Γράφει: Νίκος Σταθόπουλος
«Φτωχιά Ελλάδα όπως γριά λουλουδού της Πλάκας / λουλουδού μπαλονού νταραβεριτζού καλντεριμιτζού» Θωμάς ΓκόρπαςΈνα αυθόρμητο κείμενο οργής και λύπης. Για μια πατρίδα που απολαμβάνει τους εθισμούς της παρακμής, και, άλλοτε με γελοίο θράσος άλλοτε με υποκριτική σιωπή, πορεύεται με επικοινωνιακά μερεμέτια προς ένα μέλλον εντελώς ακαθόριστο και αδηφάγο. «Ολάκερος κόσμος! Απεραντοσύνη της ασχήμιας, ήγουν της αλήθειας! Με πιάνει ζάλη και τα μελίγγια μου χτυπάνε σα σφυριά. Παράξενο πράμα! Βλέπουμε θεούς, ιδέες, ονείρατα, περασμένα, μελλούμενα, και δε βλέπουμε τη μύτη μας, ω άντρες Αθηναίοι! Τώρα καταλαβαίνω, πως αληθινά σοφός είναι εκείνος που καταφέρνει να τήνε ιδεί και να την καταλάβει.» (Κ. Βάρναλης, «Η αληθινή απολογία του Σωκράτη»). Η «μύτη μας», το ποσοστό Ελλάδας που «ζει για να τρώει», μια μεγάλη ομάδα Ελλάδας που εμπεδώνει το αίσχος της δίπλα στην Ελλάδα του πόνου και της αγωνίας. Και να φανταστείς ότι για την «εκλογική προτίμηση» αυτής της ρημαδοΕλλάδας γίνονται φατριαστικοί πόλεμοι που εκθεμελιώνουν και τις έσχατες σημασίες δημοκρατίας και πολιτισμού.
2014, πόλη της Παλλάδας με νωπές τις μνήμες της Κατοχής! ‘Ένα δωδεκάχρονο κορίτσι που πεθαίνει γιατί δεν έχει χρήματα να προμηθευτεί τα φάρμακά του, και που κηδεύεται με έρανο πολιτών γιατί δεν υπάρχουν χρήματα για την ταφή του! Το νεοφιλελεύθερο Κράτος της νεκροφιλικής απουσίας, η βεγγαλική «κοινωνία των πολιτών» τού αλλού βρέχει κάτι ακατανόητων «αγώνων» και «πρωτοβουλιών», ο συνάνθρωπος(αυτό το σωτήριο «μέγεθος» του νεοελληνικού πολιτισμού) : συνιστώσες μιας προϊούσας εγκληματικότητας σε κλίμακα. Δυστυχώς, όλα αυτά τα έργα του «ξεσαλώματος» της ξαφνικά εκμοντερνισμένης Ελλάδας, μας κάνουν να νοσταλγούμε τον προστατευτισμό του πελατειακού κομματισμού, αλλά και να ανησυχούμε έντονα για ό, τι αποκαλείται «διάρρηξη του κοινωνικού ιστού». ‘Ένα σοβαρό ποσοστό συμπατριωτών μας, βουλιάζει με αποχαυνωτικό εγωισμό στην καθαρή αποκτήνωση. Ο δανειοβίωτος νεοελληνάρας του 90 μετεξελίσσεται σε θανατηφόρο και νεοπρωτόγονο επιβιωτιστή του 2014!
Η λύπη που γίνεται ψυχική μολότοφ, για μια ξεπεσμένη κοινωνία αφασιακών, ο άδοξος θάνατος μιας δωδεκάχρονης ως ένα από τα ριζικά γεγονότα αυτοαπαξίωσης ενός πολιτισμού που η ιστορική του βιογραφία κάνει ακόμα πιο επαίσχυντη την επίκαιρη μοίρα του. Καμιά «κατανόηση» για την Ελλάδα της αδιαφορίας και του εξωνισμού, καμιά παραχώρηση με αντάλλαγμα την ψήφο της. Κάθε προσέγγιση στην ανήθικη πόζα της, είναι προδοσία της μαχόμενης και πληγωμένης Ελλάδας, είναι έκπτωση στην ηθική φερεγγυότητα αλλά και στην πολιτική δραστικότητα των οραμάτων ριζικής κοινωνικής αλλαγής.‘Η με τα θύματα αυτής της εξωφρενικής απανθρωπιάς ή με την καπιταλιστική «Πολιτική» των μεγεθών, των δεικτών, των πλάνων, του «ρεαλισμού» και της «θετικότητας».Το Νόημα, που κάνει τη διαφορά συνείδησης και οράματος, είναι ο πάσχων άνθρωπος, και κάθε άλλη λογική είναι «κουλτούρα σκοπιμότητας», δηλαδή τεχνάσματα της εξουσίας.
Χορεύουν, στη συλλογική οθόνη της εθνικής κατάπτωσης, η «δεν καταλαβαίνω τίποτα» ταξική βία της ξενοκίνητης καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης και η «σεις τώρα κάτι μου λέτε» ναζιάρικη αυτοματαίωση του ασυνάρτητου πλήθους. Ό,τι βιώσαμε ως ανακλαστικό αντίστασης, πλέον και συκοφαντείται και λησμονιέται. Παρακμή δεν είναι να εξαντλούνται οι δυνάμεις σου, αλλά να παραδίδεσαι σ’ αυτό, να «μαθαίνεις να ζεις μ’ αυτό». Καμιά κατάπτωση δεν είναι αόριστη και γενική :είναι μια τάξη καθημερινότητας υλοποιημένη από τις επιλογές συγκεκριμένων ανθρώπων. Από την κρίση :μεγάλα σύνολα δεν έχουν θιχτεί, και άλλα έχουν ωφεληθεί πολλαπλώς. Υπάρχουν δύο Ελλάδες, δύο κοινωνικοί κόσμοι σε πραγματικό εμφύλιο ! «Ενότητα» δε σημαίνει τεχνητές συγκολλήσεις εκλογικού χαρακτήρα, αλλά επιβολή της συλλογικής ταυτότητας που ορίζουν οι ηθικές, πολιτισμικές και κοινωνικές διαχρονίες των «κατώτερων»: ένα εξουσιαστικό πλέγμα αναπαράγεται κατεξοχήν στο πεδίο της «συνείδησης». Αλλιώς, ξαναπέφτουμε στον τυφλωτικό κρετινισμό του «πρωτείου των παραγωγικών δυνάμεων».
Οι καβαφικοί Λακεδαιμόνιοι, που αναδιπλώθηκαν μίζερα έναντι της διάχυσης του ελληνικού πνεύματος και αρνήθηκαν οι σακάτηδες την «ελληνική οικουμένη», σήμερα είναι κάτι καταναλωτιστές χωριαταραίοι που ποζάρουν σε ΕΕ καθρέφτες και συγχαίρουν το ενδοστρεφές είδωλό τους. Δεν είμαστε μια «ηττημένη κοινωνία», όχι, δεν αξίζει στην ευτέλειά μας κανένας «ηρωικός μύθος». Τα μισοκακόμοιρα ψευδοφαντασιακά αναιρούν κάθε αυτογνωσία που απελευθερώνει. Είμαστε το (πρώην «ανάδελφον»..) έθνος μιας μέτριας γριούλας ποιήτριας που δεν κάθεται στο ίδιο παγκάκι με έναν «ρυπαρό ξενομπάτη», το έθνος συνταγματολόγων διακορευτών του συντάγματος και πλανόδιων λιγούρηδων που έβαλαν στη διατίμηση την ψήφο τους. Εθνικοί δημοσιογράφοι ο Πρετεντέρης και η Σπυράκη, εθνικοί ευεργέτες ο παμφάγος Μπόμπολας και ο υπό ξένη σημαία Μαρινάκης, εθνικοί αοιδοί η Πάολα και ο γραφικός Σφακιανάκης, σύμβολο της εθνικής φιλοτιμίας ο Μιχαλολιάκος. Και, πάνω από όλα, «εθνικός κορμός» ένας «λαός» με γραμμωτούς κοιλιακούς στα γηρατειά του, με αυτολύπηση στο όριο της αυτοχειρίας, με μια ειρωνική ζωή που μυρίζει κρετινισμό και αχρειότητα. «Απέχει» με διαρκείας στο Yabanaki, «τιμωρεί» σε ανομολόγητες ονειρώξεις με τον Κασιδιάρη, «σοσιαλίζει» με την Αυγή δίπλα στα «εσπρεσάκια» απογευματάκι στου Ψυρρή συζητώντας για «τον λαουτζίκο των αναδυόμενων εθνικισμών». Με τέτοιο ανθρώπινο δυναμικό, κάθε «προοπτική» είναι αυταπάτη, κάθε «ελπίδα» είναι πολιτικαντισμός. Η κριτική γίνεται ζωντανή δύναμη αλλαγής, όταν δε σέβεται καμιά «αντικειμενικότητα» των κοινωνιολογισμών και κάνει πράξη το περίφημο σταθερόHet του ναύτη στον «Οκτώβρη» του Αϊζενστάιν. Οι «διαχωριστικές γραμμές» υπάρχουν, και πρέπει να εμπλουτιστούν με βιωμένες αποστάσεις από τις αγέλες των νεομικροαστών της ενεργητικής αφασίας.
Είμαστε η λογική συνέπεια του προηγούμενου εαυτού μας, είμαστε το παρόν ενός παρελθόντος που και στις πιο «αριστερές» στιγμές του, απλώς «διαφώνησε» με το «θέαμα των Ολυμπιακών αγώνων» χωρίς να αντισταθεί στους πυρήνες μιας κοινωνικής στρατηγικής που παρήγαγε εξοντωτική εξάρτηση και διαλυτική αποδόμηση. Και γιατί δεν κατάλαβε τίποτα, και γιατί τα πράγματα δεν αποκλίνανε από τον «ανανεωτισμό» των αστικών εξωραϊσμών. Μια άτιμη μεταβλαχιά που αυτοκολακεύτηκε στους μπερντέδες της «ισχυράς Ελλάδας» και, τώρα, λιγδιάρα στο λειωμένο μακιγιάζ της παριστάνει τη «σοκαρισμένη». Είναι ο απόγονος του μαυραγορίτη και του δωσίλογου, του «οικογενειάρχη» της αποχής από κάθε αντίσταση, του «ησυχία, τάξις και ασφάλεια» που μάζευε προίκα για την κορούλα του απλώς ακούγοντας τις ντουφεκιές των αποσπασμάτων στους «συνήθεις τόπους εκτελέσεων», του αθύρματος της εσωτερικής μετανάστευσης που έγινε θυρωρός και ταξιτζής συνεργάτης της Ασφάλειας για «το ψωμάκι μου», της αδιάφορης εγωπαθούς νεολαίας του «σύγχρονου κόσμου» που «την έβρισκε» με εισαγόμενες ροκενρολιές γράφοντας στις σόλες της το κράτος της Μακρονήσου, τη γενοκτονία της αριστεράς, τον Ασύρματο, τους μισθωτούς δούλους στις φάμπρικες της προτυποποιημένης Δύσης. Όλους αυτούς, όλο αυτό το δουλόφρον ασκέρι του παρασιτισμού, οι κατά καιρούς «ριζοσπάστες» και «προοδευτικοί» το σεβάστηκαν, το συνεκτίμησαν λειτουργικά στους εκλογικούς τους σχεδιασμούς, και τελικά φτάσαμε στην παρούσα κακομοιριά, καθώς αυτό το φορτίο συντηρούμενης αποσύνθεσης δεν αφήνει τίποτα αδιάβρωτο. Τα γκραμσιανά «Τέρατα» δεν γεννιούνται ξαφνικά και δεν είναι κατ’ ανάγκη «τερατώδη» στο δημόσιο προφίλ τους.
Όσο υπάρχει και αθωώνεται αυτή η ξεπεσμένη Ελλαδίτσα, όσο κάνουμε τα στραβά μάτια(εν ονόματι κοινωνιολογισμών του καταναλωτισμού και σχεδιασμών της εκλογικής προσέλκυσης) απέναντι στους «λογικούς» σουγιάδες της: τόσο θα σπάμε τα μούτρα μας σε αδιέξοδα. Αυτή η υπεράνω πρακτικής κριτικής Ελλαδίτσα: είναι το αιώνιο «Κέντρο» και η αιώνια «αποχή από τη βρόμα πολιτική», που θαύμαζαν τις «αμερικανικές ηλεκτρικές συσκευές», σήκωναν στην ασπίδα τον αγγλόδουλο «Γέρο της Δημοκρατίας», έκαναν την πάπια όταν ήρθαν οι Συνταγμάταρχες, αποθέωσαν τον «Εθνάρχη» της κοπάνας και της λούφας, στριμώχτηκαν στο πασοκικό πρυτανείο για «μια θεσούλα», «ένα δάνειο», ένιωσαν τη «ζάλη της επιτυχίας» όταν έστηνε τα ελεεινά κόλπα της (χρηματιστήριο, ευρώ, «ανάπτυξη» δια δημοσίων έργων και τουρισμού, «πρόοδος» δια εξοντωτικής αφαίμαξης των «ξένων») η κλίκα του «εκσυγχρονισμού». Τώρα, στο fb αμολάει «προοδευτιλίκια», σαν μια νέα «σουπιά» που θολώνει τα νερά για να πορευτεί ανώδυνα στη σταθερή βρομερή της επιβίωση. Με τσεπούλα γεμάτη, με καρδιά ποντικού και με κουλτούρα αεράτου ραγιά(άτυπα συνεργαζόμενη με τους ηλίθιους πληβείους των τουρκικών σίριαλ), μας πνίγει με τους ρύπους της, μας προσβάλλει με την αήθειά της, μας απειλεί με τον κοψοχρονιά φιλελευθερισμό της που μεταφράζεται σε κυνισμό και αυτοδικαίωση. Πρέπει να τους ξαποστείλουμε μαζί με τον Φούχτελ και τον Ράιχενμπαχ, μαζί με τον «πολιτισμό» της Νέας Γαλέρας και της πολιτισμικής πολτοποίησης. Η πατρίδα είναι και τόπος και τρόπος, είναι το έδαφος είναι και ο πολιτισμός, είναι τα σύνορα(σαν ιστορικά σημάδια του εμβαδού της εστίας) είναι και οι ενσυνείδητοι εραστές των αξιών και των αρχών που κάνουν τη ζωή συλλογική θητεία στη δημιουργία. Εδώ, δεν έχουν θέση ούτε οι μειοψηφίες των εκμεταλλευτών και των εμπόρων ούτε οι αγέλες της ασυνειδησίας και της παντοίο τρόπω επιβίωσης. Η ελευθερία δεν είναι «κάνω ό, τι θέλω» και η συνύπαρξη δεν είναι «έτυχε να συγκατοικούμε..ας μην μπλέκει ο ένας στα πόδια του άλλου».
Εκατομμύρια θραύσματα της ψεύτικης ζωής μοντάρονται στιγμιαία σε «απόπειρες συνείδησης», ενώ, κατ’ ουσίαν, είναι οι αυτοματισμοί μιας αιμορραγούσας άρρωστης Συνήθειας. Ερήμην του όντως είναι της, αυτή η αλλοπρόσαλλη κοκότα του Πουκέ, του γκουρμέ και της ιλουστρασιόν καψούρας, σκιαμαχεί εικονικά με τους δαίμονες της, φονεύοντας και αυτοκτονώντας. Το εξωτερικό τέλμα απηχεί μια εσωτερική στασιμότητα που, με τη σειρά της, είναι κάπως η αναμένουσα κουτοπονηριά του λαμόγιου. Παραληρούν εκστασιασμένοι για τις «διακοπές», περιφέροντας βαλίτσες με ροδάκια που ο ήχος τους σκεπάζει το τρομερό αχ χιλιάδων οικογενειών που δεν έχουν ψωμί. Προβάρουν τα μπανιερά τους, αγνοώντας ότι «διακοπές» είναι μια σημασία που συμπληρώνει την «εργασία», είναι μια κοινωνική κατάκτηση που νοηματοδοτείται από το ήδη τσακισμένο «δικαίωμα στην εργασία» αλλιώς είναι απλώς η αυτοαποθέωση του κυνικού ιδιώτη. Χωρίς μια κοινωνία «τρεις λαλούν και δυο χορεύουν», καμιά «αριστερά» του Ντακάπο δε θα μπορούσε να τζογάρει στον κυβερνητισμό. «Σπασμένοι καιροί», γράφει αλλού ο Γκόρπας, και πού να’ ξερε ότι σχεδόν εξήντα χρόνια μετά θα ήταν ακόμα επίκαιρος! Οι «στρεβλές μορφές αντίδρασης» καταντά ψηφοθηρικό σλόγκαν μιας Αριστεράς που ξύνει αμήχανη την ιστορική φαλάκρα της. Μια ζωή «κατανόηση» και «ερμηνεία», για συλλογικές συμπεριφορές προδοσίας και κυνισμού, μια ζωή παραγωγή άλλοθι για μια πλέμπα που δε θέλει να ζήσει ανθρώπινα.
Στο σφυρί η Επίδαυρος και η Ακροναυπλία, λουκέτο σε 14 νοσοκομεία, στην κουζίνα των «αγορών» η Ελαφόνησος, χυμάνε με τη γλώσσα έξω τα διεθνή «επενδυτικά» κοράκια να καταπιούν ναούς και αετώματα, θάλασσες και πλαγιές, αεροδρόμια και λιμάνια, εμπράγματη ψυχή προγόνων: και τα εθνικά χαζοχαρούμενα απλώς πονοκεφαλιάζουν πώς θα στριμώξουν τα («γιατί; δεν έχουμε δικαίωμα;»..) «θερινά όνειρά» τους σε λιγότερο χρόνο και χρήμα! Και ταπεινωμένοι και μίζεροι! Μια παρασιτική «απάντηση» στην διαλυτική κρίση ενός αποτυχημένου παρασιτικού συστήματος. «Όσο πιότεροι κολλάνε συναμεταξύ τους και κάνουν πλήθος, τόσο λιγότερη η κρίση τους και πιότερ’ η κάκητα. Κι αν είσαστε κολλημένοι πεντακόσιοι διαλεχτοί σοφοί (Σωκράτηδες να πούμε), δε θα κάνετε μισό Μπερτόλδο. ‘Όχι τώρα, που είσαστε πεντακόσιοι Μπερτόλδοι!…Πλήθος, Δημόσια Γνώμη, – τεράστιο Κοπρόσκυλο δεμένο στο παλούκι μέσα στον ήλιο. Όλο τον καιρό κοιμάται, ξύνει την ψώρα του και χυμάει λυσσασμένα, μόλις θελήσει κανείς να το βγάλει απ’ τα συνήθεια του, να του λύσει την αλυσίδα»[ Κ. Βάρναλης, «Η αληθινή απολογία του Σωκράτη].
Αλλά ο «δημοκρατικός λαός», ακάθεκτος προς μια μυστηριώδη τρύπα στο νερό. Από την ασυνάρτητη ειρηνική επανάσταση «της αγανάκτησης» στη βία του αποπνικτικού ανυπόφορου του Φλεβάρη, και μετά, σαν ιδιότροπο παιδάκι που απλώς έσπασε το βάζο με το γλυκό και «έκανε τη δουλειά του», από το χεράκι στις κάλπες, από το αυτάκι στον καναπέ, από το πέτο στα «ίδια Παντελάκη μου ίδια Παντελή μου». Η «μεσαία τάξη» των ευφυολογημάτων στο Διαδίκτυο, οι «λαϊκές τάξεις» των χρυσαυγίτικων παρορμήσεων, η «διανόηση» των κειμένων με βιαστική συγκόλληση χωρίων από πανεπιστημιακές παραδόσεις, η «τέχνη» μιας νέας αισθηματολογίας κατάστικτης από τα παμπάλαια μπιμπίκια του «μαζικού» και του «πιασάρικου»..όλα υπό το πελατειακό δόγμα «να επιβιώσουμε..».
Λίγα ευρώ, που δεν εξοικονομήθηκαν, και πεντακόσιες «γυναικούλες» που δεν το βάζουν κάτω: ξεφτιλίζουν τον κοπανιστό αέρα μιας μάζας(χωρίς εισαγωγικά) που κρύβει επιμελώς τους παραδοσιακούς της κυνόδοντες, πίσω από φαμπρικαρισμένες γκριμάτσες «θλίψης» και «συγκίνησης» και «θαυμασμού» και «συγκατάβασης». Και ηχούν στο λυτρωτικό βάθος τα «σχόλια» του ποιητή για τον «Λαυρέντη», τον απατεώνα που μπόρεσε να περαστεί για «σημαίνων» και «σοβαρός». Μάζα..διότι όταν απουσιάζει η συνείδηση και η δράση, το πλήθος είναι μάζα, και η μάζα κατρακυλά στο προηγούμενο στάδιο του όχλου στο βαθμό που διυπάρχει μέσω της μαζικής κουλτούρας. Μιλάτε, επιτήδεια, για τον «πολιτικό φασισμό», για να αποκρύψετε τον αθέατο φασισμό μιας «εκλογικής κοινωνίας» που αναπαράγει την εκκλησιαστική υποκρισία της «κυριακάτικης φιλανθρωπίας» και ζει συμφιλιωμένη με το «τελεσίδικο» της τρομερής ανθρωπιστικής καταστροφής. Να γιατί η «μάχη των ιδεών» και η «επίθεση κουλτούρας» είναι κρίσιμα συστατικά μιας σύγχρονης πολιτικής με όραμα. Να γιατί η υποταγή στον εκλογικίστικο τακτικισμό είναι μια μυθολογία «πράξης» που ενδυναμώνει την ασκεψία και τη μηδενική συνείδηση. Η ολομέτωπη ιδεολογική και πολιτική επίθεση στους απενοχοποιημένους νεοκυνικούς, είναι όρος μιας ριζοσπαστικής αυτοσυνειδησίας που θα διασφαλίζει τις «εσωτερικές προϋποθέσεις» της πολιτικής σύγκρουσης. Η «περιρρέουσα ατμόσφαιρα» ευνοεί τον παχυδερμισμό, και η «πνευματική επίθεση» αφορά όχι την αναπαραγωγή τεχνητών διακρίσεων αλλά τη συγκρότηση και σταθεροποίηση ζωτικών πρωτοποριών.
Στο Διαδίκτυο η Ελλάδα αναστενάζει, παριστάνοντας με κλισεδάκια την «σύγχρονη άθεη» (αυτή! Η κακορίζικη μοιρολάτρισσα..), υποκαθιστώντας το Πρόσωπο από το «προφίλ», ματαιώνοντας τη σχέση εν ονόματι της «επικοινωνίας», καταντώντας τη δημοκρατία καταιγισμό φορμαλιστικών «πληροφοριών», επανορίζοντας την ελευθερία ως «δικαίωμα προβολής των οπισθίων μου», εννοώντας ύπουλα το δημόσιο ως αυτοεξαγνιστικό θράσος. ‘Όμως, ο Θάνατος και η Αντίσταση, και στην πιο μικροσκοπική τους έκφραση, προσδιορίζουν την ποιότητα των συνειδήσεων. Ξέρουν να διακινούν νηπιώδεις βλακείες για τον Κων/νο Παλαιολόγο, αλλά εκείνος έμεινε με τους ανθρώπους της πατρίδας του να υπερασπίσει τον τόπο του, δεν έφυγε, δε λάκισε με επικοινωνιακές μεγαλοστομίες προς «ηδονικές παραλίες με μεζέ και τσιπουράκι»!
Ο Θάνατος και η Αντίσταση, είναι τα ανθρωποπολιτισμικά συνώνυμα της Υπέρβασης και της Ελευθερίας, και, γι’ αυτό ακριβώς, και περιέχουν ριζικό πόνο και προξενούν ριζικό πόνο. Ο χολιγουντιανός περίγυρος του fb και του twitter τρέπεται σε μια σύμβαση (αυτ)απάτης όπου η αλήθεια λέγεται ως ατάκα και..πάμε στο επόμενο πλάνο. Η αλλοτρίωση δεν είναι «φιλοσοφικόν αίνιγμα», αλλά αυτό που ο (κακός και σκοταδιστικός…) Χριστιανισμός αποκαλεί «αποτυχία»(=αμαρτία), να βγεις έξω από την προοπτική σου, να χάσεις την επαφή με τον ενδότερο εαυτό σου, να αποτύχεις να εκπληρώσεις το ταυτοτικό σου νόημα. Το άταφο κοριτσάκι, υποδεικνύει και τον «τύπον των ήλων» και το «δάκτυλο»…
Η Θεωρία που σέβεται τον εαυτό της(που υπηρετεί τον άνθρωπο δηλαδή), δε μπορεί να σωπαίνει, να εκλογικεύει. Πρέπει να είναι και καταγγελτική, να δείχνει με ενάργεια τους φανταιζί βυθούς της αχρειότητας, να σηματοδοτεί τις «συμμαχίες βάθους» που εγγυώνται μια αξιόπιστη ανατολή. Παραμένει σταθερά επίκαιρο το «με ποιους πας, και ποιους αφήνεις», επίκαιρο όχι λογοτεχνικά αλλά πρακτικά, με την έννοια του αντικειμενικού καθορισμού «συλλογικών αναφορών» πέρα από τις χρεοκοπημένες ιδεοληψίες της μονοσήμαντης και μηχανιστικής «ταξικότητας». Στη ζωή των ανθρώπων, υπάρχει το «Αποκαλυπτικό» πεδίο των «οριακών καταστάσεων»-στην τυπική σημασία της λέξης, αλλά και όπως τις έθεσε ο Κ. Γιάσπερς- όπου ο άνθρωπος καλείται να «αποφασίσει» και, έτσι, να καταδείξει το είναι του.
«Οριακή» είναι η φάση της ζωής, όπου η ως τότε ισχύουσα πραγματικότητα δε γίνεται να αναπαραχθεί κατά τη συνήθη κανονικότητα και υπάγεται σε διαδικασίες ουσιωδών αλλαγών με, συνήθως, βαρύ κόστος, αντιμετωπίζοντας οξύ και άμεσο θέμα συλλογικής επιβίωσης. Από μια ξένη κατάκτηση μέχρι μια διαλυτική κοινωνικοοικονομική κρίση, ας πούμε. Σε τέτοιο περιβάλλον, είναι ασυγχώρητα ανήθικη μια στάση ζωής που επιμένει στο ιδιωτικό, που προτάσσει «δικαιώματα» εις βάρος της συλλογικής μοίρας, που ομφαλοσκοπεί με την κυνική άνεση του επιβιωτικού παράσιτου. Η συμμετοχή στις αντιστάσεις, η ενεργητική ανάληψη ευθύνης με τη μορφή μιας πολύμορφης αλληλεγγύης είναι υποχρέωση, και καμιά «φιλοσοφία της ατομικής ελευθερίας» δε δικαιολογεί την αποξένωση.
Αλλά και με βάση την οπτική του Γιάσπερς, τα διλήμματα αποκτούν το βάρος μιας καταδίκης. «Οριακή» είναι η κατάσταση που τοποθετεί τον άνθρωπο έναντι των συνθηκών που δε μπορεί να τις διαχειριστεί(π.χ. τον θάνατο, τη μοίρα..). Η βαθιά, γενική κρίση του σύγχρονου «ελληνικού κόσμου-τρόπου» αναμοχλεύει, εκ των πραγμάτων, τα ριζικά θέματα του «υπαρξιακού προσανατολισμού» : η σχέση με το γεγονός της ζωής, με την εμπειρία της ύπαρξης, με την ελευθερία, με το «τέλος» και το «πεπρωμένο». Ο αναστοχασμός επί του ιστορικού δεδομένου, επαναθέτει το νόημα και το κύρος των ψυχικών, πνευματικών και ηθικών δυνάμεων που ορίζουν τη στάση και τις επιλογές μας. Το αγοραίο χαζολόγημα είναι μια υπεκφυγή που συνεισφέρει στη μονιμοποίηση κ χειροτέρευση των δεινών.
Η λεγόμενη «ριζοσπαστική σκέψη», δέσμια του θετικισμού της νεωτερικότητας, έχει συνηθίσει απλώς να περιγράφει, και όχι να εξηγεί. Και, συνακόλουθα, έχει αυτοματοποιηθεί σε «συλλεκτικές πολιτικές» που απλώς ανταποκρίνονται στα «μορφώματα». Προσαρμοστισμό κάνει, και όχι ανατροπή. Υπάρχει, ασφαλώς, «κρίση του πολιτικού συστήματος», «απαξίωση της πολιτικής», «αναδίπλωση στο ιδιωτικό», κι άλλα τέτοια τυποποιημένα : αλλά, από ποια εσωτερικά κίνητρα ρυθμίζονται όλα αυτά; Ποιες εσωτερικές δυναμικές αντανακλούν; ποια συγκεκριμένη πρόσληψη του «περιβάλλοντος» καταγράφεται εδώ;
Στις δεκαετίες του 50 και του 60, μεγαλειώδεις κοινωνικοί αγώνες έγιναν υπό συνθήματα αμιγώς πολιτικά, με πρόταξη ιδανικών και αξιών. Επέλασε μια Αριστερά του πιο κακοχωνεμένου δυτικού «επιστημονισμού»(συμπλήρωμα μιας Δεξιάς του πιο ψωροκωσταίνικου επιβιωτισμού), και αφόρισε την έννοια ιδανικό, «κατέβασε» το κοινωνικό πάθος στο εργαστήριο των «υλικών διεκδικήσεων», του «συνδικαλισμού», της οικονομιστικής κουλτούρας, των «πραγματικών αναγκών»-λες και «πραγματικό» είναι το μετρήσιμο, το αποταμιευόμενο, το θεσμοκεντρικό. ‘Ενας χυδαίος ωφελιμισμός-με αριστερό και δεξιό πρόσημο-υποκατέστησε μια «μεταφυσική» συνείδηση που «δε χαμπάριαζε τίποτα» όταν έπαιρναν φωτιά οι «βωμοί και οι εστίες». Και το αποτέλεσμα ήταν μια πλαδαρή μάζα νεονοικοκυραίων που σκέφτονται σαν τοκογλύφοι και ζουν σαν τυχαίοι της φυσικής μοίρας. Και απορεί η Αριστερά, που απλώς μετράει ψηφαλάκια είτε σύρεται σε αποδομητικούς συμβιβασμούς. ‘Όχι, δεν είναι η «εξουσία που διαφθείρει»…είναι που ήδη έχεις διαφθαρεί.
Σε μια αιμόφυρτη και κομματιασμένη κοινωνία : ασχολούμαστε ψυχοπαθητικά με τις «διεργασίες στην κεντροαριστερά», δηλαδή αναπαράγουμε τα ήθη της Μεταπολίτευσης την ώρα ακριβώς που «πληρώνουμε τα σπασμένα» και λειώνουμε μακάρια στη στομάχα της Μεταπολίτευσης. Αυτή η ασυμμετρία σηματοδοτεί τις αντιστάσεις ενός συλλογικού έθους και ήθους που κατά κανόνα μόνο περιστασιακά λειτουργεί με πνεύμα αυτοσεβασμού. Ζωή, μελαγχολία και ξέφτισμα, αλληλοχωνεύονται σε μια απέχθεια που, όμως, θα μπορούσε να γίνει και Συντέλεια. Καμιά επανάσταση δεν πέτυχε, γιατί έμεινε κολλημένη «στο κάγκελο» της εξωτερικότητας, στην επιφάνεια του δέρματος και όχι στα βαθιά του αίματος, στην σχολική παιδεία και το περιβάλλον και όχι στην πλατιά αναζήτηση ποιοτήτων που χειραφετούν και λυτρώνουν. Ακόμα και σήμερα, σοβαροί άνθρωποι του ριζοσπαστικού πνεύματος επιμένουν να αντιδιαστέλλουν τον «υλισμό» προς τον «ιδεαλισμό», μην κατανοώντας ότι αυτή η αβάσιμη διάκριση φράζει το δρόμο σε κάθε αλλαγή βάθους. Χρειαζόμαστε μια επαναστατική ανθρωπολογία που θα «μιλά» με όρους και προτάσεις ηθικής και πνευματικότητας, συνδέοντας το «αντικειμενικό» των θεσμίσεων με το «υποκειμενικό» της ευθύνης και της ενοχήςΗ ριζική αλλαγή είναι και πολιτική δράση και κήρυγμα και παράδειγμα! Είναι κυρίως το «δεν σε ανέχομαι» – κάτοχε του πλούτου, υπάλληλε των αφεντικών, οπαδέ των φατριών των ελίτ, διανοούμενε των κρατικών αξιωμάτων, καλλιτέχνη της εγωκεντρικής ματαιοδοξίας, επιστήμονα των κερδοσκόπων χορηγών, προδότη της πατρίδας σου, αμέριμνε υπήκοε, κυνικέ παλιάνθρωπε !
«Ο κόσμος δε θα μπορέσει ποτέ να σωθεί, παρά μόνο αν ο καθένας αναλάβει να πραγματώσει τη σωτηρία εντός του, τη σωτηρία αυτή που συνίσταται στο να δοθεί, στον εαυτό σου, κανείς δεν ξέρει από πού. Αλλά ο καθένας έχει, επίσης, ανάγκη από έναν κόσμο που να τον υιοθετήσει. Μέσα από τα χαλάσματα του παλιού κόσμου, μέσα από τα αεί σκεπτόμενα όργανα που μας διευκολύνουν τη ζωή, όλο και καθορίζοντας τα όριά της, ένας νέος κόσμος θα αναδυθεί. Ο καθένας από μας μπορεί να συντελέσει στη δημιουργία του.Σήμερα, κάθε άνθρωπος καλείται να μην παραιτηθεί με την πρόφαση πως νιώθει απομονωμένος. Γι’ αυτό ο άνθρωπος έχει ανάγκη από τον συνάνθρωπό του, τον συνοδοιπόρο του. Εκεί βρίσκονται, το ρίζωμα, η γένεση και οι αρχές μας. Η αλήθεια, γράφει ο Νίτσε, αρχίζει με δύο!» Καρλ Γιάσπερς, «Απάντηση στο ερώτημα “Ποιες δυνάμεις σας κάνουν να ζείτε;”»
Η λύπη που γίνεται ψυχική μολότοφ, για μια ξεπεσμένη κοινωνία αφασιακών, ο άδοξος θάνατος μιας δωδεκάχρονης ως ένα από τα ριζικά γεγονότα αυτοαπαξίωσης ενός πολιτισμού που η ιστορική του βιογραφία κάνει ακόμα πιο επαίσχυντη την επίκαιρη μοίρα του. Καμιά «κατανόηση» για την Ελλάδα της αδιαφορίας και του εξωνισμού, καμιά παραχώρηση με αντάλλαγμα την ψήφο της. Κάθε προσέγγιση στην ανήθικη πόζα της, είναι προδοσία της μαχόμενης και πληγωμένης Ελλάδας, είναι έκπτωση στην ηθική φερεγγυότητα αλλά και στην πολιτική δραστικότητα των οραμάτων ριζικής κοινωνικής αλλαγής.‘Η με τα θύματα αυτής της εξωφρενικής απανθρωπιάς ή με την καπιταλιστική «Πολιτική» των μεγεθών, των δεικτών, των πλάνων, του «ρεαλισμού» και της «θετικότητας».Το Νόημα, που κάνει τη διαφορά συνείδησης και οράματος, είναι ο πάσχων άνθρωπος, και κάθε άλλη λογική είναι «κουλτούρα σκοπιμότητας», δηλαδή τεχνάσματα της εξουσίας.
Χορεύουν, στη συλλογική οθόνη της εθνικής κατάπτωσης, η «δεν καταλαβαίνω τίποτα» ταξική βία της ξενοκίνητης καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης και η «σεις τώρα κάτι μου λέτε» ναζιάρικη αυτοματαίωση του ασυνάρτητου πλήθους. Ό,τι βιώσαμε ως ανακλαστικό αντίστασης, πλέον και συκοφαντείται και λησμονιέται. Παρακμή δεν είναι να εξαντλούνται οι δυνάμεις σου, αλλά να παραδίδεσαι σ’ αυτό, να «μαθαίνεις να ζεις μ’ αυτό». Καμιά κατάπτωση δεν είναι αόριστη και γενική :είναι μια τάξη καθημερινότητας υλοποιημένη από τις επιλογές συγκεκριμένων ανθρώπων. Από την κρίση :μεγάλα σύνολα δεν έχουν θιχτεί, και άλλα έχουν ωφεληθεί πολλαπλώς. Υπάρχουν δύο Ελλάδες, δύο κοινωνικοί κόσμοι σε πραγματικό εμφύλιο ! «Ενότητα» δε σημαίνει τεχνητές συγκολλήσεις εκλογικού χαρακτήρα, αλλά επιβολή της συλλογικής ταυτότητας που ορίζουν οι ηθικές, πολιτισμικές και κοινωνικές διαχρονίες των «κατώτερων»: ένα εξουσιαστικό πλέγμα αναπαράγεται κατεξοχήν στο πεδίο της «συνείδησης». Αλλιώς, ξαναπέφτουμε στον τυφλωτικό κρετινισμό του «πρωτείου των παραγωγικών δυνάμεων».
Οι καβαφικοί Λακεδαιμόνιοι, που αναδιπλώθηκαν μίζερα έναντι της διάχυσης του ελληνικού πνεύματος και αρνήθηκαν οι σακάτηδες την «ελληνική οικουμένη», σήμερα είναι κάτι καταναλωτιστές χωριαταραίοι που ποζάρουν σε ΕΕ καθρέφτες και συγχαίρουν το ενδοστρεφές είδωλό τους. Δεν είμαστε μια «ηττημένη κοινωνία», όχι, δεν αξίζει στην ευτέλειά μας κανένας «ηρωικός μύθος». Τα μισοκακόμοιρα ψευδοφαντασιακά αναιρούν κάθε αυτογνωσία που απελευθερώνει. Είμαστε το (πρώην «ανάδελφον»..) έθνος μιας μέτριας γριούλας ποιήτριας που δεν κάθεται στο ίδιο παγκάκι με έναν «ρυπαρό ξενομπάτη», το έθνος συνταγματολόγων διακορευτών του συντάγματος και πλανόδιων λιγούρηδων που έβαλαν στη διατίμηση την ψήφο τους. Εθνικοί δημοσιογράφοι ο Πρετεντέρης και η Σπυράκη, εθνικοί ευεργέτες ο παμφάγος Μπόμπολας και ο υπό ξένη σημαία Μαρινάκης, εθνικοί αοιδοί η Πάολα και ο γραφικός Σφακιανάκης, σύμβολο της εθνικής φιλοτιμίας ο Μιχαλολιάκος. Και, πάνω από όλα, «εθνικός κορμός» ένας «λαός» με γραμμωτούς κοιλιακούς στα γηρατειά του, με αυτολύπηση στο όριο της αυτοχειρίας, με μια ειρωνική ζωή που μυρίζει κρετινισμό και αχρειότητα. «Απέχει» με διαρκείας στο Yabanaki, «τιμωρεί» σε ανομολόγητες ονειρώξεις με τον Κασιδιάρη, «σοσιαλίζει» με την Αυγή δίπλα στα «εσπρεσάκια» απογευματάκι στου Ψυρρή συζητώντας για «τον λαουτζίκο των αναδυόμενων εθνικισμών». Με τέτοιο ανθρώπινο δυναμικό, κάθε «προοπτική» είναι αυταπάτη, κάθε «ελπίδα» είναι πολιτικαντισμός. Η κριτική γίνεται ζωντανή δύναμη αλλαγής, όταν δε σέβεται καμιά «αντικειμενικότητα» των κοινωνιολογισμών και κάνει πράξη το περίφημο σταθερόHet του ναύτη στον «Οκτώβρη» του Αϊζενστάιν. Οι «διαχωριστικές γραμμές» υπάρχουν, και πρέπει να εμπλουτιστούν με βιωμένες αποστάσεις από τις αγέλες των νεομικροαστών της ενεργητικής αφασίας.
Είμαστε η λογική συνέπεια του προηγούμενου εαυτού μας, είμαστε το παρόν ενός παρελθόντος που και στις πιο «αριστερές» στιγμές του, απλώς «διαφώνησε» με το «θέαμα των Ολυμπιακών αγώνων» χωρίς να αντισταθεί στους πυρήνες μιας κοινωνικής στρατηγικής που παρήγαγε εξοντωτική εξάρτηση και διαλυτική αποδόμηση. Και γιατί δεν κατάλαβε τίποτα, και γιατί τα πράγματα δεν αποκλίνανε από τον «ανανεωτισμό» των αστικών εξωραϊσμών. Μια άτιμη μεταβλαχιά που αυτοκολακεύτηκε στους μπερντέδες της «ισχυράς Ελλάδας» και, τώρα, λιγδιάρα στο λειωμένο μακιγιάζ της παριστάνει τη «σοκαρισμένη». Είναι ο απόγονος του μαυραγορίτη και του δωσίλογου, του «οικογενειάρχη» της αποχής από κάθε αντίσταση, του «ησυχία, τάξις και ασφάλεια» που μάζευε προίκα για την κορούλα του απλώς ακούγοντας τις ντουφεκιές των αποσπασμάτων στους «συνήθεις τόπους εκτελέσεων», του αθύρματος της εσωτερικής μετανάστευσης που έγινε θυρωρός και ταξιτζής συνεργάτης της Ασφάλειας για «το ψωμάκι μου», της αδιάφορης εγωπαθούς νεολαίας του «σύγχρονου κόσμου» που «την έβρισκε» με εισαγόμενες ροκενρολιές γράφοντας στις σόλες της το κράτος της Μακρονήσου, τη γενοκτονία της αριστεράς, τον Ασύρματο, τους μισθωτούς δούλους στις φάμπρικες της προτυποποιημένης Δύσης. Όλους αυτούς, όλο αυτό το δουλόφρον ασκέρι του παρασιτισμού, οι κατά καιρούς «ριζοσπάστες» και «προοδευτικοί» το σεβάστηκαν, το συνεκτίμησαν λειτουργικά στους εκλογικούς τους σχεδιασμούς, και τελικά φτάσαμε στην παρούσα κακομοιριά, καθώς αυτό το φορτίο συντηρούμενης αποσύνθεσης δεν αφήνει τίποτα αδιάβρωτο. Τα γκραμσιανά «Τέρατα» δεν γεννιούνται ξαφνικά και δεν είναι κατ’ ανάγκη «τερατώδη» στο δημόσιο προφίλ τους.
Όσο υπάρχει και αθωώνεται αυτή η ξεπεσμένη Ελλαδίτσα, όσο κάνουμε τα στραβά μάτια(εν ονόματι κοινωνιολογισμών του καταναλωτισμού και σχεδιασμών της εκλογικής προσέλκυσης) απέναντι στους «λογικούς» σουγιάδες της: τόσο θα σπάμε τα μούτρα μας σε αδιέξοδα. Αυτή η υπεράνω πρακτικής κριτικής Ελλαδίτσα: είναι το αιώνιο «Κέντρο» και η αιώνια «αποχή από τη βρόμα πολιτική», που θαύμαζαν τις «αμερικανικές ηλεκτρικές συσκευές», σήκωναν στην ασπίδα τον αγγλόδουλο «Γέρο της Δημοκρατίας», έκαναν την πάπια όταν ήρθαν οι Συνταγμάταρχες, αποθέωσαν τον «Εθνάρχη» της κοπάνας και της λούφας, στριμώχτηκαν στο πασοκικό πρυτανείο για «μια θεσούλα», «ένα δάνειο», ένιωσαν τη «ζάλη της επιτυχίας» όταν έστηνε τα ελεεινά κόλπα της (χρηματιστήριο, ευρώ, «ανάπτυξη» δια δημοσίων έργων και τουρισμού, «πρόοδος» δια εξοντωτικής αφαίμαξης των «ξένων») η κλίκα του «εκσυγχρονισμού». Τώρα, στο fb αμολάει «προοδευτιλίκια», σαν μια νέα «σουπιά» που θολώνει τα νερά για να πορευτεί ανώδυνα στη σταθερή βρομερή της επιβίωση. Με τσεπούλα γεμάτη, με καρδιά ποντικού και με κουλτούρα αεράτου ραγιά(άτυπα συνεργαζόμενη με τους ηλίθιους πληβείους των τουρκικών σίριαλ), μας πνίγει με τους ρύπους της, μας προσβάλλει με την αήθειά της, μας απειλεί με τον κοψοχρονιά φιλελευθερισμό της που μεταφράζεται σε κυνισμό και αυτοδικαίωση. Πρέπει να τους ξαποστείλουμε μαζί με τον Φούχτελ και τον Ράιχενμπαχ, μαζί με τον «πολιτισμό» της Νέας Γαλέρας και της πολιτισμικής πολτοποίησης. Η πατρίδα είναι και τόπος και τρόπος, είναι το έδαφος είναι και ο πολιτισμός, είναι τα σύνορα(σαν ιστορικά σημάδια του εμβαδού της εστίας) είναι και οι ενσυνείδητοι εραστές των αξιών και των αρχών που κάνουν τη ζωή συλλογική θητεία στη δημιουργία. Εδώ, δεν έχουν θέση ούτε οι μειοψηφίες των εκμεταλλευτών και των εμπόρων ούτε οι αγέλες της ασυνειδησίας και της παντοίο τρόπω επιβίωσης. Η ελευθερία δεν είναι «κάνω ό, τι θέλω» και η συνύπαρξη δεν είναι «έτυχε να συγκατοικούμε..ας μην μπλέκει ο ένας στα πόδια του άλλου».
Εκατομμύρια θραύσματα της ψεύτικης ζωής μοντάρονται στιγμιαία σε «απόπειρες συνείδησης», ενώ, κατ’ ουσίαν, είναι οι αυτοματισμοί μιας αιμορραγούσας άρρωστης Συνήθειας. Ερήμην του όντως είναι της, αυτή η αλλοπρόσαλλη κοκότα του Πουκέ, του γκουρμέ και της ιλουστρασιόν καψούρας, σκιαμαχεί εικονικά με τους δαίμονες της, φονεύοντας και αυτοκτονώντας. Το εξωτερικό τέλμα απηχεί μια εσωτερική στασιμότητα που, με τη σειρά της, είναι κάπως η αναμένουσα κουτοπονηριά του λαμόγιου. Παραληρούν εκστασιασμένοι για τις «διακοπές», περιφέροντας βαλίτσες με ροδάκια που ο ήχος τους σκεπάζει το τρομερό αχ χιλιάδων οικογενειών που δεν έχουν ψωμί. Προβάρουν τα μπανιερά τους, αγνοώντας ότι «διακοπές» είναι μια σημασία που συμπληρώνει την «εργασία», είναι μια κοινωνική κατάκτηση που νοηματοδοτείται από το ήδη τσακισμένο «δικαίωμα στην εργασία» αλλιώς είναι απλώς η αυτοαποθέωση του κυνικού ιδιώτη. Χωρίς μια κοινωνία «τρεις λαλούν και δυο χορεύουν», καμιά «αριστερά» του Ντακάπο δε θα μπορούσε να τζογάρει στον κυβερνητισμό. «Σπασμένοι καιροί», γράφει αλλού ο Γκόρπας, και πού να’ ξερε ότι σχεδόν εξήντα χρόνια μετά θα ήταν ακόμα επίκαιρος! Οι «στρεβλές μορφές αντίδρασης» καταντά ψηφοθηρικό σλόγκαν μιας Αριστεράς που ξύνει αμήχανη την ιστορική φαλάκρα της. Μια ζωή «κατανόηση» και «ερμηνεία», για συλλογικές συμπεριφορές προδοσίας και κυνισμού, μια ζωή παραγωγή άλλοθι για μια πλέμπα που δε θέλει να ζήσει ανθρώπινα.
Στο σφυρί η Επίδαυρος και η Ακροναυπλία, λουκέτο σε 14 νοσοκομεία, στην κουζίνα των «αγορών» η Ελαφόνησος, χυμάνε με τη γλώσσα έξω τα διεθνή «επενδυτικά» κοράκια να καταπιούν ναούς και αετώματα, θάλασσες και πλαγιές, αεροδρόμια και λιμάνια, εμπράγματη ψυχή προγόνων: και τα εθνικά χαζοχαρούμενα απλώς πονοκεφαλιάζουν πώς θα στριμώξουν τα («γιατί; δεν έχουμε δικαίωμα;»..) «θερινά όνειρά» τους σε λιγότερο χρόνο και χρήμα! Και ταπεινωμένοι και μίζεροι! Μια παρασιτική «απάντηση» στην διαλυτική κρίση ενός αποτυχημένου παρασιτικού συστήματος. «Όσο πιότεροι κολλάνε συναμεταξύ τους και κάνουν πλήθος, τόσο λιγότερη η κρίση τους και πιότερ’ η κάκητα. Κι αν είσαστε κολλημένοι πεντακόσιοι διαλεχτοί σοφοί (Σωκράτηδες να πούμε), δε θα κάνετε μισό Μπερτόλδο. ‘Όχι τώρα, που είσαστε πεντακόσιοι Μπερτόλδοι!…Πλήθος, Δημόσια Γνώμη, – τεράστιο Κοπρόσκυλο δεμένο στο παλούκι μέσα στον ήλιο. Όλο τον καιρό κοιμάται, ξύνει την ψώρα του και χυμάει λυσσασμένα, μόλις θελήσει κανείς να το βγάλει απ’ τα συνήθεια του, να του λύσει την αλυσίδα»[ Κ. Βάρναλης, «Η αληθινή απολογία του Σωκράτη].
Αλλά ο «δημοκρατικός λαός», ακάθεκτος προς μια μυστηριώδη τρύπα στο νερό. Από την ασυνάρτητη ειρηνική επανάσταση «της αγανάκτησης» στη βία του αποπνικτικού ανυπόφορου του Φλεβάρη, και μετά, σαν ιδιότροπο παιδάκι που απλώς έσπασε το βάζο με το γλυκό και «έκανε τη δουλειά του», από το χεράκι στις κάλπες, από το αυτάκι στον καναπέ, από το πέτο στα «ίδια Παντελάκη μου ίδια Παντελή μου». Η «μεσαία τάξη» των ευφυολογημάτων στο Διαδίκτυο, οι «λαϊκές τάξεις» των χρυσαυγίτικων παρορμήσεων, η «διανόηση» των κειμένων με βιαστική συγκόλληση χωρίων από πανεπιστημιακές παραδόσεις, η «τέχνη» μιας νέας αισθηματολογίας κατάστικτης από τα παμπάλαια μπιμπίκια του «μαζικού» και του «πιασάρικου»..όλα υπό το πελατειακό δόγμα «να επιβιώσουμε..».
Λίγα ευρώ, που δεν εξοικονομήθηκαν, και πεντακόσιες «γυναικούλες» που δεν το βάζουν κάτω: ξεφτιλίζουν τον κοπανιστό αέρα μιας μάζας(χωρίς εισαγωγικά) που κρύβει επιμελώς τους παραδοσιακούς της κυνόδοντες, πίσω από φαμπρικαρισμένες γκριμάτσες «θλίψης» και «συγκίνησης» και «θαυμασμού» και «συγκατάβασης». Και ηχούν στο λυτρωτικό βάθος τα «σχόλια» του ποιητή για τον «Λαυρέντη», τον απατεώνα που μπόρεσε να περαστεί για «σημαίνων» και «σοβαρός». Μάζα..διότι όταν απουσιάζει η συνείδηση και η δράση, το πλήθος είναι μάζα, και η μάζα κατρακυλά στο προηγούμενο στάδιο του όχλου στο βαθμό που διυπάρχει μέσω της μαζικής κουλτούρας. Μιλάτε, επιτήδεια, για τον «πολιτικό φασισμό», για να αποκρύψετε τον αθέατο φασισμό μιας «εκλογικής κοινωνίας» που αναπαράγει την εκκλησιαστική υποκρισία της «κυριακάτικης φιλανθρωπίας» και ζει συμφιλιωμένη με το «τελεσίδικο» της τρομερής ανθρωπιστικής καταστροφής. Να γιατί η «μάχη των ιδεών» και η «επίθεση κουλτούρας» είναι κρίσιμα συστατικά μιας σύγχρονης πολιτικής με όραμα. Να γιατί η υποταγή στον εκλογικίστικο τακτικισμό είναι μια μυθολογία «πράξης» που ενδυναμώνει την ασκεψία και τη μηδενική συνείδηση. Η ολομέτωπη ιδεολογική και πολιτική επίθεση στους απενοχοποιημένους νεοκυνικούς, είναι όρος μιας ριζοσπαστικής αυτοσυνειδησίας που θα διασφαλίζει τις «εσωτερικές προϋποθέσεις» της πολιτικής σύγκρουσης. Η «περιρρέουσα ατμόσφαιρα» ευνοεί τον παχυδερμισμό, και η «πνευματική επίθεση» αφορά όχι την αναπαραγωγή τεχνητών διακρίσεων αλλά τη συγκρότηση και σταθεροποίηση ζωτικών πρωτοποριών.
Στο Διαδίκτυο η Ελλάδα αναστενάζει, παριστάνοντας με κλισεδάκια την «σύγχρονη άθεη» (αυτή! Η κακορίζικη μοιρολάτρισσα..), υποκαθιστώντας το Πρόσωπο από το «προφίλ», ματαιώνοντας τη σχέση εν ονόματι της «επικοινωνίας», καταντώντας τη δημοκρατία καταιγισμό φορμαλιστικών «πληροφοριών», επανορίζοντας την ελευθερία ως «δικαίωμα προβολής των οπισθίων μου», εννοώντας ύπουλα το δημόσιο ως αυτοεξαγνιστικό θράσος. ‘Όμως, ο Θάνατος και η Αντίσταση, και στην πιο μικροσκοπική τους έκφραση, προσδιορίζουν την ποιότητα των συνειδήσεων. Ξέρουν να διακινούν νηπιώδεις βλακείες για τον Κων/νο Παλαιολόγο, αλλά εκείνος έμεινε με τους ανθρώπους της πατρίδας του να υπερασπίσει τον τόπο του, δεν έφυγε, δε λάκισε με επικοινωνιακές μεγαλοστομίες προς «ηδονικές παραλίες με μεζέ και τσιπουράκι»!
Ο Θάνατος και η Αντίσταση, είναι τα ανθρωποπολιτισμικά συνώνυμα της Υπέρβασης και της Ελευθερίας, και, γι’ αυτό ακριβώς, και περιέχουν ριζικό πόνο και προξενούν ριζικό πόνο. Ο χολιγουντιανός περίγυρος του fb και του twitter τρέπεται σε μια σύμβαση (αυτ)απάτης όπου η αλήθεια λέγεται ως ατάκα και..πάμε στο επόμενο πλάνο. Η αλλοτρίωση δεν είναι «φιλοσοφικόν αίνιγμα», αλλά αυτό που ο (κακός και σκοταδιστικός…) Χριστιανισμός αποκαλεί «αποτυχία»(=αμαρτία), να βγεις έξω από την προοπτική σου, να χάσεις την επαφή με τον ενδότερο εαυτό σου, να αποτύχεις να εκπληρώσεις το ταυτοτικό σου νόημα. Το άταφο κοριτσάκι, υποδεικνύει και τον «τύπον των ήλων» και το «δάκτυλο»…
Η Θεωρία που σέβεται τον εαυτό της(που υπηρετεί τον άνθρωπο δηλαδή), δε μπορεί να σωπαίνει, να εκλογικεύει. Πρέπει να είναι και καταγγελτική, να δείχνει με ενάργεια τους φανταιζί βυθούς της αχρειότητας, να σηματοδοτεί τις «συμμαχίες βάθους» που εγγυώνται μια αξιόπιστη ανατολή. Παραμένει σταθερά επίκαιρο το «με ποιους πας, και ποιους αφήνεις», επίκαιρο όχι λογοτεχνικά αλλά πρακτικά, με την έννοια του αντικειμενικού καθορισμού «συλλογικών αναφορών» πέρα από τις χρεοκοπημένες ιδεοληψίες της μονοσήμαντης και μηχανιστικής «ταξικότητας». Στη ζωή των ανθρώπων, υπάρχει το «Αποκαλυπτικό» πεδίο των «οριακών καταστάσεων»-στην τυπική σημασία της λέξης, αλλά και όπως τις έθεσε ο Κ. Γιάσπερς- όπου ο άνθρωπος καλείται να «αποφασίσει» και, έτσι, να καταδείξει το είναι του.
«Οριακή» είναι η φάση της ζωής, όπου η ως τότε ισχύουσα πραγματικότητα δε γίνεται να αναπαραχθεί κατά τη συνήθη κανονικότητα και υπάγεται σε διαδικασίες ουσιωδών αλλαγών με, συνήθως, βαρύ κόστος, αντιμετωπίζοντας οξύ και άμεσο θέμα συλλογικής επιβίωσης. Από μια ξένη κατάκτηση μέχρι μια διαλυτική κοινωνικοοικονομική κρίση, ας πούμε. Σε τέτοιο περιβάλλον, είναι ασυγχώρητα ανήθικη μια στάση ζωής που επιμένει στο ιδιωτικό, που προτάσσει «δικαιώματα» εις βάρος της συλλογικής μοίρας, που ομφαλοσκοπεί με την κυνική άνεση του επιβιωτικού παράσιτου. Η συμμετοχή στις αντιστάσεις, η ενεργητική ανάληψη ευθύνης με τη μορφή μιας πολύμορφης αλληλεγγύης είναι υποχρέωση, και καμιά «φιλοσοφία της ατομικής ελευθερίας» δε δικαιολογεί την αποξένωση.
Αλλά και με βάση την οπτική του Γιάσπερς, τα διλήμματα αποκτούν το βάρος μιας καταδίκης. «Οριακή» είναι η κατάσταση που τοποθετεί τον άνθρωπο έναντι των συνθηκών που δε μπορεί να τις διαχειριστεί(π.χ. τον θάνατο, τη μοίρα..). Η βαθιά, γενική κρίση του σύγχρονου «ελληνικού κόσμου-τρόπου» αναμοχλεύει, εκ των πραγμάτων, τα ριζικά θέματα του «υπαρξιακού προσανατολισμού» : η σχέση με το γεγονός της ζωής, με την εμπειρία της ύπαρξης, με την ελευθερία, με το «τέλος» και το «πεπρωμένο». Ο αναστοχασμός επί του ιστορικού δεδομένου, επαναθέτει το νόημα και το κύρος των ψυχικών, πνευματικών και ηθικών δυνάμεων που ορίζουν τη στάση και τις επιλογές μας. Το αγοραίο χαζολόγημα είναι μια υπεκφυγή που συνεισφέρει στη μονιμοποίηση κ χειροτέρευση των δεινών.
Η λεγόμενη «ριζοσπαστική σκέψη», δέσμια του θετικισμού της νεωτερικότητας, έχει συνηθίσει απλώς να περιγράφει, και όχι να εξηγεί. Και, συνακόλουθα, έχει αυτοματοποιηθεί σε «συλλεκτικές πολιτικές» που απλώς ανταποκρίνονται στα «μορφώματα». Προσαρμοστισμό κάνει, και όχι ανατροπή. Υπάρχει, ασφαλώς, «κρίση του πολιτικού συστήματος», «απαξίωση της πολιτικής», «αναδίπλωση στο ιδιωτικό», κι άλλα τέτοια τυποποιημένα : αλλά, από ποια εσωτερικά κίνητρα ρυθμίζονται όλα αυτά; Ποιες εσωτερικές δυναμικές αντανακλούν; ποια συγκεκριμένη πρόσληψη του «περιβάλλοντος» καταγράφεται εδώ;
Στις δεκαετίες του 50 και του 60, μεγαλειώδεις κοινωνικοί αγώνες έγιναν υπό συνθήματα αμιγώς πολιτικά, με πρόταξη ιδανικών και αξιών. Επέλασε μια Αριστερά του πιο κακοχωνεμένου δυτικού «επιστημονισμού»(συμπλήρωμα μιας Δεξιάς του πιο ψωροκωσταίνικου επιβιωτισμού), και αφόρισε την έννοια ιδανικό, «κατέβασε» το κοινωνικό πάθος στο εργαστήριο των «υλικών διεκδικήσεων», του «συνδικαλισμού», της οικονομιστικής κουλτούρας, των «πραγματικών αναγκών»-λες και «πραγματικό» είναι το μετρήσιμο, το αποταμιευόμενο, το θεσμοκεντρικό. ‘Ενας χυδαίος ωφελιμισμός-με αριστερό και δεξιό πρόσημο-υποκατέστησε μια «μεταφυσική» συνείδηση που «δε χαμπάριαζε τίποτα» όταν έπαιρναν φωτιά οι «βωμοί και οι εστίες». Και το αποτέλεσμα ήταν μια πλαδαρή μάζα νεονοικοκυραίων που σκέφτονται σαν τοκογλύφοι και ζουν σαν τυχαίοι της φυσικής μοίρας. Και απορεί η Αριστερά, που απλώς μετράει ψηφαλάκια είτε σύρεται σε αποδομητικούς συμβιβασμούς. ‘Όχι, δεν είναι η «εξουσία που διαφθείρει»…είναι που ήδη έχεις διαφθαρεί.
Σε μια αιμόφυρτη και κομματιασμένη κοινωνία : ασχολούμαστε ψυχοπαθητικά με τις «διεργασίες στην κεντροαριστερά», δηλαδή αναπαράγουμε τα ήθη της Μεταπολίτευσης την ώρα ακριβώς που «πληρώνουμε τα σπασμένα» και λειώνουμε μακάρια στη στομάχα της Μεταπολίτευσης. Αυτή η ασυμμετρία σηματοδοτεί τις αντιστάσεις ενός συλλογικού έθους και ήθους που κατά κανόνα μόνο περιστασιακά λειτουργεί με πνεύμα αυτοσεβασμού. Ζωή, μελαγχολία και ξέφτισμα, αλληλοχωνεύονται σε μια απέχθεια που, όμως, θα μπορούσε να γίνει και Συντέλεια. Καμιά επανάσταση δεν πέτυχε, γιατί έμεινε κολλημένη «στο κάγκελο» της εξωτερικότητας, στην επιφάνεια του δέρματος και όχι στα βαθιά του αίματος, στην σχολική παιδεία και το περιβάλλον και όχι στην πλατιά αναζήτηση ποιοτήτων που χειραφετούν και λυτρώνουν. Ακόμα και σήμερα, σοβαροί άνθρωποι του ριζοσπαστικού πνεύματος επιμένουν να αντιδιαστέλλουν τον «υλισμό» προς τον «ιδεαλισμό», μην κατανοώντας ότι αυτή η αβάσιμη διάκριση φράζει το δρόμο σε κάθε αλλαγή βάθους. Χρειαζόμαστε μια επαναστατική ανθρωπολογία που θα «μιλά» με όρους και προτάσεις ηθικής και πνευματικότητας, συνδέοντας το «αντικειμενικό» των θεσμίσεων με το «υποκειμενικό» της ευθύνης και της ενοχήςΗ ριζική αλλαγή είναι και πολιτική δράση και κήρυγμα και παράδειγμα! Είναι κυρίως το «δεν σε ανέχομαι» – κάτοχε του πλούτου, υπάλληλε των αφεντικών, οπαδέ των φατριών των ελίτ, διανοούμενε των κρατικών αξιωμάτων, καλλιτέχνη της εγωκεντρικής ματαιοδοξίας, επιστήμονα των κερδοσκόπων χορηγών, προδότη της πατρίδας σου, αμέριμνε υπήκοε, κυνικέ παλιάνθρωπε !
«Ο κόσμος δε θα μπορέσει ποτέ να σωθεί, παρά μόνο αν ο καθένας αναλάβει να πραγματώσει τη σωτηρία εντός του, τη σωτηρία αυτή που συνίσταται στο να δοθεί, στον εαυτό σου, κανείς δεν ξέρει από πού. Αλλά ο καθένας έχει, επίσης, ανάγκη από έναν κόσμο που να τον υιοθετήσει. Μέσα από τα χαλάσματα του παλιού κόσμου, μέσα από τα αεί σκεπτόμενα όργανα που μας διευκολύνουν τη ζωή, όλο και καθορίζοντας τα όριά της, ένας νέος κόσμος θα αναδυθεί. Ο καθένας από μας μπορεί να συντελέσει στη δημιουργία του.Σήμερα, κάθε άνθρωπος καλείται να μην παραιτηθεί με την πρόφαση πως νιώθει απομονωμένος. Γι’ αυτό ο άνθρωπος έχει ανάγκη από τον συνάνθρωπό του, τον συνοδοιπόρο του. Εκεί βρίσκονται, το ρίζωμα, η γένεση και οι αρχές μας. Η αλήθεια, γράφει ο Νίτσε, αρχίζει με δύο!» Καρλ Γιάσπερς, «Απάντηση στο ερώτημα “Ποιες δυνάμεις σας κάνουν να ζείτε;”»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου