Εκατό χρόνια μετά το Ypern και εβδομήντα πέντε χρόνια από τον βομβαρδισμό της Δρέσδης, στην ευρωπαϊκή δημοσιότητα εμφανίζεται ο όρος «οικονομική ασφυξία» για να περιγράψει την πολιτική των ισχυρών απέναντι σε ένα αδύναμο κράτος. Αυτό δεν πρέπει να εκληφθεί ως καλός οιωνός για το μέλλον της Ευρώπης.
Επ΄ ευκαιρία της οικονομικής κρίσεως και των αντιπαραθέσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο ήλθαν στο προσκήνιο ζητήματα που αφορούν την ίδια την ιδιοσυστασία της Ευρώπης: στερεότυπα και εμμονές, προκαταλήψεις και ενοχές, συμφέροντα και μικροπολιτικές. Στο επίκεντρο αυτής της άτυπης συζήτησης για το ευρωπαϊκό μέλλον βρίσκεται ο γερμανικός οικονομικός κολοσσός που δεσπόζει στο κέντρο της ηπείρου.
Μετά τις αντιπαραθέσεις των τελευταίων μηνών έχουν έλθει στην επιφάνεια διάφορα ενδιαφέροντα στοιχεία που αφορούν τη σχέση των δύο λαών, το ιστορικό τους παρελθόν και το πολιτικό τους μέλλον: από τη μία η Γερμανία και ο γερμανικός λαός που έχουν κάνει τεράστια άλματα σε σχέση με το εγκληματικό παρελθόν της χώρας τους και αυτό μόνο κακεντρεχείς και ανιστόρητοι το αμφισβητούν, από την άλλη οι Έλληνες με την υπερτροφική, αλλά επιδερμική και επιπόλαιη σχέση με το ιστορικό τους παρελθόν.
Ωστόσο, τα άλματα της γερμανικής πλευράς δεν ήταν ικανά να αποτρέψουν την επιλεκτική επεξεργασία του εγκληματικού παρελθόντος της μεσευρωπαϊκής χώρας και αυτό γίνεται εμφανές στη συζήτηση για τις πολεμικές αποζημιώσεις προς την Ελλάδα. Και εάν στη Γερμανία υπήρξε επιλεκτικότητα και καθυστέρηση σε σχέση με την αναγνώριση των εγκλημάτων που διεπράχθησαν εις βάρος του ελληνικού λαού, στην Ελλάδα το μετεμφυλιακό και μεταπολιτευτικό μπλοκ εξουσίας διαμόρφωσε μια πολιτική πρακτική γραικυλισμού, εξοβελίζοντας από την συνείδηση των Ελλήνων το δικαίωμα στην ιστορική αλήθεια και δίνοντας ταυτοχρόνως προτεραιότητα στα συμφέροντα των ευρωατλαντικών εταίρων ως ασφαλή οδηγό για την επιβίωση και την προκοπή του έθνους και του λαού.
Αλλά και η συντριπτική πλειονότητα του ελληνικού λαού, που δεν ενέδωσε στη λογική του γραικυλισμού, υπήρξε εξαιρετικά απλόχερη και γενναιόδωρη απέναντι σε εκείνους που προξένησαν ανείπωτα δεινά στη χώρα μας. Η οργή για τις τερατωδίες έδωσε τη θέση της στη διάκριση ανάμεσα στο εγκληματικό καθεστώς του χιτλερισμού και του απλού λαού: και αυτό άρχισε να συμβαίνει ήδη από την εποχή της Εθνικής Αντίστασης – οι Έλληνες δεν απαξίωσαν συνολικώς το γερμανικό λαό, όπως συνέβηκε σε πολλές χώρες, οι οποίες μάλιστα υπέφεραν λιγότερο από τη χιτλερική βαναυσότητα. Οι παλαιότερες γενιές των Ελλήνων υπήρξαν εξαιρετικά γενναιόδωρες απέναντι στους δημίους τους: κανείς μπορεί να προβάλλει διάφορες ενστάσεις επ΄ αυτού, αλλά ο πυρήνας του ισχυρισμού δεν αλλοιώνεται – στην Ελλάδα δεν ευδοκίμησε και δεν ευδοκιμεί σε ευρεία κλίμακα ο χυδαίος αντιγερμανισμός, χωρίς να σημαίνει ότι απουσιάζουν τα στερεότυπα και οι προκαταλήψεις (στερεότυπα εναντίον των Γερμανών που μπορεί κανείς να ακούσει ακόμη και στην Βραζιλία!)
Οι Έλληνες υπήρξαν και συνεχίζουν να είναι εξαιρετικά γενναιόδωροι: δεν ταύτισαν το γερμανικό λαό συνολικά με τα εγκλήματα των χιτλερικών, ακόμη και όταν η πολιτική εξουσία της μεταπολεμικής Γερμανίας συνέχισε να πολιτεύεται αλαζονικά απέναντι στη μικρή χώρα τους, ακόμη και σήμερα που κάποιοι στο Βερολίνο πολιτεύονται με μέσο την «οικονομική ασφυξία» – αλλά, όπως λέει μια καλή ελληνική παροιμία, «οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους»!
Οι ελληνικές κυβερνήσεις της μετεμφυλιακής, αλλά και της μεταπολιτευτικής περιόδου, φέρουν τεράστιες ευθύνες γιατί δεν κατέστησαν ορατά τα πολιτικά, οικονομικά και ηθικά δικαιώματα του ελληνικού λαού, γιατί ανέχθηκαν την αλαζονική συμπεριφορά και πολιτική της γερμανικής πολιτικής τάξης της νέας πανίσχυρης οικονομικά Γερμανίας (μοναδική εξαίρεση η περίοδος της καγκελαρίας των Βίλυ Μπράντ και Χέλμουτ Σμιτ, αλλά δυστυχώς η εξαίρεση επιβεβαιώνει τον κανόνα της γερμανικής αλαζονείας).
Το ζήτημα των πολεμικών αποζημιώσεων και του κατοχικού δανείου είναι από τις πιο ενδεικτικές περιπτώσεις γραικυλικής συμπεριφοράς της κυρίαρχης ελληνικής πολιτικής τάξης απέναντι στην Γερμανία: το αποτέλεσμα είναι να οχυρώνεται σήμερα το Βερολίνο πίσω από τηΣυμφωνία «Τέσσερα συν δύο», τη Συμφωνία δηλαδή των τεσσάρων δυνάμεων κατοχής της Γερμανίας (ΗΠΑ, Σοβιετική Ένωση [Ρωσία],Γαλλία, Μ. Βρετανία) του 1990, για να θεωρήσει την υπόθεση των πολεμικών αποζημιώσεων ως ζήτημα που έχει κλείσει οριστικά.
Δε θα υπεισέλθω στις λεπτομέρειες του Συμφώνου, ούτε και εάν και κατά πόσο είναι η γερμανική θέση νομικώς ισχυρή, τόσο ισχυρή όσο υποστηρίζει η γερμανική πλευρά, αλλά θα επισημάνω ένα γεγονός που αφορά την ελληνική «αμέλεια»: ότι δηλαδή οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν προσέβαλλαν εγκαίρως αυτή τη συμφωνία, μέσα στην προβλεπόμενη πενταετία, για να καταστήσουν ακλόνητο το αίτημα της Ελλάδας για πολεμικές αποζημιώσεις.
Και επειδή η «αμέλεια» δεν ήταν γενικώς και αορίστως όλων των Ελλήνων αναφέρω ονομαστικά τους βασικούς υπεύθυνους, δηλαδή τους πρωθυπουργούς και τους αρμόδιους υπουργούς επί των εξωτερικών της συγκεκριμένης χρονικής περιόδου: στην πενταετία του 1990-1995, πρωθυπουργός της Ελλάδος διετέλεσε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης με υπουργούς εξωτερικών τον Αντώνη Σαμαρά, τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη αυτοπροσώπως και τον Μιχάλη Παπακωνσταντίνου (θείο του γνωστού υπουργού του ΠΑΣΟΚ που καταδικάστηκε για τη γνωστή υπόθεση με το «στικάκι» της λίστας Λαγκάρντ), η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη ανατράπηκε με κοινοβουλευτικό πραξικόπημα που ενορχήστρωσε ο ευνοούμενος της οικογενείας Μητσοτάκη, Αντώνης Σαμαράς (δεν είχε «πατήσει» τότε το τεσσαρακοστό έτος της ηλικίας του), τις πρόωρες εκλογές κέρδισε το ΠΑΣΟΚ και στις κυβερνήσεις του «ημιθανούς» Ανδρέα Παπανδρέου υπουργοί επί των εξωτερικών διετέλεσαν οι Κάρολος Παπούλιας και Θεόδωρος Πάγκαλος – αυτά για τη συνολική εικόνα του πράγματος (υπενθυμίζω εδώ και την πολύ στενή φιλία τουΚωνσταντίνου Μητσοτάκη με τον παλαιό ηγέτη του Φιλελευθέρου Κόμματος και υπουργού επί των εξωτερικών της Γερμανίας Χανς-Ντήτριχ Γκένσερ).
Όλοι αυτοί αμέλησαν να προσβάλλουν την Συμφωνία «Τέσσερα συν δύο» και τώρα η Ελλάδα βρίσκεται σε μειονεκτική θέση αναφορικά με τις πολεμικές αποζημιώσεις της Γερμανίας.
Δεν ισχύει, φυσικώς, το ίδιο για το λεγόμενο κατοχικό δάνειο – κακώς χρησιμοποιείται (από τη γερμανική πλευρά εμφανώς για λόγους σκοπιμότητας) ο παραπλανητικός όρος «καταναγκαστικό δάνειο», πρόκειται για δάνειο που συνήψαν δύο κυβερνήσεις και άρχισε να αποπληρώνεται από την κυβέρνηση του Γ΄ Ράιχ κανονικά, οπότε η νομική του ισχύ είναι πέρα για πέρα βάσιμη – το οποίο πρέπει να διεκδικήσει η Ελλάδα στο ακέραιο και είναι υποχρεωμένη η Γερμανία να το αποδώσει για λόγους νομιμότητας. Κάθε άλλη πρόφαση για να μην πληρωθεί το δάνειο είναι προσβολή της διεθνούς νομιμότητας: η ελληνική δημοκρατία σεβόμενη την ύπαρξή της και την αξιοπρέπεια του ελληνικού λαού θα πρέπει να διεκδικήσει στο ακέραιο το ποσό του δανείου που οφείλει να αποπληρώσει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατίατης Γερμανίας, ως νόμιμος διάδοχος του Γ΄ Ράιχ. Και σε αυτή την περίπτωση ισχύει ακέραια το περίφημο pacta sunt servanda – η αποπληρωμή του δανείου δε επιτρέπεται να ταυτιστεί με άλλου είδους «διευκολύνσεις» και «φιλανθρωπίες» της γερμανικής πλευράς.
Η περίπτωση των πολεμικών αποζημιώσεων, εξαιτίας της εγκληματικής αδιαφορίας και του γραικυλισμού των ελληνικών κυβερνήσεων είναι διαφορετική. Παρά τις δυσκολίες του εγχειρήματος, παρά τις πιθανώς μακρόχρονες δικαστικές διαμάχες στα διεθνή δικαστήρια η ιστορική αξιοπρέπεια του ελληνικού λαού απαιτεί τη δικαστική διεκδίκηση των αποζημιώσεων. Η γερμανική πολιτική τάξη στο σύνολό της χωρίς καμία εξαίρεση δεν αναγνωρίζει κανένα δικαίωμα της ελληνικής πλευράς για αποζημιώσεις και θεωρεί ότι η υπόθεση έχει κλείσει με τη Συμφωνία «Τέσσερα συν δύο». Αυτή η οχύρωση πίσω από μια αμφιλεγόμενη Συμφωνία – δεν είναι καν σύμφωνο ειρήνης – και το ενδεχόμενο να επεκταθούν οι δικαστικές διαμάχες σε βάθος χρόνου, χρησιμοποιούνται ανοικτά και χωρίς κανένα ενδοιασμό από τη γερμανική πλευρά για να οδηγήσουν την ελληνική στην αποδοχή της γερμανικής «ηθικής μεγαθυμίας», εκείνης των λεγόμενων «επανορθώσεων». Προσφάτως ο ίδιος ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας Γιόαχιμ Γκάουκ έθεσε το ζήτημα της «επανόρθωσης» (Wiedergutmachung), αλλά ο ευφημισμός είναι ηθικώς και πολιτικώς απαράδεκτος: ο θύτης ενώ αρνείται τη νομιμότητα των διεκδικήσεων του θύματος, επιδεικνύει μεγαθυμία και μεγαλοκαρδία στους απογόνους των θυμάτων, με εντελώς σκαιό και ανήθικο τρόπο – από την άλλη δεν μπορεί να κρύψει τον κυνισμό του εφόσον χρησιμοποιεί ως «επιχείρημα» το χρονοβόρο των δικαστικών διενέξεων και ως εκ τούτου την ανάγκη ανεύρεσης άλλης λύσης, δηλαδή των «επανορθώσεων».
Κανείς δεν μπορεί να «επανορθώσει» ένα κακό που συντελέστηκε και ο ελληνικός λαός γνωρίζει πολύ καλά ότι η μεγαλοψυχία δεν προκύπτει μετά από πίεση: η γερμανική πλευρά, σε σχέση με τα εγκλήματα στην Ελλάδα, έχασε την ιστορική της ευκαιρία να επιδείξει έμπρακτη μεταμέλεια χωρίς να το απαιτήσουν τα θύματα, τώρα μόνο ως ειρωνεία μπορεί να εκληφθεί κάθε αναφορά σε «επανόρθωση» – από την άλλη οι πολεμικές αποζημιώσεις αφορούν νόμιμες διεκδικήσεις της ελληνικής πλευράς και θα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να ακούσουμε και τα επιχειρήματα της γερμανικής πλευράς εκτός από τη στερεότυπη φράση, ότι το ζήτημα «έκλεισε» με την Συμφωνία «Τέσσερα συν δύο».
Ήταν τεράστιο πολιτικό και ηθικό σφάλμα του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα η αναφορά του στο Βερολίνο, ότι για την ελληνική πλευρά το ζήτημα είναι κυρίως «ηθικό»: όχι το ζήτημα είναι πρωτίστως νομικής φύσεως και ως τέτοιο θα πρέπει να εξετάζεται (και να προετοιμάζεται η προώθησή του) – η θερμή και ανθρώπινη υποδοχή από τη συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων, εδώ και δεκαετίες, όλων των Γερμανών χωρίς ίχνος μνησικακίας και εκδίκησης αποτελεί την απάντηση του ήθους των Ελλήνων σε σχέση με το ιστορικό παρελθόν και τα εγκλήματα των χιτλερικών στη χώρα μας (αν έχει φουντώσει τελευταία ο αντιγερμανισμός – χαμηλής ούτως ή άλλως έντασης σε σχέση με αυτά στα οποία υπόκεινται οι Έλληνες εξαιτίας της κατάπτυστης πρακτικής της «οικονομικής ασφυξίας» – οι αιτίες θα πρέπει να αναζητηθούν στην πολιτική που ακολουθεί το Βερολίνο).
Η πρακτική της σημερινής κυβέρνησης της Γερμανίας ντροπιάζει το γερμανικό λαό και προσβάλλει την ευρωπαϊκή ιδέα και καλά θα κάνουν οι διάφοροι Γραικύλοι εντός Ελλάδος να κατεβάσουν τη μάσκα του «ευρωπαϊσμού» – τι αστεία λέξη!- και να αντιληφθούν ότι μια κοινότητα λαών δεν οικοδομείται με την εκβιαστική επιβολή του ισχυρού επί του αδυνάμου.
Ζητήσαμε συμπαράσταση και αλληλεγγύη – υποτίθεται από φίλους και εταίρους – και όχι αλαζονική επίδειξη μεγαλοψυχίας και ηθικής υπεροχής!
Η λογική της «επανόρθωσης» είναι εξευτελιστική για τον ελληνικό λαό και το μήνυμα αυτό πρέπει να σταλεί στο Βερολίνο το ταχύτερο δυνατό: οι ελληνικές κυβερνήσεις θα πρέπει να γνωρίζουν ότι δεν έχουν καμία δικαιοδοσία να «παζαρεύουν» τα δεινά των προηγούμενων γενιών με οικονομικά ανταλλάγματα – η λογική των «επανορθώσεων» βιάζει ανεπανόρθωτα την ιστορική συνείδηση του λαού θύματος για να τον οδηγήσει πιο εύκολα στην αποδοχή της υποτέλειας.
Ο ελληνικός λαός δεν είχε προβλήματα ηθικής τάξεως απέναντι στους θύτες του: υπήρξε, είναι και θα είναι μεγάθυμος και γενναιόδωρος απέναντι σε εκείνους που του προξένησαν ανείπωτες καταστροφές, αλλά δε μπορεί να δεχθεί σήμερα, ειδικά μετά τις αλλεπάλληλες προσβολές εις βάρος του, ως ευεργεσία και ηθική υπεροχή τη γερμανική ανάγκη επιστροφής στην ιστορική ομαλότητα. Η πληγή Χίτλερ δεν κλείνει με αυτό τον τρόπο…
Σε αυτόν τον τόπο που έτυχε να ζούμε και σε αυτή τη γλώσσα που μας έλαχε να σκεφτόμαστε και να συνεννοούμαστε τα καθημερινά μετριούνται αναγκαστικά σε σχέση με τους αιώνες: για αυτό δε έχουμε την πολυτέλεια να μνησικακούμε – κάποιος πρέπει να μηνύσει στο Βερολίνο ότι όπου δεν υπάρχει μνησικακία δεν υπάρχει και χώρος για «επανορθώσεις».
Ο Όμηρος Ταχμαζίδης είναι μέλος του Ε.Γ. της «Σοσιαλιστικής Προοπτικής»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου