Ετικέτες

Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2015

Ενας διακονιάρης με παράσημα.



Του Σπύρου Παπαδόγιαννη. Στο χωριό μας είχαμε απ΄oλα τα καλά. Και το στάρι μας και το λάδι μας και το κρασί μας και τα κηπευτικά μας και, δόξα το Θεώ, καλά περνούσαμε. Και αν δεν είχαμε και κάτι, το είχε ο διπλανός μας. Όλο το χωριό λειτουργούσε σα μια μεγάλη αποθήκη, που όλοι έβαζαν και όλοι έπαιρναν. Από πείνα δεν κινδύνευε να πεθάνει κανείς, εκτός και αν το είχε …τάμα να πεθάνει. Είμαστε και κουβαρντάδες. Μας είχαν μυριστεί και οι διακονιάρηδες και που τους έχανες, που τους έβρισκες, όλο στο χωριό μας γύριζαν. Τους είχαμε μάθει και μας είχαν μάθει και, αν καμιά φορά αργούσαν να έρθουν, ανησυχούσαμε.

Ένας γεροδιακονιάρης περνούσε από το σπίτι μας κάθε Πέμπτη, τις απογευματινές ώρες. Έτσι του έβγαινε το …πρόγραμμα. Του δύστυχου του έλειπε το ένα πόδι από το γόνατο και κάτω και δεν μπορούσε να δουλέψει. Στον πόλεμο το είχε χάσει το πόδι του και η μητέρα πατρίς , ευγνωμονούσα, του είχε βγάλει μία σύνταξη που ούτε για καφέ δεν έφτανε. Του είχε όμως απονείμει πλουσιοπαρόχως μετάλλια ανδρείας, καθώς και διπλώματα εξαιρέτων πράξεων.
Εκείνος ο γεροδιακονιάρης τα μετάλλιά του τα είχε καρφώσει επάνω στο σαμάρι του γαϊδουριού του για να το βλέπει ο κόσμος και να καταλαβαίνει πως δεν είχε να κάνει με ένα συνηθισμένο διακονιάρη, αλλά με ένα διακονιάρη που η πατρίδα τον υποχρέωσε να γίνει διακονιάρης.
Παππού, είσαι περήφανος για τα μετάλλιά σου; τον ρωτούσαν οι χωρικοί. Καλά είναι και τα μετάλλια, καλά είναι και τα τιμητικά διπλώματα, τους απαντούσε εκείνος με πίκρα, αλλά είναι ντροπή για την πατρίδα να ζητιανεύουν οι ήρωές της. Μακάρι η σφαίρα εκείνη να με είχε βρει στην καρδιά και να με είχε αφήσει στον τόπο!
Ζητιάνευε λοιπόν ο παππούς για να ζήσει, αφού δεν μπορούσε να κάνει τίποτ΄ αλλο.
Καβάλαγε το γαϊδουράκι του, ένα κοντόσωμο και υπάκουο γαϊδούρι με σταχτί χρώμα, και έπαιρνε με τα φωτήματα το δρόμο της επαιτείας. Και το γαϊδούρι αυτό δεν ήταν απλά ένα γαϊδούρι. Ήταν σύντροφος ζωής, γιατί από τότε που θυμήθηκα εγώ τον κόσμο ο διακονιάρης δεν άλλαξε γαϊδούρι. Είχε μάθει ο ένας τη γλώσσα και τα <> (συνήθειες) του άλλου και τα πήγαιναν μια χαρά. Το γαϊδουράκι λειτουργούσε σαν άνθρωπος και δεν χρειαζόταν κάθε φόρα ειδική εντολή για να σταματήσει και να ξεκινήσει.
Όλα γίνονταν αυτόματα.
Εκείνος, και δεν μου αρέσει να τον αποκαλώ διακονιάρη, χτυπούσε με την μαγκούρα του την αυλόπορτα και καλούσε επώνυμα τους νοικοκυραίους, που τους ήξερε με το μικρό τους όνομα, αλλά και με το παρατσούκλι τους. Ε! νοικοκυρέοι, φώναζε. Που είσαστε; Πέρασα και σήμερα από το φτωχικό σας και είπα να σταθώ να σας πω μια καλημέρα. Αν έχετε κάτι και για μένα, πολλά τα χρόνια σας, και, αν δεν έχετε, δεν πειράζει. Περνάω μια άλλη φορά. Ο Θεός να σας έχει καλά. Όλοι του άνοιγαν διάπλατα την πόρτα τους και κανείς δεν καμωνόταν πως δεν τον άκουσε. Του πρόσφεραν ότι είχαν και εκείνος το έπαιρνε με αξιοπρέπεια και χωρίς τα τυποποιημένα ευχολόγια και κλαψουρίσματα, όπως έκαναν οι κατ’ επάγγελμα επαίτες.
Ήξερε και τι γινόταν στο χωριό, χωρίς να είναι κουτσομπόλης. Θυμάμαι όταν παντρεύτηκε η αδερφή μου, την συγχάρηκε με μεγάλη εγκαρδιότητα. Κοπέλα μου, εύχομαι τίποτα να μην λείψει από τη ζωή σου και να τα έχεις όλα πλουσιοπάροχα. Ευλογημένη οικογένεια να αποκτήσεις και να έχεις πάντα τον άνδρα σου. Να μην σου τον πάρει η πατρίδα, γιατί η πατρίδα παίρνει τους άνδρες και δεν τους …επιστρέφει. Και αν τους επιστρέφει, τους επιστρέφει σακάτηδες και ανήμπορους. Και να μην χρειαστεί, κυρά μου, αν η ανάγκη το απαιτήσει, ο άντρας σου να γίνει ήρωας, γιατί η πατρίδα ξεχνάει τους ανώνυμους ήρωές της, όπως ξέχασε και εμένα!
Ο παππούς με το γκρί γαϊδουράκι γνώριζε και μένα. Ήξερε ποιανού είμαι και ακόμη σε ποια τάξη πηγαίνω. Το τελευταίο με είχε παραξενέψει. Τον ρώτησα. Παππού, του είπα, καλά, ξέρεις ποιανού είμαι. Πού ξέρεις όμως σε ποια τάξη πηγαίνω; Βιβλία κρατάς στα χέρια σου, ρε παιδί, μου είπε με φλέγμα ο παππούς. Γράμματα ξέρω και διαβάζω. Επάνω στα βιβλία σου είναι γραμμένη η τάξη! Με ρωτούσε και πώς τα πάω με το σχολείο, αν παίρνω καλούς βαθμούς και τι σκέβουμαι να σπουδάσω, όταν τελειώσω το Γυμνάσιο. Ήταν τόσο πηγαίες και ειλικρινείς οι ευχές αυτού του ανθρώπου για σπουδές και προκοπή, που ποτέ δεν θα τις ξεχάσω. Δεν ξέρω που κρυβόταν τόση αγάπη σε ένα ανάπηρο σώμα.
Κάποτε όμως άργησε να φανεί. Πέρασε μια εβδομάδα, πέρασαν δύο, πέρασε μήνας και δεν φάνηκε πουθενά. Ρώτησα και έμαθα. Δεν θα περνούσε πια ποτέ από τα μέρη μας, γιατί είχε περάσει στην αιωνιότητα. Εκεί φαντάζομαι ότι δεν θα είναι υποχρεωμένος να επαιτεί, αφού εκεί δεν υπάρχουν πλούσιοι και φτωχοί, επώνυμοι και ανώνυμοι, άρχοντες και αρχόμενοι, εξουσιαστές και εξουσιαζόμενοι, καταπιεστές και καταπιεζόμενοι και πολύ περισσότερο αδιάφορες πατρίδες!
( Από το βιβλίο του Σπύρου Θ. Παπαδόγιαννη: Στα μυλολίθαρα του χρόνου).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου