Ετικέτες

Σάββατο 25 Ιουλίου 2015

ΕΥΡΩ: ΥΠΕΡ ΚΑΙ ΚΑΤΑ (ΜΙΚΡΗ ΣΥΛΟΓΗ ΆΡΘΡΩΝ)

 

 

Α)Το ευρώ μπορεί να πετύχει



euro--8-thumb-largeEDWARD HABAS / REUTERS


O Mπεν Μπερνάνκι είναι ο τελευταίος εξέχων οικονομολόγος που διατυπώνει μια αρνητική άποψη για την Ευρωζώνη. Με την ιδιότητα του διακεκριμένου συνεργάτη στο Ινστιτούτο Brookings, ο πρώην πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed) εκφράζει τα παράπονά του, κυρίως για τον χρηματοπιστωτικό κλάδο. Θεωρεί πως τα προβλήματα της Ευρωζώνης προκαλούνται από το γεγονός ότι οι νομισματικές και δημοσιονομικές πολιτικές είναι πολύ άτολμες. Οι προσπάθειες που καταβάλλονται για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στο τραπεζικό σύστημα είναι ανεπαρκείς.
Μεγαλοποιεί ορισμένες διαφορές που, όμως, στην ουσία είναι τόσο ευρείες. Μπορεί οι Ευρωπαίοι να συζητούν πολύ για την ανάγκη εφαρμογής μέτρων λιτότητας, όπως οι Αμερικανοί, αλλά οι οικονομίες και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού παρουσίασαν μεγάλα ελλείμματα μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού μειώθηκαν τα ελλείμματα, αν και στην Ευρωζώνη αυτό επιτεύχθηκε σε βραδύτερους ρυθμούς. Ανάλογες ήταν οι προσεγγίσεις, επίσης, ως προς την εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής. Στην αρχή πιο επιθετικοί ήταν οι Αμερικανοί αλλά σήμερα οι διαφορές είναι σχεδόν ανύπαρκτες.

Ο κ. Μπερνάνκι είναι πιο εύστοχος όταν επισημαίνει ότι οι τράπεζες της Ευρωζώνης έχασαν πολύτιμο χρόνο λόγω των ανεπαρκών κεφαλαίων που διέθεταν και της έλλειψης επαρκούς στήριξης. Η διαδικασία αυτή ήταν ιδιαίτερα χρονοβόρα. Ωστόσο, σε αυτή τη φάση τα δεδομένα έχουν ανατραπεί προς το καλύτερο.
Η ανάλυση του κ. Μπερνάνκι δεν θίγει τη βασική αιτία της βραδείας ανάπτυξης στην Ευρωζώνη. Και αυτή είναι η βαθιά ριζωμένη ασυμμετρία της αγοράς εργασίας των κρατών-μελών. Στη διάρκεια αλλά και μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και την κρίση χρέους της Ευρωζώνης, οι εργοδότες στην Ευρώπη προχώρησαν σε περικοπές προσωπικού διότι θεώρησαν ότι ήταν επιβεβλημένο. Το ποσοστό ανεργίας στην Ευρωζώνη, κατά συνέπεια, αυξάνονταν σταθερά από 7,2% το 2008 στο 12,1% τον Απρίλιο του 2013. Οσο, ωστόσο, υποχωρούσε η κρίση, εξαιρουμένης της Ελλάδας, οι εργοδότες δεν άρχισαν να δημιουργούν θέσεις εργασίας, αποθαρρυμένοι από παρεμβατικούς κανόνες, την υψηλή φορολογία στην εργασία και από προνόμια με υψηλό κόστος. Το ποσοστό ανεργίας έχει υποχωρήσει μεν, αλλά βρίσκεται στο υψηλό επίπεδο του 11,1%.
Αναμφισβήτητα, η Ευρωζώνη μπορεί να επιτύχει μόνον εάν οι κυβερνήσεις αποφασίσουν να επιδοτήσουν η μια την οικονομία της άλλης και να επιτρέψουν σε ορισμένες περιπτώσεις να κηρύξουν χρεοκοπία κάποιες από τις χώρες-μέλη. Αν και τίποτα απ’ όλα αυτά δεν είναι επιτρεπτό θεωρητικά, τα πράγματα διαφέρουν στην πραγματικότητα. Κρατικά κεφάλαια μετακινούνται από τη μια χώρα-μέλος στην άλλη είτε μέσα από κεφάλαια της Ευρωπαϊκής Ενωσης είτε μέσα από έμμεσες επιδοτήσεις και καταβολές. Σε ό,τι αφορά τη δυνατότητα μιας χώρας-μέλους να κηρύξει χρεοκοπία, η πραγματική αξία του ελληνικού χρέους έχει ήδη μειωθεί σημαντικά με την προσφορά πιο γενναιόδωρων όρων αποπληρωμής. Πάντως, ακόμη και εάν οι οικονομίες της Ευρωζώνης συναντούν εμπόδια για τη δημιουργία θέσεων εργασίας ή για την προώθηση καινοτομιών, το ευρώ δεν θα επιβιώσει μόνον, αλλά θα εδραιωθεί ως ένα πετυχημένο νόμισμα.
Aυτό που χρειάζεται είναι μια Ευρώπη επαρκώς ενωμένη από πολιτική και πολιτισμική άποψη ώστε να στηρίξει μια πειστική δημοσιονομική και νομισματική πολιτική. Ο κ. Μπερνάνκι μπορεί να έχει δίκιο όταν ισχυρίζεται πως η αποτυχία του ευρώ έχει κοστίσει την ανάπτυξη των χωρών-μελών. Αλλά αυτές οι απώλειες είναι ένα μικρό τίμημα για το μεγάλο οικονομικό και πολιτιστικό όφελος που μπορεί να επιτύχει ένα διακρατικό νόμισμα. Οι όποιες διαμάχες για τη νομισματική και δημοσιονομική πολιτική μπορούν να καταλήξουν σε μια συμφωνία και σε δράση ώστε να συμβάλουν στη δημιουργία μιας κοινής ευρωπαϊκής συνείδησης.
“Καθημερινή”

 ==========================

Β)Μήπως ήρθε η ώρα να εγκαταλείψουμε το αποτυχημένο πείραμα του ευρώ;

 Γιατί η ΟΝΕ μπορεί να γίνει καταστροφική όταν δεν συνοδεύεται από δημοσιονομική και πολιτική ένωση.
Η Οικονομική και Νομισματική Ενωση (ΟΝΕ) της Ευρώπης δεν ήταν ποτέ μια καλή ιδέα. Θυμάμαι την έκπληξή μου όταν, ως νεαρός επίκουρος καθηγητής, διαπίστωσα ότι ήμουν αντίθετος στη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Πίστευα τότε – και ακόμη το πιστεύω – ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση είναι ένα πολύ καλό πράγμα. Αλλά τα εγχειρίδια που δίδασκα έδειχναν πόσο καταστροφική μπορούσε να είναι η ΟΝΕ εφόσον δεν συνοδευόταν με δημοσιονομική και πολιτική ένωση.
Ούτε ένα γεγονός από όσα συνέβησαν έκτοτε δεν με έπεισε ότι τα εγχειρίδια ήταν υπερβολικά απαισιόδοξα. Αντίθετα, ήταν πολύ αισιόδοξα. Η διαδρομή στη ζωή είναι γεμάτη μπανανόφλουδες, και όταν πατάς μία και γλιστράς, πρέπει να προσαρμόζεσαι. Η νομισματική ένωση από μόνη της έγινε μια τεράστια μπανανόφλουδα που προκάλεσε, μεταξύ άλλων, διαφυγή κεφαλαίων, η οποία ανέβασε στα ύψη τις δαπάνες στην ευρωπαϊκή περιφέρεια. Και η δυνατότητα ρύθμισης, δηλαδή η υποτίμηση του νομίσματος, ήταν αδύνατη.
Επιπλέον, τα περισσότερα εγχειρίδια εκείνης της εποχής αγνοούσαν το ότι οι εκροές κεφαλαίων θα μεταφέρονταν μέσω των τραπεζών και ότι, όταν το κεφάλαιο θα σταματούσε να ρέει, η κρίση των τραπεζών θα στράγγιζε τα δημόσια οικονομικά των περιφερειακών μελών της ευρωζώνης. Αυτό, με τη σειρά του, θα διάβρωνε περαιτέρω τους ισολογισμούς των τραπεζών και θα περιόριζε τη δημιουργία πίστωσης: είναι ακριβώς ο φαύλος κύκλος του κυρίαρχου τραπεζικού τομέα, για τον οποίο ακούμε τόσα πολλά τα τελευταία χρόνια. Επίσης, τα εγχειρίδια δεν προέβλεψαν ότι η ευρωπαϊκή συνεργασία θα επέβαλλε λιτότητα στις χώρες που χτύπησε η κρίση, δημιουργώντας ύφεση, η οποία σε ορισμένες περιπτώσεις θυμίζει εκείνη που ακολούθησε το Κραχ του 1929.
Η αποτυχία κοστίζει τόσο οικονομικά όσο και πολιτικά. Η εμπιστοσύνη στους ευρωπαϊκούς θεσμούς κατέρρευσε. Τα πολιτικά κόμματα, τα οποία είναι σκεπτικά όχι μόνο για το ευρώ αλλά για ολόκληρο το ευρωπαϊκό σχέδιο, είναι σε άνοδο. Και εν τούτοις οι περισσότεροι οικονομολόγοι, ακόμη και εκείνοι που δεν ήταν ποτέ ενθουσιασμένοι με την ΟΝΕ, είναι απρόθυμοι να συζητήσουν το ερώτημα «μήπως ήρθε η ώρα να εγκαταλείψουμε το αποτυχημένο πείραμα του ευρώ;».

Η μητέρα όλων των οικονομικών κρίσεων
Ενα διάσημο άρθρο του Μπάρι Αϊχενγκριν επεσήμανε ότι μια αναμενόμενη διάλυση της ΟΝΕ θα οδηγούσε στη «μητέρα όλων των οικονομικών κρίσεων». Είναι δύσκολο να διαφωνήσεις μαζί του. Γι’ αυτό οικονομολόγοι όλων των αποχρώσεων, είτε υποστήριξαν είτε όχι την εισαγωγή του κοινού νομίσματος, πέρασαν τα τελευταία πέντε χρόνια αναπτύσσοντας και προωθώντας ένα πακέτο θεσμικών μεταρρυθμίσεων και αλλαγών πολιτικής που θα έκαναν την ευρωζώνη λιγότερο δυσλειτουργική.
Βραχυπρόθεσμα η ευρωζώνη χρειάζεται μια πολύ πιο χαλαρή νομισματική και δημοσιονομική πολιτική. Χρειάζεται επίσης έναν υψηλότερο στόχο για τον πληθωρισμό, ώστε να περιορίσει την ανάγκη για μείωση των ονομαστικών μισθών και των τιμών. Χρειάζεται επίσης ελάφρυνση του χρέους όπου είναι απαραίτητο, τραπεζική ένωση με επαρκή, κεντρική δημοσιονομική υποστήριξη, ένα κεφάλαιο «ασφαλείας» της ευρωζώνης το οποίο οι κεντρικές τράπεζες μπορούν να χρηματοδοτούν.
Δυστυχώς, οι οικονομολόγοι δεν έχουν συζητήσει επαρκώς για μια κατάλληλη δημοσιονομική ενοποίηση στην Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ). Ακόμη και όσοι τη θεωρούν οικονομικά αναγκαία λογοκρίνουν τον εαυτό τους, γιατί πιστεύουν ότι είναι πολιτικά ανέφικτη. Το πρόβλημα είναι ότι η σιωπή περιόρισε το όριο της πολιτικής πιθανότητας ακόμη περισσότερο, που οι περισσότερες μετριοπαθείς προτάσεις απέτυχαν να συνεχίσουν επίσης.
Πέντε χρόνια μετά η ευρωζώνη εξακολουθεί να στερείται κατάλληλης τραπεζικής ένωσης ή ακόμη και, όπως έδειξε η Ελλάδα, κατάλληλου δανειστή έσχατης καταφυγής. Ο στόχος για υψηλότερο πληθωρισμό παραμένει αδιανόητος και η κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Γερμανίας ισχυρίζεται ότι οι χρεοκοπίες κρατών εντός του ευρώ είναι παράνομες. Η δημοσιονομική προσαρμογή με στόχο την επιστροφή στην ανάπτυξη είναι η μοναδική συνταγή.
Λάθος το κλείσιμο των ελληνικών τραπεζών
Ο καθυστερημένος εναγκαλισμός από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα της ποσοτικής χαλάρωσης ήταν ένα ευπρόσδεκτο βήμα προς τα εμπρός, αλλά η πολύ καταστρεπτική απόφαση των φορέων χάραξης πολιτικής να κλείσουν τις τράπεζες μιας χώρας-μέλους – προφανώς για πολιτικούς λόγους – είναι ένα πολύ μεγαλύτερο βήμα προς τα πίσω. Κανένας δεν μιλάει για πραγματική δημοσιονομική και πολιτική ένωση, ακόμη και αν κανένας δεν μπορεί να φανταστεί την ευρωπαϊκή νομισματική ένωση να επιβιώνει υπό την παρούσα κατάσταση.
Εν τω μεταξύ η πολιτική καταστροφή είναι εν εξελίξει: δεν είναι όλα τα κόμματα που διαμαρτύρονται φιλοευρωπαϊκά όπως ο ΣΥΡΙΖΑ που κυβερνά στην Ελλάδα. Οι πολιτικοί της κεντρικής ευρωπαϊκής σκηνής αδυνατούν να διασκεδάσουν τις ανησυχίες των ψηφοφόρων για τις συνέπειες της οικονομικής πολιτικής της ευρωζώνης και για το έλλειμμα δημοκρατίας. Ετσι στη Γαλλία η Μαρίν Λεπέν του ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου επικαλείται στον δημόσιο λόγο της απόψεις του Πολ Κρούγκμαν και του Τζόζεφ Στίγκλιτζ. Και οι ψηφοφόροι της εργατικής τάξης στρέφονται στο κόμμα της.

Η καταστροφική επέλαση της Μαρίν Λεπέν
Μια νίκη για το Εθνικό Μέτωπο το 2017 ή το 2022, που δεν είναι πλέον αδιανόητη, θα κατέστρεφε το ευρωπαϊκό σχέδιο. Πολίτες των μικρότερων κρατών-μελών της ευρωζώνης θα διαπίστωναν τον άγριο τρόπο με τον οποίο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα συνέπραξε στο πολιτικό παιχνίδι για να πετύχουν οι στόχοι της Γερμανίας στην Ελλάδα. Το συμπέρασμα ότι η ευρωζώνη είναι μια επικίνδυνη «ένωση» για τις μικρές χώρες θα προκύψει αναπόφευκτα.
Οσον αφορά τους οικονομολόγους που αρνούνται να προτείνουν το τέλος του αποτυχημένου πειράματος του ευρώ, ίσως είναι ώρα να παραδεχθούν την ήττα και να προχωρήσουν. Αν μόνο οι αντιευρωπαϊστές αντιτίθενται στη νομισματική ένωση, η ίδια η ΕΕ κινδυνεύει να γίνει ένα μωρό που θα πέσει έξω από το νερό της μπανιέρας του ευρώ.
Πράγματι, το τέλος του ευρώ θα προκαλούσε τεράστια κρίση. Αλλά αναρωτηθείτε: πιστεύετε πραγματικά ότι το ευρώ θα υπάρχει με τη σημερινή του μορφή σε εκατό χρόνια από τώρα; Αν απαντήσετε «Οχι», σε κάποια στιγμή θα τελειώσει. Και η «κατάλληλη στιγμή» αυτού του τέλους δεν θα μοιάζει ποτέ «κατάλληλη». Καλύτερα λοιπόν να αντιμετωπίσουμε την κατάσταση προτού συμβεί ακόμη μεγαλύτερη καταστροφή.
Ο κ. Kevin Hjortshoj-O’Rourke είναι καθηγητής Οικονομικής Ιστορίας και συνεργάτης του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης.
“Το Βήμα”

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου