Γράφει ο Ιάσων Δημητριάδης
[Χριστοδούλου Ν.,
Δημήτρης Μητρόπουλος – Αφιέρωμα, Αθήνα 1996]
Ο
Δημήτρης Μητρόπουλος ανήκει στους μεγαλύτερους μαέστρους της ιστορίας.
Από πολύ νέος, αρχικά ως συνθέτης και στη συνέχεια κυρίως ως διευθυντής
της Ορχήστρας του Ωδείου Αθηνών, υπήρξε πρωτεργάτης της ελληνικής
μουσικής. Από το 1930 ξεκίνησε τη μεγάλη διεθνή του σταδιοδρομία που τον
οδήγησε τελικά στις ΗΠΑ ως μουσικό διευθυντή της Συμφωνικής της
Μιννεάπολης και στη συνέχεια διευθυντή της Φιλαρμονικής της Νέας Υόρκης.
Παράλληλα διηύθυνε πολλές από τις μεγαλύτερες ορχήστρες του κόσμου.
Θαυμάστηκε
για τη δύναμη και την πρωτοτυπία των ερμηνειών του, στις οποίες
ιδιαίτερη θέση κατέχουν ερμηνείες μεγάλων γερμανών και ρομαντικών
συνθετών, συνθετών του 20ου αιώνα, όπερας. Η διευθυντική του τεχνική,
κυρίως χωρίς χρήση μπαγκέτας, υπήρξε απόλυτα προσωπική και παραστατική,
με εκφραστική χειρονομία. Ήταν φημισμένος για τη μοναδική του μνήμη-
διηύθυνε πάντοτε, ακόμη και στις δοκιμές, χωρίς παρτιτούρα το ευρύτατο
ρεπερτόριό του.
Διηύθυνε
πάνω από δύο χιλιάδες συναυλίες. Υπήρξε αφοσιωμένος και εμπνευσμένος
υποστηρικτής της μουσικής του 20ου αιώνα και των συγχρόνων του συνθετών,
τόσο των γνωστών, όσο και των νέων, ακόμη και παρά τις αντιδράσεις
ορισμένες φορές του κοινού και των διοικήσεων των ορχηστρών. Παρουσίασε
περισσότερα από ογδόντα έργα σε πρώτη εκτέλεση (των Χίντεμιτ, Μπάρμπερ,
Γκουλντ, Κόπλαντ, Κρένεκ, Καλομοίρη, Σκαλκώτα, Πετρίδη, Σισιλιάνου
κ.ά.). Ήταν επίσης ένας από τους πρωτοπόρους μεγάλους ερμηνευτές του
Μάλερ και συνέβαλε αποφασιστικά στην καθιέρωση του έργου του συνθέτη
στην Αμερική και την Ευρώπη.
Στις Κορφές του Ολύμπου
|
Πολύπλευρο
ταλέντο, με εξαιρετικές ικανότητες, ο Μητρόπουλος υπήρξε, εκτός από
μαέστρος, παράλληλα συνθέτης και πιανίστας. Νεότατος παρουσίασε έργα του
και στη συνέχεια υπήρξε ο πρώτος Έλληνας συνθέτης
που προχώρησε στην ατονικότητα και τη δωδεκάφθογγη μέθοδο. Έγραψε έργα
μουσικής δωματίου, τραγούδια, συμφωνικά έργα, μία όπερα, σκηνική
μουσική. Συνέθετε κατά διαστήματα, πλάι στην πρωταρχική γι’ αυτόν
διεύθυνση, ως λίγο πριν αφήσει την Ελλάδα για να εγκατασταθεί στην
Αμερική.
Ήταν
δεξιοτέχνης πιανίστας και επίσης από τους λίγους που έχουν την
ικανότητα να παίζουν στο πιάνο κοντσέρτα διευθύνοντας ταυτόχρονα την
ορχήστρα. Φαίνεται ότι ο Μητρόπουλος υπήρξε ο μόνος μουσικός στην
ιστορία που μπόρεσε να παίξει και ταυτόχρονα να διευθύνει τόσο δύσκολα
και περίπλοκα κοντσέρτα, όπως το 2ο του Μπραμς, σύγχρονα κοντσέρτα των
Ρεσπίγκι, Μαλιπιέρο, Ρουσέλ, Κρένεκ κ.ά. και ιδιαίτερα το 3ο Κοντσέρτο
για πιάνο του Προκόφιεφ (με το έργο αυτό εμφανίστηκε συχνά σε όλο τον
κόσμο ως σολίστ και μαέστρος και στήριξε επίσης τη δημιουργία της
διεθνούς του σταδιοδρομίας).
Ήταν
απόλυτα δοσμένος στη μουσική και εργαζόταν εξαντλητικά, με ακούραστο
πάθος, ζώντας συχνά μοναχική και λιτή ζωή. Όπως έλεγε ο ίδιος, από πολύ
νωρίς η ζωή και η προσωπικότητα του επηρεάστηκαν από τον Άγιο Φραγκίσκο
της Ασίζης, τον «άγιό του». Φύση γενναιόδωρη, υποστήριξε υλικά και ηθικά
πολλούς, καθώς και μουσικούς των ορχηστρών του. Επικρίθηκε όμως, κάποτε
με σκόπιμη υπερβολή, για την ανεκτικότητά του σε εγγενή φαινόμενα
απειθαρχίας που παρουσιάστηκαν στη Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης. Οι
επικρίσεις γι’ αυτό, καθώς και για την εμμονή του σε σύγχρονο
ρεπερτόριο, οδήγησαν στη διαδοχή του από τον Λέοναρντ Μπερνστάϊν.
Η
δισκογραφία του Μητρόπουλου, αν και υπήρξε σημαντική και μεγάλη, δεν
θεωρείται ότι αποτύπωσε με απόλυτη πληρότητα όλα τα επιτεύγματά του.
Αυτό οφείλεται τόσο στη στάση του ίδιου απέναντι στην ηχογράφηση δίσκων,
όσο και σε δυσμενείς κάποτε συνθήκες ηχογράφησης. Πάντως πάρα πολλές
ηχογραφήσεις του Μητρόπουλου (δυστυχώς πολλοί από τους δίσκους του δεν
κυκλοφορούν σήμερα, ούτε επανεκδόθηκαν σε CD), αποτελούν εξαιρετικές
ερμηνείες και μας προσφέρουν πλατειά εικόνα του έργου του.
Η Ζωή του
Γεννήθηκε
στις 18 Φεβρουαρίου 1896 στην Αθήνα. Αρχίζει μαθήματα πιάνου το 1906
και από το 1910 συνεχίζει τις μουσικές του σπουδές στο Ωδείο Αθηνών, στο
πιάνο με τον Λούντβιχ Βασσενχόφεν (Ludwig Wassenhofen) και στα
θεωρητικά με τον συνθέτη μαέστρο Αρμάν Μαρσίκ (Armand Marsick). Το 1913
παρουσιάζει, για πρώτη φορά δημόσια, σύνθεσή του και το 1915 διευθύνει
για πρώτη φορά την ορχήστρα του Ωδείου Αθηνών στο έργο του “Ταφή”. Το
1920 εκτελείται η όπερά του Sœur Béatrice (με την Κατίνα Παξινού σοπράνο
στον ομώνυμο πρωταγωνιστικό ρόλο). Την ίδια χρονιά φεύγει, υπότροφος
του Ωδείου Αθηνών, για τις Βρυξέλλες, όπου πήρε μαθήματα σύνθεσης από
τον Πωλ Ζιλσόν (Paul Gilson) και εκκλησιαστικού οργάνου από τον Αλφόνς
Ντεσμέ (Alphonse Desmet). Το 1921 εγκαθίσταται στο Βερολίνο, όπου
γνωρίζεται με τον Φερούτσιο Μπουζόνι και τον επόμενο χρόνο
προσλαμβάνεται ως μουσικός εκγυμναστής στην Όπερα Unter den Linden. Στην
όπερα και τη μουσική ζωή του Βερολίνου παρακολουθεί πολλούς μεγάλους
μαέστρους της εποχής και με ορισμένους συνεργάζεται (όπως με τον Έριχ
Κλάϊμπερ).
Επιστρέφει
το 1924 στην Αθήνα και αναλαμβάνει, μαζί με τον Μ. Καλομοίρη,
συνδιευθυντής της Ορχήστρας του Ελληνικού Ωδείου. Το 1925 γίνεται
αρχιμουσικός της Συμφωνικής Ορχήστρας του Συλλόγου Συναυλιών και τη
χρονιά αυτή εμφανίζεται για πρώτη φορά ως σολίστ πιάνου και μαέστρος
ταυτόχρονα. Παράλληλα συνεχίζει τη σύνθεση, αλλά πρωταρχική του
δραστηριότητα αποτελεί πια η διεύθυνση ορχήστρας.
Το
1927 αναλαμβάνει τη διεύθυνση της Συμφωνικής Ορχήστρας του Ωδείου
Αθηνών. Είναι ήδη εξέχουσα μορφή της ελληνικής μουσικής ζωής, γεγονός
που αναγνωρίζεται ιδιαίτερα και από την κριτική της εποχής.
Το
1930 εμφανίζεται για πρώτη φορά στο εξωτερικό επικεφαλής της
Φιλαρμονικής του Βερολίνου, υπό την τριπλή ιδιότητα του μαέστρου, σολίστ
(στο 3ο Κοντσέρτο του Προκόφιεφ) και συνθέτη. Τα επόμενα χρόνια, από το
1932, πληθαίνουν οι εμφανίσεις του με μεγάλες ορχήστρες σε πολλές χώρες
της Ευρώπης (Παρίσι, Μόντε Κάρλο, Μασσαλία, Ρώμη, Μιλάνο, Λίβερπουλ,
Βαρσοβία, Μόσχα, Πετρούπολη, Βερολίνο κ.ά.)
Παράλληλα
στην Ελλάδα πρωτοστατεί και στη διοργάνωση συναυλιών για πρώτη φορά σε
αρχαία θέατρα. Τόσο στο εξωτερικό, όσο και στην Ελλάδα, εμφανίζεται
συχνά ως μαέστρος και σολίστ. Η φήμη του τον φέρνει το 1936 στην Αμερική
για να διευθύνει τη Συμφωνική της Βοστόνης, προσκεκλημένος του Σέργιου
Κουσεβίτσκι. Η επιτυχία του είναι τόσο μεγάλη, ώστε τον οδηγεί τελικά να
αναλάβει τη θέση του μουσικού διευθυντή της Συμφωνικής Ορχήστρας της
Μιννεάπολης το 1938. Εγκαθίσταται στην Αμερική και παραμένει στη
Μινvεάπολη ως το 1949. Αναδεικνύει την ορχήστρα της Μιννεάπολης σε μια
από τις καλύτερες ορχήστρες της Αμερικής, Παράλληλα εμφανίζεται με
πολλές άλλες μεγάλες αμερικανικές ορχήστρες.
Το
1949 γίνεται συνδιευθυντής, μαζί με τον Λεοπόλδο Στοκόφσκι, της
Φιλαρμονικής της Νέας Υόρκης και το 1951 εκλέγεται μόνος μουσικός
διευθυντής της ορχήστρας. Τα χρόνια αυτά ζει μερικές από τις μεγαλύτερες
επιτυχίες του με τη Φιλαρμονική (όπως με τις όπερες “Βότσεκ” και
“Ηλέκτρα”, περιοδείες κ.ά.) Το 1954 γίνεται μόνιμος μαέστρος της
Μετροπόλιταν Όπερα. Από το 1950, ως και το τέλος της ζωής του, ταξιδεύει
κάθε χρόνο στην Ευρώπη, ως προσκεκλημένος μαέστρος ή επικεφαλής της
ορχήστρας του, και εμφανίζεται σε πολλές πόλεις, μεγάλα φεστιβάλ
(Σάλτσμπουργκ, Βενετία, Μουσικός Μάϊος Φλωρεντίας, Λουκέρνη, Βιέννη
κ.ά.) όπερες (Σκάλα του Μιλάνου, Βιέννη κ.ά.) και μεγάλες ορχήστρες
(Φιλαρμονική Βιέννης, Φιλαρμονική Βερολίνου, Κοντσερτγκεμπάου, Ορχήστρα
Σκάλας κ.ά.). Ιδιαίτερη σχέση δημιουργεί με τη Φιλαρμονική της Βιέννης
Το
1955 επιστρέφει θριαμβευτικά, για πρώτη φορά, ύστερα από δεκαέξι
χρόνια, στην Ελλάδα στα πλαίσια της πρώτης μεταπολεμικής περιοδείας της
Φιλαρμονικής της Ν. Υόρκης. Το 1957 η ορχήστρα επανέρχεται στο σύστημα
των συνδιευθυντών με το Μητρόπουλο και τον Μπερνστάϊν. Τον επόμενο χρόνο
ο Μητρόπουλος παραιτείται από συνδιευθυντής της Φιλαρμονικής, την οποία
διευθύνει έκτοτε ως προσκεκλημένος μαέστρος. Τη χρονιά αυτή η
Φιλαρμονική με τον Μητρόπουλο και τον Μπερνστάϊν, περιοδεύει στη
Λατινική Αμερική. Το 1959 παθαίνει σοβαρή καρδιακή προσβολή (μια πρώτη
προσβολή είχε υποστεί το 1952) και ύστερα από την ανάρρωσή του,
επανέρχεται, παρά τις αντίθετες συμβουλές των γιατρών, σε αμείωτη
δραστηριότητα. Το 1960 παθαίνει νέα, μοιραία καρδιακή προσβολή, ενώ
βρισκόταν στο πόντιουμ, διευθύνοντας δοκιμή της 3ης Συμφωνίας του Μάλερ.
Σύμφωνα με τη διαθήκη του η λήκυθος της τέφρας του μεταφέρθηκε στην
Ελλάδα και εναποτέθηκε στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου