Την πρωτοχρονιά του 1068 ο 45χρονος Ρωμανός Διογένης εστέφθη Αυτοκράτωρ Ρωμαίων, ονειροπολώντας
να αναβιώσει τη δόξα και τη χαμένη δύναμη της Αυτοκρατορίας, σχεδιάζοντας να απαλλάξει τα Θέματα (επαρχίες) της Μικράς Ασίας από τις επιδρομές των Σελτζούκων Τούρκων, χωρίς να διαθέτει τα αξιόμαχα φουσάτα των προηγούμενων Στρατηγών –Αυτοκρατόρων, ή την υποστήριξη των πολιτικών της Βασιλεύουσας, οι οποίοι διέκοψαν απρόθυμα την ηθική και υλική καταστροφή του στρατού και του κράτους για να τον εκθρονίσουν.
Ο προηγούμενος Αυτοκράτωρ, Κωνσταντίνος Ι΄ Δούκας, είχε πεθάνει σε προχωρημένη ηλικία στις 21 Μαΐου 1067, αφήνοντας ως ανήλικο διάδοχο, τον γιό του Μιχαήλ και την 30χρονη όμορφη σύζυγό του Ευδοκία Μακρεμβολίτισα, η οποία ασκούσε την αντιβασιλεία προς χάριν του γιού της.
Η Αυγούστα είχε απομείνει τώρα μόνη, ανασφαλής και περιστοιχισμένη από μία φατρία δολοπλόκων πολιτικών, για να κυβερνήσει μία τεράστια Αυτοκρατορία της οποίας οι επαρχίες μαστίζονταν από εχθρικές επιδρομές. Στο πρόσωπο του αρρενωπού Ρωμανού Διογένη δεν άργησε να βρει έναν ιδανικό Αυτοκράτορα ο οποίος θα ανελάμβανε με πυγμή τα διοικητικά, στρατιωτικά και πολύ περισσότερο, τα συζυγικά καθήκοντα. Ψηλός, ξανθός, εύρωστος, με φωτεινό, ελαφρά ειρωνικό βλέμμα και αριστοκρατικό παρουσιαστικό, ο Ρωμανός ήταν ένας ιδιαίτερα γοητευτικός άνδρας, του οποίου «…ακόμη και η αναπνοή ήταν ευγενική, αν όχι θεία», σύμφωνα με τα λόγια κάποιου χρονογράφου. Καταγόταν από επιφανή οικογένεια στρατιωτικών της Καισάρειας στην Καππαδοκία και το 1064, ως Δούκας της Σαρδικής (Σόφια), είχε αποκρούσει τις επιδρομές των Πετσενέγων, απωθώντας τους πέρα από τον Ίστρο (Δούναβη). Δεν είχε κρύψει ποτέ την αντιπάθειά του για τον σάπιο πολιτικό κόσμο της Βασιλεύουσας ο οποίος διασπάθιζε τα χρήματα του Θησαυροφυλακίου, με λαιμαργία ίδια με εκείνη που οι Τούρκοι λεηλατούσαν τα σύνορα. Αυτά ήταν χρήματα που προέρχονταν από τους φόρους εκείνων των χωρικών που έβλεπαν τις καλύβες τους να πυρπολούνται και τα παιδιά τους να οδηγούνται αλυσοδεμένα στα τούρκικα σκλαβοπάζαρα. Τώρα βέβαια, διοχετεύονταν σε αμεσότερες κρατικές ανάγκες, όπως οι επαύλεις των συγκλητικών.
Οι κυριότεροι εκπρόσωποι της αντιστρατιωτικής φατρίας, ο Καίσαρας Ιωάννης Δούκας, αδελφός του εκλιπόντος Αυτοκράτορος, και ο πρωθυπουργός και Υπέρτιμος των Φιλοσόφων, Μιχαήλ Ψελλός, είχαν πολλούς λόγους να μισούν θανάσιμα τον Ρωμανό. Ο πρώτος ήταν άνθρωπος μειωμένης πνευματικής οξυδέρκειας την οποία υποκαθιστούσε με ανεξάντλητα αποθέματα κακίας. Θεωρούσε τον Ρωμανό έναν σφετεριστή, ο οποίος είχε στερήσει τον θρόνο από την δυναστεία του. Ο μακαρίτης ο αδελφός του αντιπαθούσε τις στρατιωτικές υποθέσεις και απέφευγε τους πολέμους. Τώρα, είχε εμφανιστεί αυτός για να προκαλέσει πολεμικό πανικό, να ξεσηκώσει στρατιές και να κηρύξει πολέμους.
Ο Ψελλός αντίθετα ήταν ένας ευφυέστατος άνθρωπος. Είχε μελετήσει βαθιά την ανθρώπινη φύση, διέκρινε αμέσως τα ταλέντα, τις αδυναμίες και τα πάθη που κυβερνούσαν έναν άνθρωπο. Με όπλα την ψυχολογία, την κολακεία και την ραδιουργία, είχε ξεκινήσει από παραδυναστεύων αυλοκόλακας για να εξελιχθεί σε αξεπέραστο χειραγωγό ανδρείκελων της εξουσίας. Γνώριζε καλά τους ανθρώπους σαν τον Ρωμανό: ματαιόδοξοι στρατιωτικοί οι οποίοι κέρδιζαν κάποιες εφήμερες δόξες και κατόπιν τις χρησιμοποιούσαν σαν επιχειρήματα για να παρουσιαστούν σαν γνώστες της «στρατηγικής τέχνης» ή «σωτήρες της Αυτοκρατορίας», ενώ στη πραγματικότητα διαιώνιζαν αχρείαστους πολέμους. Κατά την γνώμη του οι Τούρκοι αποτελούσαν μία πολύ μακρινή απειλή. Ακόμα και με την πιο απαισιόδοξη προοπτική θα χρειάζονταν πολλά χρόνια για να φτάσουν να απειλήσουν την ίδια την Κωνσταντινούπολη, εγχείρημα στο οποίο είχαν αποτύχει τόσοι και τόσοι άλλοι πριν από αυτούς. Μόνο οι στρατιωτικοί, μέσα στα διεστραμμένα μυαλά τους, προσηλωμένα μονίμως στις σφαγές και την μεγαλομανία, ισχυρίζονταν ότι διέβλεπαν την καταστροφή. Ο ίδιος ο Ψελλός δεν είχε ιδιαίτερες απαιτήσεις από τη ζωή, ούτε προσέβλεπε τόσο βαθιά στο μέλλον. Ήταν ήδη 53 ετών. Δεν του έμεναν ακόμα πολλά χρόνια ζωής. Την αγαπημένη του σύζυγο την είχε χάσει πριν από χρόνια. Το μόνο που τον ενδιέφερε τώρα ήταν η μοίρα της μονάκριβης κόρης του. Όλα του τα πλούτη τα αφιέρωνε σε εκείνη.
Αμφότεροι πάντως, είχαν αποτύχει να αποτρέψουν την αναρρίχησή του στο θρόνο, παρά το γεγονός ότι ο Καππαδόκης στρατηγός ήταν ανέκαθεν ύποπτος συνωμοσίας και ο κυριότερος εκπρόσωπος της στρατιωτικής αριστοκρατίας, η οποία για τα τελευταία 40 χρόνια επιχειρούσε να επανέλθει στην εξουσία. Το πρόβλημα όμως ήταν ότι ο νέος Αυτοκράτορας αποτελούσε προσωπική επιλογή της Ευδοκίας, η οποία του είχε χαρίσει δύο παιδιά – το μεγαλύτερο από αυτά αγόρι, και ο πιθανότερος διάδοχος του θρόνου μετά τον Ρωμανό! Όμως το θέμα δεν ήταν απλό. Ο Ψελλός φοβόταν ότι ο νέος Αυτοκράτορας, μετά την εκκαθάριση των επαρχιών από τους Σελτζούκους, πολύ πιθανόν, να προέβαινε και σε άλλες, πιο…«επικίνδυνες» εκκαθαρίσεις. Είχε ήδη εξοριστεί σε μοναστήρι μία φορά στο παρελθόν και από τότε είχε ορκιστεί να μην επιτρέψει ποτέ να του συμβεί ξανά. Αναμφίβολα θα απαιτούνταν λεπτοί χειρισμοί και αρκετή υπομονή για την εκθρόνισή του. Αλλά η υπομονή ήταν αρετή και ο Ψελλός διέθετε τέτοιες αρετές. Είχε όλο τον χρόνο μπροστά του. Εξ’ άλλου δεν είχε και κάτι άλλο να κάνει…
Ο Ρωμανός από την άλλη δεν ήταν άνθρωπος χωρίς ελαττώματα. Η σύνεση και η μετριοπάθεια δεν ανήκαν στις αρετές του. Ήταν αλαζόνας και είχε αυξημένη την αίσθηση της προσωπικής του αξίας. Ταυτόχρονα όμως ήταν γενναίος στρατηγός και ικανός ηγέτης. Συνειδητοποιούσε την βαρύτητα της Σελτζουκικής απειλής και περιφρονούσε όσους δεν είχαν πιάσει ξίφος στα χέρια – δίκαια αφού ότι είχε επιτύχει μέχρι τότε, το είχε επιτύχει πολεμώντας. Εργαζόταν άοκνα για την πολιτική και στρατιωτική εξυγίανση του κράτους και δεν είχε καμία πρόθεση να μετατραπεί σε σιωπηλό μάρτυρα της σήψης. Μετά τον θάνατο του Βασίλειου Β΄, μια σειρά εννέα Αυτοκρατόρων, είχε κατορθώσει μέσα σε 40 χρόνια αυτό που δεν είχαν καταφέρει αναρίθμητοι βαρβαρικοί λαοί επί 650 χρόνια……………..να διαλύσουν την Αυτοκρατορία. Οι συνοριακές φρουρές σταδιακά αποσύρονταν, τα ανατολικά Θέματα αφέθηκαν στη μοίρα τους. Τώρα μόνος του εκείνος τάραξε τα στάσιμα νερά της γενικής αδιαφορίας και εναντιώθηκε στους αρνησιπάτριδες πολιτικούς. Ο αγώνας του θα ήταν αιματηρός και μοναχικός. Για τον αυτοκράτορα Ρωμανό Δ΄ Διογένη η σωτηρία της Αυτοκρατορίας ήταν ζήτημα αρχής – και θανάτου.
Οι στρατιωτικές προετοιμασίες του Ρωμανού και η φήμη για την ανδρεία του, έπεισαν τον Αλπ Αρσλάν ότι δεν θα ήταν συνετό να αναμετρηθεί με τον αυτοκρατορικό στρατό σε μάχη εκ παρατάξεως, γι’ αυτό οπισθοχώρησε προς το εσωτερικό της Ιβηρίας. Έδωσε όμως εντολή σε δύο μοίρες ιππικού να εφορμούν σε κατάλληλες περιστάσεις προς το εσωτερικό της μικρασιατικής ενδοχώρας και σε συνδυασμό με τούς Σαρακηνούς, να προκαλούν σύγχυση στον αργοκίνητο Ελληνικό στρατό. Βλέποντας ο Βασιλέας την απροθυμία του σουλτάνου για μάχη, κατευθύνθηκε προς την ορεινή περιοχή του θέματος του Λυκανδού της Καππαδοκίας, ώστε να αναπαύσει το στράτευμα κατά τούς θερινούς μήνες και να εκστρατεύσει από εκεί κατά των Σελτζούκων της περιοχής του Χαλεπίου πού ερήμωναν την Κιλικία και την Βόρεια Συρία.
Τον Σεπτέμβριο του έτους 1068 ομάδα Τούρκων επιδρομέων εισέβαλε και κατέστρεψε εντελώς αιφνιδιαστικά τή Νεοκαισάρεια του Πόντου. Ο Μιχαήλ Ατταλειάτης στο παρακάτω απόσπασμα μας περιγράφει αναλυτικά το περιστατικό.
Σύμφωνα λοιπόν με αυτή την περιγραφή του Ατταλειάτη πού συνόδευε τον Αυτοκράτορα, οι Τούρκοι αποσύρονταν μέσα από τα εδάφη της Αυτοκρατορίας με αργό ρυθμό και έφεραν μαζί τους πλούσια λεία σε λάφυρα και αιχμαλώτους. Ο Ρωμανός μόλις το πληροφορήθηκε πήρε μαζί του ελαφρύ ιππικό και κάνοντας μία ξέφρενη πορεία μέσα από ορεινά μονοπάτια, έφτασε ύστερα από οκτώ ημέρες τούς επιδρομείς και κατέπεσε πάνω τους. Οι εχθροί αιφνιδιάστηκαν και κατεσφάγησαν ενώ οι αιχμάλωτοι ελευθερώθηκαν και ο γενναίος αυτοκράτορας επανέκαμψε στην Σεβάστεια την πρώτη Οκτωβρίου 1068.
Το Νοέμβριο το στράτευμα των Βυζαντινών προσέγγισε την Ιεράπολη, σημαντική εμπορική πόλη στο δρόμο πού συνέδεε την Αντιόχεια και την Έδεσσα (Ούρφα) με το Χαλέπιον. Η φρουρά και οι κάτοικοι της πόλης την εγκατέλειψαν έντρομοι, παρέμεινε όμως υπό τον έλεγχο των Σαρακηνών η Ακρόπολη η οποία περιστοιχιζόταν από πελώρια τείχη. Ο Ρωμανός δεν επιθυμούσε την παράταση της πολιορκίας και ύστερα από διαπραγματεύσεις με τούς πολιορκημένους, τις οποίες εκ μέρους των Βυζαντινών τις διεξήγαγε ο Σύρος χριστιανός Πέτρος Λιβέλλιος, αποφασίστηκε οι Σαρακηνοί να αποχωρήσουν με τις οικογένειές τους και τα υπάρχοντά τους. Στο μεταξύ, στα περίχωρα της Ιεραπόλεως βρίσκονταν στρατοπεδευμένα δύο τάγματα του Βυζαντινού στρατού, για να επιτηρούν την περιοχή. Εναντίον τους επιτέθηκαν οι Σαρακηνοί του εμίρη Μαχμούτ του Χαλεπίου και οι Σελτζούκοι του Αμέρ Ταχάς. Οι Ρωμηοί στρατιώτες συνετρίβησαν και κατεσφάγησαν χωρίς να σημειώσουν αξιόλογη αντίσταση, κατί πού επιβεβαιώνει ότι ο βυζαντινός στρατός δενείχε προλάβει να γίνει αξιόλογη δύναμη ενώ του έλλειπε το ηθικό και η ψυχολογία εν τη απουσία του ίδιου του αυτοκράτορα.
Ο Ρωμανός, λυπημένος αλλά και εξοργισμένος από την συντριβή των δύο ταγμάτων, επανήλθε στο, εκτός των τειχών της Ιεραπόλεως, στρατόπεδο. Το κλίμα ηττοπάθειας είχε κλονίσει το βυζαντινό στράτευμα και μόνο το τάγμα των Καππαδοκών, των καλύτερων μαχητών της αυτοκρατορίας, και το πιό πιστό στον Καππαδόκη ηγέτη τους, ήταν ετοιμοπόλεμο και με υψηλό ηθικό. Οι ώρες ήταν κρίσιμες διότι Άραβες και Τούρκοι είχαν περικυκλώσει το Ελληνικό στρατόπεδο και κάλπαζαν δαιμονισμένα γύρω από αυτό, επιδεικνύοντας τα κομμένα κεφάλια των στρατιωτών πού είχαν σκοτωθεί στην τελευταία μάχη. Ο ατρόμητος αυτοκράτορας δεντα έχασε ούτε στιγμή, και αμέσως άρχισε να καταστρώνει το σχέδιο επίθεσης. Γνώριζε πού καλά ότι ο αιφνιδιασμός ήταν η μόνη διέξοδος και όταν οι άνδρες του είχαν τον ίδιο επικεφαλής, να μάχεται σάν απλός στρατιώτης, αγωνίζονταν με ορμή και αποφασιστικότητα. Όταν λοιπόν τελείωσαν οι προετοιμασίες, χωρίς βούκινα και σάλπιγγες, άνοιξαν οι πύλες του στρατοπέδου και εξήλθε πρώτο το ιππικό, σχηματίζοντας με τούς κατάφρακτους ιππείς τρείς φάλαγγες. Επικεφαλής της μεσαίας, ήταν όπως πάντα ο ίδιος ο Αυτοκράτορας. Αμέσως μετά ακολουθούσε το πεζικό. Ήταν 20 Νοεμβρίου του έτους 1068 όταν σύσσωμο το στράτευμα κινήθηκε προς τα εμπρός. Άστραψαν κάτω από τον εκτυφλωτικό ήλιο οι αλυσιδωτοί θώρακες, οι περικεφαλαίες και οι αιχμές των δοράτων. Η κατάφρακτη μάζα των Βυζαντινών ιπποτών σαν έμβολο εισχώρησε βαθιά στην παράταξη των Αράβων και των Τούρκων. Τα σώματα των εχθρών έπεφταν σαν τα στάχυα και η σφαδάζουσα μάζα τους τράπηκε σε άτακτη φυγή. Επακολούθησε μανιώδης καταδίωξη και χιλιάδες νεκροί σωριάζονταν στο έδαφος. Ξαφνικά ο Ρωμανός διέταξε την διακοπή της καταδίωξης και την επιστροφή στο στρατόπεδο, φοβούμενος αιφνιδιαστική αντεπίθεση. Με δεδομένη την αμφιλεγόμενη μαχητική αξία των στρατιωτών του ίσως να είχε δίκιο γι’ αυτή του την απόφαση, αλλά δέχτηκε έντονες επικρίσεις από εχθρούς και φίλους, και δυστυχώς είχε πολλούς εχθρούς και μέσα στο στράτευμα και στην Βασιλεύουσα. Ενας από αυτούς ήταν ο Ανδρόνικος Δούκας, γιός του Ιωάννη Δούκα ο οποίος ήταν ένας από τούς στρατηγούς πού είχε μαζί του ο Ρωμανός και ο οποίος δούλευε για τον Ψελλό και υπέσκαπτε αθόρυβα το έδαφος κάτω από τα πόδια του Αυτοκράτορα.
Στην συνέχεια ο Διογένης εγκατέστησε ισχυρή φρουρά στην Ιεράπολη, ενώ προέβη στον εποικισμό της με Αρμένιους και Έλληνες. Ο στόχος του ήταν να δημιουργήσει μία ζώνη ασφαλείας στή βυζαντινοσυριακή μεθόριο, ώστε να παρεμποδίζει διεισδύσεις εχθρικών στρατευμάτων προς το εσωτερικό της Αυτοκρατορίας. Δεν τα κατάφερε διότι οι παρενοχλήσεις από το ευέλικτο και ταχύ αραβικό ιππικό ήσαν συνεχείς. Έτσι αφού κατέλαβε το ισχυρό οχυρό Αρτάχ κατευθύνθηκε βορειοδυτικά προς την Αλεξανδρέττα (Ισκεντερούμ), περνώντας μέσα από το δύσβατο ορεινό πέρασμα του Αμανού όρους πού διαχωρίζει την Συρία και την Κιλικία. Από την Αλεξανδρέττα κινήθηκε βόρεια και διήλθε από το μοναδικό πέρασμα της οροσειράς του Ταύρου της Κιλικίας, γνωστό ως Κιλίκιαι Πύλαι με προορισμό την Καππαδοκία. Από την πορεία αυτή πού έγινε το μήνα Δεκέμβριο του 1068, εξαιτίας του ψύχους και των γκρεμών χάθηκαν αρκετοί στρατιώτες και κινδύνεψε να σκοτωθεί και ο ίδιος ο ιστορικός Ατταλειάτης.
Κατά το διάστημα πού ο Ρωμανός είχε εμπλακεί στις πολεμικές επιχειρήσεις κατά των Αράβων στην βόρεια Συρία, οι Τούρκοι δεν έχασαν τον καιρό τους και εισέβαλαν στην περιοχή της Μελιτηνής (Μαλάτιας) καταστρέφοντας την ενδοχώρα. Ο διοικητής των δυνάμεων αυτής της περιοχής, ονόματι Αυσινάλιος, ήταν ανίκανος και άτολμος. Δεδομένου και του χαμηλού ηθικού του βυζαντινού στρατού, ο οποίος δεν μαχόταν με αποφασιστικότητα όταν δεν ηγείτο ο ίδιος ο αυτοκράτορας, τα στρατεύματα πού στάθμευαν στην Μελιτηνή άφηναν ανενόχλητους τους Τούρκους ιππείς να λεηλατούν και τελικά να καταλάβουν και τή σημαντική πόλη του Αμορίου. Ο πληθυσμός της πόλεως αυτής σφαγιάστηκε ανηλεώς και τότε μόνο ο βυζαντινός διοικητής στράφηκε κατά των εισβολέων. Αλλά επειδή όπως μνημονεύει και ο Σκυλίτζης “βέλτιον λέοντα άρχειν ελάφων ήπερ λεόντων έλαφον” οι Ρωμηοί στρατιώτες κατετροπώθηκαν στή διάβαση του Τζαμανδού, από υποδεέστερες εχθρικές δυνάμεις και υποχώρησαν έντρομοι. Ο Ρωμανός απογοητευμένος από την ανεπάρκεια των διοικητών του επέστρεψε στή Βασιλεύουσα, τον Ιανουάριο του 1069.
O Έλληνας Βασιλέας χωρίς να πετύχει κάποια αποφασιστική νίκη, κατάφερε να αναχαιτίσει μερικώς την ορμή των Σαρακηνών και των Σελτζούκων. Σε όσες μάχες ηγείτο ο ίδιος οι εχθροί τρέπονταν σε φυγή, ενώ η κατάληψη των πόλεων της Ιεραπόλεως και του Αρτάχ έφεραν κάποια ανακούφιση στους κατοίκους της Κιλικίας και της Αντιοχείας. Η επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολη συνοδεύτηκε από αλαζονική συμπεριφορά εκ μέρους του εναντίον της ηγεσίας του Πολιτικού Κόμματος και της συζύγου του Ευδοκίας. Απασχολήθηκε με τα διοικητικά θέματα του κράτους για δύο μήνες, αλλά οι ακούραστοι Σελτζούκοι επανέλαβαν τις επιδρομές τους στην Ανατολία, με συνέπεια, όπως αναφέρει στο παρακάτω εδάφιο ο Ψελλός, ο Ρωμανός να ετοιμαστεί για νέα εκστρατεία.
Αναχωρεί λοιπόν ο Αυτοκράτορας από την Πρωτεύουσα τον Απρίλιο του 1069, έχοντας επιπλέον να αντιμετωπίσει και την ανταρσία του μισθοφόρου Νορμανδού Κρισπίνου, ο οποίος στασίασε και άρχισε να ληστεύει τούς φοροεισπράκτορες και τούς κατοίκους του θέματος των Αρμενιακών. Ο Ρωμανός διέπλευσε την Προποντίδα και κατευθύνθηκε προς το Δορυλαίον (Εσκί Σεχίρ). Στή νέα εκστρατεία συμμετείχε ο Ατταλειάτης και σύμφωνα με την παραπάνω περιγραφή και ο Ψελλός. Έφθασε στην πολύπαθη πρωτεύουσα της Καππαδοκίας, την Καισάρεια, και κατόπιν στην Λάρισα. Εκεί πληροφορήθηκε ότι οι Τούρκοι ερήμωναν την χώρα και απέστειλε εναντίον τους μία προφυλακή η οποία συνετρίβη. Ακολούθησε ο Ρωμανός επικεφαλής της κύριας στρατιάς. Οι εχθροί όμως συνεχώς παραμόνευαν, κάτι πού η μορφολογία των οροπεδίων και των μικρών λόφων της Καππαδοκίας το επιτρέπει, και αργά το βράδυ περικύκλωσαν τούς Ρωμηούς στρατιώτες οι οποίοι ταλαιπωρημένοι από την πεζοπορία είχαν στρατοπεδεύσει και ξεκουράζονταν. Ενώ πάλι επακολούθησε πανικός στο Βυζαντινό στρατόπεδο, ο ψύχραιμος ηγέτης της Ρωμηοσύνης διέταξε επίθεση. Ο κάμπος δονήθηκε από τις οπλές του κατάφρακτου Ελληνικού ιππικού και το ποδοβολητό των ταγμάτων του πεζικού. Η μάχη ήταν σκληρή και με απώλειες αμφοτέρων των παρατάξεων. Οι Σελτζούκοι πάντα μηχανεύονταν το ίδιο τέχνασμα. Έκαναν ότι υποχωρούσαν, τούς ακολουθούσαν αυτοκρατορικά τμήματα και όταν η αργοκίνητη Βυζαντινή στρατιά διεσπάτο έκαναν μεταβολή και με ενισχύσεις πού εμφανιζόταν από το πουθενά έκαναν αντεπίθεση. Έτσι έγινε και σε αυτή την μάχη οι Βυζαντινοί όμως, χάρις την βοήθεια των μισθοφόρων Φράγκων (Γερμανών και Νορμανδών) κατάφεραν να αποκρούσουν και να απωθήσουν τούς εχθρούς.
Ακολούθησε σύσκεψη στην οποία ο Ρωμανός πρότεινε να τερματίσουν την εκστρατεία, αφού η Καππαδοκία είχε εκκενωθεί πλήρως από τούς επιδρομείς και μόνο ο Ατταλειάτης διεφώνησε και πρότεινε στον Αυτοκράτορα να κτυπήσουν σε εχθρικό έδαφος, προκειμένου να πληγούν καίρια τα ορμητήρια των εισβολέων. Σαν τέτοιο προτάθηκε το Χλιάτ της Αρμενίας, πλησίον της λίμνης Βαν. Στον Ρωμανό προκάλεσε εντύπωση η πρόταση του Ατταλειάτη και ανήγγειλε στους στρατιώτες του ότι η εκστρατεία θα συνεχιζόταν. Αφού διέβη τον Ευφράτη, έφθασε στην Ρωμανόπολη του θέματος της Μεσοποταμίας και εισήλθε στις εκεί ορεινές διαβάσεις. Στο σημείο αυτό έκανε το μοιραίο λάθος να διχοτομήσει τή στρατιά σε δύο μέρη από 15000 άνδρες το καθένα. Στο πρώτο μέρος έδωσε την αρχηγία στον Αρμένιο Φιλάρετο και με το υπόλοιπο ακολούθησε ο ίδιος. Ο Φιλάρετος, γνώστης της περιοχής θα προπορεύοταν για να αιφνιδιάσει το Χλιάτ και θα ερχόταν ως επικουρία ο Ρωμανός. Όμως ο Βυζαντινός στρατός δεν είχε το ίδιο αγωνιστικό φρόνημα, όταν δεν διοικούσε ο ίδιος ο Βασιλέας και παρά την αριθμητική του υπεροχή το στράτευμα του Φιλάρετου συνετρίβη και υποχώρησε άτακτα προς το μέρος πού ερχόταν ο Ρωμανός, ο οποίος περισυνέλλεξε τούς φυγάδες. Έτσι ματαιώθηκε άδοξα η εκστρατεία προς την Αρμενία, και σαν να μην έφτανε αυτό οι Τούρκοι ξεχύθηκαν πάλι προς την Καππαδοκία συνεχίζοντας το καταστρεπτικό τους έργο. Ο στρατός χωρίς τον Ρωμανό δεν πολεμούσε. Δεν είχε απαλλαγεί από το σύμπλεγμα κατωτερότητας έναντι των Τούρκων, πού είχε καλλιεργηθεί μετά τις αλλεπάλληλες ήττες πού υπέστη την περίοδο του ανίκανου Κωνσταντίνου Ι’ Δούκα (1059-1067). Οι Τούρκοι ανενόχλητοι κατέλαβαν την πρωτεύουσα της Λυκαονίας, Ικόνιο την λεηλάτησαν, σφαγίασαν τον πληθυσμό της και αποχώρησαν με κατεύθυνση το Χαλέπιον μή πλήθος από λάφυρα και αιχμαλώτους, ενώ ο αυτοκρατορικός στρατός ακολουθώντας την διαδρομή δια μέσου των θεμάτων της Κολωνείας, Αρμενιακών, Σεβάστειας, Καισάρειας τούς κατεδίωκε. Παράλληλε ειδοποίησε τα Αρμενικά τάγματα του γενναίου Δούκα της Αντιοχείας Χατατούριο, ότι καταφθάνει ο εχθρός. Οι Αρμένιοι φύλακες των διαβάσεων της Σελεύκειας (Ισαυρίας) έστησαν ένεδρα στούς Σελτζούκους και κυριολεκτικά τούς αποδεκάτισαν. Στο τέλος του 1069, ο Ρωμανός επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, τερματίζοντας μία ακόμα εκστρατεία.
Μετά από τόσες λυσσαλέες αναμετρήσεις το Ελληνικό κράτος δενείχε καταφέρει να απαλλαγεί από τούς Τούρκους εισβολείς, αλλά ούτε αυτοί είχαν καταφέρει κάποιο μοιραίο κτύπημα εναντίον του. Σύμφωνα με τον Ψελλό: “Εγεγόνει δέ ουσ’ ο δεύτερος αυτώ πόλεμος έχων τι του προτέρου πλέον, αλλ’εν ίση τη στάθμη και πάντη ισόρροπος ει δέ κατά μυρίους μέν ημείς πίπτοιμεν, δύο δέ ή τρείς αλοίεν πολέμιοι, ου νενικήμεθα, και πολύς εφ’ημίν κατά των βαρβάρων ο κρότος“. Στο μεταξύ στην Βασιλεύουσα οι σχέσεις του Ρωμανού με τούς αριστοκράτες και τούς αυλικούς χειροτέρευε ημέρα με την ημέρα. O Kαππαδόκης Βασιλέας δεν ακολούθησε την τακτική τού Βασιλείου του Β’ να απαλλαγεί τελείως από τα παράσιτα πού έτρωγαν το σώμα της αυτοκρατορίας και να δυναμώσει την θέση του στον θρόνο, κάτι πού θα το πλήρωνε στή συνέχεια ακριβά ο ίδιος αλλά και όλη η Ρωμηοσύνη. Το τρίτο έτος της βασιλείας του (1070), ο Διογένης παρέμεινε στην Θεοφύλακτη και ανέθεσε στο νεαρό Μανουήλ Κομνηνό την καθιερωμένη κατά των Τούρκων και Αράβων εκστρατεία. Ο Μανουήλ ήταν ο ανηψιός του πρώην αυτοκράτορα Ισαάκιου Κομνηνού (1057-1059), και αδελφός του μετέπειτα αυτοκράτορα Αλέξιου Κομνηνού (1081-1118). Οι Κομνηνοί ήταν μία εξέχουσα στρατιωτική οικογένεια και κατάγονταν από την Κασταμονή της Παφλαγονίας. Ο γενναίος και νεότατος Μανουήλ αναχώρησε για το ανατολικό μέτωπο και σάν κέντρο των επιχειρήσεων κατέστησε την Καισάρεια, δεύτερη γραμμή αμύνης την Μελιτηνή και τρίτη γραμμή το πέρασμα του Τζαμανδού. Η σύνεση και η ευφυΐα του νεαρού στρατηγού, καθώς και οι στρατιωτικές του νίκες κατέπληξαν τούς πάντες και σύντομα κέρδισε την αγάπη και την εκτίμηση όλων, όπως βεβαιώνουν οι ιστορικοί Σκυλίτζης, Ζωναράς και Ατταλειάτης.
Στο μεταξύ ο Αλπ Αρσλάν, ο ηγέτης των βαρβάρων εισβολέων και ταυτόχρονα μία έξοχη στρατιωτική προσωπικότητα, το έτος 1070, πραγματοποίησε μία επιχείρηση αστραπή, και κατέλαβε το Χαλέπι του ανεξάρτητου ηγεμόνα Μαχμούτ, χωρίς αντίσταση. Ετσι τώρα πίεζε την Αυτοκρατορία και από τα νότια και από τα ανατολικά. Στο εσωτερικό της Ανατολίας εξαπέλυσε τις ορδές του, υπό την ηγεσία του νάνου πρίγκηπα Χρυσόσκουλου (κατά τον χρονικογράφο Νικηφόρο Βρυέννιο). Και ενώ ο Μανουήλ αντιμετώπιζε με επιτυχία και άνεση τις ίλες του εχθρικού ιππικού, ο Ρωμανός διέπραξε μία εγκληματική και μοιραία ενέργεια. Έστειλε χρυσόβουλο στον Μανουήλ, διατάζοντάς τον να αποσπάσει 10000 μαχητές από την στρατιά του και να τούς αποστείλει στην Ιεράπολη της Συρίας πού απειλούνταν από τούς Σελτζούκους. Σε αυτή την ενέργεια οι Βυζαντινοί ιστορικοί απέδωσαν δόλο στον Αυτοκράτορα, κάτι πού μπορεί να αμφισβητηθεί για το λόγο ότι ο Ρωμανός συνήθιζε να διασπά το στρατό του. Οι εχθρόι αμέσως μόλις αποδυναμώθηκε η δύναμη του Κομνηνού, επιτέθηκαν και τον κατενίκησαν στην περιοχή της Σεβάστειας, ενώ πιάστηκε αιχμάλωτος ο ίδιος και οι αξιωματικοί Μιχαήλ Ταρωνίτης και Νικηφόρος Μελισσηνός. Μετά από αυτή την ήττα επαναλήφθηκε το σενάριο των προηγούμενων ετών. Οι Τούρκοι έφιπποι διέσχισαν ως πύρινη λαίλαπα το οροπέδιο της Καππαδοκίας, δηώνοντας και καταστρέφοντας πόλεις και χωριά ενώ κατέλαβαν και τις Χωνές (Αρχαίες Κολοσσές) γενέτειρα του ιστορικού Νικήτα Χωνιάτη.
Ο σουλτάνος εκμεταλλευόμενος τις ευνοϊκές συγκυρίες, δεν άφησε χρονικά περιθώρια για ανάπαυλα στο Ρωμανό. Τον Δεκέμβριο του 1070 εξαπέλυσε τούς ταχύτατους ιππείς του και κατέλαβε τις πόλεις Μάντζικερτ και Άρτσε της Αρμενίας. Σύμφωνα με τον Ψελλό: “ου γάρ ανίεσαν ούτοι υποφαινομένου του έαρος ληΐζοντες γήν των Ρωμαίων και παμπληθεί κατατρέχοντες.” Επόμενος στόχος του Αρσλάν ήταν η Έδεσσα (Ούρφα), αλλά ο Ρωμηός Βασιλέας είχε ήδη αποφασίσει να κτυπήσει τον εχθρό στα εδάφη του αντί να τον καταδιώκει σε βυζαντινό έδαφος. Έτσι έθεσε σε κίνηση την πολεμική του μηχανή, αφού προηγουμένως εξόρισε τον άσπονδο εχθρό του, Καίσαρα Ιωάννη Δούκα στην Βιθυνία. Ο Ρωμανός αφού πέρασε την Ελενόπολη, πόλη προς τιμή της Αγίας Ελένης και μητέρας του Μεγάλου Κωνσταντίνου, στάθμευσε πρώτα στή Μαλάγγεια και μετά στο Δορύλαιο, όπου συγκέντρωνε σταδιακά τούς στρατιώτες πού θα τον ακολουθούσαν. Διέσχισε τον Σαγγάριο και προκειμένου να καταστήσει αξιόμαχη την στρατιά προέβη σε εντατικές ασκήσεις, ώστε να εξοικοιωθούν μεταξύ τους, οι πολυάριθμοι Νορμανδοί, Φράγκοι, Βαράγγοι, Χάζαροι, Κουμάνοι, Πατζινάκες, Βούλγαροι μισθοφόροι με τούς Έλληνες μαχητές. Στις αρχές Μαΐου 1071, έφθασε στην Καισάρεια όπου συνεκάλεσε πολεμικό συμβούλιο. Εκεί ειπώθηκαν πολλά επιχειρήματα από στρατηγούς, για να μήν διεκπεραιωθεί η εκστρατεία σε εχθρικό έδαφος αλλά να ακολουθήσουν την ίδια αμυντική τακτική πού ακολουθούσαν τα προηγούμενα έτη. Ο Ρωμανός όμως επέμενε να προχωρήσουν, δεδομένου ότι η αμυντική τακτική των προηγούμενων ετών ήταν ατελέσφορη. Ο κύβος ερίφθη και η στρατιά προχώρησε μέσω Σεβάστειας και Κολωνείας προς την Θεοδοσιούπολη (Ερζερούμ), ενώ ο Βασιλέας ήλπιζε ότι αυτή η κίνηση θα ανάγκαζε τον Τούρκο σουλτάνο να έρθει σε διαπραγματεύσεις προς σύναψη συμφώνου ειρήνης. Στην Θεοδοσιούπολη συγκεντρώθηκαν Ιβηρικά, Αρμενικά και Συριακά τάγματα υπό τον Νικηφόρο Βασιλάκη. Η συνολική δύναμη της στρατιάς ανήρχετο σε 120000 άνδρες μεταξύ των οποίων εκτός από μάχιμους, υπήρχαν μηχανικοί, οπλουργοί, εργάτες, ποιμένες, σιδηρουργοί, ξυλουργοί, αμαξηλάτες, νοσοκόμοι, σαγματοποιοί και πολλοί άλλοι. Για την μεταφορά των τροφίμων χρησιμοποιήθηκαν χιλιάδες υποζύγια και άμαξες. Αρχές Ιουνίου 1071, ατελείωτες φάλαγγες εκκινούν από τή Θεοδοσιούπολη με προορισμό το Μαντζικέρτ και το Χλιάτ.
Ο Ρωμανός, όταν έφτασε μπροστά από την πόλη του Μαντζικέρτ, στις 15 Αυγούστου, πάλι διέσπασε τή στρατιά του και απέστειλε ως εμπροσθοφυλακή το Νορμανδό Ρουσέλιο και τον Ίβηρα Τραχανειώτη για να πολιορκήσουν και να καταλάβουν το Χλιάτ. Η κίνηση αυτή του Ρωμανού, επικρίθηκε από πολλούς, διότι αποδυναμώνονταν η στρατιά του, ιδιαίτερα σε καιρούς πού ο βυζαντινός στρατός δενείχε υψηλό φρόνιμα και ηθικό ενώ υπήρχε σύμπλεγμα κατωτερότητας έναντι των Μογγόλων εισβολέων ή σαυρομάτηδων, όπως αποκαλούσαν οι βυζαντινοί τούς Σελτζούκους. Η φρουρά του Χλιάτ, έντρομη απέστειλε αγγελιαφόρους στο στρατόπεδο του Αρσλάν στην Ιεράπολη για να του αναγγείλουν το τρομερό νέο. Ο Σουλτάνος αιφνιδιάστηκε από την έξοχη στρατηγική κίνηση του αντιπάλου του και κατάλαβε ότι αν έχανε τα αρμενικά εδάφη, τή στιγμή πού αυτός ήταν στην Συρία, θα διαλυόταν τελείως η δύναμή του, το κύρος του και το κράτος του δενθα είχε πλέον μέλλον. Η αντίδρασή του ήταν ακαριαία: έστειλε παντού ταχυδρόμους ζητώντας από τούς μουσουλμάνους της Βαγδάτης, του Ισπαχάν, τούς Κούρδους του Βορείου Ιράκ, τούς Μαμελούκους της Συριακής ερήμου, βοήθεια για ιερό πόλεμο (Τζιχάντ) κατά των απίστων. Αμέσως ξεκίνησε μία ξέφρενη πορεία για να καλύψει την απόσταση πού τον χώριζε από τα αυτοκρατορικά στρατεύματα, κατά την διάρκεια της οποίας έσκασαν από την εξάντληση πολλά άλογα. Στις 20 Αυγούστου με ξαφνική έφοδο, ο Ρωμανός κατέλαβε το Μαντζικέρτ ενώ τί ειρωνεία, την ίδια ώρα οι Ρουσέλιος και Τραχανειώτης λιποτακτούσαν και εγκατέλειπαν τον άτυχο αυτοκράτορα, ο οποίος αγνοούσε την προδοσία τους. Η αριστοκρατία της πρωτεύουσας, φαίνεται ότι έκανε καλά τη δουλειά της, έχοντας πλέον ως μοναδικό σκοπό της, την εξόντωση όχι των εισβολέων αλλά εκείνου πού προσπαθούσε να σώσει την πατρίδα του.
Στις 21 Αυγούστου, ο ηγέτης της Ρωμηοσύνης, χωρίς να γνωρίζει ότι ο δαιμόνιος σουλτάνος είχε καλύψει την τεράστια απόσταση από την Ιεράπολη μέχρι το Χλιάτ, απέστειλε μοίρα ιππικού γά ανίχνευση, υπό τις οδηγίες του Δούκα του Δυρραχίου (αρχαίας Επιδάμνου) Νικηφόρου Βρυέννιου. Αυτός δέχτηκε την επίθεση 28000 Τούρκων ιππέων και ζήτησε επειγόντως βοήθεια, την οποία ο αυτοκράτορας δεν έστελνε διότι αγνοούσε ότι ήταν δυνατό να είναι αντιμέτωπος με τόσο σημαντική εχθρική δύναμη, ενώ μάλιστα κατηγόρησε δημόσια το Βρυέννιο ως δειλό και ανίκανο. Επειδή οι εκλήσεις έρχονταν συνέχεια ο Ρωμανός έστειλε το Νικηφόρο Βασιλάκιο, Δούκα Θεοδοσιουπόλεως για βοήθεια. Οι δύο άνδρες ένωσαν τις δυνάμεις τους και πραγματοποίησαν μία θυελλώση επέλαση κατά των Σελτζούκων, Σαρακηνών και Κούρδων αντιπάλων τους μέχρι το στρατόπεδο τους. Όμως προέκυψε ασυννενοησία και ενώ ο Βασιλάκιος συνέχιζε την καταδίωξη, ο Βρυέννιος θεώρησε ότι ήταν ασύνετο να συνεχίσει και σταμάτησε. Έτσι ο γενναίος Βασιλάκιος πού είχε προσεγγίσει το εχθρικό στρατόπεδο, δέχτηκε αντεπίθεση και χάθηκαν και οι τρείς χιλιάδες ιππείς πού τον ακολουθούσαν ενώ ο ίδιος πιάστηκε αιχμάλωτος. Ο Βρυέννιος επέστρεψε στο αυτοκρατορικό στρατόπεδο, το οποίο εκείνο το βράδυ περικυκλώθηκε από τούς εχθρούς. Σύμφωνα με τον Ατταλειάτη, εκείνη την ασέληνη νύκτα κατέλαβε πανικός τούς στρατιώτες του στρατοπέδου, όταν μάλιστα οι εχθροί σάρωσαν τούς εκτός στρατοπέδου ευρισκόμενους αναρίθμητους εμπόρους, ζητιάνους, τσαρλατάνους, θεατρίνους, πόρνες κλπ. καθώς και τούς βάρβαρους συμμάχους του Βασιλέα Πατζινάκες, Ούζους και Κουμάνους. Το επόμενο πρωΐ της 22ας Αυγούστου 1071, ο Ρωμανός σύμφωνα με την πάγια τακτική του, όταν βρισκόταν περικυκλωμένος, εξαπέλυσε ξαφνική έξοδο και επίθεση κατά των Μουσουλμάνων. Εξερχόμενο το πεζικό σχημάτισε τετράγωνα, μέσα στα οποία είχαν τοποθετηθεί τοξότες, οι οποίοι ενώ τόξευαν τούς ιππείς του εχθρού, οι ίδιοι προστατεύονταν από τις ασπίδες του κατάφρακτου πεζικού και τις αιχμές των δοράτων. Παρά την αυτομόληση 2.000 Ούζων προς τούς Σελτζούκους ομοεθνείς τους και ενώ τα Βυζαντινά τετράγωνα δέχονταν τις ορδές του μουσουλμανικού ιππικού την μία μετά την άλλη, τα αυτοκρατορικά βέλη σκόρπιζαν τον θάνατο σε ιππείς και άλογα και έτσι οι Βυζαντινοί κατόρθωσαν μία περίλαμπρη νίκη. Αυτή η νίκη έδειξε ότι όταν ο αυτοκρατορικός στρατός πολεμούσε με οργάνωση, πειθαρχία και στηρίζονταν στούς στρατιωτικούς κανόνες οι οποίοι επί αιώνες προστάτευαν την Αυτοκρατορία, ήταν ανίκητος.
Η μάχη………..Παρασκευή 26 Αυγούστου 1071
Γράφεται η τελευταία πράξη του δράματος. Ο Ρωμανός αποφάσισε να επιτεθεί στον αντίπαλο παρατάσσοντας την στρατιά του, στην άγονη πεδιάδα του Μαντζικέρτ, βορείως της λίμνης Βαν. Σύμφωνα με την πάγια Βυζαντινή τακτική, ο στρατός χωρίστηκε σε δύο παράλληλες γραμμές, πού απείχαν η μία από την άλλη μερικές εκατοντάδες μέτρα. Η πρώτη γραμμή αποτελούσε την εμπροσθοφυλακή και το κέντρο της κατείχε ο ίδιος ο Βασιλέας με 15.000 επίλεκτα στρατεύματα. Από αυτούς 5.000 ήταν η περίφημη αυτοκρατορική φρουρά πού αποτελείτο από 3.000 κατάφρακτους ιππότες και 2.000 ιππείς, 4.000 ήταν οι ξανθοί Σκανδιναβοί, πιο γνωστοί ως Βαράγγοι και οι υπόλοιποι 6.000 ήταν οι πιστοί στον Αυτοκράτορα Καππαδόκες. Η αριστερή πτέρυγα περιελάμβανε Μακεδόνες, Θράκες, Θεσσαλούς και Σλάβους, ενώ η δεξιά πτέρυγα Αρμενίους και Ίβηρες. Η οπισθοφυλακή της δεύτερης γραμμής είχε τις εφεδρείες και περιελάμβανε Γερμανούς μισθοφόρους, Χαζάρους, Τούρκους, Γότθους από την Κριμαία, Αλανούς του Καυκάσου, Σύρους, Κουμάνους, Πατζινάκες και μεγάλο μέρος της αριστοκρατίας της πρωτευούσης. Διοικητής της δεξιάς πτέρυγας ήταν ο Θεόδωρος Αλυάτης, στην αριστερή πτέρυγα ο Νικηφόρος Βρυέννιος και στην οπισθοφυλακή ο Ανδρόνικος Δούκας, γιός του Ιωάννη Δούκα εκπροσώπου του Πολιτικού κόμματος και της αριστοκρατίας της Κωνσταντινουπόλεως. Βλέπουμε ότι ο Αυτοκράτορας πολεμούσε στην πρώτη γραμμή, εκθέτοντας τον εαυτό του, ενώ ο Αλπ Αρσλάν είχε εγκατασταθεί στην κορυφή ενός λόφου και από εκεί κατηύθυνε την μάχη. Ενώ έχει φτάσει η ώρα μηδέν, οι Βυζαντινοί βλέπουν έκπληκτοι να καταφθάνει αιφνιδίως στις γραμμές τους την 10η πρωινή, πρεσβεία εκ μέρους του Σουλτάνου με προτάσεις για ειρήνη. Ακολούθησε πολεμικό συμβούλιο στο οποίο επικράτησαν δύο αντίθετες απόψεις και έτσι ο Ρωμανός βρέθηκε στο τρομερό δίλημμα, να δεχτεί έναν ειρηνικό συμβιβασμό με τον Σουλτάνο ή να ξεκινήσει την πολεμική σύρραξη.
Ο αγνός πολεμιστής αντί άλλης απάντησης, φόρεσε μία απλή στρατιωτική πανοπλία γύμνωσε το ξίφος του και κάλπασε προς τα εμπρός, για να συναντήσει το πεπρωμένο πού κάποιο αόρατο χέρι είχε γράψει και το οποίο είχε αποφασίσει ότι σε λίγο θα τελείωναν όλα. Στις δύο το μεσημέρι η πελώρια αυτοκρατορική στρατιά εφορμούσε κατά του αντιπάλου. Η μάχη πού ακολούθησε ήταν σκληρή, ανθρώπινα κορμιά και άλογα σωριάζονταν στο έδαφος, και γύρω στις 7 το απόγευμα, παρατηρήθηκε αθρόα διαρροή στις τάξεις των μουσουλμάνων, σύμφωνα με τον Αρμένιο χρονικογράφο Ματθαίο από την Έδεσσα, και ο Ρωμανός προήλαυνε ακάθεκτος στην καρδιά του εχθρικού στρατεύματος, σκορπίζοντας τον θάνατο στους εχθρούς πού υποχωρούσαν πανικόβλητοι. Για να μην παρασυρθεί όμως σε παγίδα, ο Έλληνας Αυτοκράτορας, σταμάτησε την καταδίωξη και η εμπροσθοφυλακή με άψογο τρόπο, άρχισε να επιστρέφει προς τα μετόπισθεν. Η οπισθοφυλακή πού είχε μείνει αρκετά πίσω από τούς προελαύνοντες, δεν γνώριζε για ποιό λόγο επέστρεφαν τα στρατεύματα.
Τότε συνέβη η χειρότερη προδοσία στα χρόνια του Ελληνισμού και της Ρωμιοσύνης, χειρότερη και από την προδοσία του Εφιάλτη στις Θερμοπύλες, χειρότερη και από την προδοσία της Κερκόπορτας, χειρότερη και από την προδοσία των προσκυνημένων του Νενέκου. Δυστυχώς πρέπει να συμβιβαστούμε με την πραγματικότητα πού διδάσκει η ιστορία μας………είχαμε πολλούς ήρωες οι οποίοι έδωσαν το αίμα τους για την πατρίδα και το Γένος μας, αλλά είχαμε και έχουμε πολλούς προδότες, οι οποίοι με γνώμονα την προσωπική τους ευτυχία και ματαιοδοξία πρόδωσαν και προδίδουν αυτό πού εμείς σήμερα ονομάζουμε Ελλάδα. Ο Ανδρόνικος Δούκας και η εχθρική προς τον Ρωμανό αριστοκρατία πού βρισκόταν στα μετόπισθεν, άρχισαν να διαδίδουν με αστραπιαία ταχύτητα ότι ο Αυτοκράτορας σκοτώθηκε και η εμπροσθοφυλακή οπισθοχωρούσε. Στρέφοντας τα νώτα τους όσοι σκόρπιζαν ψευδείς ειδήσεις, άρχιζαν να καλπάζουν προς το στρατόπεδο, σκορπίζοντας τον πανικό σε ολόκληρη την οπισθοφυλακή και τις εφεδρείες. Ο Αλπ Αρσλάν από το παρατηρητήριο του, έκπληκτος είδε την Βυζαντινή στρατιά να αυτοδιαλύεται και η επέλαση του εχθρού να μετατρέπεται σε άτακτη φυγή, ενώ ο αυτοκράτορας με τα στρατεύματά του να απομονώνεται από το κυρίως στράτευμα. Σείστηκε το έδαφος από τις χιλιάδες οπλές των ίππων του Μουσουλμανικού ιππικού πού εφόρμησαν κατά του απομονωμένου και αβοήθητου Ρωμηού αυτοκράτορα. Επακολούθησε άνιση μάχη η οποία κατέληξε σε γενική σφαγή των πιό γενναίων και πιστών στρατιωτών του Ρωμανού, των Καππαδοκών και των Αρμενίων. Ο ίδιος τρυπημένος από βέλος συνέχισε να μάχεται με την ίδια μανία μέχρι πού έπεσε.
Την άλλη μέρα οι νικητές ανέσυραν τον τραυματισμένο Αυτοκράτορα και τον έφεραν ενώπιον του Σουλτάνου. Δεν πίστευε ο Αλπ Αρσλάν ότι ο άνθρωπος με τον απλό στρατιωτικό μανδύα ήταν ο Αυτοκράτορας των Ρούμ, και μόνο όταν ο Νικηφόρος Βασιλάκιος έπεσε στα πόδια του Βασιλιά του, σπαράζοντας από τούς λυγμούς, ο Σουλτάνος πείστηκε και αμέσως σηκώθηκε και έβαλε το πόδι του στον τράχηλο του ηττημένου αντιπάλου του. Ο εχθρός των Ρωμιών φέρθηκε με άψογο τρόπο στον Ρωμανό, τον περιποιήθηκε με άψογη ευγένεια και χωρίς υπεροψία, συζήτησαν επανειλημμένα για την μάχη. O Σελτζούκος Αμιράς του επισήμανε ότι ο ηγέτης δεν πρέπει να απομακρύνεται από το κυρίως σώμα του στρατού του, και οι στρατηγοί πού πολεμούν παρά τω πλευρό του, πρέπει να του είναι έμπιστοι και αφοσιωμένοι. Όταν τον ρώτησε ποιά τύχη του επιφύλασσε αν τα πράγματα είχαν αντίθετη τροπή, ο Διογένης χωρίς δισταγμό του απάντησε ότι θα τον σκότωνε. Οι δύο άνδρες υπέγραψαν συνθήκη ειρήνης, σύμφωνα με την οποία αμφότεροι θα αποσύρονταν στα εδάφη τους, δεν θα επαναλαμβάνονταν οι επιδρομές και η Αυτοκρατορία θα κατέβαλλε φόρο υποτέλειας στον Σουλτάνο.
Ενώ η τροπή των πραγμάτων ήταν πέρα ως πέρα θετική για τα μελλούμενα του Βυζαντινού κράτους, αφού ο αυτοκράτορας με ευνοϊκούς όρους επέστρεφε ελεύθερος στην Κωνσταντινούπολη, η Σύγκλητος και το Πολιτικό κόμμα είχαν άλλα στο νου τους. Έπρεπε να ολοκληρώσουν τα εγκληματικά τους σχέδια, αδιαφορώντας ότι αν ο Ρωμανός έφευγε από την μέση οι Τούρκοι δενδεσμεύονταν από συνθήκες και έτσι θα επαναλάμβαναν τις επιδρομές τους προς τα ανατολικά θέματα. Έτσι με εισήγηση του καταχθόνιου Ψελλού, αποκηρύχθηκε ο Ρωμανός και σε συνεργασία με τον Καίσαρα Ιωάννη Δούκα και τούς γιούς του Ανδρόνικο και Κωνσταντίνο, αναγόρευσαν τον γιό της Ευδοκίας Μιχαήλ Ζ’ Δούκα, ως Αυτοκράτορα, ενώ την ίδια την εξανάγκασαν να ασπαστεί το μοναχικό σχήμα. Τάχιστα απέστειλαν διάταγμα προς όλες τις ανατολικές επαρχίες με το οποίο τις καλούσαν να συλλάβουν τον Ρωμανό, ενώ έδειξαν μία σπουδή άνευ προηγουμένου, για να συγκροτήσουν στρατιωτική δύναμη προκειμένου να τον αντιμετωπίσουν. Μία σπουδή πού ουδέποτε είχαν δείξει όταν επρόκειτο να αντιμετωπίσουν τούς ξένους εισβολείς.
Ο επίλογος
Η συνέχεια έμελλε να είναι οδυνηρή για τον Ρωμανό. Η μοίρα τον καταδίωκε αλύπητα. Ενώ συγκέντρωσε αξιόλογο στράτευμα πού αποτελείτο από τούς έμπιστους Καππαδόκες, καθυστέρησε να κινηθεί προς την Βασιλεύουσα, και κατευθύνθηκε προς την Καππαδοκία. Στις μάχες πού ακολούθησαν, οι κυβερνητικοί επικουρούμενοι από τούς Φράγκους μισθοφόρους του Κρισπίνου, νίκησαν κατά κράτος τα στρατεύματα του Ρωμανού και έδειξαν την απανθρωπιά τους τυφλώνοντας τον στρατηγό Θεόδωρο Αλυάτη και τον Αρμένιο Δούκα της Αντιοχείας Χατατούριο, πού είχαν συμμαχήσει με τον ηττημένο του Μαντζικέρτ. Ο ίδιος ο Ρωμανός παραδόθηκε στούς διώκτες του, και παρά την αρχική συμφωνία πού είχε γίνει για την σωματική του ακεραιότητα, τον τύφλωσαν, τον μετέφεραν στη νήσο Πρώτη της Προποντίδος, όπου και πέθανε τον Αύγουστο του 1072, μέσα σε αφόρητους πόνους πού είχαν προκαλέσει οι πληγές του. Έτσι η έκφυλη άρχουσα τάξη της αριστοκρατίας και των πλουσίων, άνοιξε τις πύλες προς τούς Ασιάτες νομάδες πού έμελλε να κυριαρχήσουν στην Μικρά Ασία, να την ερημώσουν και να σβήσουν όλα τα σημάδια προηγούμενων πολιτισμών πού είχαν φωτίσει με τα φώτα τους ολόκληρη την ανθρωπότητα. Η κοιτίδα της αρχαίας Ελληνικής φιλοσοφίας και επιστημών, η γενέτειρα του Ομήρου, του Θαλή, του Ηροδότου, του Στράβωνα, του Διογένη, αλλά και η κοιτίδα της Ορθοδοξίας, αφού εκεί δίδαξε ο Μέγας Βασίλειος, ο Ιωάννης Χρυσόστομος, ο Άγιος Νικόλαος, ο Μέγας Φώτιος έμελλε να χάσει την Ελληνική της ταυτότητα.
Ο πιο αγαπητός μαθητής τού Μιχαήλ Ψελλού, ο Μιχαήλ Ζ΄ Δούκας, ήταν ο τελευταίος της σειράς των ανίκανων Αυτοκρατόρων οι οποίοι βασίλευσαν από το 1025 έως το 1079. Σύμφωνα με τις κολακευτικές προτροπές και επιταγές του πρώτου, ασχολήθηκε περισσότερο με την ποίηση και την φιλοσοφία, παρά με τις κρατικές υποθέσεις. Παρόλα αυτά, κάποια μέρα, αποφάσισε να τον απομακρύνει από το παλάτι προς χάριν κάποιου άλλου λόγιου. Ο Ψελλός απομονώθηκε σε κάποιο μοναστήρι και πέθανε το 1078, αγνοημένος από όλους και εκδιωγμένος για πάντα από το περιβάλλον της εξουσίας το οποίο αποτελούσε το οξυγόνο που τον διατηρούσε ζωντανό – ίσως η πιο αρμόζουσα τιμωρία για έναν άνθρωπο σαν αυτόν. Διακατεχόμενος από ένα κρυφό σύμπλεγμα ανωτερότητας, περιφρονώντας κατά βάθος, κάθε μορφή εξουσίας, ο μηχανορράφος φιλόσοφος, κατηγόρησε όλους τους Αυτοκράτορες της εποχής του ως υπεύθυνους για την καταστροφή της Αυτοκρατορίας. Ο ίδιος φυσικά δεν συμπεριέλαβε ποτέ τον εαυτό του ανάμεσα στους υπεύθυνους, παρότι όλοι υπήρξαν εκούσια ή ακούσια όργανα της δαιμόνιας χειραγωγίας του. Η προδοσία του Ρωμανού υπήρξε το μεγαλύτερο «επίτευγμα» της ζωής του, αν και μερικοί θεωρούν την χρονογραφία του…
Ο Αλπ Αρσλάν πέθανε το 1072, λίγους μήνες μετά τον Ρωμανό. Κατά ειρωνική σύμπτωση, αιτία του θανάτου του ήταν η υπεροψία και η βαναυσότητά του, ελαττώματα για τα οποία είχε κατακρίνει τον Ρωμανό. Με απώτερο σκοπό την συνένωση ολόκληρου του μουσουλμανικού κόσμου, επέκτεινε τα σύνορα της νεοσύστατης αυτοκρατορίας του προς το Τουρκεστάν, την κοιτίδα των προγόνων του. Στην πορεία του καθυπέταξε πόλεις και πολιόρκησε οχυρά. Το φρούριο του Μπαρζάμ, υπερασπιζόμενο από τον ακατάβλητο Χωράσμιο Ιρανό Γιουσούφ Κοτουάλ, προέβαλε σθεναρή αντίσταση. Όταν τελικά κατελήφθη, ο Κοτουάλ οδηγήθηκε αιχμάλωτος μπροστά στον Σουλτάνο. Ο ένας χρόνος που είχε περάσει από την νίκη του στο Ματζικέρτ είχε σβήσει εύκολα από το μυαλό του τα λόγια του περί «…συγχώρεσης προς τους κακούς». Μόλις αντίκρισε τον αιχμάλωτο αντίπαλό του, διέταξε να βασανιστεί μέχρι θανάτου. Οργισμένος ο Κοτουάλ, χωρίς να έχει πλέον τίποτα να χάσει, πέρα από έναν αργό, μαρτυρικό θάνατο, προσέβαλε κατάμουτρα τον Σουλτάνο, αποκαλώντας τον δειλό. Ο πάντοτε γενναίος Αλπ Αρσλάν, διέταξε τους φρουρούς να τον απελευθερώσουν για να αναμετρηθούν μόνοι τους. Ο Κοτουάλ τράβηξε ένα μαχαίρι και όρμησε μανιασμένος κατά του Σουλτάνου. Ο Αλπ Αρσλάν όμως, ήταν ένας από τους δεινότερους τοξότες της εποχής του. Με αξιοθαύμαστη ταχύτητα έβαλε ένα βέλος στη χορδή του τόξου του. Την στιγμή που το χέρι του απελευθέρωνε την χορδή, το πόδι του γλίστρησε. Το βέλος αστόχησε για ελάχιστα εκατοστά και την επόμενη στιγμή ο Κοτουάλ κάρφωνε το μαχαίρι του στο στήθος του. Τέσσερις ημέρες αργότερα ο νικητής του Ματζικέρτ θα υπέκυπτε στο μοιραίο τραύμα του. Ήταν 42 χρονών και είχε βασιλεύσει επί 10 χρόνια. Συνειδητοποιώντας ότι είχε τιμωρηθεί για την υπεροψία του, διέταξε να γραφή στον τάφο του η ακόλουθη επιγραφή:
«Όλοι εσείς που είδατε το μεγαλείο του Αλπ Αρσλάν να αγγίζει τα ουράνια, δείτε το τώρα να μετατρέπεται σε σκόνη».
Η Ευδοκία έζησε άλλα 25 χρόνια, αφοσιωμένη μόνο στα γράμματα και την ποίηση. Ο Ιωάννης Δούκας άσκησε την εξουσία πίσω από τον θρόνο του ανεψιού του, και γιού της Ευδοκίας, Μιχαήλ Ζ΄. Κάποια στιγμή όμως, ελλείψει άλλων στρατηγών, στάλθηκε να πολεμήσει τους Τούρκους. Ηττήθηκε στη μάχη, αιχμαλωτίστηκε και απελευθερώθηκε. Μόλις επέστρεψε εκάρη μοναχός και διατήρησε την παρασκηνιακή εξουσία ακόμη και με την νέα του ιδιότητα, μέχρι το τέλος της βασιλείας του ανεψιού του. Το 1078 ο στρατηγός Νικηφόρος Βοτανειάτης, επαναστάτησε εναντίον του Μιχαήλ Ζ΄ Δούκα και ανακηρύχθηκε Αυτοκράτωρ, αλλά θα βασίλευε ελάχιστα. Ο αχώριστος σύντροφος και συμπολεμιστής του Ρωμανού, Νικηφόρος Βασιλάκιος, παρέμεινε πάντοτε αμετανόητος και πιστός στο όραμά του. Το ίδιο έτος επαναστάτησε κατά του Βοτανειάτη, αλλά νικήθηκε από τον Αλέξιο Κομνηνό και είχε το ίδιο τέλος με τον Ρωμανό: τυφλώθηκε και πέθανε αφανής.
Πηγές: 1. http://www.agiasofia.com/greek/greek.php
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Alfred Friendly “The Dreadful Day, the Battle of Manzikert 1071”, University Press of Virginia, 1982.
2. Toumanoff, C. “The Background to Mantzikert”, International Congress of Byzantine Studies, London, 1967.
3. John Julius Norwich “Byzantium, The Apogee”, Penguin Books, 1993
4. K. Παπαρρηγόπουλου «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», Εκδόσεις Αλέξανδρος.
5. Μιχαήλ Ατταλειάτης «Ιστορία», Εκδόσεις Κανάκη 1997.
6. Μιχαήλ Ψελλός «Χρονογραφία», Εκδόσεις Κανάκη 1996.
7. Κώστα Κυριαζή «Ρωμανός Δ΄Διογένης», Εστία 1974.
8. John Haldon “The Byzantine Wars”, Tempus Publishing, 2001.
9. Νίκος Τσάγγας “Μαντζικέρτ, Η Αρχή του Τέλους του Μεσαιωνικού Ελληνισμού”, Εκδόσεις Γκοβόστη.
10. Ian Heath & Angus McBride “Byzantine Armies 886-1118”, Osprey Publishing, 1979.
11. Time-Life Παγκόσμια Ιστορία, εκδόσεις Καπόπουλος, Αθήνα 1991.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου