Ο Αλέξιος Α' Κομνηνός, 25 ετών, μαχόμενος κατά των Νορμανδών στην πρώτη μάχη του Δυρραχίου το 1081. Πίνακας του Giuseppe Rava για τις εκδόσεις Osprey. |
Ο ακαταπόνητος, ο αδάμαστος, ο ανεξάντλητος, ο χαλκέντερος, ο αήττητος, ο δαιμόνιος διπλωμάτης και στρατηγιστής, ο τελευταίος μεγάλος Έλληνας Αυτοκράτορας, αληθινά επικών ελληνορωμαϊκών διαστάσεων. Είναι κοινός τόπος στην βυζαντινή ιστοριογραφία να κατατάσσονται ανάμεσα στους κορυφαίους αυτοκράτορες, ο ιδρυτής της Κωνσταντίνος Α', ο Ιουστινιανός Α', ο Ηράκλειος, ο Νικηφόρος Β' Φωκάς και ο Βασίλειος Β' Βουλγαροκτόνος. Όλοι όμως αυτοί, αλλά και όλοι οι άλλοι οι μετριότεροί τους κατόρθωσαν "έργα μεγάλα και θωμαστά" μεν, αλλά υπό σαφώς ευνοϊκότερες συνθήκες και οιωνούς, σε σύγκριση με τον Αλέξιο Α' Κομνηνό.
Όλοι οι προηγούμενοι του Αλεξίου είχαν στα χέρια τους μία Αυτοκρατορία πάντα σε θανάσιμο κίνδυνο, μεν, μεγαλύτερη από κάθε άποψη, δε: γεωγραφική, οικονομική, στρατιωτική, διοικητική, πολιτιστική, ηθικό-πνευματική. Οι μεν αυτοκράτορες της πρώιμης βυζαντινής εποχής (Μέγας Κωνσταντίνος, Ιουστινιανός, Ηράκλειος) είχαν ένα πλουσιότατο και πληθωρικό ελληνο-ρωμαϊκό κεκτημένο στη διάθεσή τους στο οποίο έπρεπε απλώς να δώσουν την ώθηση, την απαραίτητη στήριξη για να ανακάμψει. Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης ήταν η αδιαμφισβήτητη ηγέτιδα του τότε γνωστού κόσμου. Οι αυτοκράτορές της το μόνο που έπρεπε να κάνουν ήταν σωστή διαχείριση των τεράστιων οικονομικών και στρατιωτικών ικανοτήτων του ελληνικού κόσμου της Ανατολής και αξιοκρατική χρηστή διοίκηση. Και υπήρξαν οι ικανοί αυτοκράτορες που έκαναν αυτό ακριβώς.
Το ίδιο ισχύει για τους αυτοκράτορες της Μακεδονικής Δυναστείας: αφενός έχτισαν πάνω στις στερεότατες βάσεις που είχαν ήδη θέσει οι Ίσαυροι, αφετέρου από την στιγμή όπου η Αυτοκρατορία αγγίζει την ακμή της, δηλαδή την εποχή Λέοντος Στ' Σοφού και Κωνσταντίνου Ζ' Πορφυρογέννητου, μετά βρίσκεται απλά στον "αυτόματο". Με την τεράστια κεκτημένη ταχύτητα δύο αιώνων χρηστής διοίκησης, το μόνο που χρειαζόταν ήταν μία σειρά ικανών αυτοκρατόρων (Νικηφόρος Φωκάς, Ιωάννης Τσιμισκής, Βασίλειος Βουλγαροκτόνος) για να ολοκληρωθεί η βυζαντινή εποποιία.
Επιπλέον, τις εποχές εκείνες η Αυτοκρατορία είχε μία άλλη πολύ σημαντική πολυτέλεια, που από τα μέσα του 11ου αιώνα εξέλειπε πλέον και ο Αλέξιος Α' δεν την απέκτησε ποτέ: μπορούσε η Αυτοκρατορία μέχρι τότε να πολεμά σε ένα μέτωπο μόνο και ποτέ σε δύο μέτωπα ταυτόχρονα. Είχε την μοναδική στην ιστορία πολυτέλεια να το κάνει αυτό μέσω ενός ιδιοφυούς και πολύπλοκου συνδυασμού στρατηγικής και διπλωματίας (δείτε σχετικά το μνημειώδες έργο του Edward Luttwack "The Grand Strategy of the Byzantine Empire http://www.hup.harvard.edu/catalog.php?isbn=9780674035195 ). Μετά όμως την καταστροφή στη μοιραία Μάχη του Μαντζικέρτ το 1071, η Αυτοκρατορία χάνει για πάντα πλέον αυτήν την πολυτέλεια. Από το 1071 και μετά, το Βυζάντιο είναι πλέον υποχρεωμένο να πολεμά σε πολλά μέτωπα ταυτόχρονα, σε Βορρά, Ανατολή και Δύση και έχοντας στη διάθεσή του μικρότερη γεωγραφική επικράτεια από ποτέ πριν.
Έρχεται λοιπόν το 1081 ο Αλέξιος αντιμέτωπος με μία κατάσταση πρωτοφανή, σε σύγκριση με τα μέχρι τότε ειωθότα. Το κράτος βρίσκεται σε παρατεταμένη περίοδο παρακμής και αποσύνθεσης, μετά αλλεπάλληλες καταστροφικά ανίκανες διοικήσεις, σε βαθειά ηθικό-πνευματική διαφθορά η οποία είχε κυριαρχήσει στο Παλάτι και είχε διαβρώσει όλα τα στρώματα της αυτοκρατορικής αυλής. Οι προηγούμενες καταστροφικές διοικήσεις είχαν εντελώς αβίαστα και κυριολεκτικά "εν μιά νυκτί", καταφέρει να γκρεμίσουν καίριους βυζαντινούς θεσμούς αιώνων, κυρίως τον στρατό και τη θεματική διοίκηση του κράτους. Ο στρατός βρισκόταν σε προχωρημένη διάλυση, ως επακόλουθο αλλεπάλληλων βαριών απωλειών, οι οποίες δεν αναπληρώθηκαν ποτέ. Οι θεματικοί και ταγματικοί στρατοί της Ανατολής είχαν δεχθεί συντριπτικό πλήγμα, ήδη πολύ πριν το Μαντζικέρτ, στην καταστροφική εμφύλια μάχη της Πετρόης το 1057 και φυσικά ό,τι είχε διασωθεί από την Πετρόη διαλύθηκε στη λαίλαπα που ακολούθησε το Μαντζικέρτ. Έτσι, το 1081 δεν υπήρχαν πλέον τάγματα, ενώ οι παλιές ένδοξες Σχολές ήταν και αυτές μακρινή πλέον ανάμνηση και ό,τι θεματικοί στρατοί είχαν απομείνει στα θέματα της ελληνικής χερσονήσου (θέματα Ελλάδος, Μακεδονίας, Θράκης) αναλώθηκαν και αυτά στις ανόητες στασιαστικές εκστρατείες των Νικηφόρου Βασιλάκιου και Νικηφόρου Βρυέννιου. Ο ίδιος ο Αλέξιος Κομνηνός, ως Δομέστικος των Σχολών του Νικηφόρου Βοτανειάτη, είχε αναγκαστεί να χρησιμοποιήσει Τούρκους μισθοφόρους ιπποτόξοτες στις μάχες εναντίον των δύο προαναφερθέντων σφετεριστών... Το αποτέλεσμα, όπως χαρακτηριστικά και δραματικά το περιγράφει η Άννα Κομνηνή, ήταν ο εικοσιπενταετής, νεοστεφής και ακόμα σχετικά άπειρος Αλέξιος, να μην έχει ουσιαστικά καθόλου στρατό έτοιμο και αξιόμαχο για να αντιμετωπίσει τη μεγάλη νορμανδική εισβολή του 1081.
Ο τρόπος, με τον οποίο τελικά ο Αλέξιος αντιμετώπισε επιτυχώς την πρώτη αυτή νορμανδική εισβολή, απέδειξε την στρατιωτική του ιδιοφυΐα στη μάχη της Λάρισας, το 1082. Εκεί ο Αλέξιος σημείωσε την πρώτη καταγεγραμμένη νίκη εναντίον των, έως τότε, ανίκητων Νορμανδών ιπποτών. Έχοντας αποκτήσει πικρή πείρα της αγχέμαχης συμπλοκής με τον νεοεμφανισθέντα τότε δυτικό ιππότη, στη μάχη της Λάρισας χρησιμοποίησε για πρώτη φορά τοξότες (ένα μέρος των οποίων ήταν Σελτζούκοι ιππείς που του είχε στείλει ο σουλτάνος της Νίκαιας, τον οποίο είχε καταφέρει να προσεταιρισθεί), οι οποίοι με πυκνή και συνεχή τοξοβολία, εξουδετέρωσαν το βαρύ νορμανδικό ιππικό εξ αποστάσεως. Και όλα αυτά αιώνες πριν τους, "πρωτοπόρους" υποτίθεται, Άγγλους τοξότες στη μάχη του Κρεσύ.
Την ίδια εποχή στα Βαλκάνια οργιάζουν ανεξέλεγκτοι οι Πετσενέγκοι και οι Κουμάνοι, στα βορειοδυτικά οι Σέρβοι βλέποντας την γενική αναταραχή και αναρχία είναι σε αναβρασμό και ετοιμάζουν επιθετικές κινήσεις, από τη Δύση επιτίθενται οι Νορμανδοί και, τέλος, η Ανατολή έχει όλη χαθεί στους Σελτζούκους και η Αυτοκρατορία μετά βίας κρατά πλέον τα βορειοδυτικά παράλια της Μικράς Ασίας: οι Σελτζούκοι έχουν καταλάβει τη Νίκαια και την Σμύρνη και φθάνουν μέχρι την ασιατική ακτή του Βοσπόρου.
Κι ενώ η κατάσταση στις εξωτερικές υποθέσεις εξελισσόταν πιο δραματική από ποτέ, παράλληλα στα εσωτερικά, ο λαός διακατέχεται από έντονη δυσφορία λόγω της διαιωνιζόμενης κακοδιαχείρισης, λόγω της βαρειάς και όλο αυξανόμενης φορολογίας, ενώ το πολεμικό ναυτικό και το εμπόριο της αυτοκρατορίας παραπαίουν, υπό το βάρος της οικονομικής καχεξίας το πρώτο και υπό την τρομακτική λεηλατική προέλαση εχθρών σε Ανατολή, Βορρά και Δύση το δεύτερο. Περιττό είναι, δε, να αναφερθεί ότι τον Απρίλιο του 1081 ο νέος, μόλις 25ετής, αυτοκράτορας Αλέξιος παρέλαβε τα κρατικά ταμεία άδεια και τη διοίκηση και όλο τον κρατικό μηχανισμό στα πρόθυρα της διάλυσης. Ποτέ ξανά πριν τον Αλέξιο, Βυζαντινός αυτοκράτορας, δεν κλήθηκε να αντιμετωπίσει τόσο βαθειά και πολυεπίπεδη κρίση στην Αυτοκρατορία.
Και όμως τα κατάφερε. Χωρίς να πετύχει κανένα συμβατικά "ηρωικό" κατόρθωμα, κατάφερε με την ήρεμη δύναμη και αποφασιστικότητα που τον διακατείχε να πετύχει σε κάθε απολύτως τομέα που έπασχε η Αυτοκρατορία. Δεν κατόρθωσε, βέβαια, να βρει τέλειες και μόνιμες λύσεις για όλα τα προβλήματα, κυρίως στην οικονομία. Τήρησε όμως αυστηρή πολιτική λιτότητας μέσω της οποίας σταθεροποίησε τα κρατικά ταμεία και κατάφερε να εξυγιάνει την οικονομία, και κυρίως αναδιάρθρωσε ριζικά την κρατική διοίκηση και τον στρατό, εκσυγχρονίζοντάς τα σε σημαντικό βαθμό. Έπραξε το μέγιστο δυνατό υπό τις τότε παρούσες συνθήκες και έδωσε πολύτιμη ανάσα και ώθηση στην Αυτοκρατορία, έστω για έναν ακόμα αιώνα πριν αυτή εισέλθει, νομοτελειακά, σε πορεία παρακμής και αποσύνθεσης.
Στην αρχή κέρδισε τον Α' Νορμανδικό πόλεμο με νύχια και με δόντια, κυριολεκτικά στην κόψη του ξυραφιού. Ύστερα με ιδιοφυή διπλωματία κατάφερε επιτέλους, έστω και για λίγο (όσο χρειαζόταν δηλαδή) να σταθεροποιήσει το πολύπαθο Ανατολικό μέτωπο των Σελτζούκων. Αμέσως μετά στράφηκε εναντίον των Πετσενέγκων, τους οποίους συνέτριψε οριστικά με μία σειρά από πολύνεκρες μάχες, ανηλεή και εξαντλητικό πόλεμο. Έπαιξε τους πάντες εναντίον των πάντων: Κουμάνους εναντίον Πετσενέγκων, Σελτζούκους εναντίον άλλων Σελτζούκων, Νορμανδούς και Δυτικούς εναντίον Σελτζούκων. Ακόμα και εσωτερικούς σφετεριστές εναντίον άλλων σφετεριστών. Ακολούθησε διοίκηση χρηστή και αξιοκρατική, αξιοποιώντας τους καταλληλότερους ανθρώπους στο κάθε πόστο. Πήρε από όλους το μέγιστο δυνατό αποτέλεσμα και κανείς δεν τόλμησε ποτέ να διαμαρτυρηθεί ότι αδικήθηκε από τον Αλέξιο.
Τα στρατιωτικά, πολιτικά, οικονομικά και διοικητικά κατορθώματα του Αλεξίου Κομνηνού είναι πράγματι εντυπωσιακά, αν τα εξετάσει κανείς υπό το πρίσμα των συνθηκών της εποχής του και σε σύγκριση με κάθε άλλον προηγούμενο βυζαντινό αυτοκράτορα. Σε τέτοιο βαθμό ώστε αναρωτιέται κανείς: αλήθεια, τι θα μπορούσε ή σωστότερα, και τι δεν θα μπορούσε να είχε πετύχει αυτός ο άνθρωπος αν είχε ζήσει σε μία άλλη εποχή με ευνοϊκότερες συνθήκες;
Τέλος, όμως, αξίζει να αναφερθεί κανείς σε μία άλλη, θεωρούμε πολύ σημαντική αλλά εξίσου παραγνωρισμένη και υποτιμημένη συνεισφορά του Αλεξίου Κομνηνού - μία συνεισφορά που όχι μόνο εξασφάλισε την επιβίωση της ελληνικής αυτοκρατορίας, αλλά καθόρισε όλη την μετέπειτα μεσαιωνική ιστορία σε Ανατολή και Δύση. Ο Αλέξιος Α' Κομνηνός, λοιπόν, υπήρξε πράγματι εμπνευστής της μεγάλης, για την εποχή εκείνη, ιδέας των Σταυροφοριών. Στη νεότερη ιστοριογραφία έχει, όντως, αμφισβητηθεί, είναι όμως αλήθεια ότι ο Αλέξιος Α' Κομνηνός έπαιξε έναν πολύπλευρα καθοριστικό ρόλο στην Α' Σταυροφορία. Κατ' αρχάς η επιστολή που είχε στείλει στον Πάπα Ρώμης Ουρβανό B΄ ζητώντας στρατιωτική βοήθεια από τη Δύση στον πόλεμο εναντίον των Σελτζούκων Τούρκων, είναι γεγονός ιστορικό αναμφισβήτητο. Μπορεί το αίτημα του Έλληνα αυτοκράτορα να βρήκε πολύ μικρή ανταπόκριση (μόνο ένα τάγμα μερικών εκατοντάδων Φράγκων και Φλαμανδών ιπποτών στάλθηκε τελικά, το οποίο όμως έλαβε μέρος στη μάχη του Λεβουνίου το 1091), όμως είναι αλήθεια ότι η ρητορική της αυτοκρατορικής επιστολής προς τον Πάπα ήταν πολύ δυνατή και σαφώς επηρέασε. Με λίγα λόγια, αφενός η επιστολή του Αλεξίου δεν περιείχε αίτημα για έναρξη ολόκληρης Σταυροφορίας, αφετέρου είναι αλήθεια ότι πράγματι έσπειρε τον σπόρο της μεγάλης αυτής ιδέας στο μυαλό του ίδιου του Πάπα, αλλά και του άμεσου περιβάλλοντός του.
Το γεγονός αυτό το έχουν επισημάνει προ πολλού, σημαντικοί δυτικοί ιστορικοί, ενώ, ως γνωστόν το έχει αμφισβητήσει (όχι την ίδια την επιστολή η οποία είναι καταγεγραμμένη, αλλά την συσχέτισή της με την σύλληψη της ιδέας για την Α' Σταυροφορία) εντόνως ο εθνικός μας ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος. Οφείλει, εντούτοις, να παρατηρήσει κανείς ότι η αμφισβήτηση αυτή ενδεχομένως να έγκειται σε αντιδυτική και αντιπαπική προκατάληψη του μεγάλου αυτού ιστορικού. Κάτι που συγχωρείται και αιτιολογείται, καθώς για αιώνες οι Σταυροφορίες έχουν εντυπωθεί με αρνητικό πρόσημο στην συλλογική ευρωπαϊκή ιστορική μνήμη. Όλοι οι χριστιανοί της νεότερης και σύγχρονης εποχής τρέφουν μία ενοχή και αποστροφή προς το μεγάλο αυτό κεφάλαιο της παγκόσμιας ιστορίας. Ιδιαιτέρως δε οι Έλληνες, λόγω της γνωστής και αποτρόπαιης κατάληξης της Δ' Σταυροφορίας με την Άλωση και λεηλασία της Κωνσταντινούπολης το 1204. Όλα, όμως αυτά τα εν πολλοίς συναισθηματικά συμπλέγματα, είναι κατά πολύ μεταγενέστερα της Α' Σταυροφορίας και της κοινής γνώμης που επικρατούσε την εποχή του Αλεξίου Κομνηνού. Οφείλει να ξεκαθαρισθεί και να τονισθεί ότι ασχέτως της μετέπειτα τραγικής κατάληξης της σύνολης περιπέτειας των Σταυροφοριών και της τραυματικής εμπειρίας που αυτή άφησε στους ίδιους τους Έλληνες, τίποτα από αυτά δεν ίσχυε αρχικά.
Ο Αλέξιος Κομνηνός σαφώς εξεπλάγη όταν ξαφνικά είδε μπροστά στα τείχη της Πόλης εκείνο το τρισάθλιο πλήθος των ξυπόλητων "Σταυροφόρων" του Πέτρου του Ερημίτη. Όμως από την αρχή εξέφρασε την αναφανδόν στήριξή του στην ευσεβή αυτή ιδέα για κάθε χριστιανό της εποχής εκείνης: δηλαδή την εκδίωξη των βαρβαρικών ορδών των απίστων μουσουλμάνων από την Ανατολή και τους Αγίους Τόπους και την Ιερουσαλήμ ειδικότερα. Ο Αλέξιος μάλιστα προσπάθησε να μεταπείσει τον Πέτρο τον Ερημίτη από το μάταιο εκείνο ατόπημα, χωρίς επιτυχία βέβαια. Αλλά και ύστερα όταν ήρθε ο κύριος όγκος του στρατού των Σταυροφόρων υπό την ηγεσία των Γοδεφρείδου ντε Μπουγιόν, Ρεϋμόνδου ντε Τουλούζ και του ίδιου του άσπονδου εχθρού του Βοημούνδου του Τάραντα, ο Αλέξιος εξέφρασε εξ αρχής την υποστήριξή του τόσο ηθικά όσο και υλικά. Δεν υπήρξε ποτέ αμφιβολία για αυτό. Στα τέλη του 11ου αιώνα κανένας ορθόδοξος Βυζαντινός δεν θα μπορούσε να είναι κατ' αρχήν αντίθετος στον ευσεβή και ιερό πόθο που εξέφραζαν οι Λατίνοι Σταυροφόροι. Το κατά πόσο η άμεση επαφή Ελλήνων και Δυτικο-ευρωπαίων χριστιανών οδήγησε σε τριβές και είχε τα αντίθετα των αναμενόμενων αποτελέσματα, είναι μία άλλη υπόθεση.
Η επιστολή όμως του Αλεξίου προς τον Πάπα Ουρβανό Β' εμπεριείχε έστω και άθελά της την βασική ιδέα και ρητορική για το μοναδικό ιστορικό φαινόμενο των Σταυροφοριών. Το Πάσχα του 1097 ο Αυτοκράτορας Αλέξιος υποδέχθηκε τους θρυλικούς αρχηγούς της Α' Σταυροφορίας στο Παλάτι των Βλαχερνών, ακολούθησε μεγάλη δεξίωση και ο ίδιος τους μίλησε για πολύ ώρα, με απαράμιλλη ρητορική δεινότητα και παρρησία - όλοι είχαν συγκεντρωθεί γύρω του και κρέμονταν κυριολεκτικά από τα χείλη του. Ως γνωστόν φυσικά, τους ανάγκασε να του δώσουν όρκο υποτέλειας, ο οποίος περιελάμβανε τον όρο πως κάθε περιοχή που θα κατελάμβαναν στη Μικρά Ασία θα περιήρχετο αυτομάτως στην βυζαντινή κυριαρχία.
Ιωάννης Δανδουλάκης ©
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου