Αθανάσιος Α. Τσακνάκης
Θεολόγος – Φιλόλογος
Ερασινώδυνα Ανάλεκτα
Διατριβή Ι΄
Τα «Ερασινώδυνα Ανάλεκτα» φιλοδοξούν να αποτελέσουν μία συλλογή από λιγότερο γνωστά στο ευρύ κοινό, εκλεκτά κείμενα, κυρίως τής Ελληνικής, τής Λατινικής, τής Ιταλικής, τής Ισπανικής και τής Πορτογαλικής Γραμματείας, μεταφρασμένα – όπου κρίνεται απαραίτητο – ή μεταγλωττισμένα, αναλόγως, στην νέα ελληνική γλώσσα, και εμπλουτισμένα με κατατοπιστικές εισαγωγές, διευκρινιστικά σχόλια και βοηθητικά παραρτήματα. Σκοπός τους είναι η τέρψη των αναγνωστών, αλλά και η αφύπνιση τής διάνοιάς τους, η γνωριμία των Ελλήνων και των ελληνομαθών με τον πλούτο τού ευρωπαϊκού μεσογειακού πνεύματος, αλλά και η έμπρακτη αποδόμηση τής υστερόβουλης θεωρίας περί τού «ανεπίκαιρου» ή «δυσπρόσιτου» χαρακτήρα αυτών των κειμένων. Η ηλεκτρονική ή έντυπη αναπαραγωγή και διάδοσή τους, καθώς και η τυχόν μετάφρασή τους σε άλλες γλώσσες, επιτρέπεται υπό τον απαρέγκλιτο όρο τής αυστηρής διατήρησης τής απόλυτης ακεραιότητας τού περιεχομένου των Διατριβών.
Εμίλια Πάρδο Μπαθάν
«Ο θησαυρός των Λαγιδών»
Εισαγωγή
Η Εμίλια Πάρδο Μπαθάν (Emilia Pardo Bazán) θεωρείται δικαίως ως η πλέον διαπρεπής και παραγωγική μυθιστοριογράφος τής Ισπανίας τού 19ου αιώνα. Εκτός από τα ευρέως γνωστά μυθιστορήματά της, το πλούσιο έργο της συμπεριλαμβάνει διηγήματα, ταξιδιωτικά βιβλία, δράματα, ποιήματα και άρθρα. Η ενεργός και πρωτοποριακή παρουσία της στα λογοτεχνικά και δημοσιογραφικά δρώμενα τής εποχής της ανέδειξε και εμπέδωσε την – εκ φύσεως ισάξια προς την ανδρική – γυναικεία ικανότητα στον χώρο τού στοχασμού και τής διανόησης, μία πνευματική δραστηριότητα που δύναται να συνυπάρξει ανεμπόδιστα με κάθε ιδιαίτερο στοιχείο τής γυναικείας ιδιοσυγκρασίας και πρακτικής.
Σε αυτήν την Διατριβή δημοσιεύεται ένα σύντομο και αυτοτελές διήγημα τής Εμίλια Πάρδο Μπαθάν, μεταγλωττισμένο στην νέα ελληνική, με θέμα τις τελευταίες στιγμές τής Ελληνίδας βασίλισσας τής Αιγύπτου, Κλεοπάτρας, και την τύχη τού θησαυρού των Λαγιδών. Το πρωτότυπο κείμενο απαντά στην ψηφιοποιημένη συλλογή τής λίαν επιμελημένης και εύχρηστης «Εικονικής Βιβλιοθήκης Μιγκέλ δε Θερβάντες» («Biblioteca Virtual Miguel de Cervantes»). Οι διευκρινιστικές υποσημειώσεις, που συνοδεύουν την μεταγλώττιση, καθώς και την ακόλουθη βιογραφία, είναι τού υποφαινόμενου.
Βιογραφικά Στοιχεία
Η Εμίλια Πάρδο Μπαθάν γεννήθηκε στις 16 Σεπτεμβρίου 1851, στην Λα Κορούνια (La Coruña), στην Γαλικία (Galicia) τής βορειοδυτικής Ισπανίας. Μοναχοκόρη τού Χοσέ Πάρδο Μπαθάν ι Μοσκέρα (José Pardo Bazán y Mosquera) και τής Αμάλια δε λα Ρούα Φιγκερόα ι Σομόθα (Amalia de la Rúa Figueroa y Somoza), έλαβε εξαίρετη μόρφωση και ήδη από τα εννέα χρόνια της συνέθετε ποιήματα, ενώ από τα δεκαπέντε συνέγραφε διηγήματα. Η εκπαίδευσή της συμπληρώθηκε στην Μαδρίτη, όπου η οικογένειά της συνήθιζε να διέρχεται τους χειμερινούς μήνες, εξαιτίας των πολιτικών και κομματικών δραστηριοτήτων τού πατέρα της.
Στις 10 Ιουλίου 1868 η Εμίλια νυμφεύτηκε τον εικοσάχρονο Χοσέ Κιρόγα (José Quiroga), φοιτητή τής Νομικής, ενώ μετά από πέντε έτη, μαζί με τον σύζυγο και τους γονείς της, αναχώρησε γιά ένα πολύμηνο ταξίδι σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες. Αυτή η περιήγηση γέννησε στην Εμίλια την έφεσή της προς τις ξένες γλώσσες, λόγω τής επιθυμίας της να διαβάζει τα φιλοσοφικά και λογοτεχνικά αριστουργήματα στην πρωτόγραφη γλώσσα τους. Η οικογενειακή επιστροφή στην Ισπανία συνδέθηκε με την ένταξη τής Εμίλια στον διανοητικό χώρο τού «κραουσισμού», με τον οποίο την έφερε σε επαφή ένας καλός φίλος της, ο Φρανθίσκο Χινέρ δε λος Ρίος (Francisco Giner de los Ríos), μελλοντικός διευθυντής τού Ελεύθερου Ιδρύματος Εκπαίδευσης (Institución Libre de Enseñanza). Οι νέες πνευματικές ενασχολήσεις της την ώθησαν να μελετήσει με ξεχωριστή αφοσίωση τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα, αλλά και τον Καρτέσιο (René Descartes), τον Θωμά Ακινάτη (Tommaso d’ Aquino), τον Καντ (Immanuel Kant) και άλλους στοχαστές.
Στα 1876 η Εμίλια έφερε στο φως το πρώτο παιδί της, τον Χάιμε (Jaime). Την ίδια χρονιά, στην πόλη Ορένσε (Orense) τής Γαλικίας, ανακηρύχθηκε νικήτρια ενός συγγραφικού διαγωνισμού, ξεκινώντας με αυτόν τον τρόπο την δημόσια αναγνώρισή της. Μερικά χρόνια αργότερα, στα 1881, έπειτα από προτροπή τού Φρανθίσκο Χινέρ δε λος Ρίος, εκδόθηκε η πρώτη ποιητική συλλογή της υπό τον τίτλο «Χάιμε», προς τιμήν τού πρωτότοκού της. Κατά την ίδια χρονική περίοδο δημοσιεύθηκαν και ορισμένα από τα πρώτα μυθιστορήματά της, όπως το «Πασκουάλ Λόπεθ – Αυτοβιογραφία ενός φοιτητή Ιατρικής» («Pascual López – Autobiografía de un estudiante de medicina», 1879) και το «Ένα ταξίδι νεονύμφων» («Un viaje de novios», 1881), ενώ επίσης τότε ίδρυσε και διηύθυνε το περιοδικό «Επιθεώρηση τής Γαλικίας» («Revista de Galicia»).
Στο μετέπειτα συγγραφικό έργο της κυριαρχεί το λογοτεχνικό ρεύμα τής «φυσιοκρατίας», γνωστής και υπό το όνομα «νατουραλισμός», την οποία η Εμίλια εισήγαγε από την Γαλλία και διέδωσε στην πατρίδα της. Η γνωριμία της με τους Ουγκώ (Victor Hugo) και Ζολά (Émile Zola) υπήρξε καθοριστική γιά την συγκεκριμένη ιδεολογική επιλογή και πορεία της. Τα έργα της «Το Βήμα» («La Tribuna», 1883), «Τα μέγαρα τής Ουλλιόα» («Los pazos de Ulloa», 1886), «Η μητέρα φύση» («La madre naturaleza», 1887) και «Ο ακρογωνιαίος λίθος» («La piedra angular», 1891) αντανακλούν την καθιέρωση τής λογοτεχνικής «φυσιοκρατίας» στην Ισπανία.
Στα 1891 ανέλαβε ακόμη ένα κοπιαστικό εγχείρημα με την έκδοση τού περιοδικού «Νέο Κριτικό Θέατρο» («Nuevo Teatro Crítico»), ενώ μετά από ένα έτος ίδρυσε και διηύθυνε την «Βιβλιοθήκη τής Γυναίκας» («Biblioteca de la Mujer»). Στα 1906 τιμήθηκε με το αξίωμα τής Προέδρου τού Τομέα Λογοτεχνίας τού Αθηναίου τής Μαδρίτης (Ateneo de Madrid), στα 1908 με τον τίτλο ευγενείας τής κόμισσας (condesa), που της απένειμε ο ίδιος ο βασιλιάς Αλφόνσο ΙΓ’ (Alfonso XIII), και στα 1916 το Υπουργείο Παιδείας την ονόμασε Καθηγήτρια Σύγχρονης Λογοτεχνίας των Νεολατινικών Γλωσσών.
Έχοντας ταξιδέψει όσο ελάχιστες γυναίκες τής εποχής της, έχοντας γνωρίσει διαπρεπείς ανθρώπους τής τέχνης και τής διανόησης, έχοντας συγγράψει και εκδώσει μεγάλο αριθμό πρωτοποριακών άρθρων, μελετών, διηγημάτων και βιβλίων, η Εμίλια Πάρδο Μπαθάν, αναγνωρισμένη τόσο στην πατρίδα της, όσο και στο εξωτερικό, πέρασε στην αθανασία στις 12 Μαΐου 1921, μετά από μία επιπλοκή στην ήδη εξασθενημένη από τον διαβήτη υγεία της.
Τα Διηγήματα τής Εμίλια Πάρδο Μπαθάν
Η συγγραφή διηγημάτων ποικίλου περιεχομένου υπήρξε μία από τις αγαπημένες και κατ’ εξοχήν καρποφόρες ενασχολήσεις τής Εμίλια Πάρδο Μπαθάν, η οποία κληροδότησε στην παγκόσμια λογοτεχνία εκατοντάδες τερπνών και σαγηνευτικών σελίδων, με διαχρονική αξία και ξεχωριστό ενδιαφέρον. Τα διηγήματά της έχουν εκδοθεί σε διάφορες συλλογές, υπό τους ακόλουθους τίτλους: «Η νεαρή δέσποινα και άλλα διηγήματα» («La dama joven y otros cuentos», 1885), «Εκλεκτά Διηγήματα» («Cuentos escogidos», 1891), «Διηγήματα τής Μαρινέδα» («Cuentos de Marineda», 1892), «Νέα Διηγήματα» («Cuentos nuevos», 1894), «Ουράνιο Τόξο – Διηγήματα» («Arco iris – Cuentos», 1895), «Ερωτικά Διηγήματα» («Cuentos de amor», 1898), «Ιερο-Κοσμικά Διηγήματα» («Cuentos sacro-profanos», 1899), «Ένας αντεροβγάλτης από τα παλιά – Ιστορίες και Διηγήματα από την Γαλικία» («Un destripador de antaño – Historias y cuentos de Galicia», 1900), «Με τον τροχιόδρομο – Δραματικά Διηγήματα» («En tranvía – Cuentos dramáticos», 1901), «Διηγήματα των Χριστουγέννων και των Θεοφανείων, Διηγήματα τής Πατρίδας, Παλαιά Διηγήματα» («Cuentos de Navidad y Reyes, Cuentos de la patria, Cuentos antiguos», 1902), «Άπαντα τα Διηγήματα» («Cuentos completos», 1990), «Τραγικά Διηγήματα» («Cuentos trágicos», 1912), «Διηγήματα τής Γης» («Cuentos de la tierra», 1922), «Διηγήματα τής αρχαίας Γαλικίας» («Cuentos de la Galicia antigua», 2001), «Αστυνομικά Διηγήματα» («Cuentos policíacos», 2001) και άλλες. «Ο θησαυρός των Λαγιδών» («El tesoro de los Lagidas») προέρχεται από την συλλογή «Τραγικά Διηγήματα».
*** *** ***
Εμίλια Πάρδο Μπαθάν
«Ο θησαυρός των Λαγιδών»
Ο Νούβιος δούλος, που κρατούσε την λυχνία από άργιλο, την τοποθέτησε προσεκτικά επάνω στην στήλη από όνυχα, και η φωτεινή αντανάκλαση εξαπλώθηκε στους τοίχους τού νεκρικού θαλάμου, διακοσμημένους με εκτενείς ζωγραφιές και μυστηριώδη ιερογλυφικά, τις ψηλές σκιές τής βασίλισσας, τού αρχιερέα και τού ίδιου τού εύρωστου δούλου.
Η Κλεοπάτρα, επάνω από τον ιώδη, διάφανο χιτώνα, φορούσε μόνον ένα κόσμημα, το περιδέραιο των σκαραβαίων από καλλαΐτη και σμάραγδο, περίφημο γιά την σημασία και την προέλευσή του. Ανήκε στον Ψαμμήτιχο Α΄, το έκλεψε ο Πτολεμαίος ο Λάγου, ο ιδρυτής τής δυναστείας των Λαγιδών, πέρασε στους διαδόχους τού στέμματος, ήταν κάτι σαν έμβλημα εκείνης τής εξουσίας των βασιλέων τής Αιγύπτου, που θα ονομαζόταν απεριόριστη εάν δεν την περιέστελλε η θεοκρατία. Οι ηγεμόνες τής ελληνικής δυναστείας, αισθανόμενοι ως σφετεριστές, υπερέβαλλαν στην λατρεία τής παράδοσης, και το περιδέραιο, στο οποίο αποδίδονταν υπερφυσικές ιδιότητες, εμφανιζόταν στις κρίσιμες στιγμές, όταν επικαλούνταν τον Θεό, δημιουργό και σωτήρα τής γης των ιεράκων.
Εκτός από το περιδέραιο, άλλος ένας σκαραβαίος από ιριδίζον υαλώδες επίχρισμα, απλός και λεπτεπίλεπτος, περιέσφιγγε με τ’ ανοιγμένα φτερά του τους κροτάφους τής βασίλισσας, πιέζοντας τους μελαχρινούς βοστρύχους που δραπέτευαν σαν βότρυες ώριμων σταφυλιών. Ο δούλος παρατηρούσε εκστασιασμένος. Ένα σιωπηλό χαμόγελο ευτυχίας διέστελλε τα χοντρά χείλη του και έκανε την νεανική οδοντοστοιχία του να λάμπει. Αυτός γνώριζε με βεβαιότητα πως δεν ήταν σαφές ότι η Κλεοπάτρα άνοιγε την αγκάλη της μόνον στον Ρωμαίο στρατηγό που είχε ηττηθεί στην ναυμαχία τού Ακτίου. Εκείνο το χαμόγελο, θαυμασμού και προσβολής ταυτόχρονα, έκανε την Κλεοπάτρα να συνοφρυωθεί. Τέντωσε το δάκτυλό της και έδειξε προς μία χαμηλή, συμπαγή, σκοτεινή θύρα.
– «Στήριξε τους ώμους σου, Ελαέ!», πρόσταξε. «Πίεσε με δύναμη μέχρι να περιστραφεί η θύρα!».
Ο δούλος υπάκουσε και, όταν η θύρα περιστράφηκε επάνω στους ορειχάλκινους στροφείς, η μελαχρινή πλάτη του ήταν κόκκινη. Σταγόνες αίματος τού δούλου έβαφαν την επιφάνεια τού μετάλλου.
– «Άναψε τις λυχνίες!».
Μπαίνοντας στον χώρο που έφραζε η θύρα, ο Ελαός άναψε με την λυχνία, που είχε φέρει, τα φυτίλια άλλων, ήδη προετοιμασμένων λυχνιών, και η βασίλισσα με τον ιερέα διείσδυσαν επίσης στον πρώτο θάλαμο τού θησαυρού. Στάθηκαν στο κατώφλι γιά ν’ ατενίσουν την τόση μεγαλοπρέπεια, ενόσω ο δούλος φώτιζε τον δεύτερο χώρο. Ο αρχιερέας, που δεν γνώριζε τον θησαυρό παρά μόνον από τον υπεραιωνόβιο θρύλο, ύψωσε τα χέρια του σε σχήμα κυπέλλου και ανέδωσε μία κραυγή θαυμασμού. Το λιγότερο πολύτιμο ήταν οι ράβδοι χρυσού, στοιβαγμένοι στο πάτωμα.
Επί τριακόσια χρόνια, οι Λαγίδες βασιλιάδες συγκέντρωναν και απέκρυπταν στα βάθη τού τάφου, που τους φύλασσε, τα πλέον σπάνια και εξαίρετης τέχνης κοσμήματα. Τιμαλφή που ανήκαν στον Αλέξανδρο, αντικείμενα που είχαν διασωθεί από λεηλασίες εξαφανισμένων πόλεων, περιδέραια και περιβραχιόνια από βασιλοπούλες που κοιμόνταν τον αιώνιο ύπνο, ιερά σκεύη από λατρείες που κανείς πλέον δεν εξασκούσε, χρυσά αγάλματα θεών με λησμονημένο όνομα, μοναδικά μαργαριτάρια που προ ετών είχαν προσφερθεί σε τερατώδεις θεότητες, βασιλικά σκήπτρα, κομψά στέμματα, πόρπες που έκλειναν αυτοκρατορικούς μανδύες, συσσωρεύονταν σε εσοχές ανοιγμένες στον τοίχο και επενδυμένες με υφάσματα και λωρίδες επιχρυσωμένου ξύλου, και πλημμύριζαν σε σωρούς τις γωνίες, μέχρι που κρέμονταν και από την οροφή, μέσα από λεπτεπίλεπτα καλάθια από φοινικόκλαδα.
Το φως των λυχνιών, αβέβαιο και τρεμάμενο, έκανε ν’ αναδύονται έξαφνα από την σκιά λεπτομέρειες θαυμαστής κατεργασίας, τέλεια κοσμήματα, γραμμές κάλλους που σε παρακινούσαν να γονατίσεις, και η Κλεοπάτρα, στρεφόμενη προς τον ιερέα, είπε:
– «Εδώ φυλάσσεται το καλύτερο απ’ όλο τον κόσμο. Οι Ρωμαίοι, που έχουν λεηλατήσει τόσα βασίλεια, δεν κατέχουν τίποτε που να συγκρίνεται με αυτόν τον θησαυρό. Όλοι οι πρόγονοί μου, μέσα στο ελληνικό αίμα τους, έφεραν την αγάπη προς την τέχνη και, μακριά από τα βέβηλα βλέμματα, που δεν επιτρέπεται να επικάθονται στο ύψιστο κάλλος, συνάθροισαν όσα δεν έχουν αντίτιμο, όσα οι φλογερές στιγμές έμπνευσης εμπεδώνουν μέσα στην ύλη και όσα οι καρτερικές εργασίες διαιωνίζουν. Ηττημένη, απειλούμενη, σχεδόν ήδη φυλακισμένη, η βασίλισσα τής Αιγύπτου είναι ακόμη κάτοχος ενός πράγματος που θα ζήλευε ο Οκτάβιος και που, επίσης ο Οκτάβιος, χρειάζεται γιά να πληρώσει τους μισθοφόρους του, στους οποίους οφείλει μεγάλα ποσά, καθώς και στις λεγεώνες τού Αντωνίου, που μόλις υποτάχθηκαν σε αυτόν. Δεν νομίζεις ότι, γιά χάρη αυτού τού θησαυρού, ο Οκτάβιος θα μου επέστρεφε ελεύθερα το στέμμα μου;».
Ο ιερέας σκεφτόταν, ισιώνοντας την γενειάδα του που έπεφτε σε συμμετρικούς επιμήκεις βοστρύχους. Τα ωοειδή και κατάμαυρα μάτια του εξέφραζαν αβεβαιότητα και ανησυχία. Η ιερατική ισχύς είχε εκπέσει πολύ υπό τους Λαγίδες, βασιλιάδες που επιβλήθηκαν εξαιτίας τής αλεξάνδρειας κατάκτησης, και τώρα, ενώπιον τής συντριπτικής δύναμης των Ρωμαίων και τής αυτοκρατορικής και ιδιότροπης διακυβέρνησης τής Κλεοπάτρας, ήταν μόλις μία σκιά και μία ανάμνηση.
– «Γνωρίζει κανείς πού κρύβεις τον θησαυρό σου, βασίλισσα;», ρώτησε, τελικά, με βαρύτητα.
– «Εσύ και εγώ, άλλος κανείς».
Τα αμυγδαλωτά μάτια, με την λοξή ματιά, υπέδειξαν τον δούλο, ακίνητο σαν άγαλμα από μελαχρινό βασανίτη.
– «Δεν θα μιλήσει, είναι τάφος», μουρμούρισε η Κλεοπάτρα, τυλίγοντας τον Νούβιο μέσα στο αστραφτερό βλέμμα της.
– «Τότε, βασίλισσα, ο Οκτάβιος θα δεχτεί τους όρους σου ή…».
– «Ή, αφού πεθάνω, και σε περίπτωση ανάγκης, εσύ θα εξαφανίσεις τον θησαυρό των Λαγιδών. Να μην τον ιδιοποιηθεί ο Οκτάβιος, καταλαβαίνεις; Να μην φτάσει να απλώσει χέρι επάνω του. Κατάστρεψε, θάψε, εκσφενδόνισε στην πλέον βαθιά θάλασσα… Οτιδήποτε άλλο, εκτός από το να τον παραδώσεις στον Ρωμαίο νικητή».
– «Έτσι θα γίνει… Δεν μας απομένει άλλη ελπίδα».
– «Μένει ακόμα μία… Έλα».
Η βασίλισσα πέρασε στον δεύτερο χώρο. Ήταν ένας μικρότερος θάλαμος, κυκλικός, διάτρητος επίσης από εσοχές, στις οποίες συνωστίζονταν αναμεμειγμένα αντικείμενα με παράξενες, ετερόκλητες μορφές.
– «Είναι φυλαχτά, περίαπτα, εγκόλπια, μανδραγόρες, ουράνιοι λίθοι, αιγαγροπιλήματα, νύχια τού μεγάλου κτήνους, φιαλίδια με γητέματα και φίλτρα… Έχουν μεταφερθεί απ’ όλες τις χώρες, συλλεγμένα επάνω από πτώματα, μέσα σε καμένα ιερά, σε νυχτερινά κρησφύγετα γητευτριών τής Θεσσαλίας, έχουν εκριζωθεί, κλαπεί, αγοραστεί με το βάρος τους πληρωμένο σε χρυσό… Εφόσον οι θεοί τής Αιγύπτου μάς εγκαταλείπουν, δεν θα υπάρχει εδώ ένας θεός ή ένα πνεύμα γιά να μας σώσει; Λάβε υπ’ όψιν την ποσότητα υπερφυσικής δύναμης που εγκλείουν τόσα εκπληκτικά πράγματα!».
Ο ιερέας απάντησε, κινώντας την κεφαλή του:
– «Οι θεοί μας μάς τιμωρούν, βασίλισσα, εξαιτίας τής σύναψης συμμαχίας με τον ξένο, εξαιτίας τής βεβήλωσης τής ένωσής σου με έναν Ρωμαίο στρατηγό, τον οποίο έκανες μονάρχη τής Αιγύπτου. Το αξίζαμε να μας εγκαταλείψουν και μας εγκαταλείπουν. Ενάντια στην οργή τους τίποτε δεν δύνανται να κάνουν αυτοί οι λίθοι και αυτά τα υγρά, αυτές οι ρίζες και αυτά τα ράκη, που λαμβάνουν την ισχύ τους από τον συμπαντικό δημιουργό, τον Πτα τον αιώνιο».
– «Ο Πτα ο αιώνιος δεν δύναται να μ’ εμποδίσει να πεθάνω, και μεταξύ αυτών των περιάπτων υπάρχουν δηλητήρια τόσο γρήγορα και διεισδυτικά, ώστε ο θάνατος, που προκαλούν, πρέπει να ονομάζεται γλυκό όνειρο. Τα πλέον πολύτιμα κοσμήματα αυτού τού θησαυρού είναι τα όργανα τής ελευθερίας μου. Σε καμμία περίπτωση δεν θα εμφανιστώ στον θρίαμβο των εχθρών μου».
Η αναρρίγηση τού δούλου έκανε την βασίλισσα να στραφεί προς αυτόν.
– «Εσύ δεν θέλεις να πεθάνω, Ελαέ…», άρθρωσε μ’ εκείνο το χαμόγελο, που ήταν μία άβυσσος από χάρη και φιλαρέσκεια, πλησιάζοντας με κίνηση αιλουροειδούς, θωπευτική. «Εσύ, που είσαι κάτι λίγο από άργιλο, δεν θέλεις να χαθεί η θυγατέρα των Πτολεμαίων… Προτιμάς να με ταπεινώσουν; Δεν γνωρίζεις ότι ο θάνατος είναι πολύ όμορφος; Δεν υπάρχει τίποτε ομορφότερο από τον θάνατο και τον έρωτα. Ησύχασε, Ελαέ. Αναζήτησε σ’ εκείνον τον τοίχο μία μεταλλική προεξοχή με κεφαλή ερπετού και πίεσέ την… Έτσι…».
Ο Ελαός την πίεσε χωρίς επιφύλαξη. Ένα κομμάτι τού πατώματος βυθίστηκε ταχέως, παρασύροντας μαζί του τον δούλο. Απόμακρος, υπόκωφος, ορφνός, σαν να απορροφήθηκε από το νερό, ακούστηκε ο θόρυβος από την πτώση του. Ήδη το πάτωμα επανερχόταν εκ νέου και ήσυχα αναλάμβανε την θέση του.
– «Δεν θα μιλήσει», είπε η Κλεοπάτρα. «Το μυστικό ανήκει μόνον σ’ εμάς».
Ο ιερέας δεν έκανε καμμία παρατήρηση. Η ζωή ενός δούλου δεν άξιζε τον κόπο ν’ ανοίξει το στόμα του. Αφήνοντας, λοιπόν, τις αναμμένες λυχνίες, που θα έσβηναν από μόνες τους, εγκατέλειψαν εκείνο το μέρος, κρυμμένο στα θεμέλια ενός τάφου και κατασκευασμένο με τέτοια τέχνη, που θα ισοπέδωναν ολόκληρη την πόλη χωρίς να το βρουν.
Ο δούλος ήταν νέος, ηράκλειος, και κολυμπούσε σαν τα ψάρια. Από θαύμα κατόρθωσε να μην πνιγεί πέφτοντας σ’ έναν βαθύ αγωγό που συνδεόταν με τον κόλπο τής Αλεξάνδρειας. Και ήταν αυτός που αποκάλυψε στον νικητή Οκτάβιο το μυστικό τού ανεκτίμητου θησαυρού των Λαγιδών, που ο Οκτάβιος έλιωσε βάναυσα στην κάμινο, επειγόμενος από την ανάγκη να κατευνάσει με χρήματα τις λεγεώνες του, ανοίγοντας την οδό προς την Αυτοκρατορία τής Ρώμης. Αποστερημένη από τα όργανα τής ελευθερίας της, η Κλεοπάτρα χρειάστηκε να ζητήσει ένα καλάθι με καρπούς, όπου υπήρχε ένα φιδάκι, τού οποίου το δάγκωμα επίσης απελευθερώνει.
*** *** ***
Βιβλιογραφία
Στους ενδιαφερόμενους παρέχεται πλήρης βιβλιογραφική ενημέρωση στην ακόλουθη ηλεκτρονική διεύθυνση:http://www.cervantesvirtual.com.
Αθανάσιος Τσακνάκης
09/03/2015
«Ο θησαυρός των Λαγιδών»
09/03/2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου