Η Λαμπρή και τα Λαμπροήμερα στον Πόντο |
γράφει η Μυροφόρα Ε. Ευσταθιάδου
Υποψήφια Διδάκτωρ Λαογραφίας Ε.Κ.Π.Α. Στις περιπτώσεις που ο Ελληνισμός βρίσκεται εκτός των συνόρων της σημερινής Ελλάδας, κάθε εορτή επιτείνει το νόημά της. Οι θρησκευτικές εορτές βιώνονται και ως εθνικές, ενδυναμώνοντας έτσι το συνεκτικό δεσμό της κοινότητας. Ταυτόχρονα, όμως, πραγματοποιούνται και κάποιες κοινωνικές «αποκαταστάσεις», που κατευνάζουν τα ανθρώπινα πάθη και εξισορροπούν την κοινή διαβίωση. Οι μαλωμένοι μονιάζουν και το θρησκευτικό μήνυμα του θείου δράματος βρίσκει εμπράγματη εφαρμογή.
Η Λαμπρή, όπως ονόμαζαν το Πάσχα στον Πόντο (ή τα Λαμπροήμερα, οι τρεις πρώτες μέρες του Πάσχα), είχε ιδιαίτερη σημασία και για τους Έλληνες του Πόντου, καθώς συνδέεται άμεσα με ένα ζήτημα που απασχολεί προαιώνια τον άνθρωπο, το θάνατο και την προσδοκία της Ανάστασης. Συγκλονίζει τον Πόντιο λαϊκό ποιητή το θείο δράμα, το οποίο ταυτίζεται με την ίδια την ύπαρξη του ανθρώπου. Εξίσου συγκλονιστική είναι και η θέση της Παναγίας ως μάνα που βλέπει το παιδί της να υποφέρει. «Το μοιρολόι της Παναγίας», ένας χαρακτηριστικός δημοτικός θρήνος, που συναντάται στις παραδόσεις ολόκληρου του Ελληνισμού, διασώζεται σε τρεις παραλλαγές και στην ποντιακή παράδοση. Η σύνδεση
της κοσμικής με τη θρησκευτική παράδοση δημιουργεί μια ποιητική διήγηση
που βρίσκεται πολύ κοντά στις πεποιθήσεις του λαού. Ο λαϊκός άνθρωπος
απεχθάνεται τους προδότες του Ιησού:
Υποψήφια Διδάκτωρ Λαογραφίας Ε.Κ.Π.Α. Στις περιπτώσεις που ο Ελληνισμός βρίσκεται εκτός των συνόρων της σημερινής Ελλάδας, κάθε εορτή επιτείνει το νόημά της. Οι θρησκευτικές εορτές βιώνονται και ως εθνικές, ενδυναμώνοντας έτσι το συνεκτικό δεσμό της κοινότητας. Ταυτόχρονα, όμως, πραγματοποιούνται και κάποιες κοινωνικές «αποκαταστάσεις», που κατευνάζουν τα ανθρώπινα πάθη και εξισορροπούν την κοινή διαβίωση. Οι μαλωμένοι μονιάζουν και το θρησκευτικό μήνυμα του θείου δράματος βρίσκει εμπράγματη εφαρμογή.
Η Λαμπρή, όπως ονόμαζαν το Πάσχα στον Πόντο (ή τα Λαμπροήμερα, οι τρεις πρώτες μέρες του Πάσχα), είχε ιδιαίτερη σημασία και για τους Έλληνες του Πόντου, καθώς συνδέεται άμεσα με ένα ζήτημα που απασχολεί προαιώνια τον άνθρωπο, το θάνατο και την προσδοκία της Ανάστασης. Συγκλονίζει τον Πόντιο λαϊκό ποιητή το θείο δράμα, το οποίο ταυτίζεται με την ίδια την ύπαρξη του ανθρώπου. Εξίσου συγκλονιστική είναι και η θέση της Παναγίας ως μάνα που βλέπει το παιδί της να υποφέρει. «Το μοιρολόι της Παναγίας», ένας χαρακτηριστικός δημοτικός θρήνος, που συναντάται στις παραδόσεις ολόκληρου του Ελληνισμού, διασώζεται σε τρεις παραλλαγές και στην ποντιακή παράδοση. Η σύνδεση
Σήμερον μαύρος ουρανός, σήμερον μαύρη μέρα
σήμερον έβαλαν βουλήν οι άνομοι Εβραίοι
οι άνομοι και τα σκυλιά κι οι τρισκαταραμένοι
σήμερον έβαλαν βουλήν οι άνομοι Εβραίοι
οι άνομοι και τα σκυλιά κι οι τρισκαταραμένοι
σήμερον επαρέδωκαν τον πάντων Βασιλέαν.
Ένας Υιός Μονογενής, κι Ατός έν΄καρφωμένος!
Ένας Υιός Μονογενής, κι Ατός έν΄σταυρωμένος!
Στις Ποντιακές παραλλαγές του μοιρολογιού της Παναγίας, ακούγοντας τα
πάθη του Χριστού, η Μάνα Παναγία λυγίζει, «λιγοθυμά και ρούζει».
Λιποθυμά τρεις φορές και τη συνεφέρουν με ροδόνερο, το «ροδόσταγμαν».
Σε άλλες παραλλαγές παρακαλεί αυτόν που κατασκευάζει τα καρφιά που θα
καρφώσουν τον Υιό της να τα φτιάξει λεπτά, ενώ σε άλλες παρακαλεί το
Σταυρό να χαμηλώσει:Ένας Υιός Μονογενής, κι Ατός έν΄καρφωμένος!
Ένας Υιός Μονογενής, κι Ατός έν΄σταυρωμένος!
Ads by Keep NowAd Options
Σταυρέ μ΄ για κλίστ΄ και χαμελά, Σταυρέ μου, κλίσου κάτω!
Σαν έστεσεν τα χέρια Της, εκλίστεν ο Σταυρός Της!
Οι εικόνες των παραλλαγών του μοιρολογιού της Παναγίας αποδίδονται
στο κείμενο με τρόπο συγκλονιστικό. Έχει ιδιαίτερη σημασία η ποιητική
αξία του κειμένου και όχι η ιστορική αξιοπιστία. Ο Πόντιος λαϊκός
ποιητής εντάσσει την εκκλησιαστική παράδοση στην ποίησή του. Με την
Ανάσταση του Κυρίου στο τέλος των παραλλαγών, ζωή και θάνατος
συμβαδίζουν, χωρίς να γίνεται διαχωρισμός τί είναι «ζωντανότερο».Σαν έστεσεν τα χέρια Της, εκλίστεν ο Σταυρός Της!
Το μοιρολόι της Παναγίας αφορά, ίσως,
τη λογία ποντιακή παράδοση, η οποία δεν είναι η μοναδική φορά που
ασχολείται με το θείο δράμα. Στα Χριστουγεννιάτικα ποντιακά κάλαντα,
εξιστορείται ολόκληρη η ζωή του Χριστού και γίνεται ιδιαίτερος λόγος στα
πάθη Του:
…ασ΄ ακρεντικά κι ασ΄σήν καρδίαν, αίμαν έσταξεν, χολήν ΄κ εφάνθεν,
ούμπαν έσταξεν και μύρος έτον, μύρος έτον και μυρωδία…
Ας έρθουμε, όμως, στον πραγματικό φορέα των εθίμων της Λαμπρής,
δηλαδή στο λαό. Δε θα αναφερθώ στο νόημα της νηστείας, που είναι το ίδιο
σ΄ολόκληρο το χριστιανικό κόσμο, αλλά σε κάποια ιδιαίτερα έθιμα που
γίνονταν από παράδοση στον Πόντο, τα οποία μπορεί σήμεραούμπαν έσταξεν και μύρος έτον, μύρος έτον και μυρωδία…
Ένα έθιμο που συνδέεται, λοιπόν, με τη Σαρακοστή στον Πόντο, είναι ο «κουκαράς». Σε μια πατάτα ή σ΄ένα κρεμμύδι, κάρφωναν επτά φτερά, όσες και οι εβδομάδες της νηστείας και κρεμούσαν την κατασκευή αυτή από το ταβάνι. Κάθε Κυριακή
Η Σαρακοστή, κατά τα άλλα, κυλούσε όπως και στις υπόλοιπες περιοχές του Ελληνισμού. Οι πιστοί εξομολογούνταν, ακόμη και στα πιο απόμακρα μέρη του Πόντου, για να μεταλάβουν τη Λαμπρή. Οι Σανταίοι, για παράδειγμα, εξομολογούνταν στον πνευματικό που όριζε η Παναγία Σουμελά. Οι Φιλόπτωχες Αδελφότητες και οι Μητροπόλεις του Πόντου βοηθούσαν, με απόλυτη εχεμύθεια, τις φτωχές οικογένειες, και οι νοικοκυρές μοίραζαν «λαβάσια» (φουρνόπιτες), για τις ψυχές των πεθαμένων. Εξασφαλιζόταν, έτσι, η ισότιμη συμμετοχή όλων στο πνεύμα των εορτών, επιβεβαιώνοντας για άλλη μια φορά τη δημοκρατικότητα της παραδοσιακής κοινωνίας.
Το Σάββατο
Η Μεγάλη Εβδομάδα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον φτάνοντας στη Μεγάλη Πέμπτη. Γιατί έβαφαν τα αυγά; Τί λένε οι παραδόσεις των Ποντίων; Υπήρχε σε κάποιες περιοχές μια προφορική παράδοση που θυμίζει τα μισοτηγανισμένα ψάρια στο Μπαλουκλί που ξανάπεσαν στο νερό. Λέει, λοιπόν, η παράδοση (περιοχή Σουρμένων) πως κάποτε μια Εβραιοπούλα πήγαινε να πουλήσει αυγά. Άκουσε πως αναστήθηκε ο Χριστός και δεν το πίστεψε. Ζήτησε να κοκκινίσουν τα αυγά που είχε στο καλάθι
Τη Μεγάλη Πέμπτη κάθε οικογένεια πήγαινε στην εκκλησία ένα καλάθι
Αξίζει να σημειωθεί πως τη Μεγάλη Πέμπτη
Η Μεγάλη Παρασκευή
Τα Φώτα θέλω το κερί σ΄
και τη Ψυχού (Ψυχοσάββατο) κοκκία (σιτάρι, κόλλυβα)
και τη Μεγάλ΄Παρασκευήν, ένα μαντήλι δάκρυα…
Αξίζει να σημειωθεί πως το έθιμο αυτό συνεχίζεται από τους Πόντιους ακόμη και σήμερακαι τη Ψυχού (Ψυχοσάββατο) κοκκία (σιτάρι, κόλλυβα)
και τη Μεγάλ΄Παρασκευήν, ένα μαντήλι δάκρυα…
Το Μεγάλο Σάββατο ήταν μια μέρα που έπρεπε να γίνει «το άλλαγμαν», όλοι έκαναν μπάνιο, έβαζαν καθαρά και πολλές φορές καινούργια ρούχα, άλλαζαν σεντόνια και έπεφταν νωρίς για ύπνο. Η Ανάσταση δε γινόταν τα μεσάνυχτα, όπως σήμερα
Η Αναστάσιμη Λειτουργία γινόταν συνήθως στο προαύλιο της εκκλησίας ή στο προαύλιο κάποιου παρεκκλησιού, έξω από το χωριό. Με το «Χριστός Ανέστη!» «Αληθώς Ανέστη!», αναστατωνόταν το Σύμπαν! Άρχιζε μια σειρά πυροβολισμών που αντιλαλούσαν στα γύρω φαράγγια. Μια μάχη κανονική με «τζερτζιφελέκια», στεφάνια δηλαδή από φυσέκια που έριχναν διαδοχικά, αλλά και ρουκέτες, που τις ονόμαζαν «τηλέγραφον». Συνηθιζόταν μάλιστα και στον Πόντο το φαινόμενο του ρουκετοπόλεμου, όταν δύο ενορίες ήταν σε μικρή απόσταση μεταξύ τους. Έπαιρναν οι δύο ομάδες την κατάλληλη θέση στα «κάστρα» ή αλλιώς στα «ταπία» και ξεκινούσε η μονομαχία. Κατασκεύαζαν και ξύλινα καράβια, γεμάτα από φυσέκια και τα άναβαν. Έριχναν ακόμη και πυροτεχνήματα στον ουρανό, τα λεγόμενα «χαβά φουσέκια» ή «χαβανλία φυσέκια» και γινόταν, όπως χαρακτηριστικά έλεγαν, «Ανάστα ο Θεός ». Έτσι, με το σοβαρό επιχείρημα της θρησκευτικής εορτής, η Λαμπρή μετατρεπόταν σε παλλαϊκή συγκέντρωση και εθνική γιορτή.
Κανείς δεν έφευγε πριν την απόλυση της Εκκλησίας, δηλαδή πριν από την αυγή. Στο τραπέζι, πριν το φαγητό, συνήθιζαν τη ρήση: «Ση Χριστού τ΄όνομαν και ση διαβόλ΄την σπάσ΄». Δεν έτρωγαν μαγειρίτσα, ούτε αρνί, άλλωστε δε συνήθιζαν να σφάζουν μικρά ζώα. Το τραπέζι της Λαμπρής έμοιαζε με το χριστουγεννιάτικο: βραστή κότα, φούστορον (ομελέτα), κασέρι, παστουρμά (συνηθιζόταν στην Τραπεζούντα, μόνο τη Λαμπρή) και κρασί (τα Λαμπροήμερα δεν έπιναν συνήθως το τσίπουρο).
Ένα πολύ ενδιαφέρον έθιμο που διατηρείται ακόμη και σήμερα
Μετά τη Διπλανάσταση, ξεκινούσαν οι επισκέψεις (παρέες-παρέες) στα σπίτια. Το τραπέζι ήταν στρωμένο για τον κάθε ενδεχόμενο επισκέπτη. Οι παρέες ξεκινούσαν από τα συγγενικά σπίτια, κατόπιν τα φιλικά και δεν παρέλειπαν και τους πονεμένους, τους πενθούντες. Τα παιδιά, καλωσορίζοντας την Άνοιξη και καρτερώντας τη μετάβασή τους στα παρχάρια (βοσκότοπους), ξεκινούσαν τα παιχνίδια στη φύση με τα σπασμένα αυγά, το «κύλισμαν», τη «νίμε». Όλοι, είχαν έναν ξεχωριστό λόγο χαράς:
Σα τρία Λαμπροήμερα τα τέρτια όλια ανασπάλκουν…
Αποθαμέν΄πα χαίρουνταν, θ΄άφτ΄ν ατ΄ς πολλά κερία…
αμαρτωλοί πα χαίρουνταν, θα πά΄νε εσχωρίουν…
οι γεροντάδες χαίρουνταν, θα πά΄νε κοινωνίζ΄νε…
Αξίζει να σημειωθεί πως ένα όνειρο πολλών Ποντίων ήταν να γίνουν
«χατζήδες», να περπατήσουν δηλαδή από τον Πόντο μέχρι τα Ιεροσόλυμα και
να προσκυνήσουν τον Άγιο Τάφο. Πολλοί επέλεγαν να πραγματοποιήσουν αυτό
το προσκύνημα τη Λαμπρή, ύστερα από πολύμηνη προετοιμασία, ευχέλαια,
εξομολόγηση και ποικίλα έξοδα. Πολλοί Πόντιοι γίνονταν «χατζήδες» και
για το λόγο αυτό διατηρούν ακόμη πολλά ονόματα από την Αγία Γραφή
(Αβραάμ, Ισαάκ, Ιακώβ, Γεσθημανή, Μυροφόρα κ.ά.).Αποθαμέν΄πα χαίρουνταν, θ΄άφτ΄ν ατ΄ς πολλά κερία…
αμαρτωλοί πα χαίρουνταν, θα πά΄νε εσχωρίουν…
οι γεροντάδες χαίρουνταν, θα πά΄νε κοινωνίζ΄νε…
Έτσι, τα τρία Λαμπροήμερα τα μαγαζιά των Ποντίων ήταν κλειστά. Αν αναλογιστεί κανείς ότι, ιδίως στην Τραπεζούντα, μεγάλο μέρος των εμπορικών καταστημάτων ήταν σε χέρια ελληνικά, όλη η πόλη βίωνε την αργία και την εορταστική ατμόσφαιρα της Λαμπρής. Ήταν άλλωστε πολύ συνηθισμένη και η ευχή «Χριστός Ανέστη-Αληθώς Ανέστη» και στα τουρκικά «Kristos dirildi-Gerçekten dirildi».
Το «Χριστός Ανέστη» ακούστηκε για πρώτη φορά στον Πόντο εννέα περίπου δεκαετίες μετά την ανταλλαγή, Δεκαπενταύγουστο, όταν δόθηκε ειδική άδεια και επαναλειτούργησε η Παναγία Σουμελά. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, φανερά συγκινημένος, πήρε την πρωτοβουλία και έψαλλε: Χριστός Ανέστη εκ νεκρών, θανάτῳ θάνατον πατήσας…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου