Σάββατο, 15 Σεπτεμβρίου 2012
Η λειτουργία της φαντασίας δεν έχει μέχρι σήμερα αναλυθεί στον εσωτερικό μηχανισμό της. Δεν ξέρουμε πως λειτουργεί η διαδικασία της δημιουργικής φαντασίας. Ο L. Racionero <!--[if !supportFootnotes]-->[1] γράφει: «Πιστεύεται πως η φαντασία εργάζεται με αναλογίες, πως είναι η κατεξοχήν ποιητική φιλοσοφία, πως η γλώσσα της αποτελείται από σύμβολα και μεταφορές. Τα σύμβολα, που σύμφωνα με τον Γιούνγκ προκαλούν εκκένωση ψυχικής ενέργειας, είναι το αλφαβητάρι της φαντασίας, η μεταφορά είναι ο ισομορφισμός ή αλλιώς το δομικό μοντέλο που μορφοποιεί αυτήν την ενέργεια των συμβόλων και κατασκευάζει φράσεις συνεπείς προς το αλφαβητάρι της φαντασίας. Έτσι, λοιπόν, η φαντασία είναι η συνθετική λειτουργία ενώ η λογική σκέψη είναι η αναλυτική. Η νόηση διαιρεί, η φαντασία συνδέει.»
Ένα κοινό σημείο της φαντασίας και της μαγικής τέχνης είναι η συνθετική τους λειτουργία. Αυτή, λοιπόν, τη σύνδεση των στοιχείων για την ενότητα των δυνάμεων του φυσικού και του υπερβατικού κόσμου, έχει την αποστολή να αποκαταστήσει η μαγεία μέσω της τέχνης και μάλιστα να τα θέσει υπό τον έλεγχο του ανθρώπου, μέσω των συμβόλων που μορφοποιεί η φαντασία.
Σύμφωνα με τον Mircea Eliade: «Η συμβολική σκέψη δεν είναι αποκλειστικότητα του παιδιού, του ποιητή ή του ανισόρροπου, είναι ομοούσια με το ανθρώπινο είναι. Προηγείται της γλώσσας και της λογοκρατικής σκέψης. Το σύμβολο αποκαλύπτει ορισμένες πλευρές της πραγματικότητας-τις βαθύτερες- που αψηφούν κάθε άλλο μέσο γνώσης. Τα είδωλα, τα σύμβολα, οι μύθοι δεν είναι ανεύθυνα δημιουργήματα της ψυχής, ανταποκρίνονται σε μια αναγκαιότητα και επιτελούν μια λειτουργία: να φανερώνουν τις πιο μυστικές πτυχές του είναι». Images et Symboles, Παρίσι, 1952, σελ. 13-14.
Όπως μέσα από τα μάτια ενός παιδιού, ο κόσμος αντανακλάται μέσα από τα έργα της πρωτόγονης Τέχνης ανεπιτήδευτος και δίχως εκλογικεύσεις.O Jung πιστεύει ότι «στα όνειρα και στις φαντασιώσεις μας γυρίζουμε ακόμα πιο πίσω, στην παιδική ηλικία της φυλής μας. Η ονειροπόληση είναι ο τύπος της πρωτόγονης, προλογικής σκέψης που χαρακτήριζε τα παλιότερα στάδια του ανθρώπινου πολιτισμού. Ο μύθος είναι, θα λέγαμε, «ένα κομμάτι που διατηρήθηκε από τη νηπιακή ψυχική ζωή της φυλής, και τα όνειρα είναι ο μύθος του ατόμου». Οι ψυχαναλυτές δέχονται γενικά ότι όχι μόνον οι αρχαίοι μύθοι, αλλά και όλες οι μορφές τέχνης-αρχαίας και σύγχρονης-δεν είναι προϊόντα προσχεδιασμού ή λογικής σκέψης, αλλά μη κατευθυνόμενης σκέψης». «Symbols of Transformation» (Λονδίνο και Νέα Υόρκη 1956. σελ. 19.)
Και συνεχίζει λέγοντας ο ίδιος ο Jung <!--[if !supportFootnotes]-->[2] και άλλοι σύγχρονοι ψυχολόγοι, πως υπάρχουν πολλά που διαδραματίζονται στα βάθη του υποσυνείδητου και για τα οποία εξακολουθούμε να έχουμε παρά πολύ ατελείς γνώσεις. «Είμαι βέβαιος» γράφει, «ότι στα βαθύτερα στρώματα του υποσυνείδητου λειτουργεί μια θεμελιώδης διαμορφωτική αρχή που μετασχηματίζει κάποιο αρχέγονο υλικό της ψυχής σε είδωλα. Προτιμώ να τα ονομάσω είδωλα παρά σύμβολα, γιατί η λέξη σύμβολο είναι διφορούμενη. Το είδωλο είναι μια εικόνα βγαλμένη από τη materia primordialis(=αρχέγονη ύλη) του υποσυνείδητου και ο προορισμός του είναι ν΄αποτελέσει ένα αντικειμενικό αντίστοιχο-ένα αντικείμενο με εύληπτη μορφή και χρώμα-που ν΄ανταποκρίνεται σε μια εσωτερική αναγκαιότητα».
Με βρίσκει σύμφωνο η χρήση της λέξης «είδωλο», καθώς φανερώνει την άμεση αντανάκλαση της μορφής της εσωτερικής εικόνας πάνω στο υλικό του έργου και γιατί δείχνει την σχέση αμεσότητας που έχει με την τέχνη, στο βαθμό που αυτή είναι έκφραση μιας εσωτερικής αναγκαιότητας και άρα το μέσον του σκοπού της. Η άποψη του Jung θα αποκτούσε ακόμα περισσότερο ενδιαφέρον, αν αντικαθιστούσαμε την λέξη materia με την λέξηmemoria primordialis (=αρχέγονη μνήμη) αλήθεια του υποσυνειδήτου, φέρνοντας στο προσκήνιο και την εκφρασμένη άποψη περί «μνήμης της ψυχής» από την προ της γέννησης του ανθρώπου κατάστασή της, όπως διατυπώνεται από τον Σωκράτη <!--[if !supportFootnotes]-->[3] στον πλατωνικό διάλογο «Φαίδων».
Την θεμελίωση μιας επιστημονικής ψυχολογίας της τέχνης την οφείλουμε κυρίως σε τέσσερις Γερμανούς: τον Κάρλ Γκρόος, τον Τέοντορ Λίπς, τον Γ. Φόλκελτ και τον Μαξ Ντεσουάρ. Οι αναλύσεις τους περιστρέφονται κατά κύριο λόγο γύρω από αυτό που είναι γνωστό ως θεωρία της Einfuhlung, δηλ. Ενσυναίσθησης (ένας παρόμοιος ψυχολογικός όρος είναι το empathy-εμπάθεια). Είναι μια θεωρία που βρίσκει την εξήγηση της αισθητικής ευχαρίστησης στη φύση της συμπαθητικής σχέσης που εγκαθιδρύεται ανάμεσα στον θεατή και το έργο τέχνης. Όπως μας αποκαλύπτει, η σχέση αυτή δεν είναι απλή συμ-πάθεια, δηλ. συντονισμός δύο αισθημάτων, «αλλά μια φανταστική ταύτιση του εγώ με το αντικείμενο, δηλ. ακριβώς ενσυναίσθηση. Είναι μια άμεση, ακαριαία, διαισθητική σχέση της αντίληψης του δέκτη με τη μορφή του αντικειμένου».
Η Ψυχική επίδραση της τέχνης:
Ο Λίπς, που είναι ο κλασικός εκπρόσωπος αυτής της θεωρίας, την περιγράφει, λέγοντας πως το αντικείμενο της συμπάθειας είναι το εξαντικειμενισμένο εγώ μας, που έχει μετατεθεί σε άλλα πράγματα κι έτσι το ανακαλύπτουμε μέσα σε αυτά. Δηλαδή: «Αισθανόμαστε τον εαυτό μας μέσα σε άλλα αντικείμενα και αισθανόμαστε άλλα αντικείμενα μέσα στον εαυτό μας. Μέσα στα άλλα αντικείμενα, ή διαμέσου αυτών, αισθανόμαστε ευτυχισμένοι, ελεύθεροι, γιγαντωμένοι, μεταρσιωμένοι, ή το αντίθετο απ΄όλα αυτά».
S. Dali: "Η Μεταμόρφωση του Νάρκισσου", 1937 |
Η διαισθητική αυτή σχέση θα μπορούσε να είναι ο ομφάλιος λώρος που συνδέει το θρησκευτικό συναίσθημα με την τέχνη. Η διαπίστωση για την ψυχική επίδραση του έργου τέχνης, έχει πολλά κοινά σημεία με την επίδραση του θρησκευτικού συναισθήματος. Μοιάζει πολύ με την κατάσταση πνευματικής ευχαρίστησης που νιώθει ο πιστός μιας θρησκείας, όταν το εξαντικειμενισμένο του εγώ έχει μετατεθεί στο θεό του. Ανακαλύπτει τον εαυτό του μέσα από αυτόν, αισθάνεται τον εαυτό του μέσα στον θεό και τον θεό μέσα στον εαυτό του. Νιώθει πλήρης και ευτυχής από την επικοινωνία του με το θείο, ή ελλιπής και δυστυχής, όταν βρίσκεται μακριά του. Και αυτό, παρόλο που το έργο τέχνης είναι ένα αισθητό αντικείμενο, ενώ η υπεραίσθηση του θείου μια εξαντικειμενισμένη υποκειμενική πεποίθηση. Διότι στην περίπτωση της τέχνης το ένα συνυπάρχει με το άλλο στη σχέση περιεχομένου και μορφής. Όμως κάτι παρόμοιο συμβαίνει με κάθε σκέψη, λέξη, πράξη, ή έργο, όταν έχει πλέον εξωτερικευτεί, και έτσι έχει κατ’ ανάγκη αποχωριστεί από το υποκείμενο που το έχει γεννήσει, στεκούμενο στο εξής απέναντι σε εκείνον και στους άλλους, ως τετελεσμένο αντικειμενικό γεγονός ή εξαντικειμενισμένη ιδέα, που έχουν τη δική τους αυτόνομη ύπαρξη και ιστορική μαρτυρία.
Αυτός ο τρόπος της διαισθητικής σχέσης καθορίζεται από μια ιδιαίτερη ψυχική ικανότητα της συνείδησης, την Ενσυναίσθηση, που καθιστά δυνατή την εκούσια παλινδρόμηση του εγώ προς τον κόσμο, και του υποκείμενου προς το αντικείμενο, αλλά επίσης και την μετέπειτα επιστροφή στον εαυτό του, όταν θα έχει πλέον επιτευχθεί αυτή η ψυχική ταύτιση μεταξύ τους. Η ένωση αυτή γίνεται ακαριαία, σε ένα επίπεδο της συνείδησης ανώτερο κι όχι συνηθισμένο, απόλυτα διαισθητικό. Την στιγμή αυτής της ταύτισης είναι που κατακτιέται η μορφή του έργου και αφομοιώνεται το περιεχόμενο του. Οι φίλοι της τέχνης γνωρίζουν πως ένα τέτοιο «ταξίδι», γεμίζει πάντα τις αποσκευές της συνείδησης με όσα στοιχεία μπόρεσε να πάρει ως ψυχικό όφελος από την κατάκτηση αυτής της εμπειρία της.
Ο ανθρώπινος υποκειμενικός παράγοντας, τόσο στην πίστη όσο στην τέχνη, και στη ιδεολογία γενικότερα, είναι ο πιο σημαντικός δημιουργός σχημάτων και συμβόλων για τη μεταφορά της ψυχικής ενέργειας. Ωστόσο, η ψυχική ενέργεια, αν και μπορεί να γίνεται αντιληπτή, να αναπαράγεται από τον εγκέφαλο και να μεταφέρεται μέσω των συμβόλων και της εικόνας, από τον ίδιο τον άνθρωπο που συμμετέχει σε αυτήν, όμως δεν δημιουργείται πρωτογενώς από αυτόν. Υπάρχει παντού στη φύση, όπως υπάρχει με την προσοικειωμένη της μορφή μέσα στον άνθρωπο, και αυτό που συμβαίνει εξ αρχής είναι μια διαρκής ανταλλαγή και ανανέωση ανάμεσα στα ακατάπαυστα ρεύματα της ψυχικής ενέργειας.
Ο άνθρωπος, σε αντίθεση με τα ζώα, μπόρεσε να το αντιληφθεί, και καθώς ο ίδιος ήταν μέρος αυτής της λειτουργίας, να την κατανοήσει, και έμαθε επίσης σταδιακά να παρεμβαίνει με τρόπο μαγικό στην ροή αυτού του ψυχικού ρεύματος προς όφελος του. Οι φιλοσοφικές θεωρίες, σε σχέση με την άποψη που εκφράζουν για την προέλευση του κόσμου από την ύλη ή το πνεύμα, θα το χαρακτήριζαν ως: ζωικό ρεύμα, υλοζωισμό, ζωντανή ψυχή, θεϊκή ουσία, πνευματικό κόσμο κ.α. Ανεξάρτητα όμως από τον διανοητικό ορισμό, συχνά ξεχνάμε πως αναφερόμαστε σε μια εποχή που προηγείται πολύ της δυϊστικής αντίληψης του κόσμου και ακόμα περισσότερο της ιδεολογικής αντίθεσης υλισμού και ιδεαλισμού. Ήταν μια εποχή που επικρατούσε-επειδή δεν υπήρχε καμία άλλη σκέψη- ένας φυσιοκρατικός μονισμός που περιλάμβανε τα πάντα. Που δεν διαχώριζε το πνεύμα από το σώμα, τον κόσμο των πνευμάτων και της ύλης, από την ίδια την λειτουργία της φύσης, που σε τελική ανάλυση ήταν και μια πρώτη προσπάθεια ερμηνείας της. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που ο καλλιτέχνης εθεωρείτο μάγος και η τέχνη μαγεία, αφού τόσο το αντικείμενό τους, όσο και οι ψυχικοί τους μέθοδοι ήταν ίδιες.
<!--[if !supportFootnotes]-->(Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό πολιτιστική "ΕΝΝΕΑΔΑ", τ. 22ο, 2007 )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου