Η Deutsche Luftwaffe (Ντόιτσε Λούφτβαφε) είναι η Πολεμική Αεροπορία της Γερμανίας. Στη
γερμανική γλώσσα ο όρος «Luftwaffe» χρησιμοποιείται γενικά για όλες τις
πολεμικές αεροπορίες, π.χ. «die Britische Luftwaffe» είναι η Βρετανική
Αεροπορία (RAF)
Ο προάγγελος της Luftwaffe, η «Luftstreitkräfte» (Αεροπορικές
Δυνάμεις) ή «Die Fliegertruppen des deutschen Kaiserreiches» (Ιπτάμενα
Στρατεύματα της Γερμανικής Αυτοκρατορίας), ιδρύθηκε στα 1910 με την
εμφάνιση του πολεμικού αεροσκάφους, το οποίο ωστόσο αρχικά προοριζόταν
να χρησιμοποιηθεί μόνον ως αναγνωριστικό υποστήριξης των χερσαίων
δυνάμεων, όπως χρησιμοποιήθηκαν κατά τον ίδιο τρόπο τα
αερόστατα κατά τον Γάλλοπρωσικό Πόλεμο του 1870 ή ακόμα και κατά τους
Ναπολεόντειους πολέμους. Πάντως δεν ήταν η πρώτη πολεμική αεροπορία του
κόσμου, αφού η Γαλλία είχε ιδρύσει τη δική της δύναμη νωρίτερα στο ίδιο
έτος, όπως και η Ιταλία, που υπήρξε μάλιστα και η πρώτη χώρα στον κόσμο
που έκανε χρήση αεροσκαφών σε πολεμικές επιχειρήσεις στη Λιβύη, κατά τον
Ιταλοτουρκικό πόλεμο του 1911, οι δε Βρετανοί στα 1912 ίδρυσαν και
αυτοί το δικό τους Βασιλικό Ιπτάμενο Σώμα (Royal FlyingCorps) που στα
1918 συγχωνεύτηκε με τη Βασιλική Αεροπορική Υπηρεσία Ναυτικού (Royal
Naval Air Service) για να σχηματίσουν τη RAF (Royal Air Force).
Τα καταδιωκτικά ήταν όμως αυτά που κέρδισαν τη μεγάλη δόξα στα μάτια του κοινού της εποχής, καθώς αυτά δημιούργησαν «άσσους» όπως ο Μάνφρεντ φον Ριχτχόφεν (Manfred von Richthofen), γνωστότερος ως ο “Κόκκινος Βαρόνος” (“der rote Baron” στα Γερμανικά), οι Ερνστ Ούντετ (Ernst Udet), Έρχαρντ Μιλχ και Χέρμαν Γκέρινγκ, μετέπειτα πρωτεργάτες της Luftwaffe, ο Όσβαλντ Μπέλκε (Oswald Boelcke), που θεωρείται ως ο θεμελιωτής των τακτικών της αερομαχίας και ο Μαξ Ίμελμαν (Max Immelmann), ο πρώτος αεροπόρος που τιμήθηκε με το φημισμένο παράσημο «Pour le Mérite». Όπως και το Γερμανικό Ναυτικό, ο Γερμανικός Στρατός χρησιμοποιούσε αερόπλοια Ζέπελιν (Zeppelin) για να βομβαρδίζει στρατιωτικούς και πολιτικούς στόχους στη Γαλλία, το Βέλγιο και τη Μεγάλη Βρετανία.
Όλα τα γερμανικά και αυστροουγγρικά πολεμικά αεροσκάφη χρησιμοποίησαν το έμβλημα του «Σιδηρού Σταυρού» μέχρι και τις αρχές του 1918. Κατόπιν εμφανίστηκε ο «Βαλκανικός Σταυρός» (Balkenkreuz), ένα είδος μαύρου Ελληνικού Σταυρού σε λευκό βάθος.
Με την ήττα της Γερμανίας στον πόλεμο, η αεροπορία καταργήθηκε τελείως, σύμφωνα με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, που απαίτησε την καταστροφή όλων των γερμανικών αεροσκαφών. Σαν αποτέλεσμα αυτής της διάλυσης, η σημερινή Luftwaffe (που χρονολογείται από το 1956) δεν είναι η αρχαιότερη αυτόνομη αεροπορία του κόσμου, τίτλο που κατέχει η Βρετανική RAF, που ιδρύθηκε την 1η Απριλίου 1918.
Καθώς η Συνθήκη των Βερσαλλιών απαγόρευε στη Γερμανία τη διατήρηση αεροπορίας, παρουσιάστηκε η ανάγκη της μυστικής έστω εκπαίδευσης των πιλότων της, για το ενδεχόμενο ενός μελλοντικού πολέμου. Αρχικά, χρησιμοποιήθηκαν πολιτικές σχολές αεροπορίας μέσα στη χώρα, έτσι όμως μόνον ελαφρά εκπαιδευτικά αεροσκάφη μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν, για να διατηρηθεί η βιτρίνα πως οι εκπαιδευόμενοι προορίζονταν απλά για πολιτικές αεροπορίες όπως η «Lufthansa». Προκειμένου να εκπαιδεύσει τους πιλότους της στην τελευταία τεχνολογία, η Γερμανία ζήτησε τη βοήθεια του μελλοντικού εχθρού της, της ΕΣΣΔ, που επίσης ήταν απομονωμένη στην Ευρώπη. Ένα μυστικό εκπαιδευτικό αεροδρόμιο δημιουργήθηκε στο Lipetsk της Ρωσίας στα 1924 και λειτούργησε για περίπου εννέα χρόνια, χρησιμοποιώντας κυρίως ολλανδικά και ρωσικά εκπαιδευτικά αεροσκάφη, αλλά ακόμη και μερικά γερμανικά, μέχρι να κλείσει στα 1933. Η βάση αυτή ήταν επίσημα γνωστή ως 4η Μοίρα της 40ης Πτέρυγας του Ερυθρού Στρατού.
Στις 26 Φεβρουαρίου του 1935, ο Αδόλφος Χίτλερ ανέθεσε στον Άσσο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου Χέρμαν Γκέρινγκ την επανασύσταση της Luftwaffe, παραβιάζοντας τη Συνθήκη των Βερσαλλιών που υπογράφηκε στα 1919. Για την ενέργειά της αυτή, η Γερμανία δεν υπέστη κυρώσεις από τη Βρετανία και τη Γαλλία, ούτε και από την Κοινωνία των Εθνών, και η αδράνεια της διεθνούς κοινότητας οδήγησε πρακτικά στην ακύρωση όλων των περιοριστικών όρων της Συνθήκης.
Λέγεται πως ο Χέρμαν Γκέρινγκ είχε προσωπικά επιλέξει για τη Luftwaffe ένα έμβλημα που διαφοροποιούταν από εκείνα των άλλων όπλων. Στηριζόταν στον αετό, ένα αρχαίο σύμβολο της Γερμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά με κάποιες τροποποιήσεις. Από το 1933, όταν ανέβηκε στην εξουσία το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα του Χίτλερ, ο αετός καθιερώθηκε να κρατά ανάμεσα στα νύχια του το σύμβολο του κόμματος, τη σβάστικα, περιβαλλόταν δε από ένα δρύινο στεφάνι. Ο Γκέρινγκ αρνήθηκε για τη Λουφτβάφε τον αρχαίο εραλδικό αετό, που του φαινόταν υπερβολικά στυλιζαρισμένος, στατικός και ογκώδης, και προτίμησε ένα πιο νεανικό, πιο φυσικό και ελαφρύ αετό, με τα φτερά απλωμένα για πτήση, που ήταν πιο κατάλληλος ως σύμβολο για μία αεροπορία. Κι ενώ ο αετός της Βέρμαχτ κρατούσε σφιχτά, και στα δύο του πόδια, τη σβάστικα, ο αετός της Λουφτβάφε κρατούσε τη σβάστικα μόνο με το ένα του πόδι, ενώ το άλλο πρότασσε τα νύχια του σε μία απειλητική χειρονομία.
Η Λουφτβάφε είχε την ιδανική ευκαιρία να δοκιμάσει τους πιλότους, τα αεροσκάφη και τις τακτικές της κατά τον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο στα 1936-1939, όταν η Λεγεώνα Κόντορ εστάλη σε υποστήριξη των εθνικιστών επαναστατών, των οποίων ηγούταν ο Φρανθίσκο Φράνκο (Francisco Franco). Ανάμεσα στα αεροσκάφη περιλαμβάνονταν τύποι που θα γίνονταν διεθνώς γνωστοί, όπως το βομβαρδιστικό καθέτου εφορμήσεως Junkers Ju 87 Stuka και το καταδιωκτικό Messerschmitt Bf 109. Ωστόσο, τα διακριτικά της Λουφτβάφε αντικαταστάθηκαν από τα Ισπανικά της Εθνικιστικής Αεροπορίας του Φράνκο, προκειμένου να μη φαίνεται στα μάτια του κόσμου πως η Γερμανία συμμετείχε άμεσα στον πόλεμο. Αντί για τη σβάστικα στην ουρά, τα Γερμανικά αεροσκάφη έφεραν το εθνικιστικό έμβλημα της αεροπορίας (ένα σταυρό του Αγίου Ανδρέα σε λευκό βάθος), ενώ στην άτρακτο και τις ημιπτέρυγες έφεραν μαύρους δίσκους. Όλα τα αεροσκάφη της Λεγεώνας χορηγήθηκαν σε μονάδες που τυποποιήθηκαν με ονομασίες που τελείωναν στον αριθμό «88». Έτσι η Μοίρα Βομβαρδιστικών ονομάζονταν Kampfgruppe 88, Κ/88 για συντομία και η Μοίρα Καταδίωξης Jagdgruppe 88 (J/88).
Το καλοκαίρι και φθινόπωρο του 1940 η Λουφτβάφε έχασε τη Μάχη της Αγγλίας πάνω από το Βρετανικό εναέριο χώρο. Η μάχη της Αγγλίας αποτέλεσε την πρώτη πλήρως εναέρια μάχη της ιστορίας και την πρώτη αποτυχία της Γερμανίας στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μετά τις στρατιωτικές αποτυχίες στο Ανατολικό Μέτωπο, από τα 1942 και μετά, η Λουφτβάφε άρχισε μια σταθερή, σταδιακή πορεία παρακμής, που την οδήγησε στη συντριβή από την αριθμητική υπεροχή των συμμαχικών αεροσκαφών, που αναπτύχθηκαν εναντίον της.
Προς το τέλος του πολέμου, η Λουφτβάφε δεν αποτελούσε πλέον βασικό παράγοντα του πολέμου και, παρότι παρουσίασε πολύ προηγμένα αεροσκάφη, όπως τα Messerschmitt Me 262 και Me 163, η έλλειψη καυσίμων, η ανεπαρκής βιομηχανική παραγωγή και η απουσία έμπειρων πιλότων δεν της επέτρεψαν να ανακτήσει τη χαμένη της αίγλη.
Τον Αύγουστο του 1946 οι Σύμμαχοι διέλυσαν επίσημα τη Λουφτβάφε και απαγόρευσαν τη στρατιωτική αεροπορία στη Γερμανία. Αυτό άλλαξε όταν η Δυτική Γερμανία έγινε δεκτή στο ΝΑΤΟ στα 1955, καθώς οι Δυτικοί Σύμμαχοι πίστευαν πως η Γερμανία ήταν χρήσιμη απέναντι στην αυξανόμενη στρατιωτική απειλή της Σοβιετικής Ένωσης και των συμμάχων της του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Κατά τις επόμενες δεκαετίες, η Δυτικογερμανική Λουφτβάφε εξοπλιζόταν κυρίως με αεροσκάφη αμερικανικής σχεδίασης, που κατασκευάζονταν στη Γερμανία με άδεια. Έμβλημά της ήταν πλέον (και παραμένει) ο Σιδηρούς Σταυρός στην άτρακτο, που απηχεί την παράδοση του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ στην ουρά φέρονταν η εθνική Σημαία της Δυτικής Γερμανίας.
Το Μάρτιο του 1999 η Λουφτβάφε έλαβε μέρος, για πρώτη φορά από το 1945, σε πολεμικές επιχειρήσεις μέσα στα πλαίσια του ΝΑΤΟ στο Κοσσυφοπέδιο. Όπως σχολιάστηκε, ήταν η πρώτη φορά που η Γερμανική Λουφτβάφε και η Βρετανική RAF πολέμησαν πλάι-πλάι. Κανένα Γερμανικό αεροσκάφος δεν χάθηκε κατά τα επεισόδια, αλλά η παρουσία του επικρίθηκε, λόγω της αντίθεσης της Γερμανικής κοινής γνώμης. Χαρακτηρίστηκε μάλιστα και αντισυνταγματική ενέργεια, αφού από το 1949 το Γερμανικό Σύνταγμα (Grundgesetz) απαγορεύει τη συμμετοχή της χώρας σε επιθετικούς πολέμους.
Πηγή – Wikipedia
Τα καταδιωκτικά ήταν όμως αυτά που κέρδισαν τη μεγάλη δόξα στα μάτια του κοινού της εποχής, καθώς αυτά δημιούργησαν «άσσους» όπως ο Μάνφρεντ φον Ριχτχόφεν (Manfred von Richthofen), γνωστότερος ως ο “Κόκκινος Βαρόνος” (“der rote Baron” στα Γερμανικά), οι Ερνστ Ούντετ (Ernst Udet), Έρχαρντ Μιλχ και Χέρμαν Γκέρινγκ, μετέπειτα πρωτεργάτες της Luftwaffe, ο Όσβαλντ Μπέλκε (Oswald Boelcke), που θεωρείται ως ο θεμελιωτής των τακτικών της αερομαχίας και ο Μαξ Ίμελμαν (Max Immelmann), ο πρώτος αεροπόρος που τιμήθηκε με το φημισμένο παράσημο «Pour le Mérite». Όπως και το Γερμανικό Ναυτικό, ο Γερμανικός Στρατός χρησιμοποιούσε αερόπλοια Ζέπελιν (Zeppelin) για να βομβαρδίζει στρατιωτικούς και πολιτικούς στόχους στη Γαλλία, το Βέλγιο και τη Μεγάλη Βρετανία.
Όλα τα γερμανικά και αυστροουγγρικά πολεμικά αεροσκάφη χρησιμοποίησαν το έμβλημα του «Σιδηρού Σταυρού» μέχρι και τις αρχές του 1918. Κατόπιν εμφανίστηκε ο «Βαλκανικός Σταυρός» (Balkenkreuz), ένα είδος μαύρου Ελληνικού Σταυρού σε λευκό βάθος.
Με την ήττα της Γερμανίας στον πόλεμο, η αεροπορία καταργήθηκε τελείως, σύμφωνα με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, που απαίτησε την καταστροφή όλων των γερμανικών αεροσκαφών. Σαν αποτέλεσμα αυτής της διάλυσης, η σημερινή Luftwaffe (που χρονολογείται από το 1956) δεν είναι η αρχαιότερη αυτόνομη αεροπορία του κόσμου, τίτλο που κατέχει η Βρετανική RAF, που ιδρύθηκε την 1η Απριλίου 1918.
Καθώς η Συνθήκη των Βερσαλλιών απαγόρευε στη Γερμανία τη διατήρηση αεροπορίας, παρουσιάστηκε η ανάγκη της μυστικής έστω εκπαίδευσης των πιλότων της, για το ενδεχόμενο ενός μελλοντικού πολέμου. Αρχικά, χρησιμοποιήθηκαν πολιτικές σχολές αεροπορίας μέσα στη χώρα, έτσι όμως μόνον ελαφρά εκπαιδευτικά αεροσκάφη μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν, για να διατηρηθεί η βιτρίνα πως οι εκπαιδευόμενοι προορίζονταν απλά για πολιτικές αεροπορίες όπως η «Lufthansa». Προκειμένου να εκπαιδεύσει τους πιλότους της στην τελευταία τεχνολογία, η Γερμανία ζήτησε τη βοήθεια του μελλοντικού εχθρού της, της ΕΣΣΔ, που επίσης ήταν απομονωμένη στην Ευρώπη. Ένα μυστικό εκπαιδευτικό αεροδρόμιο δημιουργήθηκε στο Lipetsk της Ρωσίας στα 1924 και λειτούργησε για περίπου εννέα χρόνια, χρησιμοποιώντας κυρίως ολλανδικά και ρωσικά εκπαιδευτικά αεροσκάφη, αλλά ακόμη και μερικά γερμανικά, μέχρι να κλείσει στα 1933. Η βάση αυτή ήταν επίσημα γνωστή ως 4η Μοίρα της 40ης Πτέρυγας του Ερυθρού Στρατού.
Στις 26 Φεβρουαρίου του 1935, ο Αδόλφος Χίτλερ ανέθεσε στον Άσσο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου Χέρμαν Γκέρινγκ την επανασύσταση της Luftwaffe, παραβιάζοντας τη Συνθήκη των Βερσαλλιών που υπογράφηκε στα 1919. Για την ενέργειά της αυτή, η Γερμανία δεν υπέστη κυρώσεις από τη Βρετανία και τη Γαλλία, ούτε και από την Κοινωνία των Εθνών, και η αδράνεια της διεθνούς κοινότητας οδήγησε πρακτικά στην ακύρωση όλων των περιοριστικών όρων της Συνθήκης.
Λέγεται πως ο Χέρμαν Γκέρινγκ είχε προσωπικά επιλέξει για τη Luftwaffe ένα έμβλημα που διαφοροποιούταν από εκείνα των άλλων όπλων. Στηριζόταν στον αετό, ένα αρχαίο σύμβολο της Γερμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά με κάποιες τροποποιήσεις. Από το 1933, όταν ανέβηκε στην εξουσία το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα του Χίτλερ, ο αετός καθιερώθηκε να κρατά ανάμεσα στα νύχια του το σύμβολο του κόμματος, τη σβάστικα, περιβαλλόταν δε από ένα δρύινο στεφάνι. Ο Γκέρινγκ αρνήθηκε για τη Λουφτβάφε τον αρχαίο εραλδικό αετό, που του φαινόταν υπερβολικά στυλιζαρισμένος, στατικός και ογκώδης, και προτίμησε ένα πιο νεανικό, πιο φυσικό και ελαφρύ αετό, με τα φτερά απλωμένα για πτήση, που ήταν πιο κατάλληλος ως σύμβολο για μία αεροπορία. Κι ενώ ο αετός της Βέρμαχτ κρατούσε σφιχτά, και στα δύο του πόδια, τη σβάστικα, ο αετός της Λουφτβάφε κρατούσε τη σβάστικα μόνο με το ένα του πόδι, ενώ το άλλο πρότασσε τα νύχια του σε μία απειλητική χειρονομία.
Η Λουφτβάφε είχε την ιδανική ευκαιρία να δοκιμάσει τους πιλότους, τα αεροσκάφη και τις τακτικές της κατά τον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο στα 1936-1939, όταν η Λεγεώνα Κόντορ εστάλη σε υποστήριξη των εθνικιστών επαναστατών, των οποίων ηγούταν ο Φρανθίσκο Φράνκο (Francisco Franco). Ανάμεσα στα αεροσκάφη περιλαμβάνονταν τύποι που θα γίνονταν διεθνώς γνωστοί, όπως το βομβαρδιστικό καθέτου εφορμήσεως Junkers Ju 87 Stuka και το καταδιωκτικό Messerschmitt Bf 109. Ωστόσο, τα διακριτικά της Λουφτβάφε αντικαταστάθηκαν από τα Ισπανικά της Εθνικιστικής Αεροπορίας του Φράνκο, προκειμένου να μη φαίνεται στα μάτια του κόσμου πως η Γερμανία συμμετείχε άμεσα στον πόλεμο. Αντί για τη σβάστικα στην ουρά, τα Γερμανικά αεροσκάφη έφεραν το εθνικιστικό έμβλημα της αεροπορίας (ένα σταυρό του Αγίου Ανδρέα σε λευκό βάθος), ενώ στην άτρακτο και τις ημιπτέρυγες έφεραν μαύρους δίσκους. Όλα τα αεροσκάφη της Λεγεώνας χορηγήθηκαν σε μονάδες που τυποποιήθηκαν με ονομασίες που τελείωναν στον αριθμό «88». Έτσι η Μοίρα Βομβαρδιστικών ονομάζονταν Kampfgruppe 88, Κ/88 για συντομία και η Μοίρα Καταδίωξης Jagdgruppe 88 (J/88).
Το καλοκαίρι και φθινόπωρο του 1940 η Λουφτβάφε έχασε τη Μάχη της Αγγλίας πάνω από το Βρετανικό εναέριο χώρο. Η μάχη της Αγγλίας αποτέλεσε την πρώτη πλήρως εναέρια μάχη της ιστορίας και την πρώτη αποτυχία της Γερμανίας στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μετά τις στρατιωτικές αποτυχίες στο Ανατολικό Μέτωπο, από τα 1942 και μετά, η Λουφτβάφε άρχισε μια σταθερή, σταδιακή πορεία παρακμής, που την οδήγησε στη συντριβή από την αριθμητική υπεροχή των συμμαχικών αεροσκαφών, που αναπτύχθηκαν εναντίον της.
Προς το τέλος του πολέμου, η Λουφτβάφε δεν αποτελούσε πλέον βασικό παράγοντα του πολέμου και, παρότι παρουσίασε πολύ προηγμένα αεροσκάφη, όπως τα Messerschmitt Me 262 και Me 163, η έλλειψη καυσίμων, η ανεπαρκής βιομηχανική παραγωγή και η απουσία έμπειρων πιλότων δεν της επέτρεψαν να ανακτήσει τη χαμένη της αίγλη.
Τον Αύγουστο του 1946 οι Σύμμαχοι διέλυσαν επίσημα τη Λουφτβάφε και απαγόρευσαν τη στρατιωτική αεροπορία στη Γερμανία. Αυτό άλλαξε όταν η Δυτική Γερμανία έγινε δεκτή στο ΝΑΤΟ στα 1955, καθώς οι Δυτικοί Σύμμαχοι πίστευαν πως η Γερμανία ήταν χρήσιμη απέναντι στην αυξανόμενη στρατιωτική απειλή της Σοβιετικής Ένωσης και των συμμάχων της του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Κατά τις επόμενες δεκαετίες, η Δυτικογερμανική Λουφτβάφε εξοπλιζόταν κυρίως με αεροσκάφη αμερικανικής σχεδίασης, που κατασκευάζονταν στη Γερμανία με άδεια. Έμβλημά της ήταν πλέον (και παραμένει) ο Σιδηρούς Σταυρός στην άτρακτο, που απηχεί την παράδοση του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ στην ουρά φέρονταν η εθνική Σημαία της Δυτικής Γερμανίας.
Το Μάρτιο του 1999 η Λουφτβάφε έλαβε μέρος, για πρώτη φορά από το 1945, σε πολεμικές επιχειρήσεις μέσα στα πλαίσια του ΝΑΤΟ στο Κοσσυφοπέδιο. Όπως σχολιάστηκε, ήταν η πρώτη φορά που η Γερμανική Λουφτβάφε και η Βρετανική RAF πολέμησαν πλάι-πλάι. Κανένα Γερμανικό αεροσκάφος δεν χάθηκε κατά τα επεισόδια, αλλά η παρουσία του επικρίθηκε, λόγω της αντίθεσης της Γερμανικής κοινής γνώμης. Χαρακτηρίστηκε μάλιστα και αντισυνταγματική ενέργεια, αφού από το 1949 το Γερμανικό Σύνταγμα (Grundgesetz) απαγορεύει τη συμμετοχή της χώρας σε επιθετικούς πολέμους.
Πηγή – Wikipedia
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου