Αλκιβιάδης Θουκυδίδης
Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
Ο Αλκιβιάδης, αποδιωγμένος πλέον από τους Λακεδαιμονίους, δεν μπορούσε να προσδοκά τίποτε περισσότερο από την επιστροφή του στην Αθήνα. Έχοντας ως μοναδικό όπλο την επιρροή του στον Τισσαφέρνη θα παίξει το τελευταίο του χαρτί μέχρι το τέλος. Εξάλλου, η παντελώς αποδυναμωμένη Αθήνα μετά τα σικελικά, δεν έχει και πολλά περιθώρια διαπραγματεύσεων. Υπό αυτούς τους όρους μια ενδεχόμενη συμμαχία με τον Τισσαφέρνη είναι εξόχως δελεαστική. Ο Τισσαφέρνης αναδεικνύεται σε καθοριστικό παράγοντα της ελληνικής διαμάχης, παίζοντας ρόλο απολύτως καταστροφικό, αφού δεν έχει άλλο στόχο από το να φθείρει και τα δύο στρατόπεδα για δικό του όφελος. Αυτή άλλωστε ήταν και η τακτική που τον συμβούλεψε να ακολουθήσει ο ίδιος ο Αλκιβιάδης, ο οποίος, επίσης, εξυπηρετούσε τα προσωπικά του σχέδια. Γιατί η εξαθλίωση και η απελπισία είναι το πιο γόνιμο έδαφος για την άνθηση του πολιτικού μεσσιανισμού, αφού ο απελπισμένος από τα μαλλιά του πιάνεται. Κι ο Αλκιβιάδης, μόνο ως πολιτικός μεσσίας θα μπορούσε να επιστρέψει στην πόλη που πρόδωσε, αφού μόνο το τέλμα που γεννά την ύστατη σωτηρία θα μπορούσε να τον κάνει ανεκτό. Κι αυτή ακριβώς είναι η ουσία του πολιτικού μεσσιανισμού. Το ομαδικό παράλογο ενός λαού που συντρίβεται και πρέπει κάπου να πιστέψει. Ο ανορθολογισμός που μετατρέπεται σε πολιτική άποψη. Γι’ αυτό και τρέφεται από την απολυταρχία. Γιατί μόνο η καταπίεση εξασφαλίζει τη διαιώνιση του παραλόγου. Η ελεύθερη σκέψη δεν αρέσει στους πολιτικούς μεσσίες. Κι αυτά ο Αλκιβιάδης φαίνεται να τα παίζει στα δάχτυλα: «….. ο Αλκιβιάδης έστειλε μηνύματα στους δυναμικότερους παράγοντες του στρατού της Σάμου να κάμουν λόγο γι’ αυτόν στους πιο αξιόλογους άντρες, εξηγώντας τους ότι μ’ ένα πολίτευμα ολιγαρχικό, κι όχι με τη διεφθαρμένη δημοκρατία που τον είχε εξορίσει, θα ‘θελε να γυρίσει στην Αθήνα – εξασφαλίζοντας στην πόλη τη φιλία του Τισσαφέρνη – και να ζήσει ανάμεσα στους συμπολίτες του. Τόσο απ’ τις προτάσεις αυτές όσο, πιο πολύ, απ’ τη δική τους πρωτοβουλία οι τριήραρχοι κι οι άλλοι σημαντικοί παράγοντες του αθηναϊκού στρατού της Σάμου αποφάσισαν να ανατρέψουν τη δημοκρατία». (βιβλίο όγδοο, παράγραφος 47).
Οι προτάσεις αυτές άρχισαν να διαδίδονται στο στρατόπεδο της Σάμου κι έφτασαν μέχρι την Αθήνα. Κάποιοι μάλιστα από τη Σάμο πέρασαν στην απέναντι στεριά και ήρθαν σε προσωπική συνεννόηση με τον Αλκιβιάδη. Ο τρόμος και η τυφλή ελπίδα της αποφυγής του χειρότερου μπορούν να κάνουν ανεκτά τα πάντα. Εξάλλου, δεν υπάρχει διαφυγή χωρίς θυσίες, και το μέγεθος των θυσιών καθορίζεται από το μέγεθος του φόβου. Και οι δύο έννοιες είναι εξίσου ευέλικτες και ελαστικές. Είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Όποιος θέλει να πετύχει το ένα δεν έχει παρά να προκαλέσει το άλλο. Αρκεί ο φόβος να μη φτάσει στα έσχατα όρια όπου η απελπισία γίνεται συνείδηση. Γιατί αυτό μπορεί να φέρει τα αντίθετα αποτελέσματα. Κάθε υποταγή προϋποθέτει την ελπίδα. (Έστω και την πιο ελάχιστη χαραμάδα). Κι αυτό ακριβώς κάνει πράξη ο Αλκιβιάδης. Εκμεταλλεύεται το φόβο, προσφέρει ελπίδα, ζητά θυσίες: «Τα λόγια αυτά δημιούργησαν μεγάλες ελπίδες στους ευπορότερους πολίτες, ότι θα μπορέσουν αυτοί, που βάσταζαν και το μεγαλύτερο βάρος του πολέμου, να πάρουν στα χέρια τους τα πράγματα της πόλης και, ταυτόχρονα, να νικήσουν τους εχθρούς. Όταν γύρισαν στη Σάμο, άρχισαν να οργανώνουν συνωμοσία με τους ομοϊδεάτες τους. Στον πολύ λαό έλεγαν ανοιχτά, ότι ο βασιλιάς θα γινόταν φίλος τους και θα τους έδινε χρήματα, αν ανακαλούσαν τον Αλκιβιάδη κι έπαυαν να ‘χουν δημοκρατία. Οι περισσότεροι απ’ τους απλούς στρατιώτες, αν και στην αρχή δυσφορούσαν κάπως για τα όσα μαγειρεύονταν, όμως δεν αντιδρούσαν εξαιτίας της ευχάριστης προσδοκίας ότι ο βασιλιάς θα τους έδινε ταχτικά το μισθό τους». (βιβλίο όγδοο, παράγραφος 48).
Ο μόνος που αντέδρασε σ’ αυτά τα σχέδια ήταν ο στρατηγός Φρύνιχος: «Είχε τη γνώμη πως για τον Αλκιβιάδη – κι αυτή ήταν η πραγματικότητα – ολιγαρχία και δημοκρατία ήταν το ίδιο, κι ότι αυτός δε νοιαζόταν για τίποτε άλλο, παρά πως ν’ αλλάξει το σημερινό καθεστώς στην πόλη για να τον προσκαλέσουν οι φίλοι του να γυρίσει, ενώ αυτών, των στρατηγών, κύρια φροντίδα έπρεπε να είναι πώς να αποφύγουν τον εμφύλιο σπαραγμό». (βιβλίο όγδοο, παράγραφος 48). Κι όσο για τη φιλία του Πέρση βασιλιά, ο Φρύνιχος τη θεωρούσε σχεδόν αδύνατη, αφού δε θα ήθελε να κάνει εχθρούς τους Λακεδαιμονίους τώρα που απέκτησαν τόσο αξιόμαχο στόλο και κατείχαν σημαντικές πόλεις. Εξάλλου, ο βασιλιάς δεν είχε κανένα λόγο να μην εμπιστεύεται τους Σπαρτιάτες, σε αντίθεση με τους Αθηναίους που δεν είχε κανένα λόγο να τους εμπιστευτεί. (Η συμπεριφορά του Τισσαφέρνη δικαίωσε απόλυτα το Φρύνιχο). Επιπλέον, η εγκαθίδρυση της ολιγαρχίας δεν θα πρόσθετε τίποτε στο ζήτημα των συμμαχικών πόλεων (είτε ήταν ακόμη πιστές στη συμμαχία ώστε να μην αποστατήσουν είτε είχαν ήδη αποστατήσει ώστε να επιστρέψουν), αφού το ζήτημα γι’ αυτές δεν ήταν το αθηναϊκό πολίτευμα, αλλά η δική τους ανεξαρτησία: «Ούτε θα πίστευαν οι σύμμαχοι πως οι λεγόμενοι έγκριτοι πολίτες της Αθήνας θα τους δημιουργούσαν λιγότερες δυσκολίες απ’ τον απλό λαό της, αφού τούτοι ήταν οι εμπνευστές κι εισηγητές των αυθαιρεσιών που αποφάσιζε ο λαός απ’ τις οποίες κείνοι πάλι αποκόμιζαν τα περισσότερα οφέλη». (βιβλίο όγδοο, παράγραφος 48). Φυσικά οι απόψεις του Φρύνιχου πέσανε στο κενό. Οι ολιγαρχικοί συνωμότες μέναν πιστοί στη γραμμή του Αλκιβιάδη κι ετοιμάζονταν να στείλουν στην Αθήνα τον Πείσανδρο μαζί με άλλους πρέσβεις για να κάνουν όλα τα απαραίτητα ώστε να ανακληθεί ο Αλκιβιάδης και να καταλυθεί η δημοκρατία.
Όταν ο Φρύνιχος κατάλαβε ότι πλέον οι προτάσεις του Αλκιβιάδη θα γίνονταν αποδεκτές και στην Αθήνα, φοβήθηκε ότι η στάση του θα προκαλούσε την οργή του Αλκιβιάδη κι ότι, αν τελικά ο τελευταίος επέστρεφε από την εξορία (πράγμα πολύ πιθανό), θα έκανε τα πάντα για να τον εξοντώσει. Προσπαθώντας να εξασφαλίσει τα νώτα του έστειλε επιστολή στον Αστύοχο, που διοικούσε τον πελοποννησιακό στόλο «με την οποία τον πληροφορούσε ότι ο Αλκιβιάδης βλάφτει τα συμφέροντα των Λακεδαιμονίων και προσπαθεί να κάμει τον Τισσαφέρνη φίλο των Αθηναίων. Ανάφερνε επίσης με λεπτομέρειες τα όσα άλλα γίνονταν κι εξηγούσε πως του συχωριόταν να ζητά να βλάψει τον εχθρό του, έστω κι αν μ’ αυτό θα ‘κανε κακό στην πατρίδα του». (βιβλίο όγδοο, παράγραφος 50). Ο Αστύοχος όμως, όχι μόνο δεν ανταποκρίθηκε στα όποια σχέδια μπορεί να είχε ο Φρύνιχος, αλλά, αφού πήγε στη Μαγνησία και συνάντησε τον Τισσαφέρνη με τον Αλκιβιάδη, τους έδωσε την επιστολή, καθώς, όπως λεγόταν, για προσωπικά του συμφέροντα είχε ταχθεί με το μέρος του Τισσαφέρνη. Ο Αλκιβιάδης αντέδρασε αμέσως στέλνοντας επιστολή στους αρχηγούς του στρατού και του στόλου στη Σάμο, όπου εξηγούσε τις ενέργειες του Φρύνιχου και ζητούσε το θάνατό του: «Θορυβημένος ο Φρύνιχος κι όντας σε μέγιστο κίντυνο εξαιτίας του μηνύματος αυτού του Αλκιβιάδη, ξανάστειλε επιστολή στον Αστύοχο, στην οποία τον μεμφόταν, γιατί δεν κράτησε μυστικό το προηγούμενο μήνυμά του και δήλωσε πως ήταν έτοιμος τώρα να δώσει την ευκαιρία στους Πελοποννησίους να καταστρέψουν ολόκληρο τον αθηναϊκό στρατό της Σάμου. Του εξηγούσε, με λεπτομέρειες, πώς θα το κατόρθωνε αυτό, μια και η Σάμος δεν είχε τείχη, και πρόσθετε ότι τη στιγμή που κιντύνευε η ζωή του, απ’ τις διαβολές των αντιθέτων του, δε θα έπρεπε να τον κατηγορήσει κανείς για την ενέργειά του τούτη και για κάθε άλλη που θα έκανε για να μην τον εξοντώσουν οι χειρότεροι εχθροί του». (βιβλίο όγδοο, παράγραφος 50). Παράλληλα, επειδή αντιλαμβανόταν ότι ο Αστύοχος θα γνωστοποιήσει κι αυτή τη δεύτερη επιστολή, πράγμα που έγινε, προετοίμασε το στρατό για αιφνιδιαστική επίθεση των εχθρών, λέγοντας ότι έχει βέβαιες πληροφορίες γι’ αυτό, και διέταξε την άμεση ανύψωση τείχους, που θα καθιστούσε τη Σάμο ασφαλή. Το τείχος χτίστηκε πολύ γρήγορα κι όταν έφτασε η δεύτερη επιστολή του Αλκιβιάδη που εξηγούσε εκ νέου τον προδοτικό ρόλο του Φρύνιχου, ο στρατός δεν έδωσε σημασία θεωρώντας ότι ο Αλκιβιάδης το κάνει από καθαρή εχθρότητα προς το Φρύνιχο, προφανώς επειδή έμαθε τις αντιρρήσεις που είχε για την κατάλυση της δημοκρατίας. Έτσι κι αλλιώς, κανείς δε θεωρούσε τον Αλκιβιάδη αξιόπιστο: «Γι’ αυτό όχι μόνο δεν του ‘καμε κακό, αλλά μάλλον δέχτηκε πως με το μήνυμά του ο Αλκιβιάδης, επικύρωνε τα όσα είχε πει ο Φρύνιχος». (βιβλίο όγδοο, παράγραφος 51).
Από την άλλη, όταν ο Πείσανδρος μαζί με τους άλλους πρέσβεις έφτασαν στην Αθήνα για να ανακοινώσουν τις προτάσεις του Αλκιβιάδη αναφορικά με την κατάλυση της δημοκρατίας, δεν μπορούμε να πούμε ότι βρήκαν το έδαφος στρωμένο. Υπήρχαν πολλοί που διαμαρτύρονταν και κυρίως οι εχθροί του Αλκιβιάδη. Οι Ευμολπίδες και οι Κήρυκες, τα δύο μεγάλα ιερατικά γένη που επόπτευαν τα Ελευσίνια Μυστήρια, έφεραν τρομερές αντιρρήσεις επικαλούμενοι τις βλασφημίες του Αλκιβιάδη σε βάρος των μυστηρίων πριν την αναχώρηση στη Σικελία. Όμως δεν υπάρχει μεγαλύτερη δύναμη από την απελπισία και το αδιέξοδο, που λειτουργούν πάντα εκβιαστικά. Κι ο εκβιασμός, σ’ αυτού του είδους τα παζάρια της πολιτικής, έχει πάντα την τελευταία λέξη: «….. ο Πείσανδρος προχώρησε στο βήμα κι αντιμετωπίζοντας μεγάλη αντίδραση και χλευασμούς, ρωτούσε, καλώντας κοντά του τους αντίθετους έναν έναν, αν είχαν καμιά ελπίδα να σωθεί η πόλη, τώρα που οι Πελοποννήσιοι έχουν ν’ αντιπαρατάξουν καράβια όχι λιγότερα απ’ τα δικά τους και περισσότερες πόλεις συμμάχους κι ο βασιλιάς κι ο Τισσαφέρνης τους δίνουν χρήματα, ενώ οι Αθηναίοι δεν έχουν πια, εκτός αν κάποιος πείσει το βασιλιά ν’ αλλάξει πολιτική και να πάει με το μέρος τους». (βιβλίο όγδοο, παράγραφος 53). Οι διαχειριστές των εκβιασμών επικαλούνται πάντα το ρεαλισμό, αφού δεν υπάρχει τίποτε πιο ρεαλιστικό από τον εκφοβισμό που τα θέλει όλα δικά του. Εξάλλου, όσοι τον αρνούνται δεν έχουν και κάτι να αντιπροτείνουν. Αυτά που λένε είναι ουτοπικά, χίμαιρες, ονειροφαντασίες. Ρεαλιστική είναι η άποψη, που εμπεριέχει την ασφάλεια. Και δεν υπάρχει τίποτε πιο ασφαλές από το να ενδώσει κανείς στον εκβιασμό. Γιατί πλέον η τύχη του δεν εξαρτάται από τον ίδιο, αλλά από άλλους, που από θέση αρχής είναι πιο ισχυροί και μπορούν να διαπραγματευτούν καλύτερα. Το ότι τις περισσότερες φορές είναι οι ίδιοι που φέραν το αδιέξοδο, όπως ο Αλκιβιάδης που έχει μεγάλο μερίδιο για την αθηναϊκή κατάσταση, (αφού και τη συνέχεια του πολέμου υποστήριξε πολεμώντας τη Νικίεια ειρήνη και πρωτοστάτησε στην παρότρυνση για την εκστρατεία της Σικελίας και πρόδωσε την πόλη στους Σπαρτιάτες), δε φαίνεται να έχει μεγάλη σημασία. Σημασία έχει ο ρεαλισμός του εκβιασμού, δηλαδή η αποφυγή του χειρότερου που επικρέμεται πάντα ως απόλυτη καταστροφή. Γι’ αυτό και πρέπει να τονίζεται συνέχεια, με τη μορφή του διλήμματος και της συνακόλουθης συνετής, δηλαδή ρεαλιστικής επιλογής. Τα λόγια του Πείσανδρου είναι ξεκάθαρα: «Αυτό λοιπόν είναι αδύνατο να το πετύχουμε, αν δεν πολιτευτούμε συνετότερα, αν δεν αναθέσουμε την εξουσία μάλλον σε λίγους, για να μας έχει εμπιστοσύνη ο βασιλιάς, αν δε συζητάμε τώρα πιο πολύ για το πολίτευμα παρά για τη σωτηρία μας (αργότερα, άλλωστε, μπορούμε να κάνουμε αλλαγές, αν κάτι δε μας αρέσει), κι αν δε φέρουμε στην πατρίδα τον Αλκιβιάδη, ο οποίος είναι σήμερα ο μόνος άνθρωπος που μπορεί να το κατορθώσει». (βιβλίο όγδοο, παράγραφος 53).
Η αθηναϊκή δημοκρατία βρίσκεται μπροστά στην κατάρρευση πληρώνοντας την αποχαλίνωση που γνώρισε μετά τον Περικλή. Όλες οι σαθρές δημοκρατίες είναι καταδικασμένες στο αδιέξοδο, αφού οι πολίτες, αδιαφορώντας για το δημόσιο συμφέρον, άγονται και φέρονται από τους εκάστοτε δημαγωγούς που τάζουν λαγούς με πετραχήλια. Η αντίληψη του δημόσιου συμφέροντος, που διαφαίνεται μόνο υπό το πρίσμα της ικανοποίησης του ατομικού, είναι που φέρνει στο προσκήνιο τον αριβισμό και τις επίφοβες μεγάλες ιδέες που εκπροσωπούν άνθρωποι σαν τον Αλκιβιάδη. Δεν είναι τυχαίο που ο Αλκιβιάδης ανατράφηκε μέσα στην αθηναϊκή δημοκρατία. Δεν είναι τυχαίο που ο Νικίας δεν μπόρεσε να πείσει το λαό να τον ακολουθήσει στο δρόμο της ειρήνης που οραματιζόταν. Ήταν σχεδόν νομοτελειακό η Αθήνα να πληρώσει την πολιτική της ασυδοσία. Και τώρα ο Αλκιβιάδης «είναι ο μόνος άνθρωπος» που δύναται να προσφέρει λύση. Κι αυτή είναι η ουσία του πολιτικού μεσσιανισμού: η πεποίθηση ότι μόνο ένας μπορεί να σώσει την κατάσταση. Γιατί. όταν η λύτρωση είναι υπόθεση του ενός, οι υπόλοιποι περιττεύουν. Κι από τη στιγμή που περιττεύουν δεν χρειάζεται και να συμμετέχουν. Υπό αυτές τις συνθήκες, η δημοκρατία, εννοιολογικά τουλάχιστον, έχει ήδη καταλυθεί. Βρισκόμαστε μπροστά στη διαμόρφωση των πιο ιδανικών προϋποθέσεων για την επιστροφή του Αλκιβιάδη: «Ο λαός στην αρχή, όταν άκουε για ολιγαρχία αγανακτούσε. Όταν όμως ο Πείσανδρος εξηγούσε καθαρά ότι δεν υπήρχε άλλη σωτηρία, τότε κι από φόβο κι απ’ την ελπίδα ότι αργότερα θα άλλαζε πάλι το πολίτευμα, υποχώρησε. Ψήφισαν, λοιπόν, να φύγει ο Πείσανδρος και δέκα άλλοι μαζί του για να κάμουν διαπραγματεύσεις με τον Τισσαφέρνη και τον Αλκιβιάδη, όπως αυτοί νόμιζαν καλύτερα. Ταυτόχρονα, επειδή ο Πείσανδρος διάβαλε το Φρύνιχο, ο λαός τον έπαψε από στρατηγό, καθώς και το συνάδελφό του Σκιρωνίδη, κι έστειλαν σ’ αντικατάστασή τους, ως αρχηγούς του στόλου, το Διομέδοντα και το Λέοντα». (βιβλίο όγδοο, παράγραφος 54). Η ελπίδα ότι όλα είναι παροδικά κι ότι σύντομα θα επανέλθουν στην αρχική τους κατάσταση αποτελεί επιπλέον βασικό μηχανισμό για τη χειραγώγηση του κόσμου. Αποφεύγεται η συνειδητοποίηση της καταστροφής, αφού, όταν κάτι δεν έχει μόνιμο χαρακτήρα, αυτομάτως υποτιμάται. Το πρόσκαιρο δεν είναι παρά θέμα υπομονής, είναι δηλαδή ελιγμός και τίποτε περισσότερο.
Στο πεδίο των μαχών, οι δύο νέοι στρατηγοί, ο Διομέδοντας και ο Λέοντας, σημείωσαν μεγάλες επιτυχίες και στη Ρόδο και στη Χίο. Στη Ρόδο, αφού έκαναν απόβαση και νίκησαν τους Ροδίτες, εγκαταστάθηκαν στη Χάλκη, ελέγχοντας καλύτερα τον πελοποννησιακό στόλο, ενώ στη Χίο κάνοντας την πολιορκία ακόμη πιο στενή και από στεριά και από θάλασσα, έφεραν τους Χιώτες σε απελπισία, αφού η πείνα μέσα στην πόλη θέριευε. Σε μια σύγκρουση μάλιστα κατατρόπωσαν τους Χιώτες και σκότωσαν τον ίδιο τον Πεδάριτο, καθιστώντας σαφές ότι αν δεν έφτανε άμεσα σπαρτιατική βοήθεια η Χίος δε θα μπορούσε να αντέξει για πολύ.
Στην παρούσα στιγμή όμως, όλα τα βλέμματα ήταν στραμμένα στη συνάντηση που είχε ο Πείσανδρος με τον Τισσαφέρνη και τον Αλκιβιάδη: «Ο Αλκιβιάδης όμως (δεν ήταν πια τούτος βέβαιος για την επιρροή του πάνω στον Τισσαφέρνη, που φοβόταν τους Πελοποννησίους περισσότερο από τους Αθηναίους κι ακόμη ήθελε – όπως τον δασκάλευε ο Αλκιβιάδης – να φθείρει και τους δύο αντιπάλους) ενέργησε έτσι, ώστε ο Τισσαφέρνης, προβάλλοντας στους Αθηναίους πολύ μεγάλες απαιτήσεις, να μην κλείσει μαζί τους συμφωνία». (βιβλίο όγδοο, παράγραφος 56).
Ο Τισσαφέρνης βλέποντας τη δύναμη των Λακεδαιμονίων έκρινε (πολύ σωστά) ότι θα ήταν απολύτως παράλογο να συμμαχήσει με τους Αθηναίους καθιστώντας τους Σπαρτιάτες εχθρούς. Αυτό που ήθελε ήταν να τους φθείρει όσο το δυνατό περισσότερο κι όχι να τους πολεμήσει. Ο Αλκιβιάδης αντιλήφθηκε εγκαίρως ότι ήταν αδύνατο να ωθήσει τον Τισσαφέρνη να συμμαχήσει με την Αθήνα. Από την άλλη όμως δεν έπρεπε σε καμία περίπτωση οι Αθηναίοι πρέσβεις να καταλάβουν ότι είναι ανίσχυρος μπροστά στον Τισσαφέρνη. Επέλεξε λοιπόν το δρόμο των εξωφρενικών απαιτήσεων, που θα ανάγκαζε τους Αθηναίους να αρνηθούν – προς ευχαρίστηση του Τισσαφέρνη – και που θα έριχνε την ευθύνη πάλι σ’ αυτούς, αφού δε θα αποδέχονταν τους όρους: «Είχε απαιτήσει να δοθεί στο βασιλιά ολόκληρη η Ιωνία, κατόπιν τα γειτονικά νησιά κι άλλα ακόμη. Κι επειδή οι Αθηναίοι δεν έφερναν αντίρρηση σ’ όλα αυτά, τέλος, στην τρίτη συνάντηση, από φόβο μήπως δειχθεί ολοφάνερα ότι ήταν ανήμπορος κοντά στον Τισσαφέρνη, πρόβαλε την απαίτηση να ‘χει ο βασιλιάς το δικαίωμα να ναυπηγεί πολεμικά καράβια και ν’ αρμενίζει στα χωρικά νερά της αθηναϊκής ηγεμονίας, όπου ήθελε και μ’ όσα σκάφη ήθελε. Στο σημείο αυτό οι Αθηναίοι, επειδή νόμισαν ότι ζητούνταν απ’ αυτούς πράγματα αδύνατα κι ότι είχαν εξαπατηθεί από τον Αλκιβιάδη, έφυγαν οργισμένοι και γύρισαν στη Σάμο». (βιβλίο όγδοο, παράγραφος 56).
Ο φόβος του Τισσαφέρνη ήταν μην αγανακτούσαν οι Λακεδαιμόνιοι από τη στέρηση χρημάτων, που εντέχνως τους έκανε, και είτε έκαναν τελική αποφασιστική ναυμαχία με τους Αθηναίους είτε άρχιζαν τις λεηλασίες στην ηπειρωτική χώρα προς εύρεση τροφίμων. Στην πρώτη περίπτωση, αν έχαναν από τους Αθηναίους, θα άρχιζαν να λιποτακτούν τα πληρώματα και οι Αθηναίοι θα πετύχαιναν αυτό που ήθελαν χωρίς τη βοήθειά του. Αλλά και σε περίπτωση νίκης των Σπαρτιατών, ο Τισσαφέρνης πάλι θα έβγαινε ζημιωμένος, αφού οι Λακεδαιμόνιοι θα καθίσταντο πανίσχυροι κι ένα ενδεχόμενο τέλος του πολέμου θα σταματούσε το σχέδιο του διαίρει και βασίλευε. Όσο για τη δεύτερη πιθανότητα τα αρνητικά δε χρήζουν επεξηγήσεων. Συναντήθηκε λοιπόν με τους Λακεδαιμονίους και τους έδωσε χρήματα, όχι όμως υπερβολικά ώστε να διαταράξει τις ισορροπίες των εμπόλεμων. Παράλληλα έκανε μαζί τους και τρίτη συνθήκη: «Τη δέκατη τρίτη χρονιά της βασιλείας του Δαρείου, όταν έφορος στη Σπάρτη ήταν ο Αλεξιππίδας, κλείστηκε συμφωνία, στην πεδιάδα του Μαιάνδρου, ανάμεσα στους Λακεδαιμονίους και στους συμμάχους τους, και στον Τισσαφέρνη, στον Ιερεμένη και στους γιους του Φαρνάκη, που αφορά τόσο στα συμφέροντα του βασιλιά όσο και σε κείνα των Λακεδαιμονίων και των συμμάχων τους. Όλες οι χώρες του βασιλιά που βρίσκονται στην Ασία, μένουν στην κυριότητα του βασιλιά και μπορεί να παίρνει γι’ αυτές τούτος όποιες αποφάσεις θέλει. Οι Λακεδαιμόνιοι κι οι σύμμαχοί τους δε μπορούν να κάνουν κακό στα εδάφη του βασιλιά, ούτε ο βασιλιάς στα εδάφη των Λακεδαιμονίων και των συμμάχων τους. Αν κάποιος από τους Λακεδαιμονίους ή τους συμμάχους τους έρθει με κακούς σκοπούς στα εδάφη του βασιλιά, οι Λακεδαιμόνιοι κι οι σύμμαχοί τους έχουν υποχρέωση να τον εμποδίσουν. Κι αν κάποιος υπήκοος του βασιλιά επιχειρήσει κάτι κακό στους Λακεδαιμονίους ή στους συμμάχους τους, ο βασιλιάς οφείλει να τον εμποδίσει. Τα χρήματα για τους μισθούς των πληρωμάτων των καραβιών που βρίσκονται στην περιοχή, θα τα δίνει ο Τισσαφέρνης, κατά τα συμφωνημένα, ώσπου να ‘ρθουν τα καράβια του βασιλιά. Όταν φτάσει ο στόλος του βασιλιά, οι Λακεδαιμόνιοι κι οι σύμμαχοί τους θα συντηρούν, αν θέλουν, οι ίδιοι τα καράβια τους. Αν όμως επιθυμούν να παίρνουν από τον Τισσαφέρνη τα αναγκαία για τη συντήρηση χρήματα, τούτος οφείλει να τα δίνει, αλλά οι Λακεδαιμόνιοι κι οι σύμμαχοί τους έχουν την υποχρέωση, όταν τελειώσει ο πόλεμος, να επιστρέψουν στον Τισσαφέρνη όσα χρήματα θα ‘χουν πάρει. Όταν έρθουν τα καράβια του βασιλιά, ο στόλος των Λακεδαιμονίων και των συμμάχων τους κι ο στόλος του βασιλιά θα κάνουν μαζί τις πολεμικές επιχειρήσεις, σύμφωνα με τις αποφάσεις που θα πάρουν ο Τισσαφέρνης, οι Λακεδαιμόνιοι κι οι σύμμαχοί τους. Αν θελήσουν να τερματίσουν τον πόλεμο με τους Αθηναίους, θα τον τερματίσουν με τους ίδιους όρους και για τα δύο μέρη». (βιβλίο όγδοο, παράγραφος 58).
ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, μετάφραση Α. ΓΕΩΡΓΟΠΑΠΑΔΑΚΟΥ, εκδόσεις ΜΑΛΛΙΑΡΗΣ – ΠΑΙΔΕΙΑ, Ά έκδοση 1985
Η φωτογραφία είναι από εδώ: http://3darchaeology.3dn.ru/blog/2009-06-05-2
Πηγή. http://eranistis.net/wordpress/2014/06/14/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου