Ἀποσπάσματα, ἀπό τόν τελευταῖο λόγο τοῦ Κωνσταντίνου Παλαιολόγου:
“… παρακαλώ υμάς ίνα στήτε ανδρείως και μετά γενναίας ψυχής, ως πάντοτε έως του νυν εποιήσατε, κατά των εχθρών της πίστεως ημών. Παραδίδωμι δε υμίν την εκλαμπροτάτην και περίφημον ταύτην πόλιν και πατρίδα ημών και βασιλεύουσαν των πόλεων. Καλώς ουν οίδατε, αδελφοί, ότι διά τέσσαρά τινα οφειλέται κοινώς εσμέν πάντες ίνα προτιμήσωμεν αποθανείν μάλλον ή ζήν· πρώτον μεν υπέρ της πίστεως ημών και ευσεβείας, δεύτερον δε υπέρ της πατρίδος, τρίτον δε υπέρ του βασιλέως ως χριστού κυρίου, και τέταρτον υπέρ συγγενών και φίλων. Λοιπόν, αδελφοί, εάν χρεώσταί εσμεν υπέρ ενός εκ των τεσσάρων αγωνίζεσθαι έως θανάτου, πολλώι μάλλον υπέρ πάντων τούτων ημείς, ως βλέπετε προφανώς, και εκ πάντων μέλλομεν ζημιωθήναι.
Εάν διά τα εμά πλημμελήματα παραχωρήσηι ο θεός την νίκην τοις ασεβέσιν, υπέρ της πίστεως ημών της αγίας, ήν Χριστός εν τωι οικείωι αίματι ημίν εδωρήσατο, κινδυνεύομεν· ό εστι κεφάλαιον πάντων. Και εάν τον κόσμον όλον κερδήση τις και την ψυχήν ζημιωθή, τι το όφελος; Δεύτερον πατρίδα περίφημον τοιούτως υστερούμεθα και την ελευθερίαν ημών. Τρίτον βασιλείαν την ποτέ μεν περιφανή, νυν δε τεταπεινωμένην και ωνειδισμένην και εξουθενωμένην απωλέσαμεν, και υπό του τυράννου και ασεβούς άρχεται. Τέταρτον δε και φιλτάτων τέκνων και συμβίων και συγγενών υστερούμεθα.
Αυτός δε ο αλιτήριος ο αμηράς πεντήκοντα και επτά ημέρας άγει σήμερον αφ’ ού ημάς ελθών απέκλεισεν και μετά πάσης μηχανής και ισχύος καθ’ ημέραν τε και νύκτα ουκ επαύσατο πολιορκών ημάς και χάριτι του παντεπόπτου Χριστού κυρίου ημών εκ των τειχών μετά αισχύνης άχρι του νυν πολλάκις κακώς απεπέμφθη… Τους αγρούς ημών και κήπους και παραδείσους και οίκους ήδη πυριαλώτους εποίησε· τους αδελφούς ημών τους Χριστιανούς, όσους εύρεν, εθανάτωσε και ηχμαλώτευσε· την φιλίαν ημών έλυσε.
Ελθών ουν, αδελφοί, ημάς απέκλεισε, και καθ’ εκάστην το αχανές αυτού στόμα χάσκων, πώς εύρηι καιρόν επιτήδειον ίνα καταπίη ημάς και την πόλιν ταύτην, ήν ανήγειρεν ο τρισμακάριστος και μέγας βασιλεύς Κωνσταντίνος εκείνος, και τηι πανάγνωι τε και υπεράγνωι δεσποίνηι ημών θεοτόκωι και αειπαρθένωι Μαρία αφιέρωσεν και εχαρίσατο τού κυρίαν είναι και βοηθόν και σκέπην τη ημετέρα πατρίδι και καταφύγιον των Χριστιανών, ελπίδα και χαράν πάντων των Ελλήνων, το καύχημα πάσι τοις ούσιν υπό την του ηλίου ανατολήν. Και ούτος ο ασεβέστατος την ποτε περιφανή και ομφακλίζουσαν ως ρόδον του αγρού βούλεται ποιήσαι υπ’ αυτόν. Ή εδούλωσε σχεδόν, δύναμαι ειπείν, πάσαν την υφ’ ήλιον….”
Μετά τό λόγο του ο Παλαιολόγος αγκάλιασε όλους τούς παρευρισκομένους καί τούς ζήτησε νά τόν συγχωρέσουν άν ποτέ τούς έβλαψε σέ κάτι. Καί όλοι Βενετοι, Γενουάτες, Ελληνες ενωτικοί καί Ελληνες ανθενωτικοί αγκάλιασαν ο ένας τόν άλλο ξέροντας ότι ζούν τίς τελευταίες ώρες της ζωής τους. Υποσχέθηκαν ότι δέν θά τρέξουν νά σώσουν τίς οικογένειές τους ή τίς περιουσίες τους, αλλά θά αγωνίζονταν γιά τήν πατρίδα μέχρι τελικής πτώσης. (Mάλιστα σύμφωνα μέ τόν Pears, οι μαχητές πού πήγαν στό εξωτερικό τείχος, έκλεισαν τίς πύλες του εσωτερικού τείχους, πίσω από τήν περίβολο, ώστε νά είναι αδύνατη η υποχώρηση. Τόσο αποφασισμένοι ήταν νά πολεμήσουν μέχρις εσχάτων). Καί από πέτρα νά ήταν κάποιος γράφει ο Φρατζής δέν θά ήταν δυνατό νά μήν δακρύσει στούς τελευταίους εναγκαλισμούς των αμυνομένων. Ο αυτοκράτορας χαιρέτησε λέγοντας το προφητικό εκείνο: “Στέφανος αδαμάντινος εν ουρανοίς εναπόκειται ημίν καί μνήμη αιώνιος καί άξιος εν τω κόσμω έσεται.”
h..p://www.agiasofia.com/greek/alosis2.html
“… παρακαλώ υμάς ίνα στήτε ανδρείως και μετά γενναίας ψυχής, ως πάντοτε έως του νυν εποιήσατε, κατά των εχθρών της πίστεως ημών. Παραδίδωμι δε υμίν την εκλαμπροτάτην και περίφημον ταύτην πόλιν και πατρίδα ημών και βασιλεύουσαν των πόλεων. Καλώς ουν οίδατε, αδελφοί, ότι διά τέσσαρά τινα οφειλέται κοινώς εσμέν πάντες ίνα προτιμήσωμεν αποθανείν μάλλον ή ζήν· πρώτον μεν υπέρ της πίστεως ημών και ευσεβείας, δεύτερον δε υπέρ της πατρίδος, τρίτον δε υπέρ του βασιλέως ως χριστού κυρίου, και τέταρτον υπέρ συγγενών και φίλων. Λοιπόν, αδελφοί, εάν χρεώσταί εσμεν υπέρ ενός εκ των τεσσάρων αγωνίζεσθαι έως θανάτου, πολλώι μάλλον υπέρ πάντων τούτων ημείς, ως βλέπετε προφανώς, και εκ πάντων μέλλομεν ζημιωθήναι.
Εάν διά τα εμά πλημμελήματα παραχωρήσηι ο θεός την νίκην τοις ασεβέσιν, υπέρ της πίστεως ημών της αγίας, ήν Χριστός εν τωι οικείωι αίματι ημίν εδωρήσατο, κινδυνεύομεν· ό εστι κεφάλαιον πάντων. Και εάν τον κόσμον όλον κερδήση τις και την ψυχήν ζημιωθή, τι το όφελος; Δεύτερον πατρίδα περίφημον τοιούτως υστερούμεθα και την ελευθερίαν ημών. Τρίτον βασιλείαν την ποτέ μεν περιφανή, νυν δε τεταπεινωμένην και ωνειδισμένην και εξουθενωμένην απωλέσαμεν, και υπό του τυράννου και ασεβούς άρχεται. Τέταρτον δε και φιλτάτων τέκνων και συμβίων και συγγενών υστερούμεθα.
Αυτός δε ο αλιτήριος ο αμηράς πεντήκοντα και επτά ημέρας άγει σήμερον αφ’ ού ημάς ελθών απέκλεισεν και μετά πάσης μηχανής και ισχύος καθ’ ημέραν τε και νύκτα ουκ επαύσατο πολιορκών ημάς και χάριτι του παντεπόπτου Χριστού κυρίου ημών εκ των τειχών μετά αισχύνης άχρι του νυν πολλάκις κακώς απεπέμφθη… Τους αγρούς ημών και κήπους και παραδείσους και οίκους ήδη πυριαλώτους εποίησε· τους αδελφούς ημών τους Χριστιανούς, όσους εύρεν, εθανάτωσε και ηχμαλώτευσε· την φιλίαν ημών έλυσε.
Ελθών ουν, αδελφοί, ημάς απέκλεισε, και καθ’ εκάστην το αχανές αυτού στόμα χάσκων, πώς εύρηι καιρόν επιτήδειον ίνα καταπίη ημάς και την πόλιν ταύτην, ήν ανήγειρεν ο τρισμακάριστος και μέγας βασιλεύς Κωνσταντίνος εκείνος, και τηι πανάγνωι τε και υπεράγνωι δεσποίνηι ημών θεοτόκωι και αειπαρθένωι Μαρία αφιέρωσεν και εχαρίσατο τού κυρίαν είναι και βοηθόν και σκέπην τη ημετέρα πατρίδι και καταφύγιον των Χριστιανών, ελπίδα και χαράν πάντων των Ελλήνων, το καύχημα πάσι τοις ούσιν υπό την του ηλίου ανατολήν. Και ούτος ο ασεβέστατος την ποτε περιφανή και ομφακλίζουσαν ως ρόδον του αγρού βούλεται ποιήσαι υπ’ αυτόν. Ή εδούλωσε σχεδόν, δύναμαι ειπείν, πάσαν την υφ’ ήλιον….”
Μετά τό λόγο του ο Παλαιολόγος αγκάλιασε όλους τούς παρευρισκομένους καί τούς ζήτησε νά τόν συγχωρέσουν άν ποτέ τούς έβλαψε σέ κάτι. Καί όλοι Βενετοι, Γενουάτες, Ελληνες ενωτικοί καί Ελληνες ανθενωτικοί αγκάλιασαν ο ένας τόν άλλο ξέροντας ότι ζούν τίς τελευταίες ώρες της ζωής τους. Υποσχέθηκαν ότι δέν θά τρέξουν νά σώσουν τίς οικογένειές τους ή τίς περιουσίες τους, αλλά θά αγωνίζονταν γιά τήν πατρίδα μέχρι τελικής πτώσης. (Mάλιστα σύμφωνα μέ τόν Pears, οι μαχητές πού πήγαν στό εξωτερικό τείχος, έκλεισαν τίς πύλες του εσωτερικού τείχους, πίσω από τήν περίβολο, ώστε νά είναι αδύνατη η υποχώρηση. Τόσο αποφασισμένοι ήταν νά πολεμήσουν μέχρις εσχάτων). Καί από πέτρα νά ήταν κάποιος γράφει ο Φρατζής δέν θά ήταν δυνατό νά μήν δακρύσει στούς τελευταίους εναγκαλισμούς των αμυνομένων. Ο αυτοκράτορας χαιρέτησε λέγοντας το προφητικό εκείνο: “Στέφανος αδαμάντινος εν ουρανοίς εναπόκειται ημίν καί μνήμη αιώνιος καί άξιος εν τω κόσμω έσεται.”
h..p://www.agiasofia.com/greek/alosis2.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου