Ο Σπυρίδων Βικάτος στο ατελιέ του
|
Γεννήθηκε
το 1878 στο Αργοστόλι Κεφαλλονιάς. Νέος ακόμα άρχιζε να ζωγραφίζει. Σε
ηλικία 10 ετών πιάνει δουλειά στο φαρμακείο του νησιού για να μπορέσει
να ζήσει. Στο Γυμνάσιο δείχνει το πηγαίο ταλέντο του σαν ζωγράφος
απεικονίζοντας με πολλή τέχνη διάφορα αντικείμενα. Η πρώτη αίθουσα που
εξέθεσε έργα του ήταν… η βιτρίνα του φαρμακείου που εργαζόταν. Η
προσωπογραφία του Μητροπολίτου Γερμανού ήταν η αφορμή για να τον καλέσει
στην Αθήνα, όταν έγινε αυτός Μητροπολίτης Αθηνών. Ανέλαβε μάλιστα όλα
τα έξοδα, καθώς και τη φοίτηση του στη Σχολή Καλών Τεχνών, στο
εργαστήριο του Νικολάου Λύτρα.
Κέρδισε
την υποτροφία Βαλλιάνου και ανεχώρησε για το Μόναχο στις 2 Ιανουαρίου
1900. Εκεί γνωρίστηκε με τον μεγάλο Γκύζη και τον Γερμανό Ludwig von Löfftz,
στο εργαστήριο του οποίου διαγωνισθείς μεταξύ 300 μαθητών διαφόρων
εθνικοτήτων πήρε το πρώτο βραβείο. Αξίζει να σημειωθεί ότι όταν φοιτούσε
στη Σχολή Καλών Τεχνών των Αθηνών, έτυχε δύο σπουδαίων βραβείων: Το
«Χρυσοβέργειο» και το «Θωμαΐδειον» το 1897. Το έργο αυτό που βραβεύθηκε
στην Ακαδημία του Μονάχου της οποίας ο πρόεδρος Χέζελμαν, το 1951, σε
μια ωραία γιορτή έπειτα από 50 χρόνια τον ανακήρυξε επίτιμο μέλος της.
Την ίδια εποχή, μετά την απελευθέρωση, ο Αντενάουερ του απέμεινε το
γερμανικό Μεγαλόσταυρο. Τα 6 χρόνια της μαθητείας του στην Ακαδημία του
Μονάχου, όπου είχε συσπουδαστές τον Φροίξο Αριστέα, τον Μ. Ηλιάδη, τον
Δούκα και άλλους, αγάπησε το γερμανικό εμπρεσιονισμό, παρήγαγε δε έργα
με ζήλο και αφοσίωση ώστε να επαληθευθεί ο Νικόλαος Λύτρας, που είχε πει
ότι ο μαθητής ερχόμενος μίαν ημέραν στην Αθήνα θα τον διαδεχθεί.
Ο Σπύρος Βικάτος μαζί με το μαθητή και βοηθό του Κ. Γιαννακό,
στο εργαστήρι του το 1948
|
Ο Αιθίοπας |
Πορτραίτο ηλικιωμένης |
Ο λόγος που ζήτησα την κατάταξη μου στο ατελιέ του οφείλεται στη φήμη που είχε στη Σχολή, για τη φιλελεύθερη διδαχή του. Άφηνε στο σπουδαστή — έλεγαν οι μεγαλύτεροι — περιθώρια πρωτοβουλίας και δεν εμπόδιζε την ανάπτυξη της ατομικότητας του. Η επαφή που είχα ως σπουδαστής μαζί του, κυρίως κατά τις ώρες των διορθώσεων, ήταν ομολογώ αποκαρδιωτική. Γιατί ο Βικάτος δεν διόρθωνε τις σπουδές μου. Τις έσβηνε — δουλεύαμε με κάρβουνο τον πρώτο χρόνο — και ζωγράφιζε πάνω στο τελάρο μου ένα δικό του έργο κάθε φορά. Είχα εγκαταλείψει κάθε ελπίδα να συνεννοηθώ μαζί του, γιατί ερχόταν, έσβηνε, ζωγράφιζε και έφευγε, χωρίς να μιλά. Δεν είχε καθόλου μεταδοτικότητα και απέφευγε να κρίνει με παρατηρήσεις τα λάθη των σπουδαστών του. Οι μήνες προχωρούσαν, η συνεννόηση δεν προχωρούσε, ο διάλογος περιοριζόταν σε δύο, τρία μόνον λόγια και στο τέλος, πριν τελειώσει ο χρόνος, άφησα το εργαστήριο του και πήγα στον Ουμβέρτο Αργυρό, για να αποφοιτήσω τελικά με τον Παρθένη. Σήμερα που ξανασκέφτομαι την ιστορία αυτή των σπουδών μου, αδικώ τον εαυτό μου και όχι το Βικάτο. Δεν ήμουν έτοιμος και ώριμος να καταλάβω πως αυτό που έκανε ήταν πιο σημαντικό από την προφορική διδασκαλία που περίμενα. Γιατί ο Βικάτος ένιωθε τη ζωγραφική σαν πράξη και όχι σαν θεωρία. Όταν μου έκανε την τιμή να μου ζωγραφίζει στο τελάρο μου το μοντέλο, έπρεπε να ήμουν σε θέση να παρακολουθώ τα διαδοχικά στάδια της μελέτης από τα οποία περνούσε το θέμα του. Αλλά, για ένα σπουδαστή 19 χρόνων, αυτό ήταν πολύ δύσκολο, όταν μάλιστα ο δάσκαλος δεν είχε κανένα σύστημα στη δουλειά του. Ζωγράφιζε με το ένστικτο, με ταχύτητα αφάνταστη, σαν αυτόματο που το κινούσε ηλεκτρικό ρεύμα. Ούτε ο ίδιος είχε συνείδηση της ευκολίας με την οποία έλυνε τα προβλήματα που του έθετε η φύση και η τέχνη.
Άρπαζε
το θέμα του από τα μαλλιά, το χτυπούσε με την πατσαβούρα, το ζύμωνε με
τα δάχτυλα, άνοιγε σπηλιές στις κόγχες των ματιών και στους γελαστικούς
μύωνες, τίναζε στο μέτωπο και στη μύτη, στα μήλα και στα σαγόνια
κομμάτια από φως και σε λίγο σχηματιζόταν η μάσκα του μοντέλου,
δραματική και ταλαιπωρημένη από τη μαγική δύναμη που την ξεγέννησε με τη
βία. Σήμερα αυτό το είδος της ζωγραφικής δράσης αποτελεί σχολή στις
Ηνωμένες Πολιτείες, σχολή φυσικά αφηρημένης τέχνης. Αλλά και ο Βικάτος
που εγκαινίασε στην Ελλάδα τον αυτοματισμό της ζωγραφικής από μοντέλο,
δεν ενδιαφερόταν στην πραγματικότητα για την ακρίβεια της περιγραφής της
φύσης. Το αντικείμενο ήταν απλώς η αφορμή για να εκδήλωση την
ατομικότητα του ο ζωγράφος και να χτυπηθεί όχι με την ανατομία του, αλλά
με κάτι άπιαστο και μη αντικειμενικό που είναι η ψυχική έκφραση της
φυσιογνωμίας». Τελειώνοντας θα ‘ταν μάταιο να κατατάξουμε τον Βικάτο,
που το έργο του διαιρείται σε τρεις εποχές, σε μια σχολή. Δεν ήταν
ρεαλιστής, γιατί η πραγματικότητα γι’ αυτόν ήταν ένα ξεκίνημα. Δεν ήταν
εμπρεσιονιστής
γιατί
το ατμοσφαιρικό φως δεν τον συγκινούσε πολύ στο εργαστήριο του που κατά
προτίμηση δούλευε. Δεν ήταν ακόμη εξπρεσιονιστής γιατί δεν τον κατείχε η
αγωνία του πεπρωμένου και της μοναξιάς. Τι ήταν λοιπόν; Ήταν μια ισχυρή
ατομικότητα που έβαλε το αίσθημα στη θέση των ιδεών και άνοιξε το δρόμο
στους σπουδαστές την ελεύθερη έκφραση. Ήταν ένας σταθμός για την εποχή.
Και με το χαρακτήρα αυτόν της ελεύθερης και συγκινημένης ατομικότητας, ο
Σπύρος Βικάτος ανήκει στον αιώνα μας και στην ιστορία των προγόνων της
Τέχνης του. Όποιος αντίκρυσε τον ευγενικό και αξιαγάπητο άνδρα, δεν θα
λησμονήσει το αγαθό βλέμμα του. Αν ελέχθη κάποτε ότι εργάζεται όσο ο
Ρέμπραντ και ο Μουρίλλο αριστοτεχνικώς, αυτό δεν σημαίνει τίποτα άλλο
εκτός από το ότι αισθανόμεθα πόσο καλλιτέχνης μας παρουσιάζεται κατά το
πνεύμα συγγενής προς τα μεγάλα αυτά πρότυπα, ουδόλως ότι είναι μιμητής ή
ότι στερείται πρωτοτυπίας.
Ο Σπύρος Βικάτος, ο οποίος το 1909 δρα επιτυχώς ως καθηγητής στη Σχολή της Αθήνας, ακολουθεί ρυθμό εν επιγνώσει πατροπαράδοτο. Όπως π.χ. εις το ζήτημα του χρωματικού ημίφωτος. Δεν αποκρύπτει ότι είναι πιστός μαθητής των διδασκάλων του. Ειδικώς οι πίνακες του Βικάτου μαρτυρούν περί ιδιαιτέρας τινός αγάπης προς το γήρας. Ούτω βλέπομεν λαμπρός χαρακτηριστικός κεφάλας, γνησίως ελληνικός κεφάλας γερόντων ως αρχαίων φιλοσόφων με συναρπαστικήν έκφρασιν, χρώματα απαλά, περιβάλλοντα πλαστικός μορφάς. Αυτά τα πρόσωπα συμβολίζουν την πείραν και την σοφίαν της ζωής. Αλλά εις το έργον του 60ετούς Βικάτου απαντώ — μεν ομοίως και πλείσται κεφαλαί χαριτωμένων παιδιών. Όλα αυτά ζωγραφίζονται αξιοθαύμαστα με ιδιαιτέραν ιδιορρυθμίαν επί των πινάκων. Μελωδίαι ψάλλουν περί ζωής και θάνατον των δύο τούτων πόλων της ζωής του βορείου ανθρώπου. Επίσης ο καλλιτέχνης ήταν άριστο — τέχνης στα τοπία, στις νεκρές φύσεις, την εσωτερική ζωή. Ακόμη στους πίνακες του με θρησκευτικά θέματα, ο Χριστός περιέρχεται μεταξύ των ανθρώπων των ημερών μας, ομιλεί και διδάσκει όπως ο Φρανς Φον Ούντε. Χέρμαν Νάσε (Hermann Nasse) Καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης του Μονάχου.
Πηγή: http://anemourion.blogspot.gr/2013/11/1878-1960.html
Αυτοπροσωπογραφία, έργο του Κ. Γιαννακό
|
Ο Σπύρος Βικάτος, ο οποίος το 1909 δρα επιτυχώς ως καθηγητής στη Σχολή της Αθήνας, ακολουθεί ρυθμό εν επιγνώσει πατροπαράδοτο. Όπως π.χ. εις το ζήτημα του χρωματικού ημίφωτος. Δεν αποκρύπτει ότι είναι πιστός μαθητής των διδασκάλων του. Ειδικώς οι πίνακες του Βικάτου μαρτυρούν περί ιδιαιτέρας τινός αγάπης προς το γήρας. Ούτω βλέπομεν λαμπρός χαρακτηριστικός κεφάλας, γνησίως ελληνικός κεφάλας γερόντων ως αρχαίων φιλοσόφων με συναρπαστικήν έκφρασιν, χρώματα απαλά, περιβάλλοντα πλαστικός μορφάς. Αυτά τα πρόσωπα συμβολίζουν την πείραν και την σοφίαν της ζωής. Αλλά εις το έργον του 60ετούς Βικάτου απαντώ — μεν ομοίως και πλείσται κεφαλαί χαριτωμένων παιδιών. Όλα αυτά ζωγραφίζονται αξιοθαύμαστα με ιδιαιτέραν ιδιορρυθμίαν επί των πινάκων. Μελωδίαι ψάλλουν περί ζωής και θάνατον των δύο τούτων πόλων της ζωής του βορείου ανθρώπου. Επίσης ο καλλιτέχνης ήταν άριστο — τέχνης στα τοπία, στις νεκρές φύσεις, την εσωτερική ζωή. Ακόμη στους πίνακες του με θρησκευτικά θέματα, ο Χριστός περιέρχεται μεταξύ των ανθρώπων των ημερών μας, ομιλεί και διδάσκει όπως ο Φρανς Φον Ούντε. Χέρμαν Νάσε (Hermann Nasse) Καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης του Μονάχου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου