Ο Klaus Mann, ως Επιλοχίας του Αμερικάνικου Στρατού, Ιταλία 1944
Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
Το σύντομο βιογραφικό του Κλάους Μαν, γιου του Τόμας Μαν, που παραθέτει μετά το δοκίμιο «Ομοφυλοφιλία και Φασισμός» ο μεταφραστής Αλέξανδρος Ίσαρης, είναι εξόχως κατατοπιστικό. Μεταξύ άλλων ο Ίσαρης αναφέρει: «Σ’ όλη τη διάρκεια της ναζιστικής περιόδου (Ο Κλάους Μαν εννοείται) αποτέλεσε κεντρική φιγούρα του αγώνα κατά του Χίτλερ και του φασισμού. Έζησε μια ζωή ταραχώδη, δύσκολη και μελαγχολική. Οι σοσιαλιστικές του ιδέες, το πάθος του για τα ναρκωτικά και η ομοφυλοφιλία του, που ουδέποτε έκρυψε ή καταπίεσε, τον οδήγησαν συχνά σε τρομαχτικά αδιέξοδα, αλλά και σε σύγκρουση με το μεγαλοαστικό περιβάλλον στο οποίο ανατράφηκε. Αυτοκτόνησε στις Κάννες σε ηλικία σαραντατριών ετών».
Aυτές οι ελάχιστες πληροφορίες αρκούν για να αντιληφθούμε ότι βρισκόμαστε μπροστά στο πορτρέτο του διανοούμενου που ασφυκτιά. Οι σχέσεις του με τα ναρκωτικά δεν είναι παρά το επιστέγασμα της ασφυξίας, που μόνο αυτοκαταστροφικά θα μπορούσε να διοχετευτεί. Γιατί ο Κλάους Μαν είναι συντετριμμένος. Παρακολουθεί την άνοδο του ναζισμού με αηδία. Ο ανεψιός του, Φρίντο Μαν, στο κείμενο «”Το σημείο καμπής” χθες και σήμερα» (που αναφέρεται κυρίως στην αυτοβιογραφία του Κλάους Μαν «Το σημείο καμπής») είναι κατατοπιστικός: «Πραγματικά πολιτικό λόγο αποκτά για πρώτη φορά τότε που πλησιάζει ο ΄Β παγκόσμιος πόλεμος. Κατά την παρουσίαση της φονικής και ξαναμμένης ατμόσφαιρας μιας ναζιστικής συγκέντρωσης στο Teresienwiese του Μονάχου στα 1929, εξακολουθεί να περιορίζεται σε ολότελα περιγραφικές αφηγήσεις. Εκφράζει με βαριές κουβέντες την αποστροφή για τις κινήσεις αυτές κι αρκείται να υποβάλει το ερώτημα αν τέλος πάντων δεν υπάρχει “διέξοδος εκτός από το ελεεινό αυτό σκυλολόι” (του Χίτλερ). Είναι διαφορετικός λίγο πριν ο Χίτλερ καταλάβει την εξουσία. Βλέπει τώρα την επερχόμενη ναζιστική συμφορά καθαρά στη διεθνή της διάσταση, χαρακτηρίζει με ευστοχία και με οξυδέρκεια τη θεμελιώδη ουσία της πανούκλας της εθνικοσοσιαλιστικής ιδεολογίας και αναφέρεται μερικές φορές και στο αποφασιστικής σημασίας οικονομικό υπόβαθρο της εξέλιξης αυτής». Και ο Φρίντο Μαν συνεχίζει: «Στα τέλη του Φεβρουαρίου του 1933 κάνει σ’ ένα γράμμα στη μητέρα του ένα πρώτο πολιτικό σχόλιο. Αναφέρεται στη δίκη για εμπρησμό του Ράιχσταγ και είναι απολύτως πεπεισμένος πως αποκλείεται να είναι ενέργεια των κομουνιστών. Σ’ ένα άλλο σημείο του ίδιου γράμματος εναντιώνεται στην τάση “να ερμηνεύουμε” απολιτικά “ένα πολιτικό γεγονός”. Στα γράμματά του, τώρα, η μια πολιτική τοποθέτηση ακολουθεί σχεδόν αμέσως την άλλη. Δεν υπάρχουν πια, μέχρι το τέλος της ζωής του, γράμματα που δεν αναφέρονται στην πολιτική».
Οι κατασταλαγμένες αντιναζιστικές απόψεις του Κλάους Μαν, ήταν τόσο καίριες, τόσο άμεσες κι αποφασιστικές που δημιούργησαν εντάσεις και μέσα στην οικογένεια, καθώς ο πατέρας του, ο Τόμας Μαν, φαινόταν διστακτικότερος. Ο Φρίντο Μαν σημειώνει: «Η πολιτική τοποθέτηση του Κλάους Μαν στα 1933 ήταν τόσο αποφασιστική και ξεκάθαρη, ώστε κατά τους πρώτους χρόνους της εξορίας εμφανίστηκαν τριβές και συγκρούσεις στο εσωτερικό της οικογένειας. Ο Κλάους Μαν και η αδερφή του Έρικα έδειξαν ιδιαίτερη πολιτική αποφασιστικότητα, σ’ αντίθεση με τον πατέρα τους, που ήταν διστακτικός και αμφιταλαντευόταν κατά τα πρώτα χρόνια της προσφυγιάς. Η ένταση ξεπεράστηκε για πρώτη φορά άμεσα, όταν ο γιος παρακίνησε, τηλεγραφικά μάλιστα, τον πατέρα να πάρει θέση, και επιτέλους το Φεβρουάριο του 1936 πήρε δημόσια και ξεκάθαρη θέση ο Τόμας Μαν». Και συνεχίζει αναφερόμενος πάντα στην αυτοβιογραφία του Κλάους Μαν: «Παραδέχεται και σχολιάζει με καλοσύνη και επιείκεια αλλά και με δηκτικούς και ειρωνικούς υπαινιγμούς την προφανή πολιτική άγνοια και αφέλεια των γέρων γονιών των γονιών του που, μολονότι οι Ναζί τους έδιωξαν από το αρχοντικό τους στο Μόναχο, εξακολουθούν να διατηρούν ακλόνητη την πίστη τους στη γερμανική πατρίδα και κλείνουν τ’ αυτιά στις επικρίσεις εναντίον του εθνικοσοσιαλισμού».
-
Κατά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο κατατάσσεται στον αμερικάνικο στρατό. Όμως κι εκεί νιώθει απογοητευμένος: «Και πολύ αργότερα, όντας υπαξιωματικός του αμερικάνικου στρατού, παραπονιέται σ’ ένα γράμμα του στη αδερφή του Έρικα για την απολύτως απλοϊκή, απολιτική στάση των στρατιωτών του, που έχουν πλήρη άγνοια της πολιτικής πραγματικότητας της Ευρώπης, παραβλέπουν τον κίνδυνο που αυτή συνεπάγεται και, μερικές φορές μάλιστα, αστειεύονται. (“Μόνο τους Γιαπωνέζους έχουν οι G.I. στα μαύρα κατάστιχα, επειδή στο κάτω – κάτω είναι εκτός των άλλων κι έγχρωμοι, γεγονός που θεωρείται υποτιμητικό”)». Όμως, αν και σαφώς τάσσεται με τις σοσιαλιστικές ιδέες, ούτε κι εκεί μπορεί να βρει παρηγοριά. Και πάλι ο Φρίντο Μαν διευκρινίζει: «Μα δεν μπορεί να συμφιλιωθεί με το στενό και άκαμπτο δογματισμό της ορθόδοξης μαρξιστικής φιλοσοφίας. Θεωρεί ανεπαρκές και εσωτερικά ατελές το φιλοσοφικό σύστημα του μαρξισμού – λενινισμού, επειδή δεν αφήνει χώρο γι’ αυτό που ο ίδιος αποκαλεί “μεταφυσική λαχτάρα” και “θρησκευτική ενόρμηση” του εργαζόμενου ανθρώπου. Επειδή “το πρόβλημα του ανθρώπου” δε λύνεται μόνο με την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής». Απελπιστικά μετέωρος και απομονωμένος ιδεολογικά και με τους εκδοτικούς οίκους στη Γερμανία να του έχουν κλείσει οριστικά την πόρτα, ειδικά μετά το έργο του «Μεφίστο», οδηγείται στην αυτοκτονία στις 21 Μαΐου του 1949.
-
Οι δηλωμένα ομοφυλοφιλικές του προτιμήσεις ήταν, θα λέγαμε, το επιστέγασμα της ανένταχτης, απολύτως προσωπικής του πορείας. Το 1934, περίοδος δυναμικής πολιτικής αφύπνισης, γράφει το δοκίμιο «Ομοφυλοφιλία και Φασισμός». Ως ομοφυλόφιλος σοσιαλιστής διατυπώνει την πικρία του από την πρώτη φράση: «Στη Σοβιετική Ένωση ψηφίστηκε πρόσφατα ένας νόμος που προβλέπει βαριές ποινές για τους πολίτες εκείνους που τυχαίνει να είναι ομοφυλόφιλοι» και διευκρινίζει: «Λέγοντας αυτό δεν εννοώ μόνο τη διαφαινόμενη στη Σοβιετική Ένωση τάση να κρίνουν όλο και αυστηρότερα και συντηρητικότερα τα θέματα που σχετίζονται με τον έρωτα – μία τάση που ίσως να δικαιολογείται ως αντίδραση σε μια χωρίς περιορισμούς ελευθερία. Εννοώ κυρίως εκείνη την καχυποψία κι εκείνη την αποστροφή απέναντι σε κάθε μορφή ομοφυλοφιλίας που κυριαρχεί στους περισσότερους αντιφασιστικούς και σχεδόν σε όλους τους σοσιαλιστικούς χώρους. Δεν απέχουν όλοι αυτοί οι κύκλοι από το να ταυτίσουν την ομοφυλοφιλία με το φασισμό. Και πάνω σ’ αυτό δεν επιτρέπεται να μείνουμε άλλο με σταυρωμένα χέρια. Εμείς πολεμούμε κάθε μορφή ρατσιστικής προκατάληψης. Και θα αφήσουμε να πάρει διαστάσεις η τόσο παράλογη προκατάληψη που αφορά μια συγκεκριμένη ερωτική συμπεριφορά;» Για να ολοκληρώσει: «Πιστεύω πως ο καθένας μπορεί να ερωτεύεται με το δικό του τρόπο – με την προϋπόθεση ότι δε θα εκμεταλλεύεται αφ’ ενός τη θέση του ασκώντας εξουσία στους χώρους εργασίας πάνω σε άλλους, και αφ’ ετέρου την άγνοια των ανηλίκων».
-
Το ζήτημα της ομοφυλοφιλίας έπαιρνε επικίνδυνες πολιτικές διαστάσεις καθώς οι σοσιαλιστικοί κύκλοι άρχισαν να το χρησιμοποιούν ως όπλο απέναντι στους φασίστες. Άρχισε μάλιστα να κυκλοφορεί και το σύνθημα «Εξαφανίστε τους ομοφυλόφιλους για να εξαφανιστεί και ο φασισμός», σύνθημα που ανέφερε και ο ίδιος ο Μαξίμ Γκόρκι σε άρθρο στην Πράβδα στις 23 Μαΐου 1934 όπου έλεγε: «Στη χώρα όπου την εξουσία ασκεί με επιτυχία το γενναίο προλεταριάτο, η ομοφυλοφιλία που διαφθείρει τη νεολαία αντιμετωπίζεται ως έγκλημα που χρήζει τιμωρίας, τη στιγμή που κάνει θραύση στην πολιτισμένη χώρα των ποιητών, των φιλοσόφων και των μουσικών [τη Γερμανία], όπου δεν αποτελεί παράπτωμα. Κυκλοφορεί μάλιστα κι ένα σύνθημα που κρύβει πολύ σαρκασμό: “Εξαφανίστε τους ομοφυλόφιλους για να εξαφανιστεί και ο φασισμός”». (Το απόσπασμα αυτό το παραθέτει ο μεταφραστής Αλέξανδρος Ίσαρης).
-
Από την άλλη, η υπόθεση Ραιμ καταδεικνύει την πολιτική κατανάλωση του θέματος και από τη ναζιστική πλευρά. Ο ναζιστής λοχαγός Ραιμ κατηγορήθηκε για ομοφυλοφιλία από προσωπικά του γράμματα που δημοσιεύτηκαν. Φυσικά ο αντιφασιστικός τύπος οργίασε. Ο Χίτλερ όμως προστάτεψε το Ραιμ. Του έδωσε στήριγμα αδιαφορώντας για τα κουτσομπολιά της ιδιωτικής του ζωής. Όταν όμως αργότερα συγκρούστηκε μαζί του, επανέφερε στο προσκήνιο τη ρετσινιά της ομοφυλοφιλίας: «Άλλωστε ο Χίτλερ κάλυπτε το γέρο Ραιμ μόνο όσο καιρό τον χρειαζόταν. Όταν αποφάσισε να τον βγάλει από τη μέση, αυτό που πρόβαλε κυρίως ήταν οι σεξουαλικές του προτιμήσεις. Θαρρείς και ο φύρερ δε γνώριζε το παραμικρό πάνω σ’ αυτό το θέμα ως εκείνη τη στιγμή. Ξαφνικά ο Χίτλερ, όπως παλαιότερα και τα φιλελεύθερα φύλλα, είχε γίνει έξω φρενών. Ο δόκτωρ Γκαίμπελς, μάλιστα, είπε πως έπαθε ναυτία. Αυτή την ίδια ναυτία νιώθουμε κι εμείς, όχι για το ίδιο το αντικείμενο, αλλά για την ξεδιάντροπη υποκρισία με την οποία έδειξαν όλοι αυτοί την αγανάκτησή τους». Και ο Κλάους Μαν ολοκληρώνει: «Εκείνο που έκανε τον Ραιμ πραγματικά αηδιαστικό, δεν ήταν αυτό που του καταμαρτυρούσαν πρώτα ο αριστερός τύπος και αργότερα ο Χίτλερ, αλλά το γεγονός ότι επρόκειτο για ένα κυνικό, χοντροκομμένο καθίκι, όπως όλοι οι αρχηγοί των Ναζί».
Η ομοφυλοφιλία βρίσκεται στο επίκεντρο μιας αδυσώπητης πολιτικής διαμάχης, ως λασπολογία που χρησιμοποιείται εκατέρωθεν, σ’ ένα παιχνίδι εντυπώσεων που εκτυλίσσεται πέρα από κάθε λογική και που στερείται οποιασδήποτε ουσίας. Η μεταφορά της ιδεολογικής πάλης στις ερωτικές επιθυμίες είναι ο έσχατος λαϊκισμός, αφού το πεδίο της μάχης μετατοπίζεται επί του προσωπικού ακολουθώντας τον εύκολο και παράλογο δρόμο της διαπόμπευσης και του κιτρινισμού που δε χρειάζεται αιτιολόγηση, αφού η ρετσινιά της ομοφυλοφιλίας είναι από μόνη της αρκετή. Και βέβαια, εδώ δε μιλάμε για τα αυτονόητα συμπεράσματα – χωρίς βέβαια και να τα παραβλέπουμε ή, πολύ περισσότερο, να τα υποτιμούμε – του ρατσισμού και των στερεοτύπων ή της μετατροπής των ομοφυλοφίλων σε εξιλαστήρια θύματα καταδικασμένα σε κοινωνική απομόνωση (και όχι μόνο). Εδώ μιλάμε για την ίδια την υποβάθμιση της πολιτικής ζωής που εκμηδενίζει κάθε αξιοπρέπεια και κάθε ιδιωτικότητα, ακολουθώντας περισσότερο μεθοδεύσεις αρένας. Κι αυτό ακριβώς είναι το φασιστικό παιχνίδι. Ο Χίτλερ δε διστάζει να προστατέψει το Ραιμ από τις περί ομοφυλοφιλίας μομφές και ταυτόχρονα δε διστάζει να τον καταστρέψει επικαλούμενος ακριβώς αυτές. Η ομοφυλοφιλία είναι η βόμβα που ανά πάσα στιγμή μπορεί να ενεργοποιηθεί προς πάσα κατεύθυνση: «Αφήστε που σε όλες τις αριστερές εφημερίδες άρχισαν ήδη να δημοσιεύονται ανόητα αστεία για πισινούς κτλ., ενώ την ίδια στιγμή η αστυνομία του Βερολίνου κάνει νυχτερινές εφόδους για να συλλάβει ομοφυλόφιλους που κατόπιν στέλνονται σε στρατόπεδα εργασίας». Η αντιφατικότητα δεν αφορούσε μόνο τους Ναζί που από τη μια εξόντωναν κι από την άλλη εκμεταλλεύονταν τους ομοφυλόφιλους. Αφορούσε και την Αριστερά που από τη μια αγωνιζόταν για την ισότητα όλων των ανθρώπων και την εξάλειψη κάθε μορφής ρατσισμού κι από την άλλη στοχοποιούσε την ομοφυλοφιλία για προφανή πολιτική κατανάλωση: «Για τους Ναζί δεν είναι περίεργο, που από τη μια σχηματίζουν ομάδες ομοφυλοφίλων και από την άλλη τους κλείνουν στις φυλακές, τους ευνουχίζουν και τους δολοφονούν. Όμως από την Αριστερά θα περίμενε κανείς μια στάση περισσότερο αντικειμενική».
-
Ο Κλάους Μαν δε λέει παρά τα αυτονόητα, που όμως, ακόμη και σήμερα, δεν είναι δεδομένα. Ακόμη και σήμερα υιοθετούνται αντιλήψεις που θέλουν τους ομοφυλόφιλους να έχουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά συμπεριφοράς, ως επί το πλείστον αρνητικά, να λειτουργούν σαν λόμπι, να αποτελούν κλειστές κάστες που λυμαίνονται χώρους τέχνης ή τηλεόρασης ή δεν ξέρω τι άλλο, αποκλείοντας οποιονδήποτε άλλον θέλει να καταξιωθεί σ’ αυτούς, στα όρια της συνωμοσιολογίας. Ακόμη και σήμερα υπάρχουν φωνές που πίσω από κάθε μιλιταριστική – φασιστική εκδήλωση ψάχνουν το λανθάνον ομοφυλοφιλικό μήνυμα, σάμπως αυτό να έχει κάποια σημασία. (Οι ακροδεξιές απόψεις επί του θέματος δε χρειάζονται σχολιασμό). Η ομοφυλοφιλία παραμένει ταμπού αναμασώντας ξεκάθαρες ρατσιστικές αντιλήψεις και κανείς από αυτούς που αποδίδουν εσφαλμένους αρνητικούς χαρακτηρισμούς δεν μπαίνει ποτέ στη στοιχειώδη διαδικασία της εκλογίκευσης, δηλαδή της αναζήτησης των αιτίων που δημιουργούν τα χαρακτηριστικά που επικαλούνται. Αν αναλογιστούμε ότι η περιθωριοποίηση και η διαπόμπευση της ομοφυλοφιλίας είναι θέμα καθαρά κοινωνικό, τότε τα δήθεν δεδομένα χαρακτηριστικά των ομοφυλοφίλων (ακόμη κι αν εσφαλμένα δεχτούμε ότι ισχύουν) γιατί δεν είναι κοινωνικά προϊόντα; Υπό αυτές τις συνθήκες τα αυτονόητα του Κλάους Μαν αποκτούν μια θλιβερή επικαιρότητα. Γιατί ο Μαν καθιστά σαφές ότι υπάρχουν ομοφυλόφιλοι και στους φασιστικούς και στους σοσιαλιστικούς χώρους. Γιατί η ομοφυλοφιλία δεν είναι πολιτική επιλογή, αλλά αναφαίρετα ατομική.
-
KLAUS MANN «Ομοφυλοφιλία και φασισμός», εκδόσεις ΑΓΡΑ, από τη σειρά «Ο ΑΤΑΚΤΟΣ ΛΑΓΟΣ», Αθήνα 1998.
-
Το κείμενο του Φρίντο Μαν « “Το σημείο καμπής” χθες και σήμερα» υπάρχει στην αυτοβιογραφία του Κλάους Μαν «Το σημείο καμπής», εκδόσεις ΕΞΑΝΤΑΣ, Αθήνα 1990.
-
Πηγή. http://eranistis.net/wordpress/2014/01/23/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου