Ετικέτες

Κυριακή 17 Μαΐου 2015

Για τους παλιοσχολίτες: Οι Saxon στην Ριζούπολη! (11.5.86)


Κάθε φορά που μπαίνει ο Μάϊος, έτσι και για κάποιο λάθος λόγο περάσω μέρα μεσημέρι απ’ αυτό το τσιμεντένιο χωνευτήρι της Ομόνοιας, λίγα δευτερόλεπτα είναι αρκετά για να πάθω το παβλοφικό timewarp. Στέκομαι στη γωνία Αγίου Κωνσταντίνου, εκεί που ήταν ο «Μπακάκος». Με βλέπω ψαρωμένο και να προσπαθώ να θυμηθώ. Από πού είπαμε πάμε για το «Happening»;
Κατέβασμα απ’ τις κυλιόμενες. Δυσωδία υπόγειας σήραγγας στην Ομόνοια. Χάνω το δρόμο μέχρι να βγω απέναντι. Ανηφόρα Πανεπιστημίου μέχρι Χαριλάου Τρικούπη, στρίψιμο αριστερά, λίγο μετά το «Αιγαίον».
Αδύνατο να κάνεις λάθος και να προσπεράσεις το δισκάδικο. Ουρά ολόκληρη απ’ έξω. Τα τελευταία εισιτήρια για τη συναυλία των Saxon διανέμονται, σήμερα το μεσημέρι, Σάββατο 10 του μηνός.
Όμως δεν είναι και τόσο βέβαιο αν τελικά θα γίνει. Σα να μην έφτανε ολόκληρη η ομηρική μάχη για να πείσω το σπίτι να με αφήσει να φιλοξενηθώ μια βραδιά στην Αθήνα, είχαμε τώρα και τις ειδήσεις να λένε απόψε για «όξινη βροχή» που θά’ φερνε όλο το ραδιενεργό Τσέρνομπιλ πάνω στα κεφάλαια μας. Τις τελευταίες δύο βδομάδες οι ειδήσεις της ΕΤ μοιάζουνε σαν εφιάλτης από την ταινία «Η Επόμενη Μέρα».
Ο Χατζάρας, ο Ζησιμάτος και ο Χούντας δείχνουνε δυσοίωνοι κι από μόνοι τους στο γυαλί, αλλά πράγματι, οι 31 άνθρωποι νεκροί από πυρηνικό ατύχημα όχι και πολύ μακριά από τα βόρεια σύνορα της Ρουμανίας, δεν είναι μικρό πράμα. Ο πανικός για τα εβαπορέ και τα μαρούλια έχει γίνει, σε χρόνο dt, καθημερινότητα.
Στρίμωγμα στην ουρά. Μυρωδιά από άλουστα μαλλιά. Μια τζηνοφορεμένη μάζα περιμένει το χαρτάκι. Αν το πάρω, δε θα μπορεί κανείς να μου πει να «γυρίσω πίσω». Το παίρνω. Τώρα νιώθω καλύτερα. Όμως νωρίς το απόγευμα, ενώ έχω καταλύσει στη Βικτώρια, σε διαμέρισμα κάποιων από σπόντα συγγενών, εν μέσω βλοσυρών βλεμμάτων προς τις κονκάρδες μου, το νέο έρχεται. Αναβολή της συναυλίας για αύριο, λόγω βροχής.
Ο Βασίλης απ’ τα Πατήσια είναι ήσυχος στο τηλέφωνο. «Αφού πήραμε εισιτήριο, τί φοβάσαι ρε μ@#@κα; Το είπανε και στο ράδιο». Ανανεώνουμε το ραντεβού για αύριο Κυριακή, ίδια ώρα. Άντε δώσε εξηγήσεις στο τηλέφωνο ότι πρέπει να μείνεις κι άλλη μια μέρα.
«Δεν έχω απουσίες, θα έρθω Δευτέρα κανονικά». Πράγματι, το Σάββατο το βράδυ, η κάνουλες των ουρανών έχουν ανοίξει για τα καλά. Η αναβολή δικαιολογημένη. Πρόγνωση για αύριο θετική. Λες να είναι ραδιενεργή πράγματι αυτή η βροχή;

Το τσαλακωμένο εισιτήριο στο πορτοφόλι. Να το βλέπω κάθε μία – δύο ώρες να δω αν είναι κει, μην και παραπέσει πουθενά και το χάσω. Ξύπνημα σε ξένα σεντόνια. Μα τί έχω φτάσει να κάνω τέλος πάντων για το «χέβυ μέταλ»; Στις τέσσερις είμαι ετοιμοπόλεμος. Ηλεκτρικός για Κηφισιά. Τέσσερις, πέντε στάσεις. «Θα σταματήσεις Περισσό, θα το δεις το γήπεδο». Εμπιστεύομαι το Βασίλη. Ξέρει. Ακούει μέταλ δύο χρόνια πιο πριν από μένα και πάει σχολείο στη Γκράβα. Στο τραίνο δε νιώθω μόνος.
Ακούρευτες στρατιές με ραφτά παντού. Σπυριάρικες μούρες που αφήνουν μαλλί με μάρλμπορα να κρέμονται απ’ το στόμα, κοιτάνε βαριά. Εγώ με το τζην μπουφάν μου και τα άσπρα γδαρμένα Nike μοιάζω κυρίζι. Περισσός.
Ευτυχώς ο Βασίλης με περιμένει στο έβγα και σηκώνει το χέρι. Ανακουφιστική ασφάλεια για έναν επαρχιώτη -πιο άγουρο δε γίνεται- στις συναυλίες της πρωτεύσουσας.
Το γήπεδο της Ριζούπολης φαίνεται θεόρατο. Το πρώτο που μου φέρνει στο μυαλό το σκουριασμένο γαλάζιο σκαρί του, εκείνο το πέναλτυ που έχασε κει μέσα ο Λεμονής – δηλαδή τό’ πιασε ο Κούκλα – τις Απόκριες του ’82.
Μπαίνουμε στο γήπεδο, μαζί με την ορδή. Αυστηρός έλεγχος στην είσοδο. Κάτι ακούγεται ότι χθες έγιναν επεισόδια με Αρειανούς που είχαν έρθει με πούλμαν από Θεσσαλονίκη και δεν μπόρεσαν να μείνουν, λόγω της αναβολής. Σήμερα Κυριακή παίζουν μαζί μας ημιτελικό Κυπέλλου στο Χαριλάου και θέλανε να’ ναι πίσω. Δεν μπορώ να συνειδητοποιήσω πού βρίσκομαι και γιατί.
Πατάω το χωράφι της Ριζούπολης (μόνο πολύ μπροστά έχει κάτι σαν πλαστικό που έχει διαλυθεί). Σκέφτομαι μήπως το παρατράβηξα. Μήπως παραπήγα έξω απ’ τα νερά μου. Μόλις τον προηγούμενο Νοέμβριο έχω ακούσει αυτό το συγκρότημα για πρώτη φορά. Είναι τόσο «καλό»;
Η συλλογή «Strong Arm Metal» έμοιαζε τετριμμένη μπροστά στη δισκογραφία των Maiden που ήταν το ευαγγέλιό μου. Με εξαίρεση το «Frozen Rainbow», το «747 (Strangers In The Night)», το «And the Bands Played On» και το «Denim & Leather», τα υπόλοιπα κομμάτια μου φαίνονται βαρετά.
Η πρώτη εντύπωση κάπως αλλάζει όταν ο Χρήστος από το άλλο τμήμα, κοντά στα Χριστούγεννα, σε συνάντηση των μεταλλάδων όλων των τμημάτων της Πρώτης Λυκείου (μπορεί να γεμίζαμε και ενάμισυ ταξί), πετάει «ποιοί Maiden, μωρέ, έχουνε γράψει κομμάτι σαν το Crusader;». Το κομμάτι γίνεται για λίγο καιρό holy grail, αλλά δεν καταφέρνω να το ακούσω. Βλέπω όμως το δίσκο σε προθήκη δισκάδικου. Σταυροφορία. Έπος. Κάποια αναστάτωση.
Βλέπω και το εξώφυλλο του καινούριου του δίσκου. «Innocence Is No Excuse». Το κορίτσι απ’ έξω είναι φτυστό με μια τύπισσα που πάει Τρίτη στο δίπλα Λύκειο, Δεύτερη Δέσμη. Δεν ξεχνιέται κι εύκολα.
Ακούω το «Rock N’ Roll Gypsy», δε με φτιάχνει και ιδιαίτερα. Η φωτό» των Saxon στο τεύχος Μαίου του «Heavy Metal» -ντυμένοι κάοϋ – μπόϋς- δεν έκανε τα πράγματα πολύ καλύτερα. Όμως το άρθρο του Γιάννη Κουτουβού που συνοδεύει τη φωτογραφία είναι πειστικό.
«Η μεγαλύτερη συναυλία χέβυ μέταλ που έχει γίνει στην Ελλάδα». Καλεί τους οπαδούς να είναι ήσυχοι «για να δούμε σύντομα και άλλα συγκροτήματα να έρχονται στη χώρα μας». Αυτόν τον τύπο τον εμπιστεύομαι. Τη μουσική αυτή τη βλέπει σοβαρά. Είναι ένας από μας, λίγο πιο μεγάλος. Είχε αποβληθεί, λένε, απ’ όλα τα Λύκεια της Αττικής. Αν δεν ξέρει αυτός, τότε ποιός; Μ΄αυτά και μ’ αυτά, άγουρος μεταλλάς απ’ τα δεκαπέντε και με καλούς βαθμούς στο δεύτερο τρίμηνο, το ζόρισα και λίγο και μπόρεσα να βρεθώ στη Ριζούπολη.
Η ώρα δεν περνάει με τίποτα. Θέλω να πάω κατά κερκίδα μεριά, αλλά ο Βασίλης δεν ακούει κουβέντα. Στριμωχνόμαστε με ζόρι στ’ αριστερά της σκηνής. «Μ@#@κα, μη χαθούμε», πετάω κάθε λίγο.

Μερικά φώτα ανάβουν. Με φόντο το επίφοβα ραδιενεργό σούρουπο της Ριζούπολης, οι «δικοί μας» οι Spitfire βγαίνουν. Ιαχές και χειροκροτήματα. Δεν έχουν καμία σχέση με τα ένα χάλι και μισό συγκροτήματα που βλέπουμε πότε – πότε στα συνοικιακά σινεμά. Ο βαρυκόκκαλος τραγουδιστής έχει φωνή και οι υπόλοιποι δείχνουν αυτοπεποίθηση, το βλέπεις στο πώς κινούνται, με πρώτο τον κιθαρίστα. Ήχος; Και μόνο που τα φώτα της σκηνής έχουν ανάψει (όχι όλα) και τα ντεσιμπέλ γεμίζουν τ΄αυτιά, έχω υποχωρήσει. Δύο κομμάτια τους μου μένουν. Το «Lead Me On», που όσο προχωράει, ακούω όλο και περισσότερους δίπλα και μπροστά μου να φωνάζουν το ρεφραίν – στο περίπου, ό,τι καταλαβαίνει ο καθένας.
Και το «Lady Of the Night», προτελευταίο στο σετ, με ακουστική εισαγωγή, καλπασμό στη μέση κι ένα πωρωτικό σόλο. Απλώνεται ένας ενθουσιασμός στον αέρα, παίρνει το λόγο ο ηλεκτρισμός της ζωντανής συναυλίας για πρώτη φορά.
Χειροκρότημα και αδημονία. Μαλλιά μπαίνουν μπροστά μου, αγωνίζομαι να δω. Ο κόσμος φωνάζει διαρκώς μια πασίγνωστη γηπεδική ιαχή (αργότερα θα ακούσω το «Run For Your Lives» και θα εμπλακώ σε επικές διαφωνίες για το αν η ιαχή ήρθε πρώτη από τα γήπεδα της Αγγλίας ή αν το κομμάτι -που κυκλοφόρησε το ’84- ήταν που πέρασε από τις κερκίδες των γηπέδων και ύστερα μπήκε στο κομμάτι των Saxon).
Ώσπου, τα φώτα κλείνουν και το μόνο που φαίνεται είναι το σκούρο μπλε του ουρανού. Ακούγαμε ότι τελικά οι Saxon δεν έχουν φέρει τον «αετό», το φωτιστικό τους σύστημα που είχε αποκτήσει μυθικές διαστάσεις, όπως το αεροπλάνο των Motorhead. Λέγανε ότι σηκώνεται έξω απ’ τη σκηνή σα να πετάει και τέτοια.
Βουητό, μια παραμορφωμένα δαιμονική φωνή λέει κάτι που καταλήγει σε «. ready to rock!». Χέρια όρθια. Φώτα εκτυφλωτικά. Οι φιγούρες των Saxon εμφανίζονται μέσα από προπέτασμα καπνού. Μπαίνει ένα γρήγορο ριφ που τρέχει πάνω σε κάτι ντραμς – ατμομηχανή. Κόσμος ορμάει προς τα μπροστά. Αγκωνιές.
Ο Biff φοράει ένα σκούρο τζάκετ με στρατιωτικά σειρήτια, ζώνη με σφαίρες και απ’ το κολάν του κρέμονται χαϊμαλιά. Μίξη αποστάτη λοχαγού των Βορείων απ΄τον Εμφύλιο και σερ Γκάλαχαντ χωρίς πανοπλία. Τρομερά λεπτός και ευκίνητος, ανοίγει τα χέρια, χοροπηδάει, κάνει νοήματα στο κοινό. Μετά από λίγο πετάει το τζάκετ και μένει μ’ ένα μπλουζάκι με στάμπα Saxon και ένα φουλάρι.
Ο κιθαρίστας που είναι κοντά μας με το άσπρο «ταυράκι» και την αφάνα φέρνει σε σέντερ μπακ της Κόβεντρυ και μορφάζει σα ν’ αντιγράφει τον Σένκερ. Φοράει κι αυτός ένα τζάκετ σαν μουσκετοφόρου του προηγούμενου αιώνα, γαλάζιο, που λίγο μετά το βγάζει κι αυτός.
Ο μπασίστας με τη μουστάκα αλά Τζων Γουώρκ και την κόκκινη μπαντάνα παίζει σα αφηνιασμένος. Γονατίζει, πηδάει, βαράει το μπάσο αλύπητα. Μήνες αργότερα θα μάθουμε ότι ήταν η τελευταία του συναυλία με τη μπάντα.
Ο άλλος κιθαρίστας, στο βάθος δεξιά, φοράει ένα καπελάκι με διάφανο γείσο, σαν αυτά που χαρίζουν στα βενζινάδικα και μου φαίνεται μετρημένος, σαν το ντροπαλό παιδί της τάξης, παρ’ ότι κρατάει μια μυστήρια κιθάρα με σκάφος όλο οξείες γωνίες.
Πίσω – πίσω, η πορτοκαλί αφάνα του ντράμερ με τα ρέϊμπαν συγκρατιέται με το ζόρι από μια κόκκινη μπαντάνα. Τα χτυπήματά του υπολογισμένα, η μπότα κλωτσάει το στομάχι.
Σπρωξίδι. Άγριες επευφημίες με το που τελειώνει κάθε κομμάτι. Κάπου στη μέση της συναυλίας, ο Biff προλογίζει λακωνικά το «Crusader». Επιτέλους θα το ακούσω. Κραυγές στην εισαγωγή και μετά πανζουρλισμός από headbanging. Κύματα με πάνε από πίσω προς τα μπρος. «Fight the good fight, with all your might.». Κάνω βήματα πίσω, έχοντας το νου μου μη χαθούμε με το Βασίλη.
Δε μ’ αρέσουν όλα τα κομμάτια. Όμως, προς το τέλος, με τα «Princess Of The Night» και «Denim & Leather» (σ’ αυτό, φωνητικά απ΄ όλη τη Ριζούπολη), πιάνω τον εαυτό μου να το καταλαβαίνει. Έχω παρασυρθεί σ’ έναν δρόμο χωρίς γυρισμό.
Υπόκλιση με ένα medley – γίνεται πανικός. Όλοι χαμογελάνε και ο Biff δείχνει ανθρώπινος.
Με αυτιά να σφυρίζουν, πόδια να πονάνε, ανάμεσα από αναψοκοκκινισμένα πρόσωπα που ψέλνουν ακατάληπτους βουερούς ύμνους που μέσα τους ανακατεύονται επιφωνήματα, βρισίδια χαράς και ρεφρέν με αυτοσχέδια προφορά, γυρίζουμε με το τελευταίο τραίνο. Ο Βασίλης Πατήσια, εγώ Βικτώρια. «Φοβερό, ρε μ@#@κα !».
Τον χαιρετάω φωνάζοντας δυνατά και κείνος σηκώνει το χέρι. Προφανώς οι φάτσες μας τα λένε όλα. Κάτι αιώνες αργότερα που θα του θυμίσω τη νύχτα στη Ριζούπολη, ο Βασίλης δεν θα θυμάται σχεδόν τίποτα, καθώς θα έχει προσχωρήσει ήδη στη φυλή των μπουζουκολάγνων της παραλιακής. Αλλά κάπως έτσι πάνε αυτά.
Τους επόμενους μήνες, αρχίζω να μαζεύω δισκογραφία. Πρώτα το «Innocence.». Μετά το «Denim & Leather». Τον Οκτώβριο, το «καινούριο» «Rock The Nations». Κολλάω με το ομώνυμο κομμάτι, όμως το υπόλοιπο δε συμπαθιέται. Έρχεται το «Destiny», ένα μήνα πριν τις πανελληνιες, μια ακόμη απογοήτευση. Όμως το «Ride Like The Wind» θα μείνει καλοκαιρινός ύμνος, ένα απ’ τα πρώτα κομμάτια που βάζω στο τέρμα όταν με το τέλος των εξετάσεων σκίζω τα βιβλία της Ιστορίας Κορμού (και τα δύο μπλε και το κόκκινο).
Τον Μάϊο του ’90 τους ξαναβλέπω στο «ΡΟΔΟΝ», στην περιοδεία για τα δέκα χρόνια τους, Από καιρό τελειωμένος fan, από τις καλύτερες συναυλίες που έχω δει ποτέ.
Τον Μάϊο του 2000, πάλι στο «ΡΟΔΟΝ», δεν υπάρχει ούτε Graham Oliver, ούτε Nigel Glockler. Ο Biff στα 50 παρά ένα, αλλά επιβλητικός. Τα καινούρια κομμάτια δεν λένε και πολλά. Αλλά, την ώρα που ο «μετρημένος» στα εφηβικά μου μάτια Paul Quinn, απαλλαγμένος πια από τα ταπεινωτικά περουκοειδή τρικ, γονατίζει και σολάρει με όλη την ψυχή του στο «The Eagle Has Landed», είναι αδύνατο να μη συγκινηθώ.
Εδώ και πολλούς Μάϊους το ξέρω πια καλά. Οι Saxon δεν είχαν ποτέ τα κομμάτια που αφήνουν τον ακροατή άναυδο, ιδίως τον νεόφερτο στο μεταλλικό ροκ, τόσο τότε, όσο και τώρα. Δεν ήταν ποτέ το πιο σκληρό, το πιο γρήγορο, το πιο πρωτότυπο συγκρότημα του μέταλ. Δεν είχαν ποτέ «μαζική» επιτυχία (αν εξαιρέσουμε περίπου ενάμισυ χρόνο κι αυτόν στην Αγγλία) και όταν προσπάθησαν να την αποκτήσουν με τα μέσα άλλων (διασκευές και γλυκερό ήχο), γνώρισαν συντριβές.
Δεν είχαν καν ωραίες φάτσες, που θα μπορούσαν να τραβήξουν γυναίκες στις συναυλίες. Δεν έχουν ποικιλία στα άλμπουμ τους, δεν έχουν ποτέ προσπαθήσει να φτιάξουν ένα κόνσεπτ, ας πούμε, για να τεστάρουν αν κανείς θα θαυμάσει την «συνθετική τους ωρίμανση».
Δεν απαρτίζονταν ποτέ από τους «καλύτερους» μουσικούς σε κάποιο όργανο. Ποτέ κανένας παραγωγός – ιδιοφυία δεν τους πλησίασε, ούτε τους προτάθηκε να ηχογραφήσουν «ετοιμοπαράδοτα» χιτ. Υπήρξαν σε όλη την καρριέρα τους οι «περίπου», οι «σχεδόν», οι «παρά λίγο».
Αυτή είναι όμως και η γοητεία του χέβυ μέταλ, η γοητεία της ατέλειας. Αυτή που σε συναντάει στον αέρα ένα βράδυ Μαίου την εποχή που δεν χρειάζεσαι ούτε να μυρίσεις μπύρα για να φτιαχτείς και κρατάει για μια ζωή.
Παναγιώτης Παπαϊωάννου
http://www.rocktime.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου