Απόσπασμα από το βιβλίο του HENRY MILLER: Ο κολοσσός του Μαρουσίου (Original: The colossus of Marousi, 1941)*
«Δεν θα είχα πάει ποτέ στην Ελλάδα αν δεν υπήρχε εκείνο το κορίτσι, η Μπέτι Ράιαν, που έμενε στο ίδιο σπίτι μ” εμένα στο Παρίσι. Ένα βράδυ, πάνω από ένα ποτήρι κρασί, άρχισε να μιλάει για τις εμπειρίες της από τις περιηγήσεις της στον κόσμο. Την παρακολουθούσα πάντα με μεγάλη προσοχή, όχι μόνο γιατί οι εμπειρίες της ήταν παράξενες, αλλά γιατί όταν μιλούσε για τις περιπλανήσεις της ήταν σαν να τις ζωγράφιζε: όσα περιέγραφε έμεναν στο μυαλό μου σαν τελειωμένοι πίνακες ενός μεγάλου ζωγράφου. Εκείνο το βράδυ η συζήτηση ήταν περίεργη. Αρχίσαμε να μιλάμε για την Κίνα και την κινέζικη γλώσσα, την οποία είχε αρχίσει να μαθαίνει. Γρήγορα πήγαμε στη βόρεια Αφρική, στην έρημο, ανάμεσα σε λαούς που δεν τους είχα ακούσει ποτέ πριν. Και τότε ξαφνικά βρέθηκε εντελώς μόνη της,
περπατώντας δίπλα σ” ένα ποτάμι, και το φως ήταν έντονο κι εγώ την ακολουθούσα όσο καλύτερα μπορούσα στον εκτυφλωτικό ήλιο, εκείνη όμως χάθηκε, κι εγώ βρέθηκα να περιπλανιέμαι σε μια ξένη χώρα, ακούγοντας μια γλώσσα που δεν είχα ακούσει ποτέ πριν.
Αυτό το κορίτσι δεν είναι ακριβώς μια αφηγήτρια, αλλά ένα είδος καλλιτέχνιδας, αφού κανένας δεν μου έχει δώσει την ατμόσφαιρα ενός τόπου με τόση πληρότητα όσο αυτή για την Ελλάδα. Πολύ αργότερα ανακάλυψα ότι ο τόπος όπου είχε περιπλανηθεί, κι εγώ μαζί της, ήταν κοντά στην Ολυμπία, όμως τότε για μένα ήταν απλώς η Ελλάδα, ένας κόσμος από φως τέτοιο που ποτέ δεν είχα ονειρευτεί και ποτέ δεν ήλπιζα να δω.
Για μήνες πριν από αυτή τη συζήτηση λάμβανα γράμματα από την Ελλάδα από τον φίλο μου τον Λόρενς Ντάρελ, ο οποίος είχε κυριολεκτικά κάνει πατρίδα του την Κέρκυρα. Τα γράμματά του ήταν επίσης θαυμάσια, ωστόσο κάπως μη πραγματικά για μένα. Ο Ντάρελ είναι ποιητής και τα γράμματά του ήταν ποιητικά. Μου προκαλούσαν κάποια σύγχυση, επειδή το όνειρο και η πραγματικότητα, το ιστορικό και το μυθολογικό, μπλέκονταν τόσο καλλιτεχνικά. Αργότερα ανακάλυψα και μόνος μου ότι αυτή η σύγχυση είναι πραγματική και δεν οφείλεται εντελώς στην ποιητικότητα. Αλλά τότε νόμιζα πως ξετύλιγε την τέχνη του, ότι αυτός ήταν ο δικός του τρόπος να με κάνει να αποδεχτώ τις επανειλημμένες προσκλήσεις του να πάω και να μείνω μαζί του.
Μερικούς μήνες πριν ξεσπάσει ο πόλεμος, αποφάσισα να κάνω μακρόχρονες διακοπές. Πρώτα απ” όλα, ήθελα από καιρό να επισκεφθώ την κοιλάδα της Δορδόνης. Πακετάρισα λοιπόν τη βαλίτσα μου και πήρα το τρένο για τη Ροκαμαντούρ, όπου έφτασα νωρίς ένα πρωί μόλις έβγαινε ο ήλιος, ενώ το φεγγάρι έφεγγε ακόμη. Ήταν μια αναλαμπή ευφυΐας εκ μέρους μου να κάνω το γύρο της περιοχής της Δορδόνης πριν βουτήξω στον λαμπερό και πανάρχαιο κόσμο της Ελλάδας. Και μόνο να ρίξεις μια ματιά στο μαύρο, μυστηριακό ποτάμι στην Ντομ από τον όμορφο βράχο στην άκρη της πόλης φτάνει για νσ. είσαι ευγνώμων όλη σου τη ζωή. Για μένα αυτό το ποτάμι, αυτή η χώρα, ανήκουν στον ποιητή Ράινερ Μαρία Ρίλκε. Δεν είναι γαλλική, αυστριακή, ούτε καν ευρωπαϊκή. Είναι η χώρα της μαγείας που έχουν προβάλει οι ποιητές, και μόνο εκείνοι μπορούν να έχουν αξιώσεις πάνω σ” αυτήν. Είναι το πλησιέστερο μέρος στον Παράδεισο από τούτη την πλευρά της Ελλάδας. Ας το αποκαλέσουμε, κάνοντας μια παραχώρηση, ο Παράδεισος του Γάλλου. Στην πραγματικότητα θα πρέπει να ήταν παράδεισος για πολλές χιλιάδες χρόνια. Πιστεύω ότι θα ήταν έτσι για τον άνθρωπο Κρο-Μανιόν, παρά τα απολιθωμένα στοιχεία των μεγάλων σπηλαίων που μαρτυρούν μια κατάσταση ζωής μάλλον σκληρής και τρομακτικής. Πιστεύω ότι ο άνθρωπος Κρο-Μανιόν εγκαταστάθηκε εδώ επειδή ήταν εξαιρετικά ευφυής και είχε ιδιαίτερα αναπτυγμένη την αίσθηση του ωραίου. Πιστεύω πως το θρησκευτικό του συναίσθημα ήταν ήδη πολύ αναπτυγμένο και ότι άνθισε εδώ, έστω κι αν ζούσε σαν ζώο στα βάθη των σπηλαίων. Πιστεύω ότι αυτή η μεγάλη ειρηνική περιοχή της Γαλλίας θα είναι πάντα ένας ιερός τόπος για τον άνθρωπο και, όταν οι πόλεις θα έχουν σκοτώσει τους ποιητές, αυτός θα παραμείνει ως το καταφύγιο και το λίκνο για τις γενιές των ποιητών που θα ακολουθήσουν. Επαναλαμβάνω, ήταν πολύ σημαντικό για μένα να δω τη Δορδόνη: μου δίνει ελπίδες για το μέλλον της ανθρώπινης φυλής, για το μέλλον της ίδιας της γης. Η Γαλλία ίσως κάποια μέρα να μην υπάρχει, αλλά η Δορδόνη θα συνεχίσει να ζει, όπως ζουν τα όνειρα και τροφοδοτούν τις ψυχές των ανθρώπων.
Στη Μασσαλία πήρα το καράβι για τον Πειραιά. Ο φίλος μου ο Ντάρελ θα με συναντούσε στην Αθήνα και θα με έπαιρνε μαζί του στην Κέρκυρα. Στο καράβι ήταν πολλοί Λεβαντίνοι. Τους ξεχώρισα αμέσως, προτιμώντας τους από τους Αμερικανούς, τους Γάλλους και τους Άγγλους. Επιθυμούσα πολύ να μιλήσω με Άραβες, Τούρκους, Σύριους και παρόμοιους. Ήμουν περίεργος να μάθω πώς έβλεπαν τον κόσμο. Το ταξίδι θα κρατούσε τέσσερις πέντε μέρες, κάτι που μου έδινε αρκετό χρόνο για να γνωριστώ με εκείνους για τους οποίους ήθελα να μάθω περισσότερα. Εντελώς τυχαία, ο πρώτος φίλος που έκανα ήταν ένας Έλληνας φοιτητής της ιατρικής που επέστρεφε από το Παρίσι. Μιλούσαμε γαλλικά. Το πρώτο βράδυ συζητούσαμε μέχρι τις τρεις ή τέσσερις τα ξημερώματα, κυρίως για τον Κνουτ Χάμσουν, με τον οποίο, όπως ανακάλυψα, οι Έλληνες ήταν παθιασμένοι. Στην αρχή φαινόταν περίεργο να μιλάμε γι” αυτόν το μεγαλοφυή από τον Βορρά ενώ πλέαμε σε ζεστά ύδατα. Αλλά εκείνη η συζήτηση με δίδαξε αμέσως ότι οι Έλληνες είναι ένας ενθουσιώδης, φιλομαθής, παθιασμένος λαός. Το πάθος— ήταν κάτι που μου είχε λείψει πολύ στη Γαλλία. Όχι μόνο το πάθος, αλλά και η αντιφατικότητα, η σύγχυση, το χάος — όλες αυτές τις γνήσιες ανθρώπινες ιδιότητες τις ξανανακάλυψα και τις χάρηκα στο πρόσωπο του καινούργιου μου φίλου. Και τη γενναιοδωρία. Κόντευα να πιστέψω ότι είχε χαθεί από τη γη. Και να εμείς, ένας Έλληνας και ένας Αμερικανός, με κάτι, κοινό, και όμως δύο εντελώς διαφορετικά άτομα. Ήταν μια υπέροχη εισήγηση στον κόσμο που επρόκειτο να ανοίξει μπροστά στα μάτια μου. Είχα ήδη ερωτευτεί την Ελλάδα, και τους Έλληνες, πριν ακόμη αντικρίσω τη χώρα. Ένιωσα εκ των προτέρων ότι ήταν ένας φιλικός, φιλόξενος λαός, εύκολος να τον πλησιάσεις και να σχετιστείς μαζί του.
Την επομένη άρχισα συζήτηση με τους άλλους — έναν Τούρκο, έναν Σύριο, μερικούς φοιτητές από τον Λίβανο, έναν Αργεντινό ιταλικής καταγωγής. Ο Τούρκος μού προξένησε αντιπάθεια σχεδόν από την αρχή. Η μανία του με τη λογική με εξαγρίωνε. Κι επιπλέον ήταν και κακή λογική. Όπως και στους άλλους, με τους οποίους διαφωνούσα άγρια, βρήκα και σ” αυτόν ένα αμερικανικό πνεύμα στη χειρότερη έκφρασή του. Η πρόοδος ήταν μονομανία τους. Περισσότερες μηχανές, περισσότερη αποδοτικότητα, περισσότερα κεφάλαια, περισσότερες ανέσεις — αυτή ήταν όλη κι όλη η συζήτησή τους. Τους ρώτησα αν είχαν ακούσει για τα εκατομμύρια των ανέργων στην Αμερική. Αγνόησαν την ερώτηση. Τους ρώτησα αν καταλάβαιναν πόσο κενοί, ανήσυχοι και αξιοθρήνητοι ήταν οιΑμερικανοί με όλες αυτές τις μηχανικές πολυτέλειες και ανέσεις. Ο σαρκασμός μου δεν τους άγγιζε. Αυτό που ήθελαν ήταν επιτυχία — λεφτά, δύναμη, μια θέση στον ήλιο. Κανένας δεν ήθελε να επιστρέψει στην πατρίδα του, για κάποιο λόγο, ήταν όλοι υποχρεωμένοι να γυρίσουν παρά τη θέλησή τους. Έλεγαν πως στη δική τους πατρίδα δεν υπήρχε ζωή. Πότε θα άρχιζε η ζωή; ήθελα να μάθω. Όταν θα είχαν όλα τα πράγματα που είχε η Αμερική, ηΓερμανία ή η Γαλλία. Απ” όσο μπορούσα να καταλάβω, η ζωή συναπαρτιζόταν από πράγματα, κυρίως από μηχανήματα. Ζωή χωρίς λεφτά δεν υπήρχε: έπρεπε να έχουν ρούχα, ένα καλό σπίτι, ραδιόφωνο, αυτοκίνητο, ρακέτα του τένις και τα λοιπά. Τους είπα ότι δεν είχα τίποτε απ” όλα αυτά τα πράγματα και ότι ήμουν ευτυχής χωρίς αυτά, ότι είχα γυρίσει την πλάτη στην Αμερική ακριβώς επειδή αυτά τα πράγματα δεν είχαν καμιά σημασία για μένα. Είπαν ότι ήμουν ο πιο παράξενος Αμερικανός απ” όσους είχαν γνωρίσει. Όμως τους άρεσα. Βρίσκονταν κοντά μου σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, πιλατεύοντάς με κάθε λογής ερωτήσεις, στις οποίες απαντούσα μάταια. Τα βράδια τα περνούσα με τον Έλληνα. Καταλαβαινόμασταν καλύτερα, πολύ καλύτερα, παρά το θαυμασμό του για τη Γερμανία και το γερμανικό καθεστώς. Και αυτός, βέβαια, ήθελε να πάει κάποια μέρα στην Αμερική. Όλοι οι Έλληνες ονειρεύονται να πάνε στην Αμερική και να χτίσουν εκεί τη φωλιά τους. Δεν προσπάθησα να τον μεταπείσω. Του έδωσα μια εικόνα της Αμερικής όπως την ήξερα, όπως την είχα δει και όπως την είχα βιώσει. Αυτό φάνηκε ότι τον φόβισε λίγο. Παραδέχτηκε ότι ποτέ πριν δεν είχε ακούσει να μιλάνε έτσι για την Αμερική. «Πήγαινε» είπα «και θα δεις μόνος σου. Ίσως να κάνω λάθος. Σου λέω μόνο αυτά που ξέρω από τις δικές μου εμπειρίες. Να θυμάσαι» πρόσθεσα «ούτε ο Κνουτ Χάμσουν πέρασε και τόσο καλά εκεί, ούτε ο αγαπημένος σου Έντγκαρ Άλαν Πόε…».
Υπήρχε και ένας Γάλλος αρχαιολόγος που επέστρεφε στην Ελλάδα- καθόταν απέναντί μου στο τραπέζι. Θα μου είχε κει ένα σωρό πράγματα για την Ελλάδα, αλλά δεν του έδωσα ποτέ την ευκαιρία. Τον αντιπάθησα από τη στιγμή που τον πρωτοαντίκρισα. Το παλικάρι που πραγματικά μου άρεσε περισσότερο στο ταξίδι ήταν ο Ιταλός από την Αργεντινή. Ο πιο αδαής άνθρωπος που είχα ποτέ συναντήσει και ταυτόχρονα χαριτωμένος. Στη Νεάπολη βγήκαμε έξω μαζί για να πάμε να φάμε ένα καλό φαγητό και να επισκεφθούμε την Πομπηία, που δεν την είχε καν ακούσει ποτέ. Παρά την υπερβολική ζέστη, το ταξίδι στην Πομπηία το ευχαριστήθηκα. Αν είχα πάει με κανέναν αρχαιολόγο θα βαριόμουν τρομερά. Στον Πειραιά βγήκε μαζί μου για να επισκεφθούμε την Ακρόπολη. Η ζέστη ήταν ακόμα χειρότερη από της Πομπηίας, η οποία ήταν αρκετά μεγάλη. Στις εννιά το πρωί θα ήταν τουλάχιστον 47 βαθμοί στον ήλιο. Δεν είχαμε ακόμη περάσει την αποβάθρα, όταν πέσαμε στα χέρια ενός πονηρού Έλληνα ξεναγού που μιλούσε λίγα αγγλικά και γαλλικά και που υποσχέθηκε να μας δείξει τα πάντα για ένα λογικό ποσό. Προσπαθήσαμε να μάθουμε τι ήθελε για τις υπηρεσίες του αλλά του κάκου. Έκανε πολλή ζέστη για να μιλάμε για τιμές. Μπήκαμε σ” ένα ταξί και του είπαμε να βάλει εμπρός κατευθείαν για την Ακρόπολη. Στο καράβι είχα ανταλλάξει τα γαλλικά φράγκα μου με δραχμές. Είχα την εντύπωση πως είχα χώσει στην τσέπη μου ολόκληρο μάτσο και ένιωθα πως θα μπορούσα να πληρώσω το λογαριασμό, όσο υπερβολικός κι αν ήταν. Ήξερα πως θα μας κορόιδευαν και το περίμενα με χαρά. Το μόνο πράγμα που ήταν ακλόνητο στο μυαλό μου για τους Έλληνες ήταν ότι δεν μπορούσες να τους εμπιστευθείς- θα απογοητευόμουν εάν ο ξεναγός μας αποδεικνυόταν μεγαλόψυχος και ιπποτικός. Η παρέα μου, από την άλλη πλευρά, στενοχωριόταν κάπως για την κατάσταση. Πήγαινε στη Βηρυττό. Μπορούσα να τον ακούω να κάνει λογαριασμούς μέσα στο μυαλό του καθώς προχωρούσαμε μέσα στην αποπνικτική σκόνη και τη ζέστη.
Η διαδρομή από τον Πειραιά στην Αθήνα είναι μια καλή εισαγωγή στην Ελλάδα. Δεν υπάρχει τίποτε το ελκυστικό. Σε κάνει να απορείς γιατί αποφάσισες να έρθεις εδώ. Δεν είναι μόνο η ξεραΐλα και η εγκατάλειψη του τοπίου, υπάρχει και κάτι το τρομακτικό. Νιώθεις απογυμνωμένος και λεηλατημένος, σχεδόν εκμηδενισμένος. Ο οδηγός ήταν σαν ζώο που είχε περιέργως μάθει να μεταχειρίζεται μια τρελή μηχανή. Ο ξεναγός μας του έδινε διαρκώς οδηγίες, να πάει δεξιά ή αριστερά, σαν να μην είχαν ξανακάνει αυτή τη διαδρομή ποτέ πριν. Ένιωθα μια τεράστια συμπάθεια για τον οδηγό, επειδή καταλάβαινα ότι θα τον κορόιδευε και αυτόν. Διαισθανόμουν ότι δεν ήξερε να μετράει πάνω από το εκατό. Ένιωθα επίσης ότι, αν του έλεγαν να πέσει στο χαντάκι, θα έπεφτε. Όταν φτάσαμε στην Ακρόπολη —ήταν μια τρελή ιδέα να πάμε αμέσως εκεί— βρήκαμε μπροστά μας μερικές εκατοντάδες ανθρώπους που κατέκλυζαν την είσοδο. Τότε πια η ζέστη ήταν τόσο τρομερή, που το μόνο που σκεφτόμουν ήταν να βρω κάποια σκιά, να καθίσω από κάτω και να την απολαύσω. Βρήκα ένα αρκετά δροσερό σημείο και περίμενα εκεί ώσπου να αλλάξει τα λεφτά του ο Αργεντινός. Ο άνθρωπός μας είχε παραμείνει στην είσοδο με τον οδηγό του ταξί, αφού πρώτα μας παρέδωσε σ” έναν επαγγελματία ξεναγό. Αυτός θα μας συνόδευε στο Ναό του Διός, στοΘησείο και σε άλλα μέρη, μόλις τελειώναμε με την Ακρόπολη. Φυσικά ποτέ δεν πήγαμε σε αυτά τα μέρη. Του είπαμε να μας πάει στην πόλη, να βρούμε ένα δροσερό μέρος και να πάρουμε ένα παγωτό. Ήταν περίπου δέκα και μισή όταν σταματήσαμε σ” ένα υπαίθριο καφέ. Όλοι έμοιαζαν αποκαμωμένοι από τη ζέστη, ακόμα και οι Έλληνες. Φάγαμε το παγωτό, ήπιαμε το παγωμένο νερό, και μετά περισσότερο παγωτό και περισσότερο παγωμένο νερό Ύστερα παρήγγειλα ζεστό τσάι, γιατί ξαφνικά θυμήθηκα κάποιον που μου είχε πει ότι το ζεστό τσάι σε δροσίζει.
Το ταξί στεκόταν στο ρείθρο με τη μηχανή αναμμένη. Ο ξεναγός μας φαινόταν να είναι ο μόνος που άντεχε τη ζέστη. Υποθέτω ότι νόμιζε πως θα δροσιζόμασταν λίγο και μετά θα αρχίζαμε να περπατάμε και πάλι στον ήλιο κοιτάζοντας τα ερείπια και τα μνημεία. Τελικά του είπαμε ότι θέλαμε να τον πληρώσουμε για τις υπηρεσίες του. Απάντησε ότι δεν υπήρχε καμιά βιασύνη, δεν είχε τίποτα ιδιαίτερο να κάνει και χαιρόταν που βρισκόταν στην παρέα μας. Του είπαμε ότι είχαμε κάνει αρκετά για εκείνη την ημέρα και θέλαμε να ξεκουραστούμε. Φώναξε το σερβιτόρο και πλήρωσε το λογαριασμό με δικά του λεφτά. Εμείς τον τρώγαμε να μας πει πόσα ήταν. Δεν φαινόταν καθόλου πρόθυμος να μας πει. Ήθελε μόνο να μάθει πόσο νομίζαμε ότι άξιζαν οι υπηρεσίες του. Είπαμε ότι δεν ξέραμε — αφήναμε τον ίδιο να αποφασίσει. Οπότε, ύστερα από μια μακρά παύση, αφού μας κοίταξε από την κορυφή μέχρι τα νύχια, ξύστηκε, έγειρε πίσω το καπέλο του, σκούπισε το μέτωπό του και τα λοιπά, μας ανακοίνωσε ήρεμα ότι νόμιζε πως 2.500 δραχμές θα ήταν αρκετά. Έριξα μια ματιά στον άλλο και του είπα να τον αναλάβει αυτός. Ο Έλληνας φυσικά ήταν εντελώς προετοιμασμένος για την αντίδρασή μας. Και αυτό, πρέπει να το ομολογήσω, μου αρέσει στους Έλληνες, όταν δηλαδή είναι πονηροί και πανούργοι. Σχεδόν αμέσως είπε: «Εντάξει, αν νομίζετε ότι η δική μου τιμή δεν είναι δίκαιη, τότε πείτε μου εσείς πόσα». Και αυτό κάναμε. Του δώσαμε μία τιμή τόσο γελοία χαμηλή όσο υψηλή ήταν η δική του. Φάνηκε ότι του άρεσε αυτό το φτηνό παζάρεμα. Στην πραγματικότητα, το απολαμβάναμε όλοι. Οι υπηρεσίες του γίνονταν κάτι χειροπιαστό και πραγματικό, σαν εμπόρευμα. Το ζυγίσαμε και το εκτιμήσαμε, το περιεργαστήκαμε σαν μια γινωμένη ντομάτα ή ένα καλαμπόκι. Και τελικά συμφωνήσαμε, όχι σε μια δίκαιη τιμή, γιατί αυτό θα πρόσβαλλε την ικανότητα του ξεναγού μας, αλλά στο ότι γι” αυτή τη μοναδική περίπτωση, εξαιτίας της ζέστης, επειδή δεν τα είχαμε δει όλα και τα λοιπά και τα λοιπά, θα τα κανονίζαμε έτσι και σε τέτοια τιμή που θα χωρίζαμε σαν καλοί φίλοι. Ένα από τα ψιλοπράγματα που παζαρέψαμε αρκετή ώρα ήταν το ποσό που είχε πληρώσει στον επαγγελματία ξεναγό στην Ακρόπολη. Ορκίστηκε πως του είχε δώσει 150 δραχμές. Είχα δει τη συναλλαγή με τα ίδια μου τα μάτια, και ήξερα ότι είχε δώσει μόνο πενήντα δραχμές. Εκείνος υποστήριζε ότι δεν είχα δει καλά. Το παραβλέψαμε προσποιούμενοι ότι του είχε δώσει από απροσεξία εκατό δραχμές παραπάνω απ” όσα σκόπευε, μια ηθικολογία καθόλου ελληνική, ώστε, αν εκείνη τη στιγμή αποφάσιζε να μας πάρει όλα όσα είχαμε, τα δικαστήρια της Ελλάδας θα έπαιρναν το μέρος του.
Μία ώρα αργότερα χαιρέτησα την παρέα μου, βρήκα ένα δωμάτιο σ’ ένα μικρό ξενοδοχείο σε διπλή τιμή απ’ όσο συνήθως, γδύθηκα και ξάπλωσα στο κρεβάτι γυμνός μέσα σε μια λίμνη ιδρώτα μέχρι τις εννιά το βράδυ. Έψαξα για κανένα εστιατόριο, προσπάθησα να φάω, αλλά ύστερα από μερικές μπουκιές τα παράτησα. Σε όλη μου τη ζωή δεν είχα ζεσταθεί περισσότερο. Το να κάθεσαι δίπλα σε μια ηλεκτρική λάμπα ήταν μαρτύριο. Ύστερα από μερικά αναψυκτικά, σηκώθηκα και ξεκίνησα για το πάρκο. Θα έλεγα πως ήταν περίπου έντεκα. Οι άνθρωποι έρχονταν στο πάρκο απ” όλες τις μεριές σαν μελίσσι. Μου θύμισε τη Νέα Υόρκη κάποιες νύχτες του Αυγούστου με καύσωνα. Να το πάλι το κοπάδι, κάτι που δεν το είχα νιώσει στο Παρίσι, παρά μόνο την εποχή της αποτυχημένης επανάστασης. Περπάτησα αργά μέσα από το πάρκο προς το Ναό του Διός. Κατά μήκος του χωματόδρομου υπήρχαν τραπεζάκια βαλμένα τυχαία: ζευγαράκια κάθονταν εκεί ήρεμα στο σκοτάδι, κουβεντιάζοντας χαμηλόφωνα, πάνω από ποτήρια με νερό. Το ποτήρι νερό… παντού έβλεπα το ποτήρι νερό. Κατάντησε έμμονη ιδέα. Άρχισα να σκέφτομαι το νερό σαν κάτι καινούργιο, ένα ζωτικό στοιχείο της ζωής. Γη, αέρας, φωτιά, νερό. Τώρα ακριβώς το νερό είχε γίνει το κυρίαρχο στοιχείο. Βλέποντας τους εραστές να κάθονται εκεί στο σκοτάδι πίνοντας νερό, να κάθονται εν ειρήνη και γαλήνη και να μιλούν σε χαμηλούς τόνους, μου έδιναν ένα υπέροχο αίσθημα για τον ελληνικό χαρακτήρα. Η σκόνη, η ζέστη, η φτώχεια, η ξεραΐλα, η διακριτικότητα των ανθρώπων, και παντού το νερό, σε μικρά ποτήρια που στέκονταν ανάμεσα στα ήσυχα, ειρηνικά ζευγάρια, μου έδιναν την αίσθηση ότι υπήρχε κάτι το ιερό σε τούτο το μέρος, κάτι ζωογόνο, κάτι που τα συντηρούσε. Αυτή την πρώτη νύχτα περπάτησα γοητευμένος γύρω από το Ζάππειο. Παραμένει στη μνήμη μου όπως κανένα άλλο πάρκο απ” όσα ξέρω. Είναι η πεμπτουσία του πάρκου, εκείνο το κάτι που νιώθεις μερικές φορές όταν κοιτάζεις έναν πίνακα ή ονειρεύεσαι κάποιο μέρος όπου θα ήθελες να βρεθείς και ποτέ δεν το βρίσκεις. Ακόμα και το πρωί είναι όμορφα, όπως ανακάλυψα. Αλλά η νύχτα, που έρχεται από το πουθενά, όπου νιώθεις το σκληρό χώμα κάτω από τα πόδια σου και ακούς το βουητό μιας γλώσσας που σου είναι εντελώς άγνωστη, είναι μαγική — και ίσως είναι πιο μαγική για μένα επειδή τη φαντάζομαι γεμάτη από τον πιο φτωχό λαό στον κόσμο, και τον πιο ευγενικό. Χαίρομαι που ήρθα στην Αθήναμ’ εκείνο το απίστευτο κύμα καύσωνα, χαίρομαι που την είδα κάτω από τις χειρότερες συνθήκες. Ένιωσα τη γυμνή δύναμη των ανθρώπων, την αγνότητά τους, την ευγένειά τους, την καρτερικότητά τους. Είδα τα παιδιά τους, ένα θέαμα που με θέρμαινε, γιατί ερχόμενος από τη Γαλλία ήταν σαν ο κόσμος να μην είχε παιδιά, σαν να μην γεννιούνταν πια. Είδα ρακένδυτους ανθρώπους, και αυτό ήταν επίσης μια κάθαρση. Ο Έλληνας ξέρει πώς να ζει με τα κουρέλια του: αυτά δεν τον υποβιβάζουν καθόλου ούτε τον ρυπαίνουν, όπως σε άλλες χώρες που έχω επισκεφτεί.
Την άλλη μέρα αποφάσισα να πάρω το καράβι για την Κέρκυρα, όπου με περίμενε ο φίλος μου ο Ντάρελ. Αποπλεύσαμε από τον Πειραιά κατά τις πέντε το απόγευμα, με τον ήλιο να καίει σαν καμίνι. Είχα κάνει το λάθος να πάρω εισιτήριο για τη δεύτερη θέση. Όταν είδα τα ζώα που έμπαιναν στο πλοίο, τα κρεβάτια, όλων των ειδών τα τρελά συμπράγκαλα που κουβαλάνε οι Έλληνες μαζί τους στο ταξίδι, το άλλαξα αμέσως για την πρώτη θέση, που ήταν μόλις λίγο πιο ακριβή από τη δεύτερη. Ποτέ πριν δεν είχα ταξιδέψει πρώτη θέση με κανένα μέσο, εκτός από το μετρό στο Παρίσι — μου φάνηκε πραγματική πολυτέλεια. Ο σερβιτόρος στριφογύριζε συνέχεια μ” ένα δίσκο ποτήρια γεμάτα νερό. Αυτή ήταν και η πρώτη ελληνική λέξη που έμαθα: νερό, τι υπέροχη λέξη! Καθώς έπεφτε η νύχτα φάνηκαν αμυδρά τα νησιά, σε κάποια απόσταση, μάλλον αιωρούμενα πάνω από τα ύδατα παρά ακίνητα. Τα άστρα φάνηκαν με μια μεγαλόπρεπη λαμπρότητα και ο αέρας ήταν απαλός και δροσερός. Άρχισα αμέσως να νιώθω τι είναι ηΕλλάδα, αυτό που υπήρξε, αυτό που θα είναι πάντα, ακόμα κι όταν θα έχει την ατυχία να κατακλυσθεί από αμερικανούς τουρίστες. Όταν με ρώτησε ο καμαρότος τι θα ήθελα να φάω το βράδυ, μαντεύοντας τι επρόκειτο να έχουμε για δείπνο, παραλίγο να ξεσπάσω σε κλάματα. Τα γεύματα στα ελληνικά καράβια είναι καταπληκτικά. Προτιμώ ένα καλό ελληνικό φαγητό από ένα γαλλικό, έστω κι αν είναι αιρετικό να το παραδεχτώ. Υπήρχαν πολλά φαγητά και πολλά ποτά· έξω ο αέρας και ο ουρανός γεμάτος άστρα. Είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου να φύγω από το Παρίσι, χωρίς να τραβήξω ούτε πινελιά για ένα χρόνο. Ήταν οι πρώτες πραγματικές διακοπές μου ύστερα από είκοσι χρόνια κι ήταν όπως τις περίμενα. Όλα μού φαίνονταν σωστά. Δεν υπήρχε πια χρόνος, βρισκόμουν σ” ένα αργό καράβι έτοιμος να συναντήσω ότι θα ‘ρχόταν και να το δεχτώ. Από τη θάλασσα, λες και τα είχε τακτοποιήσει για μένα ο ίδιος ο Όμηρος, ξεπηδούσαν τα νησιά, μοναχικά, εγκαταλειμμένα, μυστηριακά στο φως που έσβηνε. Δεν θα μπορούσα να ζητήσω τίποτε περισσότερο, ούτε ήθελα τίποτε περισσότερο. Είχα όλα όσα ποθούσε ένας άνθρωπος, και το ήξερα. Ήξερα επίσης πως ποτέ δεν θα τα είχα ξανά. Ένιωθα τον πόλεμο να έρχεται — κάθε μέρα και πιο κοντά. Για λίγο ακόμα θα είχαμε ειρήνη και οι άνθρωποι μπορούσαν ακόμη να συμπεριφέρονται σαν ανθρώπινα όντα.»
http://www.uni-leipzig.de/~organik//giannis/g/philosophy_g.html
Από: http://eranistis.net/wordpress/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου