Σύγκλιση Γερμανίας – Ρωσίας: Μια νέα στρατηγική πραγματικότητα;
Νοεμβρίου 14, 2011 — Λουκάς Δ. ΣυμπεράςΌσο εμείς μένουμε προσηλωμένοι στους στενούς ορίζοντες της οικονομικής κρίσης ή στις παραδοσιακές θεωρήσεις της φοβικής εξωτερικής μας πολιτικής, μια στρατηγική εξέλιξη τεράστιας σημασίας συντελείται στη διεθνή γεωπολιτική σκακιέρα. Πρόκειται για τη σταδιακή στρατηγική σύγκλιση Γερμανίας και Ρωσίας, που πιστοποιήθηκε προ ημερών με τον πλέον πανηγυρικό τρόπο, με τα εγκαίνια του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream, που εγγυάται (ή, από άλλη οπτική γωνία, εξαρτά) τον ενεργειακό εφοδιασμό της Ευρώπης και ιδίως της Γερμανίας, από τη Ρωσία.
Ο Nord Stream ενώνει τη ρωσική πόλη Vyborg (130 χλμ βορειοδυτικά της Αγίας Πετρούπολης) με την γερμανική πόλη Greifswald. Κατασκευασμένος κάτω από τη Βαλτική Θάλασσα, έχει μήκος 1.220 km και θα περνά από τις ακτές της Φινλανδίας, Σουηδίας και Δανίας. Έτσι, ο αγωγός θα μεταφέρει σιβηρικό φυσικό αέριο απευθείας από τη Ρωσία στη Γερμανία και από κει στην υπόλοιπη Ευρώπη, παρακάμπτοντας τους προβληματικούς γείτονες της Ρωσίας, όπως η Ουκρανία. Θα μεταφέρει μέχρι και 55δις κυβικά μέτρα φυσικό αέριο ετησίως, αρκετό για παροχή περισσοτέρων από 25 εκατομμυρίων νοικοκυριών.
Ο Nord Stream αποτελεί κοινοπραξία των εταιρειών Gazprom, BASF/Wintershall Holding AG, E.ON Ruhrgas AG και N.V. Nederlandse Gasunie. Η Gazprom ηγείται της κοινοπραξίας με μερίδιο 51%. Την 1η Μαρτίου του 2010, με την παρουσία του γάλλου Nicolas Sarkozy και του ομολόγου του Dmitry Medvedev, GDF Suez και Gazprom υπέγραψαν συμφωνία στο Παρίσι, επισημοποιώντας και τη γαλλική συμμετοχή στο έργο. Ο συνολικός προϋπολογισμός του Nord Stream είναι 7.4 δις ευρώ, που τον καθιστά το έργο με την μεγαλύτερη ιδιωτική χρηματοδότηση όλων των εποχών.
Η στρατηγική σημασία του γεγονότος καταδεικνύεται και από την παρουσία στα εγκαίνια του ρώσου προέδρου Dmitry Medvedev, της γερμανίδας καγκελαρίου Angela Merkel, του ολλανδού πρωθυπουργού Mark Rutte, του γάλλου πρωθυπουργού François Fillon και του Επιτρόπου της ΕΕ για την ενέργεια Günther Oettinger. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι πρόεδρος της επιτροπής μετόχων της εταιρείας του αγωγού είναι ο πρώην καγκελάριος της Γερμανίας Gerhard Schröder.
Ένας από τους πρώτους που είχαν μιλήσει για τη δυνατότητα στρατηγικής σύγκλισης μεταξύ της Γερμανίας (και της Ευρώπης γενικότερα) και της Ρωσίας ήταν ο μεγάλος – και πρόωρα χαμένος – στοχαστής Παναγιώτης Κονδύλης. Ήδη το 1996, ενώ η Γερμανία διερχόταν ακόμη το σοκ της επανένωσης και πριν αρχίσει η ανόρθωση της Ρωσίας από τον Β. Πούτιν, ο Κονδύλης σε γερμανικό δοκίμιό του (“Europa an der Schwelle des 21. Jahrhunderts”, Tumult 22 (1996) 7-21), που δημοσιεύεται μεταφρασμένο στο βιβλίο του “Από τον 20ο στον 21ο αιώνα” (εκδ. Θεμέλιο) έγραφε:
“Πολιτικοί και επιχειρηματίες, αλλά και παρατηρητές, οι οποίοι αναζητούν σήμερα το ευνοϊκότερο πεδίο εκδιπλώσεως για την Ευρώπη, κατά κανόνα στρέφουν το βλέμμα τους προς την Άπω Ανατολή [...] Όμως η Ευρώπη είναι δυνατόν να διαθέτει εκεί αξιόλογο βάρος μονάχα αν δεν πουλά απλώς τεχνογνωσία, την οποία μπορούν έτσι κι αλλιώς οι ενδιαφερόμενοι να την αγοράσουν [...], αλλά έχει στα χέρια της πλεονεκτήματα, τα οποία αναγνωρίζονται αμέσως ως τέτοια, τόσο σε σχέση με τις δικές της δραστηριότητες όσο και στα μάτια της Άπω Ανατολής. Εννοούμε τη Ρωσσία, και μάλιστα τη Σιβηρία. [...] Μια μακροπρόθεσμη ευρωπαϊκή πολιτική απέναντι στη Ρωσσία οφείλει να προσανατολισθεί σ’ αυτές τις γεωπολιτικές προοπτικές. [...] δεν θα υπήρχε κίνδυνος ρωσσικής ηγεμονίας πάνω σε μιαν πλούσια κι ενωμένη Ευρώπη, ικανή να δρα πολιτικά με ενιαίο τρόπο. Μια τέτοια Ευρώπη δεν θα είχε να φοβηθεί τίποτε από την Ρωσσία, ενώ η Ρωσσία θα είχε να ελπίζει τα πάντα από μιαν τέτοια Ευρώπη. Συνάμα, στο πλαίσιο μιας μεγαλεπήβολης γεωπολιτικής αναδιάταξης της Ευρασίας θα λύνονταν από μόνα τους ζητήματα όπως η ρωσσική επιρροή στην Ανατολική Ευρώπη και οι φόβοι των λαών της. Ώστε η μεγάλη πλανητική και κοσμοϊστορική δυνατότητα μιας ενωμένης Ευρώπης θα ήταν η Ευρασία.”
Αυτό που διέβλεψε ο Κονδύλης πριν δεκαπέντε χρόνια φαίνεται πως γίνεται σταδιακά πραγματικότητα, δια της στρατηγικής σύγκλισης της Γερμανίας (της “ατμομηχανής” της Ευρωπαϊκής Ένωσης) και της Ρωσίας, μιας εξέλιξης με μείζονες γεωπολιτικές συνέπειες, που συνεπιφέρει και μια σειρά περιπλοκών. Οι ΗΠΑ είχαν εκφράσει την αντίθεσή τους στο εγχείρημα, τονίζοντας την ανάγκη “διαφοροποίησης” των προμηθευτών ενέργειας της Ευρώπης. Αυτό το επιχείρημα (που χρησιμοποιήθηκε – με σαφώς μεγαλύτερη πειστικότητα…- και κατά της ελληνικής συνεργασίας με τη Ρωσία στους αγωγούς Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολης και South Stream), είναι απλώς μια κομψότερη διατύπωση της αμερικανικής στόχευσης, που είναι η αποφυγή της ενεργειακής εξάρτησης της Ευρώπης από τη Ρωσία. Άλλωστε η αποτροπή της στρατηγικής συνεννόησης Γερμανίας και Ρωσίας υπήρξε ανέκαθεν μέγιστη στρατηγική προτεραιότητα των αγγλοσαξονικών ναυτικών υπερδυνάμεων, αρχικά της Αγγλίας και στη συνέχεια των ΗΠΑ, που πέτυχαν σε δύο Παγκοσμίους Πολέμους να έχουν τη Ρωσία στο πλευρό τους κατά της Γερμανίας, αλλά και στον Ψυχρό Πόλεμο να έχουν τη Γερμανία (έστω το σημαντικότερο τμήμα της) στο πλευρό τους στην περίοδο της ανάσχεσης της σοβιετικής Ρωσίας. Η διαφαινόμενη ανατροπή της στρατηγικής αυτής συνεπάγεται σοβαρό γεωπολιτικό πλήγμα για τις ναυτικές δυνάμεις (εν προκειμένω τις ΗΠΑ), καθώς φαίνεται να εκπληρώνεται, ελαφρώς διαφοροποιημένη, η θέση του Μακίντερ για την “παγκόσμια νήσο”.
Όπως το θέτει ο Κονδύλης, “το θεώρημα του Mackinder για την Ευρασία διατηρεί παντοτε την αξία του. Όμως η θέση ότι όποιος κατέχει τη Γερμανία κατέχει και την Ευρασία είχε νόημα μονάχα σ’ έναν ευρωκεντρικό κόσμο. Σ’ έναν πλανητικό κόσμο, όπου απλώνεται όλο και περισσότερο η κραταιή σκιά της Κίνας, το κλειδί για την παγκόσμια κυριαρχία θα μπορούσε να είναι ο σιβηρικός και κεντρασιατικός χώρος”.
Για την Ελλάδα, μια χώρα που η ιστορική μοίρα της καθορίστηκε επανειλημμένα από τη στρατηγική της θέση, η συντελούμενη εξέλιξη πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο σοβαρού προβληματισμού και ανάλυσης. Η σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας προσδιορίστηκε σε μεγάλο βαθμό από τη στρατηγική σύμπλευση με τις αγγλοσαξονικές θαλασσοκράτειρες δυνάμεις. Σε αυτήν θα μπορούσαν να αποδοθούν, κάπως απλουστευτικά, τόσο οι επιτυχίες του νεοελληνικού κράτους (εδαφική επέκταση εις βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, θέση στο στρατόπεδο των νικητών των δύο Παγκοσμίων Πολέμων και του Ψυχρού Πολέμου), όσο και οι αποτυχίες του (Μικρασιατική Καταστροφή, Κυπριακό, αδυναμία προστασίας ελληνικών μειονοτήτων). Σαφές τμήμα του ρόλου της Ελλάδας στο “δυτικό” στρατόπεδο υπήρξε άλλωστε ανέκαθεν η συμμετοχή της στην παρεμπόδιση της καθόδου της Ρωσίας προς τις θερμές θάλασσες – εξ ου και η σφοδρότατη (και ποικιλότροπη) αμερικανική αντίδραση στους ελληνορωσικούς αγωγούς. Όμως η υποχώρηση της ισχύος των μεγάλων ναυτικών δυνάμεων (της Βρετανίας από δεκαετίες, των ΗΠΑ εφ’ εξής) και οι νέες πραγματικότητες που διαμορφώνονται στην Ευρασία θέτουν την Ελλάδα προ του προβληματισμού, κατά πόσον η σύμπλευση με αυτές παραμένει στρατηγικός μονόδρομος ή έστω η ασφαλέστερη στρατηγική επιλογή, ή αν αντιθέτως απαιτείται μια αναθεώρηση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.
Αυτός ο προβληματισμός δεν μπορεί να αναλυθεί εκτενώς εδώ – μόνο να τεθεί. Αλλά κάθε σχετική συζήτηση θα έπρεπε να εκκινεί από σοβαρές εκτιμήσεις για τη μελλοντική διαμόρφωση των παγκόσμιων συσχετισμών ισχύος, και όχι από τα συνηθισμένα αφόρητα κλισέ για τους “φίλους” και τους “εχθρούς” μας. Το γεγονός ότι σε αυτήν τη γεωπολιτική αλλαγή εμπλέκονται, τόσο ένας παραδοσιακός “φίλος” (Ρωσία) όσο και ένας παραδοσιακός “εχθρός” (Γερμανία), ίσως μας βοηθήσει να απαλλαγούμε από κλισέ και συναισθηματισμούς και να εκτιμήσουμε την κατάσταση ψυχρά, με βάση τη μόνη σταθερή που ισχύει στις διεθνείς σχέσεις: τη σύγκλιση συμφερόντων.
(Λεπτομερή στοιχεία για τον αγωγό Nord Stream αντλήθηκαν από το www.skai.gr)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου