθε πτυχή της ζωής στις βυζαντινές ένοπλες δυνάμεις, από το στάδιο της εκπαίδευσης μέχρι τις κρίσιμες στιγμές των πολεμικών συγκρούσεων. Η συστηματική χρήση πρωτότυπων πηγών παρέχει τη δυνατότητα ανάλυσης του βυζαντινού στρατηγικού και επιχειρησιακού κώδικα οδηγώντας σε αναλυτικό, πλέον, επίπεδο στην επεξήγηση των λόγων επιβίωσης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας για δέκα αιώνες, της μακροβιότερης αυτοκρατορίας όλων των εποχών.
Β)  Χαράλαμπου Παπασωτηρίου:Βυζαντινή υψηλή στρατηγική (6ος – 11ος αιώνας)  
του Χρηστου Γιανναρα
του Χρηστου Γιανναρα
Το βιβλίο του Χαράλαμπου ΠαπασωτηρίουΒυζαντινή υψηλή στρατηγική (6ος – 11ος αιώνας) είναι κατά τη γνώμη μου από τις μελέτες – κλειδιά στη διεθνή βιβλιογραφία, τόσο για τις σπουδές στρατηγικής όσο και για τις βυζαντινές σπουδές. Εχει τις προδιαγραφές να λειτουργήσει ως βασικό βιβλίο αναφοράς και στους δύο αυτούς γνωστικούς χώρους σε διεθνές επίπεδο. Για τον Ελληνα αναγνώστη και για τη συγκρότηση ελληνικής στρατηγικής και διπλωματίας στις συγκεκριμένες σήμερα συνθήκες του διεθνούς συστήματος, θα έλεγα ότι το βιβλίο αποτελεί κεφαλαιώδες αλφαβητάρι.Πρόκειται για επανεπεξεργασία της διδακτορικής διατριβής του συγγραφέα στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του πανεπιστήμιου του Στάνφορντ στην Καλιφρόνια – διατριβή που ακολούθησε τις βασικές του σπουδές στην Οξφόρδη. Δηλαδή για μελέτη σφυρηλατημένη σε περιβάλλοντα εξαιρετικά υψηλών ακαδημαϊκών απαιτήσεων, γι’ αυτό και ελπίζω ιδιαίτερα ανθεκτική ακόμα και στην ελληνική «προοδευτική» δυσπιστία για ό,τι απειλεί την αγκύλωση στις προπαγανδιστικές περί Βυζαντίου αφέλειες.
Διαβάζει (ή ξαναδιαβάζει) κανείς την ιστορία έξι αιώνων της εξελληνισμένης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας της Νέας Ρώμης – Κωνσταντινουπόλεως από πρίσμα συναρπαστικό σύγχρονης επιστημονικής οπτικής: αυτό της σπουδής των διεθνών σχέσεων και της στρατηγικής ανάλυσης. Η αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης αποτέλεσε το μακροβιότερο κέντρο διεθνούς ισχύος και επιρροής στην ανθρώπινη ιστορία – με μοναδικό αντίστοιχο φαινόμενο στην Απω Ανατολή, την Κίνα. Επί χίλια περίπου χρόνια η οικουμενική αυτή αυτοκρατορία αποτελούσε για τη διεθνή κοινωνία τον μόνο παράγοντα πολιτικής νομιμοποίησης – κάθε ανεξάρτητος ηγεμόνας, σε Ανατολή και Δύση, επεδίωκε την επιβεβαίωση του διεθνούς του status από την Κωνσταντινούπολη, όπως σήμερα την επιδιώκει από τον ΟΗΕ.
Το βιβλίο τεκμηριώνει την άποψη ότι η Κωνσταντινούπολη κράτησε τη σκυτάλη της πρωτιάς στη διεθνή πολιτική επί δέκα αιώνες, γιατί συνέδεε την πολιτειακή της υπόσταση και την πολιτική της πρακτική με τον στόχο όχι απλώς μιας «εθνικής» επιβίωσης, πολεμικής υπεροχής ή οικονομικής ηγεμονίας, αλλά με τη διεθνή ισχύ και επιρροή του πολιτισμού που ενσάρκωνε. Ακόμη και στις πιο δύσκολες περιόδους εδαφικής συρρίκνωσης, πληθώρας εξωτερικών απειλών και οικονομικής εξάντλησης, η κοινωνία και τα στελέχη της διατηρούσαν τη νοοτροπία διαχείρισης ενός πολιτισμού πανανθρώπινης εμβέλειας. Αυτή η νοοτροπία αποτέλεσε τον κεντρικό άξονα της υψηλής στρατηγικής, της διπλωματίας και της εκπληκτικής προσαρμοστικότητας των κρατικών δεσμών, με αποτέλεσμα την αμείωτη υπεροχή των διεθνών ερεισμάτων και της πολιτικής ισχύος της αυτοκρατορίας.
Πολιτικό δίδαγμα άκρως ρεαλιστικό για το σημερινό ελλαδικό κράτος που απωθεί μετά βδελυγμίας οποιαδήποτε σχέση πολιτικής και πολιτισμού, πολιτισμού και ελληνικότητας. Αξίζει να συγκρίνει κανείς, μέσα από τις σελίδες της μελέτης του Παπασωτηρίου, την πολιτική νοοτροπία και τακτική της Κωνσταντινούπολης (σε περιόδους έσχατης κρατικής αδυναμίας) απέναντι στις τότε μεγάλες δυνάμεις των Περσών ή των Αράβων, με τη νοοτροπία της υποτέλειας και του μεταπρατισμού του σύγχρονου ελληνικού κράτους.
Χιλιοειπωμένα πράγματα: Σήμερα δεν μπορούμε να αναχαιτίσουμε ούτε την πλύση εγκεφάλου που μας επιβάλλει η κυρίαρχη στον δημόσιο λόγο αγραμματοσύνη, διαστρέφοντας πεισματικά ακόμα και τους κοινούς τόπους της έντιμης ιστορικής έρευνας. Δεν υπάρχει περιθώριο να αντλήσουμε από το «Βυζάντιο» αρχές και υποδείγματα πολιτιστικής διπλωματίας και πολιτικής στρατηγικής, το «Βυζάντιο» είναι για εμάς τους Νεοέλληνες ντροπή: αιώνες σκοταδισμού θρησκοληψίας και κληρικοκρατίας, μανίας για αφανισμό του ελληνικού πολιτισμού, καταστροφής αρχαιοελληνικών ναών, αγαλμάτων, χειρογράφων (που μεταβάλλονται σε παλίμψηστα για την καταγραφή της ανθελληνικής υστερίας). Ο δημόσιος στην Ελλάδα λόγος έχει υιοθετήσει απόλυτα το προπαγανδιστικό μοτίβο των θεωρητικών του αμερικανικού Πενταγώνου ότι το αρχαίο ελληνικό πνεύμα επέζησε μόνο στη Δυτική Ευρώπη (του μεσαιωνικού φραγκοτευτονικού πρωτογονισμού) και όχι στο «Βυζάντιο».
Αυτές οι θέσεις παιδαγωγούν πολιτιστικά και πολιτικά τον Νεοέλληνα σήμερα, ωσάν να είναι ανύπαρκτες οι μελέτες και τα συμπεράσματα κορυφαίων στον διεθνή επιστημονικό χώρο μελετητών που κονιορτοποιούν, κυριολεκτικά, τέτοια προπαγανδιστικά στερεότυπα. Νιώθει αμηχανία κανείς να υποδείξει σε σεβαστά ονόματα της νεοελληνικής διανόησης ότι καλό θα ήταν, προτού εκτεθούν με απορριπτικούς του «Βυζαντίου» αφορισμούς, να είχαν έστω και μόνο ξεφυλλίσει κάποιο από τα κλασικά βιβλία του Runciman ή του Toynbee ή του Jones ή του Obolensky ή του Beck ή της Hussey ή του Ostrogorsky.
To πρόσφατο βιβλίο του Χαράλαμπου Παπασωτηρίου είναι ένας καλός οδηγός ανυποταξίας στη συμπλεγματική κατασυκοφάντηση του «βυζαντινού» παρελθόντος των Ελλήνων από τους σύγχρονους ταγούς του λαού μας. Στις σελίδες του θα βρει ο αναγνώστης αφορμές (ή και απαντήσεις) καίριων ερωτημάτων: Πώς και γιατί κυριάρχησε διεθνώς η χονδροειδέστερη στα ιστορικά χρονικά πλαστογράφηση: να ονομαστεί, στον 18ο αιώνα, «Βυζάντιο» η εξελληνισμένη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης. Πώς και σε ποια στάδια συντελέστηκε ο πολιτιστικός και γλωσσικός εξελληνισμός της αυτοκρατορίας. Πώς και με ποιους αργόσυρτους ρυθμούς άρχισαν να τετραποδίζουν στον πολιτισμό μιμούμενοι το «Βυζάντιο» οι λαοί που σε κατάσταση ορδής και πρωτογονισμού κατέλυσαν τη Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και εγκαταστάθηκαν στα εδάφη της, βυθίζοντας το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης σε ανατριχιαστική για αιώνες βαρβαρότητα.
Θα βρει ακόμα ο αναγνώστης πληροφορίες για τον «σοσιαλιστικό» (ο όρος είναι του Runciman) χαρακτήρα της «βυζαντινής» κοινωνίας, τον συνεχή αγώνα της κεντρικής εξουσίας ενάντια στη μεγάλη ιδιοκτησία, το «αλληλέγγυον» της συλλογικής φορολόγησης, την εκπληκτική κοινωνική κινητικότητα και αταξική αξιοκρατία. Για την πολεμική στρατηγική και τεχνολογία των «Βυζαντινών», με μοναδική ευελιξία προσαρμογής στην ιδιαιτερότητα του κάθε αντιπάλου. Για τις συνεχείς εκσυγχρονιστικές μεταρρυθμίσεις των κοινωνικών θεσμών και της κρατικής διοίκησης.
Αν η σύγχρονη Ελλάδα δεν είχε τόσο ριζικά και ανίατα αφελληνιστεί, οι βυζαντινές σπουδές θα αποτελούσαν κεφαλάρι της ελληνικής πολιτικής επιστήμης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου