Κατά μια άλλη ακόμα εκδοχή το όνομα Πλάκα με βάση τη ανάλυση του Κ. Μπίρη, κατάγεται απο την αρβανίτικη λέξη «πλάκ» που σημαίνει παλαιά, επομένως «Πλάκ Αθήνα» υποδηλώνει την Παλαιά Αθήνα και συναρτάται με την διαμονή, στην συνοικία στα τέλη του 16-ου αιώνα Αρβανιτών της Αργοναυπλίας, οι οποίοι καταδιωκόμενοι απο τους Τούρκους, επέλεξαν την περιοχή για να εγκατασταθούν, δινόντάς της και το επίθετο «Παλαιά». Σταδιακά έτσι ο χαρακτηρισμός άρχισε να περιγράφει ολάκερη την συνοικία. Άλλωστε απο αυτό το τοπωνύμιο και τους Αρβανίτες της Αθηναίους της Πλάκας, προήλθε ο χαρακτηρισμός «γκάγκαρος», που υποδηλώνει τον γηγενή Αθηναίο. Τον γεννημένο στην Αθήνα, απο παλιά αθηναϊκή οικογένεια. Επομένως «γκαγκαραίοι» ήταν οι αρβανίτηκης καταγωγής κάτοικοι της Πλάκας. Το επίθετο «γκάγκαρος» κατάγεται απο την λέξη «βάγκαρης», που σημαίνει τον απόστρατο μισθοφόρο, δοθέντος ότι αυτή την ιδιότητα έφεραν οι Αρβανίτες. Προϊόντος του χρόνου το επίθετο «βάγκαρης» παραφράστηκε σε «γκάγκαρης» και σταδιακά χαρακτήριζε όλους τους Αθηναίους πολίτες. Σύμφωνα εξάλλου με τον Δημήτριο Καμπούρογλου, «γκάγκαρους» αποκαλούσαν ειρωνικά τους Αθηναίους, οι Έλληνες άλλων περιοχών της χώρας. Αντικειμενικά η λέξη «γκάγκαρος» προέρχεται απο την λέξη «γκάγκαρο» η οποία υποδηλώνει το ξύλο που αμπαρώνει εσωτερικά τις πόρτες. Στην μεταφορική της εκδοχή, η λέξη παραπέμπει στους απόμακρους εσωστρεφείς ανθρώπους. Αφότου η Ελλάδα άλλαξε πρωτεύουσα και μεταφέρθηκε η έδρα της χώρας απο τον Ναύπλιο στην Αθήνα το 1834, η Πλάκα αποτέλεσε το επίκεντρο της πόλης. Το πρώτο δείγμα της αστικής της ανέλιξης για την εποχή, ήταν ότι η ακμάζουσα τότε αστική της τάξη, την προτίμησε για να οικοδομήσει τα αρχοντικά της. Δοθέντος όμως ότι με την πάροδο του χρόνου και ένεκα των πολλών αρχαιοτήτων της, η Πλάκα αποκτούσε προστατευτικέ δικλείδες, σε ότι αφορά την δόμηση, η αρχική αυτή αστική της τάξη, προσανατολίστηκε σε άλλες συνοικίες. Ήδη απο το 1930 οπότε και ξεκίνησαν οι διαδικασίες απαλοτρίωσης της αρχαίας αγοράς, οι διάφορες μελέτες που εκπονούνταν την χαρακτήριζαν διατηρητέα. Πάραυτα με τις γνωστές μας πολιτικές παρεμβάσεις, παρακάμπτονταν οι δεσμευτικές μας πολεοδομικές διατάξεις και η παράνομη δόμηση μεσουρανούσε. Παράλληλα η δυσανάλογη τουριστική ανάπτυξη για τα μεγέθη της περιοχής, τροφοδοτούσε με κίνητρα κάθε είδους παρανομία. Η πιο επώδυνη πολεοδομικά περίοδος για την συνοικία ήταν το διάστημα 1960-1980, που εξώθησε πολλούς κατοίκους την να την εγκαταλείψουν. Στα 1976 συνεστήθη η Συντονιστική Επιτροπή για την σωτηρία της Πλάκας, στην οποία πρωτοστάτησαν επώνυμοι Αθηναίοι, αλλά και πολιτισμικοί και κοινωνικοί φορείς. Αναφέρουμε ενδεικτικά την Ελληνική Εταιρεία διανοουμένων, τον Σύλλογο των Αθηναίων, αλλά και πολλοί άλλοι φορείς κύρους εξέφρασαν το ενδιαφέρον τους. Και το γεγονός αυτό συνέτεινε στο διαμορφωθεί ένα δίχτυ προστασίας για την περιοχή. Το 1979 ο τότε υπουργός Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος Στέφανος Μάνος, έλαβε δρακόντεια πολεοδομικά μέτρα για την προστασία της. Έκγονο αυτής της αυστηρής αντιμετώπισης, ήταν η πεζοδρόμηση πολλών οδών, δραστική περιστολή των διαφημιτικών πινακίδων και η ανακήρυξη πολλών νεοκλασικών κτιρίων ως διατηρητέων. Το 1982 τώρα και με την εμπνευσμένη παρέμβαση του αείμνηστου Αντώνη Τρίτση, η Πλάκα προστατεύτηκε και απο την ηχορύπανση με την απαγόρευση ων νυκτερινών κέντρων διασκέδασης, που προξενούσαν μεγάλο θόρυβο. Θα μπορούσε κανείς εύκολα να χαρακτηρίσει την Πλάκα ως ένα απέραντο Μουσείο, όλων των Σχολών Αρχιτεκτονικής αισθητικής. Μπορεί να βρεί κτίρια όλων των περιόδων και όλων των τεχνοτροπιών. Λιγότερα κτίρια μπορει να βρεί κανείς απο την οθωμανική περίοδο. Ενώ κάποια νεώτερα αυτής της περιόδου κτίρια, έχουν δεχτεί επηρεασμούς απο τον νεοκλασικισμό διατηρώντας ωστόσο τον λαϊκό χαρακτήρα τους. Συνίστανται σε λιθόκτιστα κεραμοσκεπή κτίρια, με κύριο γνώρισμά τους την αυλή, την ανοικτή στοά στο ισόγειο και το χαγιάτι στον όροφο. Οικοδομές της οθωνικής περιόδου υφίστανται περιμετρικά των Αέρηδων, όπως και σε άλλα σημεία της Πλάκας. Αναφέρουμε ενδεικτικά το διώροφο κτίριο τηε δεκαετίας του 1830 στην οδό Θρασυβούλου, καθώς και το διώροφο κτίριο στην διασταύρωση των οδών Επαμεινώνδα, Ποικίλης και Άρεως. Περιλαμβάνουν χωροταξικά, τους ίδιους χώρους, με τα προηγούμενα. Είναι ωστόσο πιο επιμελημένα εσωτερικά.
Παράλληλα υπάρχουν κτίρια νεοκλασικής τεχνοτροπίας, η οποία δεσπόζει αισθητικά στα τέλη του 19-ου αιώνα έως και το 1920, εκλεκτικιστικών ρυθμών, όπως και νεότερες εκφράσεις της μοντέρνας αρχιτεκτονικής του 1930. Χαρακτηριστική περίπτωση συνιστά ο συνοικισμός Αναφιώτικα, ο οποίος δημιουργήθηκε απο τους Αναφιώτες κατά βάση εσωτερικούς μετανάστες στην Αθήνα, αλλά και άλλους νησιώτες κτιστάδες, που στα μέσα του 19-ου αιώνα ήλθαν στην Αθήνα, πρός αναζήτηση καλυτέρας τύχης. Η αισθητική της συνοικίας παραπέμπει σε Αιγαιοπελαγίτικη τεχνοτροπία. Στην λατρεμένη Πλάκα διαβιούσαν μερικές απο τις πιο γραφικές φυσιογνωμίες της Παλιάς Αθήνας. Απο όλες γνωστότερος ο μπαρμπα Γιάννης ο Κανατάς, που γύρω στα 1860 έκανε την παρουσία του στην Αθήνα. Κατοικούσε στην οδό Υπερείδου και το επώνυμό του καθώς και η καταγωγή του ήταν άγνωστα. Καθημερινά με το γαϊδουράκι του κατάφορτο απο κανάτια, γύριζε όλη την Αθήνα για το μεροκάματο. Ενώ τις Κυριακές ντυμένος ως αριστοκράτης επισκέπτοναν τα καφενεία «Ωραία Ελλάς» και «Σολωνείον». Αποτελούσε συνήθως κοινωνικό θέμα της Αθήνας- και των εφημερίδων. Όταν μάλιστα τα απογεύματα επισκέπτονταν την Πλατεία Συντάγματος, η Φιλαρμονική της Φρουράς παιάνιζε το γνωστό για αυτόν άσμα, ο κόσμος τον χαιρετούσε με αγάπη και θέρμη καρδιάς και αυτός έβγαζε ιπποτικά το ημίψηλο καπέλο του. Πάραυτα γύρω στα 1880 ο κοσμαγάπητος μπαρμπα Γιάννης εξαφανίστηκε απο την Αθήνα, χωρίς ποτέ να βρεθούν τα ίχνη του. Ένα πολύ αγαπημένο αργότερα λαϊκό θέαμα, ξεκίνησε στα χρόνια της Οθωνικής περιόδου στα καφενεία της Πλάκας. Ετσι άρχισαν να παίζονται παραστάσεις καραγκιόζη, μάλλον απο τον μπαρμπα Γιάννη Βράχαλη. Πάραυτα υπήρξαν σοβαρές κοινωνικές ενστάσεις απο συντηρητικούς της εποχής, διότι ο καραγκιόζης θεωρήθηκε «άσεμνος» και υπονομευτικός των χρηστών ηθών. Ο καραγκιόζης κέρδιζε διαρκώς έδαφος ως λαϊκό θέαμα και κυριάρχησε στο κοινωνικό ενδιαφέρον τον 19-ο και τον 20-ο αιώνα. Κεντρικός χώρος για παράσταση καραγκιόζη στην Πλάκα, υπήρξε κατά τα χρόνια του μεσοπολέμου στην Πλατεία Λυσικράτους. Και ο ο πιο γνωστός καραγκοζοπαίχτης του χώρου αυτού, ήταν ο Χρήστος Χαρίδημος (1895-1970), ενώ και άλλοι επωνυμοι καραγκιοζοπαίχτες πέρασαν απο αυτόν το μπερντέ. Μεγάλη υπήρξε η συμμετοχή της Πλάκας στις εκδηλώσεις της Αποκριάς στην Αθήνα. Εκκίνηση των εκδηλώσεων αποτελούσε η συνοικία του Ψυρρή και απόληξή τους ήταν η Πλατεία της Φιλομούσου Εταιρείας. Ωστόσο το επίκεντρο των αποκριάτικων εκδηλώσεων απο το 1887 οπότε και συνεστήθη το κομιτάτο για την διοργάνωσή τους, το επίκεντρο μεταφέρθηκε απο την Πλάκα στην Πλατεία Ομονοίας, στην Πλατεία Συντάγματος και στην οδό Σταδίου. Πρωταγωνιστική υπήρξε ακόμα η συμμετοχή της Πλάκας στον αποκριάτικο πετροπόλεμο. Η ομάδα της ανταγνωνίζονταν σε δύναμη άλλε ισχυρές ομάδες, όπως του Θησείου, του Ψυρρή και των Πετραλώνων. Ο πετροπόλεμος όπως πέραν των Αποκριών καθιερώθηκε στις γειτονιές και τον υπόλοιπο χρόνο. Στις μάχες που ελάμβαναν χώρα χρησιμοποιούνταν και σφεντόνες, οπότε ήταν αναπότρεπτα και τα ατυχήματα. Ένα απο τα εμβληματικά στοιχεία της Πλάκας ήταν και οι ταβέρνες της. Η κλασική δομή αυτών των ταβερνών ήταν δυο σειρές μακρόστενων τραπεζιών, με πάγκους εν είδει καθισμάτων και περιμετρικά βαρέλια με κρασί.
Πλατεία – Ναός Αγίας Αικατερίνης
Η πλατεία οριοθετείται απο τις οδούς Λυσικράτους και Χαιρεφώντος, Γαλανού και Γκούρα και ονοματοδοτήθηκε απο τον υφιστάμενο βυζαντινό ναό σ΄ αυτήν, της Αγίας Αικατερίνης. Στον αύλειο χώρο της εκκλησίας έχουν διασωθεί τμήματα κιόνων της ρωμαϊκής περιόδου, που ενδεχομένως να ανήκουν σε παλαιοχριστιανική βασιλική. Η εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης, ανάγεται στον 11-ο αιώνα. Συνιστά τετρακιόνιο, σταυροειδή εγγεγραμμένο με τρούλο. Αρχικά η εκκλησία ήταν αφιερωμένη στους Αγ. Θεοδώρους. Όμως το 1767 εδόθη στην Μονή του Σινά ως Μετόχι της και για αυτό έλαβε και το όνομα Αγ. Αικατερίνη. Μετά απο χρόνια φτιάχτηκε στην περιοχή και η αποκαλούμενη βρύση του Συναΐτη. Σημαδιακή ημερομηνία για την εκκλησία η 9-η Μαΐου του 1849. Κατέπεσε κεραυνός στην οροφή της και επέφερε μεγάλες ζημιές στο εσωτερικό της. Απο το 1882 η Αγία Αικατερίνη έγινε ενοριακός ναός, αφού πρώτα εδόθη στο Σινά άλλο μετόχι. Αλλεπάλληλες αισθητικές παρεμβάσεις στην εκκλησία αλλοτρίωσαν την αισθητική της φυσιογνωμία.
Πλατεία Μνημείου του Λυσικράτους
Η Πλατεία ονοματοδοτήθηκε απο το Μνημείο του Λυσικράτους. Προγενέστερα στον χώρο υπήρχε η Μονή των Καπουτσίνων. Στην περίφραξη γύρω απο το Μνημείο υπάρχει αναμνηστική πλάκα, που γνωστοποιεί ότι στην Μονή των Καπουτσίνων, είχε φιλοξενηθεί ο μεγάλος ποιητής και φιλέλληνας Λόρδος Μπάιρον. Την πλάκα είχαν τοποθετήσει Γάλλοι αρχαιολόγοι τον 19-0 αιώνα. Δυο υψηλής αρχιτεκτονικής αισιθητικής νεοκλασικά κτίρια, υφίστανται στην Πλατεία. Αφενός η τριώροφη νεοκλασική οικία επι της Πλατείας Λυσικράτους και Σέλλευ 6, που χρονολογείαι στα τέλη του 19-ου αιώνα φέροντας χαρακτηριστική διακόσμηση στην γωνία της, αφετέρου η τετραώροφη νεοκλασική οικία επι της Πλατείας Λυσικράτους και Ραγκαβά, οικοδομημένη το 1918 απο τον Μηχανικό Κλ. Καρυδάκη. Τα χορηγικά μνημεία της αρχαίας οδού Τριπόδων υπέστησαν σοβαρές φθορές. Καλύτερα διατηρημένο απο αυτά το Μνημείο του Λυσικράτους. Κατασκευάστηκε το 33 π.Χ. Πάνω σ΄αυτό ήταν τοποθετημένος ο χάλκινος τρίποδας, το βραβείο του χοηγού. Συνιστά κυλινδιρκό κτίσμα με έξι κίονες εξωτερικά κορινθιακού ρυθμού. Στο επιστήλιο υφίσταται επιγραφή που υπομνίζει την νίκη του Λυσικράτους και πάνω του ζωοφόρος, στην οποία παρατίθεται ο μύθος του Διονύσου με τους πειρατές. Στην σκέπη του είναι αποτεθειμένη άκανθος, στην οποία στηρίζετο ο χορηγικός τρίποδας. Στα μεσαιωνικά χρόνια θεωρούσαν ότι η άκανθος ήταν η βάση κάποιου φαναριού και εξ αυτού του λόγου έλαβε το όνομα «λύχνος» φανάρι ή κάνδυλος του Διογένους, ή του Δημοσθένους, η ο οποία συναντιώνταν με το μνημείο, που υπενθύμιζε στον κόσμο το Φανάρι με τον μεν Διογένη, τον οποίο η παράδοση παρουσίαζε να φέρει φανάρι ψάχοντας ειρωνικά στην αρχαία αγορά για ανθρώπους, με τον δε ρήτορα Δημοσθένη, που μελετούσε επίπονα την νύχτα. Στα 1669 ο χώρος αγοράστηκε απο τους Καπουτσίνους μοναχούς και προσετέθη στο μοναστήρι τους. Σε πρώτη φάση τον χρησιμοποίησαν ως παρεκκλήσι και με την πάροδο του χρόνου ως βιβλιοθήκη και εργαστήριο. Το τίμημα της αγοράς ήταν 150 σκούδα για τον έλληνα ιδοκτήτη του. Ωστόσο ο τελευταίος μετάνοιωσε για την πώληση και προσέφυγε στους δημογέροντες για να την ακυρώσει. Στην δίκη που έγινε κέρδισε την ακύρωση της πώλησης. Ομως και ο Καπουτσίνος ηγούμενος με την σειρά του, προσέφυγε στον καδή, ο οποίος και δικαίωσε το αίτημά του, για την ισχύ της αγοράς, με την ταυτόχρονη όμως δέσμευση να παραμείνει το μνημείο άθικτο και να επιτρέπεται η ελεύθερη διέλευση τόσο στους έλληνες, όσο και στους ξένους επισκέπτες. Κατά μια έννοια έτσι η τουρκική διοίκηση αναγνώρισε στους γάλλους καλόγηρους επικαρπία του μνημείου και όχι βεβαίως κυριότητα, δοθέντος ότι όλα τα μνημεία υπήγοντο στην δικαιοδοσία του Σουλτάνου και δεν μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο αγοραπωλησιών.Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι το μνημείο του Λυσικράτους είχε προξενήσει το έντονο αγοραστικό ενδιαφέρον του καραδοκούντος λόρδου Έλγιν για τα αρχαία μνημεία της Αθήνας, όμως απετράπη και αυτό το ανοσιούργημα όπως με τις Καρυάτιδες, χάρις στην σθεναρή άρνηση του καπουτσίνου ηγούμενου, απέναντι στις προκλητικά δελεαστικές προτάσεις του. Τύχη αγαθή όταν κάηκε η Μονή των Καπουτσίνων στα χρόνια της επανάστασης, το μνημείο διεσώθη. Όμως και στα 1829 είχαμε μια απόπειρα αρπαγής του Μνημείου απο ξένους περιηγητές, που τελικά απέτυχε, πιθανόν λόγω του μεγάλου βάρους του μνημείου. Θεωρώντας ιδιοκτησία της το μνημείο η γαλλική κυβέρνηση, αλαζονικά θα λέγαμε προέβη στην χρηματοδότηση των πρώτων αισθητικών του εργασιών αποκατάστασης το 1845. Τελικά το θέμα της κυριότητας του μνημείου ελύθη με την προσφορά στην γαλλική κυβέρνηση οικόπεδο στην οδό Διδότου, προκειμένου να στεγαστεί η γαλλική αρχαιολογική σχολή και οι γάλλοι ως αντιστάθμισμα πρόσφεραν στην Ελλάδα την κυριότητα του μνημείου του Λυσικράτους. Κατά μια άλλη ερμηνεία όμως ο λόγος μη παραιτήσεως της γαλλικής πρσβείας απο το Μνημείο, ήταν η μη ικανοποίηση του αιτήματος του Βατικανό, να αναγνωρισθεί ο καθολικός αρχιεπίσκοπος στην Αθήνα. Μόλις αυτό το αίτημα ικανοποιήθη και παραχωρήθηκε στην καθολική εκκλησία το οικόπεδο της οδού Πανεπιστημίου, στο οποίο και υφίσταται ο καθεδρικός ναός, τότε η γαλλική κυβέρνηση και μας παρέδωσε την πλήρη κυριότητα του μνημείου του Λυσικράτους. Και κείνη την περίοδο ξεκίνησαν και οι εργασίες αναστήλωσης του μνημείου, απο τον αρχιτέκτονα Φραγκίσκο Μπουλανζέ (Fr Boulanger, 1807-1880), η οποία αποπερατώθηκε το 1892.
Μονή των Καπουτσίνων
Η Μονή των Καπουτσίνων ιδρύθηκε απο τους γάλλους μοναχούς το 1658. Εφεραν καφέ ολόσωμο ράσο, γενιάδα καθώς και κουκούλα – cappucio απο την οποία και το αντίστοιχο όνομά τους «Καπουτσίνοι». Στα 1669 οι Καπουτσίνοι αγόρασαν ένα οίκημα στον αύλειο χώρο του οποίου υπήρχε το Μνημείο του Λυσικράτους και το μετέτρεψαν σε Μονή. Καίτοι άλλα μοναστικά τάγματα αντιμετώπισαν την κοινωνική δυσκαμψία και καχυποψία της τότε αθηναϊκής κοινωνίας, με παραπόμενα αρκετά προβλήματα όπως συνέβη με τους βενεδικτίνους του Δαφνιού και τους Ιησουίτες της οδού Μητροπόλεως, οι Καπουτσίνοι αντιμετωπίστηκαν πολύ φιλικά απο τους Αθηναίους. Και ξεχωριστά αγαπητός απο αυτούς τους μοναχούς, υπήρξε ο ηγούμενος Σίμων που είχε και ιδαίτερες ιατρικές γνώσεις, περιθάλποντας τον κόσμο όποτε παρίστατο ανάγκη. Κύριες ασχολίες των μοναχών ήταν οι αρχαιολογικές και τοπογραφικές μελέτες. Αυτοί άλλωστε εκπόνησαν τον πρώτο χάρτη της Αρχαίας Αθήνας. Ενώ σημαντική υπήρξε και η παιδευτική τους δραστηριότητα, αφού η Μονή τους αποτέλεσε το πρώτο σχολείο Καθολικών στην Αθήνα. Τους αποκαλούσαν χαϊδευτικά «φραγκοπατέρες» και απολάμβαναν υψηλής κοινωνικής αποδοχής. Για τούτο εξάλλου στις εορτές της πόλης, η τοπική ηγεσία τους επεσκέπτετο αποδίδοντας τιμή. Παράλληλα στην Μονή των Καπουτσίνων λειτουργούσε και ξενώνας, στον οποίον κατέλυαν πολλοί απο τους περιηγητές της Αθήνας. Μεταξύ αυτών ο πρόξενος της Γαλλίας Φωβέλ (Fauvel) και ο ιταλός ζωγράφος Τζοβάνι Μπατίστα Λουζιέρι (Lousieri), συνεργός στην απεχθή σύληση του Παρθενώνα με τον λόρδο Έλγιν. Μάλιστα ως ραδιούργος σκέφτηκε να δωροδοκηθούν οι μοναχοί Καπουτσίνοι, για να συμφωνήσουν στην φυγάδευση του Μνημείου του Λυσικράτους στο Λονδίνο. Με τον θάνατό του ο Σίμων ετάφη το 1821 στον αύλειο χώρο της Μονής, που αποτέλεσε το κοιμητήριο των Καθολικών της Αθήνας. Απο τους μεγάλους επισκέπτες της μονής υπήρξαν ο Σατωβριάνδος το 1806, αλλά και ο λόρδος Μπάιρον το 1810 κατά το δεύτερο ταξίδι του στην Ελλάδα. Κατά την παραμονή του μάλιστα στην Μονή των Καπουτσίνων, ο Μπάιρον έγραψε μερικά σημαντικά έργα μεταξύ αυτών την «Κατάρα της Αθήνας». Πρωτοπόρος υπήρξε ακόμα η Μονή και στην μαγειρική. Σ΄αυτήν πραγματοποιήθηκε η πρώτη καλλιέργεια ντομάτας στην Αθήνα σε γλάστρες το 1818, απο τον τελευταίο ηγούμενο της Μονής Φραγκίσκο, ο οποίος έφερε τους σπόρους απο το εξωτερικό. Οι Αθηναίοι αρχικά καλλιέργησαν την ντομάτα σαν καλωπιστικό φυτό στην παρασκευή γλυκών για να φθάσουν μετά στην αξιοποίησή της στην μαγειρική. Όμως πρωτορπόρος υπήρξε στην Αθήνα ο ηγούμενος και στην χρησιμοποίηση Gadget της εποχής. Ειχε φέρει τότε απο το Παρίσι στην Αθήνα, την πρώτη κούκλα η οποία ανοιγόκλεινε τα μάτια της, αναλόγως της θέσης που την τοποθετούσες. Όμως το γεγονός αυτό που φαντάζει μάλλον αξιοπερίεργο για μοναχό, είχε και στοιχεία marketing, διότι οι Αθηναίες μητέρες έσπευδαν για να θαυμάσουν την κούκλα και έτσι επισκέπτοταν και την Μονή. Ομως τραγικό τέλος επεφύλασσε η μοίρα για την Μονή των Καπουτσίνων. Με την πολιορκία του Κιουταχή, η Μονή κάηκε ολοσχερώς. Οι Γάλλοι αρχαιολόγοι το 1845 καθάρισαν τα ερείπιά της που διασώζονταν μέχρι τότε και έτσι αποκάλυψαν τα στοιχεία για τον Μνημείο του Λυσικράτους που έλλειπαν. Η γειτονιά γύρω απο το Μνημείο του Λυσικράτους ονομάζονταν «καντύλι» απο την εκκλησία Παναγία του Καντύλη. Η οικογένεια Κανδύλη στην ιδιοκτησία της οποίας ανήκε η εκκλησία διέμενε εκεί. Η εκκλησία καστεστράφη στα χρόνια της επανάστασης και γκρεμίστηκε το 1848.
Ναός Αγίου Δημητρίου
Ιστορικός ναΐσκος που ευρίσκεται επι της οδού Επιμενίδου 5-7. Συνιστά βασιλική του 17-ου αιώνα που αποτελούσε παρεκκλήσι της Παναγίας του Κανδύλη. Εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι σ΄αυτόν τον ναΐσκο, είχε διακονήσει ο ήρωας της επανάστασης Αθανάσιος Διάκος, στοιχείο μας πληροφορεί και πλάκα στην είσοδο του ναίσκου «Εις τον ενταύθα ιερόν ναόν του Αγίου Δημητρίου, διηκόνησε ο Αθανάσιος Διάκος».
Ίδρυμα «Θησαυρός της ελληνικής γλώσσης»
Το ίδρυμα στεγάζεται σε νεοκλασικό κτίριο του Υπουργείου Πολιτισμού, επι της οδού Θρασύλλου 18. Μέλημα του ιδρύματος είναι η ηλεκτρονική αποτύπωση της ελληνικής γραμματείας, όλων των ιστορικών μας περιόδων.
Οδός Αφροδίτης
Πρόκειται για γραφικό δρομάκι της Πλάκας. Σ΄αυτό υφίστατο και η ταβέρνα «Μεθυσμένο Καράβι» που αποτέλεσε λογοτεχνικό στέκι της εποχής. Θαμώνες της ταβέρνας υπήρξε ο μεγάλος μας λογοτέχνης Μενέλαος Λουντέμης (1912-1977), ο οποίος μάλιστα τραγουδούσε και έπαιε κιθάρα στην ταβέρνα.
Η περιοχή της Πλάκας που έφτανε μέχρι της Αγ. Σωτείρας του Κοττάκη επι της οδού Κυδαθηναίων, ονομάζετο συνοικία «Αλίκοκκου» ή «Αλήκοκου». Η ονομασία ήρε την καταγωγή της απο μεσαιωνική παράδοση που έλεγε ότι την νύχτα έβγαινε το στοιχειό του Αλίκοκου και προξενούσε τις συμφορές που εμφανίζονταν στην πόλη. Σύμφωνα με τον Κ. Μπίρη το όνομα οφείλεται στον Αλβανό Αλή Κόκου. Ενώ κατά τον Σισιλιάνο, το όνομα αποδίδεται σε εξελληνισμένη φράγκικη οικογένεια.
Οδός Κυδαθηναίων
Η περίφημη κεντρική οδός της Πλάκας, ταυτίεται με την ονομαστή Πλατεία Ρούγα του Αλίκοκκου», κατά τα μεσαιωνικά χρόνια.Αποτέλεσε έναν απο τους σημαντικότερους δρόμους των Αθηνών. Η οδός ονοματοδοτήθηκε απο τους Βαυαρούς, που είχαν επωμιστεί την απόδοση των ονομάτων στις αθηναϊκές οδούς, κατά την βαυαροκρατία. Ο υπεύθυνος της επιτροπής για τα ονόματα υπολοχαγός Βίλχελμ Φον Βάιλερ, κατόπιν σύστασης του αρχαιολόγου Λ. Ρος, επεξεργάστηκε όλα τα υποδειχθέντα ονόματα αρχαία ελληνικά, μεταξύ των οποίων και το «Κυδαθήναιον» απο το κύδος=δόξα + Αθηναίος, το οποίο εχρησιμοποιείτο απο τον Δήμο της Αρχαίας Αθήνας, που ευρίσκεστο στην Β.Α. πλευρά της Ακρόπολης. Σύμφωνα με τον Κ. Μπίρη οι Βαυαροί έδωσαν το όνομα «Οδός Κυδαθηναίον» αντί «Κυδαθηναίου», το οποίο τελικά διορθώθηκε σε «Κυδαθηναίων».
Οικία Σεφεριάδου Τσάτσου
Σ’ αυτόν τον χώρο έζησε η μεγαλουργός στο πεδίο των γραμμάτων οικογένεια Σεφεριάδη απο το 1933. Επόκειτο για ένα διώροφο νεοκλασικό κτίριο του μεσοπολέμου.Πρωθύστερα η οικογένεια διέμενε στην οδό Κορδιγκτώνος στο Πεδίο του Άρεως (1921) και εν συνεχεία επι της οδού Μαυροματαίων. Σ΄αυτό το πραγματικά «ιερό» για τα ελληνικά γράμματα σπίτι, διέμεναν η Ιωάννα Τσάτσου – Σεφεριάδη (1902-2000), ο άνδρας της αναγεννησιακός διανοούμενος και μετέπειτα πρόεδρος της ελληνικής δημοκρατίας Κωνσταντίνος Τάτσος (1899-1987), με τις κόρες τους Ντόρα και Δέσποινα στον δεύτερο όροφο. Ο πατέρας της Ιωάννας και του Γιώργου Σεφέρη, καθηγητής της Νομικής Αθηνών Στέλιος Σεφεριάδης στον πρώτο όροφο. Και στο ισόγειο ο πρωτόθρονος και οικουμενικός μας ποιητής Γιώργος Σεφέρης, τόσο πρίν τον γάμο του με την Μάρω, όσο και μετά. Μάλιστα κάποιο διάστημα θα κατοικήσουν και στην οδό Άγρας στο Μέτς. Σήμερα στο ιστορικό σπίτι διαμένουν οι απόγονοι της οικογένειας Τσάτσου
Μουσείο Ελληνικής Παιδικής Τέχνης
Συνιστά νεοκλασικό αρχοντικό στο οποίο στεγάζεται το Μουσείο Ελληνικής Παιδικής Τέχνης. Το Μουσειο συνεστήθη το 1994. Μέλημά του είναι η καλλιέργεια της αγάπης στα παιδιά για την τέχνη και η ανάδειξη της καλλιτεχνικής παιδικής δημιουργίας. Στο Μουσείο εκτίθενται χαρακτηριστικές καλλιτεχνικές δημιουργίες των παιδιών.
Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών
Ευρίσκεται επι της οδού Κυδαθηναίων 11-13, αντίκρυ στο ναό της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος. Συνιστά ένα απο τα πρώτα κτίρια που οικοδομήθηκαν στην Αθήνα μετά την απελευθέρωση, ενδεχομένως απο τον αρχιτέκτονα Στ. Κλεάνθη το 1842. Η αρχιτεκτονική του παραπέμπει στα αρχοντικά σπίτια των προ της επανάστασης χρόνων. Οπως μαρτυρά εντοιχισμένη πλάκα στο κτίριο εξωτερικά, κάτοικός του υπήτρξε η περίφημη Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου (1809-1899) που αποτέλεσε δυναμικό στέλεχος της αντιπολίτευσης του Όθωνα. Απο το 1982 και με πρωτοβουλία του εμπνευσμένου προέδρου του γαλλικού ινστιτούτου Οκτάβιου Μερλιέ και της γυναίκας του Μέλπως, στεγάζει το κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών – Μουσικό Λαογραφικό Αρχείο, το οποίο ίδρυσαν στην Αθήνα το 1930. Κεντρικό μέλημα του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, είναι η ανάδειξη της λαμπρής μικρασιατικής πολτισμικής μας κληρονομιάς.
Ναός της μεταμόρφωσης του Σωτήρος
Ευρίσκεται στην διασταύρωση των οδών Κυδαθηναίων και Σωτήρος. Οικοδομήθηκε τον 11-ο αιώνα, πάνω σε προϋφιστάμενο ναό του 6-ου αιώνος. Ως πρός την αρχιτεκτονική του είναι σταυροειδής, εγγεγραμμένος, με τρούλο. Αρχικά η εκκλησία ήταν γνωστή ως «Σωτείρα» ή «Σωτήρα του Κοτάκη. Ιδιοκτήτης ήταν η οικογένεια Κοτάκη που ήρε την καταγωγή της στα χρόνια της Φραγκοκρατίας και απο αυτήν ονοματοδοτήθηκε όλη η περιοχή. Σύμφωνα με τον Δημήτριο Καμπούρογλου, η εκκλησία είναι αφιερωμένη στην Παναγία του Σωτήρα ή Σωτείρα και όχι στην Μεταμόρφωση του Σωτήρος. Στον αύλειο χώρο της εκκλησίας υπήρχε η βρύση του Αλίκοκου. Στο διάστημα 1834-1847 οπότε και της εδόθη η Σωτείρα του Λυκόδημου στην οδό Φιλελλήνων, αποτέλεσε εκκλησία της ρωσικής παροικίας στην Αθήνα. Ενώ με την πάροδο του χρόνου έλαβαν χώρα αλλαγές και προσθήκες στην εκκλησία. Το 1908 οικοδομήθηκε το καμπαναριό και το 1938 υπέστη ανακαίνιση η πρόσοψη του ναού. Στον αύλειο χώρο της εκκλησίας ευρίσκονται οι ορειχάλκινες προτομές των Κωνσταντίνου Τσάτσου έργο του γλύπτη –καθηγητή της ΑΣΚΤ και ακαδημαϊκού μας Γιάννη Παππά (1989) και της Ιωάννας Τσάτσου έργο του γλύπτη Νικόλα, που τοποθετήθηκε το 2002. Σ΄αυτόν τον ιστορικό ναό έγινε ο γάμος του οικουμενικού μας ποιητή Γιώργου Σεφέρη με την Μάρω τον Απρίλιο του 1941, ενώ και η κηδεία του ποιητή τον Σεπτέμβριο του 1971.
Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης
Ευρίσκεται επι της οδού Κυδαθηναίων 17. Το Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης συνεστήθη το 1918 με πρωτοβουλία του έξοχου ποιητή μας και διευθυντή της «Εστίας» Γεωργίου Δροσίνη, αλλά και του αρχαιολόγου Γιώργου Κουρνικιώτη, ως «Μουσειο Ελληνικών Χειροτεχνημάτων». Απο το 1923 μετονομάσθη σε Εθνικόν Μουσείον Κοσμητικών Τεχνών», ενώ απο το 1959 έλαβε το όνομα «Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης». Εως και το 1973 το ΜΕΛΤ εστεγάζετο στο τζαμί του Τζισταράκη στην Πλατεία Μοναστηρακίου. Οι λαϊκές δημιουργίες του Μουσείου αναδεικνύουν τις παραδοσιακές τέχνες της λαϊκής χειροτεχνίας, όπως την υφαντουργική, την αργυροχοΐα, την κεντητική, την γλυπτική, την μεταλλοτεχνία την ξυλογλυπτική, την λιθογλυπτική, αλλά και την λαϊκή πρωτίστως ζωγραφική. Και καλύπτουν το χρονικό διάστημα απο το 1650 μέχρι τις μέρες μας.
Οδός Μονής Αστερίου
Ο δρόμος έχει πρός τιμή της το όνομα της ιστορικής Μονής Αστερίου του Υμηττού, η οποία και διατηρούσε Μετόχι στον χώρο αφιερωμένο στον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, στην διασταύρωση των οδών Δαιδάλου και Περιάνδρου. Και απο το κατεδαφισθέν Μετόχι της Μονής, έλαβε η οδός το όνομά της. Μετά την διασταύρωση με την οδό Δαιδάλου, η οδός ονομάζετο Σπυρίδωνος Τσάγγαρη, (1852-1931) ο οποίος και ίδρυσε το πρώτο Πρακτορείο Αθηναϊκού Τύπου, στα μέσα της δεκαετίας του 1870.
Μουσείο Φρυσήρα
Ευρίσκεται επι της Μονής Αστερίου 3-7.Το Μουσείο φιλοξενείται σε δυο νεοκλασικά κτίρια και είναι της ιδιοκτησίας της οικογένειας Βλάσση Φρυσήρα. Πέραν της μόνιμης έκθεσής του, το Μουσείο προβαίνει και σε περιοδικές εκθέσεις. Στο επι της οδού Αστερίου 3 κτίριο που είναι και το παλαιότερο οικοδομήθηκε το 1860, φιλοξενείται η μόνιμη έκθεση. Στο νεότερο κτίριο επι της οδού Μονής Αστερίου 7, το οποίο ανηγέρθη την πρώτη δεκαετία του 20-ου αιώνα και έχει την ιδαίτερη στρογγυλή πρόσοψη, φιλοξενούνται οι περιοδικές εκθέσεις.
Παιδικό Μουσείο
Ευρίσκεται επι της οδού Κυδαθηναίων 7. Και φιλοξενείται σε νεοκλασική οικία του 1900, το Παιδικό Μουσείο-Πολιτισμικός Οργανισμός του Δήμου Αθηναίων σε συνεργασία με το «Ελληνικόν Παιδικό Μουσείο». Το παιδικό μουσείο συνεστήθη το 1987 και τα εγκαίνιά του έγιναν το 1994. Το πρώτο παιδικό μουσείο ιδρύθηκε στην Βοστώνη το 1899.
Οικία Παπαρρηγοπούλου
Ευρίσκεται επι της οδού Κυδαθηναίων 27. Συνιστά τριώροφη οικία του 1832 σε σχέδια των αρχιτεκτόνων Στ. Κλεάνθη και Εδ. Σάουμπερτ και οικοδομήθηκε ως κατοικία του προξένου της Ρωσίας Ιωάννη Παπαρρηγόπουλου (1780-1874). Σημειώνουμε ότι ο Ιωάννης Παπαρρηγόπουλος με μια εμπνευσμένη κίνησή του είχε αγοράσει απο τους γιούς του Ομερ Πασά, τα 150.000 στρέμματα που είχαν καταπατήσει στον Ωρωπό. Υποστηρίζεται μάλιστα ιστορικά, ότι η αιτία για την οποία ο Ομέρ δεν υποχωρούσε με τα στρατεύματά του απο τα Κάστρα της Αθήνας και της Χαλκίδας, είναι ότι δεν εξεύρισκε αγοραστή για τα κτήματά. Οι γιοί του δεν έβρισκαν αγοραστή. Με την υλοποίηση της αγοράς, ο Παπαρρηγόπουλος έδωσε το σήμα στην διοικούσα αντιβασιλεία - λόγω του νεαρού του Όθωνα- για να παραλάβει τα κάστρα, αλλά κατείχε και άλλες εκτάσεις ο Παπαρρηγόπουλος στην Αθήνα, τις οποίες είχε αγοράσει απο τους αποχωρούντες τούρκους. Με την εκπόνηση του πρώτου ρυμοτομικού σχεδίου της Αθήνας, ο Παπαρρηγόπουλος και ο πρόξενος της Αυστρίας Γκρόπιους αξίωσαν αποζημίωση, διότι μέρος της περιουσίας τους έμεινε εκτός Σχεδίου. Οι στρεμματικές τους εκτάσεις ευρίσκονταν μεταξύ του Θησείου και του λόφου των Νυμφών και με την απαλλοτρίωσή τους, διαμορφώθηκε η Πλατεία και ο κήπος του Θησείου. Η οικία του Παπαρρηγόπουλου, ήταν απο τα λίγα σπίτια στο οποίο εδόθη το δικαίωμα ύδρευσης, δοθέντος ότι ο Παπαρρηγόπουλος προσέφερε σημαντικό ποσοστό στην προσπάθειά της κοινότητας για επισκευή του δικτύου. Σ΄αυτό εξάλλου το ιστορικό σπίτι, εδόθη η μια απο τις δυο πρώτες δεξιώσεις ης πόλης πρός τιμήν της βαυαρικής φρουράς, τον Μάρτιο του 1833, όταν παρεδόθη η Ακρόπολις. Η δεξίωση αυτή όπως και η άλλη αντίστοιχή της στην οικία Βλαχούτση, την ίδια χρονική περίοδο, αποτέλεσαν τα πρώτα κοσμικά γεγονότα της απελευθερωμένης πλέον Αθήνας. Μάλιστα όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο πρώτος φρούραρχος της Ακρόπολης Χριστόφορος Νέζερ, το «άνθος των γυναίκείων κορασίων» και των διαπρεπών ξένων παρέστη στην εκδήλωση. Όμως το γεγονός αυτό προξένησε έντονη δυσφορία στον λαό της Αθήνας και έτσι δεν ξαναδιοργανώθηκαν αντίστοιχες εκδηλώσεις μέρις ότου να γίνει η Αθήνα πρωτεύουσα. Επίσης στο σπίτι αυτό διέμεναν τόσο ο βασιλιάς Όθωνας κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα, όσο και ο Λουδοβίκος της Βαυαρίας το 1835-36. Για τούτο εξάλλου είχε δοθεί πρός τιμήν του δεξίωση μεγαλοπρεπώς, ένεκα μάλιστα γεγονότος ότι για χρόνια το σπίτι κατο-κείτο απο το ζεύγος Κατακάζη. Ο Γαβριήλ Κατακάζης ήταν πρέσβης της Ρωσίας και είχε καταστήσει το σπίτι του κέντρο της κοσμοπολίτικης ζωής της Αθήνας, την πρώτη περίδο βασιλείας του Όθωνα. Ακόμα σ΄αυτήν την κατοικία διοργανώθηκε το 1835 «μασκέ» χορός, με αρχαιοελληνικό θέμα. Χαρακτηριστικά για αυτές τις κοσμικότητες μαθαίναμε απο τα απομνημονεύματα του μεγάλου μας συγγραφέα, αλλά και υπουργού εξωτερικών συνάμα Αλέξανδρου-Ρίζου Ραγκαβή, ότι η κυρία Κατακάζη μεταμφιέσθη σε θεά Δήμητρα και ο ίδιος ο πρέσβης Κατακάζης σε ζέφυρο. Στις κοσμικές εσπερίδες που διποργάνωνσε τότε ζεύγος Κατακάζη, παρίστατο και ο ίδιος ο βασιλεύς Όθων, όπως και οι ξένοι τότε περιηγητές στην Αθήνα. Επίσης αξιοσημείωτο είναι το γεγονός, ότι η κυρία Κατακάζη συνέστησε ένα απο τα πρώτα φιλολογικά σαλόνια της εποχής.Ομως στο σπίτι των Κατακάζηδων εστολίσθη για πρώτη φορά και χριστουγεννιάτικο δένδρο με στολίδια απο την Ρωσία. Ενδεχομένως να στολίστηκε Χριστουγεννιάτικο δένδρο στο σπίτι του βασιλέως Όθωνος, δοθέντος ότι ήταν βαυαρικό έθιμο και ο Όθων έφερε την συνήθεια απο την Βαυαρία. Ακόμα στην οικία Παπαρρηγόπουλου πρωτοργανώθηκε κοινωνικό «Bazar» τα έσοδα του οποίου εδόθησαν για τους σεισμοπαθείς της Κορίνθου, που είχε λάβει χώρα στις 9 Φεβρουαρίου του 1858. Ως πρός την ακριβή θέση της οικίας Παπαρρηγοπούλου στην οποία και διενεργήθηκαν τα παραπάνω γεγονότα υπάρχει διχοστασία. Κατά μια εκδοχή εκτιμάτο στην οδό Κυδαθηναίων 17. Ωστόσο ο Παπαρρηγόπουλος υπήρξε ιδιοκτήτης τριών κατοικιών επι της ιδίας οδού.
Οικία Αλεξάνδρου –Ρίζου Ραγκαβή
Ευρίσκεται επι της οδού Κυδαθηναίων 16 και Αγ. Γέροντα. Σ΄αυτόν τον χώρο κατοικούσε ο λαμπρός συγγραφέας μας Αλέξανδρος- Ρίζος Ραγκαβής, ο οποίος μεταξύ άλλων είχε γράψει και το θεατρικό έργο «Του κουτρούλη ο γάμος». Ο Αλέξανδος Ραγκαβής είχε ασχοληθεί ενεργά και με την πολιτική και είχε διατελέσει και υπουργός εξωτερικών (1809-1892).
Πολιτιστικό ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς
Ευρίσκεται στην διασταύρωση ων οδών Αγ. Γέροντα 6 και Αγγελικής Χατζημιχάλη. Συνιστά τριώροφο νεοκλασικό κτίριο του 19-ου αιώνα με βασικό κτίριο, πάνω στο οποίο έγινε επέκταση οικοδόμημα της προεπαναστατικής περιόδου. Σ΄αυτό το κτίριο έλαβαν χώρα αισθητικές επεμβάσεις, μέχρι τις αρχές του 20-ου αιώνα. Με το πέρας της δεκαετίας του 1970 το κτίριο είχε περιέλθει σε φάση εγκατάλειψης. Η αποκατάστασή του αποπερατώθηκε το 2003. Το κτίριο διαθέτει δυο εισόδους.Κύρια είναι αυτή της Αγ. Γέροντα. Φιλοξενεί το πολιτιστικό ίδρυμα της τραπέζης Πειραιώς.
Κέντρο Λαϊκής Τέχνης και Παράδοσης του Δήμου Αθηναίων
Ευρίσκετιαι επι της οδού Αγγελικής Χαζτημιχάλη 6. Συνιστά τριώροφη κατοικία η οποία ανηγέρθη το διάστημα 1924-27 απο τον αρχιτέκτονα Αριστοτέλη Ζάχο (1872-1930), ο οποίος στην μελέτη αυτή δέχτηκε έντονες αισθητικές επιρροές, τόσο απο την ελληνική λαϊκή αρχιτεκτονική, όσο και απο την βυζαντινή τέχνη. Ο χώρος αποτέλεσε κατοικία της εξαίρετης ζωγράφου Αγγελικής Χατζημιχάλη (1895-1965). Εξάλλου η ίδια έκανε και την εσωτερική διακόσμηση του κτιρίου επηρεασμένη απο την παραδοσιακή τέχνη. Με τον θάνατο της Χατζημιχάλη το 1966, το οίκημα εδωρήθη απο την οικογένεια της εκλιπούσης στον Δήμο Αθηναίων. Στα χρόνια της Απρλιανής δικτατορίας το οίκημα αποκατάστάθηκε με πρόχειριο τρόπο, με αποτέλεσμα να υποστεί σοβαρές ζημιές. Και την περίδο της μεαπολίτευσης έγινε πλήρης αισθητική αποκατάσταση του κτιρίου και απο το 1980 λειτουργεί ως Μουσειακός χώρος «Κέντρο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης». Ηθική μέριμνα του μουσείου είναι διάσωση συντήρηση και ανάδειξη του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού. Στον αύλειο χώρο της οικίας τοποθετήθηκε με πρωτοβουλία του Ροταριανού Ομίλου προτομή της Αγγελικής Χατζημιχάλη, η οποία συνιστά έργο του γλύπτη Νικόλα (1971).
Πλατεία Φιλομούσου Εταιρείας
Οριοθετείται απο τις οδούς Κυδαθηναίων, Φαρμάκη, Φιλομούσου Εταιρείας και Αγγέλου Γέροντα και αποτελεί την κεντρική πλατεία της Πλάκας. Ονοματοδοτήθηκε απο την Φιλόμουσο Εταιρεία η οποία συνεστήθη το 1813 απο διανοούμενους της εποχής, με πολιτισμικούς, αρχαιολογικούς και εκπαιδευτικούς σκοπούς. Πρωτοπόρος εκπαιδευτικά η Φιλόμουσος εταιρεία, ίδρυσε σχολεία, ένα αλληλοδιδακτικό σχολείο για αγόρια, αλλά και το πρώτο Παρθεναγωγείο, που λειτούργησε στην Αθήνα, το οποίο στεγάστηκε στο Τζαμί του Παρθενώνα το διάστημα 1824-1826. Παράλληλα στήριζε οικονομικά δασκάλους. Έδωσε υποτροφίες για το εξωτερικό, συνέδραμε τους οικονομικά ασθενέστερους μαθητές, ανέλαβε την μετάφραση και έκδοση παράλληλα κλασικών συγγραφέων, μελέτησε την δημιουργία Μουσείου, ενίσχυσε οικονομικά και δρομολόγησε αρχαιολογικές ανασκαφές, ενώ στελέχη της είχαν αναλάβει την υποδοχή και ξενάγηση των ξέων περιηγητών, που κατέφθαναν στην Αθήνα, παρακολουθώντας στενά και την παρουσία και δραστηριότητά τους, ώστε να αποτρέπει τα απεχθή φαινόμενα της αρχαιοκαπηλείας. Μια πολυσχιδής δηλαδή και απειροδύναμη για τον τόπο τότε πολιτισμική και παιδευτική συμβολή. Πάραυτα η Φιλόμουσος Εταιρεία ανέστειλε τις δραστηριότητές της, όταν οι Τούρκοι ανακατέλαβαν την Αθήνα 1827. Η φιλόμουσος εταιρεία για να πραγματώσει τους σκοπούς της, εδέχετο την οικονομική αρωγή διαπρεπών και οικονομικών παραγόντων, όπως εστεμμένων, πρωθυπουργών κ.α. που εμφανώς απέβλεπαν στο να δημιουργήσουν φίλιο κλίμα καθόδου τους στην Ελλάδα. Στον κατάλογο των οικονομικών χορηγών της Φιλομούσου Εταιρείας, περιλαμβάνονταν ο βασιλιάς της Βαυαρίας, ο πρίγκιπας Γουλιέλμος της Πρωσίας, η δούκισσα Μαρία της Βαϊμάρης, το αυτοκρατορικό ζεύγος της Ρωσίας, η δούκισσα Αικατερίνη του Oldenbοurg κ.α. αλλά και επιφανείς έλληνες πέρα απο τους ξένους εστεμμένους, συνέδραμαν την φιλόμουσο εταιρεία. Μεταξύ αυτών ο Αλέξανδος Υψηλάντης, ο κόμης Ιωάννης Καποδίστριας, ο Μητροπολίτης Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιος, ο Άγγελος Μουστοξύδης, ο Σπ. Μπενιζέλος, ο Σπ. Τρικούπης κ.α. Ενώ ακόμα και πολλές οικονομικά επιφανείς ελληνίδες αρχόντισσες, στήριζαν την Φιλόμουσο Εταιρεία. Επι της Πλατείας είναι τοποθετημένη η προτομή του επιφανούς Αθηναιογράφου Δημητρίου Καμπούρογλου, που αποτελεί έργο του αθηναίου γλύπτη Νικολάου Γεωργαντή. Η προτομή του τοποθτήθη στις 19 Απριλίου του 1936, με την ηθική φροντίδα της Ένωσης Αθηναίων. Προκειμένου μάλιστα να επιτευχθεί η τοποθέτηση της προτομής, οι πρόεδροι του Συλλόγου των Αθηναίων, αλλά και της Ένωσης Αθηναίων, Δημήτρης Σκουζές και Ιωάννης Βεζανής, επεσκέφθησαν τον Δημήτριο Καμπούρογλου, στο σπίτι του επι της οδού Μακεδονίας και του γνωστοποίησαν τις προθέσεις τους. Ο λαμπρός συγγραφέας και αθηναιογράφος τους ευχαρίστησε ευγενικά, αλλά ζήτησε η προτομή του να τοποθετηθεί μετά το θάνατό του. Χαρακτηριστικά και με το ευφυές του χιούμορ τους είπε «φοβούμαι πως όταν κανείς μαρμαρώσει, δεν έχει θέση πια στη ζωή» !!! Ωστόσο εκάμφθησαν οι αντιστάσεις και παρευρέθη τελικά και ο ίδιος στην αποκάλυψη της προτομής. Αξίζει εμφατικά να τονίσουμε ότι ο Δημήτριος Καμπούρογλου ήταν μια σπάνια πολυεδρική πνευματικά φυσιογνωμία, με λαμπρες επιδόσεις και διακρίσεις σε όλα τα πεδία του γραπτού λόγου. Πεζογράφος, ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, ιστοριοδίφης, αλλά και δημοσιογράφος. Αποτύπωσε με πλατιά γνώση, ήθος και ευαισθησία την ιστορία των Αθηνών. Ηρε την καταγωγή του απο μια μεγαλουργό οικογένεια στο πεδίο των γραμμάτων. Ο πατέρας του Γρηγόριος Καμπούρογλου αποτέλεσε εξέχοντα δημοσιογράφο, ενώ η μητέρα του Μαριάννα, ήταν κόρη του δημογέροντα Αγγέλου Γέροντα και διανοούμενη της εποχής. Ο Δημήτριος Καμπούρογλου απο το 1989 προέβη στην σταδιακή έκδοση της ιστορίας των Αθηνών, ταυτόχρονα πρός την συγγραφή εξαίρετων ιστορικών και λαογραφικών μελετών. Κατά το διάστημα 1904-1917 χρημάτισε διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Χαρακτηριστικό της αγάπης του και του αμετρου πατριωτισμού του Δ. Καμπούρολγου, είναι το εξής γεγονός. Στα δίσεκτα χρόνια της κατοχής, ένας ιταλός ζήτησε απο τον Καμπούρογλου να γράψει ένα άρθρο για το ιταλικό περιοδικό που κυκλοφορούσε στην Αθήνα, το «κουατρίβιο».Όμως με πατριωτικό σθένος ο μεγάλος μας συγγραφέας απάντησε «Έχω γράψει για τους Ιταλούς, αν σας κάνει ευχαρίστηση να το δημοσιεύσετε», υπαινισσόμενος ο μεγάλος αθηναιογράφος, κείμενό του για τον βομβαρδισμό του Παρθενώνα απο τον Μοροζίνι. Εμβρόντητος έτσι ο Ιταλός έφυγε και δεν τον ξαναενόχλησε καθόλου. Η περιοχή περιμετρικά στην Πλατεία της Πλάκας, απο το Μνημείο του Λυσικράτους, μέχρι την εκκλησία της μεταμόρφωσης του Σωτήρος ονομάζονταν «κουντίτο» – υδραγωγείο ή κοντίτο. Η ονομασία οφειλόταν σε υδραγωγείο του 16-ου αιώνα. Έχοντας ως αφετηρία το υδραγωγείο του Αδριανού, απέληγε στην Πλάκα, περνώντας παράπλευρα πρός τον κατεδαφισμένο ναό του Αγίου Νικολάου, που εξ αυτού του λόγου, ονομάστηκε «Αγίου Νικολάου του Κουντίτου».
Κινηματογφράφος «Σινέ Παρί»
Ευρίσκεται επι της οδού Κυδαθηναίων 22, Πλ. Φιλομούσου. Αρχικά και για το διάστημα 1938-1959 λειτούργησε ως θερινός κινηματογράφος «Παρί» με θερινό στον εξώστη του. Και απο το 1961 λειτουργούσε και θερινός κινηματογράφος και χειμερινός κινηματογράφος. Ωστόσο ο χειμερινός ο χειμερινός διέκοψε την λειτουργία του και μετασκευάστηκε σε μπουάτ. Ο θερινός κινηματογράφος χαρακτηρίστηκε διατηρητέος.
Ταβέρνα τα μπακαλιαριάκια
Ευρίσκονται επι της οδού Κυδαθηναίων 41. Είναι μια απο τις πλέον αντιπροσωπευτικές ταβέρνες της Πλάκας και ξεκίνησε την λειτουργία της απο τα τέλη του 19-ου αιώνα.
Οικία Ν. Σαλίβερου
Πρόκειται για νεοκλασική οικία που ανηγέρθη το διάστημαμ 1896-98 απο τον αρχιτέκτονα Νικόλαο Σαλίβερο (1860-1944) προκειμένου να κατοικήσει ο ίδιος. Η οικία υφίσται στην διασταύρωση των οδών Σέλευ και Θέσπιδος. Προΐόντος του χρόνου, υπέστη αισθητικές αλοιώσεις.
Οδός Τριπόδων
Η υφιστάμενη σήμερα οδός Τριπόδων καθώς και η Πλατεία Λυσικράτους συνιστούν ένα τμήμα της αρχαίας οδού Τριπόδων, η οποία αποτελούσε το δρόμο για να πηγαίνουν οι Αθηναίοι στον θέατρο του Διονύσου. Αποτελούσε τον δρόμο απο το Πρυτανείο στην Αρχαία Αγορά, για το ιερό του Διονύσου. Προσέλαβε το όνομα Τριπόδων απο τους χορηγικούς τρίποδες, που είχαν αποτεθεί εκεί. Οι τρίποδες αρχικά τον 5-ο αιώνα ήταν χάλκινοι και εδράζονταν σε απλές βάσεις. Απο τον 4- αιώνα όμως ήταν πιο επιμελημένοι και είχαν την μορφή μικρού ναού. Καθόσον εορτάζετο ο θεός Διόνυσος, απο την οδό Τριπόδων γίνονταν και η διέλευση των λαμπαδηδρομιών, πρός τιμήν του θεού.
Κτίριο της Ελληνικής Εταιρείας
Ευρίσκεται επι της οδού Τριπόδων 28. Συνιστά διώροφο νεοκλασικό κτίριο της οθωνικής περιόδου μέρη του οποίου προϋφίσταντο απο τα πρό της επανάστασης χρόνια, με προσθήκες που ελάμβαναν χώρα μέχρι τα τέλη του 19-ου αιώνα. Δεν έσχει γίνει γνωστός ο αρχιτέκτονας του κτιρίου, όπως και ο αρχικός του ιδοκτήτης. Εν τέλει η αισθητική και στατική αποκατάσταση του κτιρίου αποπερατώθηκε το 1991, οπότε και έγιναν τα εγκαίνια. Στο ημιυπόγειο του κτιρίου βρέθηκαν ανυπολόγιστης αξίας αρχαιότητες όπως : αγωγοί των κλασικών χρόνων, τμήμα της οδού Τριπόδων, τμήμα μεγάλου χορηγικού μνημείου, ένα ελαιοτριβείο και δυο μεγάλα πήλινα πιθάρια, ρωμαϊκής εποχής. Στο κτίριο φιλοξενείται σήμερα η Ελληνική Εταιρεία, για την προστασία του περιβάλοντος και της πολτιστικής κληρονομίας.
Οικία Παπα Νικόλα Πλανά
Υφίσταται επι της οδού Τριπόδων 12. Ο παπα Νικόλας ο Πλανάς εμβληματική φυσιογνωμία της εκκλησίας μας στην Αθήνα, κατατάγονταν απο την Νάξο (1851-1932). Υπηρέτησε σε πολλές εκκλησίες ως ιερέας, με αυταπάρνηση και αδαμάντινο θεολογικό ήθος. Κατά βάση ιερούργησε στον Άγιο Δημήτριο τον Λουμπαρδιάρη και στην εκκλησία του Αγίου Ελισσαίου.
Ταβέρνα Σταματόπουλου
Αποτελεί την αρχαιότερη ταβέρνα της Πλάκας. Ξεκίνησε την λειτουργία της το 1882 και υφίσταται στην διασταύρωση των οδών Λυσίου και Τριπόδων. Στην ιστορική αυτή ταβέρνα μεγαλούργησε ο γνωστός τροβαδούρος της Αθήνας Μπαλαγούρας, που με το ακορντεόν και την αισθαντική φωνή του, εκτέλεσε τις περισσότερες απο τις μεγαλύτερες σύγχρονες τραγουδιστικές μας επιτυχίες.
Ριζόκαστρο
Η γειτονιά στην τωρινή συνοικία της Πλάκας που εκτείνεται απο την διασταύρωση των οδών Τριπόδων και Επιχάρμου, έως και την Μάρκου Αυρηλίου, συνιστούσε ξεχωριστή συνοικία που ονομάζετο «Ριζόκαστρο». Αποτελούσε παλιά αρχοντική συνοικία βορείως της Ακροπόλεως, «στα ριζά του κάστρου» και για τούτο έλαβε το όνομα «Ριζόκαστρο». Η οδός Διόσκουρων συνιστούσε το σύνορο με την συνοικία «Βρυσάκι», η οποία εξετείνετο μέχρι εκεί που σήμερα είναι ο χώρος της αρχαίας αγοράς. Η συνοικία Ριζόκαστρο ήταν επίσης γνωστή και με το όνομα «Γερλάδα».
Ναός Αγίου Νικολάου Ραγκαβά
Υφίσταται ανάμεσα στις οδούς Πρυτανείου και Επιχάρμου. Αποτελεί ναό τετρακιόνιο σταυροειδή εγγεγραμμένο με τρούλο, ο οποίος χρονολογείται στον 11-ο αιώνα. Ακολούθησαν προσθήκες και παρεμβάσεις τον 19-ο και τον 20-ο αιώνα που αλλοτρίωσαν την φυσιογνωμία του. Το όνομα Ραγκαβάς ανήκε σε μια εκ των επιφανεστέρων οικογενειών της Αθήνας, η οποία ήρε την καταγωγή της στις λαμπρές οικογένειες του Βυζαντίου, το διαπρεπέστερο μέλος της οποίας ήταν ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Ραγκαβές. Η εκκλησία πήρε το όνομά της έτσι απο τον ιδιοτήτη της Ραγκαβά. Για τούτο και ήταν και η μόνη εκκλησία που είχε καμπάνα κατά τα μεταπελευθερωτικά χρόνια της οθωμανικής περιόδου. Αυτής τα σήμαντρα χτυπούσαν χαρμόσυνα τον Απρίλιο του 1833, το πρώτο ελεύθερο Πάσχα των Ελλήνων, όπως και με τον ερχομό του Όθωνα τον Δεκέμβριο του 1834. Το ιστορικό αυτό σήμαντρο για την μοίρα του ελληνισμού, αποτέλεσε δώρο της Ρωσίας και σήμερα υφίσταται στο εσωτερικό του ναού. Κάθε χρόμο συμβολικά χτυπά στις 25 Μαρτίου. Ο αύλειος χώρος της εκκλησίας αποκαλείται Πλατεία Ραγκαβά.
Ναός Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου
Ευρίσκεται στην συμβολή των οδών Ερεχθείου και Ερωτόκριτου. Ως πρός την αρχιτεκτονική του τεχνοτροπία είναι σταυροειδής εγγεγραμμένος με τρούλο. Χρονολογείται στα τέλη του 11-ου αιώνα με αρχές του 20-ου αιώνα. Φέρει τοιχογραφίες του 13-ου αιώνα. Αισθητικές επεμβάσεις αποκατάστασης έγιναν κατά τα πρώτα μεταπελευθερωτικά χρόνια, ενώ έλαβαν χώρα και προσθήκες. Κατά την παράδοση πλησίον στον ναό, είχαν τοποθετηθεί δυο απο τα κανόνια του Μοροζίνι στα χρόνια της πολιορκίας του 1687.
Ταβέρνα του Ψαρά
Υφίσταται επί των οδών Ερεχθέως 16 και Ερωτοκρίτου. Συνιστά παλιά ταβέρνα της Πλάκας, που υπήρξε και στέκι διανοουμένων.
Μετόχι του Παναγίου Τάφου
Ευρίσκεται επι των οδών Ερεχθέως 18 και Πρυτανείου. Αποτελεί ναό της οθωμανικής περιόδου, ο οποίος κτίστηκε απο τον ιερέα Δημήτριο Κολοκύνθη. Αφιερώθηκε στους Αγίους Αναργύρους. Στα 1651 στον χώρο δημιουργήθηκε γυναικείο μοναστήρι και ο ναός ήταν τον καθολικό του. Με το πέρασμα του χρόνου η μονή μετατράπηκε σε ανδρική. Μείζονος σημασίας είναι το γεγονός ότι στον αύλειο χώρο της μονής, υπήρχαν τάφοι της αυτοκρατορικής οικογένειας των Παλαιολόγων. Περί τα τέλη του 18-ου αιώνα ο μονόχωρος αυτός ναός, άλλαξε χαρακτήρα σε Μετόχι του Παναγίου Τάφου, δοθέντος ότι αγοράστηκε απο τον έξαρχο του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων στην Αθήνα. Κατά τα μέσα του 19-ου αιώνα κτίστηκε στον αύλειο χώρο της εκκλησίας διώροφο οικοδόμημα, επι της Ερεχθέως 18, που αποτελεί έδρα του Εξάρχου- Εξαρχείο. Στον αύλειο χώρο επίσης διασώζονται μεριά κελιά της μονής, καθώς και ένα πηγάδι για το οποίο λέγεται ότι οδηγεί σε υπόγεια σήραγγα. Σημειώνεται ότι στα κελιά αυτά είχε λειτουργήσει η πρώτη Θεολογική Σχολή και μετέπειτα τα πρώτα γραφεία της Μητρόπολης Αθηνών. Το σήμαντρο του ναού, ήταν το πρώτο σήμαντρο που ηχούσε την Μεγάλη Παρασκευή.
Παναγία Χρυσοκαστριώτισσα
Ευρίσκεται επι της οδού Θρασυβούλου. Συνιστά μονοκλιτη βασιλική του 17-ου αιώνα. Σύμφωνα με την παράδοση η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, θεραπεύει τα άρρωστα βρέφη και τα παιδιά. Ονοματοδοτήθηκε χρυσοκαστριώτισσα, ένεκα της θέσης της κάτω απο την Ακρόπολη, κατά άλλη εκδοχή ένεκα της μεταφοράς της εικόνας στην θέση της απο τον Παρθενώνα, μετά την κατάληψη της Ακρόπολης, απο τους Φράγκους του 1204. Η εικόνα αυτή κατά τον σπουδαίο Αθηναιογράφο Δημήτριο Καμπούρογλου, ονομάζονταν καστριώτισσα η Χρυσοκαστριώτισσα. Επίσης κατά μια ακόμα τελευταία εκδοχή, το όνομα συνδέεται και με την οικογένεια Καστριώτου. Στα προεπαναστατικά χρόνια κατά την παράδοση, εμπρός στην εικόνα της Παναγίας έκαιγε «άσβεστος λύχνος ακοίμητος».
Οικία οθωνικής περιόδου
Ευρίσκεται επι της οδού Θρασυβούλου 8. Αποτελεί απο τις ελάχιστες διασωθείσες οικίες της οθωνικής περιόδου, αυτή η διώροφη κατοικία του 1830.
Κιουτσούκ Τζαμί
Υφίσταται στη οδό Μουσαίου, ανάμεσα στις οδούς Πανός και Θρασυβούλου. Στο σημείο αυτό υπήρχε ένα απο τα τζαμιά της Αθήνας, το Κιουτσούκ τζαμί. Ήταν μικρό και για τούτο και το όνομά του κιουτσούκ=μικρός, τουρκιστί.
Οδός Θόλου
Σύμφωνα με παραδόσεις υπογείως της οδού υφίστανται στοές και δίοδοι.
Μουσείο Ιστορίας Πανεπιστημίου Αθηνών
Πρόκειται για μεγαλοπρεπή τριώροφη οικοδομή με στοιχεία αρχιτεκτονικής αυτής της περιόδου. Ευρίσκεται επι της οδού Θόλου 5. Είναι πολιτογραφημένη στην πόλη, σαν οικία «Κλεάνθους», δοθέντος ότι σ΄αυτήν διέμενε ο διαπρεπής και πρωτοπόρος αρχιτέκτων Σταμάτης Κλεάνθης (1799-1862), ο οποίος μαζί με τον Σάουμπερτ εκπόνησαν το πρώτο ρυμοτομικό σχέδιο της πόλης των Αθηνών. Ο Κλεάνθης ήρε την καταγωγή του απο το Βελβενδό της Μακεδονίας, στο οποίο και γεννήθηκε. Συμμετείχε ως Ιερολοχίτης στην μάχη του Δραγατσανίου. Πραγματοποίησε λαμπρές σπουδές στο Βερολίνο, όπου και συνεδέθη με ακατάλυτους δεσμούς φιλίας με τον συμφοιτητή του Εδουάρδο Σάουμπερτ (1804-1860), με το οποίο και ήλθαν μαζί το 1829 στην Ελλάδα. Το 1830 ο κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας τους ανέθεσε τον ρόλο των αρχιτεκτόνων του αρτιγέννητου ελληνικού κράτους. Και τον Μάϊο του 1832 έλαβαν εντολή απο την κυβέρνηση να εκπονήσουν το σχέδιο της πόλης των Αθηνών. Το σχέδιο αυτό εγκρίθηκε τον Ιούνιο του 1833, για να υποστεί αναθεώρηση αργότερα απο τον αρχιτέκτονα Κλέντσε. Ο Κλεάνθης ωστόσο ασχολήθηκε παράλληλα και με επιχειρηματικές δραστηριότητες. Προέβη στην αγορά μεγάλων εκτάσεων απο τους τούρκους που εγκατέλειπαν την Ελλάδα. Και αργότερα ασχολήθηκε επιχειρηματικά με την εξόρυξη πολύτιμου μαρμάρου απο την Πάρο, προσβλέποντας και στην εξαγωγή του στο εξωτερικό. Όμως η αρχική μεγάλη επιτυχία του εγχειρήματος του Κλεάνθη, προξένησε την οργίλη αντίδραση των ανταγωνιστών του εξωτερικού, με αποτέλεσμα να τον συνθλίψουν εμπορικά και να οδηγθεί έτσι στην χρεοκοπία. Μάλιστα το 1862 υπέστη τραυματισμό στον χώρο των λατομείων του και αργότερα πέθανε στην Αθήνα. Η πλειονότητα των σπουδαίων αρχιτεκτονικών στολιδιών της Αθήνας, οικιών της αστικής τάξης, έφεραν την υπογραφή του Σταμάτη Κλεάνθη. Όμως πια είναι η καταγωγή της περίφημης οικίας του Κλεάνθη; Το οικοδόμημά της ήταν απο τα λίγα σπίτια της απελεύθερης πια απο τους τούρκους Ελλάδας, που θα μπορούσαν να κατοικηθούν. Στα 1831 λοιπόν ο Κλεάνθης μαζί με τον φίλο και συνάδελφό του Σάουμπερτ, την αγόρασαν απο την ιδιοκτήτριά της Σαντέ Χανούμ, με την προοπτική να την ανακαινήσουν και να την χρησιμοποιήσουν ως κατοικία τους. Η περίφημη κατοικία του Κλεάνθη αποτέλεσε και χώρο υποδοχής στην Αθήνα, πολύ υψηλών προσκεκλημένων, αρχιτεκτόνων και πανεπιστημιακών. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε τον Δανό αρχιτέτκτονα Χριστιανό Χάνσεν (Christian Hansen), τον αργότερα καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Λουδοβίκο Ρός κ.α. Και απο αυτό το ιστορικό σπίτι, οι δυο λαμπροί αρχιτέκτονες Κελάνθης και Σάουμπερτ εκπόνησαν το ρυμοτομιικό σχέδιο της Αθήνας και σχεδίασαν τον αρχαιλογικό της χάρτη, προτού ακόμα η Αθήνα μας ανακηρυχτεί πρωτεύουσα. Το 1835 ο Κλεάνθης αγόρασε και το μερίδιο του Σάουμπερτ και το οίκημα πέρασε στην απόλυτη ιδιοκτησία του. Κατά το χρονικό διάστημα 1835-1837 το οίκημα νοικιάστηκε απο το ελληνικό κράτος και φιλοξένησε το 1-ο γυμνάσιο Αθηνών, που υπήρξε μετέπειτα εκδοχή του «Κεντρικού Σχολείου της Αίγινας», το οποίο είχε συσταθεί απο τον Ιωάννη Καποδίστρια το 1829 και είχε μεταφερθεί στην Αθήνα, με πρώτο διευθυντή του τον Γεώργιο Γεννάδιο. Στα 1837 το οικοδόμημα χρησιμοποιήθηκε για να στεγάσει το πρώτο πανεπιστήμιο, το «πανεπιστήμιο του Όθωνος», του οποίου τα εγκαίνια αποτέλεσαν μείζον εθνικό γεγονός για την εποχή με λαμπρότητα, χάρη, αλλά και κάθε επισημότητα, πρός το πρωτόκολλο. Ο πρώτος πρύτανης του πανεπιστημίου Κωνσταντίνος Σχοινάς προσφώνησε τον βασιλιά Όθωνα, που αφίχθη έφιππος στο πανεπιστήμιο. Σημαντική ήταν επίσης και η παρουσία του γέρου του Μοριά με την φρουρά του.
Σε πρώτη φάση στο πανεπιστήμιο λειτούργησαν τέσσερις σχολές ήτοι : Νομική, Ιατρική, Φιλοσοφική και Θεολογική. 52 ήταν οι πρώτοι φοιτητές του Πανεπιστημίου εκ των οποίων : 18 στην Φιλοσοφική, 22 στην Νομική, 8 στην Θεολογική, και 4 στην Ιατρική. Παράλληλα υπήρχαν και 75 ακροατές του Πανεπιστημίου στους οποίους προεξήρχε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Ενώ το πανεπιστήμιο είχε στο δυναμικό του 27 καθηγητές, η πλειονότητα των οποίων ήταν έλληνες που είχαν σπουδάσει σε ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, αλλά υπήρχαν και ορισμένοι Γερμανοί, δοθέντος ότι ο Όθωνας είχε ζητήσει την αρωγή και πολλών φίλων του. Προκειμένου να στεγαστούν στοχειωδώς οι φοιτητές, είχαν δημιουργηθεί δυο μακρές μάντρες με καταλύμματα. Η μια πλησίον της γοργοεπήκοου και η άλλη πλησίον του σχολείου του Διαλησμά. Μάλστα μπορούμε να πούμε κάπως αδόκιμα ότι είχε ανοίξει και το πρώτο φοιτητικό κυλικείο. Ήταν απέναντι απο το Πανεπιστήμιο και προσέφερε στους φοιτητές γάλα και γλυκά επι της οδού Θόλου. Αυτονόητα ο ιδιοκτήτης του θησαύρισε την εποχή, εκείνη με τον χρυσοφόρο μονοπώλιο που είχε ανοίξει. Όμως ο χώρος δεν επαρκούσε για την κάλυψη των μαθημάτων και οι καθηγητές καλούσαν τους φοιτητές για παρακολουθήσεις στα σπίτια τους. Έτσι οι διαφαινόμενες στεγαστικές αδυναμίες του λειτουργούντος πανεπιστημίου, οδηγούσαν στην εξεύρεση άλλου πιο πλήρους και λειτουργικού χώρου. Πρωτοπόρος σ΄αυτό το εγχείρημα ήταν ο τότε πρύτανης Γεώργιος Ράλλης, ο οποίος συγκρτότησε επιτροπή με μέλημα την ανέγερση του νέου πανεπιστημίου. Και τον Νοέμβριο του 1841 το μεγάλο όνειρο ήταν γεγονός. Το Πανεπιστήμιο είχε τον δικό του αυτοδύναμο χώρο στην οδό Πανεπιστημίου. Τι απέγινε όμως το ιστορικό κτίριο του Κλεάνθη; Ο Σταμάτης Κλεάνθης το πούλησε και έκτοτε άλλαξε πολλά χέρια και ως ιδιοκτησία και ως χρήση. Στα 1868 στεγάστηκαν στο κτίριο οικογένειες Κρητών προσφύγων. Γύρω στα 1900 το κτίριο κινδύνευσε με κατεδάφιση και στα 1922 με την έκσπαση της μικρασιατικής τραγωδίας φιλοξένησε πολλούς απο τους τραγικούς πρόσφυγες που συνέρρεαν κατά κύμμματα στην Αθήνα. Στα χρόνια του μεσοπολέμου και μέχρι το 1960 το κτίριο στέγαζε ταβέρνα. Το 1962 πέρασε στην ιδιοκτησία του υπουργείου πολιτισμού και χαρακτηρίστηκε διατηρητέο. Και το 1967 πέρασε στην ιδιοκτησία του Πανεπιστημίου Αθηνών. Προκειμένου μάλιστα να γίνει αυτή η μεταβίβαση το Πανεπιστήμιο έδωσε στο ελληνικό δημόσιο ιδιοκτησία του επι της οδού Διογένους, στην οποία σήμερα φιλοξενείται το Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Οργάνων. Έλαβαν χώρα αισθητικές και αρχιτεκτονικές παρεμβάσεις για την αποκατάσταση του κτιρίου, σε μελέττη του διαπρεπούς αρχιτέκτονα και ακαδημαϊκού μας Σόλωνος Κυδωνιάτη (1906-2001), οι οποίες ξεκίνησαν το 1975 και αποπερατώθκαν πολύ αργότερα. Το 1987 πραγματοποιήθηκαν τα εγκαίνια του κτιρίου σαν Μουσείου ιστορίας του πανεπιστημίου Αθηνών. Το Μουσείο περιέχει : ιστορικά έγγραφα της διοίκησης του πανεπιστημίου, χάρτες, μετάλλια, παλιά πανεπιστημιακά συγγράμματα, προσωπογραφίες καιθηγητών του πανεπιστημίου, διπλώματα, όργανα διδασκαλίας της ιατρικής, της οδοντιατρικής, της Χημείας, της Φυσικής, της φαρμακολογίας, καθώς και πολύτιμο φωτογραφικό υλικό.
Μουσείο Κανελλοπούλου
Ευρίσκεται επι των οδών Θεωρίας και Πανός. Πρόκειται για νεοκλασικό κτίριο του τέλους του 19-ου αιώνα και ήταν οικία της οικογένειας Μιχαλέα. Πέρασε στην ιδιοκτησία του ελληνικού δημοσίου την δεκεαετία του 1960. Αποκαταστάθηκε και στις μέρες μας στεγάζει το Μουσειο Παύλου και Αλεξάνδρας Κανελλοπούλου. Το Μουσείο εγκαινιάστηκε το 1967 και εκθέτει την συλλογή την οποία είχαν κληροδοτήσει στο υπουργείο πολιτισμού οι συλλέκτες, το 1972. Περιλαμβάνει μεγάλο αριθμό εκθεμάτων, στο χρονικό φάσμα προϊστορία έως και τους νεότερους χρόνους. Πρίν λίγα χρόνια πλάι στο Μουσείο, οικοδομήθηκε νέο τριώροφο κτίριο, το οποίο συνενώθη με το νεοκλασικό.
Μεταμόρφωση του Σωτήρος
Ευρίσκεται επι της οδού Θεωρίας. Πρόκειται για τετρακιόνιο σταυροειδή, εγεγραμμένη με τρούλο, ως πρός την αρχιτεκτονική της εκκλησίας, η οποία χρονολογείται στον 14-ο αιώνα. Οι κάτοικοι της Αθήνας παλιά την αποκαλούσαν «Σωτηράκη», ένεκα του μικρού της μεγέθους. Όταν έλαβε χώρα η δολοφονία του οπλαρχηγού Οδυσσέα Ανδρούτσου τον Ιούνιο του 1825 στον κουλά της Ακρόπολης – πιθανόν ο Γκούρας ο εμπνευστής και εκτελεστής της δολοφονίας – οι φονιάδες πήραν το σώμα του απο τον ιερό βράχο που κατέπεσε και το έθαψαν κρυφά στον αύλειο χώρο της Μονής της εκκλησίας. Νοτίως του ναού υφίσταται μικρό παρεκκλήσιο αφιερωμένο στην Αγία Παρασκευή, τμήμα του οποίου εφάπτεται σε κοίλωμα του ιερού βράχου της Ακρόπολης.
Αναφιώτικα
Πρόεκειται για συνοικία η οποία δημιουργήθηκε γύρω στα 1860 βορείως της Ακροπόλεως πάνω στο «Ριζόκαστρο». Στα αρχαία χρόνια απαγορεύονταν αυστηρώς η δημιουργία κατοικιών στην περιοχή. Πάραυτα ο κανόνας παραβιάστηκε απο πρσφυγες του πελοποννησιακού πολέμου και εγκατάστάθηκαν στον χώρο, οι οποίοι αφήνοντας τους γύρω Δήμους της Αττικής, προσέφυγαν στον κλεινόν άστυ. Στα χρόνια της οθωμανικής δουλείας η συνοικία ονομάζονταν «Μαύρες Πέτρες», δοθέντος ότι σ΄αυτήν κατοικούσαν δούλοι απο την Αφρική. Στο ξεχωριστό αρχιτεκτονικό χρώμα αυτού του συνοικισμού, δεσπόζει η τεχνοτροπία των Κυκλάδων. Η συνοικία χτίστηκε άναρχα απο Αναφιώτες χτιστάδες, πετράδες, ξυλουργούς και μαρματοτεχνίτες, που εισέρρεαν στην Αθήνα ως εσωτερικοί μετανάστες, πρός αναζήτηση καλυτέρας τύχης την περιόδο της ανοικοδόμησης της Νέας Πόλης των Αθηνών. Πως όμως ξεκίνησε η ανοικοδόμηση αυτής της συνοικίας; Με το πέρας της οθωνικής περιόδου δυο τεχνίτες απο την Ανάφη, ο Γεώργιος Δαμίγος και ο Μάρκος Σιγάλας αποζητούσαν χώρο για να εγκατασταθούν, δοθέντος ότι ήδη είχε αρχίσει η υπερτίμηση των οικοπέδων της Νεάπολης, που τα καθιστούσε απαγορευτικά για τους φτωχούς τεχνίτες μετανάστες της Ανάφης. Έτσι πήραν την απόφαση να πάνε και να κτίσουν παράνομα στον χώρο πάνω απο το Μετόχι του Παναγίου Τάφου. Προκειμένου να αποφύγουν την τσιμπίδα του νόμου, δούλευαν γοργά την νύχτα το κτίσιμό τους, εκμεταλλευόμενοι την πολιτική ένταση που είχε δημιουργθεί στην πολιτική μας σκηνή, με την έκπτωση-εκδίωξη απο την Ελλάδα του βασιλιά Όθωνα. Και όπως πιθανολογεί ο αναγνώστης μέσα στο κλίμα «ελεύθερης δράσης» που δημιουργήθηκε, το παράδειγμα των Δαμίγου και Σιγάλα ακολούθησαν και άλλοι Αναφιώτες. Έτσι αντίπερα στην απαγόρευση του 1834, που είχε χαρακτηρίσει αρχαιολογική ζώνη την περιοχή αυτή, οικοδομήθηκε και κατοικήθηκε απο τους χτιστάδες Αναφιώτες εν ριπή οφθαλμού. Και έτσι διαμορφώθηκαν τα «Αναφιώτικα». Απο τα πρώτα προβλήματα που αντιμετώπισαν εκεί οι Αναφιώτες, ήταν η σοβαρότατη έλλειψη νερού, το οποίο αναγκάζονταν να μεταφέρουν απο την περιοχή των «Αέρηδων». Στην συνοικία υφίσταντο δυο εκκλησίες. Αφενός η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου του Βράχου ανατολικά, αφετέρου η εκκλησία του Αγίου Συμεών δυτικά, οι οποίες ήταν απο αισθητικής και στατικής κατάστασης σε οδυνηρή κατάσταση. Οι χτιστάδες αναφιώτες, με όλην τους την τέχνη και το μεράκι της ανακαίνησαν προσεκτικά και έτσι αποτέλεσαν έκτοτε τις δυο ενορίες της γειτονιάς. Ως πρός την δομή της συνοικίας, τα σπίτια είναι πολύ μικρά, δομημένα στυν κυριολεξία, το ένα δίπλα στο άλλο και τα δρομάκια αναμέσά τους στενά σοκάκια. Σε αντιδιαστολή με την Νεάπολη όπου οι Αναφιώτες που εγκατάστάθηκαν εκεί, χάθηκαν στο χωνευτήρι της πλημμυρισμένης απο κόσμο νέας πόλης, τα Αναφιώτικα της Πλάκας διατήρησαν την ηθική τους συνοχή και την πολιτιστική τους ιδιοπροσωπεία. Στην γειτονιά έως και το 1920 «έμπαιναν» και έφτιαχναν μυστικά το σπιτάκι τους, κάτοικοι μόνο απο την Ανάφη και με το ίδιο σχεδόν επάγγελμα, δοθείσης της μυστικότητας που έπρεπε να κρατηθεί για να οικοδμήσουν οι νέοι Αναφιώτες τα σπίτια τους κρυφά. Μάλιστα προκειμένου να έχουν και μια νομιμοποίηση για τις πιέσεις που τους ασκούσαν, διετείνοντο ότι ο ίδιος ο βασιλιάς Όθων, τους είχε καλέσει ως καλούς τεχνίτες και τους παρείχε την κάλυψη να χτίσουν στην περιοχή. Προφανώς και δεν είχαν ποτέ νόμιμα έγγραφα που να βεβαιώνουν την παραχώρηση εκεί απο το κράτος γής και πολύ περισσότερο μάλιστα για να πραγματοποιήσουν την αυθαίρετη δόμησή τους !!! Δέν άργησαν ωστόσο και οι πρώτες οργανωμένες αντιδράσεις για την ύπαρξη της συνοικίας. Διανοούμενοι της εποχής πρωτοστάτησαν με εξαίρερη τους Παπαδιαμάντη και Καρκαβίτσα, στην εκδίωξη των παράνομων Αναφιωτών απο την συνοικία. Ενώ ένα βήμα πιο πέρα, σε ακόμα πιο σκληρή γραμμή κάποιοι Αρχαιολόγοι της εποχής, πρότειναν την ολοκληρωτική κατεδάφιση της συνοικίας, θεωρώντας ότι τα Αναφιώτικα, αλλοτριώνουν την αισθητική φυσιογνωμία του ιερού χώρου της περιοχής. Το διάστημα (1831-1833) προτάθηκε λοιπόν η κατεδάφιση. Στην ίδια κατεύθυνση μάλιστα ο πρωτεργάτης των Ολυμπιακών Αγώνων του 1896 Δημήτριος Βικέλας, είχε προτείνει στους επισκέπτες, να απολαύσουν την θέα του Παρθενώνα απο τον λόφο του Φιλοπάππου, για να αποτραπεί η θέασή του απο την αλλοτριωμένη αισθηστικά πελευρά – λόγω των Αναφιώτικων – της Ακρόπολης. Όπως ήταν αναμενόμενο μεταξύ των γηγενών Πλακιωτών και των Αναφιωτών ενέσκηψε μεγάλη κοινωνική έριδα. Οι μεν Πλακιώτες τρομοκρατούσαν την παρουσία των Πλακιωτών στην Πλατεία Φιλομούσου Εταιρείας και οι Αναφιώτες με την σειρά τους, τρομοκρατούσαν τους Πλακιώτες να ανέβουν πρός τα Αναφιώτικα. Ο συνοικισμός των αναφιώτικων «άνοιξε» και με την εισροή στην συνοικία των κατατρεγμένων προσφύγων της Σμύρνης. Κατά την δεκαετία του 1950 μερικά απο τα σπιτάκια της συνοικίας λόγω της αρχαιολογικής σκαπάνης γκρεμίστηκαν. Όμως ο συνοικισμός χαρακτηρίστηκε διατηρητέος και είναι πλέον προστατευμένος.
Ναός Αγίου Συμεών
Ευρίσκεται επι της οδού Θεωρίας. Πρόκειται για μικρό ναό στα Αναφιώτικα που ανακατασκευάστηκε απο τους Αναφιώτες χτιστάδες της περιοχής. Ως πρός την αρχιτεκτονική του τεχνοτροπία είναι μονόκλιτη καμαροσκεπής, βασιλική.
Ναός Αγίου Γεωργίου του Βράχου
Ευρίσκεται επι της οδού Στράτωνος. Συνιστά μονόχωρο καμαροσκεπή μικρή εκκλησία του 17-ου αιώνα, που και αυτή όπως και ο Αγιος Συμεών, αποκαταστάθηλε στατικά και αισθητικά απο τους αναφιώτες οικοδόμους της συνοικίας. Στην κυριολεξία είναι στην βάση του ιερού βράχου της Ακρόπολης, για αυτό και πήρε το όνομα του Βράχου. Στον χώρο του είναι τοποθετημένη αναμνηστική πλάκα στην μνήμη του τελευταίου έλληνα φρουρού της Ακρόπολης Κωνσταντίνου Κουκίδη, ο οποίος απο υψηλή εθνική ευαισθησία, για να μην παραδώσει την ελληνική σημαία στους ναζί κατακτητές, στις 27 Απριλίου του 1941 τυλίχτηκε με αυτήν και αυτοκτόνησε πέφτοντας στο κενό απο τον ιερό βράχο.
Βρύση της οδού Μνησικλέους
Στην οδό Μνησικλέους και στον αριρθμό 12, εκεί που βρίσκεται σήμερα νεοκλασικό κτίριο, υπήρχε μια απο τις βρύσες της Αθήνας, φτιαγμένη στα 1708. Την πληροφορία αυτή μας καταμαρτυρά εντοιχισμένη πλάκα, επι του υφιστάμενου νεοκλασικού κτιρίου.
Οικία Κουτζαλέξη
Στην διασταύρωση των οδών Μνησικλέους 18 και Διογένους 12, υφίσταται μια πανέμοφρη νεοκλασική οικία του 19-ου αιώνος. Το αρχικό πρόπλασμα ισόγειο της οικοδομής ήταν της προπεπαναστατικής περιόδου. Στα 1836 το οίκημα αγοράστηκε απο τους αδελφούς Κουτζαλέξη, οι οποίοι ασχολούνταν με οικοδομές και ανακατασκευές της εποχής. Οι Κουτζαλέξηδες ανακατασεύασαν το κτίριο, του πρόσθεσαν δυο ορόφους και του προσέδωσαν νεοκλασική τεχνοτροπία. Στα 1837 το κτίριο φιλοξένησε την Γραμματεία Ναυτικών. Έκτοτε στο διάβα του χρόνου χρησιμποιήθηκε για πολλούς σκοπούς.
Οδός Διογένους
Στην οδό Διογένους και στον αριθμό 4 βρισκόταν το σπίτι του εξαίρετου ζωγράφου Περοκλή Βυζαντίου (1894-1972). Στην οδό παράλληλα βρίσκεται και ορειχάλκινη προτομή του ζωγράφου. Αποτελεί έργο του γλύπτη Γρηγόρη Ζευγώλη (1927).
Καφενείο « Ο πλάτανος»
Επι της οδού Διογένους υφίστατο το καφενείο «Ο Πλάτανος» που είχε ξεκινήσει την λειτουργία του απο τα χρόνια του μεσοπολέμου. Αποτέλεσε κεντρικό στέκι ποιητών και διανοουμένων, γνωρίζοντας μεγάλη ακμή και υψηλό κοινωνικό κύρος. Απο τους πιο γνωστούς θαμώνες του οι Κωστής Παλαμάς και Άγγελος Σικελιανός. Παράλληλα λόγω της υψηλής αισθητικής, τόσο του χώρου της Πλάκας, όσο και του καφενείου, γυρίστηκαν σ΄αυτό πολλές και σημαντικές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, της δεκαετίας του ΄50. Επίσης το καφενείο ήταν γνωστό και με το όνομα του τελευταίου του ιδιοκτήτη, ως καφενείο του Ρερέ. Έχει κλείσει πλέον τις πόρτες του.
Ταβέρνα «Ο Πλάτανος»
Πρόκειται για μια απο τις πιο φημισμένες ταβέρνες των Αθηνών. Λειτούργησε απο το μεσοπόλεμο, σε χώρο που πρωθύστερα υφίστατο βιοτεχνία σαπωνοποιΐας. Το ονομά του είχε λάβει απο τον Πλάτανο που υπήρχε στην μικρή πλατεία και κάηκε απο κεραυνό την πρώτη πεντηκονταετία του 20-ου αιώνα. Η ταβέρνα αποτέλεσε απο τα επίζηλα στέκια των λογοτεχνών και διανοουμένων του 20-ου αιώνα. Μάλιστα τα ονόματα των περισσότέρων απο αυτούς είναι σμιλευμένα στο εσωτερικό της ταβέρνας, σε ξύλο. Μεταξύ αυτών οι Άγγελος Σικελιανός, Κώστας Βάρναλης, Ζαχαρίας Παπαντωνίου, Γρηγόρης Ξενόπουλος, Κώστας Ουράνης, Γιώργος Κατσίμπαλης, Οδυσσέας Ελύτης, Γιώργος Θεοτοκάς, Στρατής Μυριβήλης, Ηλίας Βενέζης, Γιώργος Σεφέρης κ.α. Ενώ και πολλοί ξένοι, ευρωπαίοι διανοούμενοι, που είχαν έλθει στην Ελλάδα πέρασαν απο τον Πλάτανο, να απολαύσουν την ηθική μαγεία και τις γεύσεις του. Ανάμεσα σ΄αυτούς ο Χένρι Μίλλερ, ο Φίλιπ Σέρραρντ, ο Λώρενς Ντάρρελ, ο Ρεξ Γουόρνερ, ο Πάτρικ Λη Φέρμορ κ.α. Αξίζει να σημειωθεί ακόμη ότι τα χρόνια του μεσοπολέμου η σοφίτα πάνω απο την ταβέρνα, είχε ενοικιαστεί για χρήση ατελιέ απο τον γλύπτη Φωκίωνα Ρώκ. Ενώ ακόμα και οι σπουδαίοι ζωγράφοι μας Παύλος Καλλιγάς (1883-1942) και Περικλής Βυζάντιος, χρησιμοποιούσαν τον χώρο για ατελιέ. Ο Περικλής Βυζάντιος άλλωστε είχε αποθανατίσει αυτό το ατελιέ, στον πίνακά του «Το ατελιέ» – λάδι σε μουσαμά- Πινακοθήκη Αβέρωφ.
Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Οργάνων
Ευρίσκεται επι της οδού Διογένους 1-3 και συνιστά μια απο τις πλέον αντιπροσωπευτικές πολυκατοικίες της οθωνικής περιόδου, η οποία χρονολογείται στο 1842. Το οίκημα αποτέλεσε οικία του διανοούμενου της εποχής και φιλικού συνάμα Γεωργίου Λασάνη (1793-1870). Κατά μια εκδοχή ο Λασάνης ανέγειρε την οικοδομή με περισσευούμενα υλικά απο την ανέγερση των ανακτόρων του Όθωνα. Απεβιώνοντας κατέλειπε την περιουσία του στο δημόσιο και θέσπισε παράλληλα διαγωνισμό συγγραφής θεατρικού έργου τον «Λασάνειο». Στις μέρες μας ο χώρος ιδιοκτησίας του ελληνικού δημοσίου, φιλοξενεί το Μουσείο Λαϊκών Ελληνικών Μουσικών Οργάνων. Και ειδικώτερα τη συλλογή του Φοίβου Ανωγειαννάκη, σπουδαίου μουσικολόγου μας, η οποία αριθμεί εκατοντάδες λαϊκά μουσικά όργανα, απο τον 18-ο αιώνα μέχει σήμερα. Τη συλλογή δώρισε ο Ανωγειαννάκης στο ελληνικό δημόσιο το 1978. Τα εγκαίνια του Μουσείου έλαβαν χώρα το 1991. Παρέχεται δε στους επισκέπτες η δυνατότητα, όχι μόνο για θέαση των οργάνων, αλλά και της ακρόασης των ήχων τους. Προκειμένου να καλυφθούν οι στεγαστικές ανάγκες του Μουσείου, χρησιμοποιείται ένα ακόμη κτίριο του αρχοντικού Λασσάνη, εκ των στάβλων του αρχοντικού.
Λουτρό των Αέρηδων
Ευρίσκεται επι της οδού Κυρρήστου 8 και συνιστά το μοναδικό απο τα δημόσια λουτρά της Αθήνας που διασώζεται μέχρι σήμερα.
Το λουτρό είναι γνωστό και ως Χαμάμ του Αμπίντ Εφέντη. Χρονολογείται κατά την πρώτη οθωμανική περίοδο. Στο πέρασμα του χρόνου το λουτρό εδέχθη αρκετές αισθητικές και αρχιτεκτονικές παρεμβάσεις. Κατά την πρώτη περίοδο της δημιουργίας του ήταν μονό και περιελάμβανε δυο χώρους για χλιαρό και θερμό λουτρό, αλλά και αποδυτήρια. Άλλο χρονικό διάστημα της ημέρας χρησιμοποιούνταν για γυναίκες και άλλο για άντρες. Κατά την δεύτερη περίοδο της ανακατασκευής του περί το 1870 επεκτάθηκε σε διπλό λουτρό με αυτοδύναμες διαφορετικές εγκαταστάσεις αποδυτηρίων, χλιαρού και θερμού χώρου, για άντρες και γυναίκες. Σ΄αυτή την φάση η προθήκη του λουτρού μετασκευάστηκε σε νεοκλασική. Επίσης το λουτρό διέθετε και ατομικά λουτρά τα οποία αποκαλούνταν και ευρωπαϊκά. Κατά το διάστημα αρχές του 20-ου αιώνα έως και το 1965, λειτούργησε ως Δημοτικό Λουτρό. Το 1984 περιήλθε στην ιδιοκτησία του Μουσείου Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης. Το 1999 αποπερατώθηκαν οι εργασίες αποκατάστασής του και έκτοτε λειτουργεί ως Μουσείο Καθαριότητας και Καλωπισμού του Σώματος.
Οικία Ιω. Χατζηκυριάκου
Ευρίσκεται επι των οδών Μάρκου Αυρηλίου 1 και Κυρρήστου. Συνιστά διώροφη νεοκλασική οικία του 1843.
Ναός Αγίου Σπυρίδωνος και Αγίας Ζώνης
Ευρίσκεται επι της οδού Λυσίου 4. Πρόκειται για τρίκλιτη καμαροσκεπής βασιλική του 17-ου αιώνα.
Ωρολόγιον του Κυρρήστου
Ευρίσκεται ανατολικά της ρωμαϊκής αγοράς. Συνιστά ένα ξεχωριστό κτίσμα των μέσων του 1-ου αιώνα. Κατασκευή που εμπνεύστηκε και εκτέλεσε ο περίφημος αστρονόμος Ανδρόνικος απο την πόλη Κύρρο της Συρίας, ο οποίος ζούσε στην Αθήνα. Το κτίσμα είναι γνωστό και ως Πύργος των Ανέμων. Πρόεκειται για μια σύνθεση, ηλιακού ρολογιού, ανεμοδείκτη και υδραυλικού ρολογιού. Συνιστά μαρμαρόκτιστο οκτάγωνο πύργο, στην κωνική στέγη του οποίου είναι τοποθετημένος χάλικνος τρίτωνας, ο οποίος με την περιστροφή του προσδιόριζε την κατεύθυνση του ανέμου. Στον πύργο υφίστανται δυο είσοδοι με μικρά προπύλαια, μια στην ΒΔ κα μια στην ΒΑ όψη του. Στον εωτερικό χώρο του κτίσματος υπήρχε μια δεξαμενή νερού, βάσει της οποίας λειτουργούσε το υδραυλικό ρολόι. Ενώ στο πάνω μέρος κάθε μιας εκ των οκτώ πλευρών, υπο μορφή ζωοφόρου αποτυπώνεται η εικόνα κάθε ενός εκ των οκτώ κυριοτέρων ανέμων. Παραθέτονται τα χαρακτηριστικά και αναγράφεται το όνομά του. Αυτοί είναι : ο Βορέας (βοριάς), ο Σκίρων (βορειοδυτικός), ο Ζέφυρος (δυτικός), ο Λίψ (νοτιοδυτικός), ο Νότος, ο Εύρος (νοτιοανατολικός), ο Απηλιώτης (ανατολικός) και ο Καικίας (βορειοανατολικός). Κατά τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους τό κτίσμα μετασκευάστηκε σε βαπτιστήριο και μετέπειτα σε εκκλησία. Στα μεσαιωνικά χρόνια κυριάρχησε η ονομασία Αέρηδες, απο τα ανάγλυφα των οκτώ ανέμων ονόματα στην ζωοφόρο. Όνομα εξάλλου που προσεδόθη και σε ολόκληρη την περιοχή. Στα χρόνια του μεσαίωνα επίσης πίστευαν ότι ο χώρος ήταν η φυλακή ή το σχολείο του Σωκράτη. Πλήθος λαϊκών δοξασιών και μύθων συνδέθηκα απο τον λαό με το ρολόι του Κυρρήστου. Κατά τον 18-ο αιώνα το κτίσμα μεταπλάστηκε απο τους τούρκους σε τεκέ-μουσουλμανικό μοναστήρι και ήταν γνωστό ως τεκές του Μπραΐμη, αλλά και ως τεκές του Καρά Μπαμπά. Μάλιστα αποτέλεσε τον πιο σπουδαίο τεκέ για τους Τούρκους στην Αθήνα. Τον εσωτερικό του χώρο οι Τούρκοι τον είχαν αισθητικά επενδύσει με με μουσουλμανικά λατρευτικά σύμβολα. Κάθε Παρασκευή πραγματοποιούνταν ο τελετουριγικός χορός των Δερβίσιδων. Και εδώ ο Λόρδος Έλγιν προσπάθησε να κλέψει το μνημείο, μεταφέροντάς το στην Αγγλία. Πάραυτα το ανίερο σχέδιό του δεν υλοποιήθηκε, ένεκα της ισχυρής αντίστασης που προέταξαν οι Δερβίσηδες και οι Σοφτάδες του Μενδρεσέ. Κατά τα μέσα του 19-ου αιώνα, το ρολόι χρησιμοποιήθηκε και ως αποθηκευτικός χώρος αρχαιοτήτων. Όμως στο ρολόι του Κυρρήστου αίρει το όνομά της και η οδός Αιόλου κατά τα χρόνια του Όθωνος, αφού απεκαλείτο «Αιολική Οδός», δοθέντος ότι απο αυτήν ξεκινάει το σπουδαίο αυτό αρχαιολογικό-ιστορικό μνημείο. Κεντρική Βιβλιογραφία «Αθήνα» των Θ. Γιοχάλα, Τ. Καφετζάκη, εκδόσεις «Εστία» 2013. Στην 1-η φωτογραφία η νεοκλασική «Οικία Παπαρρηγοπούλου» επι της οδού Κυδαθηναίων, στην 2-η φωτογραφία η πρωτοπόρος αγωνίστρια της δημοκρατίας Καλλιόπη Σπ. Παπαλεξοπούλου, στην 3-η το «Μνημείο του Λυσικράτους», στην 4-η ο Άγιος Νικόλαος ο Ραγκαβάς επι των οδών Πρυτανείου και Επιχάρμου, στην 5-η ο έξοχος για το ορθόδοξο ήθος τους Άγιος Νικόλαος ο Πλανάς, που διέλαμψε στις εκκλησίες του Αγίου Δημητρίου του Λουμπαρδιάρη και του Αγίου Ελισσαίου, στην 6-η ιστορική συνοικία των «Αναφιώτικων» που χτίστηκαν απο τους μετανάστες χτιστάδες της Ανάφης στις αρχές του 19-ου αιώνα, στην 7-η η περίφημη «Οικία Κλεάνθους» που στέγασε στα 1837 το πρώτο ελληνικό «Πανεπιστήμιο του Όθωνος» και στην 8-η φωτογραφία το περίφημο «Ωρολόγιον της Κηρρύστου» ή «Πύργος των Ανέμων» κατά την μεσαιωνική του ονομασία.
*Ο συγγραφέας Πάνος Ν. Αβραμόπουλος, είναι M.Sc Δ/χος Μηχανικός Ε.Μ.Π.
www.panosavramopoulos.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου