του Γεράσιμου Γ. Γερολυμάτου
Εκείνη
την εποχή η φυλή ήταν σαν μια μεγάλη οικογένεια με δεσμούς αίματος. Θα
υπήρχε κάποιος αρχηγός που θα ήταν ο τολμηρότερος κυνηγός, αλλά δεν
υπήρχε κανένα κυβερνητικό σύστημα. Οι γυναίκες φρόντιζαν τα παιδιά που
ήταν δεμένα περισσότερο μ΄αυτές παρά με τον πατέρα, του οποίου η θέση
ήταν με τους κυνηγούς. Ο καταμερισμός αυτός ήταν τόσο συχνός, ώστε
επικράτησε η συνήθεια στις φυλές να υπολογίζουν την καταγωγή από την
πλευρά της μητέρας. Η ζωή έχει πάντα τον τρόπο να αναδεικνύει τους
ηγέτες με τρόπο φυσικό και αναμφισβήτητο. Η προϊστορική κοινωνία ήταν
βασισμένη σε μια φυσική κλίμακα ιεραρχίας, όπου το κάθε μέλος ήξερε τη
θέση και το ρόλο του σε αυτήν και που οι εσωτερικοί της κανόνες ήταν
κοινά αποδεκτοί και αναμφισβήτητοι.
Η
ισοτιμία και ο καταμερισμός της εργασίας των μελών μέσα στην κοινότητα,
δεν ακύρωναν την φυσική υπεροχή των ισχυρών και των ικανότερων. Αυτοί
έθεταν τις δυνάμεις τους στην υπηρεσία του κοινού συμφέροντος και της
φυλής, αλλά αυτό ήταν αποτέλεσμα της ανάγκης για κοινή αντιμετώπιση των
κινδύνων. Η αναγκαιότητα αυτή, έθεσε κατ΄αρχήν την ύπαρξη της φυσικής
ατομικής ανισότητας πάνω στη βάση της κοινωνικής ισοτιμίας, εισάγοντας
τη συμπληρωματικότητα στις ξεχωριστές ατομικές ικανότητες του κάθε
μέλους προς όφελος της κοινότητας. Η απουσία στο νου του πρωτόγονου
ανθρώπου κάποιας θρησκευτικής, ηθικής και πολιτικής αντίληψης για τη
ζωή, που θα μπορούσε να θεσπίσει και να οργανώσει πρακτικά την, άγνωστη
σε εκείνον, έννοια της ισοτιμίας, μας επιτρέπει να υποθέσουμε με
βεβαιότητα, ότι εκτός από σήμερα, και σε εκείνη την εποχή, η επιθυμία
του ισχυρού και η επιβολή της με τη δύναμη ήταν ένα αναμφίβολο καθεστώς
και πως τα αδύναμα μέλη ή οι φυλές ήταν υποταγμένα σε αυτήν.
Η
κοινωνικότητα είναι, βεβαίως, ένα από τα επιχειρήματα, που μπορεί να
αναγνωρισθεί ως αιτιακός φορέας της διανοητικής ανάπτυξης και της
συλλογικής γνώσης. Φορέας επειδή η κοινωνικότητα είναι η κατάσταση μέσα
στην οποία απελευθερώνονται όλες οι λειτουργίες, με πρώτη από όλες την
επικοινωνία. Αυτήν όμως, την φυσικά δημιουργημένη κοινωνικότητα της
αγέλης, ήρθε να θέσει σε μια νέα συνειδητή βάση, αυτή της ανθρώπινης
κοινωνίας, η εμφάνιση της θρησκευτικής συνείδησης. Η θρησκευτική
συνείδηση εισάγοντας στην φυλή την πίστη, ότι όλοι οι άνθρωποι είναι
παιδιά κάποιου θεού και βρίσκονται υπό την εξουσία του, πέτυχε να
συνενώσει πνευματικά τα μέλη της γύρω από μια υψηλή ιδέα και ορισμένες
αξίες, όπως η αλληλεγγύη και ο σεβασμός της ζωής. Ο φόνος ενός ανθρώπου,
ακόμη και ενός εχθρού, ήταν ένα από τα πρώτα και πιο ισχυρά ταμπού, που
δημιουργήθηκε υπό την επίδραση της θρησκευτικής συνείδησης. Σε αυτή την
περίπτωση το ταμπού λειτουργούσε σαν αποτρεπτικός άγραφος νόμος. Για
αυτό και η παραβίασή του απαιτούσε από τον θύτη ορισμένους θρησκευτικούς
εξαγνισμούς μέχρι και την ιστορική εποχή ακόμη. Το ταμπού αυτό επέζησε
και στην ιστορία του Κάιν στην Βίβλο, όπου μάλιστα η αποστροφή του φόνου
γίνεται από τον ίδιο τον θεό. Υπάρχει, βέβαια, μια αντίφαση, καθώς ο
ίδιος θεός ζητά αργότερα από τον Αβραάμ να του θυσιάσει τον Ισαάκ, όμως
αυτό σημαίνει πως ο φόνος και η θυσία αντιμετωπίζονταν διαφορετικά από
τις προϊστορικές κοινωνίες.
Όμως
είναι γεγονός πως η θρησκευτική συνείδηση είχε αποδώσει από πολύ νωρίς
μια ιερότητα στον άνθρωπο, κυρίως στο πνεύμα του, το οποίο έπρεπε να
εξευμενιστεί μετά το θάνατό του. Η θεμελίωση της αληθινής ισοτιμίας των
ανθρώπων κάτω από την υπερφυσική δύναμη του θεού, μετρίασε τη δύναμη του
ισχυρού, θέτοντας συνακόλουθα με τη σταδιακή εμφάνιση της ηθικής και
τις εγγυήσεις της ισοτιμίας αυτής, μέσα από ένα σύνολο άγραφων νόμων και
ταμπού. Εκείνη την εποχή πρόβαλε και η έννοια της φυλής σε σχέση με τον
αποκλειστικό θεό, που γίνεται πια φυλετικός θεός, καθώς το ζώο τοτέμ το
οποίο έπαιζε σπουδαίο ρόλο στη ζωή τους, ήταν ταυτόχρονα και το σύμβολο
της φυλετικής συγγένειας των μελών της ομάδας. Το γεγονός πως ο
άνθρωπος υπήρξε στην αρχή διαισθητικός, και έπειτα διανοητικός, είναι
ένα βασικό επιχείρημα υπέρ της θρησκευτικότητας του ανθρώπου, αφού η
αξία της επιβεβαιώθηκε, όχι μόνο από την διαίσθηση, αλλά και από την
διάνοιά του, καθώς κατάλαβε πως έπαιζε θετικό ρόλο στην καλυτέρευση της
ζωής του.
Δεν
πρέπει να μας διαφεύγει, πως ο προϊστορικός άνθρωπος ήταν νομάς και
ζούσε σε ολιγάριθμες ομάδες. Αυτό δίνει μια ιδέα για την απλότητα της
κοινωνικής δομής και της διακυβέρνησης της φυλής, αφού ο αριθμός των
μελών μιας κοινωνίας καθορίζει και τη φυσιογνωμία της κοινωνικότητας που
αναπτύσσει. Μια δημοκρατία, για παράδειγμα όπως ήταν η αθηναϊκή, είναι
σήμερα ανέφικτη για πολλούς λόγους, ένας από τους οποίους, είναι ο
πληθυσμιακός. Ωστόσο η άσκηση της εξουσίας όπως και οι πυρήνες της
κοινωνικότητας ήταν παρόντες,. Ο αρχηγός της φυλής, ήταν συνήθως και ο
ιερέας της, γεγονός που συνδυάζει τη συγκέντρωση δύο μορφών εξουσίας σε
έναν άνθρωπο. Αυτή η συνθήκη εμφανίζεται κυριολεκτικά τόσο στον αρχαίο
κόσμο, όσο και συμβολικά στον σύγχρονο, π.χ η Βασίλισσα της Αγγλίας
είναι ταυτόχρονα και αρχηγός της Εκκλησίας της.
προϊστορικοί καλλιτέχνες |
Η
θρησκευτική συνείδηση τόσο πολύ ζυμώθηκε με την κοινωνία, που ανέλαβε
το θεμελιώδη ρόλο να αποφαίνεται για το καλό και το κακό σε κάθε εποχή,
γινόμενη έτσι ο ηθικός οδηγός της. Οι περισσότερες θρησκείες με τις
ιερές τους διδασκαλίες προτείνουν ένα ενιαίο πλαίσιο ζωής, ένα σύστημα
κοινωνικής και θρησκευτικής ζωής πλαισιωμένο από ηθικούς νόμους και
κανόνες. Είναι όμως ορθότερο να αντιμετωπίζει κανείς τα ζητήματα της
ηθικής, όχι τόσο από την νομοκανονική αντίληψη, αλλά κυρίως από την
πλευρά εκείνη που πραγματώνει τις επιταγές της ηθικής μέσα από την
κοινωνική εφαρμογή της στο σύνολο του ανθρώπινου βίου. Ο καθορισμός του
καλού και του κακού δεν εννοείται χωρίς το λόγο, ως προς τον οποίο,
είναι κάτι καλό ή κακό, και το πως τα εννοεί κάποιος εξαρτάται από αυτό.
Απαιτείται λοιπόν ένας σκοπός αναφοράς σε σχέση με τον οποίο
αποδείχνεται, αν κάτι είναι καλό, καλύτερο, μέτριο, κακό, χειρότερο
κ.οκ, σε όλες τις αξιακές ποιοτικές διαβαθμίσεις. ΄Όμως, πώς μπορεί κάτι
να οριστεί ως καλό ή κακό, αν πρώτα δεν έχει τεθεί η διανοητική και
ηθική βάση της συγκροτημένης συναισθηματικότητας, η οποία και θα
καθορίσει τα κριτήρια; Δεύτερο, αν δεν έχει καθοριστεί ο σκοπός για τον
οποίο επιδιώκεται να βρεθεί το καλό και που για τον ίδιο λόγο
αποφεύγεται το κακό και χάριν του οποίου καλού γίνεται η αναφορά και η
σύγκριση των πραγμάτων; Αυτό το καλό, που στην ανώτερη μορφή του
ταυτίζεται με τον θεό, όχι μόνο οδηγεί στην επίτευξη του σκοπού για τον
οποίο αποζητείται, αλλά στην τελειότερη εκδοχή του ταυτίζεται με το
σκοπό αυτόν. Ο υψηλότερος σκοπός, το ιδανικό αυτό για τον άνθρωπο ήταν
και είναι η ενότητα και η επιβίωση του είδους, της φυλής ή του ατόμου. Ο
θεός στην εξουσία του οποίου βρίσκεται όλος ο κόσμος και άρα η ενότητα
και η επιβίωση της φυλής, ταυτίζεται με το ύψιστο καλό. Είναι ο ίδιος το
καλό και το καλό είναι η έκφρασή του μέσα από όλες τις μορφές της
χρησιμότητας και της καλοσύνης σε υλικό, σε ηθικό και σε πνευματικό
επίπεδο. Η θρησκευτική συνείδηση που αντιλαμβάνεται το θεό σαν απόλυτο
καλό εκφράζει μέσα από τη θρησκεία, που κι αυτή θεωρείται καλή, ένα
ηθικό περιεχόμενο συμπεριφορών που προσδιορίζουν το ύφος και τις μορφές
του καλού και του κακού σε κάθε εποχή και σε κάθε κοινωνία.
Οι
πρώτες ενδείξεις συμπόνιας και κοινωνικής αλληλεγγύης παρατηρούνται ήδη
στους Νεαντερτάλιους. Με βάση αυτό το γνώμονα, όπου το καλό και η
ευημερία ταυτίζονται, η πρωτόγονη θρησκευτική συνείδηση διαχώρισε τα
φαινόμενα και τις έννοιες του κόσμου στη μια ή στην άλλη πλευρά, στο
βαθμό που αυτά συντελούσαν, ή όχι, στον σκοπό της ενότητας και της
επιβίωσης της φυλής. Πρόκειται για μια συλλογική ταξινόμηση των
πραγμάτων σε καλά και κακά, με βάση τη χρησιμότητα ή τη βλαπτικότητα που
αυτά έχουν, αναφορικά με την επίτευξη του σκοπού της επιβίωσης και
αφορούν την κοσμοαντίληψη και τις ανάγκες της κοινωνίας κάθε εποχής.
Ταυτόχρονα, με αυτό τον τρόπο τέθηκαν για πρώτη φορά οι αρχές των
αντιθέτων (καλό-κακό, χρήσιμο-βλαβερό, φως-σκοτάδι κλπ), που αποτέλεσαν
τους δυο απαραίτητους πόλους για τη διαδικασία της σύγκρισης και πάνω
στη σχέση των οποίων βασίστηκε η κρίση και το διανοητικό οικοδόμημα του
συλλογισμού. Σύμφωνα με αυτό, ο,τιδήποτε κινείται προς την επίτευξη του
σκοπού της ενότητας και της επιβίωσης είναι καλό, ενώ ο,τιδήποτε
αντιβαίνει σε αυτόν είναι κακό. Το καλό εδώ σχετίζεται με το χρήσιμο.
Αυτός ο βαθμός της χρησιμότητας αναφέρεται στο σκοπό της επιβίωσης που
το καλό περιέχεται στην έννοιά του ως ένα ενδογενές χαρακτηριστικό του
και πολύ μεγαλύτερης αξίας μάλιστα, αφού εκδηλώνεται ποιοτικά και ως
ηθικός προσδιορισμός, όταν πρόκειται για ιδέες και έννοιες, συναισθήματα
και καταστάσεις.
Σκηνή κυνηγιού ελαφιών |
Το
εργαλείο τέθηκε από την πρωτόγονη συνείδηση στην πλευρά των χρήσιμων
και των καλών πραγμάτων. Ο Ήλιος που ζέσταινε τη γη και ανέπτυσσε την
βλάστηση, τα θηράματα που αποτελούσαν την τροφή και τη βάση της
ευημερίας και της επιβίωσης του τέθηκαν επίσης από την ίδια πλευρά. Το
αντίθετο όμως συνέβαινε με τα αρπακτικά σαρκοφάγα και με ο,τιδήποτε άλλο
από τα φαινόμενα και τα πράγματα του κόσμου απειλούσαν τη ζωή του ή τον
έβλαπταν με τη δράση τους σε ατομικό και κοινωνικό επίπεδο. Αυτά
τέθηκαν στην πλευρά του κακού ως αντίθετα προς την επίτευξη του σκοπού
της επιβίωσης. Η προκατάληψη απέναντι σε ζώα όπως π.χ., ο λύκος, η
αλεπού κ.α. οφείλεται σε αυτόν ακριβώς το συλλογισμό. Το ίδιο συνέβη για
έννοιες, συναισθήματα και καταστάσεις.
Όπως
η βελτίωση του πρώτου εργαλείου εκπλήρωνε καλύτερα το σκοπό για τον
οποίο κατασκευάστηκε το ίδιο συνέβη με την θρησκευτική συνείδηση και με
την τέχνη. Σε νεότερες εποχές στις μεγάλες θρησκείες με τις οικουμενικές
διαστάσεις αυτό το περιεχόμενο της θρησκευτικής συνείδησης απώλεσε το
φυλετικό του χαρακτήρα. Τώρα ήρθε να προστεθεί και ο σκοπός της ένωσης
όλων των ανθρώπων, που αποτελεί περιεχόμενο της χριστιανικής συνείδησης
και προάγει την ευημερία και την επιβίωση του ατόμου, αφού η ένωση των
ανθρώπων είναι η προϋπόθεση που τις εξασφαλίζει. Έτσι η αγαπητική ένωση
των ανθρώπων είναι κάτι καλό μέσα στο καλό που είναι ο θεός. Οτιδήποτε
αποβλέπει προς την ένωση των ανθρώπων είναι καλό και οτιδήποτε τους
χωρίζει είναι κακό. Η αγάπη ως κορυφαία αξία είναι καλή, το μίσος είναι
κακό κ.ο.κ. Ο κυριότερος σκοπός της θρησκείας είναι η ένωση των ανθρώπων
σε μια αγαστή κοινωνία και η προαγωγή του καλού. Κατά συνέπεια η
θρησκεία είναι υποχρεωμένη να προάγει τα πράγματα που συντελούν στην
ευημερία, στην επιβίωση και στην ένωση των ανθρώπων και να απορρίπτει
όλα εκείνα που τα φθείρουν. Μπορεί κάποιος να προσάψει επικριτικά στη
θρησκεία την προσκόλληση σε παραδοσιακές αντιλήψεις, αλλά δε μπορεί να
αμφισβητήσει με σοβαρά επιχειρήματα το γεγονός ότι η θρησκεία αποβλέπει
στη συνειδητοποίηση του καλού.
Εγχάρακτη κοιμωμένη αντιλόπη της Νεολιθικής εποχής |
Η
τέχνη με τον ίδιο τρόπο εκφράζει τα συναισθήματα αυτά που είναι
ουσιαστικά για την ευημερία και την ένωση των ανθρώπων, ενώ αποκλείει τα
χυδαία και περιττά που την αποτρέπουν. Τι είναι αυτό που προσδίδει στην
τέχνη την κοινωνικότητα της, αν όχι η έκφραση συναισθημάτων που είναι
κοινά σε όλους; Η τέχνη εκφράζοντας τα συναισθήματα της θρησκευτικής
συνείδησης, εξαιτίας του υψηλού πνευματικού τους περιεχομένου,
επιτυγχάνει να μεταβιβάσει τα συναισθήματα εκείνα που υπηρετούν τη
βελτίωση της ζωής, την ευημερία και την ενότητα των ανθρώπων. Μια τέτοια
τέχνη είναι καλή τέχνη. Για αυτό, όπως η θρησκεία, έτσι και η καλή
τέχνη έχει ως σκοπό της την συν-κίνηση των ανθρώπων, μέσα από το νιώσιμο
των ίδιων αληθινών συναισθημάτων που ένιωσε ο δημιουργός. Αν υπάρχει
ένα διαχρονικό κριτήριο για την καλή τέχνη, σε αντίθεση με την κακού
περιεχομένου τέχνη, είναι αυτό. Επειδή η τέχνη αυτή μεταβιβάζει ψεύτικα
συναισθήματα που χωρίζουν τους ανθρώπους και αυτός είναι ο κύριος λόγος
για τον οποίο θα πρέπει να θεωρείται κακή.
(Το κείμενο αποτελεί μέρος της μελέτης μου: «ΤΑ ΦΥΣΙΚΑ ΠΡΟΤΥΠΑ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΘΡΗΣΚΕΙΑ-Μια επισκόπηση της ανάπτυξης του πολιτισμού», Α΄ Μέρος: ΠΡΟΙΣΤΟΡΙΑ, Κεφ. 7. Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ, παρ. 7.2. Η κοινωνικότητα στην προϊστορική Θρησκεία και Τέχνη )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου