Η Εκκλησία του Δήμου |
Αφιέρωμα στην αθηναϊκή δημοκρατία
τουΜιχαήλ Σακελλαρίου
Η
αθηναϊκή δημοκρατία γεννήθηκε το 508 π.Χ. μέσα στο πλαίσιο πολιτειακής
μεταρρύθμισης που πρότεινε ο Κλεισθένης. Μία από τις διατάξεις της έδωσε
στο «Δήμο» (συνέλευση των πολιτών), στον οποίο μετείχαν και οι άποροι,
το δικαίωμα να αποφασίζει κυριαρχικά και τελεσίδικα περί όλων των
δημοσίων υποθέσεων. Με αυτή τη διάταξη θεσπίστηκε η λαϊκή κυριαρχία, που
είναι το θεμέλιο της δημοκρατίας. Συγχρόνως έγιναν δεκτοί στο σώμα των
πολιτών απόγονοι παλαιών μεταναστών που ζούσαν στην Αττική από πολλές
γενεές και πάρθηκαν μέτρα ώστε να μην υπάρχουν πια ενδείξεις διακρίσεων
μεταξύ ευγενών και μη ευγενών και μεταξύ παλαιών και νέων Αθηναίων. Οι
άποροι πολίτες απέκτησαν επίσης δικαίωμα να αναδεικνύονται μέλη της
«Βουλής», η οποία είχε έργο την επεξεργασία των νομοσχεδίων που ενέκρινε
ο «Δήμος». Ωστόσο, διατηρήθηκαν μερικές ανισότητες μεταξύ των πολιτών,
καθώς μόνον οι ευγενείς και πλούσιοι «πεντακοσιομέδιμνοι» μπορούσαν να
αναδεικνύονται «άρχοντες».
Οι
ανισότητες που άφησε ο Κλεισθένης σταδιακά απαλείφθηκαν. Οι «ιππείς»
ήταν οι πρώτοι που απέκτησαν το δικαίωμα να κατέχουν τα αξιώματα των
«αρχόντων»
Ο Κλεισθένης |
Οι
ανισότητες που άφησε ο Κλεισθένης απορροφήθηκαν στη συνέχεια με
διαδοχικές αποφάσεις του «Δήμου». Τα αξιώματα των «αρχόντων», πλην των
«Στρατηγών» και μερικών άλλων «αρχόντων» με οικονομικές αρμοδιότητες,
έγιναν Βαθμιαία προσιτά στους «τριακοσιομεδίμνους» ή «ιππείς» (487
π.Χ.), στους «Ζευγίτες» (458 π.Χ.) και, τέλος, στους «θήτες» (μετά το
450 π.Χ.). Με άλλες αποφάσεις ίου «Δήμου» η ανάδειξη «βουλευτών» και
«αρχόντων», πλην των «Στρατηγών» και λίγων άλλων, έπαψε να γίνεται με
εκλογές: αφού δοκιμάστηκαν διάφορα μικτά συστήματα κληρώσεων και
εκλογών, τελικά επικράτησε η καθαρή κλήρωση.
Παράλληλα
καθιερώθηκαν «μισθοί», δηλαδή ημερήσιες αποζημιώσεις ίσες με
ημερομίσθιο ανειδίκευτου εργάτη, για τους πολίτες που ασκούσαν
καθήκοντα «βουλευτή» ή «άρχοντα», καθώς και για τους πολίτες που
κληρώνονταν μέλη λαϊκών δικαστηρίων. Οι «μισθοί» ενθάρρυναν τους
άπορους πολίτες να μην αυτοαποκλείονται από τη συμμετοχή τους στα
κοινά.
Το
462 π.Χ. οι ριζοσπαστικοί δημοκρατικοί αφαίρεσαν από τον «Άρειο Πάγο»,
σώμα που είχε ακόμη τη δυνατότητα, χάρη στο κύρος του, να αντιδρά στις
μεταρρυθμίσεις, όλες τις αρμοδιότητες που είχαν πολιτικό βάρος και τις
μετέφεραν άλλες στο «Δήμο», άλλες στη «Βουλή», άλλες στα λαϊκά
δικαστήρια. Τα λαϊκά δικαστήρια διαδέχθηκαν την «Ηλιαία» που είχε
ιδρύσει ο Σόλων. Η σολώνεια «Ηλιαία» ήταν ουσιαστικά ο «Δήμος» που
συνερχόταν, με συμμετοχή τουλάχιστον 6.000 πολιτών, για να εκδικάσει
εφέσεις πολιτών εναντίον δικαστικών αποφάσεων «αρχόντων». Η νέα «Ηλιαία»
αποτελείται από 6.000 Αθηναίους άνω των 30 ετών, που έχουν ληφθεί με
κλήρο κατ έχουν δώσει όρκο ως προς την τήρηση των δικαστικών
αρμοδιοτήτων τους. Από αυτούς λαμβάνονται τα μέλη των λαϊκών
δικαστηρίων, που λέγονται απλώς «Δικαστήρια».
Σε όσους κατείχαν αξιώματα δίνονταν «μισθοί». Έτσι μπορούσαν και οι άποροι πολίτες να συμμετέχουν στα κοινά
Οι
μετακλεισθένειες εξελίξεις, πολύ σημαντικές για την εμπέδωση και
εμβάθυνση της δημοκρατίας, περατώθηκαν λοιπόν λίγο μετά το 450 π.Χ. Από
τότε και έως το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου, το 404 π.Χ.,
δοκιμάστηκαν οι δυνατότητες, οι αρετές κατ οι αδυναμίες του
ριζοσπαστικού δημοκρατικού πολιτεύματος. Ο ριζοσπαστικός δημοκρατικός
ηγέτης Περικλής κατορθώνει να επιβάλλεται στο λαό. Μετά το θάνατο του,
και ενώ η Αθήνα έχει εμπλακεί στον Πελοποννησιακό πόλεμο, τα λαϊκά
στρώματα άγονται κατ φέρονται από δημαγωγούς που τα ωθούν να πιστεύουν
ότι, αφού ο «Δήμος» δικαιούται να αποφασίζει κυριαρχικά περί πάντων,
μπορεί κατ να παραβιάζει τους νόμους. Παρά ταύτα, συνειδητοποιούνται τα
προβλήματα που προκύπτουν από νόμους με αντίθετες διατάξεις και
λαμβάνεται ένα θεραπευτικό μέτρο, η «γραφή παρανόμων», δηλαδή μία αγωγή
ακυρώσεως νέου νόμου που συγκρούεται με παλαιό. Γρήγορα όμως
ανακαλύπτεται ότι αυτό το μέτρο εμποδίζει και χρήσιμες νομοθετικές
βελτιώσεις.
Ηττημένη
του Πελοποννησιακού πολέμου, η Αθήνα υποχρεώθηκε από τους νικητές της
να δεχθεί ένα τυραννικό καθεστώς, που δεν μπόρεσε να ριζώσει (404-403
π.Χ.). Η δημοκρατία αποκαταστάθηκε μέσα σε οικονομικές δυσχέρειες, αλλά
με ένα νέο δυναμισμό. Οι δημοκρατικές δυνάμεις αναδύθηκαν με
αυτοπεποίθηση και αρκετή ευρετικότητα, ενώ οι αντιδημοκρατικές δεν
σήκωσαν πια κεφάλι.
Υπέρ της δημοκρατίας ήταν μικροϊδιοκτήτες και ακτήμονες.
Εναντίον, αριστοκράτες και ιδιοκτήτες γαιών και δούλων
Μεταξύ
των πρώτων νομοθετημάτων της νέας εποχής ήταν η ημερήσια αποζημίωση
για τους πολίτες που θα μετείχαν σε «εκκλησία του Δήμου», μία βελτιωμένη
μέθοδος διαχείρισης των δημοσίων εσόδων και εσόδων και η διαδικασία
τακτικής ετήσιας αναθεώρησης του σώματος των νόμων. Το πρώτο μέτρο
απέβλεπε στο να προσελκύονται στις «εκκλησίες του Δήμου» ακόμη
περισσότεροι φτωχοί πολίτες, ώστε να εξασφαλίζεται σταθερά η πλειοψηφία
ίων ακράδαντα ακραίων δημοκρατικών πολιτών. Με το δεύτερο μέτρο ο
«Δήμος» παραιτήθηκε από το δικαίωμα που είχε επιφυλάξει στον εαυτό του
να αποφασίζει ο ίδιος για κάθε δαπάνη και επέτρεψε στους «άρχοντες» με
οικονομικές αρμοδιότητες να καταρτίζουν και να εκτελούν ειδικούς
προϋπολογισμούς. Το τρίτο μέτρο πέτυχε τη μη εφαρμογή της «γραφής
παρανόμων» σε περιπτώσεις όπου αυτό το μέτρο ήταν χρήσιμο και, κατά
συνέπεια, την κατάργηση νόμων απαρχαιωμένων ή επιβλαβών. Αργότερα
καθιερώθηκε και μία μέθοδος άμεσης αντικατάστασης ενός νομού με νέο.
Επί πλέον τούτων, ο «Δήμος» επέβαλε στον εαυτό του αυστηρότερες
προδιαγραφές στη Λήψη αποφάσεων του.
Η
αθηναϊκή δημοκρατία αποδείχθηκε αρκετά δημιουργική έως το τέλος της
που επήλθε όχι από εσωτερικούς λόγους, αλλά από εξωτερικούς, το 322
π.Χ.
Οι οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες
Η
αθηναϊκή δημοκρατία γεννήθηκε και λειτούργησε μέσα σε οικονομικές,
κοινωνικές, πολιτικές και πολιτισμικές συνθήκες τελείως διαφορετικές
από εκείνες που εξέθρεψαν τη νέα δημοκρατία.
Η
οικονομία της αρχαιότητας ήταν προβιομηχανική και δουλοκτητική. Ακόμη
και η αθηναϊκή οικονομία, που ήταν mo προχωρημένη από την οικονομία
άλλων ελληνικών πόλεων, ήταν βασικά αγροτική. Περισσότερα από τα δύο
τρίτα του πληθυσμοί; αποζούσαν από το μέρος του εθνικού πλούτου που
παραγόταν στην ύπαιθρο.
Οι
κοινωνικές δυνάμεις που επέβαλαν, στήριξαν και εξέλιξαν τη δημοκρατία,
αποτελούνταν από ιδιοκτήτες μικρών αγροτικών κλήρων και από
ακτήμονες, συγκεντρωμένους στην Αθήνα και στον Πειραιά, που επιβίωναν
είτε αυτοαπασχολούμενοι, ως μικρέμποροι και μικροεπαγγελματίες, είτε
εκμισθώνοντας την εργατική δύναμη τους. Μερικοί από τους μικρεμπόρους
και τους μικροεπαγγελματίες μεγάλωσαν τις επιχειρήσεις τους, όχι όμως
σημαντικά, τόσο μάλλον που ξεπεράστηκαν από μετοίκους. Πράγματι, οι
ιδιοκτήτες των πιο μεγάλων βιοτεχνικών επιχειρήσεων, με δεκάδες
δούλους, ανήκαν σε μετοίκους. Οι πιο σημαντικοί τραπεζίτες ήσαν
απελεύθεροι δούλοι που εξομοιώνονταν με μετοίκους. Οι μέτοικοι όμως δεν
μετείχαν στο δημόσιο Βίο, έτσι δεν επηρέαζαν τις πολιτικές εξελίξεις.
Οι κοινωνικές δυνάμεις που αντιστέκονταν στις δημοκρατικές προόδους
ήσαν αριστοκράτες, ιδιοκτήτες γαιών και δούλων, τους οποίους ενοικίαζαν.
Το
αθηναϊκό κράτος ήταν τύπου πόλεως, του πιο διαδεδομένου; και του πιο
εξελιγμένου στον ελληνικό κόσμο. Τα κράτη ανιόν τον τύπου είχαν ως
ανθρώπινη βάση τους μια κοινότητα με πολιτιστική συνοχή και
ενδοστρέφεια. μικρό πληθυσμό και περιορισμένο έδαφος.
Η Αρχαία Αγορά της Αθήνας |
Το
αθηναϊκό κράτος, μολονότι ήταν το πολυπληθέστερο ελληνικό (μαζί με το
κράτος των Συρακουσών), έφθασε να έχει, το 431 π.Χ., το πολύ πολύ,
318.000 κατοίκους (165.000 Αθηναίους, 33.000 μετοίκους. 120.000
δούλους). Κατά τα μέσα του 4ου αιώνα είχε πληθυσμό της τάξης των
250.000 (93.000 Αθηναίους, 20.000 μετοίκους). Οι Αθηναίοι πολίτες,
δηλαδή οι ενήλικοι άρρενες της πολιάδας κοινότητας, ήσαν περίπου 45.000
το 431 π.Χ., 31.000 το 322 π.Χ. Το μικρό μέγεθος του πολιτικού σώματος
και οι μικρές αποστάσεις επέτρεψαν στην αθηναϊκή δημοκρατία να γίνει και
να μείνει άμεση και όχι αντιπροσωπευτική.
Τα
ποσοστά των οικονομικών τάξεων μέσα στο σύνολο των πολιτών
υπολογίζονται ως εξής: Αυτοαπασχολούμενοι και ημερομίσθιοι: τον 5ο
αιώνα 50-55%, τον 4ον αιώνα από 60 έως 70%. Μεσαία στρώματα: τον 5ο
αιώνα 40-45%, τον 4ο αιώνα 24-26%. Ανώτερα στρώματα: 5%. Έτσι εξηγείται η
επικράτηση των ακραίων δημοκρατικών στις ψηφοφορίες και χειροτονίες
στις «εκκλησίες του Δήμου» και στις ψηφοφορίες στα ηλιαστικά Δικαστήρια.
Οι
φτωχότεροι Αθηναίοι τρέφονταν με χυλό (από κριθάρι ή στάρι), όσπρια,
ελιές, κρεμμύδια, σκόρδα, χόρτα, ξερά σύκα, λίγες ζωικές πρωτεΐνες
(αλλαντικά, ξερά ή παστά ψάρια, σπανίως κρέας και φρέσκα ψάρια), λάδι,
κρασί και ενδύονταν πενιχρά. Παρά ταύτα δεν αντιδρούσαν στη συμμετοχή
μετοίκων και δούλων στην αγορά εργασίας. Άλλωστε οι ίδιοι άφηναν χώρο σ’
αυτές τις κατηγορίες εργαζόμενων, προτιμώντας να εισπράττουν τις
αποζημιώσεις από ανάληψη κρατικών λειτουργημάτων και συμμετοχή στις
«εκκλησίες του Δήμου», καθώς και να λαμβάνουν γεωργικούς κλήρους σε
εδάφη της αθηναϊκής ηγεμονίας.
Οι
φτωχότεροι μεταξύ των Αθηναίων πολιτών επιδίωξαν και πέτυχαν την
πολιτική εξίσωση τους, δεν απαίτησαν όμως και οικονομική ισότητα. Αντί
γι’ αυτήν σταθερά προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν εισοδήματα από το κρατικό
ταμείο και γεωργική αποκατάσταση σε ξένα εδάφη. Για τούτο ψήφίζαν
υπέρ πολέμων για την επέκταση του ζωτικού χώρου της Αθήνας και υπέρ της
οικονομικής εκμετάλλευσης των συμμάχων.
Οι μέτοικοι δεν μπορούσαν να αποκτήσουν περιουσία, ενώ ορισμένοι δούλοι να έχουν χρηματική περιουσία
Η
κατάσταση των μέσων παραγωγής, που ίσχυε στον ελληνικό κόσμο κατά το
κρίσιμο χρονικό διάστημα, σαφώς εμπόδισε την αθηναϊκή δημοκρατία να
καταργήσει τη δουλεία. Πράγματι, με τις τότε τεχνολογικές συνθήκες,
καμιά κοινωνία δεν μπορούσε να μη χρησιμοποιεί δούλους στην παραγωγική
διαδικασία.
Αθηναϊκή και νεότερη δημοκρατία
Οι θεσμοί της αθηναϊκής δημοκρατίας εν μέρει μοιάζουν με τους θεσμούς της νεότερης δημοκρατίας, εν μέρει διαφέρουν από αυτούς.
Κοινά
γνωρίσματα της αθηναϊκής δημοκρατίας κατ των νεοτέρων δημοκρατιών είναι
(1) η λαϊκή κυριαρχία, (2) η απόλυτη ισότητα των πολιτών. (3) η
ανεξαρτησία των δικαστικών αρχών.
Οι
διαφορές τους προκύπτουν από το γεγονός ότι η αθηναϊκή δημοκρατία αλλού
ήταν mo προωθημένη από τη σημερινή και αλλού υστέρησε σε σύγκριση με
αυτή:
Η
αθηναϊκή δημοκρατία εφάρμοσε τη λαϊκή κυριαρχία όχι δι’ αντιπροσώπων,
αλλά άμεσα: ήταν όχι κυβέρνηση από το λαό για το λαό, αλλά κυβέρνηση
του λαού για το λαό. Το κράτος δεν διακρινόταν από τους πολίτες, αλλά
ταυτιζόταν με αυτούς, καθώς αυτοί νομοθετούσαν, κυβερνούσαν και δίκαζαν.
Οι πολίτες δεν ήσαν μόνον ίσοι, αλλά και είχαν ίσες ευκαιρίες
προκειμένου να ασκήσουν τα δικαιώματα τους. Έτσι συμμετείχαν στα κοινά
ενεργώς και ήσαν πλήρως ενήμεροι για όλες τις δημόσιες υποθέσεις. Οι
πολιτικοί αγώνες διεξάγονταν από τους ίδιους μέσα στο «Δήμο».
Αντίστροφα,
η αθηναϊκή δημοκρατία δεν κατάργησε τη δουλεία, δεν εξίσωσε τις
γυναίκες με τους άνδρες και υπήρξε πολύ φειδωλή στην παροχή πολιτικών
δικαιωμάτων σε μετοίκους. Πρέπει όμως να λάβουμε υπόψη κατ τα εξής: 1)
Μία από τις σπουδαίες νεότερες δημοκρατίες άργησε πολλές δεκαετίες να
καταργήσει τη δουλεία, οι πιο προχωρημένες νέες δημοκρατίες εξίσωσαν
τις γυναίκες κατά τις δεκαετίες του μεσοπολέμου κατ μετά το Λεύτερο
Παγκόσμιο Πόλεμο, και ότι η πολιτογράφηση μεταναστών δεν γίνεται εύκολα
ούτε και σήμερα. 2) Η αθηναϊκή δημοκρατία δέχθηκε στο έδαφος της πλήθη
μετοίκων και τους έδωσε κάθε ελευθερία για να ασκούν τις δικές τους
λατρείες και να τηρούν τα έθιμά τους μαζί με το δικαίωμα να ασκούν
οποιαδήποτε οικονομική δραστηριότητα και να πλουτούν, εκτός του να
αποκτούν ακίνητη περιουσία. Μέτοικοι έγιναν ισχυρότεροι από Αθηναίους σε
ορισμένους παραγωγικούς τομείς. Οι ημερομίσθιοι μέτοικοι αμείβονταν
ίσα με τους Αθηναίους. Αναφορικά με τους δούλους, πρέπει να σημειωθεί
ότι η θέση των δούλων βελτιώθηκε στη δημοκρατική Αθήνα, εκτός εκείνων
που εργάζονταν στα λατομεία και στα μεταλλεία. Δημιουργήθηκε κατηγορία
δούλων που είχαν δικαίωμα να σχηματίσουν μικρή χρηματική περιουσία και
να ντύνονται όπως οι ελεύθεροι. Ποινικοποιήθηκαν ως υβριστικές,
ορισμένες σωματικές βλάβες δούλων από τους κυρίους τους.
Η ΔΟΜΗ ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
Η
αρχή της διακρίσεως των εξουσιών δημιουργήθηκε κατά τους νεότερους
χρόνους. Η αρχαία δημοκρατία δεν χρειάστηκε να την εφεύρει, επειδή η
συγκέντρωση όλων των εξουσιών σ’ ένα μόνο όργανο του κράτους, το «Δήμο»,
δεν καταπίεζε τον πολίτη, δεδομένου ότι οι πολίτες ήταν το κράτος, όταν
ελάμβαναν πολιτικές ή διοικητικές αποφάσεις σε μια «εκκλησία του
Δήμου» ή δίκαζαν ως μέλη ενός ηλιαστικού δικαστηρίου.
Ο «Δήμος» ήταν ο Νομοθέτης, η Κυβέρνηση και το Ανώτατο Δικαστήριο. Οι πολίτες τον αντιλαμβάνονταν ως μονάρχη.
Οι περισσότερες υποθέσεις δικάζονταν από ηλιαστικά δικαστήρια που αντιπροσώπευαν το «Δήμο».
Ένα
αντιπροσωπευτικό σώμα των πολιτών, η «Βουλή», που είχε 500 κληρωτά
μέλη, βοηθούσε το «Δήμο». Επεξεργαζόταν τα νομοσχέδια και είχε τον κύριο
ρόλο στη διοίκηση του κράτους. Επόπτευε και συντόνιζε τους «άρχοντες»,
είχε όμως και μερικούς δικούς της τομείς δράσεως, ιδίως τον τομέα των
ναυτικών εξοπλισμών.
Οι
«άρχοντες» δεν ήρχαν. Ο «Δήμος» δεν είχε εμπιστοσύνη στους πολίτες που
καταλάμβαναν κάποιο αξίωμα: τους έβλεπε ως δυνάμει τυράννους.
Σοφίστηκε πλείστα όσα μέτρα για να τους κάνει ακίνδυνους. Αφαίρεσε
εξουσίες από τους «άρχοντες» που κληρονόμησε από το προηγούμενο
πολίτευμα: τον «Άρχοντα», τον «Πολέμαρχο», το «Βασιλέα» και τους έξι
«θεσμοθέτες». Αντικατέστησε την εκλογή ως μέσον αναδείξεως «αρχόντων»
και «βουλευτών» με την κλήρωση. Ίδρυσε πλήθος νέων αρχών, με δεκάδες
μέλη στις περισσότερες. Τον 4ο αιώνα π.Χ. υπήρχαν στην Αθήνα 700
«άρχοντες». Τα μέλη των πολυμελών αρχών ήσαν ισοδύναμα και
συνυπεύθυνα. Κάθε αρχή είχε ένα ελάχιστο μέρος από τις εκτελεστικές
αρμοδιότητες και καμία πραγματική εξουσία. Οι «άρχοντες» ελέγχονταν
συνεχώς από το «Δήμο», τη «Βουλή» και τους πολίτες και λογοδοτούσαν στο
τέλος της ετήσιας θητείας τους. Ο έλεγχος του «Δήμου» και η καχυποψία
των πολιτών βάραινε πιο πολύ επί των λίγων «αρχόντων» που δεν
κληρώνονταν, αλλά εκλέγονταν και επανεκλέγονταν χωρίς περιορισμό: των
«Στρατηγών». Πολλοί «Στρατηγοί» δικάστηκαν από το «Δήμο» ή από ηλιαστικό
δικαστήριο. Όχι λίγοι καταδικάστηκαν σε θάνατο ή άλλες βαριές ποινές.
Κεντρικό και μόνιμο όργανο του αριστοκρατικού πολιτεύματος, ο «Άρειος
Πάγος», αποδυναμώθηκε πρώτα από τον Σόλωνα, το 593 π.Χ., επί
δημοκρατίας από τον Εφιάλτη και τον Περικλή, το 462 π.Χ., που του
άφησαν μόνον την εκδίκαση των ανθρωποκτονιών εκ προμελέτης, των
εμπρησμών, δηλητηριάσεων και πράξεων ασεβείας. Από τις τάξεις των
Αρεοπαγιτών, που ήσαν όλοι όσοι είχαν διατελέσει «εννέα άρχοντες»,
λαμβάνονταν οι 51 «Εφέται» που εκδίκαζαν αθέλητες ανθρωποκτονίες πολιτών
και όλες ας ανθρωποκτονίες μετοίκων, παρεπιδημούντων, δούλων.
Πώς λειτουργούσε η αθηναϊκή δημοκρατία. Η νομοθεσία
Στη
νομοθεσία ελάμβαναν μέρος: κάθε πολίτης, ο «Δήμος» και η «Βουλή». Κάθε
πολίτης είχε δικαίωμα να κάμει πρόταση «ψηφίσματος», ο «Δήμος»
παρέπεμπε το σχέδιο του «ψηφίσματος» στη «Βουλή», η «Βουλή» εξέταζε το
σχέδιο από άποψη νομιμότητας, το διατύπωνε νομοτεχνικά και το
επέστρεφε στο «Δήμο». Ο «Δήμος» αποφάσιζε με ψηφοφορία ή με
χειροτονία. Τα «ψηφίσματα» ρύθμιζαν υποθέσεις άνισης σημασίας: πράγματι,
ισοδυναμούν άλλα με δικές μας τροποποιήσεις Συντάγματος, άλλα με
δικούς μας οργανικούς νόμους, άλλα με δικούς μας κοινούς νόμους, άλλα
με δικά μας διατάγματα, άλλα με δικές μας υπουργικές αποφάσεις. Η χρήση
του όρου «ψήφισμα» για όλες τις αποφάσεις του «Δήμου», ανεξαρτήτως
σημασίας, προκαλούσε για αρκετό καιρό σύγχυση, έως ότου
συνειδητοποιήθηκε η ανάγκη να διακριθούν μεταξύ των «ψηφισμάτων» εκείνα
που είχαν ευρύτερο και διαρκέστερο αντικείμενο. Αυτά ονομάστηκαν
«νόμοι», όπως ονομάζονταν παλαιότερα οι νομοθετικές ρυθμίσεις
συντακτικού περιεχομένου του Δράκοντα, του Σόλωνα, του Κλεισθένη. Έπειτα
καθιερώθηκε ειδική αγωγή κυρώσεως «ψηφισμάτων» που έρχονταν σε
σύγκρουση με «νόμους», η «γραφή παρανόμων». Αυτή όμως η αγωγή δεν
περιοριζόταν μόνον στην ακύρωση ενός «ψηφίσματος»: συνεπαγόταν επίσης
Βαρύτατες κυρώσεις εναντίον του πολίτη που εισηγήθηκε το πάσχον
«ψήφισμα», καθώς και εναντίον του προέδρου της «εκκλησίας του Δήμου»,
αν άφησε να διαπραχθεί κάποια Οικονομική παρατυπία. Έτσι, έγινε
επικίνδυνη ακόμη και μία πρόταση να αλλάξει ένας παλαιός «νόμος» που
κρινόταν γενικά απαρχαιωμένος ή Βλαβερός.
Η Βουλή των 500 |
Για
να αδρανοποιήσουν τη «γραφή παρανόμων» σε περιπτώσεις που εμπόδιζε την
εκκαθάριση του σώματος των νόμων ή την κατάργηση άχρηστων ή Βλαβερών
νόμων και εν γένει την εξέλιξη της νομοθεσίας, οι Αθηναίοι εφάρμοσαν τις
ακόλουθες μεθόδους. Πρώτα, μεταξύ του 410 και του 403 π.Χ., ανέθεσαν σ’
επιτροπές πολιτών που κληρώθηκαν μεταξύ των «ηλιαστών» και στη «Βουλή»
να εκκαθαρίσουν το σώμα των έως τότε ισχυόντων «νόμων» που προέρχονταν
είτε από τον Δράκοντα, τον Σόλωνα και τον Κλεισθένη είτε από
μετακλεισθένεια «ψηφίσματα». Στην αρχή του 4ου αιώνα καθιερώθηκε μια
διαδικασία τακτικής εκκαθαρίσεως «νόμων», που επαναλαμβανόταν κάθε
χρόνο, στην αρχή του πολιτικού έτους. «Εκκλησία του Δήμου» με συμμετοχή
τουλάχιστον 6.000 πολιτών αποφαινόταν χωριστά για τον καθένα από τους
υπό κρίση «νόμους», εάν έπρεπε να διατηρηθεί ή να τροποποιηθεί. Στη
συνέχεια, κάθε πολίτης που είχε σχετική γνώμη τη διατύπωνε γραπτά σε
σανίδα που αναρτιόταν σε πολυσύχναστο μέρος της πόλεως. Το θέμα
επαναφερόταν σ’ επόμενη «εκκλησία του Δήμου», για να αποφασίσει αυτή εάν
θα το παρέπεμπε ή όχι στην αναθεωρητική επιτροπή «Νομοθετών». Εάν αυτή
η «εκκλησία του Δήμου» αποφάσιζε καταφατικά, κληρώνονταν 501 ή 1.001
«Νομοθέται» μεταξύ των «ηλιαστών». Οι «Νομοθέται» αποφάσιζαν, αφού
ελάμβαναν υπόψη τις γραπτές προτάσεις που είχαν κάμει οι πολίτες υπέρ
της διατηρήσεως ή υπέρ της αναθεωρήσεως κάθε υπό κρίση «νόμου» και
άκουγαν τους υπερασπιστές των κρινόμενων «νόμων» που είχε ορίσει η
«Εκκλησία του Δήμου». Περί τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. καθιερώθηκε ακόμη
μία διαδικασία καταργήσεως ή αναθεωρήσεως ή αντικαταστάσεως ενός
συγκεκριμένου «νόμου» οποτεδήποτε έκανε σχετική εισήγηση ένας πολίτης
μιλώντας σ’ «εκκλησία του Δήμου». Αυτή, αν ενέκρινε το νομοσχέδιο του
πολίτη, το παρέπεμπε σε «Νομοθέτες» που κληρώνονταν για τη συγκεκριμένη
υπόθεση. Εκείνοι, είτε ενέκριναν χωρίς τροπολογίες το νομοσχέδιο είτε
το απέρριπταν.
Η διοίκηση
Στη
διοίκηση εμπλέκονταν ο «Δήμος», η «Βουλή» και οι πολυάριθμοι
«άρχοντες». Η εκτελεστική εξουσία ανήκε στο «Δήμο», η «Βουλή» και οι
«άρχοντες» ήσαν εκτελεστικά όργανα των αποφάσεων του «Δήμου», που ήταν
και νομοθέτης και κυβερνήτης. Από την αρχή της δημοκρατίας και για
πολύ καιρό, ο «Δήμος» εννοούσε να εκδίδει «ψηφί-ματα» για υποθέσεις
εκτελεστικής και διοικητικής φύσεως, προκαλώντας προβλήματα, καθώς οι
μεν δημοκρατικές εξελίξεις σε βάθος και σε πλάτος διεύρυναν το πεδίον
της διοικήσεως, αύξαναν και ενέτειναν τις διοικητικές λειτουργίες, οι δε
«άρχοντες» αποδυναμώνονταν. Βαθμιαία ο «Δήμος» περιόρισε το πεδίο της
αναμίξεως του σε διοικητικές πράξεις, διατήρησε όμως αμείωτη την τάση
του να ακούει ο ίδιος τους ξένους πρέσβεις και, το χειρότερο, να
αποφασίζει τα επίπεδα των επιστρατεύσεων κατ των πολεμικών δαπανών και,
ακόμη, να διευθύνει στρατιωτικές επιχειρήσεις. Η καχυποψία του «Δήμου»
για τους «άρχοντες» τον εμπόδιζε να δημιουργήσει ιεραρχία μεταξύ των
«Στρατηγών» και μεταξύ των οικονομικών «αρχόντων». Μόνο σε στιγμές
οικονομικής δυσπραγίας δημιουργήθηκε, για πρώτη φορά, το 354 π.Χ.,
οικονομική αρχή, μονομελής, αιρετή και με τετραετή θητεία, η οποία
συντόνισε με επιτυχία τις λοιπές οικονομικές αρχές, κληρωτές,
πολυμελείς και ετήσιες, και δημιούργησε περισσεύματα. Παρά την επιτυχία
της, αυτή η αρχή καταργήθηκε μετά τη δεύτερη τετραετία της. Το 338 ή
το 334 π.Χ., υπό το βάρος της ήττας στη Χαιρώνεια, οι Αθηναίοι
προχώρησαν στην ίδρυση κεντρικής οικονομικής αρχής, που επίσης είχε
επιτυχία.
Τα μέλη των αθηναϊκών δικαστηρίων δεν είχαν ειδική μόρφωση. Γνώριζαν, όμως, καλά τους νόμους, αφού αυτοί νομοθετούσαν.
Η δικαιοσύνη
Ψήφοι εξοστρακισμών |
Όργανα
με αρμοδιότητες δικαστηρίων ήσαν ο «Δήμος», τα ηλιαστικά δικαστήρια,
που ήταν απορροή και σύνοψη του «Δήμου», η «Βουλή», ο «Άρειος Πάγος»,
οι «Εφέται» και μερικοί ετήσιοι κληρωτοί «άρχοντες», με πρώτους τους
«Ένδεκα». Στην περίπτωση του «Δήμου» η δικαστική του εξουσία συνέπιπτε
με τη νομοθετική του και την εκτελεστική του. Αλλά ο «Δήμος» πολύ σπάνια
άσκησε τις δικαστικές δικαιοδοσίες του τον 5ον αιώνα και καθόλου τον
4ο. Όλα τα άλλα δικαστήρια ήταν αυτόνομα και κυρίαρχα. Μάλιστα τα
ηλιαστικά, ο «Άρειος Πάγος», οι «Εφέται» και, εν μέρει, οι «Ένδεκα»,
εξέδιδαν μη εφέσιμες αποφάσεις. Το αντίθετο ίσχυε για τις δικαστικές
αποφάσεις της «Βουλής» και των δικαστηρίων των «αρχόντων». Ο «Δήμος», τα
ηλιαστικά δικαστήρια, ο «Άρειος Πάγος», οι «Εφέται», οι «Ένδεκα»
μπορούσαν να επιβάλουν ποινές θανάτου, δημεύσεως περιουσίας, εξορίας,
στερήσεως πολιτικών δικαιωμάτων, ενώ τα άλλα δικαστήρια, ακόμη και η
«Βουλή» δεν μπορούσαν να επιβάλουν παρά χρηματικά πρόστιμα.
Κανένα
μέλος κανενός αθηναϊκού δικαστηρίου δεν είχε ειδική μόρφωση.
«Ηλιασταί», «Αρεοπαγίται», «Εφέται» ήσαν κοινοί πολίτες. Παρά ταύτα,
γνώριζαν καλά τους νόμους, αφού οι ίδιοι τους νομοθετούσαν στο «Δήμο»
κατ τους εφάρμοζαν στα δικαστήρια. Από την άλλη μεριά όμως παρασύρονταν
από τις ατομικές πολιτικές τάσεις τους και τις ψυχολογικές παρορμήσεις.
Οι
προδικαστικές και δικαστικές διαδικασίες ήσαν απλές, αλλά και
απλοϊκές, όταν θεωρούνται εκ των υστέρων, και μάλιστα από τη δική μας
οπτική γωνία. Ωστόσο υπήρχαν νόμοι που καθιέρωναν όλες τις δικές μας
αρχές περί δικαιωμάτων του κατηγορουμένου ή εναγομένου.
Απο το εξαιρετικό αφιέρωμα της σειράς Ιστορικά – ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, τ25 , 06 – 04 – 2000
Πηγή: http://thalamofilakas.blogspot.gr/2011/11/blog-post.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου