Εορτασμός Επετείου 100 χρόνων από την ίδρυση και 60 χρόνων από την αναδιοργάνωση του Σώματος Στρατιωτικών Γραμματέων – Διερμηνέων
Σήμερα, Τρίτη 02 Δεκεμβρίου 2014, το Σώμα Στρατιωτικών Γραμματέων – Διερμηνέων εορτάζει τα 100 χρόνια από την ίδρυση του και τα 60 χρόνια από την αναδιοργάνωση.
Η ιστορία του:

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΣΩΜΑΤΟΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΕΩΝ-ΔΙΕΡΜΗΝΕΩΝ
ΠΡΟΟΙΜΙΟ
Το Σώμα Στρατιωτικών Γραμματέων-Διερμηνέων αποτελείται από δύο Γενικές Ειδικότητες τους Στρατιωτικούς Γραμματείς (ΣΓ) και τους Διερμηνείς (ΔΕ).
Ιστορικά, οι θεσμοί του Γραμματέα (γνωστού και ως Γραμματιστή) και του (Δι-) Ερμηνέα υπάρχουν από την Αρχαιότητα. Οι ιδιαίτερες γνώσεις και η γενικότερη μόρφωση αποτέλεσαν πάντοτε προϋπόθεση και χαρακτηριστικό των δύο αυτών επαγγελμάτων και στον ιδιωτικό τομέα και στη δημόσια διοίκηση και στις Ένοπλες Δυνάμεις και αναφέρονται και από τον Πλάτωνα και από τον Αριστοτέλη, όπως χαρακτηριστικά περιγράφεται στο τμήμα του «εμβλήματος» της ιστοσελίδας μας.
Στον Ελληνισμό των Μέσων Χρόνων, οι γόνοι των καλών οικογενειών υπηρετούσαν με την ιδιότητα του «Γραμματέα» είτε στο Στρατό των Θεμάτων, είτε στο Στόλο της Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινουπόλεως. Ιδιαίτερα επί Τουρκοκρατίας, η οθωμανική διακυβέρνηση χρησιμοποίησε για τις θέσεις των «Γραμματικών ή Καλαμαράδων » και των «Δραγουμάνων (Διερμηνέων)» μόνο Έλληνες λογίους. Στο «Μέγα Δραγουμάνο του (Οθωμανικού) Στόλου» είχε απονεμηθεί το δικαίωμα να φέρει σπάθη (εικόνα). Διαιωνίζοντας την παράδοση, σε τέτοιες θέσεις υπηρέτησαν οι γόνοι από τις καλύτερες οικογένειες του Φαναρίου. Ο Μέγας Διερμηνέας Κωστάκης Μουρούζης πλήρωσε με τη ζωή του την κρυφή συμμετοχή του στην Επανάσταση του 1821, παρά την παρέμβαση του Μεγάλου Βεζίρη.
Μέγας Δραγουμάνος
Κωστάκης «Πασάς»
(19ος αιώνας)
(19ος αιώνας)ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑ (1821-1846)
Επαναστατική Περίοδος (1821-1827)
Κατά την περίοδο της Εθνεγερσίας, το πλείστο των χερσαίων
ελληνικών εθνικών δυνάμεων αποτελούσαν άτακτοι, οργανωμένοι σε μικρά
«σώματα», υπό τη διοίκηση «οπλαρχηγών». Στα σώματα αυτά, καθήκοντα
«γραφιά» ή «γραμματικού» αναλάμβαναν πρόσωπα της εμπιστοσύνης των
οπλαρχηγών, συνήθως μορφωμένοι στην Ευρώπη ή απόφοιτοι των
εκκλησιαστικών ή δημοτικών σχολών του Γένους. Χαρακτηριστικές
περιπτώσεις ο Φώτιος Χρυσανθόπουλος ή «Φωτάκος» γραμματικός του
Κολοκοτρώνη και ο Μιχάλης Καραγιαννόπουλος ή «Τισαμενός» του
Παπαφλέσσα, που αφηγήθηκαν και τα ιστορικά γεγονότα της εποχής τους.
Μορφωμένοι από την Ευρώπη, την Κωνσταντινούπολη και την
Αλεξάνδρεια εκτελούσαν και τα καθήκοντα διερμηνέα μεταξύ των αγραμμάτων
ως επί το πλείστο Ελλήνων ηγετών και των ξένων. Αρκετοί ελληνομαθείς-
κλασικιστές ξένοι προσέφεραν τις υπηρεσίες τους στον αγώνα, όπως ο
υπασπιστής του Γάλλου Στρατηγού Ρος, που ακολούθησε τον Παπαφλέσσα
και έπεσε ηρωικά στο Μανιάκι.
Τακτικός στρατός συγκροτήθηκε με το «Νόμο Περί Οργανώσεως του
Στρατού» του 1822, που ψήφισε το Βουλευτικό μετά από εισήγηση του
Μαυροκορδάτου και προέβλεπε τη συγκρότηση των τεσσάρων βασικών
όπλων: Πεζικού, Ιππικού, Πυροβολικού και Μηχανικού. Ο τακτικός στρατός
συγκροτήθηκε οριστικά το 1825 υπό το Γάλλο Φιλέλληνα Συνταγματάρχη
Φαβιέρο. Αρχικά εκ των πραγμάτων δόθηκε μεγαλύτερο βάρος στις
επιχειρήσεις, παρά στην οργάνωση της διοικητικής υποστήριξης του
στρατεύματος. Μόνο στα ελάχιστα οργανωμένα σώματα, όπως του Άγγλου
Τσωρτς και του Γάλλου Φαβιέρου, υπήρχε, σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά
πρότυπα, «Γραφείον», που διακινούσε την αλληλογραφία και τηρούσε το
ημερολόγιο.
Πάντως δεν πρέπει να συγχέεται η σημερινή λέξη «γραμματέας», με
τον όρο «Γενικός Γραμματεύς» ή «Γραμματεύς», που στη διάρκεια και αρκετά
χρόνια μετά την Επανάσταση του 1821, χρησιμοποιήθηκε με την έννοια του
«Υπουργού» ή «Προϊσταμένου», κατά μίμηση του λατινικού όρου
«Secretaris».
Διακυβέρνηση Καποδίστρια (1827-1832)
Πρώτος επίσημος διοικητικός φορέας εθνικής άμυνας, η «Γραμματεία
επί των Στρατιωτικών και Ναυτικών Υποθέσεων» δημιουργήθηκε από τον
πρώτο Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια. Στόχος του Καποδίστρια ήταν να
συγκεντρώσει τις άτακτες δυνάμεις και να συγκροτήσει τακτικό Στρατό, ενώ
στην Ελλάδα βρίσκονταν ακόμη αιγυπτιακές δυνάμεις υπό τον Ιμπραήμ και
γαλλικός στρατός υπό τον Μαιζών.
«Οι ελληνικές δυνάμεις, το φθινόπωρο του 1828 αποτελούνταν από
δύο ανεξάρτητες ενότητες, τις «Ομάδες Ατάκτων, … [και] το τακτικό σώμα …
Στάθμευε κατ’ ανάγκη στο Ναύπλιο, την Κόρινθο, το Άργος και την Κορώνη,
… [με] τρία Τάγματα Πεζικού, μια Μονάδα Ιππικού …, ένα Απόσπασμα
Πυροβολικού … και ένα κέντρο εκπαίδευσης, τη Σχολή των Ευελπίδων, υπό
τις διαταγές Μείζονος Επιτελείου, … εξ 8 αξιωματικών». Στις χερσαίες δυνάμεις λειτουργούσε υποτυπώδης γραμματειακή υποστήριξη. Ο πιο
εγγράμματος ήταν ο «γραφεύς», ενώ οι γλωσσομαθείς μεριμνούσαν για τις
σχέσεις με ξένους «εκπαιδευτές» και «επιστήμονες που … διείσδυσαν στην
καρδιά του Μοριά, αναζητώντας τις τοποθεσίες της αρχαίας Ελλάδος
εξασφαλίζοντας τις πρώτες εργασίες ανασκαφών της σύγχρονης εποχής» .
Πρώτη Περίοδος Βασιλείας Όθωνα (1833-1846)
Μετά την ανάρρηση στο θρόνο του βασιλέα Όθωνα και την επίσημη
συγκρότηση του νεότερου Ελληνικού Κράτους, η δύναμη και η οργάνωση του
Στρατού προχώρησε πολύ αργά, παρά την επισφαλή κατάσταση από
πλευράς άμυνας. Αρχικά, εκδόθηκαν διατάγματα για συγκρότηση
«Γραμματειών της Επικρατείας» (υπουργεί-ων). Με το Διάταγμα του Βασιλέα
Όθωνα της 19 Απριλίου 1833, σχηματίσθηκε η «επί των Στρατιωτικών
Γραμματεία της Επικρατείας» (Υπουργείο Στρατιωτικών).
Διάταγμα 1833
Το Άρθρο 1 § γ του Διατάγματος προέβλεπε «τρεις γραμματείς» και
«τέσσαρεις γραφείς» ως διοικητικό προσωπικό. Ο όρος «Γραμματέας»
σήμαινε «Συντονιστής ενός φορέα», ενώ ο υπεύθυνος για την αλληλογραφία
ονομάσθηκε «Γραφέας = Χειριστής ενός θέματος». Το «Γραφείον» = σημερινή
γραμματεία, εκτιμάται ότι λειτούργησε για πρώτη φορά το 1834.
ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ (1846-1911)
Τελευταία Περίοδος Βασιλέα Όθωνα (1846-1862) και Πρώτη Περίοδος
Βασιλέα Γεωργίου Α’ (1863-1877)
Περισσότερο από 10 έτη μετά, ψηφίσθηκε ο Νόμος ΛΓ (33) / 1846 για
το «Δι-οργανισμό των Υπουργείων». Η Γραμματεία επί των Στρατιωτικών
μετωνομάσθηκε σε «Υπουργείο». Αυξήθηκε ο αριθμός των όπλων και των
σωμάτων του Στρατού, εξειδικεύθηκε η αποστολή τους και συγκροτήθηκαν
περιφερειακά στρατηγεία. Ο αρχικός Οργανισμός του Στρατού ψηφίσθηκε στο
τέλος αυτής της περιόδου.
Όσον αφορά στη διοικητική υποστήριξη, δεν υπήρξε εξέλιξη. «Αντί
γραφέων και βοηθών» προβλέφθηκαν «τρεις γραμματείς» (προϊστάμενοι) και
«δώδεκα υπαξιωματικοί ή στρατιώται», δηλαδή οι γραφείς, που έως τότε
προβλεπόταν να είναι υπάλληλοι, αντικαταστάθηκαν από εγγράμματους
υπαξιωματικούς ή στρατιώτες.
Διατηρήθηκε, έτσι κατά τον 19ο αιώνα μια αοριστία και ασάφεια
σχετικά με το ποιοι θα παρείχαν τη διοικητική (ήτοι γραμματειακή) υποστήριξη
στον Ελληνικό Στρατό, η οποία επέζησε σχεδόν μέχρι το 1954.
Η Σταθεροποίηση της Ελλάδος (1877-1901)
Βήμα προόδου αποτέλεσαν οι Οργανισμοί του Στρατού, με πρώτο το
Νόμο ΧΚΕ (625) / 1877. Η εισαγωγή του θεσμού του «οργανισμού» συνέπεσε
με το μεγάλο ρωσο-τουρκικό πόλεμο και τις συνθήκες Αγίου Στεφάνου και
Βερολίνου. Επιβλήθηκε από την ανάγκη ανάπτυξης του Στρατού, λόγω οργανωτικών προβλημάτων, και η ηγεσία της χώρας εισήγαγε εσπευσμένα
μια σειρά από νομοθετικές ρυθμίσεις, με βάση ξένα πρότυπα.
Σημαντική καινοτομία υπήρξε ο πρώιμος αριθμητικός πίνακας
σύνθεσης (προσωπικού) του Νόμου ΨΞΑ (861) / 1878, που περιέχει αναφορά
σε οργανωμένα τμήματα διοικητικής υποστήριξης στο Υπουργείο
(«Διεκπεραίωση» και «Καταχώρηση») και σε αντίστοιχες ειδικότητες
«υπαξιωματικών γραφέων». Η ανάθεση αυτών των καθηκόντων ήταν
τιμητική, επειδή την εποχή εκείνη το ποσοστό αναλφάβητων ήταν πολύ
υψηλό και μόνοι οι εγγράμματοι προάγονταν στους βαθμούς των
υπαξιωματικών.
Από την εποχή εκείνη και μετά, άρχισαν να εκδίδονται σε τακτικά
διαστήματα «Οργανισμοί του Στρατού», με σταδιακή αύξηση και μεγαλύτερη
εξειδίκευση του προσωπικού.
Με το Νόμο ΩΛΗ (938) / 1880 θεσμοθετήθηκε ότι στην «Επιτελική
Υπηρεσία» θα περιλαμβάνονταν «Διεκπεραίωση» και «Καταχώρηση». Για
πρώτη φορά στον πίνακα του στρατιωτικού προσωπικού της «Καταχώρησης»
αναφέρεται «Μεταφραστής», χωρίς όμως να διευκρινίζεται η γλώσσα. Μάλλον
ήταν η Γαλλική, την οποία χρησιμοποιούσαν στις επαφές με ξένους
επισήμους και την μιλούσαν στο χώρο της αριστοκρατίας, από όπου
φυσιολογικά θα προερχόταν ο Οπλίτης.
Λίγο μετά, ακολούθησε η επιστράτευση και η εφαρμογή της
απόφασης της Συνθήκης του Βερολίνου για προσάρτηση στην Ελλάδα της
Θεσσαλίας πλην Ελασσόνας και του τμήματος Άρτας από την Ήπειρο. Στον
επόμενο «οργανωτικό» Νόμο ΑΛΖ (1037) / 1882, για πρώτη φορά γίνεται
προσπάθεια κατανομής του γραφειοκρατικού έργου σε τμήματα. Στο Γραφείο
της «Επιτελικής Υπηρεσίας» αναφέρονται «Υπαξιωματικοί Γραφείς»,
«Μεταφραστής», «Τυπογράφος», «Λιθογράφος» και «Βιβλιοδέτης».
Οι μέχρι τότε «οργανωτικοί» νόμοι, όπως και οι νόμοι για τη
στρατολόγηση, απέβλεπαν στην κάλυψη των αναγκών πάντοτε σε ετήσια
βάση. Όμως, η ολοκλήρωση της ανάπτυξης του Στρατού στη Θεσσαλία και
την Άρτα δημιούργησε θέμα μεγαλύτερης απόστασης ανάμεσα στην
πρωτεύουσα και τα σύνορα. Για το λόγο αυτό, ο Νόμος ΑΦΛΓ (1533) / 1887
και το εκτελεστικό του διάταγμα προχώρησαν σε συστηματική καταγραφή των
καθηκόντων του προσωπικού, τόσο της επιτελικής υπηρεσίας, όσο και των
περιφερειακών στρατιωτικών διοικήσεων, με αντίστοιχη γραφειοτεχνική
υποστήριξη. Η καταχώρηση παρέμενε υπό το «Διοικητικό» Τμήμα, ενώ ο Με-
ταφραστής μετακινήθηκε στην «Επιτελική Υπηρεσία» στο Τμήμα
«Πληροφοριών».
Το εκτελεστικό διάταγμα του Νόμου υπήρξε το πρώτο αναλυτικό
θεσμικό κεί-μενο για τη λειτουργία της Επιτελικής Υπηρεσίας και στοιχεία του
εξακολουθούν να αποτελούν τη νομική βάση για φορείς που λειτουργούν
σήμερα. Σε ό,τι αφορούσε στη γραμματειακή υποστήριξη, με το Διάταγμα:
Ορίσθηκε ότι ο Διευθυντής της Επιτελικής Υπηρεσίας
(Αρχηγός Στρατού) θα ήταν ο τελικός υπογράφων σε όλα τα σχετικά έγγραφα
που υποβάλλονταν στον Υπουργό Στρατιωτικών και
Ανέθεσε στο Τμήμα (Κλάδο) του Προσωπικού την εποπτεία
της «Διεκπεραίωσης» και της «Καταχώρησης» και επίσης την ευθύνη έκδοσης
των επισήμων αντιγράφων από τα αρχεία του προσωπικού.
Πολεμική Προπαρασκευή (1901-1911)
Μετά τη θλιβερή περίοδο 1893-1904, με την οικονομική χρεωκοπία
και την ήττα κατά τον ελληνο-τουρκικό πόλεμο στη Θεσσαλία, η Ελλάδα
θέλησε να ανακτήσει την αξιοπιστία της και να επιδιώξει τα οράματά της,
αποκτώντας ένα ισχυρό στρατό. Θεμέλιο της δυνατής χερσαίας δύναμης
αποτέλεσε μια σειρά από νόμους που ψηφίσθηκαν στην αυγή του 20ού
αιώνα, την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα και τις παραμονές των
Βαλκανικών Πολέμων. Πρώτα αντικείμενα υπήρξαν η επιτελική οργάνωση και
η χρησιμοποίηση «μορφωμένου» προσωπικού για κάλυψη ειδικών
απαιτήσεων.
Μεταξύ 1891 και 1906 ίσχυσε, επίσης, ο Νόμος για την κατάταξη ως
Ανθυπολοχαγών Ελλήνων αποφοίτων στρατιωτικών σχολών του εξωτερικού.
Έτσι, δημιουργήθηκε μια ομάδα γλωσσομαθών επιτελών, που αποδείχθηκε
πολύ χρήσιμη κατά τους πολέμους της περιόδου 1916-1923.
Με το Νόμο ΓΛΑ (3031) / 1904, δημιουργήθηκαν οργανικές θέσεις
«γραφέων» με δυνατότητα πρόσληψης και «ιδιωτών = με απ’ ευθείας
κατάταξη». Στο κείμενο του Νόμου μνημονεύεται «απόσπαση» για τους
υπεύθυνους της αλληλογραφίας, που σήμαινε ότι για το έργο αυτό το
ειδικευμένο προσωπικό το διέθεταν τα λοιπά Όπλα-Σώματα με απόσπαση
από τα κύρια καθήκοντά τους.
Για να μην τοποθετείται μάχιμο προσωπικό σε θέσεις διοικητικής
υποστήριξης, ο Νόμος ΓΥ (3400) / 1909 καθόρισε συμπληρωματικά ότι οι
υπεύθυνοι για τα γραμματειακά Αξιωματικοί δεν ήταν απαραίτητο να είναι
«Γενικοί Επιτελείς».
Ο Νόμος ΓΦΝC (3556) / 1910, έδωσε εξουσιοδότηση για
συγκρότηση «διερμηνευτικής υπηρεσίας» στον πόλεμο για τις ανάγκες
επικοινωνίας με τους εκπαιδευτές (Γάλλους), τους μελλοντικούς συμμάχους
(Βαλκανικές χώρες) αλλά και αντιπάλους (Οθωμανική Αυτοκρατορία). Οι
διερμηνείς αυτοί ήταν δυνατό να προέρχονταν «εξ ιδιωτών» = στρατιωτικών
με απ’ ευθείας κατάταξη ή από ένταξη μορφωμένου προσωπικού.
Νόμος ΓΦΝC (3556) / 1910
Στις παραμονές του Α’ Βαλκανικού Πολέμου, έγινε αναδιοργάνωση
του Στρατού με το Νόμο ΓΨΠΘ (3789) / 1911. Σε αυτόν εντάχθηκε
αποσπασματική ρύθμιση, που έκτοτε ισχύει για όλη τη στρατιωτική
αλληλογραφία: Θεσμοθετήθηκε ότι ο τελευ-ταίος υπογράφων (τότε ήταν ο
υπουργός στρατιωτικών) θα υπέγραφε μόνο το «πρωτότυπο», αυτό που
σήμερα ονομάζουμε «ΣΧΕΔΙΟ ΕΓΓΡΑΦΟΥ». Η διαταγή θα κυκλοφορούσε σε
«αντίγραφα» με ευθύνη του διευθυντή της Διεκπεραίωσης.
Νόμος ΓΨΠΘ (3789) / 1911
Η ΜΑΚΡΑ ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (1912-1923)
Είχε φθάσει πλέον η στιγμή που ονειρεύονταν γενεές Ελλήνων, μετά
την Παλιγγενεσία. Ο Ελληνικός Στρατός ισχυρότερος και καλύτερα οργανωμένος, παραταγμένος στα σύνορα της ντροπής στη Μελούνα, με το
χέρι στη σκανδάλη και εφ’ όπλου λόγχη, ήταν έτοιμος και αποφασισμένος να
υλοποιήσει τη «Μεγάλη Ιδέα» της απελευθέρωσης των αδούλωτων αδελφών
και της αποκατάστασης του εθνικού εδάφους.
Οι υπεύθυνοι της διοικητικής υποστήριξης διεκπεραίωσαν και στον
πόλεμο, τα καθήκοντά τους με υπευθυνότητα και αμεσότητα όπως στον καιρό
της ειρήνης. Παρ’ ότι ο «γραφιάς» δεν στεφανώθηκε με τις δάφνες του
«μαχητή», και αυτός ακολούθησε πιστός και προσεκτικός τα βήματα της
ηγεσίας από τη Λάρισα έως την Κρέσνα και την Τζουμαγιά και από την Άρτα
έως το Αργυρόκαστρο και, χάρις σε αυτόν, διασώθηκε ακέραια η τεκμηρίωση
του μεγάλου αγώνα με μορφή στρατιωτικών αρχείων.
Με διαλείμματα, σε ένα διάστημα 10 ετών ο Ελληνικός Στρατός
διεξήγαγε πέντε πολεμικές επιχειρήσεις, που έφεραν διπλασιασμό της εθνικής
επικράτειας, τη χαρά των συνεχών νικών επί 10 έτη και την ήττα σε διάστημα
λίγων μηνών. Μετά τη ριζική αναδιοργάνωση του 1913-14, στη διάρκεια των
πολέμων (1916-18, 1919-22) δεν έγιναν παρά μόνο οι αναγκαίες διοικητικές
και εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις.
Ανασυγκρότηση (1912-1916)
Μετά την περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων, μέρος του αρχείου των
επιχειρήσεων με μεγάλη ιστορική αξία παραλήφθηκε από την επιτελική
υπηρεσία «Ιστορικών Αρχείων», τη σημερινή «Δνση Ιστορίας Στρατού», και
προστέθηκε στο υπόβαθρο του επιστημονικού και εκδοτικού της έργου. Τα
λοιπά έγγραφα παρέμειναν στα επιτελεία, τις διοικήσεις, τις μονάδες, τις
σχολές και τις υπηρεσίες.
Ο Ελληνικός Στρατός, με οδηγίες της Γαλλικής Στρατιωτικής
Αποστολής, επε-δίωξε να αξιοποιήσει το προσωπικό που είχε ήδη αποκτήσει
μεγάλη πολεμική, επιχειρησιακή και διοικητική εμπειρία. Παράλληλα,
αποφασίσθηκε να χρησιμοποιηθεί ση-μαντικός αριθμός μονιμοποιηθέντων
λόγω πολεμικής δράσης, που πλεόναζε, σε διοικητικά και άλλα συναφή
καθήκοντα.
Σε πρώτη φάση, σε εκτέλεση του γενικού Νόμου ΓϡϟΕ (3995) / 1912
εκδόθηκε το ΒΔ της 23 Ιαν 1914, με το οποίο έγινε εκ νέου σύνθεση της
επιτελικής υπηρεσίας και προβλέφθηκε λειτουργία «Γραφείου
Καταχωρήσεως» υπαγομένου εις το «Γραφείον Αρχηγού (Διοικητικόν)»
(άρθρα 1 και 2).
Στη συνέχεια, με το Νόμο 357 / 1914 δημιουργήθηκαν «ειδικές
υπηρεσίες» (σώματα διοικητικής μέριμνας και υποστήριξης) και
στελεχώθηκαν με έμπειρο μονι-μοποιημένο ή πλεονάζον προσωπικό, μεταξύ
των οποίων η «ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΑΡΧΕΙΟ-ΦΥΛΑΚΩΝ», που εξελίχθηκε στο
σημερινό Σώμα Στρατιωτικών Γραμματέων-Διερμηνέων. Έτσι η 6 Νοεμβρίου
1914 αποτελεί τη γενέθλιο ημέρα του Σώματος.
Κύριες διατάξεις του Νόμου ως προς την Υπηρεσία
«Αρχειοφυλάκων» ήσαν:
Επάνδρωση των θέσεων «αρχειοφυλάκων» είτε «εξ
Ανθυπασπιστών με 15ετή υπηρεσία στο Στρατό» ή «εξ ιδιωτών» =
απ’ ευθείας κατάταξη εφέδρων.Πρόβλεψη θέσεων γραφέων «πρωτοκολλητών,
διεκπεραιωτών, καλλιγράφων και σχεδιαστών» για στελέχωση από
Υπαξιωματικούς με 10ετή προϋπηρεσία ή «εξ ιδιωτών».
Εξομοίωση της θέσης και του μισθού του «απλού
αρχειοφύλακα» προς ανθυπολοχαγού.
Κατάταξη των λοιπών ειδικοτήτων της Υπηρεσίας στην
κατηγορία των «κατωτέρων στρατιωτικών υπαλλήλων»
(υπαξιωματικών).
Πρόβλεψη στελέχωσης της Υπηρεσίας στον πόλεμο με
επιστρατευόμενο προσωπικό (εφεδρεία, εγγράμματοι επίστρατοι).
Νόμος 357 / 1914
Αρχικά το καθεστώς των Αρχειοφυλάκων ήταν του ένστολου
«στρατιωτικού υπαλλήλου». Μετά την εμπλοκή της Ελλάδος στον Α’
Παγκόσμιο Πόλεμο, τους απονεμήθηκε αυτό του μονίμου στελέχους
«αξιωματικού και υπαξιωματικού».
Από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στη Μικρασιατική Καταστροφή (1916-1923)
Εθνική Άμυνα και Μακεδονικό Μέτωπο (1916-1918)
Ο επώδυνος εθνικός διχασμός και η παρουσία και οι επιχειρήσεις
των Συμμάχων σε ελληνικά εδάφη στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου,
εκτός από τις καθαρά πολιτικές και στρατιωτικές συνέπειες που προκάλεσαν,
δημιούργησαν και μεγάλες ανάγκες στις Ένοπλες Δυνάμεις.
Κατά τη συμμετοχή της Ελλάδος στις μεγάλες πολεμικές συγκρούσεις
στο πλευρό των Συμμάχων (1916-1921), με Νομοθετικά Διατάγματα της
Κυβέρνησης Εθνικής Άμυνας και αργότερα της κυβέρνησης Βενιζέλου,
συγκροτήθηκε σώμα (γενική ειδικότητα) Διερμηνέων, που ανήκε στο Σώμα
Αρχειοφυλάκων και στελεχώθηκε με εφέδρους Αξιωματικούς για την
«επιστράτευση και τον πόλεμο».
Μετά τη συγκρότησή της στη Θεσσαλονίκη, η Προσωρινή Κυβέρνηση
της Τριανδρίας υπό το Βενιζέλο, λόγω της αποστολής ελληνικών δυνάμεων
στο πλευρό των Συμμάχων στο Μακεδονικό Μέτωπο, αποφάσισε και με το
Διάταγμα 911 της 21 Δεκεμβρίου 1916 συγκρότησε Σώμα «Στρατιωτικών
Διερμηνέων». Μετά την εγκατάσ-ταση της Κυβέρνησης Βενιζέλου στην Αθήνα,
με Διάταγμα του Βασιλέως Αλεξάνδρου την 24 Νοεμβρίου 1917 το Σώμα
Διερμηνέων προβλέφθηκε να συγκροτείται για την «επιστράτευση και τον
πόλεμο», με ένταξη των Αξκών της Εθνικής Άμυνας και κατάταξη μετά από
διαγωνισμό γλωσσομαθών υπαλλήλων του Υπουργείου Εξωτερικών,
στρατεύσιμων και ιδιωτών με το βαθμό του Ανθυπολοχαγού.
Διάταγμα Βασιλέως Αλεξάνδρου
24 Νοεμβρίου 1917
Η ρύθμιση του Άρθρου 8 του αρχικού Διατάγματος προκάλεσε τις
διαμαρτυρίες Διερμηνέων που είχαν προσληφθεί και υπηρετούσαν σε
ελληνικές αποστολές στο εξωτερικό. Για το λόγο αυτό, ακολούθησαν
αλλεπάλληλες ευνοϊκές ρυθμίσεις με το Νόμο 1115 / 1918 και το ΝΔ 1401 /
1918.
Επιχειρήσεις στην Ουκρανία και τη Μικρά Ασία (1919-1922)
Αξιοσημείωτο για την εποχή εκείνη τυγχάνει ότι, παρά τις εσωτερικές
έριδες, τις εκτεταμένες εκστρατείες σε Ουκρανία και Μικρά Ασία και τις
εσπευσμένες αποχωρήσεις των ελληνικών στρατευμάτων και από τα δύο
εδάφη, διασώθηκαν τα στρατιωτικά αρχεία των περιόδων 1918–19 και 1921–
22, καθώς και πλήρες αρχείο στρατιωτικών νοσοκομείων από το 1920.
Παράλληλα, οι αυξημένες ανάγκες σε στρατιωτικούς διερμηνείς για
τις δύο παραπάνω μεγάλες υπερπόντιες εκστρατείες, οδήγησαν σε αύξηση με
το ΝΔ 1732 / 1919 του αριθμού του «πολεμικού» Σώματος των Διερμηνέων
σε 150 θέσεις.
ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΣ (1923-1940)
Αποστράτευση και Ανασύνταξη (1923-29)
Μετά την ήττα και αποχώρηση του Ελληνικού Στρατού από τη Μικρά
Ασία και την Επανάσταση των Πλαστήρα-Γονατά, ακολούθησε αποστράτευση
των επιστρατευμένων, με διατήρηση της Στρατιάς στη Θράκη. Το μεγαλύτερο
μέρος του προσωπικού της Υπηρεσίας «Αρχειοφυλάκων» και ολόκληρο το
«πολεμικό Σώμα Διερμηνέων» αποστρατεύθηκαν.
Ο επόμενος «Οργανισμός του Στρατού» θεσπίσθηκε με τον Νόμο
4321 / 1929, όπου οι «Αρχειοφύλακες» αναφέρονται πλέον επίσημα ως
Σώμα. Αναφορά στη σύνθεση και την αποστολή του Σώματος περιέχει ο
αναλυτικός Νόμος 4443 / 1929 «Περί στελεχών του Στρατού», όπου
αναφέρονται συνολικά 103 νομοθετημένες θέσεις του Σώματος (37 Αξκών και
56 Ανθστών). Η κατάταξη γινόταν με το βαθμό του Ανθστή κατόπιν
διαγωνισμού.
Νέα Πολεμική Προετοιμασία (1930-1940)
Οι Ελληνικές Κυβερνήσεις της Α’ Δημοκρατίας, από την εποχή του
Ελευθερίου Βενιζέλου (1928-1933) και μετά, αντιλήφθηκαν ότι η νίκη των
Συμμάχων στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν θα έφερνε διαρκή ειρήνη. Για το
λόγο αυτό, παράλληλα προς τις προσπάθειες αποκατάστασης των
προσφύγων και ανόρθωσης της οικονομίας, ξεκίνησαν ένα σοβαρό
πρόγραμμα ενίσχυσης του Στρατού.
Μετά παρέλευση αρκετών ετών, λόγω εσωτερικών προβλημάτων της
χώρας, νέα νομοθετική ρύθμιση έγινε με το ΝΔ της 4 Σεπ 1935, που θέσπισε
τις θέσεις των «Διευθυντών των παρά τω Υπουργείω (Στρατιωτικών)
Διευθύνσεων Όπλων και Υπηρεσιών» και απέδωσε πλήρη στρατιωτική
ιδιότητα στους απασχολούμενους «λόγω επαγγέλματος» ή «από την περίοδο
της ειρήνης» σε ειδικότητες του Στρατού.
Στο Σώμα Αρχειοφυλάκων, με διαταγές του Υπουργείου
Στρατιωτικών, εντάχθηκαν και οι ειδικότητες των «μεταφραστών» και
«διερμηνέων», για περίοδο επιστράτευσης και πολέμου. Λειτούργησε επίσης
Κεντρική Γραμματεία της Γενικής Διεύθυνσης του Υπουργείου Στρατιωτικών
που αποτέλεσε και διεύθυνση του Σώματος Αρχειοφυλάκων.
Η επόμενη αναμόρφωση του Στρατού έγινε με τον ΑΝ 776 / 1937,
τον πρώτο πλήρη νόμο περί «Ιεραρχίας και Προαγωγών» για το Στρατό, όπως τον γνωρίζουμε σήμερα. Σε αυτόν επαναλήφθηκαν διατάξεις των
προηγούμενων νόμων, προστέθηκαν και νέες θέσεις και αναβαθμίστηκαν
αυτές των Διευθυντών Όπλων και Σωμάτων. Ειδικά για το Σώμα
Αρχειοφυλάκων, προβλέφθηκε ως βαθμός κατάταξης του Ανθυπασπιστή
(άρθρο 74) μετά από διαγωνισμό και τελικός βαθμός εξέλιξης του Ταγμα-
τάρχη (άρθρο 55 § 5). Οι ίδιες ακριβώς προβλέψεις περιλήφθηκαν και στον
επόμενο οργανωτικό ΑΝ 1532 / 1938 και στον ΑΝ 2005 / 1939, που ίσχυσε με
μικρές τροπο-ποιήσεις μέχρι το 1946.
Η ΠΟΛΕΜΙΚΗ 12ΕΤΙΑ (1940-1952)
Μέσα στον 20ό αιώνα, η Ελλάδα έμελλε να ζήσει μια δεύτερη μακρά
πολεμική περίοδο μετά το 1912-1922. Η χώρα δέχθηκε επίθεση από δύο
υπέρτερες πολεμικά χώρες, Ιταλία και Γερμανία και βρέθηκε υπό τριπλή
κατοχή, με την παρουσία και των Βουλγάρων (1941-1945). Λόγω της
παράτασης των επιχειρήσεων (1944 και 1946-1949) και των διεθνών
υποχρεώσεων, που ανέκυψαν από τη συμμετοχή της Ελλάδος στον
Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) η πολεμική κινητοποίηση συνεχίσθηκε
μέχρι το τέλος των επιχειρήσεων στην Κορέα (1950-1952). Την ίδια εποχή, η
ένταξη στον Οργανισμό του Βορειο-Ατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ)
δημιούργησε ένα νέο περιβάλλον επιχειρήσεων στα πλαίσια του Ψυχρού
Πολέμου και της ανάπτυξης ειδικών όπλων.
Συνέπειες των Πολεμικών Γεγονότων (1940-1949)
Στη διάρκεια αυτών των γεγονότων άλλαξε ουσιαστικά το σύστημα
διοικητικής υποστήριξης του Ελληνικού Στρατού, στα πλαίσια της οποίας
δραστηριοποιείται το σημερινό Σώμα Στρατιωτικών Γραμματέων-Διερμηνέων.
Κατά την υποχώρηση του 1941, λόγω της υπερκέρασης από τα
εχθρικά στρατεύματα, ανέκυψε πρόβλημα ενότητας των μονάδων του
Στρατού και των ενόπλων τμημάτων γενικότερα. Πριν ακόμη ολοκληρωθεί η
κατάληψη του ελλαδικού χώρου από τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής (Μάιος
1941), το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας της κυβέρνησης στην Αθήνα αποφάσισε
τη συγκρότηση της Υπηρεσίας Στρατιωτικών Αρχείων (ΥΣΑ) και διέταξε την
αποστολή σε αυτή των αρχείων των διαλυομένων μονάδων ή τη διάσωση
εκείνων, που είχαν εγκαταλειφθεί, με μέριμνα των διοικητικών και
αστυνομικών αρχών. Ειδική αναφορά γίνεται στο τέλος του παρόντος
ιστορικού.
Υπηρεσίες γραμματειακής υποστήριξης δημιουργήθηκαν στη Μέση
Ανατολή (και αργότερα κατά τις επιχειρήσεις στην Κορέα).
Στη διάρκεια των επιχειρήσεων στη Μέση Ανατολή και την Ιταλία
(Ρίμινι) γλωσσομαθείς Έφεδροι Αξκοί και Οπλίτες χρησιμοποιήθηκαν ως
σύνδεσμοι. Μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η συνεργασία με
συμμαχικές δυνάμεις και η παρουσία στην Ελλάδα αρχικά της Βρετανικής και
μετά της Αμερικανικής Στρατιωτικής Αποστολής, δημιούργησαν πρόσθετες
ανάγκες σε γλωσσομαθές προσωπικό αποκλειστικής απασχόλησης.
Μετά την αποβίβαση των συμμαχικών δυνάμεων σε ελληνικό έδαφος
το 1944, οι υπηρετούντες γλωσσομαθείς και άλλοι ιδιώτες προσελήφθησαν
ως έφεδροι αξιωματικοί και εντάχθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 53 § 1, 2 και 3
του ΑΝ 833 / 1937 περί «Εφέδρων Αξιωματικών», στο Σώμα Αρχειοφυλάκων με πρόβλεψη για εξέλιξη μέχρι το βαθμό του Αντισυνταγματάρχη. Σε αυτούς,
οι Βρετανοί επέδωσαν το έμβλημα των Διερμηνέων, που ιστορικά προέρχεται
από τις επιχειρήσεις τους στη Βιρμανία το 19ο αιώνα (λευκό πλαίσιο, μπλε και
κόκκινοι κύκλοι = τα τρία χρώματα της βρετανικής σημαίας).
Η αποστολή των Διερμηνέων αυτών θεσμοθετήθηκε επίσημα με τον
ΑΝ 811 / 1945. Στο άρθρο 1, που τροποποιήθηκε αναδρομικά με τον Νόμο
741 / 1948, προβλέφθηκε σταδιακή μονιμοποίηση των υπηρετούντων
εφέδρων Αξιωματικών Διερμηνέων. Με το άρθρο 2 του ΑΝ 811 / 1945,
εντάχθηκαν κανονικά στο Στρατό όλοι όσοι είχαν προσληφθεί σε προσωρινή
βάση, με χρονικό σημείο έναρξης την ημερομηνία απελευθέρωσης της
Αθήνας (12 Οκτ 1944) και εξακολουθούσαν να υπηρετούν στο Στρατό. Τα
στελέχη αυτά αποτέλεσαν το 1948 τον πυρήνα του Μεταφραστικού Γραφείου,
που συγκροτήθηκε υπό την επίβλεψη της Στρατιωτικής Αποστολής αρχικά
βρετανικής και μετά των ΗΠΑ και στελεχώθηκε με έφεδρο (κυρίως)
στρατιωτικό προσωπικό αλλά και γλωσσομαθείς (μη μόνιμους)
«εργατοϋπαλλήλους» (άνδρες και γυναίκες).
ΑΝ 811 / 1945
Ψήφιση Θεσμικών Νόμων
Το τέλος των επιχειρήσεων της περιόδου 1946–49 και η
αποστράτευση των εφέδρων, σε συνδυασμό με την δεινή οικονομική
κατάσταση της χώρας, επέβαλε με-ίωση του ενεργού στρατού και αξιοποίηση
των μονιμοποιημένων στελεχών ανάλογα με την ειδικότητα και τις γνώσεις
τους.
Ο Νόμος 1079 / 1949 προέβλεπε την ανασυγκρότηση του Σώματος
Αρχειοφυλάκων σε «ΣΩΜΑ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΕΩΝ» και την ένταξη
σε αυτό των Διερμηνέων με τη μορφή ανεξάρτητης Γενικής Ειδικότητας. Ο
Νόμος ίσχυσε μόνο ως προς την αλλαγή της ονομασίας του Σώματος από
«Αρχειοφυλάκων» σε «Στρατιωτικών Γραμματέων», όπως φαίνεται στο άρθρο
2 § Αγ3 του ΝΔ 2923 / 1954 περί «Ιεραρχίας και Προαγωγών». Πάντως, όλοι
οι έφεδροι Διερμηνείς του ΑΝ 811 / 1945 εί-χαν απολυθεί και παρέμεναν μόνο
γλωσσομαθείς Έφεδροι Αξκοί όλων των όπλων και σωμάτων που
υπηρετούσαν τη θητεία τους ή είχαν ανακαταταχθεί.
Η μη εφαρμογή στην πράξη του ΝΔ 1079 / 1949, η παρουσία και η
μονιμοποίηση ορισμένων κατηγοριών εφέδρων αξιωματικών και η ανάγκη για
ποιοτική αναβάθμιση της στελέχωσης των Γραμματειών των επιτελείων,
σχηματισμών, διοικήσεων, μονάδων και υπηρεσιών και της τήρησης των
αρχείων του Στρατού οδήγησαν στην απόφαση για θεσμοθέτηση ενός
ολοκληρωμένου πλαισίου για τους Στρατιωτικούς Γραμματείς και Διερμηνείς.
Ο ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ (1952-σήμερα)
Οριστικοποίηση Θεσμικού Πλαισίου
Με το ΝΔ 2937 / 1954 ιδρύθηκε εξ αρχής η «ΥΠΗΡΕΣΙΑ
ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΕΩΝ» ως Διεύθυνση του Γενικού Επιτελείου Στρατού, η οποία προέρχεται από μετονομασία και ανασυγκρότηση του
«Σώματος Αρχειοφυλάκων του Στρατού».
ΝΔ 2937 / 1954
Παράλληλα, λόγω της ένταξης της Ελλάδος στο ΝΑΤΟ το 1951 και
της τοποθέτησης ελληνικού προσωπικού στα όργανα και στα στρατηγεία της
Συμμαχίας και κυρίως στη Νότια Περιοχή (Νεάπολη Ιταλίας έως σήμερα και
Σμύρνη μέχρι το 1974), ο Στρατός χρειάσθηκε να οργανώσει σε άλλη βάση τη
μεταφραστική υπηρεσία. Αρχικά, αξιοποίησε τους υπηρετούντες εφέδρους
Αξιωματικούς. Μετά το ΝΔ 2937 / 1954, οι Αξκοί Διερμηνείς προέρχονται
αποκλειστικά από διαγωνισμό γλωσσομαθών.
Ο τελευταίος από τη γενεά των στελεχών Διερμηνέων, που
προσλήφθηκαν κατά την αρχική συγκρότηση του 1956, αποστρατεύθηκε το
1989 με το βαθμό του Συνταγματάρχη.
Λοιπές Ισχύουσες Διατάξεις
Η Υπηρεσία «Στρατιωτικών Γραμματέων» μετονομάσθηκε σε Σώμα
με τον ΑΝ 506 / 1968. Σε όλα τα μετέπειτα νομοθετήματα περί «Ιεραρχίας και
Προαγωγών», αρχίζοντας από το ΝΔ 178 / 1969, το Σώμα αναφέρεται με τον
τίτλο αυτό και με τις δύο διαφορετικές Γενικές Ειδικότητες των Γραμματέων και
των Διερμηνέων.
Βελτιώσεις στις διατάξεις για τη Γενική Ειδικότητα Διερμηνέων έγιναν
με το ΝΔ 705 / 1970, που όρισε τον αριθμό των οργανικών θέσεών τους. Οι
διατάξεις του Άρθρου 11, που αφορούσαν στη συγκρότηση γενικής
ειδικότητας Διερμηνέων στην Πολεμική Αεροπορία, δεν εφαρμόσθηκαν ποτέ.
Αξιωματικούς Διερμηνείς διαθέτει μόνο ο Στρατός Ξηράς.
Αλλαγή Προέλευσης των Στρατιωτικών Γραμματέων
Η κατάταξη Στρατιωτικών Γραμματέων στο βαθμό του Ανθστή
γινόταν σύμφωνα με το άρθρο 4 § 6α του ΝΔ 2937 / 1954 με διαγωνισμό, που
διενεργούταν σύμφωνα με το ΒΔ της 14 Μαΐου 1955. Δικαίωμα συμμετοχής
είχαν μόνιμοι Υπαξκοί (σε ποσοστό 50%) και έφεδροι Αξκοί και πολίτες,
αρχικά σύμφωνα με το Άρθρο 33 του ΝΔ 4105 / 1960 και μετά σύμφωνα με το
Άρθρο 53 § 2 του ΝΔ 445 / 1974, όπως αντικαταστάθηκε με το Άρθρο 24 του
Νόμου 744 / 1977. Ο τελευταίος διαγωνισμός έγινε το έτος 1981. Ο τελευταίος
Αξιωματικός (ΣΓ) της κατηγορίας αποστρατεύθηκε ως Συνταγματάρχης το
2010.
Οι προηγούμενες διατάξεις κατέστησαν ανενεργές μετά το 1984,
σύμφωνα με το 87 Πρακτικό / 17ης Συνεδριάσεως / 29 Απρ 1982 / Ανωτάτου
Στρατιωτικού Συμβουλίου. Εφαρμόσθηκε το Άρθρο 4 § 7 του ΝΔ 445 / 1974,
που έλαβε αριθμό § 8 όταν αντικαταστάθηκε με το Άρθρο 1 του Νόμου 744 /
1977, σε εκτέλεση του οποίου η στελέχωση της γενικής ειδικότητας
Στρατιωτικών Γραμματέων γίνεται αποκλειστικά με μόνιμους Λοχίες
αποφοίτους της ΣΜΥ, που μπορούν να εξελιχθούν μέχρι το βαθμό του
Συνταγματάρχη, αν αποκτήσουν πτυχίο πανεπιστημίου.
Πρακτικά ΑΣΣ
Αλλαγή Νομοθεσίας Διερμηνέων
Οι Αξκοί (ΔΕ) μετατράπηκαν σε Κοινό Σώμα των ΕΔ με το Άρθρο 1 §
4-6 του Νόμου 2109 / 1992, σύμφωνα με το οποίο καταργήθηκαν από το ΝΔ
2937 / 1954 (για τους Διερμηνείς) τα Άρθρα 4 § 1 (δεύτερη περίπτωση), 3 και
6 υποπαρ β, όπως είχαν αντικατασταθεί με τα Άρθρα 2, 3 και 4 αντίστοιχα του
ΝΔ 705 / 1970, το Άρθρο 4 § 2 και 4 και τα Άρθρα 5, 8, 9, 10§2 (για το
Στρατό) και 11 (για την Αεροπορία). Οι Διερμηνείς συνέχισαν να παραμένουν
στο ΓΕΣ χωρίς να εκδοθεί καμία διάταξη για την ένταξή τους στο ΓΕΕΘΑ.
Έτσι, η μεταβολή αυτή παρέμεινε ανενεργή και καταργήθηκε με το άρθρο 26 §
19στ του Νόμου 2439 / 1996.
Με το Νόμο αυτό του 1996 δεν επαναφέρθηκε το νομικό πλαίσιο για
την προ-έλευση των Αξιωματικών Διερμηνέων που προΐσχυσε. Το ΓΕΣ
προκάλεσε νέα νομοθετική εξουσιοδότηση με το άρθρο 9 § 2 του Νόμου
2913 / 2001.
Ν 2913 / 2001
Σε εκτέλεσή της, εκδόθηκε το ΠΔ 300 / 2002 για το διαγωνισμό
κατάταξης Ανθυπολοχαγών Διερμηνέων. Συνοπτικά, οι Αξκοί (ΔΕ)
προέρχονται από διαγωνισμό κατάταξης Αξιωματικών στο βαθμό του
Ανθυπολοχαγού και είναι πτυχιούχοι ελληνικών πανεπιστημιακών σχολών
ξένων γλωσσών και φιλολογιών, σχολών μετάφρασης και διερμηνείας, ή
θεωρητικών σχολών χώρας του εξωτερικού, όπου επίσημη είναι γλώσσα
ζητούμενη από το διαγωνισμό. Η στρατιωτική εκπαίδευση γίνεται σε Σχολή
Εφέδρων Αξιωματικών. Εξελίσσονται μέχρι το βαθμό του Συνταγματάρχη και
αποστρατεύονται ως Ταξίαρχοι.
Το 2007 εγκρίθηκε ο πρώτος εσωτερικός κανονισμός λειτουργίας των
Μεταφραστικών του Στρατού, που βασίσθηκε πάνω στις διεθνείς συμφωνίες
τυποποίησης για τη διερμηνεία και τη μετάφραση και σε παρόμοιες οδηγίες,
που ισχύουν για ανάλογες υπηρεσίες των διεθνών στρατηγείων.
Γυναίκες στο Σώμα ΣΓ-ΔΕ
Το Σώμα καλωσόρισε τις πρώτες γυναίκες Λοχίες Στρατιωτικούς
Γραμματείς, αποφοίτους της ΣΜΥ, το 1999. Οι πρώτες Ανθυπολοχαγοί
Στρατιωτικοί Διερμηνείς κατατάχθηκαν το 2005 και κατέλαβαν και τις τρεις
θέσεις επιτυχόντων στον πρώτο διαγωνισμό, που διεξάχθηκε, σύμφωνα με το
ΠΔ 300 / 2002.
Φορείς-Υπηρεσίες του Σώματος
Το Σώμα Στρατιωτικών Γραμματέων-Διερμηνέων στελεχώνει:
Τη Διεύθυνση Γραμματειακής & Μεταφραστικής
Υποστήριξης (ΔΓΜΥ) του ΓΕΣ και τα τμήματά της (Κεντρική Γραμματεία-
Μεταφραστικό).
Την Κεντρική Γραμματεία και Μεταφραστικό του ΓΕΕΘΑ,
σύμφωνα με το ΝΔ 2937 / 1954 και το ΝΔ 705 / 1970.
Τις Γενικές Γραμματείες των Μειζόνων Διοικήσεων και των
Επιχειρησιακών Σχηματισμών του Στρατού και τις Γραμματείες των Σχηματισμών και ορισμένων Σχολών των Ενόπλων Δυνάμεων και του
Στρατού.
Στο Διευθυντή του ΓΕΣ / ΔΓΜΥ υπάγεται η Υπηρεσία Στρατιωτικών
Αρχείων (ΥΣΑ), σύμφωνα με το άρθρο 2 § 4 του ΝΔ 2937 / 1954 και το άρθρο
3 § 1β(9) του Νόμου 3883 / 2010.
20141201_eortasmos_1
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΩΝ
ΑΡΧΕΙΩΝ (ΥΣΑ)
Η ΥΣΑ / ΓΕΣ λειτουργεί ως υπηρεσία του Στρατού, σύμφωνα με το
άρθρο 15 § 6γ του Νόμου 2292 / 1995 και το άρθρο 54 § 4 του ΚΟΛ / ΓΕΣ.
Προβαίνει σε μικροφωτογράφηση των αρχείων και έχει ενταχθεί σε
ευρωπαϊκό πρόγραμμα για ψηφιοποίησή τους στα πλαίσια του ΕΣΠΑ.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ
Μέχρι το Β’ παγκόσμιο πόλεμο με βάση διάφορες διαταγές, τα αρχεία
του Στρατού παρέμεναν στα επιτελεία, σχηματισμούς, διοικήσεις, μονάδες,
σχολές και υπηρεσίες του Στρατού, ενώ το Γραφείο Πολεμικής Εκθέσεως [νυν
Δνση Ιστορίας Στρατού (ΔΙΣ) του ΓΕΣ], είχε ευθύνη για αρχεία ιστορικού
ενδιαφέροντος, σύμφωνα με το ΒΔ της 25 Σεπ 1887 και το άρθρο 17 εδάφιο
δεύτερο § 2β του Νόμου 3556 (ΓΦΝC) / 1910.
Με την κατάρρευση του μετώπου το 1941 και λόγω του κινδύνου
απώλειας των αρχείων από τη διάλυση των φορέων του Στρατού, το
Υπουργείο Εθνικής Άμυνας της κατοχικής κυβέρνησης προχώρησε στη
συγκρότηση αρχικά της Υπηρεσίας Αρχείων Στρατολογικών και Οικονομικών
Βιβλίων (ΥΑΣΟΒ) και στη συνέχεια της ΥΣΑ, για να προωθηθούν εκεί όλα τα
αρχεία των υπό διάλυση στρατιωτικών φορέων σε πρωτότυπη μορφή τους
για ταξινόμηση και εκμετάλλευση. Όσες μονάδες υποχώρησαν τακτικά
συνέλεξαν και απέστειλαν τα αρχεία τους, ενώ οι διοικητικές και αστυνομικές
αρχές διατάχθηκαν να διασώσουν τα εγκαταλελειμμένα αρχεία.
Με την παρέλευση του χρόνου, λόγω της μη-συμμόρφωσης προς τις
αρχικές αποφάσεις, το θέμα των στρατιωτικών αρχείων περιλήφθηκε στο ΝΔ
1079 / 1949 ως αποστολή του Σώματος Στρατιωτικών Γραμματέων, ενώ με
την Εγκύκλιο ΓΕΣ 287 / 1951 καθορίστηκε ότι στην ΥΣΑ θα αποστέλλονταν τα
αρχεία μόνο των διαλυομένων φορέων του Στρατού.
Στη συνέχεια, με βάση το ΝΔ 2937 / 1954, που υποκατέστησε το ΝΔ
1079 / 1949, τα Στρατιωτικά Αρχεία ανατέθηκαν οριστικά στο Σώμα
Στρατιωτικών Γραμματέων. Με επίκληση του ΝΔ 2387 / 1953 «Περί ΥΕΘΑ»,
το 1966 εκδόθηκε υπουργική απόφαση, που προέβλεπε εκκαθάριση σε
τακτική βάση όλων των αρχείων των φο-ρέων του Στρατού και αποστολή τους
μετά κάποιο διάστημα στην ΥΣΑ. Στα αρχεία αυτά περιλήφθηκαν και τα
ατομικά έγγραφα του προσωπικού. Το 1969 το ΓΕΣ εφάρμοσε τη διαδικασία
μικροφωτογράφησης, χωρίς καταστροφή των πρωτοτύπων.
Η μικροφωτογράφηση θεσμοθετήθηκε επίσημα για όλο το δημόσιο
τομέα με το ΝΔ 1196 / 1972 και το εκτελεστικό ΒΔ 750 / 1972 ως σύστημα
αρχειοθέτησης με αποδεικτική ισχύ και παράλληλη δυνατότητα καταστροφής
των πρωτοτύπων.
ΝΔ 1196 / 1972
Η διαδικασία τήρησης των στρατιωτικών αρχείων
συστηματοποιήθηκε το 2005 μετά την έκδοση νεότερης και πληρέστερης
απόφασης του ΥΕΘΑ. Το αρχείο ιστορικής αξίας συνεχίζει να ελέγχεται από
το ΓΕΣ / ΔΙΣ.
ΘΕΜΑΤΑ ΑΡΧΕΙΩΝ
Τα θέματα αρχείων των Ενόπλων Δυνάμεων, δεν υπάγονται στη
γενική νομοθεσία περί Γενικών Αρχείων του Κράτους (ΓΑΚ) που ανήκουν στο
Υπουργείο Παιδείας, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των άρθρων 7, 18,
37 και 39 § 1 εδάφιο δεύτερο (ειδικά αρχεία) του Νόμου 1946 / 1991 με το
άρθρο 3 § 1γ (περίπτωση αα) του Νόμου 3448 / 2006 και το άρθρο 5 § 3 του
Νόμου 2690 / 1999. Επίσης η ΥΣΑ εξαιρείται ρητά από την εφαρμογή των
προθεσμιών τήρησης αρχείων από τους φορείς του Δημοσίου, σύμφωνα με
το άρθρο 1 § 1 του ΠΔ 162 / 1979.
Ελλείψει ειδικής νομοθεσίας, όμως, η διαδικασία πρόσβασης στα
αρχεία του Στρατού που τηρεί η ΥΣΑ (περιλαμβανομένων των ειδικών
αρχείων προσωπικού και υγειονομικού ενδιαφέροντος), γίνεται κατά τρόπο
ανάλογο προς τα λοιπά κρατικά αρχεία, όπως προβλέπεται από τις διατάξεις
των Νόμων 1599 / 1986, 2690 / 1999, 3448 / 2006 και 3979 / 2011 για την
πρόσβαση σε δημόσια έγγραφα και την ηλεκτρονική διακυβέρνηση. Η
χορήγηση στοιχείων από το μη διαβαθμισμένο αρχείο και τα στοιχεία που δεν
εμπίπτουν στην προστασία των προσωπικών δεδομένων και είναι ανοικτά
(από πλευράς βαθμού ασφαλείας) στην έρευνα του κοινού, γίνεται μετά
αίτημα των ενδιαφερομένων, με αναλογική εφαρμογή των διατάξεων και των
προθεσμιών του Νόμου 3448 / 2006 (άρθρα 5 και 6).
Όσον αφορά στο θέμα της διαβάθμισης των εγγράφων, σύμφωνα με
το άρθρο 27 του Εθνικού Κανονισμού Ασφαλείας (ΕΚΑ), που έχει εκδοθεί σε
εκτέλεση του άρθρου 4 § 3 του ΝΔ 17 / 1974, εξουσιοδοτημένος για
αποδιαβάθμιση αρχείου είναι μόνο ο εκδότης του ή, σε περίπτωση που αυτός
δεν υπάρχει πλέον, ο καθ’ ύλη αρμόδιος φορέας του οικείου επιτελείου. Δεν
προβλέπεται αποδιαβάθμιση του αρχείου μετά την παρέλευση συγκεκριμένου
αριθμού ετών.
Για το Ελληνικό Κράτος προβλέπεται τήρηση αρχείων μόνο σε
φυσική μορφή και μικροφίλμ, όπως προαναφέρθηκε σύμφωνα με το ΝΔ 1196
/ 1972 για τη «Μικροφωτογράφιση Αρχείων Δημοσίων Υπηρεσιών» και το
εκτελεστικό ΒΔ 750 / 1972, ως σύστημα αρχειοθέτησης με αποδεικτική ισχύ
και παράλληλη δυνατότητα καταστροφής των πρωτοτύπων. Μετά την ψήφιση
του Ν 3979 / 2011 για την αποδεικτική ισχύ των μέσων τεχνολογίας
επικοινωνιών-πληροφορικής (ΤΕΠ), το προϊόν της ψηφιοποίησης είναι
πλήρως αξιοποιήσιμο.
Ψηφιοποίηση Αρχείου
Το έτος 2006 ξεκίνησε μια διαδικασία ψηφιοποίησης του αρχείου της
ΥΣΑ. Το έργο επιλέχτηκε από την Ειδική Υπηρεσία Διαχείρισης (ΕΥΔ) για
χρηματοδότηση από το επιχειρησιακό πρόγραμμα (ΕΠ) «Ψηφιακή Σύγκλιση
(ΕΣΠΑ 2007-13)» της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Ο υπεύθυνος φορέας (ΥΠΕΘΑ / ΓΔΟΣΥ) αναδιαμόρφωσε τα τεύχη
δημοπράτησης και προχώρησε σε ανάρτηση στην ιστοσελίδα της ΕΥΔ και σε
διαβούλευση με υποψήφιους αναδόχους.
Την 26 Ιουλ 2011 προκηρύχθηκε με την απόφαση 04 / 11 ανοικτός
διεθνής διαγωνισμός για το έργο «Ψηφιοποίηση, Τεκμηρίωση και Ανάδειξη
Ιστορικού Αρχείου της Υπηρεσίας Στρατιωτικών Αρχείων (ΥΣΑ)», με τελικό
προϋπολογισμό 2.525.000 € (με ΦΠΑ), κριτήριο κατακύρωσης την πλέον
συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά και προθεσμία υποβολής
προσφορών την 16 Σεπ 2011.
Ο διαγωνισμός κατακυρώθηκε την 14 Ιουν 2012 στην ένωση
εταιρειών “GLOBO” και “AMS”. Το πρώτο μέρος του έργου περιλάμβανε: την
πιλοτική ψηφιοποίηση μέρους των αρχείων, την ανάπτυξη αντίστοιχου
λογισμικού (Software) και δημιουργία βάσης δεδομένων με τεκμηρίωση για να
τυγχάνουν εκμετάλλευσης μέσω εσωτερικών στρατιωτικών δικτύων και
πρόσβασης του κοινού, και την αγορά ειδικών μηχανημάτων (Hardware) για
τη συνέχιση του έργου. Ολοκληρώθηκε επιτυχώς την 14 Δεκ 2013.
Το έργο της ψηφιοποίησης και τεκμηρίωσης συνεχίζεται από την ΥΣΑ
με χρήση και βελτίωση του λογισμικού και με τα ειδικά μηχανήματα, τα οποία
παρέδωσε η ανάδοχος στα πλαίσια του έργου. Λειτουργεί επίσης βάση
δεδομένων για εκμετάλλευση των αρχείων και η ιστοσελίδα (www.ysa.gr) για
αναζήτηση αρχείων και την υποβολή αιτήσεων των ενδιαφερομένων.