6 Ιουνίου 2014
Γιατί άργησε τόσο το δεύτερο μέτωπο κατά των Γερμανών που ζητούσε ο
Στάλιν από το καλοκαίρι του ’41. Τι περίμενε και τι επιδίωκε η Δύση στη
γεωπολιτική σκακιέρα του πολέμου. Πότε πάρθηκε η απόφαση για τη μεγάλη
απόβαση.
Στις 6
Ιουνίου του 1944 εκατοντάδες χιλιάδες Βρετανοί, Αμερικανοί και Καναδοί στρατιώτες
αποβιβάστηκαν στη Νορμανδία, στη μεγαλύτερη αμφίβια επιχείρηση της ιστορίας. Ένωσαν
έτσι την τύχη τους, με τους σοβιετικούς στρατιώτες που παρέλαυναν από βορά. Τη
στιγμή όμως που εκατομμύρια άνθρωποι στα χαρακώματα χάριζαν με αυταπάρνηση τη
ζωή τους στη μάχη για τα πιστεύω τους, στα γραφεία των υψηλά ισταμένων στη
Μόσχα, στο Λονδίνο και στην Ουάσιγκτον βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη ένα ύπουλο
παιχνίδι, με έπαθλο την Ευρώπη και ίσως ολόκληρο τον κόσμο.
Το δεύτερο μέτωπο σε ευρωπαϊκό έδαφος, γεννήθηκε στη διάρκεια ενός πολυπλοκότατου γεωπολιτικού παιχνιδιού, στο οποίο οι σύμμαχοι κοίταζαν μακριά στο μέλλον, ενώ από την αρχή ήδη του πολέμου πρόβαραν νέους ρόλους για τα κράτη τους στον μεταπολεμικό κόσμο. Πριν από τον πόλεμο η ΕΣΣΔ και οι χώρες της Δύσης ήταν, αν όχι εχθροί, τότε το λιγότερο ανταγωνιστές και κανείς δεν είχε αυταπάτες ότι μετά τη νίκη κατά του κοινού εχθρού, η επικράτηση της ειρήνης και της ευδαιμονίας δεν θα είναι εύκολη υπόθεση. Όμως, η σκληρή πραγματικότητα του πολέμου υπαγόρευε τους όρους της.
Ο Ιωσήφ Στάλιν έθεσε το ζήτημα για την οργάνωση ενός δεύτερου μετώπου, στις 18 Ιουλίου 1941. Αρχικά πρότεινε στον Τσόρτσιλ «να αποβιβάσει 25-30 μεραρχίες στο Αρχάνγκελσκ ή να τις μεταφέρει μέσω του Ιράν στις νότιες περιοχές της ΕΣΣΔ», είτε να χρησιμοποιήσει την αεροπορία του από τα αεροδρόμια της Κριμαίας για την καταστροφή του βασικού κέντρου ανεφοδιασμού του Ράιχ, των ρουμανικών πετρελαιοπηγών στο Πλοέστι.
«Η πολύ συγκρατημένη στάση» του Λονδίνου και της Ουάσιγκτον στο θέμα της βοήθειας προς την ΕΣΣΔ, δεν οφειλόταν μόνο στην εχθρική στάση απέναντι στο κομμουνιστικό καθεστώς, αλλά και στη σκέψη ότι ο κεραυνοβόλος πόλεμος στη Ρωσία μπορεί να τελειώσει με τον ίδιο τρόπο, όπως στη Γαλλία. Όπως σημειώνουν οι «επίσημοι» άγγλοι ιστορικοί Μπάτλερ και Γκουάιερ, «κανείς δεν ήθελε να χάσει πολύτιμες στρατιωτικές δυνάμεις στο χάος του ρωσικού μετώπου που είχε καταρρεύσει, τη στιγμή που οι δυνάμεις αυτές θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σε οποιοδήποτε άλλο μέρος». Στις 6 Νοεμβρίου ο Τσόρτσιλ προειδοποίησε τον υπουργό Εξωτερικών Ίντεν που αναχωρούσε για τη Μόσχα, «να μην υποσχεθεί τίποτα».
Η υπόσχεση του Ρούζβελτ, σύμφωνα με τον άγγλο ιστορικό Πάρκινσον, αποδείχθηκε και αυτή «αστήρικτα αισιόδοξη». Την ίδια μέρα, την 1η Ιουνίου, η αγγλική επιτροπή επιτελικών διοικητών εκφράστηκε κατά του σχεδίου εισβολής μέσω του Λα Μανς μέσα στο 1942. Στις 23 Ιουλίου ο Στάλιν διαπίστωνε, στην επιστολή του προς τον Τσόρτσιλ, ότι το θέμα της οργάνωσης ενός δεύτερου μετώπου στην Ευρώπη αρχίζει και αποκτά «μη σοβαρό χαρακτήρα».
Αξίζει να σημειωθεί ότι η υποχώρηση του σοβιετικού στρατού το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1942 δεν έφερε καθόλου πιο κοντά τη συμμαχική βοήθεια, μάλλον το αντίθετο. Τη στάση που τήρησε η Δύση απέναντι στην ΕΣΣΔ, ο διδάκτορας ιστορικών επιστημών και πρέσβης της ΕΣΣΔ στη Δυτική Γερμανία (1971-1978), Βαλεντίν Φάλιν, την περιέγραψε ως εξής: «Η μόνη σκοτούρα των συμμάχων ήταν να μην αποτύχουν τη στιγμή της αλήθειας (όταν το Γ΄ Ράιχ θα έχει βυθιστεί) να εμποδίσουν την επέκταση του μπολσεβικισμού στην Ευρώπη».
Αμερικανοί στρατιώτες. Πηγή: Ullsteinhaus Bild / Vostock Photo
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της αγγλοαμερικανικής διάσκεψης στην Καζαμπλάνκα, κατέστη σαφές ότι το άνοιγμα του δεύτερου μετώπου μετατίθεται για το 1944.
Οι προετοιμασίες των συμμάχων στη Μεσόγειο και η επακόλουθη απόβαση στη Σικελία ελάχιστα μετέβαλλαν την κατάσταση για την ΕΣΣΔ. Πραγματοποιώντας μια συνολική επιστράτευση όλων των δυνάμεων και μέσων που διέθετε, η ναζιστική Γερμανία στις 5 Ιουλίου 1943 εξαπέλυσε την τρίτη θερινή επίθεση κατά της Σοβιετικής Ένωσης, στην πεδιάδα του Κουρσκ. Ο Στάλιν ανακάλεσε και μετά αντικατέστησε τους σοβιετικούς πρέσβεις σε Ουάσιγκτον και Λονδίνο...
Ο διδάκτορας ιστορικών επιστημών και βετεράνος εκείνου του πολέμου, Ολέγκ Ρζεσέβσκι, επισημαίνει κάποιου είδους νομοτέλεια στις ενέργειες των συμμάχων, αναφέροντας ότι «Η ιστορία επαναλήφθηκε. Παραμονές της νέας θερινής επίθεσης της Βέρμαχτ οι σύμμαχοι ανακοίνωσαν τη χρονική μετάθεση του ανοίγματος του δεύτερου μετώπου, ελάττωναν ή διέκοπταν εντελώς τον ανεφοδιασμό της ΕΣΣΔ με στρατιωτικό υλικό. Το ίδιο είχε γίνει το 1942, το ίδιο συνέβη και τώρα το 1943. Τα συμπεράσματα έβγαιναν από μόνα τους».
Ξεκινώντας από το 1943, η σοβιετική ηγεσία λάμβανε τακτικά πληροφορίες από τις υπηρεσίες κατασκοπείας για μυστικές επαφές της γερμανικής αντιπολίτευσης με τις κυβερνήσεις των ΗΠΑ και της Αγγλίας. Το έπος του Κουρσκ συνεχιζόταν, όταν στις συνομιλίες του Κεμπέκ με τη συμμετοχή των Ρούζβελτ, Τσόρτσιλ και των στενότερων συμβούλων τους εξεταζόταν το ζήτημα του «αν θα βοηθήσουν οι Γερμανοί» την είσοδο των στρατευμάτων των δυτικών δυνάμεων στο έδαφος της Γερμανίας, «για αντίσταση στους Ρώσους». Ταυτόχρονα με το σχέδιο απόβασης στη Νορμανδία Overlord, εγκρίθηκε και το σχέδιο Rankin, το οποίο είχε ως βασικό στόχο να επέλθει μια συνεννόηση με την απογοητευμένη από τον Χίτλερ γερμανική ελίτ, για επικείμενη μη αντίσταση της Βέρμαχτ σε περίπτωση συμμαχικής απόβασης. Αυτό θα επέτρεπε παράλληλα να καταληφθεί το μεγαλύτερο τμήμα του ευρωπαϊκού εδάφους, πριν αυτό προλάβει να το κάνει η ΕΣΣΔ. Στις 24 Μαΐου του 1944 το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών πληροφόρησε την πρεσβεία της ΕΣΣΔ στην Ουάσιγκτον ότι «πρόσφατα στους αμερικανούς εκπροσώπους στην Ελβετία απευθύνθηκαν δυο απεσταλμένοι μιας γερμανικής πολιτικής ομάδας με την πρόταση της ανατροπής του ναζιστικού καθεστώτος». Ουσιαστικά προειδοποιούσαν τη Μόσχα ότι οι δυτικές δυνάμεις έχουν στην τσέπη μια εφεδρική επιλογή για τον τερματισμό του πολέμου με τη Γερμανία και αυτή θα εφαρμοστεί αν η ΕΣΣΔ δεν «σεβαστεί» τις αξιώσεις των συμμάχων. Τα σχέδια των συμμάχων ματαίωσε η αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας του Χίτλερ από τον συνταγματάρχη Στάουφενμπεργκ. Στο Ράιχ ξεκίνησε μια πυρετώδης εκκαθάριση του στρατού και όλων των κρατικών αρχών από τους συνωμότες και τους αντιφρονούντες. Η εφεδρική επιλογή απάλειψης του Δυτικού μετώπου δεν ευοδώθηκε, εφόσον ο φύρερ παρέμεινε ζωντανός.
Θα μπορούσε η ΕΣΣΔ να νικήσει τη Γερμανία χωρίς τη βοήθεια των συμμάχων; Ένας από τους πιο γνωστούς και δημοφιλείς ιστορικούς, ο Αλεξέι Ισάεβ, πιστεύει ότι θα μπορούσε. Όπως αναφέρει, «πραγματικά ο Κόκκινος Στρατός μπορούσε να συνεχίσει περαιτέρω την προέλασή του και οι πιθανότητες να καταφέρουν οι Γερμανοί να την ανακόψουν, ήταν ελάχιστες. Ωστόσο, οι απώλειες θα ήταν πολύ μεγαλύτερες». Η έστω και καθυστερημένη βοήθεια της Δύσης έσωσε πιθανότατα τη ζωή εκατοντάδων χιλιάδων σοβιετικών στρατιωτών.
«Οι στρατιώτες των συμμάχων –αναφέρει ο Φάλιν- εκτέλεσαν με τιμιότητα το καθήκον τους. Τη συμβολή τους στη συντριβή του ναζισμού δεν μειώνουν ούτε οι μηχανορραφίες του Τσόρτσιλ, ούτε η συμπεριφορά του Ρούζβελτ. Την αναγνώριση αξίζουν όλοι όσοι στήριξαν τον σοβιετικό λαό στον θανάσιμο αγώνα κατά του Γ΄ Ράιχ, με την αλληλεγγύη τους, τις αποστολές τροφίμων, φαρμάκων, μεταφορικών μέσων». Η άποψη αυτή του ιστορικού για τον ρόλο του δεύτερου μετώπου, κατά τη γνώμη μας, χαρακτηρίζει με τον καλύτερο τρόπο τα όσα συνέβησαν 70 χρόνια πριν.
Σας ενδιαφέρει η ιστορία του Β' Παγκοσμίου Πολέμου; Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας κάτω από το κείμενο ή στη σελίδα μας στο Facebook!
Το δεύτερο μέτωπο σε ευρωπαϊκό έδαφος, γεννήθηκε στη διάρκεια ενός πολυπλοκότατου γεωπολιτικού παιχνιδιού, στο οποίο οι σύμμαχοι κοίταζαν μακριά στο μέλλον, ενώ από την αρχή ήδη του πολέμου πρόβαραν νέους ρόλους για τα κράτη τους στον μεταπολεμικό κόσμο. Πριν από τον πόλεμο η ΕΣΣΔ και οι χώρες της Δύσης ήταν, αν όχι εχθροί, τότε το λιγότερο ανταγωνιστές και κανείς δεν είχε αυταπάτες ότι μετά τη νίκη κατά του κοινού εχθρού, η επικράτηση της ειρήνης και της ευδαιμονίας δεν θα είναι εύκολη υπόθεση. Όμως, η σκληρή πραγματικότητα του πολέμου υπαγόρευε τους όρους της.
Χωρίς βοήθεια κατά του Άξονα
Στις 22
Ιουνίου 1941 η ΕΣΣΔ βρέθηκε ντε φάκτο να πολεμά μόνη της, εναντίον της
Γερμανίας, στο μεγαλύτερο τμήμα της Ευρώπης, αφήνοντας κατά μέρος την
πιθανότητα ότι ανά πάσα στιγμή μπορούσαν να εισέλθουν στον πόλεμο η Τουρκία και
η Ιαπωνία. Η Βρετανία και οι ΗΠΑ, των οποίων οι πολιτικοί πριν από τον πόλεμο
στις ομιλίες τους ασκούσαν κριτική σε βάρος της ΕΣΣΔ, όμοια με αυτή κατά της
χιτλερικής Γερμανίας, συνειδητοποιούσαν ότι χωρίς την ΕΣΣΔ οι δυνάμεις τους
στον αγώνα με τις κύριες δυνάμεις του Άξονα ήταν λιγότερες. Ο Ιωσήφ Στάλιν έθεσε το ζήτημα για την οργάνωση ενός δεύτερου μετώπου, στις 18 Ιουλίου 1941. Αρχικά πρότεινε στον Τσόρτσιλ «να αποβιβάσει 25-30 μεραρχίες στο Αρχάνγκελσκ ή να τις μεταφέρει μέσω του Ιράν στις νότιες περιοχές της ΕΣΣΔ», είτε να χρησιμοποιήσει την αεροπορία του από τα αεροδρόμια της Κριμαίας για την καταστροφή του βασικού κέντρου ανεφοδιασμού του Ράιχ, των ρουμανικών πετρελαιοπηγών στο Πλοέστι.
«Η πολύ συγκρατημένη στάση» του Λονδίνου και της Ουάσιγκτον στο θέμα της βοήθειας προς την ΕΣΣΔ, δεν οφειλόταν μόνο στην εχθρική στάση απέναντι στο κομμουνιστικό καθεστώς, αλλά και στη σκέψη ότι ο κεραυνοβόλος πόλεμος στη Ρωσία μπορεί να τελειώσει με τον ίδιο τρόπο, όπως στη Γαλλία. Όπως σημειώνουν οι «επίσημοι» άγγλοι ιστορικοί Μπάτλερ και Γκουάιερ, «κανείς δεν ήθελε να χάσει πολύτιμες στρατιωτικές δυνάμεις στο χάος του ρωσικού μετώπου που είχε καταρρεύσει, τη στιγμή που οι δυνάμεις αυτές θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σε οποιοδήποτε άλλο μέρος». Στις 6 Νοεμβρίου ο Τσόρτσιλ προειδοποίησε τον υπουργό Εξωτερικών Ίντεν που αναχωρούσε για τη Μόσχα, «να μην υποσχεθεί τίποτα».
Υποσχέσεις χωρίς αντίκρισμα
Τον
Δεκέμβριο όμως η κατάσταση άλλαξε. Κατέστη σαφές ότι το μπλιτς κριγκ (κεραυνοβόλος
πόλεμος) εναντίον της Ρωσίας απέτυχε. Ως τον Μάιο η Μόσχα, το
Λονδίνο και η Ουάσιγκτον πραγματοποιούσαν διαπραγματεύσεις, οι οποίες ολοκληρώθηκαν
με την περιοδεία του εθνικού επιτρόπου επί των Εξωτερικών της ΕΣΣΔ, Βιατσεσλάβ
Μόλοτοφ, στην Αγγλία και στις ΗΠΑ. Εκεί υπογράφηκαν οι συμφωνίες συμμαχίας στον
πόλεμο κατά της ναζιστικής Γερμανίας και των συνεργατών τους στην Ευρώπη. Ο
Μόλοτοφ όμως χρειαζόταν εγγυήσεις για το άνοιγμα του δεύτερου μετώπου, τις
οποίες και κατάφερε να λάβει από τον Ρούζβελτ. Στο Λονδίνο ο υπουργός
Εξωτερικών της ΕΣΣΔ ζήτησε ευθέως «να απασχοληθούν σε
μάχες στη Δυτική Ευρώπη τουλάχιστον 40 γερμανικές μεραρχίες», αλλά ο Τσόρτσιλ
απέφυγε να δώσει μια ξεκάθαρη απάντηση.Η υπόσχεση του Ρούζβελτ, σύμφωνα με τον άγγλο ιστορικό Πάρκινσον, αποδείχθηκε και αυτή «αστήρικτα αισιόδοξη». Την ίδια μέρα, την 1η Ιουνίου, η αγγλική επιτροπή επιτελικών διοικητών εκφράστηκε κατά του σχεδίου εισβολής μέσω του Λα Μανς μέσα στο 1942. Στις 23 Ιουλίου ο Στάλιν διαπίστωνε, στην επιστολή του προς τον Τσόρτσιλ, ότι το θέμα της οργάνωσης ενός δεύτερου μετώπου στην Ευρώπη αρχίζει και αποκτά «μη σοβαρό χαρακτήρα».
Αξίζει να σημειωθεί ότι η υποχώρηση του σοβιετικού στρατού το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1942 δεν έφερε καθόλου πιο κοντά τη συμμαχική βοήθεια, μάλλον το αντίθετο. Τη στάση που τήρησε η Δύση απέναντι στην ΕΣΣΔ, ο διδάκτορας ιστορικών επιστημών και πρέσβης της ΕΣΣΔ στη Δυτική Γερμανία (1971-1978), Βαλεντίν Φάλιν, την περιέγραψε ως εξής: «Η μόνη σκοτούρα των συμμάχων ήταν να μην αποτύχουν τη στιγμή της αλήθειας (όταν το Γ΄ Ράιχ θα έχει βυθιστεί) να εμποδίσουν την επέκταση του μπολσεβικισμού στην Ευρώπη».
Μόνη η ΕΣΣΔ και στην τρίτη θερινή επίθεση
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της αγγλοαμερικανικής διάσκεψης στην Καζαμπλάνκα, κατέστη σαφές ότι το άνοιγμα του δεύτερου μετώπου μετατίθεται για το 1944.
Οι προετοιμασίες των συμμάχων στη Μεσόγειο και η επακόλουθη απόβαση στη Σικελία ελάχιστα μετέβαλλαν την κατάσταση για την ΕΣΣΔ. Πραγματοποιώντας μια συνολική επιστράτευση όλων των δυνάμεων και μέσων που διέθετε, η ναζιστική Γερμανία στις 5 Ιουλίου 1943 εξαπέλυσε την τρίτη θερινή επίθεση κατά της Σοβιετικής Ένωσης, στην πεδιάδα του Κουρσκ. Ο Στάλιν ανακάλεσε και μετά αντικατέστησε τους σοβιετικούς πρέσβεις σε Ουάσιγκτον και Λονδίνο...
Ο διδάκτορας ιστορικών επιστημών και βετεράνος εκείνου του πολέμου, Ολέγκ Ρζεσέβσκι, επισημαίνει κάποιου είδους νομοτέλεια στις ενέργειες των συμμάχων, αναφέροντας ότι «Η ιστορία επαναλήφθηκε. Παραμονές της νέας θερινής επίθεσης της Βέρμαχτ οι σύμμαχοι ανακοίνωσαν τη χρονική μετάθεση του ανοίγματος του δεύτερου μετώπου, ελάττωναν ή διέκοπταν εντελώς τον ανεφοδιασμό της ΕΣΣΔ με στρατιωτικό υλικό. Το ίδιο είχε γίνει το 1942, το ίδιο συνέβη και τώρα το 1943. Τα συμπεράσματα έβγαιναν από μόνα τους».
Παιχνίδι στη σκακιέρα
Τα γεγονότα
που έλαβαν χώρα στη διάρκεια του καλοκαιριού και φθινοπώρου του 1943 στο
γερμανοσοβιετικό μέτωπο, μετέβαλλαν δραματικά τη στρατιωτικοπολιτική κατάσταση.
Έγινε προφανές ότι η Γερμανία είναι καταδικασμένη και ότι να την καταδικάσει
μπορεί από μόνη της η ΕΣΣΔ. Η απόφαση για το άνοιγμα του δεύτερου μετώπου
ελήφθη στις 28 Νοεμβρίου 1943 στη διάσκεψη της Τεχεράνης.Ξεκινώντας από το 1943, η σοβιετική ηγεσία λάμβανε τακτικά πληροφορίες από τις υπηρεσίες κατασκοπείας για μυστικές επαφές της γερμανικής αντιπολίτευσης με τις κυβερνήσεις των ΗΠΑ και της Αγγλίας. Το έπος του Κουρσκ συνεχιζόταν, όταν στις συνομιλίες του Κεμπέκ με τη συμμετοχή των Ρούζβελτ, Τσόρτσιλ και των στενότερων συμβούλων τους εξεταζόταν το ζήτημα του «αν θα βοηθήσουν οι Γερμανοί» την είσοδο των στρατευμάτων των δυτικών δυνάμεων στο έδαφος της Γερμανίας, «για αντίσταση στους Ρώσους». Ταυτόχρονα με το σχέδιο απόβασης στη Νορμανδία Overlord, εγκρίθηκε και το σχέδιο Rankin, το οποίο είχε ως βασικό στόχο να επέλθει μια συνεννόηση με την απογοητευμένη από τον Χίτλερ γερμανική ελίτ, για επικείμενη μη αντίσταση της Βέρμαχτ σε περίπτωση συμμαχικής απόβασης. Αυτό θα επέτρεπε παράλληλα να καταληφθεί το μεγαλύτερο τμήμα του ευρωπαϊκού εδάφους, πριν αυτό προλάβει να το κάνει η ΕΣΣΔ. Στις 24 Μαΐου του 1944 το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών πληροφόρησε την πρεσβεία της ΕΣΣΔ στην Ουάσιγκτον ότι «πρόσφατα στους αμερικανούς εκπροσώπους στην Ελβετία απευθύνθηκαν δυο απεσταλμένοι μιας γερμανικής πολιτικής ομάδας με την πρόταση της ανατροπής του ναζιστικού καθεστώτος». Ουσιαστικά προειδοποιούσαν τη Μόσχα ότι οι δυτικές δυνάμεις έχουν στην τσέπη μια εφεδρική επιλογή για τον τερματισμό του πολέμου με τη Γερμανία και αυτή θα εφαρμοστεί αν η ΕΣΣΔ δεν «σεβαστεί» τις αξιώσεις των συμμάχων. Τα σχέδια των συμμάχων ματαίωσε η αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας του Χίτλερ από τον συνταγματάρχη Στάουφενμπεργκ. Στο Ράιχ ξεκίνησε μια πυρετώδης εκκαθάριση του στρατού και όλων των κρατικών αρχών από τους συνωμότες και τους αντιφρονούντες. Η εφεδρική επιλογή απάλειψης του Δυτικού μετώπου δεν ευοδώθηκε, εφόσον ο φύρερ παρέμεινε ζωντανός.
Το δεύτερο μέτωπο
Το άνοιγμα
του δεύτερου μετώπου δεν έθεσε τέλος στις αντιφάσεις, όμως ούτως ή άλλως πέτυχε
τον σημαντικό σκοπό της κατάρρευσης του φασισμού και της έλευσης της ειρήνης
για πολλά χρόνια, έστω και υπό τις συνθήκες του Ψυχρού πολέμου. Θα μπορούσε η ΕΣΣΔ να νικήσει τη Γερμανία χωρίς τη βοήθεια των συμμάχων; Ένας από τους πιο γνωστούς και δημοφιλείς ιστορικούς, ο Αλεξέι Ισάεβ, πιστεύει ότι θα μπορούσε. Όπως αναφέρει, «πραγματικά ο Κόκκινος Στρατός μπορούσε να συνεχίσει περαιτέρω την προέλασή του και οι πιθανότητες να καταφέρουν οι Γερμανοί να την ανακόψουν, ήταν ελάχιστες. Ωστόσο, οι απώλειες θα ήταν πολύ μεγαλύτερες». Η έστω και καθυστερημένη βοήθεια της Δύσης έσωσε πιθανότατα τη ζωή εκατοντάδων χιλιάδων σοβιετικών στρατιωτών.
«Οι στρατιώτες των συμμάχων –αναφέρει ο Φάλιν- εκτέλεσαν με τιμιότητα το καθήκον τους. Τη συμβολή τους στη συντριβή του ναζισμού δεν μειώνουν ούτε οι μηχανορραφίες του Τσόρτσιλ, ούτε η συμπεριφορά του Ρούζβελτ. Την αναγνώριση αξίζουν όλοι όσοι στήριξαν τον σοβιετικό λαό στον θανάσιμο αγώνα κατά του Γ΄ Ράιχ, με την αλληλεγγύη τους, τις αποστολές τροφίμων, φαρμάκων, μεταφορικών μέσων». Η άποψη αυτή του ιστορικού για τον ρόλο του δεύτερου μετώπου, κατά τη γνώμη μας, χαρακτηρίζει με τον καλύτερο τρόπο τα όσα συνέβησαν 70 χρόνια πριν.
Σας ενδιαφέρει η ιστορία του Β' Παγκοσμίου Πολέμου; Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας κάτω από το κείμενο ή στη σελίδα μας στο Facebook!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου