Ιδιώνυμο στη Νομική Επιστήμη ονομάζουμε το έγκλημα εκείνο για το οποίο προβλέπονται ιδιαίτερες ποινές σε σχέση με τα εγκλήματα της γενικής κατηγορίας, όπου αυτό υπάγεται. Ο όρος από το 1929 απέκτησε πολιτική σημασία και σήμανε κάθε κατασταλτικό μέτρο που εφαρμόστηκε έως το 1974 και ποινικοποιούσε την υποστήριξη και διάδοση των κομμουνιστικών ιδεών.
Η επικράτηση των μπολσεβίκων στη Ρωσία και οι διεκδικητικοί αγώνες του εργατικού κινήματος είχαν θορυβήσει τις κυρίαρχες τάξεις της χώρας. Κάθε απεργός ήταν γι' αυτούς κι ένας εν δυνάμει κομμουνιστής. Παράβλεπαν το γεγονός ότι το ΚΚΕ είχε μικρή επιρροή στο λαό, όντας εκτός Βουλής, όταν δεν σπαρασσόταν από εσωκομματικές έριδες. Είχε φροντίσει και το ίδιο το Κόμμα να ρίξει λάδι στη φωτιά με τη θέση του στο «Μακεδονικό» και την υπονόμευση της Μικρασιατικής Εκστρατείας μέσα στους στρατώνες. Πάντως, για πρώτη φορά στην ιστορία της Ελλάδας ένα πολιτικό κόμμα αμφισβητούσε τα θεμέλια της κοινωνικής οργάνωσης.
Μιλώντας σε προεκλογική συγκέντρωση στη Θεσσαλονίκη στις 7 Ιουλίου 1928, ο Ελευθέριος Βενιζέλος ήταν ξεκάθαρος: «Πάσα απόπειρα διαταράξεως ή βιαίας ανατροπής του αστικού καθεστώτος, του οποίου στερεά θεμέλια είνε η πατρίς, η οικογένεια, η ιδιοκτησία θα εύρη αντιμέτωπον την πυγμήν του Κράτους. Είμεθα αποφασισμένοι να εξοπλίσωμεν το κράτος και τας αρχάς του διά τας αναγκαίας νομοθεσίας, όπως καταστή δυνατή η αποτελεσματική κοινωνική άμυνα κατά των απροκάλυπτων ανατρεπικών ενεργειών των εχθρών του κοινωνικού καθεστώτος».
Ελλείψει κομμουνιστικής εκπροσώπησης της Βουλής, το βάρος της αντίθεσης στο νομοσχέδιο σήκωσε η αριστερή πτέρυγα των Φιλελευθέρων με επικεφαλής τους Αλέξανδρο Παπαναστασίου, Γεώργιο Παπανδρέου και Γεώργιο Καφαντάρη. Το ΚΚΕ αρκέσθηκε να διοργανώσει κάποιες διαδηλώσεις σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Το αντιπολιτευόμενο «Λαϊκό Κόμμα» θύμισε στον διαφωνούντα Παπαναστασίου ότι ως πρωθυπουργός το 1924 είχε περάσει νόμο στη Βουλή που ποινικοποιούσε την έκφραση γνώμης υπέρ του έκπτωτου βασιλιά.
Ο Παπαναστασίου ως έσχατο όριο υποχώρησης πρότεινε να διώκονται και οι φασίστες με το «ιδιώνυμο», αλλά ο Βενιζέλος απέρριψε την πρότασή του. Το νομοσχέδιο ψηφίστηκε τελικά στις 18 Ιουλίου από τη συντριπτική πλειοψηφία της Βουλής και από τις 25 Ιουλίου 1929 άρχισε η εφαρμογή του.
Το τελικό κείμενο του νόμου καθιέρωνε την αποκλειστική αρμοδιότητα των κοινών ποινικών δικαστηρίων για την εκδίκαση των θεσπιζομένων αδικημάτων. Επρόκειτο για σαφή παρέκκλιση από το Σύνταγμα του 1927 (άρθρο 100 παρ. 1), που όριζε ότι μόνα αρμόδια για την εκδίκαση των πολιτικών εγκλημάτων ήταν τα ορκωτά δικαστήρια.
Η ψήφιση του «Ιδιώνυμου» ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων, τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό. Την αντίθεσή του εξέφρασε ο νομικός κόσμος της χώρας με αρθρογραφία στα περιοδικά «Θέμις» και «Δικαιοσύνη» .Φωνή διαμαρτυρίας ύψωσαν διανοούμενοι, όπως ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, η Γαλάτεια Καζαντζάκη, ο Γεώργιος Νιρβάνας, ο Κωνσταντίνος Άμαντος, ο Δημήτρης Γληνός, ο Αλβέρτος Αϊνστάιν και ο Ανρί Μπαρμπίς.
Στα επτά χρόνια της εφαρμογής του έως το 1936, οπότε αντικαταστάθηκε με σκληρότερο νόμο από το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, γύρω στα 16.500 πολίτες συνελήφθησαν. Από αυτούς 3031 καταδικάσθηκαν και εξορίστηκαν στα νησιά Φολέγανδρο, Ανάφη, Αμοργό και Σκύρο. Με δικαστικές αποφάσεις διαλύθηκαν πολλές οργανώσεις και σωματεία, που επηρεάζονταν από το ΚΚΕ.
Στο «Ιδιώνυμο» του Βενιζέλου στηρίχθηκαν πλήθος νομοθετημάτων για το ζήτημα της προστασίας του κοινωνικού συστήματος, από τη Μεταξική δικτατορία (α.ν. 117/1936) ως και τη μετεμφυλιοπολεμική περίοδο (ν. 509/1947). Αυτού του είδους οι νόμοι έπαυσαν να υφίστανται από τη μεταπολίτευση, με την εφαρμογή του Συντάγματος του 1975.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου