Γράφει η Χριστιάννα Λούπα
Πρωί – πρωί τον είδα να ξεπροβάλλει με θάρρος και θράσος, με πείσμα κι
ελπίδα. Πυρρός κι ολόλαμπρος διέλυσε την αχλή του πρωινού, παραμέρισε τα
σύννεφα, καταμεσής του Γενάρη, υποβλητικός επέβαλε την παρουσία του κι
ορκίζομαι – ναι, τ’ ορκίζομαι – τον είδα να μου χαμογελάει!
Πιστές στο ραντεβού τους, οι μέρες της Αλκυόνης, ούτε φέτος ξέχασαν τη
μικρή μου χώρα – μια τόση δα κουκίδα πάνω στο χάρτη. Αναθαρρεύω και
συλλογίζομαι πως, να! Ο ήλιος είναι εκεί, πάντα εκεί, κι ας μην τον
βλέπουμε κι ας τον κρύβουν σύννεφα μουντά και βαριά κι ας είναι ο
ουρανός τεφρός, θλιμμένος, ασήκωτος. Αυτός είναι εκεί, πάντα εκεί. Και
περιμένει...
«… Ομπρός, βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο, πάνω από την Ελλάδα,
Ομπρός βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από τον κόσμο!...»*
Σκύβαλα κυβερνούν αυτόν τον τόπο, χρόνια και χρόνια τώρα. Ανθρωπάκια και
ανθρωπάρια κρατούν την τύχη της Ελλάδας στα χέρια τους, εδώ και
δεκαετίες. Όχι μόνο ανίκανοι και ανεπαρκείς, αλλά ουτιδανοί και
αργυρώνητοι κατείχαν - και δυστυχώς κατέχουν ακόμα – καίριες θέσεις, από
τα βουλευτικά έδρανα και τα υπουργεία, μέχρι τα νοσοκομεία και τα
εκπαιδευτικά ιδρύματα.
Η μπόχα όμως δεν αναδύεται μόνο από τους υψηλά ιστάμενους, αλλά και από
ασήμαντους καθημερινούς πολίτες, από υπαλληλίσκους και κλητήρες, έως
θυρωρούς και αγρότες. Όζοντα σκάνδαλα ανηθικότητας και διαφθοράς,
επωνύμων τε και ανωνύμων, κατακλύζουν τη χώρα απ’ άκρη σ’ άκρη.
«… Tι ιδέτε, εκόλλησεν η ρόδα του βαθιά στη λάσπη,
κι ά, ιδέτε, χώθηκε τ’ αξόνι του βαθιά μες στο αίμα!...»*
Η σήψη προκαλεί γάγγραινα, κι εκείνη, αν δεν θεραπευτεί οριστικά,
ακρωτηριασμό, έως και θάνατο. Σε ποιο στάδιο βρίσκεται τώρα η Ελλάδα; Σε
προχωρημένη γάγγραινα, αναμφισβήτητα. Επί ξυρού ακμής, παραπαίουσα. Το
πώς και το γιατί, το ξέρουμε πια, το έχουμε καταλάβει όλοι. Ή μήπως όχι;
Μόλις που προλαβαίνουμε, ωστόσο! Τα περιθώρια στενεύουν ασφυκτικά, μα
προλαβαίνουμε! Αρκεί να καταλάβουμε πως για να σωθεί η χώρα – άσχετα από
κυβερνητικούς χειρισμούς, άστοχους ή μη, άσχετα από το ποιο κόμμα είναι
στην εξουσία – πρέπει να γίνουν ρηξικέλευθες αλλαγές, αρχής γενομένης
από τον καθέναν από μας.
Η επανάσταση επιβάλλεται πρώτα να ξεκινήσει από μέσα μας, αφού
μετατρέψουμε τους εαυτούς μας από πελάτες της Ελλάδας σε υπηρέτες της.
Για να ορθοποδήσει αυτός ο τόπος έχει ανάγκη από τη θυσία του καθενός
μας, από τον κόπο και τον ιδρώτα του κάθε Έλληνα. Εμείς, που κάποτε τα
βάλαμε με γίγαντες και καταπλήξαμε την ανθρωπότητα, ήρθε η ώρα να τα
βάλουμε με τον χειρότερο εχθρό, τον ίδιο τον εαυτό μας.
Εμπρός, αδέρφια, να γκρεμίσουμε το οικοδόμημα το σαθρό, να ξεριζώσουμε
τα παράσιτα, να καθαρίσουμε τη σαπίλα! Εμπρός, αδέρφια, όλοι
μονιασμένοι, να βάλουμε πλάτη να σηκωθεί ο ήλιος πάνω από την Ελλάδα, τη
Νέα Ελλάδα!
«… Ομπρός παιδιά, και δε βολεί μονάχος του ν’ ανέβει ο ήλιος,
σπρώχτε με γόνα και με στήθος, να τον βγάλουμε απ’ τη λάσπη,
σπρώχτε με στήθος και με γόνα, να τον βγάλουμε απ’ το γαίμα,
σπρώχτε με χέρια και κεφάλια, για ν’ αστράψει ο ήλιος Πνέμμα! ...»*
Τα αργά αντανακλαστικά της Δικαιοσύνης φαίνεται να ενεργοποιήθηκαν
επιτέλους το τελευταίο διάστημα και η κάθαρση προχωρεί και οφείλει να
επεκταθεί σε όλες τις βαθμίδες και ιεραρχήσεις της ελληνικής κοινωνίας.
Δεν μας νοιάζει ποιος θα κυβερνήσει, αρκεί να έχει δύο βασικά προσόντα:
ν’ αγαπά την Ελλάδα και να είναι τίμιος, όχι μόνον ο ίδιος, αλλά και οι
παρακοιμώμενοι και αυλικοί του. Γιατί ευθύνη δεν φέρουν μόνον οι
επαίτιοι, αλλά και οι μεταίτιοι, οι πρωταγωνιστές και οι κομπάρσοι, οι
αρχηγοί και οι ψηφοφόροι και συνοδοιπόροι.
«…Δέστε, ακουμπάμε απάνω του ομοαίματοι αδερφοί του!
Ομπρός, αδέρφια, και μας έζωσε με τη φωτιά του
ομπρός, ομπρός κ’ η φλόγα του μας τύλιξε, αδερφοί μου!...»*
Κι αν το κείμενό μου αυτό σας φαίνεται υπερβολικά ενθουσιώδες κι
αισιόδοξο, συγχωρέστε μου το ύφος, φίλοι μου, αλλά είναι τόσο μεγάλος ο
πόθος μου να δω και πάλι τον ήλιο ν’ αγκαλιάζει την αγαπημένη μου
πατρίδα και να στραφταλίζει πάνω στα λευκά μάρμαρα του Παρθενώνα, που το
χέρι μου κατευθύνεται από τη συγκίνηση και το συναίσθημα διαφεντεύει τη
σκέψη και το λόγο. Όμως, το ξέρω, το νοιώθω: δεν είναι μακριά η μέρα
της ανάστασης!
Ας σταματήσουμε να κλαυθμηρίζουμε και να μεμψιμοιρούμε! Πιστεύοντας στην
Ελλάδα ως ιδέα και στο μεγαλείο της ελληνικής ψυχής, ας χαμογελάσουμε
με δύναμη και πεποίθηση για ένα αύριο καλύτερο από το σήμερα, αλλά κι
από το χθες. Χαιρετίζω τον πορφυρό ήλιο που βλέπω ν’ ανατέλλει πίσω από
την Πεντέλη και του κλείνω συνωμοτικά το μάτι, δεν ξεχνώ άλλωστε πως το
μάκρος κάθε δρόμου μετριέται με τη λαχτάρα να φτάσεις στα στερνά. Κι
είναι η λαχτάρα μας μεγάλη…
* Στίχοι από το Πνευματικό Εμβατήριο του Άγγελου Σικελιανού.
Πηγή : palmografos.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου